ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΕΑΡΧΟΥ κ.α ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 1372/2007, 6 Ιουλίου 2009

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 1372/2007)

 

 

6 Ιουλίου, 2009

 

[ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στής]

 

 

                                       1. ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΕΑΡΧΟΥ,

                                       2. ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,

                                       3. ΙΩΑΝΝΗΣ ΞΥΝΑΡΗΣ,

4. ΜΥΡΟΦΟΡΑ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ,

 

Αιτητές,

 

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

 

Καθ’ ων η αίτηση.

 

 

Α.Σ. Αγγελίδης, για τους Αιτητές.

 

Ελ. Λοϊζίδου, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ’ων η αίτηση.

 

Π. Λεωνίδου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 6.

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Οι Γιώργος Νεάρχου, Ελευθερία Δημητρίου, Ιωάννης Ξυναρής και Μυροφόρα Ευσταθίου (αιτητές) προσβάλλουν την απόφαση της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (Ε.Ε.Υ.) της 28/6/2007, με την οποία προάχθηκαν στη θέση Βοηθού Διευθυντή Σχολείων Μέσης Γενικής Εκπαίδευσης (Φυσικής Αγωγής) οι Λούκας Ιεροδιακόνου, Κύπρος Γρηγορίου, Στυλιανός Στυλιανού, Σάββας Χατζηκυριάκου, Σωτήρης Φλουρής και Παύλος Μιχαηλίδης (ενδιαφερόμενα μέρη). Επειδή δεν κατέστη δυνατή η επίδοση της αίτησης, η προσφυγή εναντίον του Σ. Χατζηκυριάκου αποσύρθηκε στις 6/6/2008.

 

(α) Τα γεγονότα και οι λόγοι της προσφυγής.

Η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (ή Ε.Ε.Υ.) αποφάσισε την προκήρυξη με δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας 194 θέσεων Βοηθού Διευθυντή Σχολείων Μέσης Γενικής Εκπαίδευσης, μεταξύ των οποίων και 13 θέσεις για την ειδικότητα της Φυσικής Αγωγής. Οι 43 αιτήσεις που υποβλήθηκαν για τη Φυσική Αγωγή εξετάστηκαν από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, η οποία μετά από τη μελέτη των προσωπικών φακέλων και των υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων προέβη σε αριθμητική αποτίμηση της αρχαιότητας και της αξίας των υποψηφίων, σύμφωνα με το άρθρο 35 Β (4) (α) και (γ) των περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμων. Ακολούθως η Συμβουλευτική Επιτροπή εξέτασε τα προσόντα των υποψηφίων (άρθρο 35 Β (4)(β) του Νόμου) και αφού έκρινε ότι 15 υποψήφιοι, οι οποίοι με βάση το σύνολο των μονάδων της αρχαιότητας και της αξίας περιλαμβάνονταν στον πίνακα προτεινομένων για προαγωγή και διέθεταν επιπρόσθετα προσόντα, παραχώρησε σε αυτούς από μία μέχρι τρεις μονάδες. Με βάση την πιο πάνω αριθμητική αποτίμηση η Συμβουλευτική Επιτροπή κατάρτισε τον κατάλογο των προτεινομένων για προαγωγή. Ο κατάλογος περιλάμβανε τους αιτητές και τα ενδιαφερόμενα μέρη και η συνολική βαθμολογία των διαδίκων που προέκυψε ήταν η εξής:  Ιωάννης Ξυναρής (αιτητής) 211.80, Μυροφόρα Ευσταθίου (αιτήτρια) 211.77, Ελευθερία Δημητρίου (αιτήτρια) 210.88, Γιώργος Νεάρχου (αιτητής) 210.82, Στυλιανός Στυλιανού (ενδιαφερόμενο μέρος) 210.48, Παύλος Μιχαηλίδης (ενδιαφερόμενο μέρος) 210.43, Κύπρος Γρηγορίου (ενδιαφερόμενο μέρος) 210.15, Λούκας Ιεροδιακόνου (ενδιαφερόμενο μέρος) 209.88 και Σωτήρης Φλουρής (ενδιαφερόμενο μέρος) 209.33.

 

Ακολούθως η Ε.Ε.Υ. εξέτασε τον κατάλογο της Συμβουλευτικής Επιτροπής και τις 16 ενστάσεις που είχαν υποβληθεί για αναθεώρηση του καταλόγου και κατάρτισε τον τελικό κατάλογο των υποψηφίων. Ως αποτέλεσμα της εξέτασης των ενστάσεων ο τελικός κατάλογος διαφοροποιήθηκε σε σχέση με τα ενδιαφερόμενα μέρη Λ. Ιεροδιακόνου, του οποίου οι μονάδες αυξήθηκαν σε 211.13 και Κ. Γρηγορίου, του οποίου το σύνολο μονάδων μειώθηκε σε 209.98. Αναφορικά με τα υπόλοιπα ενδιαφερόμενα μέρη και τους αιτητές, ο τελικός κατάλογος παρέμεινε όπως είχε διαμορφωθεί από τη Συμβουλευτική Επιτροπή. Στην ίδια συνεδρία η Ε.Ε.Υ. αποφάσισε να καλέσει τους 36 υποψηφίους που περιλήφθηκαν στον τελικό κατάλογο σε προσωπική συνέντευξη και καθόρισε τη βαρύτητα των διαφόρων κριτηρίων που θα λαμβάνονταν υπόψη κατά τη σχετική αξιολόγηση.

 

Οι συνεντεύξεις πραγματοποιήθηκαν στην παρουσία του Επιθεωρητή Α΄ Μέσης Εκπαίδευσης, ο οποίος παρέθεσε τις κρίσεις του για την απόδοση των υποψηφίων, παραχωρώντας μονάδες στο κάθε ένα από τα κριτήρια που είχαν τεθεί από την Ε.Ε.Υ. καθώς και σύνολο μονάδων. Ακολούθως η Ε.Ε.Υ. αξιολόγησε την απόδοση των υποψηφίων με βάση τα κριτήρια που καθορίζονται στο άρθρο 35 Β (10)(β) του Νόμου. Ο γενικός χαρακτηρισμός και η βαθμολογία που δόθηκε στους αιτητές και στα ενδιαφερόμενα μέρη ήταν ο πιο κάτω:

 

       Γ. Νεάρχου (αιτητής)            :           Μέτρια (1.00)

       Ε. Δημητρίου (αιτήτρια)       :           Μέτρια (1.00)

       Ι. Ξυναρής (αιτητής)             :           “Σχεδόν μέτρια (0.50)”

       Μ. Ευσταθίου (αιτήτρια)      :           “Σχεδόν μέτρια (0.50)”

       Λ. Ιεροδιακόνου (Ε.Μ.)        :           “Σχεδόν πολύ καλά (2.50)”

       Κ. Γρηγορίου (Ε.Μ.)             :           “Σχεδόν πάρα πολύ καλά (3.50)”

       Σ. Στυλιανού (Ε.Μ.)              :           “Πολύ καλά (3.00)”

       Σ. Φλουρής (Ε.Μ.)                :           “Σχεδόν πάρα πολύ καλά (3.50)”

       Π. Μιχαηλίδης (Ε.Μ.)           :           “Σχεδόν πάρα πολύ καλά (3.50)”

 

 

Στη συνέχεια η Ε.Ε.Υ., αφού έλαβε υπόψη τις μονάδες του τελικού καταλόγου και τις μονάδες αξιολόγησης των συνεντεύξεων, προέβη σε συνολική αξιολόγηση και διαμόρφωσε το σύνολο των μονάδων για κάθε υποψήφιο. Με βάση την τελική αξιολόγηση η κατάταξη των αιτητών και των ενδιαφερόμενων μερών στο σχετικό κατάλογο ήταν η ακόλουθη:

 

 

 

                                                                     Σύνολο Μονάδων   Θέση Κατάταξης

 

       Π. Μιχαηλίδης           (Ε.Μ.)                          213.48                        3ος

       Λ. Ιεροδιακόνου        (Ε.Μ.)                          213.63                        6ος

       Κ. Γρηγορίου             (Ε.Μ.)                          213.48                        8ος

       Σ. Στυλιανού              (Ε.Μ.)                          213.48                        9ος

       Σ. Φλουρής               (Ε.Μ.)                          212.83                        13ος

       Ι. Ξυναρής                  (Αιτητής)                    212.30                        15ος

          Μ. Ευσταθίου            (Αιτήτρια)                   212.27                        16η

          Ε. Δημητρίου             (Αιτήτρια)                   211.88                        18η

          Γ. Νεάρχου                (Αιτητής)                    211.82                        21ος

 

 

Με βάση τον πιο πάνω κατάλογο η Ε.Ε.Υ. αποφάσισε την προαγωγή των 13 υποψηφίων που συγκέντρωσαν τις περισσότερες μονάδες, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονταν τα ενδιαφερόμενα μέρη.

 

Οι αιτητές ζητούν την ακύρωση της πιο πάνω απόφασης γιατί,

 

(i)                 Η Συμβουλευτική Επιτροπή δεν καταρτίστηκε νόμιμα,

 

(ii)               Η Ε.Ε.Υ. τροποποίησε παράνομα τις μονάδες των υποψηφίων,

 

(iii)             Η Ε.Ε.Υ. καθόρισε αυθαίρετα ή εξωνομικά τα κριτήρια των συνεντεύξεων και τη βαρύτητά τους,

 

(iv)             Η αξιολόγηση των συνεντεύξεων από τον Επιθεωρητή Α΄ Μέσης Εκπαίδευσης ήταν αναιτιολόγητη και γιατί,

 

(v)               Δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στις συνεντεύξεις, με αποτέλεσμα να παραγκωνιστεί η υπεροχή των αιτητών στα αντικειμενικά στοιχεία κρίσης.

 

 

 

 

 

 

 

 

(β) Οι λόγοι της προσφυγής.

 

(i) Η νομιμότητα της Συμβουλευτικής Επιτροπής.

 

Οι αιτητές εισηγούνται ότι δεν έχει παρουσιαστεί το πρακτικό με το οποίο διορίστηκαν τα μέλη της αρμόδιας Συμβουλευτικής Επιτροπής και ότι ούτε από την έκθεση της Συμβουλευτικής προκύπτει η απαραίτητη νόμιμη εξουσιοδότηση για τη σύσταση και λειτουργία της.

 

Ο ισχυρισμός δεν ευσταθεί. Από το “Παράρτημα Α” της ένστασης, στο οποίο παρέπεμψαν οι καθ’ων η αίτηση, φαίνεται ότι ο Αν. Διευθυντής Μέσης Εκπαίδευσης υπέβαλε “Σημείωμα” ημερομηνίας 1/12/2006 προς τη Γενική Διευθύντρια του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, με το οποίο προτείνονταν τα πρόσωπα που θα συμμετείχαν στις διάφορες Συμβουλευτικές Επιτροπές για τις θέσεις που επρόκειτο να πληρωθούν. Οι εισηγήσεις εγκρίθηκαν αυθημερόν. Η σύσταση και λειτουργία των Συμβουλευτικών Επιτροπών διέπεται από το άρθρο 35 Α (2) του Ν. 10/69 (όπως έχει τροποποιηθεί). Προβλέπεται ότι για την πλήρωση της θέσης Βοηθού Διευθυντή η σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής αποφασίζεται από την αρμόδια αρχή, νοουμένου ότι τα μέλη της θα έχουν θέση ψηλότερη από εκείνη η οποία θα πληρωθεί. Για τις επίδικες θέσεις η αρμόδια αρχή ενέκρινε την προτεινόμενη Συμβουλευτική Επιτροπή που θα απαρτιζόταν από τον Πρώτο Λειτουργό Εκπαίδευσης – Γενικό Επιθεωρητή Μέσης Εκπαίδευσης ως Πρόεδρο και από δύο Επιθεωρητές Α΄ ως μέλη. Από τα πιο πάνω έπεται ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή συστάθηκε και λειτούργησε νομότυπα.

 

(ii) Η Ε.Ε.Υ. τροποποίησε παράνομα τις μονάδες των υποψηφίων.

Οι αιτητές ισχυρίζονται ότι η Ε.Ε.Υ. εξέτασε τις ενστάσεις που υποβλήθηκαν και προχώρησε σε αυξομειώσεις των βαθμολογιών των υποψηφίων χωρίς να δώσει στους επηρεαζομένους το δικαίωμα ακρόασης και χωρίς να ζητήσει εξηγήσεις ή νέα έρευνα από τη Συμβουλευτική. Επιπρόσθετα υποβλήθηκε ότι οι διαφοροποιήσεις των μονάδων δεν έχουν αιτιολογηθεί.

 

Οι πιο πάνω εισηγήσεις δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές. Η διαδικασία εξέτασης των ενστάσεων ρυθμίζεται με τις πρόνοιες του άρθρου 35 Β (7) και (8) του Νόμου, σύμφωνα με τις οποίες οι ενστάσεις υποβάλλονται γραπτώς στην Ε.Ε.Υ. μέσα σε προθεσμία 10 ημερών από την ημέρα ανάρτησης του καταλόγου. Στη συνέχεια η Ε.Ε.Υ. “εξετάζει και αποφασίζει ως προς τις ενστάσεις το ταχύτερο δυνατό και στη συνέχεια, αφού εξετάσει τη νομιμότητα του καταλόγου που καταρτίστηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, ανεξάρτητα από το αν έχουν ή όχι υποβληθεί ενστάσεις, καταρτίζει τον τελικό κατάλογο των υποψηφίων”. Από τις πιο πάνω πρόνοιες δεν προκύπτει υποχρέωση της Ε.Ε.Υ. να καλέσει τους επηρεαζόμενους σε ακρόαση επί των ενστάσεων, ούτε να ζητήσει νέα έρευνα των εγειρόμενων με τις ενστάσεις θεμάτων, από τη Συμβουλευτική Επιτροπή. Η εξέταση και απόφαση των ενστάσεων αποτελεί αποκλειστική αρμοδιότητα της Ε.Ε.Υ., η οποία στην παρούσα περίπτωση έχει αιτιολογήσει πλήρως στα σχετικά πρακτικά τις αποφάσεις της αναφορικά με τις ενστάσεις και τις διαφοροποιήσεις των μονάδων στις περιπτώσεις που διαπίστωσε σφάλματα στον υπολογισμό τους. Κατά συνέπεια οι ισχυρισμοί των αιτητών απορρίπτονται.

 

(iii) Ο καθορισμός των κριτηρίων αξιολόγησης των συνεντεύξεων και της βαρύτητας τους έγινε αυθαίρετα και εξωνομικά.

 

Οι αιτητές ισχυρίζονται ότι τα κριτήρια και η βαρύτητά τους, όπως προκαθορίστηκαν από την Ε.Ε.Υ. για σκοπούς αξιολόγησης της απόδοσης των υποψηφίων στη συνέντευξη, ήταν αυθαίρετα, άδικα, εξωγενή και εξωνομικά και ότι η Ε.Ε.Υ. δεν γνωστοποίησε εκ των προτέρων στους υποψηφίους τη βαρύτητα που σκόπευε να δώσει στις διάφορες ερωτήσεις.

 

Τα διάφορα κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη για την αξιολόγηση των συνεντεύξεων παρατίθενται στο άρθρο 35 Β (10) του Νόμου, με παράλληλη διακριτική ευχέρεια της Ε.Ε.Υ. να προκαθορίσει τη βαρύτητά τους, κατανέμοντας ανάλογα τις πέντε μονάδες που αντιστοιχούν στην προσωπική συνέντευξη ως συμπληρωματικού στοιχείου κρίσης.

 

Στην παρούσα περίπτωση, όπως φαίνεται από τα σχετικά πρακτικά, η Ε.Ε.Υ. χρησιμοποίησε τα ίδια ακριβώς με τα προβλεπόμενα στην πιο πάνω νομοθετική διάταξη κριτήρια αξιολόγησης της απόδοσης των υποψηφίων στη συνέντευξη. Επιπρόσθετα αιτιολόγησε με σαφήνεια στα πρακτικά τη βαρύτητα και τον καταμερισμό των ανάλογων μονάδων που επέλεξε να δώσει σε κάθε ένα από τα έξι κριτήρια και σημειώνεται ότι δεν είχε εκ του νόμου καμιά υποχρέωση να ενημερώσει, για τις σχετικές διεργασίες καθορισμού της βαρύτητας των κριτηρίων, τους υποψηφίους πριν από τις συνεντεύξεις.

 

Συνακόλουθα οι πιο πάνω ισχυρισμοί των αιτητών πρέπει να απορριφθούν.

 

(iv) Η αξιολόγηση του Επιθεωρητή Α΄ Μέσης Εκπαίδευσης ήταν αναιτιολόγητη.

 

Έχει υποβληθεί από τους αιτητές ότι ο Επιθεωρητής Α΄ Μέσης Εκπαίδευσης, ο οποίος παρίστατο κατά τις συνεντεύξεις, δεν έχει αιτιολογήσει τις αξιολογήσεις του για την απόδοση των υποψηφίων και επιπρόσθετα η Ε.Ε.Υ. έδωσε διαφορετικές βαθμολογίες, αποκλίνοντας από την αξιολόγηση του Επιθεωρητή, χωρίς ειδική αιτιολογία και χωρίς να ζητήσει από αυτόν πρόσθετες διευκρινίσεις.

 

Η εισήγηση είναι ανεδαφική. Ο Επιθεωρητής μπορούσε να παρίσταται κατά τις συνεντεύξεις και να εκφέρει τις κρίσεις του για την απόδοση των υποψηφίων, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 35 Β (9) του Νόμου, το οποίο δεν εξειδικεύει τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να εκφέρει τις κρίσεις του και δεν απαιτεί αιτιολόγηση των κρίσεων. Στην παρούσα περίπτωση η αξιολόγηση του Επιθεωρητή έγινε με την απόδοση μονάδων σε σχετικό πίνακα και με βάση τα έξι προκαθορισμένα κριτήρια. Οι σχετικές κρίσεις του Διευθυντή δεν είναι δεσμευτικές για την Ε.Ε.Υ., η οποία έχει τη δυνατότητα να καταλήξει σε διαφορετικά αποτελέσματα ως προς τις εντυπώσεις που αποκόμισε από τις συνεντεύξεις, χωρίς την ανάγκη ειδικής αιτιολογίας. Σημειώνεται ότι η έκφραση συμβουλευτικής άποψης με βαθμολογία έχει επικυρωθεί νομολογικά (Δήμος Αραδίππου κ.ά. ν. Γεωργίου (Αρ. 2) (2003)          3 Α.Α.Δ. 305).

 

(v) Δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στις συνεντεύξεις.

Έχει υποβληθεί εκ μέρους των αιτητών ότι δόθηκε αναιτιολόγητη υπέρμετρη βαρύτητα στην απόδοση των υποψηφίων στις συνεντεύξεις, με αποτέλεσμα οι συνεντεύξεις να καταστούν το κυρίαρχο στοιχείο επιλογής σε βάρος της εξαίρετης διαχρονικής σταδιοδρομίας τους και της υπεροχής τους στα αντικειμενικά κριτήρια επιλογής. Πιο συγκεκριμένα υποβλήθηκε ότι οι αιτητές υπερέχουν σε αξία έναντι των ενδιαφερόμενων μερών                                  Λ. Ιεροδιακόνου και Κ. Γρηγορίου και ότι επίσης υπερέχουν σε αρχαιότητα.

 

Οι πιο πάνω εισηγήσεις δεν ευσταθούν. Η επίδικη θέση ανήκει στο διδακτικό προσωπικό και σύμφωνα με το άρθρο 35 Β (4) του Νόμου, η πλήρωσή της γίνεται με βάση την κατάταξη των υποψηφίων ανάλογα με τις μονάδες που έχει πιστωθεί κάθε υποψήφιος στον κατάλογο. Τόσο η αξία όσο και τα προσόντα και η αρχαιότητα αποτιμούνται αριθμητικά και με βάση το σύνολό τους, οι υποψήφιοι τοποθετούνται κατά σειρά προτεραιότητας στον κατάλογο της Συμβουλευτικής Επιτροπής, ο οποίος μετά τον έλεγχο νομιμότητας από την Ε.Ε.Υ. ενσωματώνεται στον τελικό κατάλογο. Οι αιτητές δεν έχουν αμφισβητήσει την αριθμητική αποτίμηση είτε της αξίας είτε της αρχαιότητας και ο ισχυρισμός ότι τα πιο πάνω κριτήρια υποβαθμίστηκαν προς όφελος της προσωπικής συνέντευξης είναι ανεδαφικός, καθότι σύμφωνα με το άρθρο 35 Β (10)(β) η Ε.Ε.Υ. έχει εξουσία να προσθέσει στις μονάδες κάθε υποψηφίου μόνο μέχρι πέντε μονάδες σε σχέση με την απόδοση του στη συνέντευξη. Τα ενδιαφερόμενα μέρη με βάση τα πιο πάνω στοιχεία συγκέντρωσαν περισσότερες μονάδες από τους αιτητές. Επομένως οι αιτητές απέτυχαν να αποδείξουν έκδηλη υπεροχή ώστε να δικαιολογείται η επέμβαση του Δικαστηρίου.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται με €1.500 έξοδα σε βάρος των αιτητών.                 Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται.

 

                                                                               Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο