LAVAR SHIPPING CO LTD ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ κ.α, Υπόθεση Αρ. 978/2007, 27 Απριλίου 2009

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ                   

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

       

                                      &nb sp;                          Υπóθεση  Αρ. 978/2007

 

 

27 Απριλίου, 2009

 

 [Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

LAVAR SHIPPING CO. LTD,

                                    Αιτητές

-         και –

 

 

 ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

1.    ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

2.    ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ

                                    Καθ΄ών  η αίτηση

.............................

Φρ. Χατζηχάννας,  για τους αιτητές

Ελ. Γαβριήλ (κα) Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τους καθών η αίτηση

 

 

- - - - - -

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ:   Με την παρούσα προσφυγή oι αιτητές ζητούν την ακόλουθη θεραπεία που παραθέτω αυτούσια:

 

 «Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των καθ'ων η αίτηση η οποία κοινοποιήθηκε στους αιτητές μ' επιστολή ημερ. 2.5.2007, με την οποία επιβάλλεται Φόρος Κατανάλωσης ανερχόμενος σε ΛΚ 24461,00 και χρηματικής επιβάρυνσης σε ΛΚ 2446,00 πλέον τόκο 9% και/ή οποιοδήποτε άλλο ποσό, είναι άκυρη στερείται οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.»

 

 


 


ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Κατά πάντα ουσιώδη χρόνο οι αιτητές ήταν και είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, νομίμως συσταθείσα και λειτουργούσα δυνάμει των διατάξεων του περί Εταιρειών Νόμου Κεφ. 113 και ασχολούνται κυρίως με εισαγωγικές και εξαγωγικές δραστηριότητες.

 

Κατά ή/και περί την 25.8.06 το πετρελαιοφόρο πλοίο "Vale Di Castiglia", το οποίο αντιπροσώπευαν οι αιτητές, κατέπλευσε στο λιμάνι της Λάρνακας προερχόμενο από τη Σαουδική Αραβία. Οι αιτητές, ως αντιπρόσωπος του πλοιοκτήτη του πιο πάνω πλοίου, με επιστολή τους ημερ. 25/8/06 πληροφόρησαν το Τμήμα Τελωνείων ότι το προαναφερθέν πλοίο είχε φτάσει στο Λιμάνι της Λάρνακας την ίδια ημέρα, ήτοι την 25.8.06, μεταφέροντας ποσότητα 34091.74 μετρικών τόνων Jet Α1 φωτιστικού πετρελαίου (Kerosene) που χρησιμοποιείται ως καύσιμο κινητήρων, αναφέροντας παράλληλα την ποσότητα του εν λόγω προϊόντος το οποίο θα εκφορτωνόταν στο λιμάνι της Λάρνακας.

 

Σημειώνεται ότι οι μονάδες μέτρησης των υγρών καυσίμων ποικίλλουν και είναι δυνατό να είναι σε μετρικούς τόνους, λίτρα (lt) ή κυβικά μέτρα (m3).  Η πιο πάνω ποσότητα των 34091.74 μετρικών τόνων του υπό εξέταση προϊόντος, ήτοι του φωτιστικού πετρελαίου (Kerosene) που χρησιμοποιείται ως καύσιμο κινητήρων, αντιστοιχεί με 43105.00 κυβικά μέτρα ή 43105000 λίτρα σε θερμοκρασία 15 βαθμών Κελσίου. Η πιο πάνω ποσότητα 34091.74 μετρικών τόνων ή/ και 43105.00 κυβικών μέτρων η οποία θα ξεφορτωνόταν στις αποθήκες υγρών καυσίμων στη στεριά περιγράφεται στο δηλωτικό του πλοίου (cargo manifest), στη φορτωτική (Bill of Lading) και στο πιστοποιητικό ποσότητας (certificate of quantity)

 

Σύμφωνα με τις μετρήσεις που έγιναν στην παρουσία τελωνειακού λειτουργού στις δεξαμενές στεριάς με αρ. 3003 και 3001 της φορολογικής αποθήκης με αριθμό Τ 400900CΥ στις οποίες, αναμενόταν να διοχετευθεί η εν λόγω ποσότητα Jet A1 φωτιστικού πετρελαίου, αλλά και της ποσότητας του προϊόντος που παρέμεινε στον αγωγό θαλάσσης, διαπιστώθηκε ότι παραλήφθηκε ποσότητα 16068.615 κυβικών μέτρων σε θερμοκρασία 15 βαθμών Κελσίου (3707.740 + 12360.875=16068.615). Η εναπομείνασα επί του πλοίου ποσότητα, όπως αυτή προέκυψε από μέτρηση που διενεργήθηκε από τον πλοίαρχο και τον επιμετρητή (Cargo Surveyor) μετά την εκφόρτωση, ανήλθε σε 26890. 998 κυβικά μέτρα σε θερμοκρασία 15 βαθμών Κελσίου, ενώ καταγράφηκε απώλεια 145.387 λίτρων ή/ και 145.387 κυβικών μέτρων σε θερμοκρασία 15 βαθμών Κελσίου [43105.00 m3 - (16068.615 m3 +26890.998 m3 )= 145.387 m3 ], ποσότητα που ισοδυναμεί με απώλεια ποσοστού 0,34%.  Eπισημαίνεται ότι κατά πάντα ουσιώδη χρόνο, η αποδεκτή απώλεια (φύρα) του συγκεκριμένου προϊόντος σύμφωνα με τον Κανονισμό 2 (2) της Κ.Δ.Π. 181/2006 και του περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμου 91(1 )/2004, δεν μπορούσε να υπερβαίνει το 0.06%.

 

Την 28.8.06 ο καπετάνιος και/ή οι αιτητές ως αντιπρόσωποι του πιο πάνω πλοίου, καταχώρησαν στο Τμήμα Τελωνείων σύμφωνα με τα άρθρα 15 και 16 του περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου αρ. 94(1)/2004, το υπ' αριθμό 06410SMSD1724614 ηλεκτρονικό δηλωτικό με βάση το οποίο δηλώθηκε: «Declared Weight (kg) ποσότητα 34091740.000», «Description JET A (Kerosene) που χρησιμοποιείται ως καύσιμο κινητήρων.

 

Στις 5.9.06 ο αρμόδιος τελωνειακός λειτουργός εξέδωσε το πιστοποιητικό «Ships Outturn Report and Discrepancies List», την έκθεση παραλαβής και ελλειμμάτων, και το έντυπο Τελ.168 ημερ. 5.9.06 στο οποίο καταγράφηκε το πιο πάνω έλλειμμα ή απώλεια και το οποίο αποστάληκε στους αιτητές και στους εισαγωγείς καλώντας τους να δώσουν εξηγήσεις για το παρουσιασθέν έλλειμμα, το αργότερο την 15η ημέρα του μήνα που ακολουθούσε της παραλαβής του εντύπου, ήτοι την 15.10.06.

 

Οι αιτητές με επιστολή τους ημερομηνίας 18.9.06 αποδέχτηκαν την ύπαρξη του ελλείμματος, και διαβίβασαν στο Τμήμα Τελωνείων δήλωση του επιμετρητή ποσοτήτων (Cargo Surveyor) της εταιρείας Intertek Testing Services (ΙTS), Celeb Brett ημερ. 25.8.06 σύμφωνα με την οποία κατά την πρώτη καταμέτρηση του φορτίου του πλοίου στο λιμάνι της Λάρνακας πριν την εκφόρτωση υπήρχε έλλειμμα ή/ και απώλεια 0,374% ή και 127.514 μετρικοί τόνοι.

 

Το Τμήμα Τελωνείων συνεκτιμώντας τα ενώπιον του γεγονότα και στη βάση των σχετικών νομοθετικών διατάξεων και αφού διαπίστωσε ότι:

   (α)   οι αιτητές δεν μπόρεσαν να δώσουν επαρκείς εξηγήσεις για την απώλεια,     

    (β)  Το ανωτέρω έλλειμμα δεν οφειλόταν σε ανωτέρα βία η τυχαίο περιστατικό,

    (γ)  Η ποσότητα που αναγράφεται στο δηλωτικό εισαγωγής και δηλώνεται στη φορτωτική (Bill of Lading), και στο πιστοποιητικό ποσότητας δεν είχε προσκομιστεί στον εξουσιοδοτημένο λειτουργό,

     (δ)   Παρά το γεγονός ότι εκδόθηκε από τον αρμόδιο τελωνειακό λειτουργό σχετική αναφορά ελλείμματος «Ships Outturn Report and Discrepancies List», Τελ. 168 στο οποίο προσδιοριζόταν το έλλειμμα, εν τούτοις οι αιτητές δεν προσκόμισαν οποιοδήποτε αποδεικτικό στοιχείο που να καταδεικνύει ότι οι προμηθευτές αποδέχθηκαν την μη πληρωμή της συνολικής αξίας στο ύψος ή σε σχέση με την ποσότητα που ελλείπει,

      (ε)  οι αιτητές αποδέχτηκαν το έλλειμμα και προσκόμισαν στοιχεία τα οποία επιβεβαιώνουν το έλλειμμα ή/και την απώλεια πριν να αρχίσει η εκφόρτωση,  και

     (στ)  το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο (άρθρο 5 (2) (α) (ιιι) του Ν. 91 (Ι) 2004) παρέχει την ευχέρεια στο Διευθυντή του Τμήματος Τελωνείων να απαιτήσει την καταβολή του οφειλόμενου φόρου από διάφορα πρόσωπα, μεταξύ των οποίων και από τον αντιπρόσωπο του πλοιοκτήτη,

διεκδίκησε στις 2.5.2007 τους αναλογούντες φόρους επί της ποσότητας που ελλείπει αφού προηγουμένως αποδέχθηκε ως δικαιολογημένη, υπό τις περιστάσεις την απώλεια (φύρα) 25.863 λίτρων την οποία και αφαίρεσε από το έλλειμμα. Επί του αδικαιολόγητου ελλείμματος (αρχικό έλλειμμα 145387 lt- δικαιολογημένη φύρα 25863 lt = 119524 lt), υπολόγισε ή/και βεβαίωσε εκ των υστέρων κάθε οφειλόμενο φόρο και επέβαλε επιπλέον χρηματική επιβάρυνση 10% δυνάμει του άρθρου 23(1) των περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμων του 2004 έως (αρ.2) 2006, πλέον τόκο προς 9% από την ημερομηνία γένεσης της οφειλής δυνάμει του άρθρου 23 (2) του ιδίου Νόμου μέχρι την 31.12.2006, και τόκο προς 8% ετησίως επί του καταβλητέου ποσού μέχρι την ημερομηνία πληρωμής της οφειλής, και απέστειλε στους αιτητές για σκοπούς είσπραξης της οφειλής την επίδικη με αριθμό 397/2007 εκ των Υστέρων Βεβαίωση Τελωνειακής και Άλλης Τελωνειακής Οφειλής δυνάμει του άρθρου 20 του ίδιου Νόμου.

 

Μετά την έκδοση της επίδικης απόφασης οι αιτητές με επιστολή του δικηγόρου τους ημερ. 24.5.2007 υπέβαλαν αίτημα αναθεώρησής της, όπως προβλέπεται στο άρθρο139 των περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμων του 2004 έως (αρ.2) του 2006. Με την εν λόγω επιστολή τους οι αιτητές παρείχαν στο Τμήμα Τελωνείων στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία το πιο πάνω έλλειμμα παρουσιάσθηκε κατά την επιμέτρηση των ποσοτήτων από τον επιμετρητή της εταιρείας Intertek Testing Services (ΙTS), Celeb Brett στο λιμάνι αναχώρησης και ανεφοδιασμού. Τα υπό αναφορά στοιχεία τα οποία εξετάζονται στα πλαίσια του πιο πάνω αιτήματος αναθεώρησης των αιτητών, δεν ήταν στην κατοχή ή/και δεν είχαν δοθεί στο Τμήμα Τελωνείων πριν την έκδοση της επίδικης απόφασης.

 

Το Τμήμα Τελωνείων με επιστολή του με αρ. φακ. 12.3.26.3 και ημερομηνία 20.6.2007 πληροφόρησε τους δικηγόρους των αιτητών ότι το αίτημα για αναθεώρηση θα εξεταζόταν σύμφωνα με τη νενομισμένη διαδικασία, και στις 20.8.2007 με επιστολή του με αρ. φακ. 12.3.26.3 τους ενημέρωσε ότι το αίτημα τους απορρίφθηκε, με αποτέλεσμα την καταχώρηση στις 16/7/07, της παρούσας προσφυγής, η οποία όμως προσβάλλει την απόφαση της 2/5/07.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Η συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση προβάλλει την προδικαστική ένσταση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση σε σχέση με την επιβολή χρηματικής επιβάρυνσης και τόκου, δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη, αλλά πράξη πληροφορικού περιεχομένου.

 

Ο συνήγορος των αιτητών αφού πρώτα απαντά και απορρίπτει τον ισχυρισμό ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι εκτελεστή, αναφορικά με την ουσία της υπόθεσης προβάλλει τους εξής λόγους ακυρώσεως:  (α) ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά πεπλανημένη και αντισυνταγματική ερμηνεία του περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμου του 2004 (Ν. 91(1)/2004 ως έχει τροποποιηθεί), η οποία παραβιάζει την αρχή της ισότητας και ίσης μεταχείρισης, όπως αυτή κατοχυρώνεται από το άρθρο 28 του Συντάγματος, και το άρθρο 38(1) του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν158(Ι)/99), (β) ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση των αρχών της καλής πίστης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου, (γ) ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα μη δέουσας έρευνας και πλάνης περί τα πράγματα, και (δ) ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιτιολόγητη.

 

ΕΞΕΤΑΣΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ

Εφόσον υπάρχει προδικαστική ένσταση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη, αλλά ότι η επιστολή της 2/5/07 είναι απλώς πληροφοριακού χαρακτήρα, επιβάλλεται όπως εξετασω πρώτα αυτό τον ισχυρισμό των καθών η αίτηση.

 

Στην αγόρευση του ο συνήγορος των αιτητών απαντά ότι και οι ίδιοι οι καθών η αίτηση στην επιστολή της 2/5/07 χαρακτηρίζουν αυτή ως εκτελεστή διοικητική πράξη και τους πληροφορούν για το δικαίωμα τους να καταχωρήσουν προσφυγή.

 

Στην εν λόγω επιστολή πράγματι υπάρχει η εξής καταληκτική παράγραφος:

 

«Τέλος επιθυμώ να σας πληροφορήσω ότι η παρούσα απαίτηση μου δυνατόν να αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη την οποία αν αμφισβητείτε, μπορεί ενδεχομένως να την προσβάλετε στο Ανώτατο Δικαστήριο σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 146 του Συντάγματος μέσα σε 75 ημέρες από την ημερομηνία λήψης της επιστολής αυτής.»

 

Όπως ορθά αναφέρει ο συνήγορος των αιτητών το τι αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη δεν αποφασίζεται από το πώς την περιγράφει το όργανο ή το σώμα που την εκδίδει.  (βλ. μεταξύ άλλων, Ανδρέας Αγιομαμίτης ν. Δημοκρατίας, υποθ. Αρ. 429/04, ημερ. 12/10/05, Διευθύντρια Τμήματος Τελωνείων ν. ΚΕΟ Λτδ., Α.Ε. 62/06 ημερ. 17/7/08 και Φίλιππος Χατζήμαμας ν. Δημοκρατίας, υποθ. Αρ. 417/03 ημερ. 30/9/05)Η τελευταία έχει ανατραπεί (βλ. Χατζημάμας ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 512) ως προς την κατάληξη μόνο, χωρίς όμως να επηρεάζεται η πιο πάνω αρχή.  Αυτό μπορεί να αποτελεί απλώς βοήθεια, ιδιαίτερα εκεί που το θέμα δεν είναι ξεκάθαρο.

 

Από πολύ παλιά (βλ. Kolokasides ν. The Republic (1965) 3 C.L.R. 542, 551), φαίνεται ότι έχει γίνει διαχωρισμός της περίπτωσης εκείνης που ο αιτητής αμφισβητεί την ορθότητα επιβολής μιας φορολογίας, κάτι που αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη, από την απλή ειδοποίηση είσπραξης οφειλομένου ποσού που έχει ήδη επιβληθεί και δεν έχει αμφισβητεί.  Η δεύτερη περίπτωση είναι πράξη εκτελέσεως.  Επομένως το θέμα εξαρτάται από τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης.

 

Η θέση της πλευράς των καθών η αίτηση είναι ότι δεν πρόκειται περί εκτελεστής διοικητικής πράξης, γιατί η επιβολή τόκου και επιβαρύνσεων προβλέπεται απ’ ευθείας από το Νόμο και δεν εξαρτάται από τη βούληση του Διευθυντή.  Ελλείπει δηλαδή το στοιχείο της άσκησης μονομερούς εξουσίας ή άσκησης διακριτικής ευχέρειας.  Επικαλέστηκε η δικηγόρος της Δημοκρατίας τις υποθέσεις Γ. Καλαπαλίκης κα ν. Εφόρου ΦΠΑ (2001) 3 Α.Α.Δ. 818, και Χ. Σ. Χριστοφίδης Λτδ ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 772.

 

Έλαβα επίσης υπόψη και τα όσα αποφασίστηκαν στην υπόθεση Διευθύντρια Τμήματος Τελωνείων ν. ΚΕΟ Λτδ (πιο πάνω), που αφορούσε προσφυγή κατά απαίτησης πληρωμής (demand note) του Τμήματος Τελωνείων.

 

Εξέτασα τους αντίστοιχους ισχυρισμούς και έχω καταλήξει να απορρίψω την προδικαστική ένσταση για τους εξής λόγους:

(α)  Η προσφυγή δε στρέφεται μόνο κατά της επιβολής της πρόσθετης επιβαρυνσης και του τόκου, αλλά και κατά της επιβολής φόρου κατανάλωσης Λ.Κ. 24,461.00 πλέον χρηματική επιβάρυνση ΛΚ 2, 446.00 και τόκο 9%.  Θα ήταν ορθή η θέση των καθών η αίτηση αν η προσφυγή περιοριζόταν μόνο στην επιβάρυνση και στον τόκο.

 

(β)  Εδώ δεν πρόκειται για απλή απαίτηση πληρωμής τόκων και επιβάρυνσης σε ποσό φόρου που δεν αμφισβητείται.  Σύμφωνα με νομολογία (Director of Department of Customs and Excise v. Grecian Hotel (1985) 1 C.L.R. 476) η απαίτηση πληρωμής δασμών που ισοδυναμεί με επιβολή τους, είναι εκτελεστή διοικητική πράξη.  Αφορούσε η εν λόγω υπόθεση σημείωμα απαίτησης (demand note) για πληρωμή διαφοράς δασμών που εκ παραδρομής δεν είχε εισπραχθεί από το Τελωνείο κατά τη εισαγωγή μαρμάρων που είχαν αρχικά ταξινομηθεί σε εσφαλμένη δασμολογική κλάση.  Το Τμήμα Τελωνείων ταξινόμησε ξανά τα μάρμαρα στην ορθή δασμολογική κλάση και ζήτησε τη διαφορά των δασμών.  Οι εναγόμενοι δεν είχαν πληρώσει αλλά ούτε και αμφισβήτησαν τη νέα ταξινόμηση με προσφυγή.  Σε αγωγή εναντίον τους για είσπραξη των δασμών το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε αυτή με την αιτιολογία ότι το Τμήμα Τελωνείων δεν είχε εξουσία, εφόσον η πρώτη ταξινόμηση δεν ήταν εξαιτίας των εναγομένων, να αναθεωρήσουν αυτή.  Σε έφεση του Tμήματος Τελωνείων αποφασίστηκε ότι το θέμα κατά πόσο νόμιμα έγινε η νέα ταξινόμηση ή όχι με αποτέλεσμα την απαίτηση πρόσθετων δασμών, ήταν θέμα δημοσίου δικαίου για το οποίο το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν είχε εξουσία.  Εφόσον δε οι εναγόμενοι δεν είχαν προσβάλει την απόφαση με προσφυγή, το Εφετείο δέχθηκε την έφεση και εξέδωσε απόφαση εναντίον τους για το αιτούμενο ποσό των δασμών.  Το ίδιο στην Pouros ν. Αttorney General (1981) 1 C.L.R. 411 αποφασίστηκε ότι το ερώτημα κατά πόσο ορθά ή όχι επιβάλλεται μια φορολογία, είναι θέμα δημοσίου και όχι ιδιωτικού δικαίου.

 

Οι πιο πάνω υποθέσεις Director of Customs & Excise v. Grecian Hotel, Pouros v. Attorney General  και Διευθύντρια Τμήματος Τελωνείων ν. ΚΕΟ Λτδ., διακρίνονται από την παρούσα αναφορικά με τα γεγονότα τους.  Επομένως καταλήγω ότι η προδικαστική ένσταση δεν ευσταθεί.

 

Ενόψει των πιο πάνω προχωρώ να εξετάσω την ουσία της προσφυγής.

 

Με τον πρώτο λόγο, όπως αυτός αναπτύσσεται με τη γραπτή αγόρευση των αιτητών, ουσιαστικά προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι οι καθών η αίτηση παρερμήνευσαν το σχετικό Νόμο και τον εφάρμοσαν με τρόπο που παραβιάζεται η αρχή της ισότητας που διασφαλίζεται από το Άρθρο 28 του Συντάγματος και άρθρο 38(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 58(1)/99 ως έχει τροποποιηθεί).

 

Μελέτησα τα όσα αναφέρουν οι αιτητές σχετικά με το λόγο αυτό.  Το παράπονο τους ότι έτυχαν άνισης μεταχείρισης εστιάζεται στο ότι ενώ το Τμήμα Τελωνείων απέστειλε και στους αγοραστές EXXON/MOBIL CYPRUS LTD και BP EAST MED το πιστοποιητικό έκθεσης παραλαβής και ελλειμμάτων «Ships Outturn Report and discrepancies” (Παραρτήματα 12 και 13 στην Ένσταση), τελικά στράφηκαν μόνο κατά των αιτητών για καταβολή των οφειλομένων δασμών.

 

Από την ίδια την πρόνοια του Νόμου (άρθρο 5(2)(α)(ιιι) του Ν. 91(1)/2004) που επικαλούνται οι αιτητές, φαίνεται ότι το Τμήμα Τελωνείων (καθών η αίτηση) μπορούσε να στραφεί και να ζητήσει πληρωμή εναντίον του πλοιάρχου ή του πλοιοκτήτη ή του αντιπροσώπου του ή του παραλήπτη.  Εδώ είναι παραδεκτό γεγονός ότι οι αιτητές ενεργούσαν ως αντιπρόσωποι και με όσα ανάφερα πιο πάνω κατά την έκθεση των γεγονότων της υπόθεσης, οι αιτητές έπαιξαν ουσιαστικό ρόλο στην όλη μεταφορά του υπό αναφορά καυσίμου.

 

Σχετικά με τον ισχυρισμό των αιτητών ότι οι καθών η αίτηση θα έπρεπε να στραφούν ιεραρχικά, αρχικά εναντίον του πλοιοκτήτη ή του αγοραστή του φορτίου και τούτο, αφού ασκήσουν τη διακριτική τους ευχέρεια, προκειμένου να ιεραρχήσουν ανάλογα, την ευθύνη των προσώπων που ευθύνονται με βάση το νόμο, αποφαίνομαι ότι τέτοια ιεράρχηση δεν προβλέπεται από το νόμο.  Δεν είναι επιτρεπτή η προσθήκη λέξεων στις πρόνοιες του Νόμου, στις περιπτώσεις που το λεκτικό του είναι ξεκάθαρο και σαφές, όπως ακριβώς και στην παρούσα περίπτωση.  Παραθέτω τις πρόνοιες του σχετικού άρθρου 5(2)(α)(ιιι) του Ν. 91(1)/2004, στο οποίο και αναφέρονται τα ακόλουθα:

 

«Νοείται ότι στην περίπτωση της παραγράφου (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 4, ο πλοίαρχος ή πλοιοκτήτης ή κύριος ή κυβερνήτης του αεροσκάφους ή ο αντιπρόσωπος του ή και ο παραλήπτης κατά περίπτωση, οφείλει να καταβάλει τον οφειλόμενο για τα προϊόντα φόρο κατανάλωσης όπως βεβαιώνεται από το Διευθυντή, σύμφωνα με τους ισχύοντες συντελεστές κατά το χρόνο της κατάθεσης του δηλωτικού.»

(η υπογράμμιση είναι δική μου)

 

Όταν ένας νόμος προβλέπει ότι διάφορα πρόσωπα ή τάξεις προσώπων έχουν ευθύνη για ένα θέμα, τότε η απαίτηση για αποζημίωση μπορεί να στραφεί εναντίον οποιουδήποτε, ανάλογα και με τα γεγονότα της υπόθεσης, εκτός βέβαια αν υπήρχε πρόνοια ότι θα πρέπει πρώτα η απαίτηση να γίνεται εναντίον ενός από αυτούς προτού καταστούν οι  υπεύθυνοι οι υπόλοιποι, πρόνοια που εδώ δεν υπάρχει.

 

Το Άρθρο 28 του Συντάγματος διασφαλίζει την ισότητα όλων ενώπιον του Νόμου.  Η ισότητα που διασφαλίζεται παραβιάζεται μόνο όταν η διαφοροποίηση δεν βασίζεται πάνω σε αντικειμενική κρίση και εύλογη διάκριση.  Μια τέτοια διαφοροποίηση πρέπει να εξετάζεται σε σχέση με το σκοπό τον οποίο εξυπηρετεί και τις πραγματικότητες που ισχύουν κατά τον συγκεκριμένο χρόνο.  Η αρχή της ισότητας πραβιάζεται μόνο ότι η διάκριση δεν είναι αντικειμενική και εύλογη.  (βλ. μεταξύ άλλων, Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου ν. Αντένα Λτδ. (2005) 3 Α.Α.Δ. 383, 392-393,  με αναφορά  και σε προηγούμενη νομολογία).

 

Στη δική μας περίπτωση δυνατό να υπήρχε δυσμενής διάκριση αν σε άλλη υπόθεση με τα ίδια γεγονότα, οι καθών η αίτηση ενεργούσαν διαφορετικά, πράγμα όμως που δεν είναι η περίπτωσή μας.  Επομένως ο πρώτος λόγος ακυρώσεως απορρίπτεται.

 

Οι επόμενοι λόγοι ακυρώσεως είναι ισχυρισμοί περί μη επαρκούς έρευνας,  πλάνης περί τα πράγματα και παράβαση της αρχής της καλής πίστης.  Ισχυρίζονται οι αιτητές ότι οι καθών η αίτηση παρέλειψαν να λάβουν υπόψη ουσιώδη στοιχεία που αποδείκνυαν ότι το έλλειμμα υπήρχε επί του πλοίου πριν αυτό αφιχθεί στην Κύπρο.  Ειδικότερα ισχυρίζονται ότι ώφειλαν οι καθών η αίτηση να λάβουν υπόψη το “ullage report and protest από  ανεξάρτητο surveyor” που υποστήριζε ότι το έλλειμμα υπήρχε στο πλοίο πριν την εκφόρτωση και αυτό οφειλόταν σε διαφορά ανάμεσα στην φορτωτική και στην πραγματική ποσότητα επί του πλοίου.

 

Σύμφωνα με τα όσα αναφέρουν με πολλή λεπτομέρεια η  πλευρά των καθών η αίτηση στη δική τους γραπτή αγόρευση, οι αιτητές δεν έδωσαν, κατά τον ουσιώδη χρόνο, και ιδιαίτερα πριν την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης οποιαδήποτε στοιχεία που να αποδεικνύουν το πιο πάνω ισχυρισμό τους.  Τέτοιο ισχυρισμό υπέβαλαν μετά την επίδικη απόφαση με επιστολή του δικηγόρου τους ημερ. 24/5/07.  Πριν από την έκδοση της απόφασης, τα μόνα στοιχεία τα οποία υπήρχαν και τα οποία προσκομίστηκαν από τους αιτητές, ήταν η δήλωση του επιμετρητή ποσοτήτων ημερομηνίας 25/8/06, σύμφωνα με την οποία κατά την πρώτη καταμέτρηση του φορτίου του πλοίου στο λιμάνι Λάρνακας πριν την εκφόρτωση, υπήρχε έλλειμμα και/ή απώλεια 0.374/ μετρικών τόνων.  Σε καμία περίπτωση οι αιτητές παρουσίασαν οποιαδήποτε στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι οι προμηθευτές, ή ο πλοιοκτήτης, ή οι ίδιοι αιτητές αποδέχτηκαν και/ή ενήργησαν ωσάν το έλλειμμα να υπήρχε από το λιμάνι αναχώρησης, όπως φαίνεται στο δηλωτικό εισαγωγής που υπέβαλαν, στο δηλωτικό του φορτίου, στη φορτωτική και στο πιστοποιητικό ποσότητας και ούτε προσκόμισαν οποιαδήποτε άλλα στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι οι προμηθευτές αποδέχτηκαν τη μη πληρωμή για την ποσότητα που ελλείπει.

 

Το Τμήμα Τελωνείων διαπίστωσε το έλλειμμα από τις προαναφερθείσες καταμετρήσεις τις οποίες οι αιτητές δεν αμφισβητούν και ενόψει του παρουσιασθέντος ελλείμματος, ζήτησε από τους αιτητές εξηγήσεις για το έλλειμμα.  Λόγω ακριβώς του γεγονότος ότι οι αιτητές δεν έδωσαν επαρκείς εξηγήσεις και/ή δεν απέδειξαν ότι το διαπιστωθέν έλλειμμα οφείλετο σε τυχαία περιστατικά ή ανωτέρα βία, βάσει του άρθρου 13(1)(α) του Νόμου, καθώς και ότι αυτό υπερβαίνει το καθορισθέν ανώτατο ποσοστό απώλειας του 0,06% που είναι δυνατόν να γίνει αποδεκτό από το Διευθυντή, βάσει της Κ.Δ.Π. 181/2006, η Διευθύντρια Τελωνείων ορθά άσκησε τη διακριτική της εξουσία και ζήτησε την καταβολή των αναλογούντων φόρων  επί του διαπιστωθέντος ελλείμματος, αφού αποδέχτηκε ως δικαιολογημένη υπό τις περιστάσεις την απώλεια 25.863 λίτρων την οποία και αφαίρεσε από το έλλειμμα.

 

Είναι φανερο από τα πιο πάνω ότι οι καθών η αίτηση έλαβαν δεόντως υπόψη τους όλα τα στοιχεία και αποδεικτικά τα οποία είχαν προσκομίσει οι αιτητές κατά τον ουσιώδη χρόνο, προ της έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης και η αιτιολογία περιέχεται στο σώμα τόσο της προσβαλλόμενης απόφασης ημερ. 2/5/07, όσο και στην απάντηση του Τμήματος Τελωνείων επί του αιτήματος αναθεώρησης των αιτητών ημερ. 20/8/07.

 

Αναφορικά με τον ισχυρισμό για παραβίαση των αρχών της καλής πίστης, από τα ενώπιον μου γεγονότα δεν έχω ικανοποιηθεί ότι αυτός στοιχειοθετείται.

 

Ενόψει των πιο πάνω η προσφυγή απορρίπτεται με €1.200 έξοδα (πλέον ΦΠΑ) εναντίον των αιτητών και υπέρ των καθών η αίτηση.

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται σύμφωνα με το Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.

 

                                                                               Μ. Φωτίου, Δ.

/ΚΑς

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο