ΗΛΙΑΝΑ ΑΝΔΡΕΟΥ κ.α ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 543/2007, 22 Ιουλίου 2009

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 543/2007)

 

 

22 Ιουλίου, 2009

 

 

[ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

1.    ΗΛΙΑΝΑ ΑΝΔΡΕΟΥ

2.    ΧΛΟΗ ΑΡΜΕΥΤΗ,

 

Αιτήτριες,

 

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

 

Καθ΄ων η αίτηση.

 

_______________

 

Α. Σ. Αγγελίδης, για τις Αιτήτριες.

Λ. Ουστά (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

Αγ. Ευσταθίου Νικολετοπούλου (κα) για Ε. Κ. Ευσταθίου, για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη 1, 2 και 3.

________________

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.:  Οι αιτήτριες αξιώνουν ακύρωση της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής «η Επιτροπή»), ημερομηνίας 19.12.2006, με την οποία διορίστηκαν στη θέση Ακτινογράφου (Ακτινοδιαγνωστική), Ιατρικές Υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας, τα ενδιαφερόμενα μέρη, από 1.2.2007.

 

Στις 3.2.2005, ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Υγείας ζήτησε από την Επιτροπή την πλήρωση δώδεκα κενών μόνιμων θέσεων Ακτινογράφου.  Η Επιτροπή, στη συνεδρία της ημερομηνίας 14.2.2005, διαπίστωσε ότι οι επτά από τις πιο πάνω θέσεις κενώθηκαν ύστερα από την ακύρωση από το Ανώτατο Δικαστήριο της απόφασής της ημερομηνίας 22.12.1998, αναφορικά με τον από 1.1.1997 αναδρομικό διορισμό ισάριθμων υπαλλήλων, δυνάμει του περί Εντάξεως Εκτάκτων Υπαλλήλων στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμου του 1996, Ν. 107(Ι)/96. Και επειδή παρέμεναν κενές για πλέον των πέντε συνεχών χρόνων, σύμφωνα με το άρθρο 5(4) του περί Προϋπολογισμού Νόμου του 2005, Ν.41(ΙΙ)/04, δεν επιτρέπεται η πλήρωση κενών θέσεων οι οποίες παρέμειναν για πέντε ή περισσότερα συνεχή χρόνια κενές και για τις οποίες δεν έχει αρχίσει αρμοδίως η διαδικασία της πλήρωσής τους, η Επιτροπή αποφάσισε ότι μόνο οι πέντε από τις δώδεκα θέσεις που ζητήθηκε η πλήρωσή τους, μπορούσαν να δημοσιευτούν.

 

Οι συγκεκριμένες θέσεις είναι θέσεις πρώτου διορισμού και διέπονται από τις διατάξεις του περί Αξιολόγησης των Υποψηφίων για Διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμου του 1998, Ν.6(Ι)/98.  Για τις θέσεις αυτές απαιτείται η διεξαγωγή ειδικού γραπτού διαγωνισμού από την οικεία Συμβουλευτική Επιτροπή, με βάση τις διατάξεις των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων.

 

Η Αναπληρώτρια Διευθύντρια Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας, υπό την ιδιότητά της ως προέδρου της Συμβουλευτικής Επιτροπής, με επιστολή της ημερομηνίας 31.1.2006, διαβίβασε στην Επιτροπή κατάλογο με τα αποτελέσματα της γραπτής εξέτασης κατά σειρά βαθμολογίας.  Τα τρία ενδιαφερόμενα μέρη είχαν εξασφαλίσει τις τρεις πρώτες θέσεις, ενώ οι αιτήτριες Ηλιάνα Ανδρέου και Χλόη Αρμεύτη την 8η και 14η θέση αντιστοίχως.

 

Η Επιτροπή στη συνεδρία της ημερομηνίας 5.5.2006, αποφάσισε τη δημοσίευση των αποτελεσμάτων των επιτυχόντων στην εξέταση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, αλλά και στον ημερήσιο τύπο.  Στη συνέχεια η Επιτροπή στις 25.10.2006, ενεργώντας σύμφωνα με το άρθρο 6(1) του Ν.6(Ι)/1998, ετοίμασε τον κατάλογο των υποψηφίων που κατείχαν τα προσόντα και αποφάσισε να καλέσει σε προφορική εξέταση τους 20 πρώτους κατά σειρά επιτυχίας υποψηφίους, συμπεριλαμβανομένων των ενδιαφερομένων μερών και των αιτητριών.

 

Στις 19.12.2006, η Επιτροπή δέχτηκε σε ομαδική προφορική εξέταση τους 20 υποψηφίους.  Η Επιτροπή βαθμολόγησε χωριστά την απόδοση του κάθε υποψήφιου και αφού μελέτησε το περιεχόμενο της αίτησης και τα υπόλοιπα στοιχεία, αποτίμησε σε μονάδες όλα τα κριτήρια που προνοούνταν στο Νόμο.

 

Στη συνέχεια η Επιτροπή προέβη στον καταρτισμό του Πίνακα Διοριστέων, στον οποίο αναγράφονται οι υποψήφιοι κατά σειρά συνολικών μονάδων που ο καθένας εξασφάλισε και ακολούθως αποφάσισε να προσφέρει διορισμό στους πέντε πρώτους σε σειρά συνολικών μονάδων υποψηφίους, ανάμεσα στους οποίους τα τρία ενδιαφερόμενα μέρη.

 

Οι αιτήτριες υποστηρίζουν ότι λανθασμένα η Επιτροπή αποφάσισε να πληρώσει μόνο πέντε από τις δώδεκα κενές μόνιμες θέσεις Ακτινογράφου που ζητήθηκαν από το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Υγείας.

 

Ισχυρίζονται ότι ο Ν.107(Ι)/96 κηρύχτηκε αντισυνταγματικός, όχι με απόφαση ημερομηνίας 22.12.1998, που αναφέρει η Επιτροπή, αλλά με απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Ηλία κ.α. ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 884. Κατά συνέπεια, όντως υπήρχαν δώδεκα κενές θέσεις και συνεπώς η προκήρυξη όπως και η σχετική πρόταση ήταν υποχρεωτική για δώδεκα θέσεις.  Έτσι, συνεχίζουν οι αιτήτριες, η ενέργεια της Επιτροπής να προκηρύξει πέντε μόνο θέσεις είναι παράνομη, αυθαίρετη και αναιτιολόγητη, εκδόθηκε υπό πλάνη και ως προπαρασκευαστική πράξη που είναι επηρεάζει ό,τι επακολούθησε και συμπαρασύρει σε ακύρωση και την τελική πράξη.

 

Το επιχείρημα αυτό θα πρέπει να απορριφθεί.  Όπως προκύπτει από το σκεπτικό της απόφασης της Επιτροπής ημερομηνίας 14.2.2005, οι επτά θέσεις Ακτινογράφου κενώθηκαν ύστερα από την ακύρωση από το Ανώτατο Δικαστήριο στις 23.12.1999 της απόφασης της Επιτροπής ημερομηνίας 22.12.1998, αναφορικά με τον από 1.1.1997 αναδρομικό διορισμό ισάριθμων υπαλλήλων δυνάμει του περί Εντάξεως Εκτάκτων Υπαλλήλων στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμου του 1996, Ν.107(Ι)/96.  Συνεπώς, ο Ν.107(Ι)/96 δεν κρίθηκε αντισυνταγματικός από την Ε.Δ.Υ. στις 22.12.1998, όπως υποστήριξαν οι αιτήτριες, αλλά με την απόφαση του Ανωτάτου  Δικαστηρίου  στην υπόθεση  Ηλία  κ.α.  ν. Δημοκρατία (1999) 3 Α.Α.Δ. 884.

 

Νόμιμη είναι η διαδικασία προκήρυξης των πέντε από τις δώδεκα θέσεις Ακτινογράφου, εφ΄ όσον με τα πιο πάνω δεδομένα οι επτά από τις θέσεις είχαν παραμείνει κενές για πάνω από πέντε χρόνια μετά την ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Ηλία κ.α. ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω).

 

Οι αιτήτριες υποστηρίζουν ακόμα ότι το ενδιαφερόμενο μέρος Μαρία Λαμπρατσιώτη δεν πληρούσε το απαιτούμενο από το σχέδιο υπηρεσίας προσόν της «καλής γνώσης της αγγλικής γλώσσας».

 

Είναι γεγονός ότι ως προς την «καλή γνώση της αγγλικής» η Επιτροπή στη συνεδρία της ημερομηνίας 25.10.2006, διαπίστωσε ότι όλοι οι υποψήφιοι διέθεταν μια τέτοια γνώση με βάση το απολυτήριό τους από αναγνωρισμένες Σχολές Μέσης Εκπαίδευσης Κύπρου ή Ελλάδας.  Όσον αφορά την Λαμπρατσιώτη στο απολυτήριο της οποίας σημειώνεται ως ξένη γλώσσα η Γερμανική, η Επιτροπή σημείωσε ότι αυτή είναι πτυχιούχος του Τμήματος Ραδιολογίας Ακτινολογίας της Σχολής Επαγγελμάτων Υγείας και Πρόνοιας του Τ.Ε.Ι. Αθήνας, όπου διδάχτηκε την αγγλική γλώσσα σε επίπεδο που ικανοποιεί την απαίτηση του σχεδίου υπηρεσίας για καλή γνώση.

 

΄Εχει νομολογηθεί (Χατζηγιάννη κ.α. ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 317, 337) ότι η γνώση μιας γλώσσας στοιχειοθετείται με την ανάλογη κατοχή της, τόσο στο γραπτό, όσο και στον προφορικό λόγο.

 

Στη σχετική συνεδρία η Επιτροπή ως προς τους υπόλοιπους υποψήφιους διαπίστωσε την κατοχή του συγκεκριμένου προσόντος με βάση το απολυτήριό τους από αναγνωρισμένες σχολές Μέσης Εκπαίδευσης Κύπρου ή Ελλάδας.  Για τη Λαμπρατσιώτη προφανώς είχε υπ΄ όψιν  τη βεβαίωση του Τ.Ε.Ι. Αθηνών, στην οποία σημειώνεται ως ξένη γλώσσα τα αγγλικά και ο βαθμός της.  Τα πιο πάνω όμως στοιχεία δεν αποκαλύπτουν από μόνα τους το επίπεδο της γνώσης του γραπτού και προφορικού λόγου στην αγγλική γλώσσα και πολύ περισσότερο αν είναι στο επίπεδο που απαιτείται από το σχέδιο υπηρεσίας.

 

Όπως έχει λεχθεί και στην υπόθεση Επαμεινώνδας ν. Ρ.Ι.Κ. κ.α. (1998) 3 Α.Α.Δ. 376,  τα στοιχεία που είχε ενώπιόν της η Επιτροπή που αναφέρονται στο προσόν της  «καλής γνώσης της αγγλικής γλώσσας» δεν φαίνεται ότι αποτελούσαν τα αδιάσειστα εκείνα ενδεικτικά που να καταδείχνουν την επάρκεια γνώσης της αγγλικής γλώσσας στο επίπεδο που απαιτείται.

 

Νομολογιακά έχει καθιερωθεί η αναγκαιότητα για έρευνα από την ίδια την Επιτροπή στις περιπτώσεις που δεν υπάρχουν εκείνα τα αδιάσειστα ενδεικτικά στοιχεία που να καταδεικνύουν την επάρκεια γνώσης μιας γλώσσας.  Κι΄ αυτό χωρίς να παραγνωρίζω ότι η διαπίστωση των προσόντων των υποψηφίων για την πλήρωση της θέσης ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του διορίζοντος οργάνου και αποτελεί πτυχή της διοικητικής λειτουργίας (Τριανταφυλλίδης ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 429).

 

Στην παρούσα υπόθεση τα στοιχεία που η Επιτροπή είχε ενώπιόν της δεν καταδείκνυαν την επάρκεια γνώσης της αγγλικής και ήταν ακριβώς η κατάλληλη περίπτωση για διεξαγωγή έρευνας από την Ε.Δ.Υ. για διερεύνηση των στοιχείων με σκοπό τη διαπίστωση κατά πόσο τα στοιχεία αυτά πραγματικά τεκμηρίωναν τον απαιτούμενο βαθμό της «καλής γνώσης της αγγλικής γλώσσας».

 

Επισημαίνω στο σημείο αυτό και την εγκύκλιο της ίδιας της Επιτροπής η οποία τιτλοφορείται «Αποδεκτά Τεκμήρια από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας για γνώση της Ελληνικής και Αγγλικής Γλώσσας σε απαιτούμενα από σχέδια υπηρεσίας θέσεων επίπεδα» και στην οποία για την «αγγλική γλώσσα» ως απαιτούμενος βαθμός γνώσης στην «καλή γνώση» καθορίζονται διάφορα κριτήρια όπως «απολυτήριο αναγνωρισμένης Σχολής Μέσης Εκπαίδευσης, πιστοποιητικό επιτυχίας στις Τελικές Εξετάσεις των Κρατικών Ινστιτούτων Επιμόρφωσης στα Αγγλικά τουλάχιστον του τέταρτου έτους, First Certificate in English του University of Cambridge και γραπτή εξέταση που διεξάγεται σύμφωνα με τους περί Αξιολόγησης Υποψηφίων για Διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμους του 1998 έως 2006 (Βαθμολογία 50% και άνω στο θέμα των Αγγλικών)».

 

Η Λαμπρατσιώτη δεν φαίνεται αν πληροί οποιοδήποτε από τα πιο πάνω καθορισθέντα τεκμήρια. ΄Ετσι, καταλήγω ότι η Επιτροπή παρέλειψε να προβεί στη διεξαγωγή δέουσας έρευνας για τη διαπίστωση της κατοχής της «καλής γνώσης της αγγλικής γλώσσας» και για το λόγο αυτό η προσφυγή ως προς τη Λαμπρατσιώτη επιτυγχάνει και ο διορισμός της θα πρέπει να ακυρωθεί.

 

Οι αιτήτριες ισχυρίζονται επίσης ότι η Επιτροπή παραβίασε τον περί Αξιολόγησης Υποψηφίων για Διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμο, Ν.6(Ι)/98, σχετικά με τη διεξαγωγή γραπτών εξετάσεων.  Ειδικότερα παραπέμπουν στο άρθρο 2(1) του Παραρτήματος του Νόμου, το οποίο τιτλοφορείται «Διαδικασία διεξαγωγής γραπτής εξέτασης» και υποστηρίζουν ότι η διεξαγωγή των γραπτών εξετάσεων διενεργήθηκε αναρμόδια και χωρίς νόμιμη εξουσιοδότηση από ένα τμήμα του Πανεπιστημίου Κύπρου.

 

Ο ισχυρισμός αυτός θα πρέπει να απορριφθεί. Το άρθρο 2(1) του Παραρτήματος του Ν.6(1)/98, προβλέπει ότι η ευθύνη διεξαγωγής της γραπτής εξέτασης ανατίθεται σε ειδική επιτροπή, που απαρτίζεται από τον πρόεδρο της Επιτροπής ή μέλος της ως πρόεδρο, το διευθυντή του Τμήματος Δημόσιας Διοικήσεως και Προσωπικού και από το Διευθυντή Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, ως μέλη.  Η ειδική αυτή επιτροπή αναθέτει στην Υπηρεσία Εξετάσεων του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού ή/και σε πρόσωπα με ειδικές γνώσεις και εμπειρίες, σε συνεργασία με αρμόδιους λειτουργούς, όπου η ειδική επιτροπή το κρίνει αναγκαίο, την ετοιμασία δοκιμίων για το κάθε θέμα της εξέτασης.

 

Όπως καταγράφεται στο πρακτικό ημερομηνίας 14.2.2005 και στο σχέδιο υπηρεσίας της θέσης, η θέση Ακτινογράφου περιλαμβάνεται στον κατάλογο θέσεων (Παράρτημα Β) πρώτου διορισμού για τις οποίες απαιτείται, δυνάμει της υπ΄αρ. 5  Απόφασης της Βουλής που λήφθηκε στις 24.6.2004, η διεξαγωγή ειδικού γραπτού διαγωνισμού από την οικεία Συμβουλευτική Επιτροπή, με βάση τις διατάξεις των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων (βλέπε Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας υπ΄αρ. 3876, ημερ. 25.6.04).

 

Η Επιτροπή εξασφάλισε και σχετική γνωμάτευση από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ο οποίος κατέληξε ότι τη γραπτή εξέταση διεξάγει η οικεία Συμβουλευτική Επιτροπή.

 

Αφού, κατά συνέπεια, σύμφωνα με το άρθρο 33(5) του Ν.1/90 που ρυθμίζει τη διαδικασία πλήρωσης θέσεων πρώτου διορισμού, η Συμβουλευτική Επιτροπή μπορεί να αναθέσει σε υπηρεσία ή σε λειτουργούς την ετοιμασία των θεμάτων και τη βαθμολόγηση των γραπτών της τυχόν γραπτής εξέτασης, ορθά ανατέθηκε η οργάνωση του γραπτού διαγωνισμού και η διόρθωση των γραπτών στο Κέντρο Επιστημονικής Επιμόρφωσης, Αξιολόγησης και Ανάπτυξης (Κ.ΕΠ.Ε.Α.Α.) του Πανεπιστημίου Κύπρου.  Αποφασίστηκε επίσης όπως η ετοιμασία των θεμάτων ανατεθεί στον κ. Αχιλλέα Καλαϊτζή, Ανώτερο Επιθεωρητή Ακτινογράφο και παραδοθεί στον πρόεδρο της Συμβουλευτικής Επιτροπής.  Ο πρόεδρος απέστειλε τις ερωτήσεις, μαζί με τις ορθές απαντήσεις στην υπεύθυνη λειτουργό του Κ.ΕΠ.Ε.Α.Α. για τη διεξαγωγή του διαγωνισμού.  Το Κ.ΕΠ.Ε.Α.Α. προέβη σε τυχαία επιλογή 40 ερωτήσεων πολλαπλής επιλογής τις οποίες οι υποψήφιοι κλήθηκαν να απαντήσουν.  Τα αποτελέσματα του διαγωνισμού υποβλήθηκαν από το Κ.ΕΠ.Ε.Α.Α. στον πρόεδρο της Συμβουλευτικής, ο οποίος ακολούθως τα διαβίβασε στον πρόεδρο της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας. 

 

Επειδή η οργάνωση και διόρθωση των γραπτών ανατέθηκε στο Κ.ΕΠ.Ε.Α.Α. δεν σημαίνει ότι την ευθύνη και αρμοδιότητα διεξαγωγής της εξέτασης είχε το Πανεπιστήμιο Κύπρου.  Απλώς η Συμβουλευτική ανέθεσε σε πρόσωπα με ειδικές γνώσεις και εμπειρίες την ετοιμασία των θεμάτων σε συνεργασία με τον Ανώτερο Επιθεωρητή Ακτινογράφο του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας.  Η ακολουθητέα διαδικασία ήταν απόλυτα εναρμονισμένη με τη διαδικασία, όπως αυτή καθορίζεται στο σχετικό νόμο.

 

Οι αιτήτριες ισχυρίζονται περαιτέρω ότι η επίδικη απόφαση στερείται αιτιολογίας καθότι οι τελικές βαθμολογίες σε κάθε κριτήριο που θέτει το άρθρο 3 του Ν.6(Ι)/98 δόθηκαν αυθαιρέτως και χωρίς οποιαδήποτε  αιτιολογία αφού δεν αναφέρονται οι λόγοι και τα στοιχεία που λήφθηκαν υπ΄ όψιν για την απόδοση των σχετικών μονάδων στους υποψηφίους, κατά παράβαση, όπως ισχυρίζονται, του άρθρου 24 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, Ν.158(Ι)/99.

 

Όπως είδαμε κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης επιλέγηκαν από την Επιτροπή για διορισμό οι πέντε πρώτοι σε σειρά συνολικών μονάδων υποψήφιοι στον Πίνακα Διοριστέων.  Οι αιτήτριες είχαν εξασφαλίσει μικρότερη συνολική βαθμολογία.  Σύμφωνα με το άρθρο 6(7)(α) του Νόμου 6(Ι)/98, η διορίζουσα αρχή προβαίνει στην πλήρωση των κενών θέσεων με την προσφορά στους υποψηφίους διορισμού σε αυτές, με βάση τη σειρά κατάταξής τους στον Πίνακα και μέχρι τη συμπλήρωση των κενών θέσεων.  Το άρθρο 3(1) προβλέπει και τα κριτήρια με τα οποία γίνεται η επιλογή και ο διορισμός των υποψηφίων.  Τα κριτήρια αυτά είναι τα αποτελέσματα γραπτής και τυχόν προφορικής εξέτασης, τα προσόντα που με βάση τυχόν διατάξεις νόμου ή κανονισμού ή του οκείου για τη θέση σχεδίου υπηρεσίας θεωρούνται ως πλεονέκτημα, άλλα ακαδημαϊκά προσόντα, η πείρα που είναι σχετική με τα καθήκοντα της θέσης και η αξιολόγηση του οικείου προϊσταμένου τμήματος.

 

Η βαρύτητα που δίδεται στο καθένα από τα πιο πάνω πέντε κριτήρια αποτιμάται σε μονάδες σύμφωνα με το άρθρο 3(1)(β).

 

Σε καμιά από τις διατάξεις του Ν.6(1)/98 δεν προκύπτει η υποχρέωση της Επιτροπής για αιτιολόγηση της βαθμολογίας των κριτηρίων.  Πιστεύω αν ο νομοθέτης ήθελε κάτι τέτοιο προφανώς θα το προνοούσε ρητά.  Συμφωνώ με την αντιμετώπιση του αδελφού Δικαστή Κωνσταντινίδη στην υπόθεση Χριστοδούλου ν. ΕΔΥ, Υποθ. Αρ. 1371/05, ημερ. 7.3.2007, στην οποία σημειώνεται ότι ο νομοθέτης δεν απαίτησε ρητά αιτιολογία, όπως στις άλλες περιπτώσεις, αλλά προέβλεψε άλλες δικλείδες ασφαλείας, αφού αρκείται στην απόδοση μονάδων και στο σχετικό μηχανισμό.

 

Οι αιτήτριες υποστηρίζουν τέλος ότι η Επιτροπή πλανήθηκε ως προς τον καθορισμό των μονάδων της πείρας.  Ειδικότερα υποστηρίζουν ότι από τη στιγμή που το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης προβλέπει ως πλεονέκτημα τη διετή τουλάχιστον πείρα σε ακτινογραφική εργασία, το οποίο για να προσμετρήσει θα έπρεπε να το κατείχε ο υποψήφιος  πριν την υποβολή της αίτησης, θα έπρεπε να δοθούν από την Επιτροπή επιπρόσθετες μονάδες από αυτές που δόθηκαν για την «πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης» δυνάμει του άρθρου 3(1)(β)(ε) του Νόμου.  Προς υποστήριξη της θέσης τους παραπέμπουν στην υπόθεση Κεντρικός Φορέας Ισότιμης Κατανομής Βαρών ν. Κεφάλα (αρ.2) (2003) 3 Α.Α.Δ. 349

 

Αρχικά θα ήθελα να παρατηρήσω ότι δεν κατανοώ πώς η απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Κεφάλα υποβοηθεί ή στηρίζει τη θέση τους για το θέμα της πείρας.  Αντίθετα, προκύπτει από την απόφαση ότι το γεγονός ότι το «πλεονέκτημα της πείρας» βρίσκεται κάτω από τον τίτλο «προσόντα» δεν μπορεί να έχει «ερμηνευτική βαρύτητα» εφ΄ όσον ο ορισμός στο Νόμο 6(Ι)/98 της «πείρας σχετικής με τα καθήκοντα της θέσης» είναι καθοριστικός, με εξαντλητική σημασία, χωρίς δηλαδή περιθώριο υπαγωγής του ιδίου στοιχείου σε άλλο κεφάλαιο.

 

Από το πρακτικό της Επιτροπής προκύπτει ότι η πείρα, τόσο των αιτητριών, όσο και των ενδιαφερομένων μερών σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης έχει ληφθεί υπ΄ όψιν από την Επιτροπή και δόθηκαν μονάδες ανάλογα με τα χρόνια της ευδόκιμης πείρας.  Θα ήταν άτοπο κατά τη γνώμη μου το ίδιο κριτήριο να αξιολογηθεί δύο φορές.  Ο ισχυρισμός των αιτητριών ότι έπρεπε να υπολογιστεί η πείρα τους και ως πλεονέκτημα και ως πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός, αφού αν συνέβαινε κάτι τέτοιο η Επιτροπή θα προέβαινε ουσιαστικά σε διπλή αξιολόγηση του ίδιου κριτηρίου (βλέπε Μιχαηλίδου Αρσένη ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 486, 492).

 

Η προσφυγή επιτυγχάνει ως προς τη Μαρία Λαμπρατσιώτη της οποίας ο διορισμός ακυρώνεται, αλλά αποτυγχάνει και απορρίπτεται εναντίον των υπόλοιπων ενδιαφερομένων μερών.

 

Ως προς τα έξοδα, επειδή οι αιτήτριες έχουν πετύχει μόνο στην ακύρωση του διορισμού ενός από πέντε ενδιαφερόμενα μέρη, αποφάσισα όπως τους επιδικάσω έξοδα ύψους €800.

 

 

Φρ. Νικολαΐδης, Δ.

 

 

/ΜΔ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο