TAMAGA DURJA MAN ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, Υπόθεση Αρ. 278/2009) (Αίτηση Νομικής Αρωγής Αρ. 1/2009, 15 Ιουλίου 2009

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 278/2009)

(Αίτηση Νομικής Αρωγής Αρ. 1/2009)

 

15 Ιουλίου 2009

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

TAMAGA DURJA MAN,

Αιτητής,

-         ΚΑΙ  -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

Καθ΄ ων η αίτηση.

----------------------------

Ο αιτητής εμφανίζεται προσωπικά.

Γ. Χατζηχάννα (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,

για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

Ganesh Uprety και Ιωάννης Σούλος μεταφραστές παρόντες.

------------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Ο αιτητής κατάγεται από το Νεπάλ και εισήλθε νόμιμα στη Δημοκρατία στις 18.10.03.  Στις 15.1.04 υπέβαλε αίτηση για αναγνώριση του καθεστώτος του πολιτικού πρόσφυγα, η οποία εξετάστηκε στην πορεία και απερρίφθη με απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ημερ. 29.1.09.  Εναντίον της απόφασης αυτής ο αιτητής καταχώρησε εμπρόθεσμα στις 13.3.09, την πιο πάνω προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο. 

 

        Στα πλαίσια της προσφυγής αυτής, ο αιτητής αιτήθηκε στις 13.3.09, την ίδια δηλαδή ημέρα καταχώρησης της προσφυγής, την  παροχή νομικής αρωγής, με αίτηση που συμπληρώθηκε στον Τύπο 1 του Διαδικαστικού Κανονισμού (Αρ. 1)  του 2003 που  εκδόθηκε με βάση τον περί Νομικής Αρωγής Νόμο αρ. 165(Ι)/02 (εφεξής «ο Νόμος»).  Με την αίτηση αυτή, ο αιτητής επιδιώκει την προς όφελος του παραχώρηση δωρεάν νομικής αρωγής στα πλαίσια της καταχωρηθείσας πιο πάνω προσφυγής εναντίον της απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου.   Η αίτηση βασίζεται στις διατάξεις του άρθρου 15 παρ. 2 της Οδηγίας 2005/85/Ε.Κ. του Συμβουλίου της 1.12.05 (εφεξής «η Οδηγία») με την οποία προκρίθηκαν από την Ευρωπαϊκή Ένωση ελάχιστες προδιαγραφές για τις διαδικασίες με τις οποίες τα κράτη μέλη οφείλουν να χορηγούν και να ανακαλούν το καθεστώς του πολιτικού πρόσφυγα.  Η αίτηση εδράζεται επίσης στο άρθρο 13 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προστασία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών.  Με την αίτηση του ο αιτητής ζητά το διορισμό δικηγόρου για εκπροσώπηση στη διαδικασία της προσφυγής, συνοδεύεται δε και από τον Τύπο 2 του σχετικού Διαδικαστικού Κανονισμού, την έγγραφη, δηλαδή, δήλωση του αιτητή, όπου περιέχονται τα προσωπικά του στοιχεία όπως όνομα, ημερομηνία γέννησης, χώρα καταγωγής, ιθαγένεια, αριθμός διαβατηρίου και αριθμός κοινωνικών ασφαλίσεων.  Διαγράφησαν ως μη εφαρμοζόμενα τα στοιχεία περί επαγγέλματος, απολαβών και άλλων ωφελημάτων από το επάγγελμα, άλλων εισοδημάτων και τα στοιχεία ακίνητης ιδιοκτησίας, μηχανοκινήτων οχημάτων, καταθέσεων σε τράπεζες ή άλλα ιδρύματα και οφειλές σε δανειστές. 

 

        Παρά τη χρήση των Τύπων που αφορούν την επίκληση του Νόμου, ο αιτητής ενώπιον του Δικαστηρίου ανέπτυξε προσωπικά και με τη βοήθεια διπλής διερμηνείας, την εισήγηση του ότι θα πρέπει να του παρασχεθεί νομική αρωγή στη βάση της κατ΄ ευθείαν εφαρμογής της Οδηγίας, και ιδιαίτερα του άρθρου 15, που προνοεί για το δικαίωμα νομικής συνδρομής και εκπροσώπησης.  Το επιχείρημα συνέχισε με τη θέση ότι εφόσον η Κυπριακή Δημοκρατία έπρεπε να είχε ενσωματώσει στην έννομη της τάξη, με βάση το άρθρο 43 της Οδηγίας, τις διατάξεις του άρθρου 15, το αργότερο μέχρι την 1.12.08, το Δικαστήριο οφείλει να εφαρμόσει το δικαίωμα νομικής αρωγής που παρέχεται σε αιτητή ασύλου, μη αποτελούσης δικαιολογίας η μη μεταφορά της Οδηγίας στο Κυπριακό δίκαιο.  Κατά τα υπόλοιπα, ο αιτητής ανέφερε  ότι  καλύπτεται  από  τις   διατάξεις του άρθρου 15 παρ. 3(β) και (δ), εφόσον δεν έχει επαρκείς πόρους και εφόσον είναι πιθανό να εκδοθεί θετική απόφαση επί της προσφυγής του, με δεδομένο ότι ηγέρθηκε εμπρόθεσμα και δεν μπορεί να απορριφθεί για τυπικούς λόγους.

 

        Η αντίθετη θέση που αναπτύχθηκε από την κα Χατζηχάννα ενωρίτερα σήμερα το πρωΐ, είναι ότι ο Νόμος δεν καλύπτει εν πάση περιπτώσει αιτήσεις ασύλου ενώπιον του Δικαστηρίου, η δε Οδηγία μπορεί να τύχει κατευθείαν εφαρμογής από το Δικαστήριο μόνο κάτω από συγκεκριμένες προϋποθέσεις.  Οι προϋποθέσεις αυτές είναι ότι το περιεχόμενο της εφαρμοστέας Οδηγίας και συγκεκριμένα το άρθρο 15, ως προς το δικαίωμα νομικής αρωγής και εκπροσώπησης, θα πρέπει να είναι απαλλαγμένο από ασάφειες, αλλά αντίθετα να είναι επαρκώς σαφές και ακριβές, κάτι που δεν συμβαίνει στην περίπτωση.  Αυτό, διότι το άρθρο 15 παρ. 2 δίνει την ευχέρεια στο κάθε κράτος μέλος, όπως παρέχει είτε δωρεάν νομική συνδρομή, είτε εκπροσώπηση.  Επομένως, η Κυπριακή Δημοκρατία μπορεί να επιλέξει μεταξύ αυτών των δύο διαζευκτικών λύσεων.  Μετέπειτα, οποιαδήποτε από τις δύο λύσεις που από μόνες τους δείχνουν τη διακριτική ευχέρεια που αφήνεται στο κράτος μέλος, θα είχε εφαρμογή μόνο εφόσον ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις της παρ. 3, οι οποίες είναι διαζευκτικές και οι οποίες στην περίπτωση του αιτητή δεν πληρούνται διότι η έκθεση του Γραφείου Ευημερίας αφήνει ερωτηματικά ως προς την επάρκεια των πόρων του, αλλά και περαιτέρω η προσφυγή κατά πάσα πιθανότητα δεν θα επιτύχει εφόσον η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, αντίγραφο του πλήρους κειμένου  της οποίας η συνήγορος παρέδωσε για σκοπούς της παρούσας διαδικασίας στο Δικαστήριο, δείχνει με επάρκεια τους λόγους για τους οποίους ο αιτητής κρίθηκε αναξιόπιστος.  Διαζευκτικά, το Δικαστήριο θα μπορούσε να ερμηνεύσει την όποια εθνική νομοθεσία κατά τρόπο ώστε να δώσει τη δυνατότητα εφαρμογής στην Οδηγία.  Η συνήγορος της Δημοκρατίας επίσης πρόσφερε την πληροφορία ότι εκκρεμεί νομοσχέδιο στη Βουλή των Αντιπροσώπων που ενδεχομένως να εξεταστεί και εγκριθεί μετά τις καλοκαιρινές διακοπές για μεταφορά της Οδηγίας στην Κυπριακή έννομη τάξη, ενώ η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με βάση το άρθρο 226 της Ευρωπαϊκής Συνθήκης έχει ήδη αποστείλει προειδοποιητική επιστολή στην Κυπριακή Δημοκρατία για τη μη μεταφορά της Οδηγίας. 

 

        Πρόδηλο είναι ότι οι διατάξεις του Νόμου δεν έχουν εφαρμογή στην περίπτωση του αιτητή εφόσον η διαδικασία της προσφυγής στο Ανώτατο Δικαστήριο δεν είναι από τις διαδικασίες που καλύπτονται από τα άρθρα 4, 5 και 6 που ουσιαστικά έχουν εφαρμογή για κατ΄ ισχυρισμόν παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ποινικές διαδικασίες και οικογενειακές διαφορές.  Δεν είναι συνεπώς δυνατό να ερμηνευθεί με οποιοδήποτε τρόπο ο Νόμος ώστε να δοθεί αποτελεσματικότητα στην Οδηγία.  Κάτι τέτοιο θα διηύρυνε ανεπίτρεπτα τις πρόνοιες του Νόμου, καθιστώντας το ίδιο το Δικαστήριο, νομοθέτη.  Ο αιτητής δεν επικαλείται τη νομοθεσία αυτή, παρόλον που χρησιμοποιεί, κατ΄ αναλογίαν, τους Τύπους του Διαδικαστικού Κανονισμού για να αχθεί η αίτηση νομότυπα ενώπιον του Δικαστηρίου.

 

Όπως έχει αναφερθεί, η Οδηγία αναφέρεται στις ελάχιστες προδιαγραφές για τις διαδικασίες με τις οποίες τα κράτη μέλη χορηγούν και ανακαλούν το καθεστώς του πρόσφυγα και αποτελεί τη μια από τις τέσσερεις δομικές συστατικές πράξεις για τη δημιουργία ενός κοινού Ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου.  Οι υπόλοιπες τρεις είναι το λεγόμενο Regulation του Δουβλίνου Regulation 343/2003, η Οδηγία 2003/9/Ε.Κ. και η Οδηγία 2004/83/Ε.Κ.  Σύμφωνα με το Κοινοτικό Δίκαιο, όπως εξηγείται στο  σύγγραμμα  των  Steiner & Woods: Textbook on EC Law 8η έκδ. σελ. 93-96, κατά το άρθρο 249 (πρώην 189) της Ευρωπαϊκής Συνθήκης, η Οδηγία θεωρείται δεσμευτική ως προς το αποτέλεσμα που επιδιώκεται αφήνοντας όμως στο κάθε κράτος μέλος τη μεθοδολογία και τον τύπο εφαρμογής της.  Ενώ αρχικά θεωρείτο ότι η Οδηγία σε αντίθεση με μια Απόφαση («Regulation»), δεν είχε κατευθείαν εφαρμογή («directly applicable effect»),  στην πορεία επεκράτησε μέσα από τη νομολογία του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις υποθέσεις Grad v. Finanzamt Traunstein (case 9/70) και Van Duyn v. Home Office (case 41/74), ότι τα Δικαστήρια των κρατών μελών οφείλουν να προσφέρουν αποτελεσματικότητα στις Οδηγίες και άρα πρέπει να τυγχάνουν εφαρμογής απευθείας στο εσωτερικό δίκαιο, ασχέτως της μη μεταφοράς τους στην εθνική νομοθεσία.  Εξαίρεση αποτελεί, σύμφωνα με την υπόθεση Pubblico Ministero v. Ratti (case 148/78), ότι η απευθείας εφαρμογή δεν μπορεί να επισυμβεί εάν δεν έχει παρέλθει ο χρόνος ενσωμάτωσης της Οδηγίας στο εθνικό δίκαιο.  Να σημειωθεί ότι ακόμη και όπου έχει μεταφερθεί η Οδηγία στο εθνικό δίκαιο, η Οδηγία αυτή καθαυτή μπορεί και πάλι να θεωρηθεί ως έχουσα κατευθείαν ισχύ ώστε να γίνει επίκληση της από αιτητή, εάν η μεταφορά έχει γίνει κατά ελλιπή τρόπο.  (δέστε και το σύγγραμμα του Stephen Weatherill: Cases and Materials on EU Law 7η έκδ. σελ. 133-141).

 

        Υπάρχουν όμως προϋποθέσεις για την κατευθείαν εφαρμογή μιας Οδηγίας και αυτές είναι ότι πρέπει οι διατάξεις της να είναι σαφείς και επαρκείς, ακριβείς, χωρίς όρους και χωρίς να αφήνεται περιθώριο για ευχέρεια κατά την εφαρμογή τους.  Όπως αναφέρεται επί λέξει στη σελ. 94 του πιο πάνω συγγράμματος:

 

«Whether they will in fact be so will depend on whether they satisfy the criteria for direct effects – they must be sufficiently clear and precise, unconditional, leaving no room for discretion in implementation.»

 

        Όπως έχει επίσης αναφερθεί στην υπόθεση του Δ.Ε.Κ. Antoine Kortas ημερ. 1.6.99, αρ. 61997J0319 στις σκέψεις 21 και 22:

 

 «κατά πάγια νομολογία …….. σε κάθε περίπτωση που οι διατάξεις μιας οδηγίας είναι, από άποψη περιεχομένου, απαλλαγμένες αιρέσεων και επαρκώς ακριβείς, ιδιώτες μπορούν να τις επικαλούνται έναντι του κράτους ενώπιον του εθνικού Δικαστηρίου, είτε όταν το κράτος αυτό παραλείπει να μεταφέρει εμπροθέσμως την Οδηγία στο εσωτερικό δίκαιο είτε όταν προβαίνει σε πλημμελή μεταφορά της.». 

 

Και περαιτέρω ότι:

 

 «….. το γενικό χαρακτηριστικό μιας Οδηγίας έχουσας άμεσο αποτέλεσμα δεν εξαρτάται καθόλου από τη νομική της βάση, αλλά μόνο από τα ενδογενή χαρακτηριστικά της …….»,

 

τα οποία είναι αυτά που αναφέρθηκαν προηγουμένως.  

 

        Επομένως, εδώ, εφόσον η Κύπρος, ασχέτως της ύπαρξης νομοσχεδίου, δεν έχει μεταφέρει ακόμη στο εθνικό της δίκαιο κατά παράβαση της προθεσμίας που δόθηκε, την Οδηγία, συμπεριλαμβανομένων και των διατάξεων του άρθρου 15, περί νομικής αρωγής, το Δικαστήριο θα μπορούσε να την εφαρμόσει κατευθείαν προς όφελος του αιτητή εφόσον κριθεί ότι συντρέχουν οι σχετικές προϋποθέσεις.  Οι προϋποθέσεις αυτές, όμως, δεν τυγχάνουν εφαρμογής στην παρούσα περίπτωση.  Ορθά υπέδειξε η κα Χατζηχάννα ότι παρέχεται στην Κυπριακή Δημοκρατία η ευχέρεια να επιλέξει την παροχή δωρεάν νομικής συνδρομής ή  την εκπροσώπηση και επομένως ελλείπει εκείνη η ακριβής και απαλλαγμένη διαζεύξεων διατύπωση ώστε το Δικαστήριο να προχωρήσει στην παροχή της μιας ή της άλλης λύσης προς όφελος του αιτητή.  Στο Αγγλικό κείμενο του άρθρου 15 παρ. 2 της Οδηγίας, χρησιμοποιείται η φράση «free legal assistance and/or representation be granted on request», στο δε αντίστοιχο Ελληνικό, η φράση είναι «κατόπιν αιτήματος δωρεάν νομική συνδρομή ή/και εκπροσώπηση».  Σαφώς, επομένως, το θέμα τίθεται διαζευκτικά και στην απουσία ορισμών στην ίδια την Οδηγία, φαίνεται η διαφορά να είναι μεταξύ  της υποστήριξης της υπόθεσης ενός αιτητή από δικηγόρο που καθορίζεται ειδικά από την εθνική νομοθεσία (παρ. 3(γ) του άρθρου 15) και επιλέγεται ενδεχομένως κατ΄ αναλογίαν προς τα όσα καθορίζονται στο άρθρο 10 του Νόμου (επιλογή από τον αιτητή από δικηγόρους που είναι έτοιμοι να προσφέρουν τέτοιες υπηρεσίες ή από κατάλογο δικηγόρων) ή εκπροσώπηση ενδεχομένως από κάποιο ιδιώτη, κίνημα ή ομάδα που μπορεί να προέρχεται ή να πληρώνεται από τον κρατικό μηχανισμό.  Υπό ποίες λοιπόν προϋποθέσεις και όρους θα μπορούσε η Κύπρος να παρέχει εκπροσώπηση δεν είναι γνωστό επί του παρόντος, ούτε και η νομική αρωγή θα ήταν δυνατή χωρίς τη συγκεκριμενοποίηση των όρων παροχής της.

 

 Αλλά και περαιτέρω, η παρ. 3 του άρθρου 15, δίνει ευχέρεια στο κράτος μέλος να προβλέψει στην εθνική νομοθεσία του τις διαζευκτικές εκείνες περιπτώσεις κατά τις οποίες θα μπορούσε να παραχωρηθεί η δωρεάν νομική αρωγή ή η εκπροσώπηση.  Επομένως και εδώ ενυπάρχει διακριτική ευχέρεια ως προς το σε ποια ή ποιες από τις περιπτώσεις που καλύπτονται από την παρ. 3, η μεταφορά στην εθνική νομοθεσία θα ήταν δυνατό να δώσει υπόσταση.  Η μεταφορά της Οδηγίας ως προς την ακριβή της έκταση και κάλυψη δεν είναι επομένως σαφώς προσδιορισμένη εκ των προτέρων.  Μπορεί με άλλα λόγια η Κυπριακή Δημοκρατία να επιλέξει ένα από τους διαζευκτικούς τρόπους ή και όλους μαζί.  Θα μπορούσε, βεβαίως, να υποστηριχθεί ότι ο αιτητής θα δικαιούτο κατ΄  ελάχιστον του ευεργετήματος έστω μίας των διαζευκτικών αυτών λύσεων.

 

 Ο αιτητής, όμως, δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί με το υλικό το οποίο υπάρχει ενώπιον του Δικαστηρίου ότι ικανοποιεί για παράδειγμα την υποπαρ. (β) της παρ. 3, την οποία επικαλείται και με την οποία παρέχεται δωρεάν νομική αρωγή ή εκπροσώπηση σε όσους δεν έχουν επαρκείς πόρους.  Η ενώπιον του Δικαστηρίου έκθεση του Γραφείου Ευημερίας ημερ. 24.6.09, που λήφθηκε κατόπιν συνέντευξης του αιτητή, δείχνει ότι αυτός ενοικιάζει έναντι €210 μηνιαίως διαμέρισμα, το ενοικιαστήριο έγγραφο του οποίου επισυνάπτεται στην έκθεση, μαζί με μια βεβαίωση είσπραξης ποσού €420, για κάλυψη του ενοικίου για το μήνα Μάϊο του 2009, αλλά και κατάθεσης ποσού €210 υπό τύπο εγγύησης (deposit).  Σύμφωνα όμως με την οικονομική κατάσταση του αιτητή, όπως ο ίδιος την παρουσίασε, δεν έχει απολύτως καμία κινητή ή ακίνητη περιουσία, καμία αποταμίευση σε τράπεζες, δεν εργάζεται και δεν έχει στην κατοχή του οποιοδήποτε μεταφορικό μέσο.  Αναφέρεται επίσης ότι έχει δημιουργήσει χρέη €7.000 περίπου από δάνεια που έλαβε από συμπατριώτες και φίλους του και από καθηγητή σε ιδιωτικό πανεπιστήμιο με το οποίο συνεργάζεται ως μεταπτυχιακός ερευνητής, χωρίς όμως αμοιβή και χωρίς να πληρώνει φοιτητικά δίδακτρα.

 

 Η λειτουργός Ευημερίας  αναφέρει στην έκθεση της ότι παρόλον που ζητήθηκαν αποδείξεις και στοιχεία για τα διάφορα αυτά θέματα, ιδιαιτέρως δε ως προς τα δάνεια, ουδεμία βεβαίωση ή άλλο στοιχείο προσκομίστηκε από τον αιτητή.  Να σημειωθεί περαιτέρω, και είναι σημαντικό, ότι  για τον αιτητή καταβάλλονταν εισφορές κοινωνικών ασφαλίσεων από εργασία που φαίνεται να είχε για την περίοδο 2004-2007 στην επαρχία Πάφου, σύμφωνα με το επισυναφθέν στην Έκθεση Ευημερίας, Παράρτημα 3, που είναι ο ασφαλιστικός λογαριασμός του αιτητή ημερ. 17.6.09, που εκδόθηκε από το Επαρχιακό Γραφείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων Λευκωσίας και αναφέρεται σε εισφορές για την πιο πάνω περίοδο.  Από τον Ιούνιο του 2005, μέχρι και τον Αύγουστο του 2007, λάμβανε επίσης δημόσιο βοήθημα σε έκτακτη βάση ως αιτητής πολιτικού ασύλου, το οποίο παρά την εξασφάλιση προηγούμενης εργασίας, όπως αναφέρθηκε, συνέχισε να του καταβάλλεται εφόσον δεν είχε ενημερώσει την υπηρεσία για την εργασία αυτή.  Στις 4.8.08, αποτάθηκε για εξεύρεση εργασίας στο Επαρχιακό Γραφείο Εργασίας στη Λευκωσία, ως νεοεισερχόμενος και παρόλο που του προσφέρθηκε την ίδια ημέρα εργασία αρνήθηκε να την πάρει.  Παρά ταύτα το δημόσιο βοήθημα συνεχίστηκε παρά το ότι η σχετική νομοθεσία προέβλεπε άμεσο τερματισμό του.  Η λειτουργός αναφέρεται και σε επιστολή της Κίνησης για Ισότητα, Στήριξη και Αντιρατσισμό, ότι ο αιτητής θα ήταν διατεθειμένος να εργαστεί αν του καταβαλλόταν ο προβλεπόμενος από τη Συλλογική Σύμβαση μισθός.  Εν τέλει, στη βάση του ότι από τον Οκτώβριο του 2008 δυνάμει του Κανονισμού 12(2) των περί Προσφύγων (Συνθήκες Υποδοχής Αιτητών) Κανονισμών του 2005, οι αιτητές ασύλου θα μπορούσαν να απασχοληθούν σε ένα ευρύ φάσμα εργασιών στη γεωργία, κτηνοτροφία, αλιεία, μεταποίηση, εμπόριο, επισκευές και άλλα, το δημόσιο βοήθημα τερματίστηκε την 1.10.08, εφόσον η άρνηση του αιτητή για εργοδότηση τον κατέτασσε στην κατηγορία των «εκουσίως ανέργων» με βάση το σχετικό ορισμό στον περί Δημοσίων Βοηθημάτων Νόμο αρ. 95(Ι)/06. 

 

        Προκύπτουν επομένως σοβαρά ερωτηματικά ως προς τον τρόπο διαβίωσης και συντήρησης του αιτητή ενόψει των πιο πάνω, ιδιαιτέρως στην απουσία στοιχείων που ενδεχομένως να είχε ή να ηδύνατο να εξασφαλίσει, ενώ φαίνεται ότι ήταν η ίδια η δική του άρνηση από κάποιο χρονικό σημείο και μετά να εργαστεί, παρόλη την προσφορά εργασίας, που του αποστέρησε κάποιους νόμιμους μισθούς από τους οποίους και θα μπορούσε να συντηρείται για ένα χρονικό διάστημα.  Αυτή η εργασία που θα μπορούσε να είχε, ενδεχομένως να του απέφερε αρκετό εισόδημα τουλάχιστον από τις 4.8.08 μέχρι και τις 20.1.09, (δέστε τη συμπληρωματική έκθεση του Γραφείου Ευημερίας ημερ. 10.7.08 που κατατέθηκε σήμερα στο Δικαστήριο), όταν απορρίφθηκε το αίτημα του για πολιτικό άσυλο, με αποτέλεσμα να θεωρείται πλέον παράνομος μετανάστης και όπως ανέφερε η κα Χατζηχάννα να έχει εκδοθεί εναντίον του και διάταγμα απέλασης.  Συμπληρώνεται, ότι ο αιτητής αμφισβήτησε την ορθότητα της έκθεσης του Γραφείου Ευημερίας, αλλά είναι σαφές ότι στα πλαίσια της εξέτασης του αιτήματος του, αυτό δεν θα ήταν δυνατό.

 

        Αλλά ούτε την υποπαρ. (δ) την οποία επίσης επικαλείται, φαίνεται να ικανοποιεί ο αιτητής, ως προς την πιθανότητα δηλαδή να εκδοθεί θετική απόφαση επί της προσφυγής, εφόσον εκ πρώτης όψεως και χωρίς να αποφασίζεται βεβαίως σε αυτό το στάδιο η ουσία της προσφυγής του, η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου παρουσιάζεται τεκμηριωμένη, έχουσα διαπιστώσει αρκετές αντιφάσεις στην όλη εκδοχή του αιτητή ως προς τους λόγους εγκατάλειψης του Νεπάλ και το φόβο του να επιστρέψει, οι οποίες και καταγράφονται διεξοδικά στη σχετική εισήγηση της αρμοδίας Λειτουργού που έλαβε τη συνέντευξη του αιτητή και που έγινε δεκτή από την Υπηρεσία Ασύλου.  Δεν είναι ανάγκη εδώ να παρατεθούν εξαντλητικά τα ζητήματα αυτά, αλλά οι φόβοι του δεν τεκμηριώθηκαν, ενώ η κατ΄ ισχυρισμόν δίωξη του από Μαοιστές, καθώς και από μέλη του πολιτικού κόμματος Nepali Congress, επίσης δεν τεκμηριώθηκε, ενώ η εκδοχή του παρουσίαζε και αρκετές αντιφάσεις.

 

 Να σημειωθεί στα πλαίσια αυτά, ότι το Ανώτατο Δικαστήριο στην αναθεωρητική του δικαιοδοσία, με βάση πάγια νομολογία, δεν επεμβαίνει κατά κανόνα στην ουσία της απόφασης για να ελέγξει την ορθότητα της, αν κατά τα άλλα αυτή λήφθηκε στα πλαίσια της νομιμότητας, της καλής πίστης, της πλήρους διερεύνησης από την Υπηρεσία Ασύλου όλων των σχετικών και ουσιωδών παραμέτρων και μετά από εύλογη άσκηση της διακριτικής ευχέρειας της.  Να σημειωθεί περαιτέρω ότι ο αιτητής δεν επέλεξε να ασκήσει ιεραρχική προσφυγή εναντίον της απόρριψης από την Υπηρεσία Ασύλου ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, όπου το όλο ζήτημα θα μπορούσε να τύγχανε επανεξέτασης, χωρίς την ανάγκη να παρασχεθεί σε εκείνο το στάδιο νομική αρωγή.  Η διοικητική προσφυγή θα μπορούσε να ασκηθεί δυνάμει του άρθρου 28Ε του περί Προσφύγων Νόμου αρ. 6(Ι)/2000. 

 

        Τέλος, να λεχθεί και το εξής.  Ο αιτητής επικαλείται και το άρθρο 13 της Ευρωπαϊκής Συνθήκης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο οποίο όμως δεν αναφέρθηκε κατά την αγόρευση του.  Να λεχθεί απλώς ότι το άρθρο αυτό κατοχυρώνει την αποτελεσματική θεραπεία ενώπιον των εθνικών αρχών στην περίπτωση που τα δικαιώματα και οι ελευθερίες ενός ατόμου, με βάση τη Σύμβαση, παραβιάζονται.  Ταυτόχρονα έχει αποφασιστεί ότι το άρθρο 6 της Σύμβασης δεν εφαρμόζεται στις διαδικασίες ασύλου σύμφωνα με τις αποφάσεις του ΕΔΑΔ Maaouia v. France Application N. 39652/98 ημερ. 12.1.99 και Mamatkulov and Askarov v. Turkey Applications Nos. 46827/99 και 46951/99 ημερ. 4.2.05.  Στο Κυπριακό δίκαιο παρέχεται βεβαίως αποτελεσματική θεραπεία σε όλα τα στάδια της εξέτασης μιας αίτησης για άσυλο, περιλαμβανομένης και της ιεραρχικής προσφυγής στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, που ο αιτητής επέλεξε να μην ακολουθήσει, επί πλέον βέβαια της δυνατότητας προσφυγής στο Ανώτατο Δικαστήριο και της περαιτέρω έφεσης, από τυχόν απορριπτική απόφαση, ενώπιον της Ολομέλειας.  (δέστε γενικά για την εφαρμογή του άρθρου 13 το σύγγραμμα της Nuala Mole: Asylum and the European Convention on Human Rights  4η έκδ. (2008) σελ. 67-71).  Σημειώνεται πρόσθετα ότι στην υπόθεση Richard Lee Goldstein v. Sweden Application No. 46636/99 ημερ. 12.9.2000, το ΕΔΑΔ αποφάσισε ότι το άρθρο 13 δεν εγγυάται το δικαίωμα σε νομική αντιπροσώπευση καλυμμένη ως προς τα έξοδα της από το κράτος, το δε άρθρο  αυτό καταστρατηγείται μόνο όταν η απουσία δωρεάν νομικής αρωγής εμποδίζει και αποκλείει τον αιτητή από τη χρήση των διαθέσιμων θεραπειών.  Εδώ παρατηρείται ότι ο αιτητής προφανώς με τη βοήθεια τρίτων ατόμων, έχει αποτελεσματικά συμπληρώσει όχι μόνο την αίτηση για νομική αρωγή, αλλά έχει καταχωρήσει και την προσφυγή εμπρόθεσμα με αποτέλεσμα να μην έχει αποστερηθεί μέχρι στιγμής οποιουδήποτε ουσιαστικού δικαιώματος του.  Να σημειωθεί συναφώς ότι στην προσφυγή του δεν εξειδικεύει τους νομικούς λόγους, αναφέροντας απλώς ότι αυτό θα γίνει όταν και εφόσον διοριστεί δικηγόρος να τον εκπροσωπήσει.  Ο Καν. 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Κανονισμού του 1962, που επιτάσσει τον επακριβή προσδιορισμό αλλά και την πλήρη αιτιολόγηση της νομικής βάσης της προσφυγής, περιέχει όντως εξαίρεση στην περίπτωση που ο αιτητής παρουσιάζεται μόνος του.

 

Τα όσα έχουν στο παρόν σκεπτικό αναφερθεί, δεν αποκλείουν βέβαια τον αιτητή να υποβάλει εκ νέου αίτηση για νομική αρωγή ή εκπροσώπηση όταν η Οδηγία ενσωματωθεί στην Κυπριακή έννομη τάξη, έχοντας υπόψη ότι η προσφυγή δεν έχει ακόμη επιδοθεί στους καθ΄ ων η αίτηση, οι οποίοι και θα χρειαστούν τον απαιτούμενο χρόνο για να λάβουν τα σχετικά γεγονότα και να καταχωρήσουν την ένσταση τους.

 

 

        Για όλους τους πιο πάνω λόγους η αίτηση απορρίπτεται, αλλά υπό τις περιστάσεις, δεν εκδίδεται οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα.  Τα έξοδα των μεταφραστών να καταβληθούν από τη Δημοκρατία.

 

 

 

 

 

 

 

                                        Στ. Ναθαναήλ,

                                                 Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο