ΣΥΛΒΙΑ ΚΕΝΝΕ-ΜΑΡΜΑΡΑ ν. ΑΡΧΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ, Υπόθεση Αρ. 1225/2007, 14 Απριλίου 2009

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                (Υπόθεση Αρ. 1225/2007)

 

14 Απριλίου, 2009

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤA ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΣΥΛΒΙΑ ΚΕΝΝΕ-ΜΑΡΜΑΡΑ,

Αιτήτρια,

ν.

 

ΑΡΧΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ΄ης  η Αίτηση.

 

 

Α. Σ. Αγγελίδης, για την Αιτήτρια.

Κ. Χατζηϊωάννου, για την Καθ΄ης η Αίτηση.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.Με την παρούσα προσφυγή επιδιώκεται η ακύρωση της προαγωγής του Ενδιαφερόμενου Μέρους (ΕΜ) Μαριάννας Γεωργαλλίδου, στο βαθμό του Υποτμηματάρχη, Οικονομικό Προσωπικό, από 1.8.2007 στην υπηρεσία των καθ' ων η αίτηση, αντί της Αιτήτριας.

Το Συμβούλιο της καθ’ ης η αίτηση, κατά τη συνεδρίαση του στις 3.7.2007, αποφάσισε την πλήρωση μιας κενής θέσης Υποτμηματάρχη (Οικονομικό Προσωπικό).

 

Ακολούθως, το Συμβούλιο διαπίστωσε ότι μετά την υιοθέτηση της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας που υπογράφτηκε στις 11.11.99, μεταξύ της Αρχής και των Οργανώσεων του Προσωπικού, οι βαθμοί του προσωπικού μετονομάστηκαν από «Προϊστάμενος Υπηρεσίας Α» και «Υποτομεάρχης», σε «Μηχανικός Α», «Λειτουργός Α», «Λογιστής Α», «Επόπτης Α» και «Υποτμηματάρχης» αντίστοιχα.

 

Για την πλήρωση της θέσης εξετάστηκαν οι περιπτώσεις όλων των υπαλλήλων που κατείχαν τη θέση Μηχανικού Α', Λειτουργού Α', Λογιστή Α' και Επόπτη Α', που είναι οι αμέσως κατώτεροι βαθμοί του Υποτμηματάρχη και δικαιούνταν κρίσης σύμφωνα με τον Κανονισμό 4(3)(Β) των περί Προσωπικού της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου Γενικών Κανονισμών του 1982 έως 2006, στο εξής οι Κανονισμοί.

 

Το Συμβούλιο, αφού έλαβε υπ' όψιν τους Κανονισμούς 4(3)(Β), 10(1) και 10(4) των Κανονισμών, διαπίστωσε ότι υποψήφιοι για την προς πλήρωση θέση Υποτμηματάρχη (Οικονομικό Προσωπικό), είναι όσοι υπάλληλοι συμπλήρωσαν τριετή υπηρεσία στους βαθμούς του Μηχανικού Α', Λειτουργού Α', Λογιστή Α' και Επόπτη Α' μέχρι τις 3.7.2007.

 

Ακολούθως το Συμβούλιο έλαβε υπ' όψιν τους Κανονισμούς 8(1), 8(1)(Β)(β), 8(1)(Α)(β), 54(1), 56(7)(α) και 56(7)(β), καθώς επίσης και την απόφαση του Συμβουλίου κατά τη συνεδρίαση 48/2006 ημερομηνίας 19.12.2006, που αναφέρει ότι «μεταπτυχιακός τίτλος επιπέδου Master ή ανώτερου θα θεωρείται στο εξής ισοδύναμος πλήρους πανεπιστημιακού τίτλου όπως απαιτεί ο Κανονισμός 8(1)(Α) ή 8(1)(Β) ή το κατά περίπτωση Σχέδιο Υπηρεσίας, εφόσον ο μεταπτυχιακός τίτλος είναι σε κλάδο σπουδών ο οποίος (κλάδος) περιλαμβάνεται μεταξύ των κλάδων που καθορίζονται στην αντίστοιχη ειδικότητα του Κανονισμού 8(1 )Α ή 8(1)Β ή του Σχεδίου Υπηρεσίας».

 

Με βάση τα πιο πάνω, το Συμβούλιο συμφώνησε με τη διαπίστωση του Συμβουλίου Προσωπικού ότι υποψήφιοι για την πλήρωση της κενής θέσης Υποτμηματάρχη (Οικονομικό Προσωπικό) είναι οι 13 υποψήφιοι που κατέχουν τα προσόντα που προβλέπονται από τους πιο πάνω Κανονισμούς και την απόφαση του Συμβουλίου της συνεδρίασης 48/2006 ημερομηνίας 19.12.2006.

 

Ακολούθως το Συμβούλιο προχώρησε σε μελέτη και συζήτηση όλων των δεδομένων και στοιχείων των 13 υποψηφίων που είχε ενώπιον του και συγκεκριμένα των πρακτικών του Συμβουλίου Προσωπικού, της εισήγησης του Ανώτατου Εκτελεστικού Διευθυντή και του περιεχομένου των προσωπικών και εμπιστευτικών τους φακέλων, στους οποίους περιλαμβάνονται τα φύλλα ποιότητας, οι Υπηρεσιακές τους Εκθέσεις και τα Έντυπα Αξιολόγησης τους.  Αναφορικά με το ΕΜ και την Αιτήτρια, διαπίστωσε τα ακόλουθα για τον καθένα από αυτούς:-

 

«Η υποψήφια Μαριάννα Γιωργαλλίδου (511) κρίνεται ως υπάλληλος ευσυνείδητη, ενθουσιώδης, αποτελεσματική και με ηγετικές ικανότητες, η οποία επιδιώκει και επιτυγχάνει συνεχή βελτίωση των γνώσεων της στον επαγγελματικό και διοικητικό τομέα και έχει ιδιαίτερες ικανότητες στην ανάπτυξη πολύ καλών σχέσεων με τους εσωτερικούς πελάτες.

 

Η υποψήφια Σύλβια Μαρμαρά (1522) κρίνεται ως υπάλληλος με άρτια επαγγελματικά προσόντα και ευρεία πείρα. Κατευθύνει και υποκινεί τους υφιστάμενους της στην ομαλή εκτέλεση των καθηκόντων τους και τη χαρακτηρίζει η προθυμία για αρμονική συνεργασία με τους συναδέλφους και τους εξωτερικούς πελάτες.»

 

Κατά παρόμοιο τρόπο, αξιολόγησε και τους υπόλοιπους υποψήφιους.  Στη συνέχεια, το Συμβούλιο προχώρησε σε περαιτέρω αξιολόγηση και  σύγκριση όλων των υποψηφίων μεταξύ τους με βάση τα ακαδημαϊκά και τα επαγγελματικά τους προσόντα, την απόδοση και επίδοση τους, καθώς και την καταλληλότητα τους για την προς πλήρωση θέση. Με βάση το περιεχόμενο των πρακτικών του Συμβουλίου Προσωπικού και την εισήγηση του Ανώτατου Εκτελεστικού Διευθυντή, καθώς και το περιεχόμενο των προσωπικών και εμπιστευτικών τους φακέλων, το Συμβούλιο διαπίστωσε ότι:-

 

(α) Όλοι οι υποψήφιοι ήταν κατάλληλοι για προαγωγή αφού τόσο η βαθμολογία τους (όλοι 5,00 την τελευταία τριετία και τουλάχιστον 4,97 την τελευταία εξαετία), όσο και τα σχόλια των προϊσταμένων τους κρίνονται ως ιδιαίτερα ευνοϊκά.

 

(β) Επικρατέστεροι για την πλήρωση της κενής θέσης Υποτμηματάρχη (Οικονομικό Προσωπικό) κρίθηκαν οι 7 υποψήφιοι που κατείχαν επαγγελματικό τίτλο Certified Accountant και εκτενή επαγγελματική πείρα σε θέματα Οικονομικών και Λογιστικής.  Μεταξύ αυτών, ήταν και το ΕΜ και η Αιτήτρια.

 

Στη συνέχεια το Συμβούλιο προχώρησε σε περαιτέρω σύγκριση των 7 υποψηφίων που κατείχαν τον επαγγελματικό τίτλο Certified Accountant και έκρινε ομόφωνα ότι η υποψήφια Μαριάννα Γιωργαλλίδου (ΕΜ) υπερείχε των υπολοίπων σε ουσιαστική καταλληλότητα, γι' αυτό και αποφάσισε την προαγωγή της στο βαθμό του Υποτμηματάρχη (Οικονομικό Προσωπικό), από 1.8.2007.  Το Συμβούλιο κατέληξε στην πιο πάνω ομόφωνη απόφαση αφού έλαβε υπ' όψιν ότι:-

 

«(i)      Ο Ανώτατος Εκτελεστικός Διευθυντής εισηγείται την προαγωγή της Μαριάννας Γιωργαλλίδου.

(ii)        Το Συμβούλιο Προσωπικού ομόφωνα θεωρεί τη Μαριάννα Γιωργαλλίδου επικρατέστερη μαζί με μία άλλη υποψήφια, την Ιωάννα Χατζηβασιλείου.

(iii)       Η Μαριάννα Γιωργαλλίδου έχει βαθμολογία 5,00 τα τελευταία έξι χρόνια.

(iv)       Η μόνη άλλη υποψήφια με βαθμολογία 5,00 τα τελευταία έξι χρόνια, είναι η Ιωάννα Χατζηβασιλείου. Η Μαριάννα Γιωργαλλίδου όμως υπερέχει της Ιωάννας Χατζηβασιλείου σε αρχαιότητα στην υπηρεσία κατά 33 μήνες και σε αρχαιότητα στο βαθμό κατά 14 μήνες, ενώ υπερέχει ακόμη και σε προσόντα αφού κατέχει κα πανεπιστημιακό πτυχίο στα Οικονομικά.

(v)        Η Μαριάννα Γιωργαλλίδου υπερέχει όλων των υποψηφίων στην αρχαιότητα στο βαθμό θέση πλην της Σύλβιας Μαρμαρά με την οποία έχει τη ίδια αρχαιότητα, υπερέχει όμως της Σύλβιας Μαρμαρά τόσο στη βαθμολογία τα τελευταία έξι χρόνια (5,00 έναντι 4,97) όσο και στα προσόντα αφού κατέχει πανεπιστημιακό πτυχίο στα Οικονομικά.

(vi)       Πανεπιστημιακό πτυχίο, πέραν της υποψήφιας Μαριάννας Γιωργαλλίδου, κατέχει και ο υποψήφιος Δημήτριος Γεωργάκης (Β.Α. Accounting). Η Μαριάννα Γιωργαλλίδου υπερέχει όμως έστω και κατ' ελάχιστον στη βαθμολογία τα τελευταία έξι χρόνια (5,00 έναντι 4,99), ενώ υπερέχει ακόμη σε αρχαιότητα στην υπηρεσία κατά 60 μήνες και σε αρχαιότητα στο βαθμό κατά 35 μήνες.»

 

Η Αιτήτρια επιδιώκει την ακύρωση της πιο πάνω απόφασης. 

 

Με τον πρώτο λόγο ακύρωσης, ο συνήγορος της Αιτήτριας με αναφορά στην Χρυσάφη ν. Δημοκρατίας (2005), Α.Ε. 3437, ημερ. 16.11.05, προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει αφού, όπως ισχυρίζεται, κατά παράβαση του άρθρου 24(Ι) του Ν.158(Ι)/99, οι καθ’ ων η αίτηση και συγκεκριμένα το Συμβούλιο Προσωπικού δεν τήρησε πρακτικά για όλες του τις συνεδριάσεις, οπότε καθίσταται ανέφικτος ο δικαστικός έλεγχος.  Mε βάση τα στοιχεία των φακέλων, υπάρχει ένα μόνο πρακτικό, με αρ. 8/2007 και για τις δύο συνεχόμενες συνεδριάσεις του Συμβουλίου Προσωπικού, στις 12 και 13 Ιουλίου 2007, ενώ κατά την άποψη του κ. Αγγελίδη θα έπρεπε να υπάρχουν δύο σύμφωνα με το άρθρο 24(1) του Ν. 158(Ι)/99.

 

Ο λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.

 

Το άρθρο 24 του Νόμου 158(Ι)/99 προβλέπει ότι:- 

 

«24- (1) Πρέπει να τηρούνται λεπτομερή πρακτικά των συνεδριάσεων των συλλογικών οργάνων, στα οποία να διατυπώνονται με σαφήνεια οι αποφάσεις που λαμβάνονται. Η τήρηση άρτιων πρακτικών είναι υποχρέωση κάθε οργάνου που ασκεί διοικητική λειτουργία.»

 

Η υποχρέωση τήρησης άρτιων πρακτικών, επιβάλλεται από την ανάγκη διασφάλισης δικαστικού ελέγχου τόσο για την σύνθεση του διοικητικού οργάνου όσο και για τον έλεγχο της αιτιολογίας της απόφασης του.  Όμως, με βάση πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η μη τήρηση πρακτικών δεν καθιστά, αφ’ εαυτής, άκυρη τη συγκεκριμένη πράξη, εκτός αν η απουσία πρακτικών ή η ασάφεια τους τείνει να στερήσει την πράξη της δέουσας αιτιολογίας.  Σχετική είναι η Αντώνης Ράφτης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.α. (2002) 3 ΑΑΔ 345, στην οποία επισημάνθηκαν τα πιο πάνω με αναφορά στα Ελληνικά συγγράμματα Κυριακόπουλος, Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο, Τόμος 2, σελ. 26 και Στασινόπουλος, Δίκαιο των Διοικητικών Πράξεων (1951) σελ. 223.

 

Στην προκειμένη περίπτωση, υπήρξαν δύο συνεχόμενες συνεδριάσεις.  Από το ίδιο το πρακτικό, φαίνεται ότι όλα τα μέλη του Συμβουλίου ήταν παρόντα και στις δύο συνεχόμενες συνεδρίες.  Το γεγονός ότι έγινε ένα πρακτικό, κατά την άποψη μου δεν μετατρέπει το πρακτικό σε μη άρτιο, αν σ’ αυτό υπάρχει επαρκής αιτιολογία.  Δεν μπορώ να δεχθώ ότι εξαιτίας αυτού και μόνο του γεγονότος δημιουργείται οποιαδήποτε ασάφεια, όπως εισηγείται ο κ. Αγγελίδης.  Το ίδιο το πρακτικό με τον τίτλο που φέρει, διευκρινίζει σαφώς ότι είναι ενιαίο και ότι αφορούσε και στις δύο συνεδρίες.  Ούτε συμφωνώ ότι η υπόθεση Χρυσάφη ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω, βοηθά τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας.  Σ’ εκείνη την υπόθεση, δεν έγιναν συνεχόμενες συνεδρίες, αλλά η πρώτη απείχε πολύ από τις άλλες (17.9.99, 11.11.99 και 9.2.00).  Πέραν τούτου, εκεί έγινε δεχτό ότι απουσίαζαν ο Πρόεδρος και 1 μέλος από τη δεύτερη συνεδρία κατά την οποία έγινε η προφορική εξέταση.  Επίσης, στην υπόθεση Χρυσάφη, τα μοναδικά πρακτικά που ετοιμάστηκαν, υπογράφηκαν μόνο από 3 μέλη.  Τα γεγονότα δεν είναι καθόλου τα ίδια, ώστε να μπορεί να αντληθεί βοήθεια από τα λεχθέντα σ’ εκείνη την υπόθεση.

 

Στην προκειμένη περίπτωση, έγιναν δύο συνεχόμενες συνεδριάσεις και ήταν παρόντα τα ίδια άτομα.  Αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι το ενιαίο πρακτικό υπογράφεται από όλους του παρευρισκομένους στις δύο συνεδριάσεις.

 

Επομένως, δεν μπορεί να επέλθει ακυρότητα λόγω της τήρησης ενός πρακτικού για δύο συνεχόμενες συνεδριάσεις, εκτός και αν η τήρηση ενός και μόνο πρακτικού, καθιστά την προσβαλλόμενη απόφαση αναιτιολόγητη, γεγονός το οποίο θα διαπιστωθεί με την εξέταση του συγκεκριμένου λόγου ακύρωσης.

 

Έρχομαι τώρα στους λόγους ακύρωσης που αφορούν στην αιτιολογία.  Η εισήγηση έχει τρία σκέλη.  Κατ’ αρχάς ο ευπαίδευτος δικηγόρος για την Αιτήτρια, προβάλλει τον ισχυρισμό ότι οι εισηγήσεις του Συμβουλίου Προσωπικού και του Διευθυντή της καθ’ ης η αίτηση είναι αναιτιολόγητες και αντίθετες με τα στοιχεία των φακέλων.  

 

Κατά την άποψή μου, ούτε αυτοί οι λόγοι ακυρώσεως ευσταθούν.

 

Κατ’ αρχάς, η εισήγηση του Συμβουλίου Προσωπικού, όπως φαίνεται στα πολυσέλιδα πρακτικά της συνεδρίας του, ημερομηνίας 12.7.2007, είναι πλήρως αιτιολογημένη.  Αξιολογούνται όλοι οι υποψήφιοι, επιλέγονται οι 7 επικρατέστεροι λόγω προσόντων από τους οποίους ξεχωρίζουν δύο υποψήφιες, από τις οποίες η πλειοψηφία του Συμβουλίου σύστησε το ΕΜ.

 

Τόσο η εισήγηση του Συμβουλίου Προσωπικού, όσο και η σύσταση του Ανώτατου Εκτελεστικού Διευθυντή, που και αυτός εισηγήθηκε το ΕΜ, δεν έρχονται σε σύγκρουση με τα στοιχεία των φακέλων, όπως εισηγείται ο κ. Αγγελίδης.  Με βάση τα στοιχεία των φακέλων, το ΕΜ υπερέχει σε αξία, έστω και ελαφρώς, έναντι της Αιτήτριας, με μέσο όρο βαθμολογίας 5,00, έναντι 4,97.  Σε αρχαιότητα είναι ισοδύναμες, αφού και οι δύο διορίστηκαν στην τελευταία πριν από την επίδικη θέση, την ίδια ημερομηνία, δηλαδή 2.1.1992.  Το ίδιο και στην τελευταία θέση που κατέχουν (31.1.97).  Σε προσόντα  το ΕΜ κατέχει επιπλέον πτυχίο στα Οικονομικά, το οποίο είναι σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης.  Λήφθηκε επίσης υπόψη ότι πρόκειται για επιστημονικό προσωπικό και για θέση ψηλά στην ιεραρχία όπου τα ακαδημαϊκά προσόντα προσδίδουν σε ένα υποψήφιο πληρέστερη επιστημονική κατάρτιση.

 

Κατά την άποψη μου, τόσο η αιτιολογία που δίνει το Συμβούλιο Προσωπικού στην εισήγηση του, όσο και αυτή του Διευθυντή στη σύσταση του, είναι επαρκείς και εν πάση περιπτώσει, συμπληρώνονται από τα στοιχεία των φακέλων με τα οποία και είναι σύμφωνες.  Το δε Συμβούλιο, καθώς και ο Διευθυντής, εφόσον αιτιολογούν τις επιλογές τους δεν έχουν υποχρέωση να προβαίνουν κάθε φορά σε σύγκριση όλων των υποψηφίων μεταξύ τους, εφόσον δεν συνέτρεχε συγκεκριμένος λόγος. Όσον αφορά την νομολογία στην οποία παραπέμπει ο συνήγορος της Αιτήτριας, αυτή κατά την άποψη μου δεν είναι σχετική με τα γεγονότα της παρούσας, όπου το ΕΜ υπερέχει της Αιτήτριας.

 

Τέλος, ισχυρίζεται ότι και η απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της καθ’ ης η αίτηση είναι αναιτιολόγητη.  Κατά την άποψη μου, ούτε και αυτός ο λόγος ακυρώσεως ευσταθεί, αφού όπως προκύπτει από το περιεχόμενο των πρακτικών της σχετικής συνεδρίας, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι πλήρως αιτιολογημένη.  Λήφθηκαν υπόψη τα στοιχεία των φακέλων στα οποία περιέχονται οι ετήσιες εκθέσεις των υποψηφίων, τα προσόντα και η αρχαιότητα τους, η εισήγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής καθώς και η σύσταση του Γενικού Διευθυντή.  Όπως προκύπτει από τα πρακτικά, το Συμβούλιο επέλεξε το ΕΜ γιατί είχε:-

 

(α) τη σύσταση του Ανώτατου Εκτελεστικού Διευθυντή και του Συμβουλίου Προσωπικού,

 

(β) διαπίστωσε ότι το ΕΜ είχε ελαφρά υπεροχή σε αξία, κατείχε πέραν του διπλώματος Certified Accountant και πτυχίο στα Οικονομικά, το οποίο κρίθηκε σχετικό με τη θέση.  Με αυτά τα δεδομένα, η επιλογή του ΕΜ ήταν εύλογα επιτρεπτή.  Βέβαια, η Αιτήτρια θα μπορούσε να πετύχει, αν κατάφερνε διαφοροποιώντας τα δεδομένα, να αποδείξει ότι υπερείχε έκδηλα των ΕΜ.  Όμως, δεν κατάφερε να αποδείξει κάτι τέτοιο.  Σχετικά, η Ολομέλεια στη Λοΐζου Κυπριανού ν. ΑΗΚ (1998) 3 ΑΑΔ 804, επισήμανε ότι η έκδηλη υπεροχή είναι όρος και προϋπόθεση για την παρέμβαση από το Δικαστήριο.

 

Με την εξέταση των πιο πάνω ισχυρισμών απαντάται και το πρώτο ερώτημα ότι η σχετική τυπική παράλειψη μη τήρησης δύο ξεχωριστών πρακτικών για τις δύο συνεχόμενες συνεδρίες, δεν επηρεάζει καθόλου την τελική απόφαση.

 

Με βάση τα πιο πάνω, η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε νομότυπα και θα πρέπει να επικυρωθεί.

 

Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με €1400 έξοδα, πλέον ΦΠΑ, υπέρ της καθ’ ης η αίτηση.  Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με βάση το Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

 (Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο