ΕΥΤΥΧΙΟΣ ΧΑΤΖΗΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Υπόθεση Αρ.147/2008, 30 Απριλίου 2009

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ.147/2008)

 

30 Απριλίου 2009

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΕΥΤΥΧΙΟΣ ΧΑΤΖΗΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,

Αιτητής,

-         ΚΑΙ  -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ΄ ων η αίτηση.

---------------------------

Α. Κωνσταντίνου, για τον Αιτητή.

Δ.Μ. Εργατούδη (κα) με Ε. Γαβριήλ (κα), Δικηγόροι της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

Αγ. Ευσταθίου (κα), για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

---------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Μετά την ακυρωτική απόφαση στην υπ΄ αρ. 1439/05 ημερ. 29.5.07 προσφυγή, με την οποία ο διορισμός του ενδιαφερομένου μέρους στη μόνιμη θέση Πρώτου Λειτουργού Ευημερίας, Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας, ανατράπηκε, οι καθ΄ ων αφού προέβηκαν σε επανεξέταση επαναδιόρισαν στις 14.12.07 το ενδιαφερόμενο μέρος, στην ίδια θέση αναδρομικά από 1.10.05. 

 

        Ο αιτητής διατείνεται ότι λανθασμένα οι καθ΄ ων ενήργησαν κατά παράβαση του δεδικασμένου που δημιουργήθηκε με την πιο πάνω απόφαση και ότι έλαβαν την προσβαλλόμενη πράξη κατά πλάνη προς τα πράγματα και το νόμο, παραγνωρίζοντας την υπέρτερη αξία και προσόντα του αιτητή, λαμβάνοντας εσφαλμένα υπόψη τις συστάσεις του διευθυντή υπέρ του ενδιαφερομένου μέρους, ενώ αναιτιολόγητα και βασισμένοι σε προφορική εξέταση που συγκρούετο με τα στοιχεία των υποψηφίων, πρόκριναν εκ νέου προς διορισμό το ενδιαφερόμενο μέρος. 

 

        Αντίθετα οι καθ΄ ων, αλλά και το ενδιαφερόμενο μέρος προβάλλουν τους ισχυρισμούς ότι οι καθ΄ ων προέβηκαν, σε συμμόρφωση με το δεδικασμένο, σε δέουσα έρευνα ως προς το απαιτούμενο προσόν του μεταπτυχιακού διπλώματος ή τίτλου ως καθοριζόταν από το σχέδιο υπηρεσίας, λαμβάνοντας προς τούτο όλες τις αναγκαίες πληροφορίες από το αρμόδιο πανεπιστήμιο και το Βρετανικό Συμβούλιο.  Η διαπίστωση άλλωστε των προσόντων και η ερμηνεία του σχεδίου υπηρεσίας, ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια των καθ΄ ων, η κρίση των οποίων, εφόσον δεν είναι πεπλανημένη ή αναιτιολόγητη, δεν υποκαθίσταται από το αναθεωρητικό Δικαστήριο.  Το αυτό ισχύει και για τον ισχυρισμό ότι το ενδιαφερόμενο μέρος δεν κατείχε πολύ καλή γνώση της Αγγλικής γλώσσας, τόσο στο γραπτό όσο και στον προφορικό λόγο. 

 

        Η επίμαχη θέση περιελάμβανε σύμφωνα με το σχέδιο υπηρεσίας ως το επισυνημμένο 1 στη γραπτή αγόρευση του αιτητή,  για πρώτο διορισμό, πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλο ή ισότιμο προσόν σε θέματα σχετιζόμενα με την κοινωνική εργασία, την ψυχολογία, την κοινωνιολογία κλπ, μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλο διάρκειας ενός τουλάχιστο ακαδημαϊκού έτους στα ίδια θέματα, καθώς και πολύ καλή γνώση της Ελληνικής και Αγγλικής γλώσσας, πέραν της ακεραιότητας χαρακτήρα, διοικητικής και οργανωτικής ικανότητας, πρωτοβουλίας, υπευθυνότητας και ευθυκρισίας. 

       

        Τόσον ο αιτητής, όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος είχαν διεκδικήσει την επίδικη θέση ως θέση πρώτου διορισμού, παρόλο που και οι δύο ήταν δημόσιοι υπάλληλοι, ελλείψει προφανώς ενός των απαιτουμένων προσόντων, προς προαγωγή τους στη θέση.

 

        Ο αιτητής είναι κάτοχος πτυχίου κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου παρακολούθησε και μεταπτυχιακά σεμινάρια κατάρτισης επιμελητών ανηλίκων και εγκληματολογικών σπουδών, καθώς και  κάτοχος MSc in Social Policy and Planning από το London School of Economics.  Επίσης κατέχει τη γνώση της Αγγλικής γλώσσας σε επίπεδο English Proficiency IELTS 6.5/10.  Από την άλλη, το ενδιαφερόμενο μέρος κατέχει πτυχίο Κοινωνικής Λειτουργού από τη Σχολή Κοινωνικής Πρόνοιας της Χριστιανικής Ενώσεως Νεανίδων Ελλάδος, καθώς και ΜΑ που λήφθηκε από το Middlesex University της Αγγλίας με τη μέθοδο Work Based Learning (εφεξής «WBL»).  Αυτό το τελευταίο προσόν, μαζί με την αμφισβήτηση της πολύ καλής γνώσης της Αγγλικής γλώσσας, αποτέλεσαν το λόγο ακύρωσης του διορισμού του ενδιαφερομένου μέρους στη θέση Πρώτου Λειτουργού Ευημερίας, στη απόφαση αρ. 1439/05 ημερ. 29.5.07.

 

  Στο σκεπτικό της πιο πάνω απόφασης καταγράφηκε ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή, αλλά και οι καθ΄ ων, είχαν διατυπώσει επιφυλάξεις  ως προς την κατοχή από το ενδιαφερόμενο μέρους μεταπτυχιακού διπλώματος ή τίτλου διάρκειας τουλάχιστο ενός ακαδημαϊκού έτους, όπως απαιτούσε το σχέδιο υπηρεσίας.  Εξέτασαν το όλο ζήτημα στη βάση των επισυνημμένων στην αίτηση του ενδιαφερομένου μέρους και έλαβαν επίσης υπόψη το «περιγραφικό πιστοποιητικό» που είχε εκδώσει στις 19.7.05 το   ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. σε σχέση με τον τίτλο ΜΑ (επισυνημμένο 2 στη γραπτή αγόρευση του αιτητή), στο οποίο αναφερόταν ότι αυτός περιελάμβανε «σπουδές μεταπτυχιακού επιπέδου συνολικού φόρτου εργασίας ισοδύναμου με ένα ακαδημαϊκό έτος», αλλά δεν ήταν επιπέδου Master.  Λίγες μέρες προηγουμένως στις 7.7.05, το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. είχε εκδώσει ανακοίνωση (επισυνημμένο 4 στην πιο πάνω αγόρευση), σε σχέση με τίτλους σπουδών που αποκτήθησαν από το Middlesex University πριν την περίοδο 2003-2006, με τη μέθοδο WBL, με την οποία είχε γίνει διαπίστωση ότι οι πιο πάνω τίτλοι σπουδών δεν πληρούσαν τις πρόνοιες του Καν. 3(3)(α) της Κ.Δ.Π. 172/99 και ότι ενώ δεν θα μπορούσαν να αναγνωριστούν οι τίτλοι αυτοί ως επιπέδου Master, μπορούσε να χορηγηθεί στους κατόχους τους, περιγραφικό πιστοποιητικό, όπως αυτό που δόθηκε για το ενδιαφερόμενο μέρος.  Σημειώνεται εδώ ότι σύμφωνα με το αντίγραφο του σχετικού τίτλου, (ερ. 102 στον παρουσιασθέν προσωπικό φάκελο του ενδιαφερομένου μέρους κατά τις διευκρινίσεις), το MA αποκτήθηκε στις 25 Ιουνίου 2002.

 

        Το Δικαστήριο στην πιο πάνω απόφαση του διέκρινε ζήτημα ελλιπούς έρευνας και αιτιολογίας στη διαπίστωση των καθ΄ ων ότι το περιγραφικό πιστοποιητικό που είχε εκδώσει το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ., συνηγορούσε στην κατοχή από το ενδιαφερόμενο μέρος μεταπτυχιακού διπλώματος και επομένως λανθασμένα θεωρήθηκε ότι ικανοποιούσε τις απαιτήσεις των παρ. Α(1) και Α(2) του σχεδίου υπηρεσίας, για πρώτο διορισμό στη θέση του Πρώτου Λειτουργού Ευημερίας.  Περαιτέρω, το ακυρωτικό Δικαστήριο θεώρησε ότι η κατοχή του ΜΑ με τη μέθοδο, WBL χωρίς δηλαδή φοίτηση στην Αγγλία και χωρίς εξετάσεις γραπτές ή προφορικές με τη συμπλήρωση των σπουδών με την παράδοση γραπτού κειμένου διατριβής, δεν ήταν επαρκής για να θεωρηθεί ότι κατείχε το κριτήριο της πολύ καλής γνώσης της Αγγλικής γλώσσας και με βάση την περαιτέρω θέση του ότι δεν είχε πιστοποιηθεί ακριβώς ότι το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε τίτλο «διάρκειας ενός  έτους φοίτησης», ακύρωσε το διορισμό.

 

        Οι καθ΄ ων αποφάσισαν στη συνεδρία τους ημερ. 13.6.07 την επανεξέταση του όλου θέματος στη βάση του ακυρωτικού αποτελέσματος και με επίγνωση της υποχρέωσης της διοίκησης να επαναφέρει τα πράγματα στην κατάσταση που ίσχυε πριν την ακύρωση.  Αποφάσισαν επίσης όπως προβούν σε διερεύνηση του μεταπτυχιακού προσόντος και να αποταθούν προς τούτο τόσο στο Βρετανικό Συμβούλιο, όσο και στο ίδιο το πανεπιστήμιο ζητώντας περαιτέρω στοιχεία για τη μέθοδο φοίτησης WBL, τη διάρκεια, το αντικείμενο σπουδών, τη μέθοδο διδασκαλίας, τις εξετάσεις, τις προϋποθέσεις για αποδοχή φοιτητών στο πρόγραμμα αυτό και το απαιτούμενο επίπεδο γνώσης της Αγγλικής γλώσσας.  Αφού έλαβαν τις πιο πάνω πληροφορίες τις οποίες και μετέφεραν σχεδόν αυτούσιες, σε ελεύθερη μετάφραση, στα πρακτικά τους ημερ. 11.7.07 προέβηκαν σε επανεξέταση, κρίνοντας ότι το ενδιαφερόμενο μέρος ικανοποιούσε όλες τις απαιτήσεις του σχεδίου υπηρεσίας.  Αφού συνυπολόγισαν και την αξιολόγηση τους κατά την τότε ενώπιον τους προφορική εξέταση και τη σύσταση της τότε αναπληρώτριας διευθύντριας, στοιχεία που δεν είχαν κριθεί προβληματικά από την ακυρωτική απόφαση (η αναζήτηση εκ νέου των στοιχείων αυτών θα προσέκρουε στο δεδικασμένο Δώρα Παρτασίδου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 58/06, ημερ. 27.10.08 και Δημοκρατία ν. Γεωργίου (2004) 3 Α.Α.Δ. 703), και αφού έλαβαν υπόψη την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και το περιεχόμενο των εμπιστευτικών υπηρεσιακών εκθέσεων, επαναδιόρισαν το ενδιαφερόμενο μέρος θεωρώντας ότι αυτό υπερείχε γενικά του αιτητή. 

 

        Η εξέταση των θεμάτων που προέκυψαν ορθό είναι να γίνει με υπόμνηση ορισμένων βασικών αρχών στο διοικητικό δίκαιο.  Πρώτον, ότι η έρευνα που το διοικητικό όργανο διεξάγει σε κάθε περίπτωση, η έκταση και ο τρόπος διερεύνησης ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του ιδίου του οργάνου.  Δεν υπάρχουν στερεότυποι και προαποφασισμένοι τρόποι επάρκειας μιας έρευνας.  Εξαρτάται από το αντικείμενο της διερεύνησης και τη συνάφεια της έρευνας με το ζητούμενο.  Γνώμονας είναι η συλλογή όλων εκείνων των στοιχείων και πληροφοριών σχετικών με το αντικείμενο, ώστε να υπάρχει ασφαλής βάση και για την εξαγωγή των ανάλογων συμπερασμάτων. (δέστε   Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 74, Motorways Ltd ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 447 και Σολωμού ν. Αρχηγού Αστυνομίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 271).

 

        Δεύτερο, εναπόπειται όντως στη διοίκηση να ερμηνεύσει, χωρίς βέβαια ανεπίτρεπτες ή παράλογες παρεκκλίσεις, τα σχέδια υπηρεσίας.  Το ακυρωτικό Δικαστήριο επεμβαίνει όταν η διοίκηση έχει υπερβεί τα ακραία όρια της αρμοδιότητας της.  Το αυτό ισχύει και για την αξιολόγηση και κατοχή ενός προσόντος.  Το ερώτημα για το Δικαστήριο είναι αν από το ενώπιον του οργάνου υλικό, διαπιστωθέν βεβαίως μετά από δέουσα έρευνα, η κατάληξη του ήταν εύλογη υπό τις περιστάσεις.  (δέστε Δαυΐδ Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Δ.Δ. 696 και Δημοκρατία ν. Παντζιαρή-Ελισσαίου (2003) 3 Α.Α.Δ. 168).

 

        Τρίτο, το αναθεωρητικό Δικαστήριο γενικά δεν υποκαθιστά τη δική του κρίση για την πρωτογενή εκτίμηση γεγονότων στα οποία προβαίνει η διοίκηση, ούτε και επανεκτιμά το ίδιο τα γεγονότα με σκοπό να καταλήξει σε διαφορετικό και εξίσου, ενδεχομένως, εύλογο συμπέρασμα.  Το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται σε θέματα ουσίας, αλλά εκτιμά ζητήματα νομιμότητας της πράξης.  (δέστε Sigma Radio T.V. Ltd ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (αρ. 2) (2007) 3 Α.Α.Δ. 291).

 

        Με τα πιο πάνω υπόψη, κρίνεται ότι δικαιωματικά οι καθ΄ ων προέβηκαν σε έρευνα εξ ιδίων τους ως προς το προσόν του ενδιαφερομένου μέρους.  Ζήτησαν και έλαβαν τις απαραίτητες πληροφορίες από το ίδιο το πανεπιστήμιο το οποίο προσφέρει το WBL αλλά και το χορηγεί.  Πήραν επίσης τις σχετικές πληροφορίες και  από το Βρετανικό Συμβούλιο.  Η αναζήτηση των πληροφοριών ήταν διεισδυτικής μορφής.  Αφορούσε, το περιεχόμενο, τη μέθοδο διδασκαλίας, τη διάρκεια του προγράμματος, τις εξετάσεις, τους τρόπους αξιολόγησης του προγράμματος και έλαβαν, ως ζήτησαν, και σχετικό έντυπο υλικό από το ίδιο το Πανεπιστήμιο.  Οι καθ΄ ων αξιολόγησαν όλες τις συναφείς πληροφορίες και κατάληξαν στα συμπεράσματα ότι το δίπλωμα του ενδιαφερομένου μέρους δεν ήταν μεν επιπέδου Master, έχοντας υπόψη και το περιγραφικό πιστοποιητικό του ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ., ήταν όμως, ευλόγως θεωρηθέν ως τέτοιο, προσόν που θεωρείτο ή ενέπιπτε στην έννοια «μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλο».  Αυτό γιατί το MA με τη μέθοδο WBL, προσφερόταν από το πανεπιστήμιο σε άτομα που εργάζονταν και που κατείχαν ήδη πανεπιστημιακό δίπλωμα και επομένως ήταν σε ανώτερο επίπεδο του πρώτου πανεπιστημιακού τίτλου.  Το προσόν που αποκτήθηκε από το ενδιαφερόμενο μέρος κατατασσόταν από το ίδιο το πανεπιστήμιο ως M.A.  Αυτό βεβαίως από μόνο του δεν είναι αρκετό, αλλά εξετάζοντας οι καθ΄ ων το γεγονός ότι για την απόκτηση του έπρεπε ο αιτητής να διέθετε ήδη πανεπιστημιακό δίπλωμα, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο του προγράμματος και το σκοπό του, εύλογα έκριναν ότι ήταν προσόν (σίγουρα ήταν δίπλωμα ή τίτλος), που έπετο του πρώτου και καταληκτικού κύκλου σπουδών.

 

  Όπως έχει αποφασιστεί και στην πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στη Δημορατία ν. Γεωργίου Παντέλα, Α.Ε. 53/06, ημερ. 27.6.08, η έννοια της μεταπτυχιακής εκπαίδευσης γενικά «…. συνεπάγεται συμπληρωματική εκπαίδευση που έπεται της βασικής και είναι σε επίπεδο ανώτερο από αυτή, από πλευράς ποιότητας και επιπέδου».  Το ζητούμενο πάντοτε είναι η διάγνωση της εκπαίδευσης που έπεται της βασικής ώστε να κατατάσσεται στη μεταπτυχιακή, είτε ο προς ερμηνεία όρος αφορά σε «μεταπτυχιακή εκπαίδευση» (δέστε Σολωμού ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 807/00, ημερ. 29.6.01 και Ηλιάδης ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 716/97, ημερ. 15.9.98), είτε πρόκειται για «μεταπτυχιακό προσόν» (δέστε Χαραλαμπίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 414 και Ζαχαριάδης ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 722).

 

        Ορθά, κρίνεται, η συνήγορος των καθ΄ ων ανέφερε ότι πουθενά στο σχέδιο υπηρεσίας δεν απαιτείται επίπεδο Master.  Και θα ήταν λάθος να ερμηνευθεί η φράση «μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλος», ως ισοδύναμος με MA, BSc κλπ.  Αυτό δεν αναφέρεται στο ίδιο το σχέδιο υπηρεσίας ούτε καν ως παράδειγμα, όπως στην περίπτωση Αιμίλιος Γεωργιάδης και άλλοι ν. Δημοκρατίας στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις αρ. 141/84, 142/84 και 146/84, ημερ. 25.11.89,  που αφορούσαν τη θέση γεωργικού λειτουργού, όπου το σχέδιο υπηρεσίας μνημόνευε, ως παράδειγμα, το MSc για το «μεταπτυχιακό τίτλο».  Παρά το ότι  το ίδιο το πανεπιστήμιο θεωρεί τον τίτλο που χορηγεί ως «Master of Arts», το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. δεν το θεώρησε ως επιπέδου Master.  Όμως, η Κ.Δ.Π. 172/99, όπως τροποποιήθηκε από την Κ.Δ.Π. 926/03, προνοεί στον Καν. 4(2), ότι όπου οι χορηγηθέντες τίτλοι δεν εμπίπτουν στις κατηγορίες της παρ. (1) του Καν. 4, το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. δίνει «περιγραφικό πιστοποιητικό».  Το ότι εκδόθηκε τέτοιο πιστοποιητικό δεν κατατάσσει, ως εισηγείται ο κ. Κωνσταντίνου, το Μ.Α. του ενδιαφερομένου μέρους ως μη αποδεκτό προσόν με βάση το σχέδιο υπηρεσίας, διότι το εδάφιο (δ) του Καν. 4(1), σαφώς κατηγοροποιεί τίτλο ως «μεταπτυχιακό δίπλωμα επιπέδου Master», αφήνοντας έτσι βεβαίως ανοικτό και το μεταπτυχιακό δίπλωμα που δεν οδηγεί σε Master.  Είναι γι΄ αυτό το λόγο που το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ., στο περιγραφικό πιστοποιητικό του αναγνωρίζει ότι το Master of Arts του ενδιαφερομένου μέρους «…. περιλαμβάνει σπουδές μεταπτυχιακού επιπέδου …..».

 

        Να προστεθεί και τούτο.  Πουθενά δεν αναφέρεται ως προϋπόθεση ότι το όποιο προσόν κατέχεται από αιτητή-υποψήφιο για την επίδικη θέση, πρέπει να είναι πιστοποιημένο και αναγνωρισμένο από το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ, το οποίο, σύμφωνα με τη νομολογία, παρουσιάζεται να είναι το αρμόδιο όργανο να επιλύει ζητήματα πιστοποιήσεων σε περιπτώσεις αμφιβολιών της αντιστοιχίας του κατεχομένου από τον αιτητή προσόντος και του απαιτούμενου από το οικείο σχέδιο υπηρεσίας (δέστε Δημοκρατία ν. Χ”Γεωργίου, Α.Ε. 120/05, ημερ. 14.2.08 και Θερούλλα Λουκά ν. Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου, υπόθ.              αρ. 19/07, ημερ. 5.9.08).  Το Συμβούλιο του ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. με βάση το άρθρο 4 του περί Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης και Παροχής Σχετικών Πληροφοριών Νόμου αρ. 68(Ι)/96, έχει τις εκεί καθοριζόμενες αρμοδιότητες και αναγνωρίζει με βάση το εδάφιο (1) του άρθρου αυτού, τίτλους σπουδών, εκεί και όπου ενδιαφερόμενος αποταθεί προς τούτο, με βάση το άρθρο 10.  Εδώ, το ίδιο το ενδιαφερόμενο μέρος ζήτησε την πιστοποίηση του ΜΑ του από το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ.  Η κατάταξη του από το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ., όμως ως μη επιπέδου Master, δεν επιλύει τελεσίδικα το ζήτημα, εφόσον αρμόδιοι για τη διακρίβωση της κατοχής του «μεταπτυχιακού διπλώματος ή τίτλου» με βάση το σχέδιο υπηρεσίας ήταν οι καθ΄ ων, οι οποίοι και περισυνέλεξαν, μετά την ακυρωτική απόφαση, όλες τις αναγκαίες και εύλογες πληροφορίες από την ίδια την πηγή που παρείχε το προσόν αυτό, δηλαδή, το Middlesex University.  Και δεν παρέμειναν απλώς στη συλλογή και απλή προσυπογραφή των όσων τους αναφέρθησαν, αλλά προέβηκαν στη δική τους εύλογη αξιολόγηση και έδωσαν προς τούτο την αναγκαία αιτιολογία. 

 

        Κατά τον ίδιο τρόπο, δεν είναι δεκτός ούτε ο ισχυρισμός του αιτητή, ότι το ΜΑ του ενδιαφερομένου μέρους δεν είχε πραγματική διάρκεια ενός έτους, μεταφραζόμενο αυτό σε εκεί παρουσία και παρακολούθηση των μαθημάτων.  Το σχέδιο υπηρεσίας προνοεί ότι το αποκτηθέν προσόν πρέπει να είναι «διάρκειας ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους».  Με βάση τα συλλεγέντα στοιχεία, η διάρκεια φοίτησης με βάση το WBL ήταν τουλάχιστον 3 εξάμηνα, 1½ δηλαδή χρόνο και βεβαίως το ακαδημαϊκό έτος δεν ισούται με ημερολογιακό έτος.  Πουθενά στο σχέδιο υπηρεσίας δεν προνοείται οτιδήποτε που να επιτάσσει την παρουσία του φοιτητή στον πανεπιστημιακό χώρο καθ΄ όλη τη διάρκεια της φοίτησης και αναμφίβολα η ερμηνεία του σχεδίου υπηρεσίας δεν μπορεί να γίνεται με προαποφασισμένα κριτήρια ή προσυλλήψεις και παραστάσεις ως προς τις μεθόδους διδασκαλίας που ένα ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα επιλέγει να χρησιμοποιήσει.  Παρουσιάζεται, ακριβώς, ότι σύμφωνα με τις αποσταλείσες πληροφορίες, η όλη φιλοσοφία του WBL, ήταν να δώσει τη δυνατότητα σε εργαζόμενους να μελετήσουν και να αποκτήσουν μεταπτυχιακό προσόν.  Προσφέρεται σε επαγγελματίες, διαθέτει «ευέλικτη δομή και πρόγραμμα μελέτης ώστε να εξυπηρετεί τις επαγγελματικές δεσμεύσεις των σπουδαστών», προσφέρεται «πάνω σε μερική βάση και εξ αποστάσεως» («part-time distance learning basis»), ενώ οι εξετάσεις προσφέρονται με συνδυασμό γραπτών εκθέσεων, προφορικών παρουσιάσεων και εργασιών μάθησης.  Δεν θα μπορούσε άλλωστε να παραγνωριστεί, όπως το επισήμαναν και οι ίδιοι οι καθ΄ ων στην απόφαση τους, ότι όλα τα Πανεπιστήμια του Ηνωμένου Βασιλείου ελέγχονται κάθε 5 χρόνια και όταν το 2004 το πρόγραμμα του WBL αξιολογήθηκε από την αρμόδια Quality Assurance Agency, αυτό χαρακτηρίστηκε ως παράδειγμα για «best practice».  Το σημαντικό είναι ότι όλοι οι σπουδαστές δικαιούνται να παρίστανται σε διαλέξεις και σεμινάρια και όλοι ανεξαιρέτως παρουσιάζουν προφορικά την τελική τους ερευνητική εργασία.  Επομένως δεν είναι «πλασματική» η φοίτηση επειδή δεν συνοδεύεται από διαρκή πραγματική παρουσία και όπως υποδείχθηκε και στην Εγγλεζάκη ν. ΕΔΥ, υπόθ. αρ. 541/03, ημερ. 15.3.05, ένα σχέδιο υπηρεσίας, αν απαιτεί συγκεκριμένη κατ΄ ελάχιστον χρόνο φοίτηση, το προσδιορίζει, όπως εδώ ένα τουλάχιστον ακαδημαϊκό έτος, και δεν αποκλείεται το ακαδημαϊκό αυτό έτος, αφού δεν καθορίζεται άλλως, να είναι και με μελέτη εξ αποστάσεως. 

 

        Η νομολογία έχει καθορίσει ότι δεν μπορεί να δίνεται ερμηνεία που στην ουσία αλλοιώνει το σχέδιο υπηρεσίας στη γραμματική και συνήθη του έννοια, με την προσθήκη απαιτήσεων μη οριζομένων, ή υπερβολικά αυστηρών προϋποθέσεων που στο τέλος δεσμεύουν την ίδια τη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης να δώσει εύλογη ερμηνεία.  (δέστε Ουρανία Χαραλαμπίδου-Κωμοδρόμου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 591/03, ημερ. 22.6.04).

 

        Όσον αφορά τη διαπίστωση του επιπέδου της Αγγλικής γλώσσας και πάλι οι καθ΄ ων εύλογα κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι είχε το ενδιαφερόμενο μέρος ικανοποιητική γνώση της γλώσσας με αναφορά βέβαια πάντοτε στο ζητούμενο από το σχέδιο υπηρεσίας επίπεδο που ήταν πολύ καλή γνώση της Αγγλικής γλώσσας.  Ενώπιον τους οι καθ΄ ων είχαν τα στοιχεία της αποδοχής σπουδαστών στο σύστημα WBL το οποίο προϋπέθετε «a very good command of the English language».  Η συγκεκριμένη πληροφορία περιέχεται στην παρ. 6 της επιστολής του Middlesex University ημερ. 23.7.07 προς τους καθ΄ ων, όπου αναφέρεται επίσης ότι οι αιτητές στα προγράμματα WBL μπορούν να γίνουν αποδεκτοί στο πρόγραμμα μέσω συνέντευξης αν θεωρούνται ότι έχουν ικανοποιητική γνώση της Αγγλικής.  Σημειώνεται επίσης ότι η επιτυχία στο πρόγραμμα WBL, με βάση την παρ. 5 της ίδιας επιστολής, πιστοποιείται από το πανεπιστήμιο μέσα από την αξιολόγηση μεταξύ άλλων και γραπτών εκθέσεων έκτασης 4.000-12.000 λέξεων, ενώ όλοι οι σπουδαστές αναλαμβάνουν να υποστηρίξουν διά ζώσης το τελικό ερευνητικό τους θέμα.  Τα πιο πάνω λήφθηκαν υπόψη από τους καθ΄ ων στην απόφαση τους με αναπόδραστο το λογικό συμπέρασμα ότι εφόσον το   ενδιαφερόμενο μέρος έλαβε το MA του από το συγκεκριμένο πανεπιστήμιο θα πρέπει να το είχε ικανοποιήσει για το γενικότερο επίπεδο γνώσης της Αγγλικής γλώσσας.  Με τις πληροφορίες αυτές που λήφθηκαν από το πανεπιστήμιο και από το Βρετανικό Συμβούλιο ήταν πλέον εύλογο κατά την επανεξέταση να θεωρηθεί ότι το ενδιαφερόμενο μέρος καλυπτόταν και από τις πρόνοιες της παρ. (vi) της σχετικής εγκυκλίου των καθ΄ ων η οποία περιλαμβάνει προγράμματα σπουδών με φοίτηση πέραν των έξι μηνών σε Αγγλόφωνα εκπαιδευτικά ιδρύματα του εξωτερικού συνοδευόμενα  από πιστοποιητικά επιτυχίας σε σχετικές εξετάσεις.  Η κατοχή επομένως του MA από το Middlesex University, έστω και με τη μέθοδο WBL, αποτελούσε τεκμήριο ότι το ενδιαφερόμενο μέρος γνώριζε στο απαιτούμενο επίπεδο την Αγγλική γλώσσα. 

 

        Κατά τα υπόλοιπα και πάλι εύλογα οι καθ΄ ων συνεξέτασαν στην απόφαση τους το γεγονός ότι το ΜΑ του ενδιαφερομένου μέρους ήταν στον τομέα της Κοινωνικής Εργασίας όπως αναφέρεται στο ίδιο το πτυχίο του MA, που μαζί με την ανάλυση σπουδών που υπάρχει καταχωρημένη στον προσωπικό φάκελο του ενδιαφερομένου μέρους, αποτελούσε διερεύνηση από τους καθ΄ ων του αντικειμένου σπουδών, εφόσον στο περιγραφικό πιστοποιητικό που εξέδωσε το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. δεν αναφερόταν ο κλάδος για τον οποίο δόθηκε ο συγκεκριμένος τίτλος. 

 

        Προκύπτει από όλα τα πιο πάνω ότι οι καθ΄ ων εξέτασαν με την αναγκαία επάρκεια έρευνας ό,τι ήταν δυνατό να εξεταστεί και αυτή η διερεύνηση προέκυψε ως αποτέλεσμα της ακυρωτικής απόφασης όπου διαπιστώθηκε ακριβώς η ασάφεια σε ορισμένα θέματα στην αρχική απόφαση των καθ΄ ων.   Όπως λέχθηκε και στην Αιμίλιος Οικονόμου ν. Ε.Δ.Υ., υπόθ. αρ. 399/01, ημερ. 18.4.03, με αναφορά και στη μελέτη της Κοντόγιωργα-Θεοχαροπούλου: Αι συνέπειαι της ακυρώσεως διοικητικής πράξης κατόπιν ασκήσεως αιτήσεως ακυρώσεως, Έκδ. 1988, σελ. 65, η εμμονή της διοίκησης στην ίδια διοικητική πράξη είναι, παρά την ακύρωση, επιτρεπτή, εφόσον διευρύνονται τα διαπιστωθέντα πρωτογενή στοιχεία και δεδομένα και διερευνώνται εκ νέου μετά από ορθή επαναξιολόγηση. Δεν υπήρξε ως εισηγήθηκε ο συνήγορος του αιτητή ανατροπή του δεδικασμένου, ούτε παραβιάστηκε το δεδικασμένο που δημιουργήθηκε με την εν λόγω απόφαση, ακριβώς διότι το ακυρωτικό Δικαστήριο δεν κατέληξε σε ευρήματα ή σε κρίση μη κατοχής του προσόντος από το ενδιαφερόμενο μέρος, αλλά έθεσε υπό αμφισβήτηση την επάρκεια των στοιχείων που οδήγησαν τους καθ΄ ων στο διορισμό του ενδιαφερομένου μέρους στην επίδικη θέση.  Με ανοικτά πλέον τα ζητούμενα η επανεξέταση έγινε στη βάση της συλλογής περαιτέρω πληροφοριών και αξιολόγησης τους ώστε να δυνηθούν οι καθ΄ ων να αποφασίσουν εκ νέου το διορισμό στην επίδικη θέση.  Ο έλεγχος που γίνεται μιας διοικητικής απόφασης που εκδίδεται κατόπιν επανεξέτασης αφορά μόνο τα όσα προκύπτουν από το ακυρωτικό αποτέλεσμα.  Δεν γίνεται με άλλα λόγια, επανεξέταση εφ΄ όλης της ύλης, χωρίς όμως να παραγνωρίζεται ότι το διοικητικό όργανο δύναται να διερευνά εκ νέου τα αφορώντα την υπόθεση στοιχεία όταν διαπιστώνεται λόγος προς τούτο.  (Παπαδόπουλος ν. Ιωσηφίδη (2002) 3 Α.Α.Δ. 601 και Ναζίρης ν. Ρ.Ι.Κ. (2007) 3 Α.Α.Δ. 38).  Η επανεξέταση έχει στόχο να ερευνήσει εκ νέου εκείνα τα στοιχεία που το διοικητικό όργανο αποδέχθηκε, πλην όμως το ακυρωτικό Δικαστήριο θεώρησε ότι τίθονταν εν αμφιβολία.  Αυτά προς συμμόρφωση με τα κριθέντα από την απόφαση και προς αποφυγή της νομικής πλημμέλειας  που διαπιστώθηκε (Βασιλείου ν. Δημοκρατρίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 517 και Θρασυβούλου ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 698).

 

        Με τη νέα και επίδικη απόφαση, εξετάστηκαν και αποφασίστηκαν, ευλόγως πλέον και με τη συλλογή πρόσθετων στοιχείων και με αναφορά στο αντικείμενο σπουδών, ως προέκυπτε από τον προσωπικό φάκελο του ενδιαφερόμενου μέρους, ότι οι σπουδές αυτού είχαν οδηγήσει σε τίτλο μεταπτυχιακού επιπέδου, ότι αυτές ήταν ισοδύναμες με ένα ακαδημαϊκό έτος (αυτό υπήρχε στην ουσία και από το περιγραφικό πιστοποιητικό), και, βεβαίως ως προς το επίπεδο της Αγγλικής γλώσσας λήφθηκαν υπόψη τα όσα λεπτομερώς κατέθεσε το ίδιο το πανεπιστήμιο αλλά και το Βρετανικό Συμβούλιο, από όπου προκύπτει, ως εξηγήθηκε και πριν, ότι υπήρχαν μεταξύ άλλων και τελικές προφορικές παρουσιάσεις στην Αγγλική γλώσσα, υποστηρικτικές της τελικής εργασίας του ενδιαφερομένου μέρους.  Τα στοιχεία πλέον ήταν πλήρη και η κατάληξη εύλογη.

 

        Για όλους τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή κρίνεται ανεδαφική και απορρίπτεται με €1.200 έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ΄ ων.  Καμιά διαταγή εξόδων ως προς το ενδιαφερόμενο μέρος.

 

        Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται βάσει του      Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

 

 

 

                                        Στ. Ναθαναήλ,

                                                 Δ.

 

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο