MAIA KHOK RISHVILI κ.α ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ, Υπόθεση Αρ. 1756/2007, 28 Σεπτεμβρίου 2009

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 1756/2007)

 

 

28 Σεπτεμβρίου, 2009

 

 

[ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

1.    MAIA KHOK RISHVILI

2.    QAZARASHVILI SERGO,

 

Αιτητές,

 

ν.

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ, ΜΕΣΩ

ΤΗΣ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ,

 

Καθ΄ων η αίτηση.

 

_______________

 

Ν. Λοΐζου και Χρ. Χριστούδιας, για τους Αιτητές.

Λ. Γρηγορίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.:  Οι αιτητές κατάγονται από τη Γεωργία, είναι σύζυγοι και εισήλθαν στη Δημοκρατία μέσω των κατεχομένων.  Υπέβαλαν αίτηση για παροχή ασύλου, ο μεν πρώτος στις 8.10.2003, η δε σύζυγός του αιτήτρια 2 στις 11.10.2004. ΄Υστερα από συνέντευξη και τη νενομισμένη διαδικασία η αίτησή τους απορρίφθηκε.  Την ίδια τύχη είχε και ιεραρχική προσφυγή την οποία καταχώρησαν ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων (στο εξής «η Αρχή»).  Η διοικητική προσφυγή απορρίφθηκε στις 5.11.2007.  Εναντίον της πιο πάνω απόφασης ασκήθηκε η παρούσα προσφυγή.

 

Οι αιτητές υποστηρίζουν ότι δεν έλαβε χώρα δέουσα έρευνα από τον αρμόδιο λειτουργό, όπως απαιτείται από τον περί Προσφύγων Νόμο του 2000, Ν.6(Ι)/2000.  Απλώς επαναλήφθηκαν τα γεγονότα όπως υπήρχαν στο φάκελο και ως είχαν καταγραφεί από τον αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου.

 

Το επιχείρημα θα πρέπει να απορριφθεί.  Η διοίκηση ασφαλώς έχει την υποχρέωση να προβεί σε επαρκή έρευνα όλων των σχετικών με την υπόθεση γεγονότων, αλλά η έκταση της έρευνας εξαρτάται από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης.

 

Στην παρούσα υπόθεση τα γεγονότα της υπόθεσης ερευνήθηκαν διεξοδικά, ενώ οι διαπιστώσεις του λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου εξετάστηκαν και αξιολογήθηκαν χωριστά.  Ο αρμόδιος λειτουργός της Αρχής προέβη σε διαπιστώσεις, αφού εξέτασε τους λόγους που οι αιτητές επικαλέστηκαν στη διοικητική τους προσφυγή.

 

Δεν υπάρχει υποχρέωση για εκ νέου διενέργεια έρευνας κατά την εξέταση της ιεραρχικής προσφυγής από την Αναθεωρητική Αρχή. Όπως έχει επανειλημμένα λεχθεί, η Αναθεωρητική Αρχή κατά την εξέταση της ιεραρχικής προσφυγής εξετάζει τον ενώπιόν της φάκελο και μόνο αν η ίδια επιθυμεί μπορεί να ζητήσει περαιτέρω στοιχεία ή να ζητήσει από τον προσφεύγοντα να προσέλθει σε συνέντευξη.

 

Ο τρόπος και η διαδικασία που θα ακολουθηθεί ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης (Ράφτης ν. Δημοκρατίας κ.α. (2002) 3 Α.Α.Δ. 345).  Το δικαστήριο δεν επεμβαίνει όταν η έρευνα κριθεί ότι είναι επαρκής.

 

Οι αιτητές υποστηρίζουν ότι στερήθηκαν της ευκαιρίας να παρουσιαστούν ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής και να τεκμηριώσουν τον ισχυρισμό τους ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις για αναγνώριση καθεστώτος προσωρινής παραμονής για ανθρωπιστικούς λόγους.

 

Ούτε αυτό το επιχείρημα ευσταθεί.  Ο πρόεδρος της Αναθεωρητικής Αρχής εξέτασε το ενδεχόμενο παροχής καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας, αλλά κατέληξε ότι οι αιτητές δεν κατάφεραν να αποδείξουν βάσιμα ότι πληρούν τις προϋποθέσεις για παραχώρηση καθεστώτος προσωρινής διαμονής.

 

Όσον αφορά τον ισχυρισμό τους ότι αποστερήθηκαν του δικαιώματος να υποστηρίξουν την υπόθεσή τους, αρκεί να λεχθεί ότι, όπως επανειλημμένα έχει λεχθεί, η Αναθεωρητική Αρχή έχει δικαίωμα να καλέσει τους προσφεύγοντες ενώπιόν της για συνέντευξη μόνο αν το κρίνει αναγκαίο. Δεν υπάρχει οποιαδήποτε υποχρέωση της Αρχής για τη διενέργεια νέας συνέντευξης.

 

Και ο ισχυρισμός ότι έγινε ανάπλαση του φακέλου της Υπηρεσίας Ασύλου από την Αναθεωρητική Αρχή κατά την εξέταση της απόφασης θα πρέπει να απορριφθεί.  Το ίδιο θέμα έχει επανειλημμένα εγερθεί ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου ανεπιτυχώς.  Ξανά και ξανά αποφασίστηκε ότι η Αναθεωρητική Αρχή έχει το δικαίωμα, αλλά και το καθήκον να εξετάσει την υπόθεση βάσει του ενώπιόν της υλικού και μόνο στην περίπτωση που η ίδια θεωρήσει αναγκαίο, μπορεί να ζητήσει περαιτέρω στοιχεία.  Συνεπώς, δεν μπορούμε να μιλούμε για ανάπλαση του φακέλου της Υπηρεσίας Ασύλου.  Στο κάτω κάτω δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι η διοικητική προσφυγή είναι μορφή δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας η οποία σκοπό έχει να εξετάσει την ορθότητα της διαδικασίας της Υπηρεσίας Ασύλου.

 

Και ο επόμενος ισχυρισμός των αιτητών, ότι δηλαδή η απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής εκδόθηκε χωρίς να ακουστούν, είναι εντελώς αβάσιμος.  Οι αιτητές είχαν κάθε ευκαιρία, μαζί με την ιεραρχική τους προσφυγή να αναφέρουν οποιαδήποτε στοιχεία, τα οποία κατά τη γνώμη τους θα βοηθούσαν την υπόθεσή τους.  Συνεπώς είχαν κάθε ευκαιρία να ακουστούν.  Όπως είπαμε και προηγουμένως, η Αρχή δεν έχει υποχρέωση να καλέσει σε συνέντευξη τον προσφεύγοντα, εκτός αν η ίδια το θεωρήσει πρέπον.

 

Οι αιτητές υποστηρίζουν ότι η απόφαση ελήφθη υπό πλάνη και κατά κατάχρηση εξουσίας.  Και αυτό γιατί στην απόφαση της Αρχής δεν γίνεται οποιαδήποτε αναφορά στην έκθεση του αρμόδιου λειτουργού.  Αντίθετα, γίνεται, σύμφωνα πάντα με τους αιτητές, συνεχής επίκληση της εξέτασης στην οποία προέβη ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου.

 

Ούτε αυτός ο ισχυρισμός ευσταθεί.  Σαφώς στην απόφασή της η Αρχή αναφέρει ότι μελέτησε και έλαβε υπ΄ όψιν την υποβληθείσα έκθεση του αρμόδιου λειτουργού της Αρχής και στη συνέχεια προχώρησε στην εξέταση του φακέλου, τόσο στα τυπικά όσο και στα θέματα ουσίας.

 

Τέλος, οι αιτητές υποστηρίζουν ότι η Αρχή παρέλειψε να εξετάσει κατά πόσο οι αιτητές πληρούν τις προϋποθέσεις για συμπληρωματική προστασία.

 

Όπως υποδεικνύεται και από τον ευπαίδευτο συνήγορο των καθ΄ ων η αίτηση, οι αιτητές δεν προσκόμισαν επαρκή μαρτυρία για να ενισχύσουν το αίτημά τους.  Σύμφωνα με το άρθρο 16 του περί Προσφύγων Νόμου, το βάρος απόδειξης φέρει ο αιτητής, ο οποίος οφείλει να υποστηρίξει την αίτησή του με όλα τα έγγραφα και στοιχεία που έχει στην κατοχή του και γενικά να βοηθήσει την Υπηρεσία Ασύλου στη διαπίστωση των γεγονότων.  Όλοι οι ισχυρισμοί των αιτητών εξετάστηκαν ένας προς ένα και αιτιολογημένα απορρίφθηκαν, τόσο από την Υπηρεσία Ασύλου, όσο και από την Αναθεωρητική Αρχή.  Σαφής αναφορά στην παράλειψη αυτή των αιτητών γίνεται και στην προσβαλλόμενη απόφαση.  Επισημαίνω, πριν καταλήξω, ότι η βάση της προσβαλλόμενης απόφασης είναι ότι κατά τη συνέντευξη των αιτητών παρουσιάστηκε αριθμός μη αληθοφανών, αλλά και αναξιόπιστων και αντιφατικών τοποθετήσεων οι οποίες επισημαίνονται στην απόφαση της Αρχής.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται, με €1.000 έξοδα εναντίον των αιτητών.

 

 

Φρ. Νικολαΐδης, Δ.

 

 

/ΜΔ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο