ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΣ ΜΠΕΡΙΔΗΣ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ κ.α, Υπόθεση αρ. 267/2008, 11 Αυγούστου 2009

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

                                                          (Υπόθεση αρ. 267/2008).

 

 

11 Αυγούστου 2009

 

[Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΣ ΜΠΕΡΙΔΗΣ

Αιτητής

 

- ΚΑΙ -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

1.     ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

2.     ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ

Καθ΄ ων η αίτηση

 

……………………..

Αλ. Χρ. Αλεξάνδρου, για τον αιτητή

Δ. Νικολάτου (κα) Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ΄ ων η αίτηση

 

…………………………..

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ:  Ο αιτητής ζητά από το Δικαστήριο την πιο κάτω θεραπεία που παραθέτω αυτούσια:

 

«Δήλωση και/ή Διάταγμα του Δικαστηρίου διά του οποίου να ακυρώνεται η πράξη και/ή η απόφαση των καθ’ ων η αίτηση ημερ. 20/12/07 με την οποία οι καθ’ ων η αίτηση ακύρωσαν την άδεια προσωρινής παραμονής του αιτητή και έκδοσαν διατάγματα απέλασης/κράτησης του αιτητή και απαγόρευσης της επανεισόδου στην Κυπριακή Δημοκρατία του αιτητή για περίοδο 10 ετών, είναι άκυρη, παράνομη, στερημένη οποιουδήποτε νομικού αποτελέσματος και έχει ληφθεί καθ’ υπέρβαση και/ή χωρίς καθόλου Δικαιοδοσία και είναι αποτέλεσμα πλάνης περί γεγονότων και κακής εφαρμογής του νόμου.»

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Ο αιτητής γεννήθηκε στην Τυφλίδα της Γεωργίας στις 10/10/82 και έχει ελληνική υπηκοότητα.  Έφτασε στην Κύπρο το 1999 μαζί με τους γονείς και την αδελφή του και εξασφάλισε στις 10/12/99 άδεια προσωρινής παραμονής απεριόριστης διάρκειας, ως επισκέπτης.  Ακολούθως εξασφάλισε εργασία και άδεια προσωρινής παραμονής για σκοπούς απασχόλησης, επίσης απεριόριστης διάρκειας.

 

Το Μάρτιο του 2004 συνελήφθηκε και κατηγορήθηκε μαζί με τρεις ομοεθνείς του για συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος, δηλαδή απαγωγή με σκοπό τη συνουσία και το βιασμό αλλοδαπής, αλλά στη δίκη που ακολούθησε αυτός αθωώθηκε.

 

Στις 16/7/07 συνελήφθη στον Κεντρικό Αστυνομικό Σταθμό Πάφου και κατηγορήθηκε για διάρρηξη κατοικίας, κλοπή από κατοικία και παράνομη κατοχή περιουσίας και στις 4/9/07 καταδικάστηκε σε 7 μήνες φυλάκιση, 5 μήνες και 3 μήνες αντίστοιχα για τα πιο πάνω αδικήματα.  Στις 20/12/07 η Διευθύντρια έκρινε τον αναφερόμενο αλλοδαπό ως ανεπιθύμητο μετανάστη λόγω της καταδίκης του με βάση την παράγραφο (δ) του άρθρου 6(1) του Κεφ. 105.  Την ίδια ημερομηνία ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών λαμβάνοντας υπόψη και την προηγούμενη εμπλοκή του στην καταγγελία του βιασμού καθώς και την πρόσφατη καταδίκη του, έκρινε ότι αυτός αποτελεί πραγματική, ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή για τη δημόσια τάξη της Δημοκρατίας και κατά συνέπεια δικαιολογείτο η απέλαση του έστω και αν επρόκειτο για πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.  Στις 20/12/07 εκδόθηκε ένταλμα απονομής χάριτος από τον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας για άμεση αποφυλάκιση και αναχώρηση του αλλοδαπού από την Κύπρο.  Την ίδια ημέρα εκδόθηκαν διατάγματα κράτησης και απέλασης εναντίον του ως απαγορευμένου μετανάστη για τα οποία έλαβε γνώση με επιστολή ιδίας ημερομηνίας.  Στις 23/12/07 απελάθηκε στην Ελλάδα.

 

Στις 3/3/08 ο αιτητής καταχώρησε την παρούσα προσφυγή εναντίον των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης και απαγόρευσης της επανεισόδου του στην Κύπρο.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή στις σύντομες γραπτές αγορεύσεις του (αρχική και απαντητική), προβάλλει τους εξής βασικά λόγους ακυρώσεως:  (α) ότι η απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση είναι παράνομη γιατί έχει ληφθεί καθ’ υπέρβαση και/ή χωρίς καθόλου δικαιοδοσία, (β) ότι η απόφαση είναι αποτέλεσμα πλάνης περί γεγονότων και κακής εφαρμογής του νόμου αφού οι καθ΄ ων η αίτηση μιλούν για «προηγούμενες απελάσεις», κάτι που δεν είναι ορθό και (γ) αγνόησαν την ιδιότητα του αιτητή που είναι Ευρωπαίος πολίτης.

 

Από πλευράς των καθ΄ ων η αίτηση υποστηρίζεται η ορθότητα και νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης.  Η απόφαση στηρίχθηκε στο γεγονός ότι ο αιτητής θεωρήθηκε ανεπιθύμητος μετανάστης με βάση την παράγραφο (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 6 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου Κεφ. 105 ως έχει τροποποιηθεί.  Επίσης δικαιολογείται και από το Νόμο αρ. 7(Ι)/2007.  Όσον αφορά την αναφορά  των καθ΄ ων η αίτηση «σε προηγούμενες απελάσεις» του αιτητή, η ευπαίδευτη δικηγόρος των καθ΄ ων η αίτηση αναφέρει ότι αυτό οφείλεται σε τυπογραφικό λάθος. 

 

ΕΞΕΤΑΣΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ

 

Αρχίζω την εξέταση της υπόθεσης με την παράθεση της προσβαλλόμενης απόφασης ημερ. 20.12.07 (τεκμήριο 11 και 12 στην ένσταση).  Αυτή έχει ως ακολούθως:

 

«Σας πληροφορώ ότι είστε απαγορευμένος μετανάστης δυνάμει των παραγράφων (δ) και (θ) του εδαφίου 1 του Άρθρου 6 του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, Κεφ. 105 όπως έχει τροποποιηθεί μέχρι το 2007, λόγω καταδίκης σας σε φυλάκιση και προηγούμενων απελάσεων σας αντίστοιχα και έχει αποφασιστεί η απέλασή σας από τη Δημοκρατία ως παρεπόμενο μέτρο της καταδίκης σας σε ποινή φυλάκισης σύμφωνα με το άρθρο 35 του περί του Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και των Μελών των Οικογενειών τους να Κυκλοφορούν και να Διαμένουν Ελεύθερα στη Δημοκρατία Νόμου του 2007 και καθότι κρίθηκε ότι η προσωπική σας συμπεριφορά συνιστά πραγματική, ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή στρεφόμενη κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας ήτοι τη διατήρηση της δημόσιας και έννομης τάξης της Δημοκρατίας.

 

Ως εκ τούτου [η άδεια σας για προσωρινή παραμονή/μετανάστευσης έχει ακυρωθεί και]* εναντίον σας έχω εκδόσει διατάγματα απέλασης/κράτησης με ημερ. 20 Δεκεμβρίου 2007, η δε απέλασή σας θα πραγματοποιηθεί ευθύς μετά την αποφυλάκιση σας και στο μεταξύ θα τελείτε υπό κράτηση γιατί κρίνεται σκόπιμο να μην παραμείνετε ελεύθερος στη Δημοκρατία για τους λόγους που αναφέρονται ανωτέρω.

 

Η επανείσοδος σας στη Δημοκρατία μετά την απέλασή σας απαγορεύεται για περίοδο 10 ετών από την ημερομηνία απέλασης.

 

Έχετε δικαίωμα άσκησης της προβλεπόμενης από το άρθρο 146 του Συντάγματος προσφυγής ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά της απόφασης απέλασης και απαγόρευσης επανεισόδου εντός 72 ημερών από την ημερομηνία λήψεως της παρούσας επιστολής.»

Ενόψει του τεκμηρίου κανονικότητας των διοικητικών πράξεων, η προσβαλλόμενη απόφαση τεκμαίρεται νόμιμη και ορθή και το βάρος είναι στον αιτητή να αποδείξει την υπόθεση του.  Παρόλο που η ουσία των ισχυρισμών του ευπαιδεύτου συνηγόρου του αιτητή είναι ότι οι καθ΄ ων η αίτηση δεν έλαβαν υπόψη το γεγονός ότι ο αιτητής είναι Ευρωπαίος πολίτης, εν τούτοις δεν παραπέμπει σε οποιαδήποτε πρόνοια του σχετικού Νόμου που να επιβάλλει στη Δημοκρατία να έχει στο έδαφος της τον αιτητή έστω και αν αυτός έχει καταδικαστεί για ποινικό αδίκημα.  Προβαίνει απλώς σε γενική αναφορά στον Νόμο αρ. 92(Ι)/2003 ο οποίος όμως έχει καταργηθεί από τον περί του Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και των Μελών των Οικογενειών τους να Κυκλοφορούν και να Διαμένουν Ελεύθερα στη Δημοκρατία Νόμο του 2007 (Ν. 7(Ι)/2007).  Έτσι δυνατόν να απέρριπτα την προσφυγή.  Ενόψει όμως του γεγονότος ότι η ευπαίδευτη δικηγόρος της Δημοκρατίας έθεσε ενώπιον μου με λεπτομέρεια τόσο το σχετικό νομικό πλαίσιο όσο και τα γεγονότα της υπόθεσης,  προχωρώ στην εξέταση της προσφυγής με βάση όλα όσα τέθηκαν ενώπιον μου, εφόσον ο ρόλος του Δικαστηρίου σ΄  αυτή τη δικαιοδοσία είναι η εξέταση της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης. 

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση φαίνεται να στηρίχθηκε βασικά στο άρθρο 6(1)(δ) και (θ) του προαναφερθέντος Κεφ. 105.  Το σχετικό μέρος του πιο πάνω άρθρου διαλαμβάνει τα εξής:

 

«(1) Τα ακόλουθα πρόσωπα θα είναι απαγορευμένοι μετανάστες και, τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου αυτού ή των διατάξεων που δυνατό να περιέχονται σε οποιουσδήποτε Κανονισμούς που εκδόθηκαν δυνάμει αυτού ή σε οποιοδήποτε Διάταγμα του Υπουργικού Συμβουλίου, δεν θα επιτρέπεται η είσοδος στη Δημοκρατία σε: -

 

……………………………………………………………………………..

 

(δ) οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο, χωρίς να του απονεμηθεί χάρη, έχει καταδικαστεί για φόνο ή ποινικό αδίκημα για το οποίο η ποινή της φυλάκισης έχει επιβληθεί για οποιοδήποτε χρονικό διάστημα και το οποίο, λόγω των συναφών περιστάσεων θεωρείται από το Διευθυντή ως ανεπιθύμητος μετανάστατης.

 

……………………………………………………………………………...

 

(θ) οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο απελάθηκε από τη Δημοκρατία είτε βάσει του Νόμου αυτού ή είτε βάσει οποιουδήποτε νομοθετήματος σε ισχύ κατά την ημερομηνία της απέλασης του.

 

……………………………………………………………………………»

 

(οι υπογραμμίσεις είναι δικές μου)

 

Το πιο πάνω άρθρο πρέπει να διαβάζεται και υπό το φως του προαναφερθέντος Νόμου 7(Ι)/2007 ο σκοπός του οποίου είναι η εναρμόνηση του δικού μας δικαίου επί του θέματος, με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Κοινότητας καθώς και υπό το φως του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, όπως τροποποιήθηκε με το Νόμο Αρ. 127(Ι)/2006, όπου προβλέπεται τώρα ρητά η υπεροχή του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου. 

 

Το άρθρο 29 του ΜΕΡΟΥΣ VII του Νόμου 7(Ι)/2007 κάτω από τον τίτλο «ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΕΙΣΟΔΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΔΙΑΜΟΝΗΣ ΓΙΑ ΛΟΓΟΥΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ, ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ Ή ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΓΕΙΑΣ» αναφέρεται στους περιορισμούς που μπορούν να τεθούν.  Αυτό διαλαμβάνει ως εξής:

 

«29.-(1)  Με την επιφύλαξη των διατάξεων του  παρόντος Μέρους, η αρμόδια αρχή δύναται να επιβάλλει περιορισμούς στο δικαίωμα ελέθευρης κυκλοφορίας και διαμονής των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους, ανεξαρτήτως ιθαγένειας, για λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας.

 

(2)                    Δε δύναται να γίνεται επίκληση των λόγων του εδαφίου (1) για την εξυπηρέτηση οικονομικών σκοπών.

(3)                    (α)  Κάθε μέτρο που λαμβάνεται για λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας, πρέπει να τηρεί την αρχή της αναλογικότητας και να θεμελιώνεται αποκλειστικά στην προσωπική συμπεριφορά του ατόμου που το αφορά, η οποία πρέπει να συνιστά πραγματική, ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή, στρεφόμενη κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας.

 

Νοείται ότι, δεν επιτρέπεται η επίκληση λόγων που δε συνδέονται με τα στοιχεία της εκάστοτε ατομικής περίπτωσης ούτε η επίκληση λόγων γενικής πρόληψης.

 

(β)   Προηγούμενες ποινικές καταδίκες δεν αποτελούν αφ΄ εαυτών λόγους για τη λήψη τέτοιων μέτρων.

 

(4)                    Για να εξακριβωθεί κατά πόσο ο ενδιαφερόμενος συνιστά απειλή για τη δημόσια τάξη ή τη δημόσια ασφάλεια, κατά την έκδοση βεβαίωσης εγγραφής ή κατά την έκδοση του δελτίου διαμονής, η αρμόδια αρχή δύναται, εφόσον το κρίνει απαραίτητο, να ζητά από το κράτος μέλος καταγωγής του ενδιαφερόμενου και, ενδεχομένως, από τα κράτη μέλη, να της παρέχουν εντός δύο μηνών το αργότερο πληροφορίες για το ποινικό μητρώο, που πιθανόν να έχει ο ενδιαφερόμενος:

 

Νοείται ότι, η έρευνα αυτή δε δύναται να έχει συστηματικό χαρακτήρα.»      

 

(Η υπογράμμιση είναι δική μου).

 

Στο άρθρο 35 του ιδίου Νόμου διαβάζουμε τα ακόλουθα:

«35.-(1)  Η αρμόδια αρχή δύναται να εκδίδει διατάγματα απέλασης ως παρεπόμενο μέτρο σε σχέση με ποινή φυλάκισης, μόνο εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 29, 30 και 31.

 

(2)  Κατά την εκτέλεση του διατάγματος απέλασης που εκδόθηκε δυνάμει του εδαφίου (1), η αρμόδια αρχή ελέγχει κατά πόσο ο ενδιαφερόμενος εξακολουθεί να αποτελεί πραγματική απειλή για τη δημόσια τάξη ή τη δημόσια ασφάλεια, και αξιολογεί, επίσης, κατά πόσο έχει, ενδεχομένως, επέλθει ουσιαστική μεταβολή των περιστάσεων αφότου εκδόθηκε το διάταγμα απέλασης.»

 

Από τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, όπως με πολλή επιμέλεια και ακριβοδίκαια έθεσε αυτά ενώπιον μου η ευπαίδευτη δικηγόρος για τους καθ΄ ων η αίτηση, και για τους λόγους που εξηγώ στη συνέχεια, καταλήγω ότι πριν τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης δεν έγινε η δέουσα εξέταση της όλης υπόθεσης.  Πρώτο, οι καθ΄ ων η αίτηση επικαλούνται και τις πρόνοιες της παραγράφου (θ) του άρθρου 6(1) του Κεφ. 105 που μιλά για προηγούμενη απέλαση και μάλιστα μιλούν για «προηγούμενες απελάσεις», δηλαδή πέραν της μιας.  Η παράγραφος αυτή είναι με τέτοιο τρόπο ενσωματωμένη στην προσβαλλόμενη απόφαση και ως επιπρόσθετη της παραγράφου (δ), που δεν μπορώ να δεχθώ ότι αποτελεί τυπογραφικό λάθος.  Τέτοιο λάθος θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αν υπήρχε αναφορά μόνο στην παράγραφο (θ), χωρίς αναφορά και στη φράση «και προηγουμένων απελάσεων σας».  Περαιτέρω στα γεγονότα της Ένστασης φαίνεται ότι οι  καθ΄ ων η αίτηση επηρεάστηκαν και από την κατ΄ ισχυρισμό εμπλοκή του αιτητή στο αδίκημα του βιασμού για το οποίο όμως αθωώθηκε.  Τέλος στο άρθρο 29(3)(β) του Νόμου 7(Ι)/2007 (που παρέθεσα πιο πάνω) φαίνεται ότι οι προηγούμενες καταδίκες δεν αποτελούν από μόνες τους λόγους για λήψη μέτρων εναντίον Ευρωπαίου πολίτη.  Εδώ, χωρίς οτιδήποτε άλλο, κρίθηκε η καταδίκη του αιτητή στις 4.9.07 για διάρρηξη και η επιβολή φυλάκισης επτά μηνών, ως αρκετός λόγος για την απέλαση του, χωρίς οτιδήποτε άλλο.    Από το Ερυθρό 45 του διοικητικού φακέλου (τεκμήριο 1) φαίνεται ότι με μόνο το γεγονός της καταδίκης, αποφασίστηκε η απέλαση του.  Άλλωστε και το άρθρο 6(1) (δ) του Κεφ. 105 που αναφερέται σε καταδίκη (και το οποίο άρθρο πρέπει να διαβάζεται με τρόπο που να συνάδει και με το άρθρο 29(3) (β) του Ν 7(Ι)/2007), προβλέπει ότι αυτή πρέπει να εξετάζεται υπό το φως «των συναφών περιστάσεων».   Δηλαδή και πάλιν η καταδίκη και η επιβολή ποινής φυλάκισης, δεν οδηγεί αυτόματα, από μόνη της, σε κήρυξη ενός προσώπου ως ανεπιθύμητου μετανάστη.  

 

Ενόψει όλων των πιο πάνω και βασιζόμενος στα γεγονότα όπως πολύ δίκαια τέθηκαν ενώπιον μου από την ευπαίδευτη δικηγόρο της Δημοκρατίας, για το οποίο γεγονός επαινείται από το Δικαστήριο, καταλήγω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε χωρίς τη δέουσα έρευνα και κατ΄ επέκταση με πλάνη περί τα πράγματα, αφού έγινε αναφορά σε εμπλοκή του για αδίκημα που αθωώθηκε και χωρίς να εξεταστούν όλα τα  σχετικά γεγονότα όπως προβλέπονται και από το Νόμο 7(Ι)/2007. 

 

Ήδη ανέφερα ότι αν περιοριζόμουν στα όσα η πλευρά του αιτητή έθεσε ενώπιον μου, δυνατό να απέρριπτα την προσφυγή.  Έτσι, κάτω από τις περιστάσεις, θα επιδικάσω μέρος μόνο των έξοδων.

 

Η προσφυγή επιτυγχάνει με €300.- έξοδα υπέρ του αιτητή.

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος. 

 

 

 

                                                                  

                                            Μ. Φωτίου,

                                                   Δ.

                                                                  

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο