ΣΑΒΒΑΣ ΒΡΑΧΙΜΗΣ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 661/2007, 19 Ιουνίου 2009

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 661/2007)

 

 

19 Ιουνίου, 2009

 

[ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στής]

 

 

ΣΑΒΒΑΣ ΒΡΑΧΙΜΗΣ,

 

Αιτητής,

 

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

 

Καθ’ ων η αίτηση.

 

 

Α. Κωνσταντίνου, για τον Αιτητή.

 

Λ. Λάμπρου-Ουστά, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ’ων η αίτηση.

 

Π. Σιακαλλής για Παπαχαραλάμπους & Αγγελίδη, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Ο Σάββας Βραχίμης (αιτητής) αμφισβητεί τη νομιμότητα της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (Ε.Δ.Υ.), με την οποία επελέγη η Χρυστάλλα Μαλλούππα (ενδιαφερόμενο μέρος) για προαγωγή στη θέση Πρώτου Εκτελεστικού Μηχανικού στο Τμήμα Δημοσίων Έργων.

 

 

 

 

 

 

 

 

(α) Τα γεγονότα.

Για την πλήρωση της θέσης του Πρώτου Εκτελεστικού Μηχανικού, η οποία είναι θέση Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής, η Ε.Δ.Υ. τροχιοδρόμησε τη διαδικασία παραπέμποντας τις επτά αιτήσεις υποψηφίων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονταν ο αιτητής και το ενδιαφερόμενο μέρος, στην αρμόδια Συμβουλευτική Επιτροπή. Η τελευταία διενήργησε προφορική εξέταση και βαθμολόγησε το ενδιαφερόμενο μέρος ως “εξαίρετη” και τον αιτητή ως “σχεδόν εξαίρετο”. Η Συμβουλευτική Επιτροπή αφού αξιολόγησε στη συνέχεια όλα τα στοιχεία των υποψηφίων, κατέληξε στη σύσταση τεσσάρων από αυτούς στην Ε.Δ.Υ., μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονταν ο αιτητής και το ενδιαφερόμενο μέρος. Η Ε.Δ.Υ. αφού μελέτησε την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής σημείωσε ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη το πλεονέκτημα του αιτητή του μεταπτυχιακού προσόντος σε θέματα σχετιζόμενα με τις δραστηριότητες του Τμήματος κατά την τελική της αξιολόγηση και ότι το ζήτημα αυτό θα αντιμετωπιζόταν με ιδιαίτερη προσοχή κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση. Στην επόμενη συνεδρία της η Ε.Δ.Υ. δέχθηκε τους υποψηφίους σε ατομική προφορική εξέταση στην παρουσία και του Αναπληρωτή Διευθυντή του Τμήματος Δημοσίων Έργων, ο οποίος σύστησε το ενδιαφερόμενο μέρος. Ακολούθως η Ε.Δ.Υ., αφού αξιολόγησε την απόδοση των υποψηφίων, χαρακτηρίζοντας τον αιτητή ως “πάρα πολύ καλό” και το ενδιαφερόμενο μέρος ως “εξαίρετη” και αφού έλαβε υπόψη όλα τα στοιχεία περιλαμβανομένης και της έκθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής, κατέληξε στην επιλογή του ενδιαφερόμενου μέρους με το αιτιολογικό ότι η επιλεγείσα βαθμολογήθηκε σε ψηλότερο επίπεδο στην προφορική εξέταση της Ε.Δ.Υ. και της Συμβουλευτικής Επιτροπής, γεγονός που αποτελούσε “ισχυρό αντιστάθμισμα του πλεονεκτήματος του αιτητή και γιατί ήταν αρχαιότερη, διέθετε τη σύσταση και δεν υστερούσε στις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις”.

 

Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής ζητά την ακύρωση της πιο πάνω απόφασης ισχυριζόμενος ότι, η έκθεση και η τελική αξιολόγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής είναι πεπλανημένη και άκυρη γιατί δεν υπολόγισε το πλεονέκτημα του αιτητή, γιατί η σύσταση του Αναπληρωτή Διευθυντή συγκρούεται με τα στοιχεία των φακέλων και είναι αναιτιολόγητη, γιατί υπάρχει πλάνη της Ε.Δ.Υ. ως προς τη διαφορά στην προφορική εξέταση μεταξύ των δύο διαδίκων και γιατί η Ε.Δ.Υ. παραγνώρισε το πλεονέκτημα που κατείχε ο αιτητής χωρίς να δώσει την απαιτούμενη ειδική αιτιολογία.

 

(β) Οι λόγοι της προσφυγής.

Σύμφωνα με την παράγραφο (5) των απαιτούμενων προσόντων του σχεδίου υπηρεσίας, “Μεταπτυχιακόν προσόν εις θέματα σχετιζόμενα με τας δραστηριότητας του Τμήματος θα αποτελή πλεονέκτημα”. Ο αιτητής κατέχει το μεταπτυχιακό προσόν M.Sc. in Engineering Rock Mechanics (Imperial College of Science and Technics 1984-1985), το οποίο κρίθηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή ότι ήταν σχετικό με τις δραστηριότητες του Τμήματος και ότι αποτελούσε πλεονέκτημα. Όμως ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή εισηγείται ότι το πιο πάνω πλεονέκτημα αγνοήθηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή κατά την τελική αξιολόγηση, αλλά και στη συνέχεια από την Ε.Δ.Υ., παρά το ότι η Ε.Δ.Υ. προέβη στη σχετική επισήμανση, με αποτέλεσμα η απλή αναφορά στην καλύτερη επίδοση του ενδιαφερόμενου μέρους στην προφορική εξέταση να μην συνιστά την απαιτούμενη ειδική αιτιολογία για τον παραγκωνισμό του.

 

Η εικόνα που προκύπτει από τα στοιχεία των φακέλων είναι ότι ο αιτητής ήταν ισοδύναμος με το ενδιαφερόμενο μέρος στη βαθμολογημένη αξία, αφού και οι δύο είχαν αξιολογηθεί ως “εξαίρετοι” σε όλα τα κριτήρια των υπηρεσιακών εκθέσεων για την περίοδο 2001-2005. Το ενδιαφερόμενο μέρος είχε ένα προβάδισμα αρχαιότητας στη θέση Ανώτερου Εκτελεστικού Μηχανικού κατά ένα χρόνο περίπου, όμως ο αιτητής υπερείχε στα προσόντα λόγω της κατοχής του πλεονεκτήματος. Η Συμβουλευτική Επιτροπή, ενώ διαπίστωσε την κατοχή του πλεονεκτήματος, δεν φαίνεται να έδωσε σε αυτό οποιαδήποτε βαρύτητα διατηρώντας στην τελική της αξιολόγηση το χαρακτηρισμό “σχεδόν εξαίρετος” όπως είχε προκύψει από την προφορική εξέταση. Το ενδιαφερόμενο μέρος που δεν διέθετε το πλεονέκτημα αξιολογήθηκε ως “εξαίρετη” στην τελική βαθμολογία της Συμβουλευτικής Επιτροπής με βάση προφανώς την καλύτερη απόδοση της στην προφορική εξέταση.

 

Στη συνέχεια η Ε.Δ.Υ., παρόλο που εντόπισε ότι ουσιαστικά δεν λήφθηκε υπόψη το πλεονέκτημα από τη Συμβουλευτική Επιτροπή επισημαίνοντας ότι “η τελική αξιολόγηση των υποψηφίων δεν διαφοροποιείται από την αξιολόγηση τους στην προφορική εξέταση άσχετα εάν έχουν το πλεονέκτημα ή όχι”, περιέλαβε την ελλιπή έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής μεταξύ των στοιχείων που “έλαβε δεόντως υπόψη” και επέλεξε το ενδιαφερόμενο μέρος με το πιο κάτω αιτιολογικό:

 

“Η Επιτροπή, καταλήγοντας στην πιο πάνω απόφασή της, δεν παρέλειψε να σημειώσει ότι ο Βραχίμης Σάββας και ο Ζαπίτης Σωκράτης διαθέτουν το πλεονέκτημα της υπό πλήρωση θέσης, αφού ο μεν Βραχίμης κατέχει M.Sc. in Engineering Rock Mechanics ο δε Ζαπίτης M.Sc. in Concrete Structures. Επιπλέον, ο Ζαπίτης διαθέτει και πρόσθετο προσόν (M.Sc. in Public Sector Management, C.I.I.M.), το οποίο, αν και δεν απαιτείται από το Σχέδιο Υπηρεσίας, εντούτοις είναι σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης και, ως εκ τούτου του αποδόθηκε η ανάλογη βαρύτητα. Ωστόσο, έκρινε ότι τα στοιχεία αυτά από μόνα τους δεν μπορούν να υπερακοντίσουν τη γενική υπεροχή της Μαλλούππα, όπως αυτή αναφέρθηκε πιο πάνω, δεδομένου ότι ο μεν Βραχίμης έχει αξιολογηθεί από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, στην τελική της αξιολόγηση, ως Σχεδόν εξαίρετος και από την ίδια την Επιτροπή, στην ενώπιόν της προφορική εξέταση, ως Πάρα πολύ καλός, σε χαμηλότερο δηλαδή επίπεδο και στις δύο περιπτώσεις ο δε Ζαπίτης έχει αξιολογηθεί από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, στην τελική της αξιολόγηση, ως Σχεδόν πάρα πολύ καλός και από την ίδια την Επιτροπή, στην ενώπιόν της προφορική εξέταση, ως Πολύ καλός, σε χαμηλότερο επίσης επίπεδο, και στις δύο περιπτώσεις υστερούν της επιλεγείσας σε αρχαιότητα, δεν υπερέχουν σε αξία και, επιπλέον, δεν διαθέτουν τη σύσταση του Αν. Διευθυντή.”

 

 

Από τα πιο πάνω προκύπτουν δύο βασικά συμπεράσματα που οδηγούν στην ακυρότητα της επίδικης απόφασης. Το πρώτο αφορά την απουσία δέουσας αξιολόγησης από τη Συμβουλευτική Επιτροπή του μεταπτυχιακού προσόντος του αιτητή, το οποίο αποτελούσε σχετικό και ουσιώδη παράγοντα που θα έπρεπε να εξεταστεί και να διερευνηθεί δεόντως, με αποτέλεσμα η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής να είναι αναιτιολόγητη. Το δεύτερο αφορά την αιτιολογία που επέλεξε η Ε.Δ.Υ. ως αντιστάθμισμα του πλεονεκτήματος. Όπως έχει νομολογηθεί, η καλύτερη απόδοση στη συνέντευξη δεν εκτοπίζει την κατοχή του πλεονεκτήματος από το διεκδικητή μιας θέσης και δεν αποτελεί εξειδίκευση των λόγων που αντισταθμίζουν το πλεονέκτημα. Όπως έχει τονιστεί στην απόφαση της Ολομέλειας στη Φιλίππου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 1, στην οποία κρίθηκε ότι η καλύτερη απόδοση στην προφορική εξέταση δεν συνιστά εξειδίκευση των λόγων που αντισταθμίζουν το πλεονέκτημα,

 

“Αφετηρία της – σχετικής αρχής – ήταν η υπόθεση Τουρπέκη ν. Δημοκρατίας (1973) 3 Α.Α.Δ. 592, η οποία – έκτοτε – έχει υιοθετηθεί από μεγάλη σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Στη Χατζηγιάννη κ.α. ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 317 (απόφαση της Ολομέλειας) υποδεικνύεται ότι η αρχή είναι πως όταν το διορίζον όργανο αποφασίσει να επιλέξει υποψήφιο που δεν έχει το πρόσθετον προσόν, πρέπει να δώσει πειστικούς λόγους ή ειδική αιτιολογία γιαυτή του την απόφαση. Οι λόγοι δε αυτοί πρέπει να εμφαίνονται στην αιτιολογία της απόφασης της Επιτροπής. Δεν μπορεί να συναχθούν από τα πρακτικά της Επιτροπής. Στην Δημοκρατία κ.α. ν. Υψαρίδη κ.α. (Αρ. 2) (1993) 3 Α.Α.Δ. 347 (απόφαση της Ολομέλειας) επισημαίνεται ότι η ειδική αιτιολόγηση σκοπεί στην εξειδίκευση των λόγων που αντισταθμίζουν το πλεονέκτημα που παρέχει το πρόσθετο προσόν για την εκτέλεση των καθηκόντων της πληρούμενης θέσης.”

 

 

(Βλ. επίσης Χατζηβασιλείου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή 1361/2000 της 29/10/2001 και Ζωή Αντωνίου κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή 806/99, της 22/6/2000, στην οποίαν η βαθμολογική διαφορά της προφορικής συνέντευξης που προβλήθηκε ως αιτιολογία ήταν μεγάλη). Στην παρούσα περίπτωση η ειδική αιτιολογία που έδωσε η Ε.Δ.Υ. για την καλύτερη απόδοση στην προφορική εξέταση καθώς και η μη αιτιολογημένη σύσταση του Αν. Διευθυντή, κρίνονται ότι δεν αποτελούν πειστικούς και επαρκείς λόγους για την παραγνώριση του πλεονεκτήματος.

 

Η προσφυγή επιτυγχάνει. Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται με €1.700 έξοδα, συν Φ.Π.Α., σε βάρος των καθ’ων η αίτηση.

 

 

                                                                   Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο