ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ.119/2008)
25 Ιουνίου 2009
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
1. A. CHACHOLIS DEVELOPERS LTD,
2. A.J.S. EFSTATHIOU LTD,
Αιτητές,
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,
2. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
------------------------------
Α. Λάντος, για τους Αιτητές.
Ε. Κλεόπα (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄,
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Οι αιτητές παραπονούνται ως προς την απόρριψη του αιτήματος τους με το οποίο ζήτησαν να εξασφαλίσουν πολεοδομική άδεια κατά παρέκκλιση των προνοιών του Τοπικού Σχεδίου Αγίας Νάπας, εισηγούμενοι ότι η απορριπτική απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση της σχετικής νομοθεσίας, είναι άκυρη και παράνομη.
Συγκεκριμένα, οι αιτητές είναι κατά διαφορετικά μερίδια ιδιοκτήτες τεμαχίου γης που βρίσκεται στη λεωφόρο Νησσί στην Αγία Νάπα, ζήτησαν δε με την αίτηση τους ημερ. 10.5.04, να τους χορηγηθεί πολεοδομική άδεια κατά παρέκκλιση για την ανέγερση πολυκαταστήματος. Κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης ίσχυε το σχέδιο ανάπτυξης (Δήλωση Πολιτικής) με βάση τον Καν. 13(1) των περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Παρεκκλίσεις) Κανονισμών Κ.Δ.Π. 309/99 (εφεξής «οι Κανονισμοί»). Κατά το χρόνο εξέτασης όμως και έκδοσης της απόφασης, είχε τεθεί σε ισχύ το Τοπικό Σχέδιο Αγίας Νάπας το οποίο δημοσιεύθηκε στις 10.9.04, ήταν δε εκτός των προνοιών του νέου Σχεδίου διότι το προτεινόμενο πολυκατάστημα υπερέβαινε τα 500 τ.μ., αφού προνοούσε εμβαδόν 1.101 τ.μ., ενώ η αίτηση ήταν αντίθετη και με άλλες πρόνοιες του Τοπικού Σχεδίου, αφού προτεινόταν η χωροθέτηση του πολυκαταστήματος σε άξονα δραστηριότητας κατηγορίας ΙΙ, αλλά και διότι η κλίμακα του προτεινομένου πολυκαταστήματος δεν θεωρείτο επιθυμητή σε σχέση με τα χαρακτηριστικά και τις ανάγκες της περιοχής. Στην ένσταση των καθ΄ ων, σημειώνεται και δεν υπάρχει αντίλογος επ΄ αυτού, ότι είχε και παλαιότερα υποβληθεί πολεοδομική αίτηση για την ανέγερση πέντε καταστημάτων, η οποία απορρίφθηκε από την Πολεοδομική Αρχή, χωρίς όμως να εμποδιστούν οι αιτητές από του να ανεγείρουν μεταγενέστερα αυθαίρετα πέντε καταστήματα ως ένα ενιαίο κατάστημα, στο οποίο και αφορά η επίδικη αίτηση.
Η Πολεοδομική Αρχή, Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως Αμμοχώστου, εφαρμόζοντας τον Καν. 13(8)(α) των Κανονισμών, υπέβαλε απορριπτική εισήγηση στο Συμβούλιο Μελέτης Παρεκκλίσεων, θεωρώντας ότι η αίτηση δεν ικανοποιούσε οποιοδήποτε από τα κριτήρια του Καν. 19(1), παρά το γεγονός ότι κατά τη μελέτη της αίτησης η Δήμαρχος Αγίας Νάπας είχε συστήσει τη χορήγηση της αιτούμενης άδειας. Ακολούθησε η αναζήτηση απόψεων και από το Διευθυντή Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, το οποίο συνέστησε μερική έγκριση το δε Συμβούλιο Μελέτης Παρεκκλίσεων αποφάσισε στη συνεδρία του ημερ. 24.7.07, να απορρίψει το αίτημα, προώθησε δε αιτιολογημένη έκθεση προς το Υπουργικό Συμβούλιο σύμφωνα με τον Καν. 15(3). Το τελευταίο, αφού εξέτασε την αίτηση και τη σχετική πρόταση ημερ. 1.11.07, του Υπουργείου Εσωτερικών, αποφάσισε την απόρριψη του αιτήματος στη συνεδρία του ημερ. 7.11.07.
Το πρώτο θέμα που εγείρεται είναι κατά πόσο ορθά εκδόθηκε η προσβαλλόμενη πράξη με βάση το νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά την ημερομηνία εξέτασης και απόρριψης της αιτήσεως αντί, ως ο ισχυρισμός των αιτητών, με βάση το νομοθετικό καθεστώς που ίσχυε κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης. Κατ΄ αρχάς, εντοπίζεται η απουσία τέτοιου εξειδικευμένου λόγου στα νομικά σημεία τα οποία αναφέρονται στην ίδια την αίτηση. Με βάση διαχρονική νομολογία εξετάζονται μόνο ζητήματα τα οποία εγείρονται με την αναγκαία λεπτομέρεια στην προσφυγή, όπως προσδιορίζεται αλλά και επιτάσσεται από τον Καν. 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 και τη σχετική επί του θέματος νομολογία (δέστε Γιασουμής ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 27 και Δημοκρατία ν. Ευγενίου (2005) 3 Α.Α.Δ. 257). Επομένως, ένα τέτοιο ζήτημα που άπτεται του δικαιοδοτικού πλαισίου εξέτασης της νομιμότητας της απόφασης με βάση το ισχύον νομικό καθεστώς, θα έπρεπε με σαφήνεια και καθαρότητα να αναφερθεί στην ίδια την προσφυγή. Ακόμη και συνταγματικά θέματα δεν μπορούν να εγείρονται μέσω αγορεύσεων αν δεν διατυπώνονται προηγουμένως με την αναγκαία εξειδίκευση και αναφορά στο συγκεκριμένο άρθρο του Νόμου ή του Συντάγματος που κατ΄ ισχυρισμόν παραβιάστηκε (δέστε Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598).
Ανεξάρτητα από τα πιο πάνω, το επιχείρημα δεν έχει εν πάση περιπτώσει βάση διότι σύμφωνα με το άρθρο 9 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου Αρ. 158(Ι)/99, το διοικητικό όργανο που αποφασίζει και εκδίδει μια πράξη βασίζεται στο νομοθετικό καθεστώς που ισχύει κατά το χρόνο έκδοσης της, ανεξάρτητα αν αυτό ήταν διαφορετικό στο χρόνο υποβολής της αίτησης. Αν παρέρχεται ο εύλογος χρόνος για την εξέταση της αίτησης, τότε λαμβάνεται υπόψη το καθεστώς που ίσχυε κατά το τέλος της εκπνοής του ευλόγου χρόνου. Κατά την υποβολή εδώ της αίτησης στις 10.5.04, ίσχυε η Δήλωση Πολιτικής, η οποία όμως διαφοροποιήθηκε από το τεθέν σε ισχύ Τοπικό Σχέδιο Αγίας Νάπας στις 10.9.04, δηλαδή, μετά από τέσσερεις μήνες. Τέτοιου είδους αιτήσεις όπως η παρούσα που αφορούν πολεοδομική εξασφάλιση και μάλιστα κατά παρέκκλιση που και οι ίδιοι οι αιτητές μέσω του συνηγόρου τους αναγνωρίζουν ότι είναι η εξαίρεση και όχι ο κανόνας, χρειάζονται χρόνο για να εξεταστούν και διεκπεραιωθούν από τα διάφορα αρμόδια κυβερνητικά τμήματα όπως πολύ ορθά παρατηρούν οι καθ΄ ων στη γραπτή τους αγόρευση. Επομένως, δεν μπορεί να ισχύσει το επιχείρημα των αιτητών ως προς το εύλογο του χρόνου εξέτασης των τριών μηνών που προνοείται από τον Καν. 5(2) των περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Αιτήσεις και Ιεραρχικές Προσφυγές) Κανονισμών του 1990, Κ.Δ.Π. 55/90. Είναι φανερό ότι η εξέταση της αίτησης που ζητούσε παρέκκλιση από τα ισχύοντα δεδομένα, αναμφιβόλως θα έπαιρνε χρόνο μεγαλύτερο των τριών μηνών εφόσον έπρεπε η αίτηση να εξεταστεί από διάφορους παράγοντες, μετέπειτα από το Συμβούλιο Μελέτης Παρεκκλίσεων και τελικά από το Υπουργικό Συμβούλιο. Άλλωστε και ο ίδιος ο προαναφερθείς Κανονισμός, δεν περιορίζει το εύλογο του χρόνου αυστηρά στους τρεις μήνες, αλλά προνοεί ότι η προθεσμία μπορεί να είναι και μεγαλύτερη ανάλογα με τα δεδομένα ή και την πολυπλοκότητα που χαρακτηρίζει την αίτηση. Έτσι, με οποιαδήποτε θεώρηση η αίτηση εξετάστηκε με βάση το ισχύον δίκαιο κατά την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης, ενώ αναμφίβολα ήταν εύλογη η πάροδος τουλάχιστον τεσσάρων μηνών πριν καταστεί δυνατή η εξέταση της αίτησης. Περαιτέρω, οι αιτητές αντιφατικά εγείρουν τον ισχυρισμό αυτό εφόσον οι ίδιοι προώθησαν στις 26.11.04, μετά δηλαδή τη δημοσίευση του Τοπικού Σχεδίου Αγίας Νάπας, νέα μελέτη προς εξέταση με το νέο δημοσιευμένο αυτό Σχέδιο, θεωρώντας ότι δεν χρειαζόταν πλέον να εξεταστεί η αίτηση τους με βάση τη διαδικασία της παρέκκλισης. Έπεται, ότι ορθά η αίτηση εξετάστηκε με βάση το ισχύον καθεστώς κατά την ημέρα έκδοσης της απόφασης.
Κατά τα υπόλοιπα, οι αιτητές διατείνονται ότι η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου είναι αναιτιολόγητη διότι απλώς προσυπέγραψε στην ουσία την εισήγηση του Υπουργείου Εσωτερικών με βάση τη μελέτη του Συμβουλίου Μελέτης Παρεκκλίσεων, χωρίς το τελευταίο να αιτιολογήσει για ποιο λόγο σύστησε την απόρριψη της αίτησης, όταν ο Δήμος Αγίας Νάπας ήταν υπέρ του αιτήματος, ενώ ο Διευθυντής του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως είχε συστήσει τη μερική έγκριση υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Περαιτέρω, παρόλον που η Πυροσβεστική είχε εισηγηθεί την απόρριψη εν τούτοις είχε καταγράψει τη θέση ότι ήταν έτοιμη να εγκρίνει διόρθωση των σχεδίων από τους πολεοδόμους μελετητές των αιτητών σύμφωνα με τις υποδείξεις της, για να μπορέσει η αίτηση να εγκριθεί. Ως εκ των απόψεων των διάφορων φορέων που ήταν αντίθετες μεταξύ τους, ορισμένες δε ήταν και ευνοϊκές, το Συμβούλιο Μελέτης Παρεκκλίσεων θα έπρεπε να περιείχε αιτιολογία που να ήταν πλήρης ιδιαίτερα υπό το φως των αντίθετων απόψεων που εκφράστηκαν.
Οι πιο πάνω θέσεις δεν κρίνονται ορθές για τους ακόλουθους λόγους. Κατ΄ αρχάς, όπως εύστοχα υποδεικνύει η δικηγόρος των καθ΄ ων, η παρέκκλιση στη χορήγηση πολεοδομικής άδειας αποτελεί την εξαίρεση στον κανόνα και εφόσον πρόκειται για εξαιρετικό μέτρο δεν χρειάζεται τεκμηρίωση και αιτιολόγηση της απόρριψης, όπως θα χρειαζόταν η χορήγηση της άδειας κατ΄ παρέκκλιση, η οποία τότε θα έπρεπε να τεκμηριωθεί ανάλογα. Η σχετική νομοθετική πρόνοια του άρθρου 26 του περί Χωροταξίας και Πολεοδομίας Νόμου αρ. 90/72, προβλέπει ότι το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται κατά παρέκκλιση σχεδίου ανάπτυξης να χορηγεί πολεοδομική άδεια «….. σε έκτακτες και δικαιολογημένες προς το δημόσιο συμφέρον περιπτώσεις ……». Είναι δυνατή επίσης η χορήγηση σε άλλες ειδικές περιπτώσεις που κανονίζονται με κανονισμούς όπως είναι οι εκδοθέντες στην περίπτωση Κανονισμοί. Ο Καν. 19(1) των Κανονισμών, προνοεί ακριβώς για την τεκμηρίωση και αιτιολόγηση της χορήγησης άδειας κατά παρέκκλιση στις περιπτώσεις των υποπαρ. (α)-(ιβ), το δε εδάφιο (2) του Κανονισμού, περιέχει τη γενική ρήτρα ότι δεν χορηγείται πολεοδομική άδεια για σκοπούς ανάπτυξης κατά παρέκκλιση η οποία επηρεάζει τη γενική στρατηγική του ισχύοντος σχεδίου ανάπτυξης.
Στην υπόθεση Βέρα Κωνσταντίνου Νεοφύτου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 164/98, ημερ. 26.2.99, κρίθηκε ότι η Υπουργική Επιτροπή δεν έχει την υποχρέωση να αιτιολογήσει γιατί δεν συντρέχουν λόγοι δημοσίου συμφέροντος συνηγορούντες στην κατά παρέκκλιση έγκριση αίτησης. Η υποχρέωση αυτή βαρύνει εκείνες τις υπηρεσίες που τάσσονται υπέρ της έγκρισης. Περαιτέρω, στην Ανδρέας Σιμιλλίδης ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 571/96, ημερ. 6.2.98, αναφέρθηκε ότι δεν υπάρχει «….. έννομη δυνατότητα διεκδίκησης παρέκκλισης από το Τοπικό Σχέδιο», σε ένα αιτητή για λήψη πολεοδομικής άδειας τονίζοντας, μάλιστα, ότι και η εκεί ενδεχόμενη εισήγηση της πολεοδομικής αρχής για παρέκκλιση νομιμοποιείται στην ουσία όταν συντρέχουν οι «έκτακτες και δικαιολογημένες προς το δημόσιο συμφέρον περιπτώσεις» κατά το άρθρο 26 του Νόμου. Η έννοια του «δημοσίου συμφέροντος» έχει επεξηγηθεί και μάλιστα στα πλαίσια του πολεοδομικού σχεδιασμού και του Νόμου, στην υπόθεση Hawaii Hotels Limited v. Δημοκρατίας (αρ. 2) (1995) 4 Α.Α.Δ. 2835. Άλλωστε, η όλη φιλοσοφία που διέπει τη χορήγηση πολεοδομικών αδειών είναι η στοχευμένη και ομοιόμορφη ανάπτυξη με βάση τη γενική στρατηγική του σχεδίου αναπτύξεως και επομένως η κατά παρέκκλιση δυνατότητα χορήγησης πολεοδομικής άδειας αποτελεί όχι απλώς την εξαίρεση, αλλά δείχνει και τη φειδώ με την οποία πρέπει να αντιμετωπίζονται τέτοια αιτήματα από τις αρμόδιες αρχές.
Η όλη εξέταση της αίτησης έγινε ακολουθώντας πλήρως τη σχετική διαδικασία των Κανονισμών και όπως παρουσιάζεται από τα Παραρτήματα στην ένσταση έχουν ληφθεί όλες οι απαραίτητες εκθέσεις που προνοούνται από τον Καν. 15(1) τις οποίες και το Συμβούλιο Μελέτης Παρεκκλίσεων λαμβάνει υπόψη πριν την απόφαση του. Παραμένει όμως πάντοτε δική του η απόφαση χωρίς να υπάρχει ανάγκη αιτιολόγησης των λόγων απόκλισης από τις τυχόν διαφορετικές εισηγήσεις των διαφόρων φορέων. Το Συμβούλιο Μελέτης Παρεκκλίσεων ομόφωνα εδώ εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αφού έλαβε υπόψη όλα τα ενώπιον του στοιχεία και τις σχετικές εκθέσεις των αρμοδίων υπηρεσιών. Από τα πρακτικά που σημειώνονται ως Παράρτημα Β στην ένσταση, προκύπτει ότι κατά τη συνεδρία ημερ. 24.7.07, η εισήγηση για απόρριψη του αιτήματος βασίστηκε στο ότι η ανέγερση πολυκαταστήματος με εμβαδόν πέραν των 500 τ.μ. δεν επιτρεπόταν εφόσον δεν ήταν επιθυμητή τέτοιου είδους ανάπτυξη σε σχέση με τα χαρακτηριστικά και τις ανάγκες του Τοπικού Σχεδίου Αγίας Νάπας. Θεωρήθηκε ότι η πρόνοια αυτή έχει στρατηγική σημασία με ιδιαίτερη αναφορά στην παρ. 11.4.6 του Τοπικού Σχεδίου και επομένως έγκριση της αίτησης θα επηρέαζε ουσιωδώς τη γενική στρατηγική του ισχύοντος σχεδίου ανάπτυξης που αντεδείκνειται με βάση τον Καν. 19(2), που αναφέρθηκε προηγουμένως. Πρόσθετα, έγκριση της αίτησης θα δημιουργούσε κακό προηγούμενο με την υλοποίηση αυθαίρετων αναπτύξεων και προσδοκία για εκ των υστέρων έγκριση τους. Υπενθυμίζεται, ότι με βάση την ολότητα των δεδομένων υπήρχε ήδη υφιστάμενη ανάπτυξη πολυκαταστήματος η οποία ήταν αυθαίρετη εφόσον η αρχική αίτηση προς αυτή την κατεύθυνση είχε απορριφθεί. Έτσι, δεν ευσταθεί το επιχείρημα ότι επειδή υφίστατο κάποια ανάπτυξη που δεν δημιουργούσε προβλήματα (κατά την εισήγηση της έκθεσης του Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, Παράρτημα IV στην ένσταση, παρ. 8(8), αυτό βοηθούσε στην αποδοχή της αίτησης, εφόσον ήταν εν πάση περιπτώσει παράνομο, και θα έπρεπε ακόμη και με τη θέση του Διευθυντή, να περιοριστεί στο επιτρεπόμενο μέγεθος.
Το Συμβούλιο Μελέτης Παρεκκλίσεων στην προαναφερθείσα συνεδρία του είχε ενώπιον του, όπως προκύπτει από το Παράρτημα VI, εκτενές σημείωμα ημερ. 19.6.07 ως προς την αίτηση στο οποίο καταγράφονταν όλες οι σχετικές παρεκκλίσεις από τις πρόνοιες του Τοπικού Σχεδίου Αγίας Νάπας, καθώς και η μελέτη από κάθε αρμόδια υπηρεσία με την εισήγηση εκάστης. Έτσι καταγράφηκε και ήταν ενώπιον του Συμβουλίου Μελέτης Παρεκκλίσεων, τόσο η συνιστώμενη απόρριψη από το Διευθυντή Πυροσβεστικής Υπηρεσίας ημερ. 8.2.05, η συνιστώμενη έγκριση από το Δήμο Αγίας Νάπας με τις επιστολές της ημερ. 20.12.04 και 7.9.05, η συνιστώμενη μερική έγκριση υπό προϋποθέσεις από το Διευθυντή Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως με ημερ. 6.11.06 και η συνιστώμενη απόρριψη από την Πολεοδομική Αρχή, στις αντίστοιχες εκθέσεις της ημερ. 2.6.05, 11.8.05, 13.6.06 και 18.9.06. Πέραν των πιο πάνω υπήρχε καταγραφή όλου του ιστορικού και σύνοψη των θέσεων εκάστης αρμοδίας αρχής που συνιστούσε είτε την έγκριση είτε την απόρριψη. Οι επιμέρους εκθέσεις εκάστης υπηρεσίας βρίσκονται στο φάκελο και είναι συνημμένες ως Τεκμήρια Ι, ΙΙ και IV.
Από όλα τα πιο πάνω προκύπτει ότι, πέραν του γεγονότος ότι με βάση την προεξάρχουσα αρχή δεν χρειάζεται αιτιολόγηση της άρνησης να χορηγηθεί παρέκκλιση, είναι πρόσθετα φανερό ότι το αποφασιστικό όργανο με βάση τον Καν. 15(1) είναι αυτό του Συμβουλίου Μελέτης Παρεκκλίσεων, το οποίο απλώς λαμβάνει εκθέσεις σε σχέση με τα γεγονότα και τα στοιχεία μιας αίτησης για παρέκκλιση, αλλά δεν χρειάζεται να αιτιολογήσει την αποδοχή ή μη εκάστης μελέτης της κάθε υπηρεσίας. Άλλωστε, από την απόφαση του Συμβουλίου Μελέτης Παρεκκλίσεων είναι φανερό ότι δεν υιοθετήθηκαν εκείνες οι εκθέσεις που εισηγούνταν την έγκριση. Το ουσιαστικό ζήτημα είναι ότι η περίπτωση δεν ενέπιπτε σε κανένα από τα κριτήρια του Καν. 19(1)(α)-(ιβ) των Κανονισμών, η δε προτεινόμενη ανάπτυξη θεωρήθηκε ότι αντιστρατευόταν ουσιωδώς τη γενικότερη στρατηγική του ισχύοντος σχεδίου ανάπτυξης. Μάλιστα στην επιστολή ημερ. 2.6.05 της Πολεοδομικής Αρχής προς το Υπουργείο Εσωτερικών (Παράρτημα Ι στην ένσταση), διαπιστώνεται το πρόβλημα της παρέκκλισης και του μη συμβατού της αίτησης, τόσο ως προς τη Δήλωση Πολιτικής που ίσχυε προηγουμένως, όσο και προς τις πρόνοιες του Τοπικού Σχεδίου Αγίας Νάπας που τέθηκε μετά σε ισχύ. Δεν προέκυπτε, επομένως, λόγος δημοσίου συμφέροντος κατά παρέκκλιση αποδοχή της αίτησης. Όπως λέχθηκε και στην Σιμιλλίδης – ανωτέρω – είναι το ιδιωτικό συμφέρον των αιτητών που θα εξυπηρετούσε η τυχόν έγκριση.
Επομένως, δεν τίθεται θέμα μη επαρκούς αιτιολόγησης. Όπως είναι νομολογιακά γνωστό, η μορφή, η έκταση και η λεπτομέρεια που τυχόν επιβάλλεται προς αιτιολόγηση, είναι ζήτημα συναρτώμενο με το θέμα στο οποίο αφορά η διοικητική πράξη. Απόφαση Υπουργικού Συμβουλίου θεωρείται ως επαρκώς αιτιολογημένη, εφόσον υιοθετεί την πρόταση του αρμοδίου οργάνου, ιδιαίτερα όπου δεν απαιτείται εκ του Νόμου ή τους Κανονισμούς ρητή αιτιολογία. (Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1988) 3 Α.Α.Δ. 91 και Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 589). Εδώ, ο Καν. 17(1) απλώς προνοεί περί της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου χωρίς ρητή ή ειδική αιτιολογία. Τέτοια αιτιολογία επιβάλλεται στην περίπτωση που το Υπουργικό Συμβούλιο, σύμφωνα με τον Καν. 17(2), διαφωνεί με το Συμβούλιο Μελέτης Παρεκκλίσεων, οπότε και αναπέμπει σ΄ αυτό το ζήτημα καταγράφοντας τους λόγους διαφωνίας.
Παραμένει το θέμα της κατ΄ ισχυρισμόν διάκρισης ενόψει της κατά παρέκκλιση και πάλι, έγκριση πολεοδομικής άδειας στην εταιρεία Koani Estates Co. Ltd. Κατ΄ αρχάς δεν είναι νοητό να συγκρίνονται καταστάσεις που είναι εν πάση περιπτώσει κατά παρέκκλλιση. Δεν μπορεί να γίνεται λόγος για ανισότητα όταν συγκρίνονται καταστάσεις που έχουν διαφορετικά δεδομένα και που οδηγούν για πλειάδα λόγων σε έγκριση μεν της αίτησης αλλά πάντοτε κατ΄ εξαίρεση. Με άλλα λόγια, το δικαίωμα στην προώθηση ενός αιτήματος και της μεταχείρισης του κατά ισότιμο τρόπο υπάρχει στη διεκδίκηση από τον διοικούμενο μιας ευνοϊκής προς αυτόν απόφασης εντός των γενικώς επιτρεπόμενων από το νόμο εξέτασης αιτήσεων που εμπίπτουν στη γενικότερη κατηγοριοποίηση των θεσμικών επιδιώξεων. Όχι όμως και στις κατ΄ εξαίρεση του γενικού κανόνα επιδιώξεις όταν, δηλαδή, επιδιώκεται η νόμιμη μεν, αλλά κατά παρέκκλιση του ισχύοντος γενικότερου κανόνα, χορήγηση άδειας. Το περιθώριο εδώ για ορθή σύγκριση καταστάσεων είναι σαφώς μειωμένο, εφόσον κατ΄ εξαίρεση έχει δοθεί η άδεια.
Πέραν των πιο πάνω, η σύγκριση των δύο περιπτώσεων δεν βοηθά τους αιτητές. Παρά τα όσα ο Δήμος Αγίας Νάπας αναφέρει στο Παράρτημα ΙΙ της ένστασης, σελ. 2, παρ. 3(ii), και τα συνοδευτικά σ΄ αυτό έγγραφα, του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως ημερ. 10.4.02, κ.α., στο Παράρτημα IV, σελ. 4, παρ. 12, το ίδιο Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως στην επιστολή του ημερ. 6.11.02 προς τον Πρόεδρο του Συμβουλίου Μελέτης Παρεκκλίσεως, διαφοροποιεί την περίπτωση της Koani και αναφέρει τα σχετικά διαφοροποιητικά στοιχεία. Προβάλλει το γεγονός ότι η αίτηση εκείνη αφορούσε καταστήματα, εστιατόριο και κατοικία όταν ήταν σε ισχύ η Δήλωση Πολιτικής, αλλά κυρίως το γεγονός ότι ο Υπουργός Εσωτερικών, ασκώντας τις εξουσίες του, με βάση του Κεφ. 96, είχε εγκρίνει την άδεια οικοδομής, για την οποία όμως δεν έγινε κατορθωτή η χορήγηση της. Περαιτέρω, με τη δημοσίευση του Τοπικού Σχεδίου Αγίας Νάπας, η ανάπτυξη αυτή εντάχθηκε στον Άξονα Δραστηριότητας Κατηγορίας ΙΙ. Τα δεδομένα αυτά διαφέρουν τα μέγιστα από αυτά της επιδιωκόμενης ανάπτυξης των αιτητών. Αυτό καθίσταται φανερό από την αντιπαράθεση των στοιχείων της επίδικης αίτησης, όπως παρουσιάζονται στο Παράρτημα Ι. Ακόμη είναι φανερό και από το Παράρτημα IV, σελ. 3 παρ. 9, ότι ο Διευθυντής του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, μόνο υπό όρους ήταν που τέθηκε ευνοϊκά υπέρ της χορήγησης άδειας, όροι που προϋπέθεταν την τροποποίηση των σχεδίων, τον περιορισμό της ανάπτυξης από πλευράς μεγέθους, την χρήση της για ορισμένους σκοπούς και την κατάταξη της σε Άξονα Δραστηριότητας Κατηγορίας ΙΙ.
Επομένως, οι δύο αιτήσεις έχουν ανόμοια χαρακτηριστικά, βρίσκονται σε απόσταση 1½ χιλιόμετρου το ένα από το άλλο, και είχαν όχι μόνο διαφορετικές στοχεύσεις, αλλά και εντελώς διαφορετικό ιστορικό. Δεν προκύπτει επομένως ανισότητα στην άσκηση της ευχέρειας της διοίκησης. Όπως αναφέρεται και στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959 σελ. 182, η διοίκηση οφείλει να χρησιμοποιεί το ίδιο μέτρο κρίσης όταν πρόκειται για αιτήσεις «ταυτοχρόνως υποβαλλόμεναι και βάσιν έχουσαι τα αυτά πραγματικά περιστατικά …..», αλλά όταν «…. δεν υφίσταται το στοιχείον της ταυτότητας των περιπτώσεων, ή οσάκις είναι διάφοροι οι όροι κρίσεως ….. ή οσάκις εις τας ενώπιον της Διοικήσεως περιπτώσεις δεν συντρέχει η αυτή πραγματική κατάστασις, …. δεν υπάρχει κακή χρήσις διακριτικής εξουσίας». Άλλωστε, εφόσον οι δύο αιτήσεις έχουν πολεοδομικά χαρακτηριστικά τα οποία παραπέμπουν σε τεχνικά θέματα πολεοδομίας και οικήσεως, η σύγκριση των δύο αιτήσεων εμποτίζεται αναγκαστικά και διαπερνάται από πλείστα όσα τεχνικά στοιχεία τα οποία παραμένουν ανέλεγκτα από το αναθεωρητικό Δικαστήριο. (δέστε Ε. Φιλίππου Λτδ ν. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 389, Πιερίδης ν. Δημοκρατίας (αρ. 2) (2007) 3 Α.Α.Δ. 543 και Pamela Edward Storey v. Δημοκρατίας, Α.Ε. 3878, ημερ. 14.2.08). Στην απόφαση της Ολομέλειας στην Ειρήνη Κουτσού ν. Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού (2001) 3 Α.Α.Δ. 311 το ανέλεγκτο της κρίσης της διοίκησης επιβεβαιώθηκε ακριβώς με αναφορά στη μελέτη σχεδίων και κτιριακών εγκαταστάσεων στα πλαίσια αίτησης για κατάταξη διαμερισμάτων ούτως ώστε να εξασφαλιστεί άδεια λειτουργίας.
Η προσφυγή για όλους τους πιο πάνω λόγους, απορρίπτεται με €1.200 έξοδα εναντίον των αιτητών και υπέρ των καθ΄ ων.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο