ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1415/2006)
14 Μαίου, 2009
[ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΛΑΜΠΡΟΣ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ & ΥΙΟΙ (ΕΡΓΟΛΑΒΟΙ) ΛΤΔ.,
Αιτήτρια,
ν.
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Καθ’ου η αίτηση,
ΚΑΙ ΟΠΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 18 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2008
ΛΑΜΠΡΟΣ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ & ΥΙΟΙ (ΕΡΓΟΛΑΒΟΙ) ΛΤΔ.,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ
ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ,
Καθ’ων η αίτηση,
Ν. Ηλία, για την Αιτήτρια.
Μ. Θεοκλήτου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ’ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή η εταιρεία Λάμπρος Κυπριανού & Υιοί (Εργολάβοι) Λτδ. (η αιτήτρια) προσβάλλει την εγκυρότητα της απόφασης του Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (ο Έφορος) της 18/5/2006, με την οποία βεβαιώθηκε ότι ο οφειλόμενος φόρος της αιτήτριας ανερχόταν στο ποσό των Λ.Κ. 10.101,88.
(α) Τα γεγονότα.
Κατόπιν ελέγχου στα βιβλία της αιτήτριας από το Επαρχιακό Γραφείο Φ.Π.Α. Λάρνακας, διαπιστώθηκαν συγκεκριμένες παρατυπίες που περιλάμβαναν τη μη τήρηση αναλυτικού λογαριασμού Φ.Π.Α., ακαταστασία σε όλα τα στοιχεία που δόθηκαν που δεν επέτρεπε την επαλήθευσή τους, τη μη ύπαρξη σημάνσεων στα τιμολόγια εισροών και τη μη τήρηση αποθεμάτων υλικών και περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας.
Σημειώνεται ότι σύμφωνα με την έκθεση που είχε ετοιμαστεί εκκρεμούσαν προς όφελος της αιτήτριας ανείσπρακτα ποσά για εργολαβικές υπηρεσίες που είχαν προσφερθεί προς την Κυπριακή Δημοκρατία, ύψους £108.091,60 (αναλογία Φ.Π.Α. £8.647,33) και Φ.Π.Α. ύψους £1.454,55 από την πώληση δύο οχημάτων σε άλλη εταιρεία.
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω και αφού τα βιβλία της αιτήτριας κρίθηκαν ως αναξιόπιστα και οι φορολογικές δηλώσεις ως ελλιπείς, οι καθ’ων η αίτηση προχώρησαν στον προσδιορισμό των πωλήσεων της αιτήτριας μέσω άλλων εγγράφων και στοιχείων που είχαν δοθεί από την αιτήτρια.
Το οφειλόμενο ποσό το οποίο καθορίστηκε σε £10.101,88 γνωστοποιήθηκε στην αιτήτρια η οποία καταχώρισε ένσταση, η οποία όμως απορρίφθηκε ως εκπρόθεσμη.
(β) Οι λόγοι της προσφυγής και οι λόγοι που προβάλλονται στη γραπτή αγόρευση και στην απάντηση της αιτήτριας.
Με την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι,
(i) Οι καθ’ων η αίτηση προέβησαν σε βεβαίωση φόρου για διαφορετική περίοδο από τη χρονική περίοδο που ελέγχθηκε και μετά από πάροδο έξι χρόνων από το τέλος της καθορισμένης φορολογικής περιόδου, κατά παράβαση του άρθρου 50 του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου του 2000 (Ν. 95(Ι)/2000, όπως έχει τροποποιηθεί),
(ii) Ο έλεγχος των βιβλίων και αρχείων της αιτήτριας διενεργήθηκε κατά πλάνη αναφορικά με το εφαρμοστέο νομοθετικό καθεστώς,
(iii) Η επίκληση και εφαρμογή του άρθρου 11(2)(β) του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου του 1990 (Ν. 246/1990, όπως έχει τροποποιηθεί), από τους καθ’ων η αίτηση στην παρούσα υπόθεση είναι λανθασμένη,
(iv) Η αιτιολογία της έκθεσης ελέγχου του αρμόδιου λειτουργού και της βεβαίωσης φόρου του Εφόρου διέπεται από σύγχυση και αντιφατικότητα και
(v) Έχουν παραβιαστεί οι αρχές της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης.
Έχει υποβληθεί από την ευπαίδευτη συνήγορο των καθ’ων η αίτηση ότι οι πιο πάνω νομικοί ισχυρισμοί (i), (ii) και (iv) έχουν εγερθεί από την αιτήτρια για πρώτη φορά μέσα στα πλαίσια της απαντητικής της αγόρευσης, ενώ οι ισχυρισμοί (iii) και (v) που είχαν τεθεί αρχικά με πολύ γενικό τρόπο, στη γραπτή αγόρευση της αιτήτριας εξειδικεύονται επίσης για πρώτη φορά στην απαντητική της αγόρευση. Ενόψει τούτου η πλευρά των καθ’ων η αίτηση εισηγείται ότι το περιεχόμενο της απαντητικής αγόρευσης της αιτήτριας δεν θα πρέπει να ληφθεί υπόψη σε ό,τι αφορά τα πιο πάνω σημεία.
Στην τροποποιημένη γραπτή αγόρευση της αιτήτριας προβάλλονται ως λόγοι ακύρωσης, με γενικό και κάπως συγκεχυμένο τρόπο, η έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας, λανθασμένη εφαρμογή και/ή ερμηνεία του Ν. 246/90, η πλάνη περί τα πράγματα και κάτω από τον υπότιτλο “άλλοι λόγοι”, η παραβίαση των αρχών της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης. Στην απαντητική αγόρευση η επιχειρηματολογία της αιτήτριας συνοψίζεται στους πέντε λόγους (i) – (v) που προεκτέθηκαν και έτσι εγείρεται το ερώτημα αν οι πέντε λόγοι αφενός καλύπτονται από τα νομικά σημεία της αίτησης και αφετέρου, αν έχουν περιληφθεί στην αρχική αγόρευση για να είναι δυνατή η ανάπτυξή τους στην απαντητική αγόρευση της αιτήτριας.
Ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 προνοεί ότι κάθε διάδικος πρέπει με τις έγγραφες προτάσεις του να εκθέτει τα νομικά σημεία στα οποία στηρίζεται αιτιολογώντας τα πλήρως. Η νομολογία η οποία έχει προκύψει από την ερμηνεία του πιο πάνω Κανονισμού κατέστησε σαφές ότι τα επίδικα θέματα στοιχειοθετούνται από τη δικογραφία η οποία διατηρεί τη φύση της ως μέσου προσδιορισμού των επίδικων θεμάτων και στο πεδίο της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας. Ο ρόλος των γραπτών αγορεύσεων μέσα σε αυτά τα πλαίσια εξαντλείται στην εξειδίκευση και συγκεκριμενοποίηση των νομικών λόγων που προσδιορίζονται στην αίτηση και ως εκ τούτου δεν είναι δυνατή η χρήση τους για προβολή νέων πρόσθετων νομικών λόγων.
Όπως έχει τονιστεί από το Δικαστή Πική στην υπόθεση Β. Νικολάου & Υιοί Λτδ. ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 1627,
“Οι πρόσθετοι νομικοί λόγοι για την ακύρωση της πράξης, οι οποίοι προβάλλονται στη γραπτή αγόρευση των αιτητών, δεν μπορεί να εξεταστούν. Είναι θεμελιωμένο ότι τα επίδικα θέματα στοιχειοθετούνται από τη δικογραφία. Όπως επισημάναμε στη Δημοκρατία ν. Κουκκουρή, Σαφειρίδης ν. Κουκκουρή και Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, η δικογραφία αποτελεί το μέσο προσδιορισμού των επιδίκων θεμάτων και στο πεδίο της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας. Το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του δικαστηρίου άπτεται του θέματος που εξετάζεται:-
“Ο εξεταστικός χαρακτήρας της διαδικασίας κάτω από το Άρθρο 146 αμβλύνει μεν το στοιχείο της αντιπαράθεσης που ενυπάρχει στους δικονομικούς θεσμούς (προσαρμοσμένους στην πολιτική δίκη), δεν καταργεί όμως τη δικογραφία ως το μέσο προσδιορισμού των επιδίκων θεμάτων. Οι τελικές αγορεύσεις που υποβάλλονται μετά την επιθεώρηση των φακέλων εξειδικεύουν και συγκεκριμενοποιούν τα επίδικα θέματα (που προσδιορίζονται στην αίτηση) που καλείται το δικαστήριο να επιλύσει. Μόνο λόγοι δημόσιας τάξης που άπτονται του θεμελίου της δικαιοδοσίας μπορεί να εγερθούν αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο και να αποτελέσουν λόγους ακύρωσης.
(Βλ. Δημοκρατία ν. Kassinos Construction Ltd. (1990) 3 Α.Α.Δ. 3835, Abdolali Kadivari ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 2924 και Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1993) 4 Α.Α.Δ. 289).”
Στην παρούσα περίπτωση από τους πέντε λόγους που συνοψίζονται στη σελίδα 14 της απαντητικής αγόρευσης της αιτήτριας, οι τέσσερις πρώτοι δεν προβάλλονται και δεν στοιχειοθετούνται επαρκώς στην προσφυγή ως λόγοι ακύρωσης. Επιπρόσθετα σημειώνεται ότι δεν είναι δυνατή η ανάπτυξη λόγων που τίθενται για πρώτη φορά με την απαντητική αγόρευση, εκτός αν αφορούν λόγους δημόσιας τάξης που μπορούν να εξεταστούν σε κάθε στάδιο ακόμη και αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο. Από τα ζητήματα που καλύπτονται από τα νομικά σημεία της αίτησης παραμένει προς εξέταση η έλλειψη δέουσας έρευνας σε συσχετισμό με την πλάνη περί τα πράγματα και παρά τη γενικότητα της διατύπωσης, ο ισχυρισμός για παραβίαση των αρχών της καλής πίστης και χρηστής διοίκησης.
(γ) Η έλλειψη δέουσας έρευνας και πλάνη περί τα πράγματα.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας υπέβαλε ότι η αιτήτρια αποδέχεται την οφειλή Λ.Κ. 1.454,55, η οποία προέκυψε από τη πώληση των δύο οχημάτων, αλλά αμφισβητεί το ποσό των Λ.Κ. 8.647,33 που της επιβλήθηκε ως οφειλόμενος φόρος για εργολαβικές υπηρεσίες που είχε προσφέρει στο Δημόσιο, υποστηρίζοντας ότι δεν διενεργήθηκε οποιαδήποτε έρευνα για την περίοδο που αναφέρεται στη βεβαίωση και ότι η ίδια τηρούσε δεόντως τα αρχεία και βιβλία της, με αποτέλεσμα η ενεργοποίηση της εξουσίας του Εφόρου να προβεί σε βεβαίωση του φόρου εκροών με βάση το άρθρο 34(1) του Νόμου 246/90 και το άρθρο 49 του Νόμου 95(Ι)/2000 να συνιστά αποτέλεσμα πλάνης περί τα πράγματα.
Ο ισχυρισμός δεν ευσταθεί. Στην προκείμενη περίπτωση η έρευνα που διεξήχθη ήταν επαρκής και με τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του Εφόρου με την έκθεση ελέγχου, ο Έφορος άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια μέσα στα επιτρεπτά πλαίσια χωρίς να διαπιστώνεται οποιαδήποτε πλάνη. Σύμφωνα με τις πάγιες νομολογιακές αρχές που διέπουν τις αποφάσεις του Εφόρου Φ.Π.Α., το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στην εκτίμηση των γεγονότων υποκαθιστώντας την κρίση του Εφόρου με τη δική του, παρά μόνο όταν η επίδικη απόφαση δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή με βάση τα ενώπιον του Εφόρου γεγονότα. (Βλ. Constantinou Bros. Ltd. ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 43). Οι διαπιστώσεις σε σχέση με την αξιοπιστία των βιβλίων και αρχείων της αιτήτριας ενεργοποίησαν την εξουσία του Εφόρου να βεβαιώσει το ποσό του οφειλόμενου φόρου χρησιμοποιώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του. (Βλ. Van Boeckel v. Customs and Excise Commissioners (1981) 2 All E.R. 505, 507).
Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω η απόφαση του Εφόρου κρίνεται ως εύλογα επιτρεπτή.
(δ) Παράβαση των αρχών της καλής πίστης και χρηστής διοίκησης.
Η αιτήτρια εισηγείται ότι υπάρχει αντιφατική στάση της διοίκησης που οδηγεί σε καταστρατήγηση της αρχής της καλής πίστης γιατί αφενός ο Έφορος Φ.Π.Α. προέβη στην επίδικη βεβαίωση φόρου για τις εργολαβικές υπηρεσίες της αιτήτριας και αφετέρου η Κυπριακή Δημοκρατία αρνείται να καταβάλει στην αιτήτρια το ποσόν της αντιπαροχής, με βάση το οποίο υπολογίστηκε και το ανάλογο οφειλόμενο ποσό Φ.Π.Α.
Η εισήγηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Η ύπαρξη εκκρεμούσας πολιτικής αγωγής της αιτήτριας εναντίον της Δημοκρατίας στο Επαρχιακό Δικαστήριο δεν μπορεί να επηρεάσει τη σχετική εξουσία του Εφόρου, ο οποίος έχει εξετάσει με καλόπιστο τρόπο τα στοιχεία που είχαν τεθεί ενώπιόν του, όπως και τα στοιχεία που είχαν εξασφαλιστεί ως αποτέλεσμα του ελέγχου που προηγήθηκε. Ανεξάρτητα από την πορεία της πολιτικής αγωγής, ο Έφορος θεώρησε με βάση τη σχετική νομοθεσία και την “Ερμηνευτική Εγκύκλιο αρ. 33” ότι η αιτήτρια όφειλε να αποδώσει φόρο εκροών, αφού είχε ήδη θέσει τις κατασκευές που διενήργησε στη διάθεση της Δημοκρατίας. Χωρίς να παραγνωρίζω το ότι η αιτήτρια καλείται να καταβάλει φόρο για απαίτηση εναντίον της Δημοκρατίας, η οποία εκκρεμεί ακόμα ενώπιον Δικαστηρίου, η απόφαση του Εφόρου είναι νόμιμη αφού στηρίζεται στις πρόνοιες του άρθρου 11(2)(β) του Ν. 246/90. Συνακόλουθα η προσβαλλόμενη επίδικη απόφαση δεν αντίκειται στην καλή πίστη ή τη χρηστή διοίκηση.
Η προσφυγή απορρίπτεται με €1.600 έξοδα σε βάρος της αιτήτριας.
Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ,
Δ.
/ΔΓ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο