E G ELECTRICPLUS LTD ν. ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ ΚΥΠΡΟΥ, Υπόθεση Αρ. 1198/2008, 25 Σεπτεμβρίου 2009

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 1198/2008)

 

25 Σεπτεμβρίου 2009

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

E & G ELECTRICPLUS LTD,

Αιτητές,

-         ΚΑΙ  -

 

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ΄ ων η αίτηση.

----------------------------

Α.Σ. Αγγελίδης, για τους Αιτητές.

Γ. Τριανταφυλλίδης, γι΄ αυτόν Μ. Ιεροκηπιώτου (κα),

για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

-----------------------------

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Με την παρούσα προσφυγή επιδιώκεται η ακύρωση της απόφασης των καθ΄ ων (εφεξής «η Επιτροπή»), να επιβάλουν στους αιτητές με την επιστολή τους ημερ. 10.7.08, διοικητικό πρόστιμο ύψους €80.000, καθώς και ημερήσιο πρόστιμο €800 από 19.6.08.  Η Επιτροπή έλαβε την πιο πάνω απόφαση με βάση τα γεγονότα που ακολουθούν, η ακύρωση δε της απόφασης αυτής προωθείται λόγω, κατ΄ ισχυρισμόν, έκδηλης παρανομίας γιατί δεν υπήρξε ποτέ κρίση για ενοχή των αιτητών, υπήρξε στέρηση του δικαιώματος ακρόασης, αποτελεί προϊόν κατάχρησης και υπέρβασης εξουσίας, μη δέουσας έρευνας, ελλιπούς ειδικής αιτιολογίας, ενώ λήφθηκε από όργανο με πάσχουσα σύνθεση. 

 

        Η Επιτροπή, αναζήτησε αυτεπάγγελτα με επιστολή της ημερ. 13.6.08, την προσκόμιση στοιχείων από τους αιτητές σε σχέση με την απόκτηση 1.114.134 μετοχών της Universal Bank Public Co, με αντισυμβαλλόμενη την Commercial Value AAE.  Συγκεκριμένα ζητήθηκε η συμφωνία μεταξύ των πιο πάνω εταιρειών, οι τελευταίες οικονομικές καταστάσεις των αιτητών και λεπτομέρειες σε σχέση με τον τρόπο εξόφλησης ή χρηματοδότησης της απόκτησης των μετοχών, με ταυτόχρονη παρουσίαση δικαιολογητικών.  Δόθηκε προς τούτο προθεσμία μέχρι τις 18.6.08.  Παράταση μέχρι τις 20.6.08, που ζητήθηκε από τους αιτητές, δεν έγινε δεκτή από την Επιτροπή, η οποία καθόρισε την 19.6.08 και ώρα 12.00 μ., ως την προθεσμία προσκόμισης των στοιχείων. 

 

Στη συνέχεια, οι αιτητές με επιστολή τους 19.6.08, ζήτησαν να ενημερωθούν ως προς τη νομική βάση των αιτουμένων πληροφοριών.  Η Επιτροπή με  επιστολή ίδιας ημερομηνίας, ανέφερε ότι το αίτημα απευθύνθηκε στη βάση του άρθρου 33 του περί της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (Σύσταση και Αρμοδιότητες) Νόμου αρ. 64(Ι)/01, ως τροποποιήθηκε (εφεξής «ο Νόμος»), με εξειδικευμένη αναφορά σε ενδεχόμενη παράβαση των άρθρων 19 και 20(1)(γ) του περί Πράξεων Προσώπων που Κατέχουν Εμπιστευτικές Πληροφορίες και των Πράξεων Χειραγώγησης της Αγοράς (Κατάχρηση Αγοράς) Νόμου αρ. 116(Ι)/05, που απαγορεύουν σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα τη χειραγώγηση της αγοράς.  Δόθηκε νέα προθεσμία μέχρι την επαύριο 20.6.08 και ώρα 1.00 μ.μ., εφιστώντας την προσοχή των αιτητών με βάση το άρθρο 33(2) του Νόμου, στις ενδεχόμενες κυρώσεις που θα μπορούσαν να επιβληθούν από την Επιτροπή σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, δηλαδή, διοικητικό πρόστιμο μέχρι €170.000 και ή διοικητικό πρόστιμο μέχρι €854, για κάθε ημέρα που συνεχίζεται η παράλειψη συμμόρφωσης. Διευκρινίστηκε ταυτόχρονα  ότι οι πληροφορίες που ζητούνταν ήταν εμπιστευτικής φύσεως και θα χρησιμοποιούνταν μόνο για τους σκοπούς της άσκησης των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής, ενώ, αναλόγως της περιπτώσεως, οι πληροφορίες που θα συλλέγονταν πιθανόν να αποτελούσουν ικανή βάση για λήψη και περαιτέρω μέτρων κατά τα άρθρα 36-39 του Νόμου. 

 

        Οι αιτητές απάντησαν όντως στις 20.6.08, παρέχοντας την πληροφορία ότι δεν υπήρχε συμφωνία μεταξύ των ιδίων και της Commercial Value AAE για την απόκτηση μετοχών στην Universal Bank, κατά τα άλλα όμως, αδυνατούσαν να προσκομίσουν τις οικονομικές καταστάσεις τους για καθαρά εμπορικούς σκοπούς, λόγω της ύπαρξης ανταγωνιστικών οργανισμών, ο δε τρόπος χρηματοδότησης αγορών και επενδύσεων αφορούσε μόνο τους μετόχους τους και κανένα άλλο.  Η Επιτροπή στη συνέχεια με επιστολή της ημερ. 25.6.08, τιτλοφορούμενη «ενδεχόμενη παράβαση των άρθρων 33(3), 33(5), 33(6) και 42 του Νόμου», κάλεσε τους αιτητές δυνάμει του άρθρου 39, να προβούν σε παραστάσεις διότι από τα στοιχεία που υπήρχαν ενδεχομένως να προέκυπτε παράβαση των πιο πάνω άρθρων.  Αφού κατέγραψε το ιστορικό και παρέθεσε αυτούσια τα πιο πάνω άρθρα, καθόρισε την 30.6.08 και ώρα 3.00 μ.μ. ως  προθεσμία για την υποβολή γραπτών παραστάσεων, πριν αυτή προβεί στην έκδοση απόφασης για την ύπαρξη ή μη ενδεχόμενης παράβασης. 

 

        Οι αιτητές στις 7.7.08, πληροφόρησαν την Επιτροπή ότι η άρνηση τους να αποστείλουν τις τελευταίες οικονομικές καταστάσεις σχετιζόταν με τον σκληρό ανταγωνισμό των εταιρειών του κλάδου, αλλά θα αποστέλλονταν ο ισολογισμός και ο λογαριασμός κερδοζημιών από τους τελευταίους ελεγμένους λογαριασμούς, θα επιδεικνύονταν δε ολόκληροι οι λογαριασμοί κατά τη διάρκεια προφορικών παραστάσεων, κατά τις οποίες θα επεξηγείτο επίσης το θέμα της χρηματοδότησης μαζί με τα αναγκαία δικαιολογητικά.  Η Επιτροπή με επιστολή της ημερ. 10.7.08, λαμβάνοντας υπόψη την πιο πάνω θέση των αιτητών και θεωρώντας ότι αυτοί αρνήθηκαν να προσκομίσουν τις λεπτομέρειες και τα δικαιολογητικά που ζητήθηκαν, αφού αναφέρθηκε στο όλο ιστορικό, έκρινε ότι δικαιολογούνταν τα προσβαλλόμενα διοικητικά πρόστιμα.  Στον καθορισμό τους λήφθηκε υπόψη ότι ενώ οι αιτητές είχαν στην κατοχή τους στοιχεία, αυτοί αρνούνταν επίμονα να τα υποβάλουν γραπτώς, σημειώνοντας ότι οι εποπτικές και ρυθμιστικές αρμοδιότητες της Επιτροπής διασφαλίζονται μόνο από την έγκυρη, ακριβή και πλήρη πληροφόρηση, από τα πρόσωπα από τα οποία ζητούνται τα στοιχεία.  Περαιτέρω, απόκρυψη στοιχείων και πληροφοριών ή άρνηση υποβολής τους, πλήττουν καίρια την ικανότητα της Επιτροπής να διεξάγει τις έρευνες που είναι απαραίτητες για την εύρυθμη λειτουργία της Κεφαλαιαγοράς και την προστασία των επενδυτών. 

 

        Εν πολλοίς τα θέματα που ηγέρθηκαν μέσω των γραπτών αγορεύσεων για την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, έχουν προωθηθεί από τον κ. Αγγελίδη και κατά την εξέταση της μονομερούς αίτησης ημερ. 14.7.08, με την οποία επιδιώχθηκε η έκδοση προσωρινού διατάγματος αναστολής της απόφασης, η οποία  και απορρίφθηκε από το Δικαστήριο στις 21.7.08 για τους λόγους που εκτενώς καταγράφονται στο εκεί σκεπτικό.  Εγείρεται όμως και πρόσθετο θέμα  ορθής σύνθεσης της Επιτροπής, το οποίο παρά το γεγονός ότι στην μεν προσφυγή απαντάται ως πέμπτο ζήτημα, στη δε γραπτή αγόρευση των αιτητών αναπτύσσεται στη σελ. 27, εν τούτοις ως ζήτημα δημόσιας τάξης που δυνατό να συμπαρασύρει στην περίπτωση διαπίστωσης προβλήματος και την απόφαση της ίδιας της Επιτροπής, πρέπει να εξεταστεί κατά προτεραιότητα, μπορεί δε να αποτελέσει και ζήτημα αυτεπάγγελτης εξέτασης από το Δικαστήριο (δέστε Αναστασίου ν. ΕΤΕΚ (2003) 3 Α.Α.Δ. 616).

 

        Η συγκεκριμένη θέση του κ. Αγγελίδη εντοπίζεται στην απουσία του Κωνσταντίνου Τρικούπη, ως εκπροσώπου του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας, από τη συνεδρία ημερ. 23.6.08, η οποία, κατά το συνήγορο, ήταν ουσιώδης, επανεμφανιζόμενος στην επόμενη συνεδρία ημερ. 7.7.08, όπου ο Κ. Τρικούπης φαίνεται να ενημερώθηκε λεπτομερώς για τα προηγηθέντα δηλώνοντας και τη συμφωνία του ως προς τα συζητηθέντα και αποφασισθέντα από την Επιτροπή στις 23.6.08.  Η θέση όμως του συνηγόρου είναι ότι εφόσον η συνεδρία της 23.6.08 ήταν ουσιώδης δεν θα μπορούσε να «προστεθεί» νέο μέλος στη μεταγενέστερη συνεδρία, ιδιαίτερα ενόψει του ότι το άρθρο 39 του Νόμου δεν διαχωρίζει στάδια στην όλη διαδικασία. 

 

        Είναι γνωστό ότι όλα τα μέλη ενός συλλογικού οργάνου που λαμβάνουν μια απόφαση πρέπει να έχουν παραστεί σε όλη την εξέταση της υπόθεσης και κατά τη διάρκεια όλης της διαδικασίας, εξασφαλίζοντας έτσι την πλήρη ενημέρωση κάθε μέλους, διαφορετικά η νομιμότητα της σύνθεσης του οργάνου δυνατό να πάσχει.  Σε περίπτωση που μέλη μετέχουν στην τελική συνεδρία αλλά όχι σε προηγούμενες, πρέπει να υπάρχει σαφής δήλωση επί των πρακτικών ότι έχουν ενημερωθεί ως προς όλα τα ουσιώδη ζητήματα κατά τις προηγούμενες συνεδριάσεις που ήταν απόντα.  (δέστε Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ν. Δημοκρατίας μέσω Επιτροπής Προστασίας  Ανταγωνισμού (2004) 3 Α.Α.Δ. 53 και Σύνδεσμος Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου ν. Επιτροπής Προστασίας  Ανταγωνισμού (2002) 3 Α.Α.Δ. 314).  Κωδικοποιημένη, η αρχή αυτή βρίσκεται στο άρθρο 22 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου αρ. 158(Ι)/99, πάνω στο οποίο και ουσιαστικά βασίζεται η εισήγηση. 

 

        Παρόμοια,        στο σύγγραμμα του Ε. Σπηλιωτόπουλου: «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου» 12η έκδ. Τόμος 1, σελ. 146, παρ. 129 αναφέρονται τα εξής:

 

«Λ ε ι τ ο υ ρ γ ί α.  Όλα τα μέλη του συλλογικού οργάνου που παίρνουν την απόφαση πρέπει να έχουν παραστεί σε όλη την εξέταση της υπόθεσης, από την αρχή ως το τέλος, διότι μόνο με τον τρόπο αυτόν εξασφαλίζεται η πλήρης ενημέρωση κάθε μέλους ώστε να κριθεί η υπόθεση με τη γνώση και στάθμιση των στοιχείων που προκύπτουν κατά την εξέταση της.  Εάν η εξέταση της υπόθεσης παραταθεί σε περισσότερες διαδοχικές συνεδριάσεις, η τυχόν εναλλαγή των μετεχόντων μελών δεν επηρεάζει τη νομιμότητα της σύνθεσης του συλλογικού οργάνου (ΚΔΔ/σίας άρθρο 14 § 5).  Τα μέλη όμως που μετέχουν στην τελευταία συνεδρίαση και δεν μετείχαν σε προηγούμενες συνεδριάσεις  πρέπει να δηλώσουν ρητώς, με δήλωσή τους που καταχωρίζεται στα πρακτικά ότι ενημερώθηκαν πλήρως ως προς τα ουσιώδη σημεία των συζητήσεων που έγιναν στις συνεδριάσεις στις οποίες δεν μετείχαν (ΚΔΔ/σίας άρθρο 5 § 2, 4205/2002).»

 

        Η εισήγηση, η οποία και δεν αφορά τη συγκρότηση της Επιτροπής, δεν έχει έρεισμα εφόσον από τα πρακτικά (Παραρτήματα Ζ και Λ), πιστοποιείται ότι παρά την απουσία του Κ. Τρικούπη στη συνεδρία 23.6.08, αυτός δικαιωματικά συμμετείχε στην επόμενη ημερ. 7.7.08, ως εκπρόσωπος του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας, με ρητή πλέον καταγραφή στα πρακτικά ότι ενημερώθηκε λεπτομερώς για τα όσα είχαν υποβληθεί, συζητηθεί και αποφασιστεί από την Επιτροπή στην προηγούμενη συνεδρία επί του θέματος της ενδεχόμενης παράβασης διαφόρων άρθρων του Νόμου από τους αιτητές.  Έπεται, ότι δεν τίθεται ζήτημα πάσχουσας σύνθεσης εφόσον υπήρξε πλήρης ενημέρωση του απόντος μέλους.  Δεν μπορεί να αμφισβητείται η καταγραφή και η ορθότητα αυτής στο σχετικό πρακτικό της 7.7.08, της πλήρους ενημέρωσης που έτυχε ο          Κ. Τρικούπης, με την αγόρευση του συνηγόρου στη σελ. 28.  Η επίκληση των προνοιών του άρθρου 22 του Νόμου αρ. 158(Ι)/99 δεν βοηθά τη σκέψη των αιτητών, διότι η επανάληψη της όλης διαδικασίας δεν επιβάλλεται όταν το απόν μέλος που συμμετέχει στην τελική απόφαση έχει πλήρως ενημερωθεί «….. σχετικά με όλα τα στοιχεία που είναι αναγκαία για τη λήψη απόφασης», ως το καταληκτικό λεκτικό του άρθρου αυτού.  Αυτό ακριβώς καταγράφηκε στη συνεδρία ημερ. 7.7.08 και θέτει τέρμα στην περαιτέρω ενασχόληση με το ζήτημα.  Θα μπορούσε ακόμη να λεχθεί ότι στην ουσία τα αποφασισθέντα στις 23.6.08 ήταν προκαταρκτικής φύσεως ζητήματα, εφόσον δεν είχε αποφασιστεί οτιδήποτε το αρνητικό για τους αιτητές, παρά μόνο τροχιοδρομήθηκε η κλήση των αιτητών προς διερεύνηση των γεγονότων, μέσω παραστάσεων με ενδεχόμενο και μόνο, σ΄ εκείνο το στάδιο, της πιθανότητας επιβολής διοικητικού προστίμου.

 

        Οι υποθέσεις Γεώργιος Αναστάση ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 329/05, ημερ. 2.2.07 και Sigma Radio T.V. v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, υπόθ. αρ. 390/06, ημερ. 7.8.07, που επικαλέστηκε ο κ. Αγγελίδης, διαφοροποιούνται σαφώς ως προς τα γεγονότα τους με την υπό κρίση περίπτωση.  Σ΄ εκείνες, δεν υπήρξε ενημέρωση ως προς τα προηγηθέντα εφόσον στην μεν πρώτη υπόθεση, δεν καταγράφηκε οτιδήποτε σχετικό στα πρακτικά, στη δε δεύτερη, υπήρξε οικειοθελής και εσκεμμένη αποχώρηση μέλους διότι ήταν αδύνατο να ενημερωθεί πλήρως για όλα τα σχετικά στοιχεία.

 

        Στην αγόρευση γίνεται λόγος και για την παρουσία του Αντιπροέδρου Α. Χατζηπιερή  ο οποίος όφειλε, κατά τον ισχυρισμό των αιτητών, να απουσίαζε από τις συνεδρίες διότι είχε λάβε άδεια ασθενείας.  Το ζήτημα τέθηκε αόριστα χωρίς υποστηρικτικά γεγονότα και επίκληση νομολογιακής κάλυψης και δεν χρήζει περαιτέρω εξέτασης.

 

        Τέλος, στην πτυχή αυτή, η θέση ότι το άρθρο 39 δεν ξεχωρίζει στάδια διότι οι παραβάσεις του είδους είναι αυταπόδεικτες, εφόσον υπάρχει άρνηση ή παράλειψη προσκόμισης των ζητηθέντων στοιχείων (δέστε το σκεπτικό στη σελ. 9 της απόφασης του Δικαστηρίου αυτού ημερ. 21.7.08, στη μονομερή αίτηση), δεν προδιαγράφει κατ΄ ανάγκην και την εξέταση τέτοιας παράβασης σε μια και μοναδική συνεδρία, από την Επιτροπή.   Δίδεται άλλωστε προς τούτο από το ίδιο το εδάφιο (1) του άρθρου 39, προθεσμία για την υποβολή παραστάσεων πριν την επιβολή ενδεχόμενου προστίμου.

 

        Ως προς τα υπόλοιπα θέματα κρίνεται ότι οι αιτητές δεν έχουν επίσης δίκαιο ενόψει του ότι δεν διαπιστώνεται αποστέρηση του δικαιώματος είτε για δίκαιη δίκη, είτε για διαπίστωση «ενοχής», είτε για επιβολή του διοικητικού προστίμου χωρίς προηγούμενο δικαίωμα ακρόασης. 

 

        Συγκεκριμένα, όπως έχει ήδη καταγραφεί στην απόφαση του Δικαστηρίου ημερ. 21.7.08, το Μέρος VI του Νόμου περιέχει πρόνοιες όπως αυτές των άρθρων 33(5), 33(6), 35(5), 35(6) και 36(6) που παραπέμπουν απευθείας στη διαπίστωση της παράβασης.  Αυτές οι παραβάσεις είναι ουσιαστικά αυταπόδεικτες από τη στιγμή που διαπιστώνεται άρνηση ή παράλειψη της προσκόμισης των ζητηθέντων στοιχείων από την Επιτροπή.  Ο κ. Αγγελίδης διατείνεται ότι υπάρχει παράλειψη διαπίστωσης «ενοχής» των αιτητών και ότι η επιστολή ημερ. 19.6.08, Παράρτημα Ε στην ένσταση, με την οποία υπήρξε πρωτοβουλία διερεύνησης ενδεχομένων παραβάσεων, μετατράπηκε άτυπα σε βεβαιότητα ή και πεποίθηση και μετέπειτα σε κατηγορία  με το Παράρτημα Ζ, που είναι τα πρακτικά ημερ. 23.6.08.  Διερωτάται επίσης ο συνήγορος, πώς χωρίς τη συνεκτίμηση των θέσεων των αιτητών στη διερευνητική προσπάθεια της Επιτροπής να συλλέξει πληροφορίες, η τελευταία προχώρησε σε κατηγορία για ενδεχόμενη παραβίαση του    άρθρου 19 του Ν. 116(Ι)/05, αλλά και σε παράβαση των    άρθρων 33(3), 33(5), 33(6) και 42 του Νόμου.  Όπως όμως εξηγήθηκε στην προηγούμενη απόφαση του Δικαστηρίου, οι αιτητές ήδη με τις θέσεις που κατέγραψαν στις 20.6.08, στη σχετική επιστολή τους (Παράρτημα ΣΤ στην ένσταση), διατύπωσαν την άρνηση τους να απαντήσουν σε μέρος των στοιχείων που είχαν ζητηθεί από την Επιτροπή, λόγω καθαρά εμπορικών δεδομένων σε σχέση με ανταγωνιστικούς οργανισμούς που άπτονται των συμφερόντων των μετόχων των αιτητών, με ιδιαίτερη επίκληση της θέσης ότι οι οικονομικές καταστάσεις των αιτητών, οι επενδύσεις και ο τρόπος χρηματοδότησης αυτών δεν αφορά κανένα άλλο τρίτο πρόσωπο.  Παρατηρείται ταυτόχρονα ότι οι αιτητές δεν διαφωνούν με την εξουσία της Επιτροπής να ζητά στοιχεία μέσα στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων της, κάτι που είναι εύλογο και νομοθετικά επιτρεπτό, εφόσον, από τη στιγμή που οι αιτητές εμπορεύονται στο ΧΑΚ, υπόκεινται ταυτόχρονα, μεταξύ άλλων, και στις νομοθετικές ρυθμίσεις  και έλεγχο από την Επιτροπή.  Ορθά, επομένως, η Επιτροπή στη συνεδρία της ημερ. 23.6.08 (Παράρτημα Ζ), διαπίστωσε την άρνηση των αιτητών με την υπό ημερ. 20.6.08 επιστολή τους να προσκομίσουν είτε τις τελευταίες οικονομικές καταστάσεις τους, είτε τις λεπτομέρειες και τα απαραίτητα δικαιολογητικά σχετικά με τον τρόπο εξόφλησης ή χρηματοδότησης της απόκτησης των μετοχών της Universal Bank.  Η ρητή απαγόρευση της χειραγώγησης της αγοράς κατά το άρθρο 19 του Νόμου αρ. 116(Ι)/05, διέρχεται για τη διαπίστωση της από την αναζήτηση στοιχείων που οφείλει ο διερευνώμενος να δώσει μέσα από τα διάφορα άρθρα του Νόμου, όπως αναφέρθηκαν πιο πάνω.

 

        Ο συνήγορος των αιτητών δίνει έμφαση στο γεγονός ότι οι αιτητές διατύπωσαν την προθυμία τους με τις επιστολές τους ημερ. 26.6.08 και 7.7.08 (Παραρτήματα Ι και Κ), να επεξηγήσουν και δικαιολογήσουν προφορικά το ζήτημα της χρηματοδότησης επαναλαμβάνοντας ότι η άρνηση τους να αποστείλουν τις τελευταίες οικονομικές τους καταστάσεις, με εξαίρεση τον ισολογισμό και το λογαριασμό κερδοζημιών, οφειλόταν στον πολύ σκληρό ανταγωνισμό μεταξύ των διαφόρων εταιρειών του κλάδου και σε εμπορικούς λόγους.  Οι τελευταίοι ελεγμένοι λογαριασμοί και μάλιστα ολόκληροι, θα επιδεικνύονταν στην Επιτροπή κατά τη διάρκεια των προφορικών παραστάσεων, προφανώς για να μην υπάρχει διαρροή των γραπτών στοιχείων που θα κατατίθεντο στην Επιτροπή, παρά το γεγονός ότι η Επιτροπή στην επιστολή της ημερ. 19.6.08 (Παράρτημα Ε), κατέστησε σαφές ότι τα όποια στοιχεία θα συλλέγονταν κατά τη διάρκεια της έρευνας/συλλογής πληροφοριών, θα ήταν εμπιστευτικής φύσεως προς χρήση μόνο για τους σκοπούς άσκησης των αρμοδιοτήτων της.  Η θέση αυτή της Επιτροπής όπως και η θέση της στην τελευταία παράγραφο της επιστολής της ημερ. 25.6.08 (Παράρτημα Θ), ότι δυνάμει του άρθρου 39 του Νόμου, αίτημα για προφορικές παραστάσεις, δυνατό να γίνει δεκτό όταν αυτές είναι αναγκαίες για την επεξήγηση προηγούμενων γραπτών παραστάσεων, είναι απόλυτα ορθή και σύμφωνη με το Νόμο.  Ως διαπιστώθηκε και στην απόφαση του Δικαστηρίου ημερ. 21.7.08, το άρθρο 39(2) του Νόμου προσφέρει σύμφωνα με τη δεύτερη επιφύλαξη του τη δυνατότητα προφορικών παραστάσεων μόνο ως συμπληρωματικών ή διευκρινιστικών επεξηγήσεων των ήδη γραπτών παραστάσεων που θα έπρεπε να είχαν δοθεί στην Επιτροπή.  Και εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια της ίδιας της Επιτροπής είτε να ζητήσει προφορικές διευκρινίσεις ή να αποδεχθεί ή όχι σχετικό προς τούτο αίτημα.  Αλλά δεν είναι δυνατόν να μην δίδονται πρώτιστα τα ζητηθέντα γραπτά στοιχεία ώστε να υπάρχει δέσμευση γραπτώς.

 

        Δεν διαπιστώνεται επομένως πρόβλημα εφόσον στην επίμονη άρνηση των αιτητών να αποστείλουν γραπτώς τις πληροφορίες για δύο από τα τρία ζητηθέντα στοιχεία, η Επιτροπή σε συμφωνία με το άρθρο 39(2), έδωσε προθεσμία μέχρι τις 30.6.08 για την υποβολή γραπτών παραστάσεων ως προς την ενδεχόμενη παράβαση των αναφερομένων άρθρων του Νόμου.  Η διαδικασία του άρθρου 39, έπεται της διαπίστωσης του ενδεχομένου παράβασης κατά το άρθρο 36, όταν με το εδάφιο (β) αυτού, η Επιτροπή «επιλαμβάνεται η ίδια της υπόθεσης και αποφασίζει κατά πόσο δικαιολογείται η επιβολή διοικητικού προστίμου ….».  Επομένως, όταν αποστάληκε η υπό ημερ. 25.6.08 επιστολή, διερευνάτο και η ενδεχόμενη παράβαση και η ενδεχόμενη επιβολή προστίμου, ως απόρροια πλέον, της υπό διαπίστωση παραβάσεως.  Αυτό ακριβώς καταγράφηκε στη δεύτερη παράγραφο της πρώτης σελίδας, καθώς και στην τέταρτη από το τέλος της δεύτερης σελίδας της εν λόγω επιστολής, όπως ακριβώς ορίζει το άρθρο 39(1).

 

        Δεν υπάρχει στην έννοια του άρθρου 39(1) του Νόμου, αντίληψη περί «ενοχής», ούτε και η Επιτροπή διαπιστώνει «ενοχή», αλλά μόνο «ενδεχόμενη παράβαση» έννοια που δεν παραπέμπει σε  διαπίστωση «ενοχής» κατά τα αντίστοιχα σε πειθαρχική δίκη ή ποινική δίωξη.  Η εξουσία που παρέχει ο Νόμος στην Επιτροπή για επιβολή ενδεχόμενου διοικητικού προστίμου είναι διάφορη από τις περιπτώσεις όπου η Επιτροπή δύναται να καταγγείλει υπόθεση για δίωξη στο Ποινικό Δικαστήριο. Το διοικητικό πρόστιμο δεν μπορεί να κατηγοριοποιηθεί ως «ποινή», εντός της εννοίας του Άρθρου 12 του Συντάγματος, ώστε να γίνεται λόγος για πρόσαψη ποινικών κατηγοριών ή διατύπωση και απαγγελία ποινικού κατηγορητηρίου, ως η εισήγηση του κ. Αγγελίδη. Το διοικητικό πρόστιμο δεν αποτελεί μέτρο αντίθετο προς το Σύνταγμα, επιβάλλεται δε στους ιδιώτες που δεν συμμορφώνονται προς διοικητική νομοθεσία, τηρουμένης όμως της αρχής της αναλογικότητας (δέστε την απόφαση της πλειοψηφίας στη Δημοκρατία ν. Demand Shipping Co Ltd (1994) 3 Α.Α.Δ. 460 όπου στην εκεί κριθείσα πρόνοια του άρθρου 8 του Νόμου 77/85, χρησιμοποιείτο η λέξη «τιμωρείται» -  λέξη πιο ισχυρή από ό,τι η φράση «επιβολή διοικητικού προστίμου» - στα πλαίσια επιβολής χρηματικής ποινής). Το διοικητικό πρόστιμο επιβλήθηκε εδώ μετά που οι αιτητές κλήθηκαν να υποβάλουν παραστάσεις εν τη εννοία του audi alteram partem και, κατ΄ αναλογίαν, με όλα τα δικαιώματα ενός «κατηγορούμενου».  (Δημοκρατία ν. Χανιάν (1998) 3 Α.Α.Δ. 690).   Και βεβαίως παραμένει ανίσχυρη η τοποθέτηση ότι μόνο Δικαστήριο θα έπρεπε να επιληφθεί τέτοιας υπόθεσης, εφόσον κρίνεται ότι δεν πρόκειται για ποινική δίωξη.  Οι υποθέσεις του ΕΔΑΔ που ανέφερε ο κ. Αγγελίδης στην αγόρευση του σχετικά με την παραβίαση της φυσικής δικαιοσύνης και το δικαίωμα στη δίκαιη δίκη, ουδεμία ομοιότητα έχουν με τα υπό κρίση γεγονότα.  Άλλωστε, δικαίωμα πρόσβασης στο Δικαστήριο, οι αιτητές είχαν και το δικαίωμα αυτό το άσκησαν με την καταχώρηση της παρούσας προσφυγής.  Η κατηγοριοποίηση της φύσης της υπόθεσης σε διοικητική, δεν της προδίδει ποινικό χαρακτήρα ώστε να υπάρχει εξομοίωση με ποινική δίκη, άλλως θα υπήρχε κατάργηση των διοικητικών μέτρων που μπορεί να επιβάλει μια αρχή που ενεργεί ως διοικητικό όργανο.

 

        Η «απολογία» που αναφέρει το άρθρο 33(5), στο οποίο επίσης αναφέρθηκε ο κ. Αγγελίδης, δεν έχει βέβαια την έννοια της απολογίας στο ποινικό δίκαιο, αλλά αφορά απλώς την παροχή ευκαιρίας στον υπαίτιο της παράβασης να προβάλει τις θέσεις του και να δικαιολογηθεί, πριν του επιβληθούν οι προβλεπόμενες από το άρθρο 38, διοικητικές κυρώσεις.  Εδώ η Επιτροπή,  συμμορφούμενη  με  τη  ρητή   νομοθετική επιταγή του άρθρου 39(2), έδωσε το δικαίωμα στους αιτητές να υποβάλουν παραστάσεις, στη συνέχεια δε,  σύμφωνα με το άρθρο 39 εδάφια (3) και (4), τις έλαβε υπόψη, αιτιολογώντας πλήρως και την επιβολή του διοικητικού προστίμου.

 

        Μάλιστα, οι πρόνοιες του άρθρου 33(5) είναι πλέον αυστηρές από την προβλεπόμενη διαδικασία που καταγράφεται στο άρθρο 39, με δεδομένο ότι η Επιτροπή με μόνη την παράλειψη παροχής των πληροφοριών εντός της τακτής προθεσμίας, προχωρεί στην επιβολή διοικητικής κύρωσης, αφού βεβαίως προηγουμένως καλέσει τον υπαίτιο σε απολογία.  Μπορεί να λεχθεί ότι το άρθρο 33 προδιαγράφει γενικά την εξουσία περί συλλογής πληροφοριών και της επιβολής κυρώσεων, ενώ τα επόμενα άρθρα εξειδικεύουν την όλη διαδικασία.  Η διαπίστωση της ενδεχόμενης παράβασης σε περίπτωση μη παροχής ή άρνησης παροχής των ζητηθέντων στοιχείων, ως εδώ η περίπτωση, είναι απλή και εξαντλείται στην αυταπόδεκτη, ως εκ της ίδιας της θέσης των αιτητών στα Παραρτήματα ΣΤ και Κ, άρνησης να δώσουν τα στοιχεία.  Κλήθηκαν επομένως ταυτόχρονα σε παραστάσεις και για το ζήτημα της ενδεχόμενης διοικητικής κύρωσης, αλλά δεν συμμορφώθηκαν.

 

        Τέλος, εφόσον παρέχεται ρητή εξουσία προς επιβολή διοικητικού προστίμου, η απόφαση της Επιτροπής, εφόσον τήρησε ορθά την  όλη προβλεπόμενη από το Νόμο διαδικασία, δικαιολογώντας την επιβολή του προστίμου, είναι καθόλα νόμιμη και ως προς τον τύπο και ως προς το περιεχόμενο επί της ουσίας της.  Δεν ενήργησε ανεπίτρεπτα και ως κατήγορος και ως κριτής στην έννοια του ποινικού δικαίου.  Διάφορος είναι ο ρόλος της Επιτροπής και διάφορος ο τρόπος ενέργειας της, σαφώς μη εξισωμένος με ποινικό δικαστήριο, όταν διαπιστώνει παράβαση.

 

        Η προσφυγή απορρίπτεται με €1.500 έξοδα πλέον Φ.Π.Α. υπέρ των καθ΄ ων και εναντίον των αιτητών.

 

        Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται με βάση το            Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

 

 

 

 

 

                                        Στ. Ναθαναήλ,

                                                  Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΘ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο