ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΗΛΙΑ ν. ΑΡΧΗ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ, Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 204/2007, 307/2007, 330/2007, 493/2007 και 494/2007, 17 Σεπτεμβρίου 2009

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 204/2007,

307/2007, 330/2007, 493/2007 και 494/2007)

 

17 Σεπτεμβρίου, 2009

 

[Κ. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ AΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

(Υπόθεση Αρ. 204/2007)

 

ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΗΛΙΑ,

 

Αιτήτρια,

ΚΑΙ

 

ΑΡΧΗ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,

 

Καθ΄ης η Αίτηση.

- - - - - - -

 

(Υπόθεση Αρ. 307/2007)

 

ΕΦΗ ΚΑΛΑΘΑ,

 

Αιτήτρια,

ΚΑΙ

 

ΑΡΧΗ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,

 

Καθ΄ης η Αίτηση.

- - - - - - -

 

 

 

 

(Υπόθεση Αρ. 330/2007)

 

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΠΑΠΑΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,

Αιτητής,

ΚΑΙ

 

ΑΡΧΗ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,

 

Καθ΄ης η Αίτηση.

- - - - - - -

 

 

(Υπόθεση Αρ. 493/2007)

 

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΝΤΟΥΝΑΣ,

Αιτητής,

ΚΑΙ

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

 

Καθ΄ης η Αίτηση.

- - - - - - -

 

(Υπόθεση Αρ. 494/2007)

 

ΕΛΕΝΗ ΠΑΠΑ,

Αιτήτρια,

ΚΑΙ

 

ΑΡΧΗ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,

 

Καθ΄ης η Αίτηση.

 

- - - - - - -

 

 

Μ. Καλλιγέρου, για την Αιτήτρια στην 204/2007.

Α.Σ. Αγγελίδης, για την Αιτήτρια στην 307/2007.

Δ. Χριστοδούλου, για τον Αιτητή στην 330/2007.

Κ.Καντούνας, για τον Αιτητή στην 493/2007.

Κ. Καντούνας, για την Αιτήτρια στην 494/2007.

Κ. Χατζηιωάννου, για την Καθ΄ης η Αίτηση.

Α. Κωνσταντίνου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος Ελένη Στασοπούλου.

 

- - - - - - -

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Με τις υπό εξέταση συνεκδικαζόμενες πέντε συνολικά προσφυγές, οι αιτητές επιδιώκουν την ακύρωση της προαγωγής ενδιαφερομένων μερών στη θέση Υποτμηματάρχη Προσωπικού Πληροφορικής στην υπηρεσία της καθ΄ης η αίτηση Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, η οποία είχε γίνει αναδρομικά από την 1.8.2003.

 

Θέμα πλήρωσης έξι θέσεων ανέκυψε μετά την ακύρωση της προαγωγής στις θέσεις εκείνες των Χάρη Παφίτη, Νέδης Κολοκοτρώνη, Χαράλαμπου Παπαχαραλάμπους, Σπύρου Χριστοφίδη, Χριστάκη Κουλουμά και Πολύμνιας Γεωργίου Κωστάκη, ως αποτέλεσμα της απόφασης στις συνεκδικασθείσες πρωτόδικες προσφυγές αρ. 641/2003, 659/2003 και 780/2003. Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώθηκε αργότερα κατ΄ έφεση στην Αναθεωρητική Έφεση αρ. 3856. Οι αιτητές στις προσφυγές αρ. 307/2007, 330/2007, 493/2007 και 494/2007 προσβάλλουν τις προαγωγές και των έξι ενδιαφερόμενων μερών οι οποίοι προήχθηκαν κατόπιν επανεξέτασης του θέματος, ήτοι των Χάρη Παφίτη, Νέδης Κολοκοτρώνη, Ελένης Στασοπούλου, Σπύρου Χριστοφίδη, Χριστάκη Κουλουμά και Πολύμνιας Γεωργίου Κωστάκη. Στην προσφυγή αρ. 204/2007 η αιτήτρια, σε κάποιο στάδιο, απέσυρε την προσφυγή της εναντίον των ενδιαφερόμενων μερών Νέδης Κολοκοτρώνη και Ελένης Στασοπούλου.

 

Προσφυγή αρ. 204/2007.

 

Οι κύριοι νομικοί ισχυρισμοί με τους οποίους η αιτήτρια σ΄ αυτή την προσφυγή προσβάλλει τη νομιμότητα και/ή εγκυρότητα της επίδικης απόφασης είναι οι ακόλουθες:

 

α.    Ότι η συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού έγινε κατά παράβαση της νομολογίας και του δεδικασμένου.

 

β.    Ότι οι εισηγήσεις του Ανώτατου Εκτελεστικού  Διευθυντή επίσης παραβίασαν το δεδικασμένο.

 

γ.    Ότι και η τελική απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της καθ΄ης η αίτηση πάσχει από έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας.

 

 

α. Η εισήγηση περί πάσχουσας συμβουλής του Συμβουλίου Προσωπικού.

 

Σύμφωνα με τις πρόνοιες του Κανονισμού 10(5) των περί Προσωπικού της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου Γενικών Κανονισμών, οι προαγωγές στην Αρχή ενεργούνται μεν υπό της Αρχής, όμως πριν από κάθε προαγωγή, η Αρχή ζητά τη συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού και τις εισηγήσεις του Γενικού  Διευθυντή ή του αναπληρωτή του. Στην παρούσα περίπτωση, σε συμβουλή είχε προβεί το Συμβούλιο Προσωπικού και σε εισήγηση ο Ανώτατος Εκτελεστικός Διευθυντής.

 

Σύμφωνα με την αιτήτρια, η συμβουλή στην οποία προέβη το Συμβούλιο Προσωπικού πάσχει νομικά για τους ακόλουθους λόγους:

 

(i)        Επειδή δεν τηρήθηκαν ξεχωριστά πρακτικά για τις τρεις συνεδριάσεις του Συμβουλίου κατά τις οποίες είχε επιληφθεί του θέματος.

 

(ii)      Επειδή η δοθείσα από το Συμβούλιο αιτιολογία για τις συστάσεις των υποψηφίων στην οποία προέβη είναι νομικά απαράδεκτη και συνάμα παραβιάζει το δεδικασμένο.

 

Και οι δύο προβαλλόμενοι λόγοι είναι βάσιμοι και η βασιμότητά τους αποδεικνύεται από την ακολουθηθείσα διαδικασία. Όπως εξάγεται από το σχετικό Παράρτημα 2 που είχε επισυναφθεί στην Ένσταση, το Συμβούλιο Προσωπικού συνήλθε και ασχολήθηκε με το υπό εξέταση θέμα σε τρεις διαφορετικές συνεδριάσεις. Η πρώτη ήταν κατά την 12.12.2006, η δεύτερη κατά την 14.12.2006 και η τρίτη κατά την 10.1.2007. Σε σχέση όμως με τις τρεις αυτές συνεδριάσεις τηρήθηκε ένα, ενιαίο πρακτικό, στο οποίο παρατέθηκαν στοιχεία και πληροφορίες και για τις τρεις συνεδριάσεις. Το ενιαίο εκείνο πρακτικό είχε τίτλο “Πρακτικά της 9/2006 συνεδρίας του Συμβουλίου Προσωπικού που συνήλθε στο Γραφείο του Αναπληρωτή Ανώτατο Εκτελεστικού Διευθυντή στις 12/12/06 και ώρα 10:00, στις 14/12/06 και ώρα 13:00 και στις 10/1/07 και ώρα 10:00.”

 

Το τι διημείφθη σε κάθε μια συνεδρίαση παρατίθεται στο ενιαίο πρακτικό κάτω από ξεχωριστή επικεφαλίδα, όπως π.χ. μετά το πέρας των καταγραφέντων ως προς το τι έλαβε χώρα κατά την πρώτη συνεδρίαση, υπάρχει η επικεφαλίδα “Συνέχιση εργασιών Συμβουλίου Προσωπικού Συνεδρία 14.12.2006 – 13:00”. Όμως, τίποτε δεν αναφέρεται στο μέρος εκείνο ως προς το ποιοι από το Προεδρείο και τα μέλη της Επιτροπής ήσαν παρόντες. Οι παρουσίες Προέδρου και Μελών της Επιτροπής παρατίθενται μόνο στην αρχή του ενιαίου πρακτικού, προφανώς και εμφανώς αναφερόμενες στην πρώτη συνεδρίαση της 12.12.2006.

 

Η επιτακτική ανάγκη τήρησης επαρκούς και λεπτομερούς πρακτικού αποτελεί πάγια απαίτηση της νομολογίας (βλ. π.χ. Medcon Construction v. R. (1968) 3 CLR 530), όπως επίσης και νομοθετική απαίτηση με βάση το άρθρο 24 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμο αρ. 158(Ι)/1999. Όπως είχε τονισθεί, μεταξύ άλλων, και στην παλαιότερη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Vondetsianos v. Republic (1969) 3 CLR 83, θα πρέπει να τηρείται ξεχωριστό πρακτικό για κάθε συνεδρία, χάριν της διοικητικής βεβαιότητας. Τα άρθρα 20-23 του προαναφερθέντος Νόμου αρ. 158(Ι)/1999 θέτουν αυστηρές πρόνοιες οι οποίες ρυθμίζουν τα θέματα ορθής συγκρότησης, σύνθεσης οργάνων, συμμετοχής σε συνεδρίες, απουσιών και απαρτίας. Αυτές οι πρόνοιες πρέπει να τηρούνται αυστηρά έτσι ώστε να είναι εφικτή η εκ των υστέρων άσκηση δικαστικού ελέγχου. Εδώ, αυτές οι πρόνοιες δεν είχαν τηρηθεί αφού δεν καταρτίστηκαν ξεχωριστά πρακτικά για κάθε συνεδρίαση και, κυρίως, δεν καταγράφηκε ποιοι παρέστησαν και ποιοι δεν παρέστησαν σε κάθε μια διαδοχική συνεδρίαση.

 

Ως προς το ουσιαστικότερο θέμα της αιτιολογίας για τις δοθείσες από το Συμβούλιο Προσωπικού συστάσεις, παρατηρούνται τα εξής:

 

Κατά την αξιολόγηση των υποψηφίων η οποία έγινε από το Συμβούλιο στην τρίτη του συνεδρία της 10.1.2007, καταρτίστηκε κατάλογος εκ 13 υποψηφίων οι οποίοι κατά την άποψη του Συμβουλίου υπερτερούσαν, στον οποίο κατάλογο περιλαμβανόταν και η αιτήτρια. Ακολούθως, ο Πρόεδρος και δύο Μέλη, σύμφωνα πάντα με το ενιαίο πρακτικό, “… προχώρησαν σε περαιτέρω αξιολόγηση και σύγκριση μεταξύ τους, των πιο πάνω δεκατριών επιλεγέντων επικρατέστερων υποψηφίων και διαπίστωσαν ότι οι έξι (6) πιο κάτω υποψήφιοι που είναι περίπου ίσοι σε βαθμολογική αξία με τους υπόλοιπους πιο πάνω επτά ουσιαστικά κατάλληλους για προαγωγή, υπερτερούν σε θέματα ανάληψης και διεκπεραίωσης σημαντικών έργων συστημάτων πληροφορικής για τον Οργανισμό, στην πρωτοβουλία και εποπτεία ομάδων εργασίας, γι΄ αυτό συμβουλεύουν την Αρχή να προχωρήσει στην πλήρωση των έξι (6) κενών θέσεων Υποτμηματάρχη Προσωπικού Πληροφορικής, προάγοντάς τους ως τους ουσιαστικά καλύτερους.” Ακολουθούν τα ονόματα των έξι υποψηφίων των οποίων η προαγωγή είχε ακυρωθεί προηγουμένως, πέντε από τους οποίους είναι μεταξύ των ενδιαφερόμενων μερών. Περαιτέρω, όπως διαπιστώνεται από το ίδιο πρακτικό, άλλα δύο Μέλη του Συμβουλίου Προσωπικού, κατά την αξιολόγηση, αφού επίσης διέγνωσαν ότι οι υποψήφιοι είναι περίπου ίσοι σε αξία, διαπίστωσαν και αυτοί ότι ουσιαστικά καταλληλότεροι ήσαν επτά υποψήφιοι, οι οποίοι “...υπερτερούν σε θέματα ανάληψης και διεκπεραίωσης σημαντικών έργων συστημάτων πληροφορικής για τον Οργανισμό, στην πρωτοβουλία και εποπτεία ομάδων εργασίας…”.

 

Ας σημειωθεί ότι το Διοικητικό Συμβούλιο των καθ΄ων η αίτηση φαίνεται να υιοθέτησε πλήρως την πιο πάνω αιτιολογία, αφού στο πρακτικό της συνεδρίας του ημερομηνίας 16.1.2007, κατά την οποία είχε ληφθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, δόθηκε η εξής αιτιολογία γιατί προτιμήθηκαν για προαγωγή πέντε από τα έξι ενδιαφερόμενα μέρη ενώ προστέθηκε αργότερα και η Ελένη Στασοπούλου:

 

“Το Συμβούλιο έκρινε από τα ενώπιον του στοιχεία ότι οι πιο πάνω πέντε υπάλληλοι υπερτερούν των υπολοίπων σε θέματα ανάληψης και διεκπεραίωσης σημαντικών έργων για τον Οργανισμό, στην πρωτοβουλία και εποπτεία ομάδων εργασίας…”

 

Είναι φανερό από την ανάγνωση και μόνο, τόσο της προηγηθείσας πρωτόδικης ακυρωτικής απόφασης, όσο και της αναθεωρητικής έφεσης, ότι οι ιδιότητες εκείνες που απέδωσαν στους προτιμητέους υποψηφίους ο Πρόεδρος και Μέλη του Συμβουλίου Προσωπικού, ήσαν οι ίδιες περίπου οι οποίες είχαν ληφθεί υπόψη για την επιλογή των ίδιων υποψηφίων, των οποίων η προαγωγή είχε ακυρωθεί. Προεξάρχον τούτων ήταν το στοιχείο της πρωτοβουλίας, όπως και η υπεροχή των ενδιαφερόμενων μερών σε θέματα ανάληψης και διεκπεραίωσης σημαντικών έργων συστημάτων πληροφορικής η οποία ήταν ένα από τα στοιχεία που επίσης είχαν ληφθεί στην ακυρωθείσα διαδικασία με κάπως διαφορετική φρασεολογία. Ήταν δε αυτά τα στοιχεία τα οποία έτυχαν σχολιασμού από το πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο, αφού υπενθύμισε ότι επρόκειτο για καθόλα ισοδύναμους σε βαθμολογημένη αξία υποψήφιους, διαπίστωσε ότι εκείνες οι φαινομενικά ιδιαίτερες ή επιπρόσθετες παρατηρήσεις ως προς τους προτιμηθέντες υποψηφίους, δεν προσέδιδαν σ΄ αυτούς υπεροχή αφού δεν ξέφευγαν των πλαισίων των βαθμολογημένων στοιχείων ούτε και δικαιολογούνταν από αυτά. Την ίδια δε προσέγγιση υιοθέτησε και εφάρμοσε και το Εφετείο.

 

Έπεται επομένως ότι η δοθείσα από το Συμβούλιο Προσωπικού αιτιολογία ως προς τη συμβουλή του για προαγωγή των έξι προσώπων, πάσχει νομικά, για τους ίδιους λόγους για τους οποίους είχε αποφασισθεί στην προηγηθείσα δικαστική διαδικασία. Σημειώνεται εδώ ότι πράγματι, ενώ δεν απαιτείται από τους σχετικούς κανονισμούς όπως η συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού είναι αιτιολογημένη, εν τούτοις, όπως επανειλημμένα έχει νομολογηθεί, αφ΄ ης στιγμής δίδεται αιτιολογία, αυτή υπόκειται στο δικαστικό έλεγχο. (Ονουφρίου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 833, ΑΤΗΚ ν. Περικλέους (1999) 3 ΑΑΔ 170).

 

Επιπρόσθετα δε προς το πρόβλημα της μη αποδεκτής αιτιολογίας ως προς τη δοθείσα συμβουλή, τίθεται ευθέως και θέμα παραβίασης του δεδικασμένου. Σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην ακυρωτική δικαιοδοσία με βάση το Άρθρο 146 του Συντάγματος, συνιστά δεδικασμένο μεταξύ των διαδίκων ζήτημα κριθέν σε προηγούμενη διαδικασία. Ως κριθέν δε, θεωρείται το ζήτημα εκείνο το οποίο αφού διαγνώστηκε και κρίθηκε, αποτέλεσε το αναγκαίο στήριγμα του γενόμενου από την απόφαση δεκτού ως συμπεράσματος. (Βλ. π.χ. Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (Αρ.1) (2001) 3(Α)ΑΑΔ 19). Εδώ δε, έκδηλα έχει υπάρξει παραβίαση του δεδικασμένου, αφού δεν ακολουθήθηκαν οι παρατηρήσεις του Δικαστηρίου στην προηγηθείσα πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια διαδικασία, ενώ επαναλήφθηκαν ή αναπλάθηκαν απορριφθείσες αιτιολογίες.

 

β. Η εισήγηση περί πάσχουσας εισήγησης του Ανωτάτου Εκτελεστικού Διευθυντή.

 

Στην εισήγησή του στην οποία είχε προβεί ημερομηνίας 12.1.2007, ο Ανώτατος Εκτελεστικός Διευθυντής, αφού ουσιαστικά υιοθέτησε τη συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού, εισηγήθηκε την προαγωγή των πέντε από τα ενδιαφερόμενα μέρη, αιτιολογώντας την κατάληξή του ως εξής:

 

“Κατά την άποψη μου, οι πιο πάνω υπάλληλοι, υπερέχουν των άλλων υποψηφίων σε απόδοση, επίδοση και ικανότητες και είναι οι καταλληλότεροι για προαγωγή στο βαθμό του Υποτμηματάρχη Προσωπικού Πληροφορικής…”

 

 

Η πιο πάνω δε εισήγηση γίνεται μετά που ο Διευθυντής αναφέρει ότι μελέτησε όλα τα σχετικά δεδομένα, ήτοι τα πρακτικά του Συμβουλίου Προσωπικού και τους προσωπικούς φακέλους των υποψηφίων. Δεδομένου όμως ότι τα πιο πάνω στοιχεία, όπως το ίδιο το Συμβούλιο είχε δεχθεί, έδειχναν ότι όλοι οι υποψήφιοι είναι περίπου ίσοι σε αξία, διερωτάται κάποιος τι ήταν τελικά εκείνο που μέτρησε υπέρ των συγκεκριμένων υποψηφίων οι οποίοι προτείνονταν για προαγωγή. Όπως είχε λεχθεί και στην υπόθεση Μοδίτης ν. Δημοκρατίας, ΑΕ2852, ημερομηνίας 25.10.2002, δεν μπορεί να αποδίδεται στο Διευθυντή ότι προτείνει για προαγωγή ορισμένους υποψηφίους για συγκεκριμένους λόγους, όταν θεωρεί πως οι ίδιοι λόγοι συντρέχουν και για εκείνους που δεν συστήνει. Όπως δε υπενθυμίστηκε και στην Αναθεωρητική Έφεση αρ. 3856 που αφορούσε την παρούσα υπόθεση και τις ακυρωθείσες προαγωγές των ενδιαφερόμενων μερών, οι παρατηρήσεις για τα ενδιαφερόμενα μέρη αφορούν τα ήδη βαθμολογηθέντα και αξιολογηθέντα στοιχεία των υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων και ουσιαστικά συνιστούν ανάπλασή τους, αφού εννοείται πως ότι αναφέρονται στις παρατηρήσεις, αναφέρονται συγκριτικά. Υπενθυμίζεται ότι, τόσο το πρωτόδικο Δικαστήριο όσο και το Εφετείο, στην προηγηθείσα διαδικασία είχαν αναφέρει ότι μπορούσαν να λαμβάνονταν υπόψη σε περίπτωση όπως η παρούσα, τα στοιχεία της αρχαιότητας και άλλων προσόντων ή ακόμα, ενόψει της ισοβαθμίας των υποψηφίων, ενδεχόμενα θα μπορούσαν να διενεργηθούν και προσωπικές συνεντεύξεις. Αυτές οι παρατηρήσεις παραγνωρίστηκαν από τους καθ΄ων η αίτηση.

 

γ. Η εισήγηση περί πάσχουσας τελικής απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου των καθ΄ων η αίτηση.

 

Όπως έχει αποτυπωθεί στο σχετικό πρακτικό συνεδρίασης του Διοικητικού Συμβουλίου των καθ΄ων η αίτηση, το Συμβούλιο κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, ενήργησε ως εξής:

 

“… Το Συμβούλιο, αφού προχώρησε σε περαιτέρω αξιολόγηση και σε σύγκριση των 13 υποψηφίων μεταξύ τους με βάση τα ακαδημαϊκά και τα επαγγελματικά τους προσόντα, την απόδοση και επίδοσή τους, καθώς και την καταλληλότητά τους για τις προς πλήρωση θέσεις, λαμβάνοντας υπόψη το περιεχόμενο των πρακτικών του Συμβουλίου Προσωπικού, την Εισήγηση του Ανώτατου Εκτελεστικού Διευθυντή και το περιεχόμενο των προσωπικών τους φακέλων, έκρινε ομόφωνα ότι οι πιο κάτω πέντε υπάλληλοι υπερέχουν των υπολοίπων σε ουσιαστική καταλληλότητα για τις πέντε από τις έξι προς πλήρωση θέσεις, γι΄ αυτό και αποφάσισε την προαγωγή τους στο βαθμό του Υποτμηματάρχη (Προσωπικό Πληροφορικής):

 

Χάρης Παφίτης (7341)

Νέδη Κολοκοτρώνη (6742)    

Σπύρος Χριστοφίδης (7906)

Χριστάκης Κουλουμάς (6779)

Πολύμνια Γεωργίου Κωστάκη (516)

 

Το Συμβούλιο έκρινε από τα ενώπιόν του στοιχεία ότι οι πιο πάνω πέντε υπάλληλοι υπερτερούν των υπολοίπων σε θέματα ανάληψης και διεκπεραίωσης σημαντικών έργων για τον Οργανισμό, στην πρωτοβουλία και εποπτεία ομάδων εργασίας. Το Συμβούλιο σημείωσε επίσης ότι οι πιο πάνω πέντε υπάλληλοι προτείνονται για προαγωγή από τρία τουλάχιστον μέλη του Συμβουλίου Προσωπικού και από τον Ανώτατο Εκτελεστικό Διευθυντή.”

 

 

Πέραν των όσων έχουν αναφερθεί προηγουμένως ως προς τη συμβουλή και την εισήγηση του Συμβουλίου Προσωπικού και του Διευθυντή αντίστοιχα, ασφαλώς τα ίδια ισχύουν με επίταση και στην περίπτωση της αιτιολογίας και του δεδικασμένου, σε σχέση με την τελική απόφαση του Συμβουλίου των καθ΄ων η αίτηση στη λήψη της οποίας λήφθηκαν υπόψη η συμβουλή και εισήγηση των προαναφερθέντων οργάνων. Όπως άλλωστε είχε τονισθεί και στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις συνεκδικαζόμενες προσφυγές αρ. 327/96, 403/96, 405/96 και 993/96, Ρένα Κοσμά κ.ά. ν. ΑΤΗΚ, ημερομηνίας 9.6.1999, που αφορούσε απόφαση των ίδιων καθ΄ων η αίτηση – ΑΤΗΚ:

 

“Τα του Συμβουλίου Προσωπικού είναι απλώς κοινοτυπίες και παράθεση γενικών κριτηρίων επιλογής. Τα του Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή υπόκεινται στην ίδια παρατήρηση. Τα δε της Α.ΤΗ.Κ. είναι αφ΄ ενός μεν άνευ προσδιοριστικής σημασίας γενικότατοι φραστικοί χαρακτηρισμοί για κάθε υποψήφιο και αφ΄ ετέρου και πάλι, απλή παράθεση γενικών κριτηρίων. Σε καμμιά περίπτωση δεν γίνεται η παραμικρή προσπάθεια πραγματικής αξιολόγησης και σύγκρισης που να αποκάλυπτε το συλλογισμό της Α.ΤΗ.Κ. και να παρείχε την αναγκαία αιτιολογία για την επιλογή της, όπως και για τη συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού και την εισήγηση του Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή, του δικαστικού ελέγχου μη καθισταμένου έτσι δυνατού…”

 

Δυστυχώς, δεν μπορώ παρά να παρατηρήσω ότι τα πιο πάνω που είχαν λεχθεί σε προγενέστερη απόφαση σε σχέση με τους ίδιους καθ΄ων η αίτηση, όπως επίσης και τα όσα λέχθηκαν στις δύο προηγηθείσες αποφάσεις για τις επίδικες προαγωγές έχουν αγνοηθεί εντελώς.

 

Η προσφυγή επιτυγχάνει και οι προαγωγές των ενδιαφερόμενων μερών 1, 3, 4, 6 παραμερίζονται με €1.000 έξοδα, πλέον ΦΠΑ, υπέρ της αιτήτριας.

 

Προσφυγή αρ. 307/2007.

 

Στο πλαίσιο αυτής της προσφυγής, η αιτήτρια ήγειρε τέσσερις κυρίως λόγους για τους οποίους επιζητεί την ακύρωση της επίδικης απόφασης, ήτοι:

 

α.    Ότι δεν τηρήθηκε ορθό πρακτικό εκ μέρους του Συμβουλίου Προσωπικού.

 

β.    Ότι η εισήγηση του Ανωτάτου Εκτελεστικού Διευθυντή είναι αναιτιολόγητη και αντίθετη προς τα στοιχεία των προσωπικών φακέλων των υποψηφίων και ότι παραβιάζει το δεδικασμένο.

 

γ.    Ότι παραβιάστηκε το δεδικασμένο εκ μέρους και του  Συμβουλίου Προσωπικού και του Διοικητικού Συμβουλίου της καθ΄ης η αίτηση ενώ παραγνωρίστηκε η υπεροχή της αιτήτριας.

 

δ.    Ότι η εισήγηση του Συμβουλίου Προσωπικού και η τελική απόφαση της καθ΄ης η αίτηση δεν υποστηρίζεται από τα στοιχεία των προσωπικών φακέλων των υποψηφίων.

 

Υπό το φως των όσων έχουν λεχθεί προηγουμένως στη συνεκδικαζόμενη προσφυγή αρ. 204/2007 και για τους ίδιους λόγους που έχουν εκεί επεξηγηθεί, και οι τέσσερις προβαλλόμενοι λόγοι ακύρωσης θα πρέπει να επιτύχουν και επιτυγχάνουν, οδηγώντας στον παραμερισμό των επίδικων προαγωγών. Αναφορικά με την περίπτωση του ενδιαφερόμενου μέρους Ε. Στασοπούλου, ήταν η εισήγηση του δικηγόρου της ότι η δική της περίπτωση δεν θα πρέπει να επηρεαστεί από τυχόν ακυρωτική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου εφόσον αυτή η υποψήφια δεν είχε τύχει σύστασης είτε από το Συμβούλιο Προσωπικού είτε από το Γενικό Διευθυντή και ήταν το Διοικητικό Συμβούλιο που θεώρησε ότι έπρεπε να συμμορφωθεί με την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστή ο οποίος είχε ακυρώσει τις προαγωγές και να προάξει αυτό το ενδιαφερόμενο μέρος, κατά παρέκκλιση των συστάσεων του Συμβουλίου Προσωπικού και του Γενικού  Διευθυντή επειδή υπερείχε σε αρχαιότητα ή και προσόντα, όπως είχε διαγνώσει το Δικαστήριο. Θα πρέπει να διαφωνήσω με αυτή τη θέση. Είναι βέβαια γεγονός ότι η περίπτωση του ενδιαφερόμενου μέρους Ε. Στασοπούλου είχε τύχει των προαναφερθέντων σχολίων στην πρωτόδικη απόφαση με την οποία ακυρώθηκαν οι προηγηθείσες προαγωγές. Είναι επίσης γεγονός ότι η ίδια είχε προταθεί για προαγωγή από ένα μόνο μέλος του Συμβουλίου Προσωπικού και δεν προετάθη από τον Ανώτατο Εκτελεστικό Διευθυντή. Όμως, παρόλον τούτου θα πρέπει να ληφθούν υπόψη οι δοθέντες λόγοι για τους οποίους το Διοικητικό Συμβούλιο των καθ΄ων η αίτηση επέλεξε και αυτό το ενδιαφερόμενο μέρος, επιπρόσθετα προς τα άλλα πέντε που είχαν τύχει σύστασης. Στο σχετικό πρακτικό ημερομηνίας 16.1.2007, που αναφέρεται στη συνεδρίαση κατά την οποία λήφθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, το Διοικητικό  Συμβούλιο της καθ΄ης η αίτηση, αφού έκρινε ότι πράγματι οι πέντε συσταθέντες υποψήφιοι – ενδιαφερόμενα μέρη υπερτερούσαν των υπολοίπων σε θέματα ανάληψης και διεκπεραίωσης σημαντικών έργων, στην πρωτοβουλία και εποπτεία ομάδων εργασίας, προχώρησε και ως εξής:

 

“Περαιτέρω, το Συμβούλιο έκρινε κατά πλειοψηφία ότι η πιο κάτω υπάλληλος υπερέχει των υπολοίπων (μη προαγόμενων) σε ουσιαστική καταλληλότητα για την έκτη προς πλήρωση θέση, γι΄ αυτό και αποφάσισε την προαγωγή της στο βαθμό του Υποτμηματάρχη (Προσωπικό Πληροφορικής):

 

 

Ελένη Στασοπούλου (7876)

 

Η πλειοψηφία του Συμβουλίου, αποτελούμενη από τον Πρόεδρο και τα Μέλη Γρ. Διάκου, Γ. Χαρή και Δ. Φελλά, έκρινε από τα ενώπιόν της στοιχεία ότι η πιο πάνω υπάλληλος υπερτερεί των υπολοίπων (μη προαγόμενων) σε θέματα ανάληψης και διεκπεραίωσης σημαντικών έργων για τον Οργανισμό, στην πρωτοβουλία και εποπτεία ομάδων εργασίας. Η πλειοψηφία του Συμβουλίου έλαβε επίσης υπ΄ όψιν ότι η πιο πάνω υπάλληλος προτείνεται για προαγωγή από ένα μέλος του Συμβουλίου Προσωπικού και δεν προτείνεται από τον Ανώτατο Εκτελεστικό Διευθυντή αλλά την κρίνει ως καταλληλότερη για τους λόγους που αναφέρθηκαν πιο πάνω. …”

 

Εκείνο επομένως, το οποίο φαίνεται να είχε γίνει στην περίπτωση του ενδιαφερόμενου μέρους Στασοπούλου, ήταν ότι το Διοικητικό Συμβούλιο της καθ΄ης η αίτηση, αφού υιοθέτησε το αιτιολογικό του Συμβουλίου Προσωπικού για την επιλογή των πέντε υποψηφίων – ενδιαφερόμενων μερών, το οποίο αιτιολογικό κρίθηκε εδώ ως ανεπαρκές και κατά παραβίαση του δεδικασμένου, ήρθε επιπρόσθετα και κατ΄ επίκληση του ίδιου, επιλήψιμου αιτιολογικού και το εφάρμοσε και στην περίπτωση του ενδιαφερόμενου μέρους Στασοπούλου, προσθέτοντας την ίδια ως έκτη προακτέα για τους ίδιους ακριβώς λόγους για τους οποίους κρίθηκαν καταλληλότερα τα πέντε ενδιαφερόμενα μέρη. Λόγους οι οποίοι έχουν κριθεί ανεπαρκείς και εδώ και στην προηγηθείσα δικαστική διαδικασία.

 

Συνακόλουθα, δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί ότι η απόφαση της καθ΄ης η αίτηση πάσχει από έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας και μη διενέργειας δέουσας έρευνας, όπως επίσης και για λόγους παραβίασης δεδικασμένου, αφού δεν είναι λόγω οποιασδήποτε αναφοράς στους λόγους της προηγηθείσας δικαστικής απόφασης που είχε προαχθεί και αυτό το ενδιαφερόμενο μέρος, αλλά λόγω των όσων φαίνεται να ίσχυσαν και για τους υπολοίπους προαχθέντες.

 

Γι΄ αυτό το λόγο, η προσφυγή αρ. 307/2007 επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση παραμερίζεται σε σχέση και με τα έξι ενδιαφερόμενα μέρη, με €1.000 έξοδα πλέον ΦΠΑ υπέρ της αιτήτριας.

 

Προσφυγή αρ. 330/2007

 

Με αυτή την προσφυγή, ο αιτητής Χ. Παπαχαραλάμπους προσβάλλει την προαγωγή όλων των ενδιαφερόμενων μερών, όχι όμως για ακριβώς τους ίδιους λόγους με τους αιτητές στις ήδη εξετασθείσες προσφυγές.

 

Ο αιτητής εδώ δεν προσβάλλει τη νομιμότητα ή ορθότητα της συμβουλής του Συμβουλίου Προσωπικού την οποία θεωρεί αιτιολογημένη, αντικειμενική και αποτέλεσμα δέουσας έρευνας. Για τους ίδιους δε λόγους, ο αιτητής θεωρεί ότι και η εισήγηση του Εκτελεστικού Διευθυντή είναι καθόλα ορθή. Σημειώνεται βέβαια ότι ο αιτητής ήταν ένα από τα πρόσωπα τα οποία είχαν τύχει θετικής συμβουλής από το Συμβούλιο Προσωπικού και θετικής εισήγησης από τον Ανώτατο Εκτελεστικό Διευθυντή. Εκείνο το οποίο εγείρει αυτός ο αιτητής ως θέμα το οποίο καθάπτεται της νομιμότητας και/ή ορθότητας της επίδικης απόφασης είναι ότι η ίδια η προσβαλλόμενη απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της καθ΄ης η αίτηση ήταν αναιτιολόγητη, μεροληπτική και χωρίς τη δέουσα έρευνα. Ιδιαίτερα καθ΄ όσον το Συμβούλιο παρεξέκλινε από τη δοθείσα συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού και την εισήγηση του Ανώτατου Εκτελεστικού Διευθυντή.

 

Ο αιτητής έχει δίκαιο. Πέραν των άλλων τρωτών σημείων τα οποία έχουν εντοπισθεί προηγουμένως σε σχέση με την τελική απόφαση της καθ΄ης η αίτηση, και ειδικότερα του θέματος της μη επαρκούς αιτιολογίας, στην περίπτωση αυτού του αιτητή, υπήρχε και αυτό το επιπρόσθετο ζήτημα. Επανειλημμένα έχει τονισθεί στη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι οι συστάσεις του προϊσταμένου ενός Τμήματος αποτελούν ένα ουσιωδέστατο, πρωτογενές και ανεξάρτητο στοιχείο κρίσης το οποίο άπτεται της αξίας των υποψηφίων. Το αρμόδιο διοικητικό όργανο που λαμβάνει την απόφαση, έχει υποχρέωση να τις ακολουθήσει ή να δώσει σαφείς και ειδικούς λόγους για τυχόν παραγνώρισή τους. (Βλ. Ολυμπία Στυλιανού κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1994) 3 ΑΑΔ 387 και Δημοκρατία ν. Μιχ. Ψωμά, ΑΕ1979, ημερομηνίας 17.10.1997).

 

Αναφορικά προς το θέμα του είδους, της ποιότητας και της έκτασης της απαιτούμενης αιτιολογίας σε περιπτώσεις παραγνώρισης συστάσεων προϊσταμένου, χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει και στην απόφαση στην υπόθεση Φιλοθέη Μουρτζή ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 788/1997, ημερομηνίας 30.11.1998, το αποτέλεσμα της οποίας επικυρώθηκε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αναθεωρητική Έφεση 2756, ημερομηνίας 9.11.2001.

 

Χωρίς αμφιβολία, η παρέκκλιση που παρατηρήθηκε στην περίπτωση του παρόντος αιτητή από τη δοθείσα συμβουλή και εισήγηση, δεν συνοδεύτηκε από ικανοποιητική ειδική εξήγηση και αιτιολογία.

 

Επομένως, η ληφθείσα απόφαση πάσχει και γι΄ αυτό το λόγο και η προσφυγή πρέπει να επιτύχει.

 

Η προσφυγή επιτυγχάνει με €1.000 έξοδα, πλέον ΦΠΑ, υπέρ του αιτητή.

 

Προσφυγές αρ. 493/2007 και 494/2007.

 

Οι αιτητές στις δύο αυτές προσφυγές εγείρουν προσβάλλοντες την επίδικη απόφαση, νομικά και πραγματικά θέματα, παρόμοια με τα ήδη εξετασθέντα στις ήδη αποφασισθείσες συνεκδικαζόμενες προσφυγές. Συγκεκριμένα εγείρουν τόσο θέματα μη επαρκούς αιτιολόγησης συστάσεων και τελικής απόφασης και δεδικασμένου, όσο και θέματα συγκριτικής υπεροχής των ιδίων των αιτητών έναντι των ενδιαφερόμενων μερών.

 

Συνακόλουθα, για τους ίδιους λόγους για τους οποίους επιτυγχάνουν οι εξετασθείσες προηγουμένως προσφυγές και αυτές οι προσφυγές θα πρέπει να επιτύχουν. Ασφαλώς δε το παρόν Δικαστήριο δεν θα υπεισέλθει σε συγκρίσεις μεταξύ των αιτητών και των ενδιαφερόμενων μερών, αφ΄ ης στιγμής έκρινε ότι η ληφθείσα απόφαση με τον τρόπο που αιτιολογήθηκε πάσχει και δεν είναι δυνατό να υποστεί τον αναγκαίο δικαστικό έλεγχο.

 

Η καθ΄ης η αίτηση στην αγόρευσή της έχει εγείρει και κάποιο άλλο θέμα το οποίο αφορά τους δύο αιτητές στις προσφυγές αρ. 493/2007 και 494/2007. Ότι συγκεκριμένα αυτοί οι αιτητές δεν νομιμοποιούνται να προσβάλλουν τις επίδικες προαγωγές οι οποίες είναι αποτέλεσμα επανεξέτασης ακυρωθεισών προαγωγών, αφ΄ ης στιγμής δεν είχαν οι ίδιοι προσβάλει την ορθότητα και/ή νομιμότητα των προηγούμενων προαγωγών οι οποίες ακυρώθηκαν και έτυχαν επανεξέτασης.

 

Διαφωνώντας με αυτή τη θέση οι συνήγοροι των αιτητών στις προαναφερθείσες προσφυγές παρέπεμψαν στην ΑΕ2841, Α.Λ.Κ. ν. Ρεβέκα Παπαδάκη, ημερομηνίας 12.3.2002, εισηγούμενοι ότι με εκείνη την απόφαση αποφασίστηκε ότι αιτητές οι οποίοι δεν είχαν προσβάλει συγκεκριμένη απόφαση η οποία ακυρώνεται, όχι μόνο έχουν το δικαίωμα να προσβάλουν απόφαση που λαμβάνεται στο πλαίσιο επανεξέτασης, αλλά θεωρείται μάλιστα ότι δεν δεσμεύονται από το δημιουργηθέν δεδικασμένο. Σε σχέση με αυτή την εισήγηση, θα πρέπει να παρατηρήσω ότι η πιο πάνω απόφαση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αναφέρεται στην αρχή την οποία της αποδίδουν οι αιτητές. Εκείνο το οποίο διευκρινίστηκε με την απόφαση εκείνη ήταν ουσιαστικά η φύση και η έκταση την οποία καλύπτει το δεδικασμένο και ιδιαίτερα το ζήτημα κατά πόσο το δεδικασμένο από μια ακυρωτική απόφαση δεσμεύει ή όχι την περίπτωση ενός αιτητή, ο οποίος μεταγενέστερα προσβάλλει νέα απόφαση και λήφθηκε κατόπιν επανεξέτασης ενώ δεν ήταν διάδικος στην προηγηθείσα διαδικασία που οδήγησε στην ακύρωση. Όπως διευκρινίστηκε στην Παπαδάκη, η ακυρωτική απόφαση παράγει απόλυτο erga omnes ουσιαστικό δεδικασμένο ως προς το αποτέλεσμά της. Το δε δεδικασμένο είναι σχετικό, ανεξάρτητα από το αν η διοικητική απόφαση επικυρώθηκε ή ακυρώθηκε, με ουσιώδη όμως προϋπόθεση την ταυτότητα των διαδίκων. Ισχύει δηλαδή inter partes. Στην υπόθεση Ναζίρης ν. Ρ.Ι.Κ., ΑΕ810/2004, ημερομηνίας 12.2.2007, η πλειοψηφία της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου αποφάνθηκε καθαρά εκλαμβάνοντάς το ως δεδομένο, ότι ένας αιτητής έχει τη δυνατότητα να προσβάλει τη διοικητική απόφαση που λήφθηκε κατόπιν επανεξέτασης λόγω ακύρωσης από το Δικαστήριο προηγούμενων αποφάσεων, τις οποίες αυτός ο αιτητής δεν είχε προσβάλει με προσφυγή. Δικαιούται μεν να την προσβάλει, πλην όμως δεν δικαιούται να θέτει προς εκδίκαση ζητήματα σε σχέση με πλημμέλειες οι οποίες προηγούνταν των λόγων για τους οποίους ακυρώθηκε η προηγούμενη απόφαση, ούτε να συμπεριλάβει ζητήματα τα οποία θα μπορούσαν να είχαν τεθεί προηγουμένως. Συνακόλουθα, η προβληθείσα εδώ θέση της καθ΄ης η αίτηση δεν μπορεί να ευσταθήσει.

 

 

 

 

 

Επομένως, και για τους λόγους που έχω εξηγήσει προηγουμένως, επιτυγχάνουν και οι δύο αυτές προσφυγές σε σχέση με όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, με €1.000 έξοδα, πλέον ΦΠΑ, υπέρ ενός εκάστου των αιτητών.

 

 

                                                                               Κ. Κληρίδης,

                                                                               Δ.

 

 

 

 

 

 

/ΧΤΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο