ΑΝΤΕΝΝΑ ΛΙΜΙΤΕΔ ν. ΑΡΧΗΣ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΚΥΠΡΟΥ, Υπόθεση Αρ. 1625/2006, 20 Οκτωβρίου 2009

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 1625/2006)

 

20 Οκτωβρίου 2009

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΑΝΤΕΝΝΑ ΛΙΜΙΤΕΔ,

Αιτητές,

-         ΚΑΙ   -

 

ΑΡΧΗΣ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ΄ ων η αίτηση.

-----------------------------

Γ. Βαλιαντής για Λ. Παπαφιλίππου, για τους Αιτητές.

Θ. Ραφτοπούλου (κα) για Α. Ευαγγέλου, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

-----------------------------

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Επιδιώκεται η ακύρωση του διοικητικού προστίμου των Λ.Κ.3.000 που μετά από αυτεπάγγελτη εξέταση επέβαλαν οι καθ΄ ων για ισχυριζόμενη παραβίαση διαφόρων προνοιών του περί περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου αρ. 7(Ι)/98 (εφεξής «ο Νόμος») και των εκδοθέντων Κανονισμών που περιέχονται στην Κ.Δ.Π. 10/2000 (εφεξής «οι Κανονισμοί»), κατά τη μετάδοση της εκπομπής «Επ΄ αυτοφώρω», στις 31.8.04 μεταξύ των ωρών 22.40-00.50. 

 

        Σύμφωνα με την έκθεση της Κορίνας Παπανεάρχου ημερ. 24.9.04, λειτουργού ραδιοτηλεόρασης, στην οποία ανατέθηκε από το Διευθυντή των καθ΄ ων η διερεύνηση παραπόνου/καταγγελίας που έκαμε τηλεφωνικώς η Ελένη Ρούσου, Λειτουργός στο Γραφείο  Ευημερίας,  και  της  οποίας το όνομα αναφέρθηκε στην πιο πάνω εκπομπή, στοιχειοθετείτο παράβαση του άρθρου 26(1) του Νόμου, καθώς και παραβίαση των Καν. 21(3) και  Καν. 28(1), ενόψει του ότι κατά τη διάρκεια της εκπομπής εξαγόταν το συμπέρασμα ότι για τα προβλήματα που δημιουργήθηκαν σε συγκεκριμένη οικογένεια της οποίας το δημόσιο βοήθημα αποκόπηκε, έφταιγε η εν λόγω Λειτουργός η οποία και δεν είχε ειδοποιηθεί ότι θα υπήρχε αναφορά στο όνομα της. 

        Οι αιτητές κλήθηκαν σε παραστάσεις και μετέπειτα σε εμφάνιση κατά την ακρόαση των καταγγελιών που διατυπώθηκαν εναντίον τους.  Μετά την επιθεώρηση του διοικητικού φακέλου, τη λήψη αντιγράφων και την παράδοση σ΄ αυτούς του πορίσματος της ερευνούσης λειτουργού, κατ΄ απαίτηση τους, οι αιτητές υπέβαλαν τις δικές τους τοποθετήσεις αρνούμενοι ότι ήταν υπόλογοι για οποιαδήποτε παραβίαση του Νόμου ή των Κανονισμών.  Οι καθ΄ ων όμως στις 28.11.05, κατέληξαν, μετά από εκτεταμένη αναφορά στα γεγονότα και τις θέσεις των αιτητών, ότι όντως υπήρξε παραβίαση του άρθρου 26(1)(ε) του Νόμου και των Καν. 21(3) και 28(1).  Άλλο παράπονο για παραβίαση των πιο πάνω προνοιών ενόψει αναφοράς που έπληττε την προσωπικότητα της μητέρας της οικογένειας και που παρουσιάστηκε στην ίδια εκπομπή, κρίθηκε στην πορεία της όλης διερεύνησης ότι δεν στοιχειοθετήθηκε. Ζητήθηκε εν τέλει η υποβολή εκ μέρους των αιτητών απόψεων για σκοπούς επιβολής κυρώσεων, μετά δε τη σύντομη απάντηση   των   αιτητών, οι οποίοι θεώρησαν ότι οι καθ΄ ων στερούνταν αρμοδιότητας να ενεργούν και επομένως δεν θα συμμετείχαν σε παράνομη διαδικασία, οι καθ΄ ων έλαβαν στις 15.5.06 την απόφαση να επιβάλουν το διοικητικό πρόστιμο των Λ.Κ.3.000, το οποίο και έπρεπε να εμβασθεί από τους αιτητές εντός τριάντα ημερών, από την προς αυτούς κοινοποίηση του.

 

        Οι αιτητές διατείνονται για σειρά λόγων ότι η προσβαλλόμενη πράξη πρέπει να ακυρωθεί λόγω εσφαλμένης ερμηνείας του Νόμου και των Κανονισμών, πλάνης περί τα πράγματα,  παράλειψης δέουσας έρευνας, έλλειψης αιτιολογίας, έναρξης της διαδικασίας για εξέταση των παραπόνων χωρίς να είχε υποβληθεί σχετική αίτηση από την Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, μη τήρηση άρτιων πρακτικών και πάσχουσα σύνθεση και λειτουργία των καθ΄ ων.  Εισηγούνται επίσης ότι παραβιάστηκαν οι αρχές της καλής πίστης, και της φυσικής δικαιοσύνης. 

 

        Η παρούσα προσφυγή αποτελεί μια από την πλειάδα των υποθέσεων που οι αιτητές έχουν καταχωρήσει στο Ανώτατο Δικαστήριο, αμφισβητώντας τα κατά καιρούς επιβληθέντα διοικητικά πρόστιμα που επιβλήθηκαν από τους καθ΄ ων για παραβίαση του Νόμου και των Κανονισμών, λόγω του περιεχομένου διαφόρων εκπομπών που μετέδωσαν.  Εγείρονται συνεπώς εν πολλοίς παρόμοια θέματα, έχουν δε εκδοθεί αρκετές αποφάσεις που έχουν δικαιώσει ή μη τους αιτητές, ανάλογα με τα περιστατικά των υποθέσεων.  Αναφορά σ΄ αυτές θα γίνει στη συνέχεια στην ανάλυση που ακολουθεί.

 

Προέχει όπως πάντοτε, η εξέταση της κατ΄ ισχυρισμόν πάσχουσας σύνθεσης των καθ΄ ων ως θέμα δημοσίας τάξης που δυνατόν να συμπαρασύρει σε περίπτωση διαπίστωσης προβλήματος την ίδια την προσβαλλόμενη πράξη.  Αυτό παρά το γεγονός ότι οι αιτητές, λανθασμένα, δεν ταξινομούν το ζήτημα, στην προσφυγή ή τις αγορεύσεις τους ως πρωτεύον θέμα.  Η σχετική εισήγηση έχει ως εξής:  Στην πρώτη συνεδρία των καθ΄ ων ημερ. 24.11.04, καταγράφηκαν ως απόντες τα μέλη Μαίρη Κουτσελίνη και Άλεξ Ευθυβούλου, χωρίς να προκύπτει από το διοικητικό φάκελο κατά πόσο τα μέλη αυτά είχαν κληθεί νομότυπα να παραστούν στη συνεδρία.  Μετέπειτα, στη συνεδρία ημερ. 28.11.05, τα πιο πάνω μέλη παρουσιάστηκαν να απεχώρησαν από τη συνεδρία παράνομα και κατά παράβαση του άρθρου 22 του Νόμου αρ. 158(Ι)/99.  Τέλος, στη συνεδρία ημερ. 15.5.06, παρουσιάζεται να είχε αποχωρήσει, εκτός από τα δύο προαναφερθέντα μέλη και το μέλος Ανδρέας Κωνσταντινίδης.  Κατά την πρώτη συνεδρία οι καθ΄ ων είχαν κρίνει τους αιτητές εκ πρώτης όψεως ενόχους, κατά τη δεύτερη ως ενόχους και κατά την τρίτη επεβλήθη το διοικητικό πρόστιμο που αποτελεί και το λόγο της προσβαλλόμενης πράξης.

 

        Σύμφωνα με το Νόμο, (άρθρα 4(1) και 7(5)) οι καθ΄ ων απαρτίζονται από πρόεδρο, αντιπρόεδρο και πέντε μέλη,  απαρτία δε υπάρχει όταν παρίστανται τέσσερα τουλάχιστο μέλη, σε περίπτωση δε ισοψηφίας ο προεδρεύων έχει δεύτερη ή νικώσα ψήφο.  Σύμφωνα με το άρθρο 7(1), οι συνεδρίες συγκαλούνται από τον πρόεδρο, η δε πρόσκληση είναι γραπτή και απευθύνεται σε όλα τα μέλη, επτά τουλάχιστον ημέρες πριν από την ορισμένη για τη συνεδρίαση ημερομηνία.  Παρατηρείται ότι δεν υπάρχει οποιαδήποτε αναγκαιότητα από τη νομοθετική πρόνοια να πιστοποιείται η λήψη της απευθυνόμενης πρόσκλησης.  Η νομολογία όμως που έχει εξελιχθεί και στην Ελλάδα και στην Κύπρο, καθιστά αναγκαία, για να θεωρηθεί ένα συλλογικό όργανο ότι συνεδριάζει νομότυπα, την εμπρόθεσμη και νομότυπη κλήση κάθε μέλους αυτού, κλήση που πρέπει να αποδεικνύεται είτε με βεβαίωση του μέλους, είτε από άλλο έγγραφο ή έγγραφα όχι όμως μεταγενέστερα της συνεδριάσεως του οργάνου.  (δέστε τη σχετικά πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στη Sigma Radio TV Ltd και Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Α.Ε. 50/06, ημερ. 22.1.09 και τις εκεί αναφερόμενες Αναστασίου ν. ΕΤΕΚ (2003) 3 Α.Α.Δ. 615 και A.J. Pericleous (Services) Ltd v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 57/99, ημερ. 27.3.00).  Ο εδώ, όμως, ισχυρισμός των αιτητών ότι δεν κλήθηκαν νομότυπα να παραστούν στη συνεδρία ημερ. 24.11.04, τα μέλη Κουτσελίνη και Ευθυβούλου, στερείται ερείσματος ενόψει του ότι η αρχή αυτή, σύμφωνα με το άρθρο 21(3) του Νόμου αρ. 158(Ι)/99, δεν ισχύει όταν εκ προοιμίου το συλλογικό όργανο έχει καθορίσει να συνεδριάζει σε τακτά χρονικά διαστήματα, σε προκαθορισμένες δηλαδή ημέρες και ώρες.  Όπως φανερώνεται από το επισυνημμένο Β στη γραπτή αγόρευση των καθ΄ ων, αυτοί έχουν αποφασίσει από τις 23.6.04 ότι οι συνεδρίες θα γίνονται κάθε Τετάρτη και ώρα 4.00 μ.μ. στα γραφεία τους στης Λευκωσία, πέραν βέβαια από τη δυνατότητα που προσφέρεται για κατά καιρούς έκτακτες συνεδρίες.  Περαιτέρω, όμως, είναι δεδομένο από τον κατατεθέντα κατά τις διευκρινίσεις διοικητικό φάκελο που σημειώθηκε ως Τεκμ. Β, ότι  υπάρχουν καταχωρημένες και οι σχετικές προσκλήσεις για την εν λόγω συνεδρία προς όλα τα μέλη, περιλαμβανομένων των προαναφερθέντων.  Σχετικά είναι τα ερυθρά 83-84 και 77-78.  Όπως περαιτέρω βεβαιώνεται από το ερυθρό 89, όλα τα μέλη, περιλαμβανομένων και των Κουτσελίνη και Ευθυβούλου, παρέλαβαν στις 17.11.04 την πρόσκληση ιδιοχείρως θέτοντας έναντι του ονόματος τους την υπογραφή τους.  Ο ισχυρισμός των αιτητών ότι κατά τη διερεύνηση των διοικητικών φακέλων δεν είχαν εντοπίσει τα πιο πάνω είναι απαράδεκτος και δεν θα μπορούσε βέβαια να οδηγήσει σε οποιοδήποτε υπέρ τους συμπέρασμα στην απουσία οποιασδήποτε μαρτυρίας που να δείχνει την εκ των υστέρων κατασκευή των εγγράφων αυτών.     Όσον αφορά το ζήτημα της απουσίας των δύο προαναφερθέντων μελών στην ίδια συνεδρία, δεν είναι νοητός ο ισχυρισμός των αιτητών ότι έπασχε η συνεδρία λόγω ελλιπούς σύνθεσης, (δεν υπάρχει αμφισβήτηση της νόμιμης συγκρότησης του οργάνου), διότι όπως φανερώνεται και από την αναφορά στο σχετικό άρθρο του Νόμου, υπήρχε και η σχετική απαρτία εφόσον  ως παρόντες καταγράφονταν ο πρόεδρος, ο αντιπρόεδρος και τρία μέλη, ένα σύνολο δηλαδή πέντε ατόμων εκ των επτά που αποτελούν τους καθ΄ ων.

 

          Όσον αφορά την αποχώρηση των δύο αυτών μελών από τη συνεδρία της 28.11.05, άσχετα από το γεγονός ότι καταγράφεται ως λόγος η αδυναμία να ενημερωθούν πλήρως για όλα τα στοιχεία που ήταν αναγκαία πριν τη λήψη των σχετικών αποφάσεων, η ουσία παραμένει ότι οι καθ΄ ων, ως διοικητικό όργανο, παρέμειναν να συνεδριάζουν για το θέμα που οδήγησε στην προσβαλλόμενη πράξη, με την ίδια ακριβώς σύνθεση όπως και στις 24.11.04.  Το άρθρο 22 του Νόμου αρ. 158(Ι)/99 προβλέπει ότι:

 

«Αν η διαδικασία παρατείνεται σε περισσότερες συνεδρίες και η σύνθεση του οργάνου μετά την πρώτη συνεδρία αλλάξει με τη συμμετοχή μελών που ήταν απόντα στις προηγούμενες συνεδρίες, το συλλογικό όργανο δεν μπορεί να λάβει έγκυρη απόφαση στην τελευταία συνεδρία, εκτός αν στη συνεδρία αυτή επαναληφθεί από την αρχή η διαδικασία και η συζήτηση που προηγήθηκε.»

 

                Είναι γνωστό ότι όλα τα μέλη ενός συλλογικού οργάνου που λαμβάνουν μια απόφαση πρέπει να έχουν παραστεί σε όλη την εξέταση της υπόθεσης και κατά τη διάρκεια όλης της διαδικασίας, εξασφαλίζοντας έτσι την πλήρη ενημέρωση κάθε μέλους, διαφορετικά η νομιμότητα της σύνθεσης του οργάνου δυνατό να πάσχει.  Σε περίπτωση που μέλη μετέχουν στην τελική συνεδρία αλλά όχι σε προηγούμενες, πρέπει να υπάρχει σαφής δήλωση επί των πρακτικών ότι έχουν ενημερωθεί ως προς όλα τα ουσιώδη ζητήματα κατά τις προηγούμενες συνεδριάσεις που ήταν απόντα.  (δέστε Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ν. Δημοκρατίας μέσω Επιτροπής Προστασίας  Ανταγωνισμού (2004) 3 Α.Α.Δ. 53 και Σύνδεσμος Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου ν. Επιτροπής Προστασίας  Ανταγωνισμού (2002) 3 Α.Α.Δ. 314).  Κωδικοποιημένη, η αρχή αυτή βρίσκεται στο πιο πάνω άρθρο 22. 

 

        Στο σύγγραμμα του Ε. Σπηλιωτόπουλου: «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου» 12η έκδ. Τόμος 1, σελ. 146, παρ. 129 εξηγούνται τα ακόλουθα:

 

«Λ ε ι τ ο υ ρ γ ί α.  Όλα τα μέλη του συλλογικού οργάνου που παίρνουν την απόφαση πρέπει να έχουν παραστεί σε όλη την εξέταση της υπόθεσης, από την αρχή ως το τέλος, διότι μόνο με τον τρόπο αυτόν εξασφαλίζεται η πλήρης ενημέρωση κάθε μέλους ώστε να κριθεί η υπόθεση με τη γνώση και στάθμιση των στοιχείων που προκύπτουν κατά την εξέταση της.  Εάν η εξέταση της υπόθεσης παραταθεί σε περισσότερες διαδοχικές συνεδριάσεις, η τυχόν εναλλαγή των μετεχόντων μελών δεν επηρεάζει τη νομιμότητα της σύνθεσης του συλλογικού οργάνου (ΚΔΔ/σίας άρθρο 14 § 5).  Τα μέλη όμως που μετέχουν στην τελευταία συνεδρίαση και δεν μετείχαν σε προηγούμενες συνεδριάσεις  πρέπει να δηλώσουν ρητώς, με δήλωσή τους που καταχωρίζεται στα πρακτικά ότι ενημερώθηκαν πλήρως ως προς τα ουσιώδη σημεία των συζητήσεων που έγιναν στις συνεδριάσεις στις οποίες δεν μετείχαν (ΚΔΔ/σίας άρθρο 5 § 2, 4205/2002).»

 

          Στην υπόθεση Κρινούλλα Ευσταθίου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1111/06, ημερ. 8.11.07, (απόφαση Κραμβή, Δ.), καθώς και στις συνεκδ. υποθ. Χατζηγιασεμής και Πιθάρας ν. Δημοκρατίας, αρ. 2329/06 και 181/07, ημερ. 17.7.08, (απόφαση Κωνσταντινίδη, Δ., με τις επεξηγήσεις που δόθηκαν), κρίθηκε ότι η σύνθεση δεν έπασχε, αλλά αντίθετα διατηρήθηκε η νομιμότητα της, εφόσον απουσίαζε και δεν έλαβε μέρος σε επόμενη συνεδρία μέλος το οποίο κατά την πρώτη δεν ήταν παρόν.  Ακριβώς η αποχώρηση του μέλους όπως διακηρύχθηκε και στη Sigma Radio TV Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, υπόθ. αρ. 391/06, ημερ. 13.6.07, (απόφαση Κραμβή, Δ.), διασφάλιζε «….. την ενιαία σύνθεση της Αρχής καθόλη τη διάρκεια παραγωγής της διοικητικής απόφασης».  Οι υποθέσεις Κόρτας ν. Ρ.Ι.Κ. (2007) 3 Α.Α.Δ. 67 και Στυλιανού ν. Ρ.Ι.Κ. (2007) 3 Α.Α.Δ. 308 που υιοθέτησαν τις Καρακόκκινος ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου, υπόθ. αρ. 110/03, ημερ. 15.11.04, (απόφαση Κωνσταντινίδη, Δ.) και Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 655/03, ημερ. 15.7.04, (Χατζηχαμπή, Δ.), δεν έχουν εφαρμογή εδώ, διότι σε εκείνες τις υποθέσεις είχαν αποχωρήσει μέλη που είχαν λάβει μέρος σε προηγούμενες συνεδρίες ή είχαν αντικατασταθεί από άλλα (και μάλιστα σε θέματα που σχετίζονταν με τις εντυπώσεις των μελών από προφορικές συνεντεύξεις), οπότε τίθετο ζήτημα όχι προσώπων αλλά νομιμότητας του ίδιου του οργάνου ως συλλογικής οντότητας.  Η δε υπόθεση Αντέννα Λτδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, αρ. 649/07, ημερ. 14.7.09, καθώς και η υπόθεση Sigma Radio TV Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου αρ. 390/06, ημερ. 7.8.07, αμφότερες του Ηλιάδη, Δ. δεν έχουν επίσης εφαρμογή στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, διότι δεν μπορεί εκ προοιμίου να θεωρείται σκόπιμη η αποχώρηση  μέλους  το  οποίο  δεν  ήταν  από την αρχή παρόν, σε  προηγούμενη  δηλαδή  συνεδρία,  διατηρώντας  έτσι  την  ίδια  σύνθεση  καθ΄ όλη  την παραγωγή της πράξης.  Οι υποθέσεις  αυτές  δεν ακολουθήθηκαν  ως  προς  το  σκεπτικό της από την απόφαση στην Αντέννα Λτδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, υπόθ. αρ. 1310/07, ημερ. 14.5.09, από τον Χατζηχαμπή, Δ.  Δεν τίθεται εδώ θέμα επιλογής, αλλά διατήρησης της ίδιας σύνθεσης προς το ορισμένο θέμα.

 

        Το άρθρο 22 δεν επιτάσσει με το λεκτικό του την αναγκαιότητα επανάληψης της διαδικασίας και της συζήτησης που  προηγήθηκε, εκτός και αν η σύνθεση του οργάνου  μετά  την πρώτη  συνεδρία,  υφίσταται αλλαγή με τη  συμμετοχή μελών που  ήταν  απόντα  κατά  τις   προηγούμενες  συνεδρίες και αυτό εφόσον, όπως  υπέδειξε ο Χατζηχαμπής, Δ. στην υπόθ. αρ. 1310/07 – ανωτέρω – υπάρχει θέμα το οποίο έχει συνέχεια.  Η απαίτηση αυτή εξαλείφεται όταν η απουσία των μελών από προηγούμενες συνεδρίες σχετιζόταν με εξέταση προκαταρκτικών θεμάτων ή όταν τα μέλη τα οποία λαμβάνουν την τελική απόφαση είναι πλήρως ενημερωμένα σχετικά με όλα τα στοιχεία που είναι αναγκαία για τη λήψη της απόφασης.  Το άρθρο αυτό δεν επιβάλλει είτε την αναγκαστική ενημέρωση, είτε την αναγκαστική παρουσία μελών που απουσίαζαν από προηγούμενη συνεδρία γι΄ αυτό και το λεκτικό του δεν αναφέρεται στη συγκρότηση του οργάνου, αλλά στην πιθανή εναλασσόμενη σύνθεση λόγω ανάλογης παρουσίας ή απουσίας μελών.   Εάν ορισμένα μέλη δεν είναι παρόντα σε επόμενες συνεδρίες εφόσον ήταν απόντα σε προηγούμενες, τότε δεν μπορεί να τίθεται θέμα νομιμότητας στη σύνθεση (εφόσον  όμως διατηρείται απαρτία), τα δε μέλη παραμένουν τα αυτά κατά τη διαδικασία της συζήτησης εξ αρχής μέχρι και τη λήψη της απόφασης για συγκεκριμένο θέμα.  Εάν όμως τα μέλη που ήταν απόντα παρευρίσκονται, τότε θα πρέπει να ενημερωθούν πλήρως ή η συνεδρία να επαναληφθεί από την αρχή, καθώς και η συζήτηση που προηγήθηκε, εκτός και αν η αρχική συνεδρία ασχολήθηκε με προκαταρκτικά ζητήματα.  Εδώ, η συζήτηση και απόφαση που λήφθηκε στη συνεδρία ημερ. 24.11.04, δεν μπορεί να λογισθεί ως αφορώσα σε προκαταρκτικά ζητήματα, εφόσον μελετήθηκε το πόρισμα της λειτουργού και αποφασίστηκε η προώθηση της υπόθεσης.

 

        Όσον αφορά τη συνεδρία της 15.5.06, η αποχώρηση του μέλους Ανδρέα Κωνσταντινίδη εξηγείται εφόσον, όπως προκύπτει από τα  συννημένα Δ και Ε στη γραπτή αγόρευση των καθ΄ ων, το μέλος αυτό έδωσε την παραίτηση του με σχετική επιστολή προς το Υπουργικό Συμβούλιο, το οποίο και διορίζει τα μέλη των καθ΄ ων στις 27.7.05, πριν δηλαδή τη συνεδρία αυτή, ενώ το Υπουργικό Συμβούλιο έλαβε γνώση και ουσιαστικά αποδέχθηκε την παραίτηση με την απόφαση του που λήφθηκε στις 5.10.05, αλλά είχε αναβάλει το ζήτημα του διορισμού νέου μέλους σε αντικατάσταση του.  Παρόμοιο θέμα εξετάστηκε και στην προαναφερθείσα υπόθεση αρ. 391/06, από τον Κραμβή, Δ., όπου το Δικαστήριο αποφάσισε ότι η σύνθεση δεν έπασχε εφόσον είχε κενωθεί η θέση λόγω παραίτησης του μέλους αυτού, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 7(9) του Νόμου, η χηρεία θέσης στην Αρχή δεν επιφέρει ακυρότητα των πράξεων ή των διαδικασιών.  Περαιτέρω, η αποχώρηση του Α. Κωνσταντινίδη, έγινε σε χρονικό σημείο που δεν υπήρχε θέμα συνέχειας, εφόσον όπως υπέδειξε και ο Χατζηχαμπής, Δ. στην υπόθ. αρ. 1310/07, είχε ήδη κριθεί η ενοχή των αιτητών και παρέμενε προς εξέταση η επιβολή της κύρωσης.  Δεν υπήρχε επομένως ζήτημα για ενημέρωση, εφόσον στην προηγούμενη συνεδρία ημερ. 28.11.05, δεν ήταν επίσης παρών, λόγω παραίτησης. 

 

        Τέθηκε επίσης ζήτημα για μη τήρηση άρτιων πρακτικών.  Με επιχείρημα, ότι στα τρία προαναφερθέντα πρακτικά δεν υπάρχει καταγραφή του τρόπου λήψεως των αποφάσεων, δεν φαίνεται η αιτιολογία, η συζήτηση, κατά πόσο υπήρχε ή όχι μειοψηφία, απουσιάζει η αναφορά στο πρόσωπο που κράτησε τα πρακτικά, δεν αναφέρεται η παρουσία της ερευνούσας λειτουργού, ενώ αυτά αποτελούν «απόσπασμα» και δεν είναι τα πλήρη πρακτικά.  Οι θέσεις αυτές δεν είναι ορθές ενόψει του ότι όλα τα πρακτικά αναφέρουν συγκεκριμένα τα παρόντα, και απόντα μέλη, ενώ δεν υπάρχει πουθενά στη νομολογία η αναγκαιότητα για καταγραφή αρνητικής παρουσίας,  δηλαδή, να καταγράφονται πρόσωπα τα οποία δεν ήταν εκεί.  Τα πρακτικά είναι σαφή  ως  προς   το  τι   συζητήθηκε και τι αποφασίστηκε και  με βάση το τεκμήριο της νομιμότητας  δεν  έχει  σημασία   να καταγραφόταν το άτομο που τήρησε  τα   πρακτικά   σε   κάθε περίπτωση.   Καμία   αναγκαιότητα   δεν   υπάρχει   από το  Νόμο και ιδιαίτερα το άρθρο 7(5), να καταγράφεται η μειοψηφούσα άποψη, (σχετικό είναι και το άρθρο 25(4) του Νόμου αρ. 158(Ι)/99, το οποίο καθορίζει ότι μόνο όπου ο σχετικός νόμος το απαιτεί, καταγράφεται η μειοψηφία), με βάση δε το άρθρο 7(7), οι ίδιοι οι καθ΄ ων ρυθμίζουν τη διαδικασία που ακολουθείται στις συνεδρίες τους.  Παρόμοια θέματα ηγέρθησαν και στην προαναφερθείσα υπόθεση αρ. 1310/07 και απορρίφθησαν.  Να σημειωθεί δε ότι η υπόθεση Ιωάννη Δημητριάδη και άλλου ν. Ε.Δ.Υ., συνεκδ. υποθ. αρ. 507/05 και  αρ. 566/05, ημερ. 20.7.07, και η υπόθεση Χρυσάφη ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 550, παραπέμπουν στην αναγκαιότητα τήρησης άρτιων πρακτικών σύμφωνα και με τις επιταγές του άρθρου 24(1) του Νόμου αρ. 158(Ι)/99, με κύριο σκοπό τον έλεγχο της νομιμότητας της σύνθεσης, αλλά και τον έλεγχο όσον αφορά την καταγραφή με σαφήνεια των αποφάσεων του διοικητικού οργάνου, θέματα για τα οποία εδώ υπάρχει πλήρης καταγραφή.  Δεν διαπιστώνεται απολύτως κανένα πρόβλημα με την τήρηση των πρακτικών στις επίδικες συνεδριάσεις. 

 

          Επί των υπολοίπων λόγων ακύρωσης της προσβαλλόμενης πράξης, το Δικαστήριο δεν συμφωνεί ότι δεν υπήρξε δέουσα έρευνα ή ότι οι καθ΄ ων ερμήνευσαν λανθασμένα «αόριστες-αξιολογικές» έννοιες όπως αυτές που περιέχονται στο άρθρο 26(1)(ε) του Νόμου, όσον αφορά τις αρχές του «σεβασμού της προσωπικότητας», της «υπόληψης ιδιωτικού βίου» και των αντίστοιχων λέξεων  και   φράσεων  που   απαντώνται στους Καν. 21(3) και 28(1).  Οι έννοιες αυτές εμπεριέχουν αναμφίβολα κρίσεις που δεν είναι άμεσα δεκτικές ερμηνείας, όμως είναι γι΄ αυτό ακριβώς το λόγο που καθιδρύθηκαν οι καθ΄ ων, οι οποίοι έχουν συγκεκριμένες αρμοδιότητες.  Δυνάμει του άρθρου 3 του Νόμου, έχουν εξουσία να επιβάλλουν κυρώσεις για παράβαση των διατάξεων του Νόμου ή των Κανονισμών καθώς και του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας ενώ, με βάση το άρθρο 11, οι καθ΄ ων συστήνουν Συμβουλευτική Επιτροπή Ραδιοτηλεόρασης η σύνθεση της οποίας «…. πρέπει να αντανακλά την κοινή γνώμη ……», υπάρχει δε σ΄ αυτήν ένας εκπρόσωπος από 18 διαφορετικούς τομείς περιλαμβανομένων υπουργείων, ιδιωτικών σταθμών ραδιοφώνου και τηλεόρασης, το πανεπιστήμιο, σύνδεσμο κοινωνιολόγων και ψυχολόγων, οργανώσεις καλλιτεχνών θεάματος και ακροάματος κλπ.  Στόχος είναι ακριβώς ο συγκερασμός όλων των σχετικών απόψεων και συγκρουόμενων θέσεων.  Το Δικαστήριο, με όλο το σεβασμό, δεν βρίσκει τον εαυτό του σύμφωνο με τα όσα λέχθηκαν από τον Χατζηχαμπή, Δ., στην προαναφερθείσα υπόθεση αρ. 1310/07.  Δεν είναι ανάγκη να υπάρχουν ορισμοί μέσα στη νομοθεσία των προαναφερθεισών λέξεων και φράσεων, οι οποίοι ορισμοί με τη σειρά τους ενδεχόμενα να είχαν επίσης ανάγκη περαιτέρω διευκρίνισης.  Οι καθ΄ ων οφείλουν ενόψει και της Συμβουλευτικής Επιτροπής, να καθορίζουν οι ίδιοι πότε ένα πρόγραμμα ραδιοφωνικού ή τηλεοπτικού σταθμού παραβιάζει το Νόμο και τους Κανονισμούς, εναπόκειται δε στο αναθεωρητικό Δικαστήριο, ως τελικός κριτής, να καθορίσει κατά πόσο η κρίση των καθ΄ ων ήταν ή όχι λογική ως συνάδουσα με τις αντιλήψεις του μέσου κοινού λογικού ατόμου που ζει στη συγκεκριμένη κοινωνία.  Το Δικαστήριο επενεργεί στην ουσία, κατ΄ αναλογία με τις υποθέσεις δυσφήμησης, ως κριτής του περιεχομένου ενός δημοσιεύματος ή μιας εκπομπής, χωρίς να χρειάζεται βέβαια την εξειδικευμένη μαρτυρία του ενός ή του άλλου εμπειρογνώμονα για να το βοηθήσουν στην εξαγωγή του δικού του συμπεράσματος.  Ενεργεί κατά τρόπο που αντανακλά το αισθητήριο του μέσου λογικού πολίτη, ως προς το τι συνιστά σεβασμό της προσωπικότητας, τιμή, υπόληψη, ιδιωτικό βίο, ορθή και αξιοπρεπή συμπεριφορά.  Και εν τέλει το Δικαστήριο δεν μπορεί να υποκαταστήσει αυτή την κρίση των καθ΄ ων, αλλά μόνο ελέγχει εάν η διακριτική τους ευχέρεια ασκήθηκε κατά εύλογο και επιτρεπτό τρόπο.  Δεν ήταν αναγκαία επομένως η αναζήτηση από τους καθ΄ ων ή την ερευνούσα λειτουργό οποιασδήποτε μαρτυρίας, εξειδικευμένης ή μη, ως προς τα κοινώς παραδεκτά ή επικρατούντα στο κοινωνικό περιβάλλον.  Κάτι τέτοιο όχι μόνο αχρείαστο θα ήταν, αλλά θα περιέπλεκε την όλη εξέταση η οποία πρέπει να είναι όσο το δυνατόν γρήγορη και άμεση, ώστε το αποτέλεσμα να είναι σύγχρονο με την παράβαση.  Επομένως η ερευνούσα λειτουργός ορθά και με την αναγκαία μεθοδολογία είναι που κατάρτισε το πόρισμα της και δεν μπορεί να γίνεται λόγος για ανύπαρκτο ή ελλιπές πόρισμα. 

 

        Εδώ εύλογα οι καθ΄ ων εστίασαν το δημιουργηθέν πρόβλημα στη δυνατότητα απάλειψης του ονόματος της Ε. Ρούσου από την εκπομπή, εφόσον η αποκάλυψη του ονόματος δεν προσέδιδε οποιαδήποτε ιδιαιτερότητα ή στόχευση στο πρόβλημα το οποίο ήθελε η εκπομπή να φέρει στην επιφάνεια.  Και περαιτέρω ότι δεν την πληροφόρησαν ότι θα γινόταν τέτοια αναφορά στο όνομα και μάλιστα κατά τρόπο που, εύλογα, κρίθηκε ότι συνιστούσε παραβίαση του σεβασμού της προσωπικότητας της, κλπ.  Το ζήτημα ήταν απλό και δεν χρειάζονταν οι καθ΄ ων βοήθεια για να καθορίσουν τι αποτελεί «σεβασμό της προσωπικότητας» ή «υπόληψη ιδιωτικού βίου».  Εύλογα δε κρίθηκε ότι υπήρχε καταλογισμός ευθυνών στη λειτουργό αυτή και μάλιστα με τη συμμετοχή της τότε διευθύντριας της, ως εξηγούν οι καθ΄ ων στις σελ. 23-25, της απόφασης τους ημερ. 28.11.05.  Το ότι η Ε. Ρούσου θεώρησε ότι δεν της επιτρεπόταν να παρέμβει στην εκπομπή ενόψει οδηγιών του Γραφείου Ευημερίας, δεν μπορεί να καταλογιστεί εναντίον της, ούτε και ήταν αυτό το ζητούμενο στο παράπονο της, αλλά το ότι δεν είχε αναφερθεί στην ίδια το περιεχόμενο της εκπομπής και η αναφορά στο όνομα της. 

 

        Δεν είναι επίσης δεκτή η θέση των αιτητών ότι η κρίση περί ενοχής είναι αναιτιολόγητη, ενόψει του ότι λεπτομερώς η απόφαση εμπεριέχει όλα τα αναγκαία στοιχεία τα οποία θα μπορούσαν να αποτελέσουν το υπόβαθρο για το δικαστικό έλεγχο, με αναφορά στην όλη διαδικασία της θέσης των συνηγόρων των αιτητών και με ακριβή καταγραφή των λόγων που οδήγησαν τους καθ΄ ων στη λήψη της σχετικής απόφασης.  Προς τούτο σημειώνεται ότι η σχετική απόφαση ημερ. 28.11.05 εκτείνεται σε 26 σελίδες  και δεν υπάρχει ζήτημα μη αιτιολόγησης.  Ούτε πλάνη περί τα πράγματα διαπιστώνεται εφόσον όλα τα στοιχεία που λήφθηκαν υπόψη εμπεριέχονται στην  απόφαση,  μαζί με τις προβληθείσες θέσεις των αιτητών και   του    δημοσιογράφου  υπεύθυνου  για  την   εκπομπή    «Επ΄ αυτοφώρω», με αποτέλεσμα οι καθ΄ ων να κρίνουν στη βάση όλων των σχετικών δεδομένων.  Να σημειωθεί ότι οι αιτητές δεν παρέστησαν, κατά δική τους επιλογή,  κατά την εκδίκαση της υπόθεσης ενώπιον των καθ΄ ων.

 

        Περαιτέρω, δεν υπάρχει καμία παραβίαση της προβλεπόμενης από το Νόμο και τους Κανονισμούς διαδικασίας, με δεδομένο ότι οι καθ΄ ων δυνάμει του Καν. 42, εκχώρησαν στο Διευθυντή την εξουσία να ορίζει λειτουργό της Αρχής για διερεύνηση οποιουδήποτε παραπόνου ή παράβασης με απόφαση τους ημερ. 4.7.01 (επισυνημμένο Α στη γραπτή αγόρευση των καθ΄ ων).  Η εξουσία του Καν. 42, συσχετίζεται με τη δυνατότητα που παρέχεται στους καθ΄ ων από το άρθρο 9(7) του Νόμου, το οποίο προνοεί για τη μεταβίβαση αρμοδιοτήτων στο Διευθυντή ή σε υπεπιτροπές, με  μέλη προερχόμενα από τις υπηρεσίες των καθ΄ ων.  Παρόμοιο ζήτημα εξετάστηκε και απορρίφθηκε στις υποθέσεις Πολιτιστική και Πληροφοριακή Εταιρεία «Ο Λόγος» ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, υπόθ. αρ. 415/03, ημερ. 6.10.04, Αντέννα Λτδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, υπόθ. αρ. 792/06, ημερ. 11.10.07 και Αντέννα Λτδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, υπόθ. αρ. 726/06, ημερ. 16.4.08.  Η εκχώρηση ως απορρέει από το σχετικό πρακτικό των καθ΄ ων ημερ. 4.7.01, έγινε ακριβώς δυνάμει των προνοιών του άρθρου 9(7) του Νόμου.  Παρόλο που θα ήταν ορθότερο αν η εκχώρηση αυτή ρητώς αφορούσε και την απόφαση για έναρξη έρευνας και τη δυνατότητα διορισμού λειτουργού προς διερεύνηση, εν τούτοις προκύπτει ως λογική αναγκαιότητα, ότι ο διορισμός λειτουργού για διερεύνηση παραπόνου, εμπεριέχει και προϋποθέτει την λήψη απόφασης για διερεύνηση της υπόθεσης.  Οι καθ΄ ων ενεργώντας ως Αρχή εκχώρησαν στην ουσία στον Διευθυντή τη συλλογικότητα της απόφασης τους να διερευνηθεί το παράπονο.  Η διαφοροποίηση που εμμέσως γίνεται στην αγόρευση των αιτητών σελ. 10, μεταξύ των περιπτώσεων υποβολής παραπόνου και αυτών που περιέρχονται στην αντίληψη των καθ΄ ων, ώστε να ακολουθείται  η μια ή η άλλη προσέγγιση, δεν είναι εύλογη.  Δηλαδή, δεν ανατίθεται από το Διευθυντή η διερεύνηση παραπόνου σε λειτουργό, χωρίς να ενσωματώνεται σ΄ αυτή η ίδια η απόφαση για διερεύνηση.  Εξ ου και το σημείωμα της λειτουργού των καθ΄ ων (Παράρτημα Ι στην ένσταση), απευθύνεται προς τους καθ΄ ων, μέσω του Διευθυντή. 

 

        Η προς το αντίθετο εκφρασθείσα θέση από τον Νικολαΐδη, Δ., στην Αντέννα Λτδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, υπόθ. αρ. 67/07, ημερ. 31.7.09, δεν εκφράζει, με όλο το σεβασμό, ούτε το παρόν Δικαστήριο.

 

        Το άλλο παράπονο των αιτητών ως προς το λανθασμένο της αρχόμενης διαδικασίας ενόψει του ότι δεν είχε υποβληθεί αίτηση-παράπονο από την Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας δυνάμει του συνδυασμού των προνοιών των άρθρων 41(Α)(1) του Νόμου και του Καν. 27(4), στερείται ουσιαστικής βάσης.  Κατ΄ αρχάς παρατηρείται ότι η διερεύνηση από τους καθ΄ ων για παραβίαση της παρ. 11 του Μέρους ΙΙ του Παραρτήματος VIII των Κανονισμών κατέληξε στη μη στοιχειοθέτηση τους σ΄ ό,τι αφορούσε την αποκάλυψη βιασμού κατά την εν λόγω εκπομπή.  (σχετική είναι η κατάληξη στη      σελ. 25 της απόφασης ημερ. 28.11.05 (ερ. 66 του Τεκμ. «Α»)).  Επομένως δεν επεβλήθη κύρωση υπό τη μορφή προστίμου για αυτό το παράπονο και  παρέλκει ζήτημα εξέτασης κατά πόσο είχε υποβληθεί παράπονο από την Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας.  Αλλά και ευρύτερα, όπως κρίθηκε από τον Αρτέμη, Δ., (όπως ήταν τότε), και στις υποθέσεις Αντέννα Λιμιτεδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, υπόθ. αρ. 620/05, ημερ. 21.5.07, και Αντέννα Λιμιτεδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, υπό. Αρ. 792/06, ημερ. 11.10.07, δεν υπάρχει «…. αυτόματη υπαγωγή στον Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας οποιασδήποτε παράβασης του Νόμου και των Κανονισμών που τελείται κατά τη διάρκεια των εκπομπών, στις οποίες αναφέρεται ο Κανονισμός 27(4), παρά μόνο αυτών των παραβάσεων που βασίζονται στις διατάξεις του εν λόγω Κώδικα.».  Το επιβληθέν εδώ διοικητικό πρόστιμο ήταν για παράβαση του άρθρου 26(1) και των Καν. 23(1) και 28(1) και όχι για ζητήματα που καλύπτονταν από διατάξεις που σχετίζονταν με τον καθαυτό Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας κάτω από το άρθρο 41Α(1) και τον Καν. 27(4).

 

        Υιοθέτηση της προσέγγισης που εισηγούνται οι αιτητές θα εκμηδένιζε τη δυνατότητα υποβολής παραπόνου από το κοινό ή την αυτεπάγγελτη εξέταση από τους καθ΄ ων για το σύνολο των καλυπτομένων εκπομπών που είναι ειδησιογραφικές, τηλεοπτικά μαγκαζίνα ή ασχολούνται με ανθρώπινες δραματικές ιστορίες.

 

        Εντελώς ανεδαφικός και άμεσα απορριπτέος κρίνεται ο λόγος για δήθεν σύνταξη κατηγορητηρίου και μάλιστα ανυπόγραφου στις 24.9.04, που καταρτίστηκε πριν τη λήψη της απόφασης ημερ. 24.11.04.  Είναι πρόδηλο ότι η απόφαση που λήφθηκε στις 24.11.04, είχε ως υπόβαθρο το πόρισμα της ερευνούσας λειτουργού ημερ. 24.9.04, το οποίο και υιοθέτησε προς προώθηση σύμφωνα με τον Καν. 42(6), για ενημέρωση των αιτητών, ενημέρωση που έλαβε χώραν με την ενυπόγραφη επιστολή του Διευθυντή ημερ. 1.12.04 (Παράρτημα ΙΙΙ), προς τους αιτητές και στην οποία ευλόγως έγινε αναφορά στον συνημμένο Πίνακα που περιείχε τις διαπιστωθείσες παραβάσεις.  Είναι λοιπόν η απόφαση ημερ. 24.11.04 που αποτελεί την αφετηρία για την αποστολή «κατηγορητηρίου» και όχι το πόρισμα της λειτουργού που προηγήθηκε.

 

        Ούτε όμως οι υπόλοιπες αιτιάσεις που προβάλλονται ευσταθούν.  Η έρευνα που έγινε ήταν πλήρης, η έκθεση της λειτουργού περιείχε όλα τα αναγκαία στοιχεία, λήφθηκαν υπόψη οι παραστάσεις που υπέβαλαν οι αιτητές, έγινε ενδελεχής έρευνα εξετάζοντας όλες τις πιθανές παραβάσεις και δεν ήταν αναγκαίο για τη λειτουργό ή τους καθ΄ ων να καλέσουν προφορική μαρτυρία από οποιονδήποτε, περιλαμβανομένου και του δημοσιογράφου της εκπομπής.  Ο σχετικός Καν. 41(5)(γ)(i) παρέχει εξουσία στους καθ΄ ων προς τούτο, που είναι βεβαίως δυνητική και όχι υποχρεωτική, ειδικά σε μια υπόθεση όπως την παρούσα, όπου οι καθ΄ ων είχαν ολόκληρη την εκπομπή σε βιντεοταινία την οποία και παρακολούθησαν, όπως οι ίδιοι κατέγραψαν στη σελ. 23 της απόφασης ημερ. 28.11.05, είχαν την ευχέρεια να μελετήσουν τις λεπτομερείς παραστάσεις του Προέδρου και δικηγόρου των αιτητών, τις οποίες και μετέφεραν αυτούσια στο σκεπτικό τους, ενώ όπως αποφασίστηκε και προηγουμένως δεν υπήρχε καμιά αναγκαιότητα, νομική ή λογική να ακουστεί οποιαδήποτε μαρτυρία σχετικά με τη στοιχειοθέτηση του παραπόνου της λειτουργού του Γραφείου Ευημερίας. 

 

        Ανεδαφικός είναι και ο ισχυρισμός περί αναιτιολόγητης κρίσης των καθ΄ ων στο εκ πρώτης όψεως στάδιο.  Έχει αποφασιστεί ότι η αποδοχή ή ενσωμάτωση πορίσματος αρμόδιου λειτουργού στη διοικητική απόφαση δεν αποτελεί πρόβλημα.  Το πόρισμα της λειτουργού ήταν ενδελεχές και πλήρες (ερ. 9-4 και ερ. 27-19 του Τεκμ. «Α») και επομένως όταν οι καθ΄ ων ως διοικητικό όργανο στην πρώτη συνεδρία τους ημερ. 27.9.04, «εξέτασε» το πόρισμα και στη βάση του «αποφάσισε», την προώθηση της υπόθεσης, στην ουσία το υιοθέτησε ως δικό του.  (δέστε την προαναφερθείσα υπόθεση στην Πολιτιστική και Πληροφοριακή Εταιρεία «ο Λόγος» – πιο πανω – και  Λ. Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1988) 3. Α.Α.Δ. 91 ).  Δεν είναι εδώ η απουσία της χρήσης της λέξης «υιοθέτησε» που έχει σημασία, όπως διατείνονται οι αιτητές στην απαντητική τους αγόρευση, αλλά η ουσία του πράγματος. 

 

        Απορριπτέα είναι επίσης η θέση των αιτητών ότι υπήρξε καθυστέρηση στην κοινοποίηση της απόφασης ημερ. 28.11.05 ότι υπήρχαν παραβάσεις, κοινοποίηση που έγινε πέντε μήνες μετά την έκδοση της, καθώς και καθυστέρηση στην κοινοποίηση της διοικητικής κύρωσης, ημερ. 15.5.06, η οποία έγινε επίσης τρεις μήνες μετά την έκδοση της.  Παρά το εύλογο της αιτίασης αυτής, όπως αναφέρει και ο Χατζηχαμπής, Δ., στην προαναφερθείσα απόφαση αρ. 1310/07, ημερ. 14.5.09, ως προς την πρώτη καθυστέρηση, δεν γίνεται αντιληπτό πώς η καθυστέρηση αυτή επηρέασε είτε τη νομιμότητα της απόφασης, είτε ως προς το δεύτερο ζήτημα το δικαίωμα των αιτητών να ακουστούν σε κάθε διαδικασία και σε κάθε στάδιο της εξέτασης της υπόθεσης.  Δεν υπάρχει καμιά παραβίαση της αρχής της καλής πίστης, ως εισηγούνται οι αιτητές στην αγόρευση τους σελ. 20-221, ούτε γίνεται δεκτή η θέση ότι «οι καθ΄ ων λειτούργησαν κακόπιστα και κατά  ασυνεπή τρόπο.».

 

        Όσον αφορά τον ισχυρισμό περί παραβίασης των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης, του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος και του Άρθρου 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, αυτός κρίνεται ανυπόστατος.  Έχει κριθεί σε μεγάλο αριθμό αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι μια διοικητική αρχή δεν είναι Δικαστήριο και δεν τηρούνται οι ίδιες κατ΄ ανάγκη διαδικασίες.  Το θέμα κρίθηκε τελεσίδικα με την πλειοψηφούσα απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στη Sigma Radio TV Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2004) 3 Α.Α.Δ. 134, όπου αποφασίστηκε ότι η διαδικασία που ακολούθησαν οι καθ΄ ων δυνάμει των Νόμων και των Κανονισμών παρέχουν το εχέγγυο της αμερόληπτης κρίσης και της αμεροληψίας.  Το γεγονός ότι το επιβαλλόμενο πρόστιμο κατατίθεται στο ταμείο των καθ΄ ων δεν αποτελεί στοιχείο ασυμβίβαστο με την αμεροληψία, εφόσον δεν εμπλέκεται ιδιωτικό ή προσωπικό συμφέρον.  Οι καθ΄ ων ενεργούν ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου απρόσωπα.  Εν πάση περιπτώσει το γεγονός ότι οι αποφάσεις των καθ΄ ων υπόκεινται σε αναθεωρητικό έλεγχο  από το Ανώτατο Δικαστήριο, τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ΄ έφεση, θέτει τέρμα στον ισχυρισμό περί παραβίασης της φυσικής δικαιοσύνης.  Το δε επιχείρημα ότι ο αναθεωρητικός έλεγχος από το Ανώτατο Δικαστήριο δεν επαρκεί γιατί ακριβώς εξαντλείται στον ακυρωτικό έλεγχο, χωρίς να εκτείνεται στο δικαίωμα αμφισβήτησης της ουσίας, (παρ. 14, σελ. 24-25 της απαντητικής αγόρευσης), παραγνωρίζει ακριβώς τη φύση του δικαστικού αυτού ελέγχου, που συναρτάται άμεσα με το γεγονός ότι είναι διοικητική πράξη που τίθεται υπό αναθεώρηση.  Διαφορετική αντιμετώπιση θα ισοδυναμούσε με κατάργηση της έννοιας και φύσης  της διοικητικής διαδικασίας. Λανθασμένα επομένως οι αιτητές εγείρουν παρόμοια ζητήματα στην παρούσα προσφυγή τους χωρίς οποιοδήποτε διαφοροποιητικό στοιχείο.

 

        Ενόψει όλων των πιο πάνω, η προσφυγή απορρίπτεται με €1.500 έξοδα πλέον Φ.Π.Α. υπέρ των καθ΄ ων και εναντίον των αιτητών.

 

        Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

 

 

 

       

                                            Στ. Ναθαναήλ,

                                                      Δ.

 

 

 

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο