ΦΑΝΗ Α. ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ κ.α ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 2412/2006, 16 Ιουλίου 2009

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Υπόθεση Αρ. 2412/2006)

 

16 Ιουλίου 2009

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

1.    ΦΑΝΗ Α. ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ,

2.    ΝΙΤΣΑ Ι. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ,

Αιτήτριες,

-         ΚΑΙ  -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1.    ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ

ΚΑΙ ΟΙΚΗΣΕΩΣ,

2.    ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

Καθ΄ ων η αίτηση.

---------------------------

Μ. Καλλιγέρου (κα), για τις Αιτήτριες.

Θ. Πιπερή (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,

για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

-----------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Οι αιτήτριες είναι συνιδιοκτήτριες τεμαχίου γης στην Πόλη Χρυσοχούς, υπέβαλαν δε αίτηση ημερ. 1.6.98 για πολεοδομική άδεια προς κατασκευή πίστας για μικρά αυτοκίνητα («go karts») και συναφείς εγκαταστάσεις.  Η περιοχή υπόκειτο παλαιότερα σε άδεια λατομείου και λόγω της χρήσης της, ήταν σε κατάσταση που επιδεχόταν μόνο ειδική ανάπτυξη εφόσον δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί είτε για οικιστικούς, είτε για γεωργικούς σκοπούς.  Η απόφαση για τη δημιουργία πίστας μικρών αυτοκινήτων αποτελούσε μια τέτοια ειδική ανάπτυξη, η δε Πολεοδομική Αρχή που είχε ερωτηθεί προκαταρκτικά είχε υπό προϋποθέσεις δώσει θετική απάντηση. 

 

        Οι αιτήτριες από το 1996 και μετά και μέχρι την υποβολή της αίτησης για πολεοδομική άδεια, είχαν μεταφέρει έναντι υψηλού κόστους μπάζα για να κλείσουν οι κρατήρες και οι λάκκοι που είχαν δημιουργηθεί από το λατομείο.  Κατά το χρόνο υποβολής και εξέτασης της αίτησης για προκαταρκτικές απόψεις, το τεμάχιο περιλαμβανόταν στη γεωργική ζώνη Γα4 του ισχύοντος τότε Τοπικού Σχεδίου Πόλης Χρυσοχούς.  Όταν υπεβλήθη η επίδικη αίτηση την 1.6.98, ζητήθηκαν διάφορες πρόσθετες πληροφορίες που σχετίζονταν με την προτεινόμενη ιδιωτική υδατοπρομήθεια για κάλυψη των αναγκών της ανάπτυξης σε νερό, ενώ λήφθηκαν από την Πολεοδομική Αρχή οι απόψεις των άλλων εμπλεκομένων φορέων, όπως του Δημάρχου Πόλης Χρυσοχούς, του Επαρχιακού Μηχανικού Τμήματος Δημοσίων Έργων Πάφου, του Επαρχιακού Μηχανικού Τμήματος Αναπτύξεως Υδάτων Πάφου, του Επαρχιακού Κτηματολογικού Λειτουργού Πάφου, καθώς και του Διευθυντή του Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού.  Η αίτηση παρέμεινε σε εκκρεμότητα ενόψει του προβλήματος ικανοποιητικής υδροδότησης. 

 

        Στις 3.3.2000, το Τοπικό Σχέδιο Πόλης Χρυσοχούς τροποποιήθηκε αναφορικά με το μέγιστο επιτρεπόμενο ύψος οικοδομών, επιτρέποντας ύψος σε 8.30 μ. αντί 7 μ., που ίσχυε προηγουμένως.  Οι αιτήτριες πρότειναν και έγινε δεκτό από τον Επαρχιακό Μηχανικό Τμήματος Αναπτύξεως Υδάτων και το Δήμαρχο Πόλης Χρυσοχούς, όπως η υδροδότηση της ανάπτυξης γίνει από αγωγό που είχε τοποθετήσει ο Δήμος παραπλεύρως του τεμαχίου τους.  Στις 21.3.03, όμως, δημοσιεύθηκε αναθεώρηση του Τοπικού Σχεδίου Πόλης Χρυσοχούς, το οποίο περιέλαβε πρόνοιες σε σχέση με αναπτύξεις ειδικού τύπου και τις οποίες πρόνοιες, η προτεινόμενη από τις αιτήτριες ανάπτυξη, δεν ικανοποιούσε.  Ταυτόχρονα, μέρος του τεμαχίου περιήλθε στη ζώνη προστασίας Δα2, με διαφορετικό συντελεστή δόμησης, ποσοστό κάλυψης, αριθμό ορόφων και επιτρεπόμενο ύψος. 

 

        Το Ανώτατο Δικαστήριο με απόφαση του ημερ. 20.5.03 στην προσφυγή Cyprus Sulphar and Copper Co Ltd ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, αρ. 1114/2000, ακύρωσε το Τοπικό Σχέδιο Πόλης Χρυσοχούς, που είχε εκπονηθεί και ίσχυε από τις 3.2.1995, με αποτέλεσμα να εκπονηθεί Δήλωση Πολιτικής για τη δημοτική περιοχή της Πόλης Χρυσοχούς με ισχύ από 24.10.03.  Αυτή η Δήλωση Πολιτικής, περιείχε παρόμοιες πρόνοιες όπως το Τοπικό Σχέδιο, όπως είχε αυτό τροποποιηθεί στις 21.3.03, τις οποίες η προτεινόμενη ανάπτυξη και πάλι δεν ικανοποιούσε.  Η Πολεοδομική Αρχή, με βάση τις πρόνοιες της Δήλωσης Πολιτικής, έλαβε στις 10.10.06, την προσβαλλόμενη απόφαση με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση για τη δημιουργία πίστας go karts για τους λόγους που εκεί αναφέρονταν. 

 

        Τρεις είναι οι άξονες γύρω από τους οποίους στρέφεται η προσφυγή.  Η συνήγορος των αιτητριών εισηγείται κατά μείζονα λόγο, ότι η Δήλωση Πολιτικής που εισήγαγε τις διατάξεις βάσει των οποίων απορρίφθηκε η αίτηση είναι παράνομη και άκυρη, διότι αντί μετά την ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου να γίνει επανεξέταση και έγκριση νέου Τοπικού Σχεδίου, ακολουθήθηκε η διαδικασία εκπόνησης και δημοσίευσης Δήλωσης Πολιτικής που περιείχε όμως τις ίδιες διατάξεις με το τροποποιηθέν Τοπικό Σχέδιο.  Ως εκ τούτου η διοίκηση, κατά τον ισχυρισμό των αιτητριών, παρέκαμψε τις υποχρεώσεις της για επανεξέταση με βάση το καθεστώς, πραγματικό και νομικό, που ίσχυε κατά την ακύρωση.  Περαιτέρω, η διοίκηση παρέλειψε να εξετάσει και αποφασίσει επί της αιτήσεως εντός ευλόγου χρόνου με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί δυσμενής κατάσταση πραγμάτων για τις αιτήτριες, εφόσον διαφοροποιήθηκαν στο μεταξύ τα δεδομένα και τα νομικά χαρακτηριστικά που διήπαν το υπό κρίση τεμάχιο, με αποτέλεσμα η αίτηση να απορριφθεί.  Τέλος, γίνεται εισήγηση ότι η απόρριψη της αίτησης έγινε από αναρμόδιο όργανο ή όργανο χωρίς νόμιμη εξουσιοδότηση, εφόσον η απορριπτική απάντηση υπογράφηκε από κάποιο Στ. Παπανικολάου για το Διευθυντή Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, χωρίς πουθενά, κατά παράβαση της σχετικής νομοθεσίας, να φαίνεται η γραπτή εξουσιοδότηση του Διευθυντή προς λήψη της απόφασης από το προαναφερόμενο πρόσωπο ή η μεταβίβαση της αρμοδιότητας του προς αυτό. 

 

        Οι καθ΄ ων αντιτάσσουν ότι με την ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην προσφυγή αρ. 1114/2000, το Τοπικό Σχέδιο της Πόλης Χρυσοχούς είχε εξαφανιστεί με αποτέλεσμα την αναβίωση του πολεοδομικού καθεστώτος που ίσχυε πριν από το 1995.  Ήταν δε επιτρεπτή η εφαρμογή Δήλωσης Πολιτικής στη βάση της ευχέρειας του αρμοδίου Υπουργού να εκπονεί και να θέτει σε εφαρμογή Δηλώσεις Πολιτικής.  Όσον αφορά το χρόνο που διέρρευσε για εξέταση της αιτήσεως και απόφαση, η εισήγηση είναι ότι η αρμόδια αρχή άσκησε τις εξουσίες της σε εύλογο χρόνο, έχοντας υπόψη ότι η αίτηση δεν ήταν έτοιμη για εξέταση λόγω του προβλήματος της υδροδότησης και των υπόλοιπων γεγονότων που οδήγησαν σε αναπόφευκτη καθυστέρηση στην έκδοση της απόφασης.  Αντίθετα, η ίδια η διοίκηση φανέρωνε την «διαρκή μέριμνα της» για προώθηση της αιτήσεως, αλλά συναντούσε αντικειμενικές δυσκολίες, στις οποίες συνέτεινε και η ακύρωση του Τοπικού Σχεδίου από το Ανώτατο Δικαστήριο.  Σε σχέση με την αρμοδιότητα του οργάνου, υπάρχει τεκμήριο κανονικότητας που δεν έχει ανατραπεί, ιδιαίτερα έχοντας υπόψη ότι το έντυπο μελέτης της αίτησης το υπέγραψε ο ίδιος ο Διευθυντής του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως.

 

        Το πρώτο σημείο που πρέπει να αποφασιστεί είναι η κατ΄ ισχυρισμόν παρανομία στην έκδοση Δήλωσης Πολιτικής μετά την ακύρωση του Τοπικού Σχεδίου από το Ανώτατο Δικαστήριο στην προσφυγή αρ. 1114/2000.  Εκεί, το Δικαστήριο έκρινε ότι το εκδοθέν Τοπικό Σχέδιο για την Πόλη Χρυσοχούς που είχε δημοσιευθεί στις 3.2.95, συμπαρασυρόταν σε παρανομία εφόσον βασίστηκε σε προπαρασκευαστική πράξη παρανόμως λειτουργήσαντος οργάνου ενόψει του ότι το Κοινό Συμβούλιο, η γνώμη του οποίου είχε ληφθεί υπόψη από τον Υπουργό με βάση το άρθρο 18(1) του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου αρ. 90/72, ως τροποποιήθηκε, ήταν συγκροτημένο κατά τρόπο που δεν έδινε στον μέσο κοινό αντικειμενικό κριτή την εντύπωση αμεροληψίας εφόσον σ΄ αυτό συμμετείχαν άτομα τα οποία είχαν στην ιδιοκτησία τους τεμάχια γης στην εκεί περιοχή.  Επομένως, η νομιμότητα του τελικού εκπονηθέντος Τοπικού Σχεδίου τέθηκε υπό αμφισβήτηση με αποτέλεσμα να ακυρωθεί. 

 

        Ως είναι γνωστό μέσα από τη διαχρονική νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αλλά και τις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου, δεδικασμένο σημαίνει τη δημιουργία μιας δεσμευτικής πραγματικής και νομικής κατάστασης μέσα από προηγούμενη δικαστική απόφαση μεταξύ των ιδίων διαδίκων για το αυτό ζήτημα.  Η αρχή περιέχεται και στο άρθρο 59(2) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου          αρ. 158(Ι)/99 και κωδικοποιεί τη νομολογία στο ζήτημα, αλλά πρωτίστως στο Άρθρο 146.5 του Συντάγματος το οποίο υποχρεώνει τη διοίκηση σε συμμόρφωση στη βάση του ακυρωτικού αποτελέσματος. Σχετικές υποθέσεις είναι οι Πιερής ν. Δημοκρατίας (1983) 3 Α.Α.Δ. 1054, Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 349, Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 695 και Κατσελλή ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 385  Όπως και οι ίδιοι οι καθ΄ ων δέχονται μέσα από την αγόρευση τους με αναφορά στο σύγγραμμα του Ε. Σπηλιωτόπουλου: «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου» έκδ. 1993 σελ. 543 (δέστε και την 12η έκδ. Τόμος ΙΙ σελ. 198 παρ. 567), η ακυρωτική απόφαση εξαφανίζει και καταργεί την πράξη που ακυρώθηκε ανατρέχουσα στο χρόνο της έκδοσης της.  Η διοικητική πράξη θεωρείται ως ουδέποτε εκδοθείσα με αποτέλεσμα να επαναφέρεται αυτοδικαίως, χωρίς να χρειάζεται τυπική ανάκληση της πράξης, η πραγματική και νομική κατάσταση που ίσχυε τότε.  Το αυτό απαντάται και στο σύγγραμμα  του  Π.Δ.  Δαγτόγλου:  Γενικό  Διοικητικό Δίκαιο 5η έκδ., (2004) σελ. 374 παρ. 689.  Εξηγείται, περαιτέρω, με αναφορά στον Ε.Π. Σπηλιωτόπουλο 12η έκδ. ανωτέρω, σελ. 203 παρ. 571, ότι  η έννοια του δεδικασμένου καλύπτει ουσιαστικά δύο πτυχές: (i) αυτή του ακυρωτικού αποτελέσματος που διατυπώνεται στο διατακτικό και (ii) τα διοικητικής φύσεως ζητήματα που κρίθηκαν με σκέψεις κατά την αιτιολογία της απόφασης.  Ως προς το πρώτο, «….. το δεδικασμένο, λόγω του διαπλαστικού του χαρακτήρα, αφού εξαφανίζει την πράξη, ισχύει για όλους.».  Η ταυτότητα προσώπου, διαφοράς κλπ. ισχύει για τα διάφορα διοικητικής φύσεως θέματα.

 

Οι καθ΄ ων διατείνονται ότι μετά την έκδοση της ακυρωτικής απόφασης στην προαναφερόμενη προσφυγή στις 20.5.03, τα πράγματα επαναφέρθηκαν στο πολεοδομικό καθεστώς που ίσχυε πριν το 1995, όταν ίσχυαν οι σχετικές τότε περί Οδών και Οικοδομών Διατάξεις.  Ταυτόχρονα όμως διατείνονται ότι παρά την κατάργηση και εξαφάνιση του Τοπικού Σχεδίου ως αποτέλεσμα της ακυρωτικής απόφασης, ορθά ο Υπουργός βασίστηκε στο άρθρο 34Α του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου, ως τροποποιήθηκε στις 31.12.02 με το Νόμο αρ. 24(Ι)/02.  Με την τροποποίηση αυτού του άρθρου δόθηκε η δυνατότητα στον Υπουργό, σε αντίθεση με την ισχύουσα μέχρι τότε νομοθεσία, η τελευταία τροποποίηση της οποίας ήταν με το Νόμο αρ. 142(Ι)/99, να εκπονεί Δήλωση Πολιτικής «….. σε οποιαδήποτε περιοχή για την οποία δεν έχει ακόμη τεθεί σε ισχύ Τοπικό Σχέδιο ή Σχέδιο περιοχής ……».  Και ενώ το προηγούμενο άρθρο 34Α, ως ήταν διατυπωμένο, εξαιρούσε από τη Δήλωση Πολιτικής τους Δήμους, μετά την τροποποίηση η Δήλωση Πολιτικής θα μπορούσε να εφαρμοστεί σε οποιαδήποτε περιοχή, περιλαμβανομένων και Δήμων.

 

        Το επιχείρημα των καθ΄ ων πάσχει θεμελιακά και είναι ανακόλουθο, πρώτο, γιατί εφόσον το Τοπικό Σχέδιο εξαφανίστηκε με την απόφαση του Δικαστηρίου, η όλη κατάσταση έπρεπε να επαναξεταστεί με βάση την ισχύουσα  το 1995 τότε πραγματική, αλλά και νομική υπόσταση, που σίγουρα δεν θα μπορούσε να περιλαμβάνει τις μεταγενέστερες το 2003 τροποποιηθείσες διατάξεις του άρθρου 34Α.  Δεύτερο, σαφώς το άρθρο 34Α και πριν και μετά την τροποποίηση του, προνοούσε και προνοεί για την εκπόνηση Δήλωσης Πολιτικής από τον αρμόδιο Υπουργό για περιοχή για την οποία δεν είχε τεθεί σε ισχύ Τοπικό Σχέδιο.  Εδώ, είναι δεδομένο ότι είχε τεθεί τέτοιο Τοπικό Σχέδιο σε ισχύ από το 1995, πλην όμως αυτό ακυρώθηκε στην προσφυγή αρ. 1114/2000 ημερ. 20.5.03.  Η εξαφάνιση και κατάργηση του Τοπικού Σχεδίου δεν σήμαινε βεβαίως ότι ο Υπουργός μπορούσε πλέον να ενεργήσει κατά το δοκούν εφαρμόζοντας Δήλωση Πολιτικής διότι προϋπήρξε, ως πραγματικό γεγονός, η εκπόνηση Τοπικού Σχεδίου, έστω και αν αυτό ακυρώθηκε.  Δήλωση Πολιτικής, θα μπορούσε να είχε εκπονηθεί για περιοχή περιλαμβανομένου και Δήμου, για την οποία δεν είχε προηγουμένως εκπονηθεί οποιοδήποτε Τοπικό Σχέδιο.  Και δεν αποτελεί δικαιολογία, ως ισχυρίζονται οι καθ΄ ων στη σελ. 6 της αγόρευσης τους στην παρ. 1.8.3, ότι ο Υπουργός «…. δεν μπορούσε να αφήσει εκτεθειμένη και χωρίς κατάλληλη πολεοδομική ρύθμιση μια ταχέως αναπτυσσόμενη περιοχή, όπως η Πόλη Χρυσοχούς.».  Ο ορθός τρόπος πολεοδομικής ρύθμισης θα ήταν βέβαια με την εκπόνηση νέου Τοπικού Σχεδίου διορθώνοντας το πρόβλημα το οποίο είχε δημιουργηθεί στη συγκρότηση του Κοινού Συμβουλίου.  Αναφέρεται στον Ε.Π. Σπηλιωτόπουλο: Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου  12η έκδ. Τόμος ΙΙ σελ. 202 παρ. 570, ότι «Όταν η ακύρωση έγινε λόγω αναρμοδιότητας ή παράβασης ουσιώδους  τύπου ….. κατά περίπτωση μπορεί ή οφείλει επίσης η διοίκηση να εκδώσει νέα πράξη με το ίδιο περιεχόμενο από το αρμόδιο όργανο …..  Εάν το όργανο το οποίο είχε εκδώσει την πράξη που ακυρώθηκε δεν υπάρχει πλέον, συνίσταται και πάλι για την έκδοση της νέας πράξης …..». 

 

  Με αυτό τον τρόπο θα λαμβανόταν υπόψη η ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου και θα εξεταζόταν η αίτηση των αιτητριών στη βάση της υφισταμένης τότε νομικής και πραγματικής κατάστασης.  Θα έπρεπε να συγκροτείτο ορθά το Κοινό Συμβούλιο και να ακολουθήσουν τα υπόλοιπα.  Η έκδοση Δήλωσης Πολιτικής ήταν ένα μέτρο που δεν μπορεί να υποστηρικτεί παρά μόνο στη βάση μιας διαφοροποιημένης νόμιμης κατάστασης, αγνοώντας, λανθασμένα, το γεγονός ότι είχε ως πραγματικό γεγονός, εκπονηθεί ήδη για την περιοχή Τοπικό Σχέδιο.  Το Δικαστήριο δεν συμμερίζεται την άποψη ότι έπρεπε να ελεγχθούν ξεχωριστά οι πρόνοιες της Δήλωσης Πολιτικής με άλλη προσφυγή εγειρόμενη εντός της προθεσμίας από την ημερομηνία έκδοσης της.  Η συνήγορος των καθ΄ ων παρέπεμψε στην Παναγιώτης Ξενοφώντος Μεσαρίτη ν. Δημοκρατίας (1993) 4 Α.Α.Δ. 2862, όπου, μεταξύ άλλων, αποφασίστηκε ότι ένα ρυμοτομικό σχέδιο αποτελεί ανεξάρτητη διοικητική πράξη και δεν είναι παραδεκτή η εξέταση της νομιμότητας του εκ των υστέρων, στα πλαίσια απόρριψης αίτησης για πολεοδομική άδεια άλλης, δηλαδή, ανεξάρτητης διοικητικής πράξης.  Η ορθότητα της απόφασης αυτής δεν αμφισβητείται.  Δεν έχει όμως εφαρμογή στα παρόντα γεγονότα.  Οι ίδιοι οι καθ΄ ων επικαλέστηκαν τις πρόνοιες της Δήλωσης Πολιτικής για απόρριψη της αίτησης και έτσι μπορεί να ελεγχθεί.  Το κύριο ζητούμενο λοιπόν στην υπόθεση είναι η νομιμότητα της ίδιας της απόφασης της διοίκησης να ενεργήσει στη βάση Δήλωσης Πολιτικής, αντί μετά την ακυρωτική απόφαση, να εξετάσει εκ νέου την κατάσταση και να οδηγηθεί στην έκδοση νέου Τοπικού Σχεδίου.  Δεν γίνεται έτσι παρεμπίπτων έλεγχος που θα ήταν ανεπίτρεπτος, ούτε και βέβαια ενδιαφέρουν εδώ οι άλλες προσφυγές που εναντιώνονται στην ορθότητα της Δήλωσης Πολιτικής για άλλους λόγους.  Οι αιτήτριες έχουν ευθέως ίδιον ενεστώς έννομον συμφέρον να ελέγξουν τη νομιμότητα της πράξης στη βάση της νομικής και πραγματικής κατάστασης που δημιούργησαν οι ίδιοι οι καθ΄ ων. 

 

        Κρίνεται επίσης ότι οι αιτήτριες έχουν δίκαιο και στον εγειρόμενο λόγο περί της παρέλευσης του ευλόγου χρόνου επί της αιτήσεως, με αποτέλεσμα να διαφοροποιηθεί η νομική τάξη πραγμάτων που είχε ως αποτέλεσμα την απόρριψη της αίτησης.  Υπενθυμίζεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη (Επισύναψη 1 στην προσφυγή), λήφθηκε στις 10.10.06, για τους λόγους που καταγράφονται εκεί και που συναρτώνται με το εμβαδό του τεμαχίου για εξειδικευμένες αναπτύξεις, με δεδομένο ότι μετά την εφαρμογή της Δήλωσης Πολιτικής μέρος του τεμαχίου τέθηκε στη  ζώνη προστασίας Δα2, ενώ προηγουμένως το τεμάχιο ενέπιπτε εξ ολοκλήρου στη γεωργική ζώνη Γα4.  Περαιτέρω, λόγω του γεγονότος ότι μέρος του τεμαχίου ανήκε πλέον στη ζώνη προστασίας Δα2, η χωροθέτηση της προτεινόμενης ανάπτυξης δεν ήταν επιτρεπτή, η δε απόσταση των προτεινομένων οικοδομών και της πίστας των go karts   από τα σύνορα του τεμαχίου ήταν μικρότερη από τα προνοούμενα      20 και 30 μέτρα που καθόριζε η Δήλωση Πολιτικής.  Τέλος, και πάλι στη βάση της Δήλωσης Πολιτικής, ενώ προτείνονταν 34 χώροι στάθμευσης από τις αιτήτριες, χρειάζονταν τουλάχιστον 150 για αναπτύξεις αυτού του τύπου.

 

        Η όλη διαδικασία άρχισε με την υποβολή αίτησης για προκαταρκτικές απόψεις στις 29.5.97, η δε αρμοδία αρχή απάντησε στις 15.12.97, ότι θα μπορούσε να τοποθετηθεί ευνοϊκά για την ανάπτυξη πίστας go karts υπό ορισμένες προϋποθέσεις.  Η καθαυτή αίτηση για πολεοδομική άδεια υποβλήθηκε  την  1.6.98, η δε απορριπτική απάντηση, που είναι η προσβαλλόμενη πράξη, λήφθηκε οκτώ και πλέον χρόνια μετέπειτα στις  10.10.06.  Με  βάση  το   άρθρο  9  του Νόμου αρ. 158(Ι)/99, το διοικητικό όργανο αποφασίζει την έκδοση μιας πράξης στη βάση του νομοθετικού καθεστώτος που ισχύει κατά το χρόνο έκδοσης της, ανεξάρτητα αν αυτό ήταν διαφορετικό στο χρόνο υποβολής της αίτησης.  Αυτό, όμως, υπό την αίρεση ότι εάν η διοίκηση παραλείπει να προβεί στην εξέταση της αίτησης μετά από την πάροδο εύλογου χρόνου, εντός του οποίου πρέπει εν πάση περιπτώσει να εξετάσει την αίτηση και να αποφασίσει, τότε λαμβάνεται υπόψη το καθεστώς που ίσχυε κατά την εκπνοή του ευλόγου χρόνου.  Η λογική της εξέτασης και λήψης απόφασης εντός ευλόγου χρόνου προσδιορίζεται στο άρθρο 10 του ιδίου Νόμου, όπου αναφέρεται ότι η απόφαση της διοίκησης πρέπει να είναι επίκαιρη σε σχέση με τα πραγματικά ή νομικά γεγονότα στα οποία αναφέρεται.

Όπως και οι ίδιοι οι καθ΄ ων κατέγραψαν στην επιστολή τους ημερ. 12.8.98, γνωρίζοντας λήψη της αίτησης (Παράρτημα 5 στην ένσταση), η Πολεοδομική Αρχή σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία είχε στη διάθεση της τρεις μήνες για να αποφασίσει πάνω στην αίτηση.  Είναι γεγονός ότι ζητήθηκε με αυτή την επιστολή να δοθούν στοιχεία της ιδιωτικής πηγής νερού που στην αίτηση αναφερόταν ως ο τρόπος υδροδότησης της ανάπτυξης.  Είναι επίσης γεγονός ότι το θέμα της υδροδότησης αποτέλεσε ζήτημα το οποίο επιμήκυνε την όλη εξέταση για αρκετό χρόνο, ενώ κατά τα υπόλοιπα, ο Δήμος Πόλεως, το Τμήμα Δημοσίων Έργων δεν είχαν ένσταση στην προτεινόμενη ανάπτυξη, ενώ ο Κ.Ο.Τ. ζήτησε διευκρινίσεις.  (Παραρτήματα 6, 7 και 10 κατά την περίοδο 15.10.98-1.3.99).  Αυτό, γιατί ο Επαρχιακός Μηχανικός του Τμήματος Αναπτύξεως Υδάτων ενημέρωσε το Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως στις 30.11.98 (Παράρτημα 8 στην ένσταση), ότι χρειαζόταν η κατάθεση ποσού £235, για να γίνει δοκιμαστική άντληση και ανάλυση του νερού για τη διαπίστωση της καταλληλότητας του.  Οι αιτήτριες είχαν από τις 3.9.98 (Παράρτημα 11 στην ένσταση), πληροφορήσει τις αρχές περί των στοιχείων της ιδιωτικής πηγής νερού, λέγοντας ότι αντλούσαν από την ανόρυξη φρέατος στο τεμάχιο τους, σύμφωνα με βεβαίωση του Επάρχου ως προς την άδεια ανόρυξης, περίπου 100 τόνους νερού ανά ώρα, άντληση που ήταν πολύ μεγαλύτερη από αυτή που χρειαζόταν.  Οι αιτήτριες παρόλον που πλήρωσαν το ζητηθέν ποσό (δέστε κυανά αρ. 122, 157 και 160 στο διοικητικό φάκελο, Τεκμ. «Α» κατά τις διευκρινίσεις), ζήτησαν με επιστολή τους ημερ. 8.3.99, όπως το Τμήμα Υδάτων μη προχωρήσει σε ποιοτική ανάλυση του νερού της γεώτρησης, διότι δεν θα προχωρούσαν να κτίσουν snack bar ή εστιατόριο και εν πάση περιπτώσει είχαν οι ίδιες ελέγξει μέσω ιδιώτη την ποσότητα νερού με αποτέλεσμα να πρασινίσει η περιοχή τους.  Το Τμήμα Αναπτύξεως Υδάτων στις 16.9.99, απάντησε ότι θα έπρεπε να υποδειχθεί άλλη πηγή πόσιμου νερού, οι δε αιτήτριες ενημερώθηκαν σχετικά στις 4.11.99. Στις 7.3.03, οι αιτήτριες υπέδειξαν ότι ο Δήμος Πόλης Χρυσοχούς είχε κατασκευάσει αγωγό νερού παραπλήσια του τεμαχίου τους, από τον οποίο μπορούσαν να αντλήσουν νερό, το δε Τμήμα Αναπτύξεως Υδάτων στις 17.6.03, κατέγραψε ότι δεν είχε οποιαδήποτε ένσταση, νοουμένου ότι θα εξασφαλιζόταν προς τούτο η έγγραφη συγκατάθεση του Δήμου, όπως και έγινε  με την κατά πλειοψηφία απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου για παροχή πόσιμου νερού από τη δημοτική υδατοπρομήθεια για το τεμάχιο, όπως φαίνεται στην επιστολή ημερ. 12.8.03 (Παράρτημα 15 στην ένσταση). 

 

        Τα πιο πάνω, ενώ δείχνουν μια αντικειμενική δυσκολία ως προς την κάλυψη του τεμαχίου με κατάλληλη υδροδότηση, εν τούτοις καταδεικνύουν ότι οι καθ΄ων συνέχιζαν να συζητούν το ζήτημα του νερού, παρά το γεγονός ότι στο μεταξύ είχαν αλλάξει οι πολεοδομικές ζώνες.  Ταυτόχρονα, ενώ το Τοπικό Σχέδιο είχε παύσει να έχει νομική ισχύ με την έκδοση της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις 20.5.03, οι καθ΄ ων απέρριψαν την αίτηση για πολεοδομική άδεια τρία χρόνια μετέπειτα της λύσης του υδατικού ζητήματος και κατ΄ εφαρμογή πλέον της Δήλωσης Πολιτικής, που είχε εκδοθεί αντί νέου Τοπικού Σχεδίου.

 

Η συνήγορος των αιτητριών διατείνεται ότι αυτή η πορεία που ακολουθήθηκε από τη διοίκηση ήταν έξω από τα επιτρεπτά όρια της χρηστής διοίκησης, θέτοντας ζητήματα προς τις αιτήτριες που ακόμη και μετά την επίλυση τους, δεν τις ωφέλησαν αφού η διοίκηση απέρριψε την αίτηση πάνω σε άλλη βάση.  Η θέση της  κας Καλλιγέρου είναι ότι η Διοίκηση γνώριζε για τις επικείμενες αλλαγές των ζωνών και επομένως ενήργησε καταχρηστικά.  Η κα Πιπερή εισηγήθηκε ότι ήταν εύλογη η απόρριψη της αίτησης και ότι η αλυσίδα των γεγονότων έδειχνε τη διαρκή μέριμνα  της  διοίκησης  στην   προώθηση  της αίτησης για να συναντήσει όμως αντικειμενικές δυσκολίες, μεταξύ των οποίων, και την εκδοθείσα απόφαση στην προσφυγή αρ. 1114/2000.  Δεν υπάρχει αμφιβολία όμως ότι, όπως και οι ίδιοι οι καθ΄ ων δέχονται, στις 21.3.03 είχε δημοσιευθεί αναθεωρημένο Τοπικό Σχέδιο που περιέλαβε πρόνοιες τις οποίες η προτεινόμενη από τις αιτήτριες ανάπτυξη δεν θα ικανοποιούσε.  Παρά ταύτα, συζητείτο το ζήτημα της υδατοπρομήθειας το οποίο λύθηκε στις 12.8.03, αλλά η απορριπτική απάντηση εκδόθηκε στις 10.10.06, τρία και πλέον χρόνια μετά και παρά το γεγονός ότι στις 24.10.03, είχε εκδοθεί η Δήλωση Πολιτικής που περιελάμβανε παρόμοιες πρόνοιες με αυτές του τροποποιημένου Τοπικού Σχεδίου.  Όλη η πιο πάνω χρονολογική εξέλιξη δείχνει, αναμφίβολα, ότι δεν εξετάστηκε η αίτηση εντός ευλόγου χρόνου.  Το αντίθετο είναι φανερό.  Η διοίκηση χρησιμοποίησε την παρέλευση του χρόνου για να απορρίψει το αίτημα καθυστερώντας αναιτιολόγητα, ακόμη και μετά την επίλυση του υδατικού προβλήματος.  Εύλογος χρόνος, σύμφωνα με τη νομολογία, είναι ζήτημα που αποφασίζεται και εξετάζεται από το Δικαστήριο κατά αντικειμενικό τρόπο και εξαρτάται από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης.  (δέστε Δημοτική Επιτροπή Αγίου Δομετίου ν. Χριστοφόρου (1994) 3 Α.Α.Δ. 434 και Δήμος Στροβόλου ν. Βορκά  (1994) 3 Α.Α.Δ. 514).   Εδώ από κάθε άποψη και από οποιαδήποτε θεώρηση, είχε παρέλθει ο εύλογος χρόνος εξέτασης της αίτησης και δεν θα έπρεπε αυτή να απορριφθεί στη βάση της Δήλωσης Πολιτικής, που πολύ μεταγενέστερα τέθηκε σε ισχύ. 

 

        Χάριν ολοκλήρωσης, να λεχθεί ότι το Δικαστήριο δεν συμφωνεί με την εισήγηση των αιτητριών περί αναρμοδιότητας του υπογράφοντος την προσβαλλόμενη πράξη λειτουργού Στ. Παπανικολάου εφόσον δεν υπάρχει απόφαση του αρμοδίου Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, στη βάση της οποίας θα μπορούσε να μεταβιβαστεί η αρμοδιότητα της έκδοσης της προσβαλλόμενης πράξης.  Κρίνεται ως λανθασμένη η προσέγγιση αυτή, όπως και αχρείαστα τα όσα οι καθ΄ ων ανέφεραν στη δική τους γραπτή αγόρευση για το θέμα, διότι την προσβαλλόμενη πράξη την υπέγραψε ο λειτουργός «Στ. Παπανικολάου για Διευθυντή Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως Πολεοδομική Αρχή.».  Στο εμπρόσθιο μέρος της προσβαλλόμενης πράξης αναφέρεται ότι πρόκειται περί της γνωστοποίησης αρνήσεως χορηγήσεως πολεοδομικής άδειας, προέρχεται δε από το γραφείο της Διεύθυνσης του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως.  Υπάρχει και πάλι η ίδια υπογραφή του λειτουργού για Διευθυντή Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, ενώ αναφέρεται στην πρώτη σελίδα ότι «η Πολεοδομική Αρχή με το παρόν απορρίπτει την αίτηση ……». 

 

        Από τα πιο πάνω είναι πρόδηλο ότι η εξουσία και απόφαση δεν εκχωρήθηκε από τον Διευθυντή σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο.  Αντίθετα ήταν και παρέμενε ο αρμόδιος φορέας εξουσίας, εξ ονόματος του οποίου και μόνο, διεκπεραιώνονταν οι διάφορες πράξεις.  Η υπογραφή «για Διευθυντή», υποδηλώνει την εκ μέρους του ιδίου του Διευθυντή αναγκαία ενέργεια εκφραζόμενη μέσω αρμοδίου λειτουργού.  Δεν νοείται λογικά να θεωρείται η έννοια του «Διευθυντή Πολεοδομίας και Οικήσεως», ως ταυτοποιημένη με το φυσικό πρόσωπο του, αλλά με το θεσμό και την εξουσία που συναρτάται με τη θέση του.  Περαιτέρω, σύμφωνα με το τεκμήριο της νομιμότητας, θεωρείται ότι κατ΄ εξουσιοδότηση έγιναν οι διάφορες ενέργειες και αποστάληκαν οι διάφορες επιστολές και σημειώματα πάντοτε εκ μέρους και εξ ονόματος του. Στην πρόσφατη απόφαση Χρυστάλλα Σ. Βασιλείου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 13/07, ημερ. 5.5.09, ανάλογη υπογραφή «για περιφερειακό Δασικό Λειτουργό ….» θεωρήθηκε ότι είχε ορθά εκδοθεί κατ΄ εξουσιοδότηση και ενόψει και του τεκμηρίου της κανονικότητας.

 

        Ενόψει όλων των ανωτέρω η προσφυγή επιτυγχάνει με €1.500 έξοδα πλέον Φ.Π.Α. υπέρ των αιτητριών και εναντίον των καθ΄ ων.

 

Η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται  με βάση το           Άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.

 

 

 

 

                                Στ. Ναθαναήλ,

                                           Δ.

 

 

 

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο