ΑΝΤΕΝΝΑ ΛΙΜΙΤΕΔ ν. ΑΡΧΗΣ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΚΥΠΡΟΥ, Υπόθεση Αρ. 2295/2006, 20 Οκτωβρίου 2009

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 2295/2006)

 

20 Οκτωβρίου 2009

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΑΝΤΕΝΝΑ ΛΙΜΙΤΕΔ,

Αιτητές,

-         ΚΑΙ   -

 

ΑΡΧΗΣ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ΄ ων η αίτηση.

-----------------------------

 

Γ. Βαλιαντής για Λ. Παπαφιλίππου, για τους Αιτητές.

Θ. Ραφτοπούλου (κα) για Α. Ευαγγέλου, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

 

----------------------------

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Επιδιώκεται η ακύρωση του συνολικού διοικητικού προστίμου των Λ.Κ.3.000 καθώς και της κύρωσης της προειδοποίησης που μετά από εξέταση επέβαλλαν οι καθ΄ ων για ισχυριζόμενη παραβίαση διαφόρων προνοιών του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου αρ. 7(Ι)/98 (εφεξής «ο Νόμος») και των εκδοθέντων Κανονισμών που περιέχονται στην Κ.Δ.Π. 10/2000 (εφεξής «οι Κανονισμοί), κατά τη μετάδοση της παιδικής σειράς «Power Rangers», στις 2.8.04 μεταξύ των ωρών 13.20-13.45.

 

        Σύμφωνα  με την έκθεση της Μαρίας Καλλή ημερ. 5.8.04 β. λειτουργού  ραδιοτηλεόρασης,  στην οποία  ανατέθηκε στις 3.8.04 από το Διευθυντή των καθ΄ ων η διερεύνηση παραπόνου/καταγγελίας που έκαμε τηλεφωνικώς στις 2.8.004 ο Γιάννης Ιωαννίδης, στοιχειοθετείτο παράβαση των άρθρων 29(1) και (2) του Νόμου, καθώς και των Καν. 21(5), 21(6), 22(1)(i), 26(γ), 26(η), 26(ια), 32(2) και 32(3)(α), ενόψει μετάδοσης σκηνών βίας, παρά τη σήμανση της σειράς με «Κ», κατάλληλη, δηλαδή, για όλους.  Η διαπίστωση της λειτουργού ήταν ότι η σειρά «Power Rangers», περιείχε «τραυματικές σκηνές και σκηνές αντικοινωνικής συμπεριφοράς που μπορεί να καταστούν αντικείμενο μίμησης σε παιδικό πρόγραμμα», ενδέχονταν να βλάψουν τη σωματική, πνευματική και ηθική ανάπτυξη των ανηλίκων, δόθηκε λανθασμένη σήμανση, ενώ δεν διασφαλίστηκε ότι οι τηλεθεατές ήταν ενήμεροι για το περιεχόμενο της εκπομπής.  Σε σχετικό Πίνακα, επισυνημμένο στην Έκθεση, καταγράφηκαν λεπτομερώς οι σκηνές και οι πιθανές παραβάσεις.

 

        Οι αιτητές κλήθηκαν σε παραστάσεις και μετέπειτα σε εμφάνιση κατά την ακρόαση των καταγγελιών που διατυπώθηκαν εναντίον τους.  Μετά την επιθεώρηση του διοικητικού φακέλου, και την παράδοση σ΄ αυτούς του πορίσματος της ερευνώντος λειτουργού, κατ΄ απαίτηση τους, οι αιτητές υπέβαλαν στις 2.6.05 και 10.10.05 τις δικές τους τοποθετήσεις αρνούμενοι ότι ήταν υπόλογοι για οποιαδήποτε παραβίαση του Νόμου ή των Κανονισμών.  Οι καθ΄ ων όμως στις 14.4.06 κατέληξαν, μετά από εκτεταμένη αναφορά στα γεγονότα και τις θέσεις των αιτητών, ότι όντως υπήρξε παραβίαση του άρθρου 29(1) του Νόμου, όχι όμως και του άρθρου 29(2)  και των Κανονισμών που αναφέρθηκαν στην αρχή της παρούσας απόφασης, πλην του Καν. 26(γ).  Ζητήθηκε εν τέλει η υποβολή εκ μέρους των αιτητών απόψεων για σκοπούς επιβολής κυρώσεων, μετά δε την απάντηση των αιτητών, ημερ. 22.5.06, οι καθ΄ ων έλαβαν στις 29.5.06 την απόφαση να επιβάλουν το διοικητικό πρόστιμο των Λ.Κ.1.500 για την παράβαση του άρθρου 29(1) του Νόμου, Λ.Κ.1.500 για την παράβαση του Καν. 21(6) και προειδοποίηση για παράβαση του Καν. 22(1),  Για τις υπόλοιπες παραβάσεις, δεν επιβλήθηκαν οποιεσδήποτε κυρώσεις λόγω ομοιότητας γεγονότων και συστατικών στοιχείων με τις προηγηθείσες πρόνοιες.  

 

        Οι αιτητές διατείνονται για σειρά λόγων ότι η προσβαλλόμενη πράξη πρέπει να ακυρωθεί λόγω εσφαλμένης ερμηνείας του Νόμου και των Κανονισμών, πλάνης περί τα πράγματα,  παράλειψης δέουσας έρευνας, έλλειψης αιτιολογίας, λανθασμένης έναρξης της διαδικασίας για εξέταση του παραπόνου, μη τήρηση άρτιων πρακτικών, προβληματική συγκρότηση, αλλά και πάσχουσα σύνθεση και λειτουργία των καθ΄ ων. Εισηγούνται επίσης ότι παραβιάστηκαν οι αρχές της καλής πίστης, και της φυσικής δικαιοσύνης, ενώ επιβλήθηκαν λανθασμένα διοικητικά πρόστιμα για κάθε παράβαση, αντί για κάθε ημέρα παράβασης.

 

        Η παρούσα προσφυγή αποτελεί μια από την πλειάδα των υποθέσεων που οι αιτητές έχουν καταχωρήσει στο Ανώτατο Δικαστήριο, αμφισβητώντας τα κατά καιρούς επιβληθέντα διοικητικά πρόστιμα που επιβλήθηκαν από τους καθ΄ ων για παραβίαση του Νόμου και των Κανονισμών, λόγω του περιεχομένου διαφόρων εκπομπών που μετέδωσαν.  Εγείρονται συνεπώς εν πολλοίς παρόμοια θέματα, έχουν δε εκδοθεί αρκετές αποφάσεις που έχουν δικαιώσει ή μη τους αιτητές, ανάλογα με τα περιστατικά των υποθέσεων.  Αναφορά σ΄ αυτές θα γίνει στη συνέχεια στην ανάλυση που ακολουθεί.

Προέχει όπως πάντοτε, η εξέταση της κατ΄ ισχυρισμόν πάσχουσας σύνθεσης των καθ΄ ων ως θέμα δημοσίας τάξης που δυνατόν να συμπαρασύρει σε περίπτωση διαπίστωσης προβλήματος την ίδια την προσβαλλόμενη πράξη.  Αυτό παρά το γεγονός ότι οι αιτητές, λανθασμένα, δεν ταξινομούν το ζήτημα, στην προσφυγή ή τις αγορεύσεις τους ως πρωτεύον θέμα.  Η σχετική εισήγηση έχει ως εξής:  Στην πρώτη συνεδρία των καθ΄ ων ημερ. 27.9.04, καταγράφηκαν ως απόντες τα μέλη Νίκος Παπαμιχαήλ και Άλεξ Ευθυβούλου, χωρίς να προκύπτει από το διοικητικό φάκελο κατά πόσο τα μέλη αυτά είχαν κληθεί νομότυπα να παραστούν στη συνεδρία.  Μετέπειτα, στη συνεδρία ημερ. 10.10.05, το μέλος Άλεξ Ευθυβούλου απεχώρησε από τη συνεδρία παράνομα και κατά παράβαση του άρθρου 22 του Νόμου αρ. 158(Ι)/99, παράνομα συμμετείχε το μέλος Ν. Παπαμιχαήλ, ενώ δεν προέκυπτε κατά πόσο το μέλος Ανδρέας Κωνσταντινίδης είχε κληθεί να παραστεί στη συνεδρία και γιατί δεν ήταν εκεί.  Τέλος, στη συνεδρία 29.5.06, δεν προκύπτει αν τα μέλη Κωνσταντινίδης και Παπαμιχαήλ είχαν κληθεί νομότυπα, το μέλος Ευθυβούλου παρανόμως απεχώρησε, ενώ δεν τηρήθηκε ούτε η προβλεπόμενη απαρτία των τεσσάρων τουλάχιστον μελών.

 

        Σύμφωνα με το Νόμο, (άρθρα 4(1) και 7(5)) οι καθ΄ ων απαρτίζονται από πρόεδρο, αντιπρόεδρο και πέντε μέλη,  απαρτία δε υπάρχει όταν παρίστανται τέσσερα τουλάχιστο μέλη, σε περίπτωση δε ισοψηφίας ο προεδρεύων έχει δεύτερη ή νικώσα ψήφο.  Σύμφωνα με το άρθρο 7(1), οι συνεδρίες συγκαλούνται από τον πρόεδρο, η δε πρόσκληση είναι γραπτή και απευθύνεται σε όλα τα μέλη, επτά τουλάχιστον ημέρες πριν από την ορισμένη για τη συνεδρίαση ημερομηνία.  Παρατηρείται ότι δεν υπάρχει οποιαδήποτε αναγκαιότητα από τη νομοθετική πρόνοια να πιστοποιείται η λήψη της απευθυνόμενης πρόσκλησης.  Η νομολογία όμως που έχει εξελιχθεί και στην Ελλάδα και στην Κύπρο, καθιστά αναγκαία, για να θεωρηθεί ένα συλλογικό όργανο ότι συνεδριάζει νομότυπα, την εμπρόθεσμη και νομότυπη κλήση κάθε μέλους αυτού, κλήση που πρέπει να αποδεικνύεται είτε με βεβαίωση του μέλους, είτε από άλλο έγγραφο ή έγγραφα όχι όμως μεταγενέστερα της συνεδριάσεως του οργάνου.  (δέστε τη σχετικά πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στη Sigma Radio TV Ltd και Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Α.Ε. 50/06, ημερ. 22.1.09 και τις εκεί αναφερόμενες Αναστασίου ν. ΕΤΕΚ (2003) 3 Α.Α.Δ. 615 και A.J. Pericleous (Services) Ltd v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 57/99, ημερ. 27.3.00).  Ο εδώ, όμως, ισχυρισμός των αιτητών ότι δεν κλήθηκαν νομότυπα να παραστούν στη συνεδρία ημερ. 27.9.04, τα μέλη Παπαμιχαήλ και Ευθυβούλου, στερείται ερείσματος ενόψει του ότι από τον κατατεθέντα κατά τις διευκρινίσεις διοικητικό φάκελο που σημειώθηκε ως Τεκμ. Β, υπάρχουν καταχωρημένες όλες οι σχετικές προσκλήσεις για την εν λόγω συνεδρία προς όλα τα μέλη, περιλαμβανομένων των προαναφερθέντων.  Σχετικά είναι τα ερυθρά 90-89 και 87-86.  Όπως περαιτέρω βεβαιώνεται από τα ερυθρά 88 και 85 τα μέλη, Παπαμιχαήλ και Ευθυβούλου, παρέλαβαν στις 23.9.04 την πρόσκληση που αποστάληκε με τηλεομοιότυπο.  Ο ισχυρισμός των αιτητών ότι οι προσκλήσεις δεν ήταν αρχειοθετημένες κατά τον προσήκοντα τρόπο στο διοικητικό φάκελο είναι απαράδεκτος και δεν θα μπορούσε βέβαια να οδηγήσει σε οποιοδήποτε υπέρ τους συμπέρασμα στην απουσία οποιασδήποτε μαρτυρίας που να δείχνει την εκ των υστέρων κατασκευή των εγγράφων αυτών ιδιαίτερα, τη στιγμή που στο Τεκμ. «Β», είναι ταξινομημένες όλες οι προσκλήσεις προς όλα τα μέλη με αύξοντα αριθμό.

 

          Όσον αφορά την αποχώρηση του Α. Ευθυβούλου από τη συνεδρία της 10.10.05, άσχετα από το γεγονός ότι καταγράφεται ως λόγος η αδυναμία να ενημερωθεί πλήρως για όλα τα στοιχεία που ήταν αναγκαία πριν τη λήψη των σχετικών αποφάσεων, η ουσία παραμένει ότι οι καθ΄ ων, ως διοικητικό όργανο, παρέμειναν να συνεδριάζουν για το θέμα που οδήγησε στην προσβαλλόμενη πράξη, με την ίδια ακριβώς σύνθεση όπως και στις 27.9.04.  Το άρθρο 22 του Νόμου αρ. 158(Ι)/99 προβλέπει ότι:

 

«Αν η διαδικασία παρατείνεται σε περισσότερες συνεδρίες και η σύνθεση του οργάνου μετά την πρώτη συνεδρία αλλάξει με τη συμμετοχή μελών που ήταν απόντα στις προηγούμενες συνεδρίες, το συλλογικό όργανο δεν μπορεί να λάβει έγκυρη απόφαση στην τελευταία συνεδρία, εκτός αν στη συνεδρία αυτή επαναληφθεί από την αρχή η διαδικασία και η συζήτηση που προηγήθηκε.»

 

          Είναι γνωστό ότι όλα τα μέλη ενός συλλογικού οργάνου που λαμβάνουν μια απόφαση πρέπει να έχουν παραστεί σε όλη την εξέταση της υπόθεσης και κατά τη διάρκεια όλης της διαδικασίας, εξασφαλίζοντας έτσι την πλήρη ενημέρωση κάθε μέλους, διαφορετικά η νομιμότητα της σύνθεσης του οργάνου δυνατό να πάσχει.  Σε περίπτωση που μέλη μετέχουν στην τελική συνεδρία αλλά όχι σε προηγούμενες, πρέπει να υπάρχει σαφής δήλωση επί των πρακτικών ότι έχουν ενημερωθεί ως προς όλα τα ουσιώδη ζητήματα κατά τις προηγούμενες συνεδριάσεις που ήταν απόντα.  (δέστε Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ν. Δημοκρατίας μέσω Επιτροπής Προστασίας  Ανταγωνισμού (2004) 3 Α.Α.Δ. 53 και Σύνδεσμος Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου ν. Επιτροπής Προστασίας  Ανταγωνισμού (2002) 3 Α.Α.Δ. 314).  Κωδικοποιημένη, η αρχή αυτή βρίσκεται στο πιο πάνω άρθρο 22. 

 

        Στο σύγγραμμα του Ε. Σπηλιωτόπουλου: «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου» 12η έκδ. Τόμος 1, σελ. 146, παρ. 129 εξηγούνται τα ακόλουθα:

 

«Λ ε ι τ ο υ ρ γ ί α.  Όλα τα μέλη του συλλογικού οργάνου που παίρνουν την απόφαση πρέπει να έχουν παραστεί σε όλη την εξέταση της υπόθεσης, από την αρχή ως το τέλος, διότι μόνο με τον τρόπο αυτόν εξασφαλίζεται η πλήρης ενημέρωση κάθε μέλους ώστε να κριθεί η υπόθεση με τη γνώση και στάθμιση των στοιχείων που προκύπτουν κατά την εξέταση της.  Εάν η εξέταση της υπόθεσης παραταθεί σε περισσότερες διαδοχικές συνεδριάσεις, η τυχόν εναλλαγή των μετεχόντων μελών δεν επηρεάζει τη νομιμότητα της σύνθεσης του συλλογικού οργάνου (ΚΔΔ/σίας άρθρο 14 § 5).  Τα μέλη όμως που μετέχουν στην τελευταία συνεδρίαση και δεν μετείχαν σε προηγούμενες συνεδριάσεις  πρέπει να δηλώσουν ρητώς, με δήλωσή τους που καταχωρίζεται στα πρακτικά ότι ενημερώθηκαν πλήρως ως προς τα ουσιώδη σημεία των συζητήσεων που έγιναν στις συνεδριάσεις στις οποίες δεν μετείχαν (ΚΔΔ/σίας άρθρο 5 § 2, 4205/2002).»

 

          Στην υπόθεση Κρινούλλα Ευσταθίου ν. Δημοκρατίας, υπόθ.  αρ.  1111/06,  ημερ. 8.11.07, (απόφαση Κραμβή, Δ.), καθώς και στις συνεκδ.  υποθ. Χατζηγιασεμής και Πιθάρας ν. Δημοκρατίας, αρ. 2329/06 και 181/07, (απόφαση Κωνσταντινίδη, Δ., με τις επεξηγήσεις που δόθηκαν), ημερ. 17.7.08, κρίθηκε ότι η σύνθεση δεν έπασχε, αλλά αντίθετα διατηρήθηκε η νομιμότητα της, εφόσον απουσίαζε και δεν έλαβε μέρος σε επόμενη συνεδρία μέλος το οποίο κατά την πρώτη δεν ήταν παρόν. Ακριβώς η αποχώρηση του μέλους όπως διακηρύχθηκε και στη Sigma Radio TV Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, υπόθ. αρ. 391/06, ημερ. 13.6.07, (απόφαση Κραμβή, Δ.), διασφάλιζε «….. την ενιαία σύνθεση της Αρχής καθόλη τη διάρκεια παραγωγής της διοικητικής απόφασης».  Οι υποθέσεις Κόρτας ν. Ρ.Ι.Κ. (2007) 3 Α.Α.Δ. 67 και Στυλιανού ν. Ρ.Ι.Κ. (2007) 3 Α.Α.Δ. 308, που υιοθέτησαν τις Καρακόκκινος ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου, υπόθ. αρ. 110/03, ημερ. 15.11.04, (απόφαση Κωνσταντινίδη, Δ.)  και Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 655/03, ημερ. 15.7.04, (απόφαση Χατζηχαμπή, Δ.), δεν έχουν εφαρμογή εδώ, διότι σε εκείνες τις υποθέσεις είχαν αποχωρήσει μέλη που είχαν λάβει μέρος σε προηγούμενες συνεδρίες ή είχαν αντικατασταθεί από άλλα οπότε τίθετο ζήτημα όχι προσώπων αλλά νομιμότητας του ίδιου του οργάνου ως συλλογικής οντότητας, σχετίζονταν δε με τη διαδικασία προφορικών εξετάσεων και των εντυπώσεων που απεκόμιζαν τα εκάστοτε μέλη.  Η δε υπόθεση Αντέννα Λτδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, αρ. 649/07, ημερ. 14.7.09, καθώς και η υπόθεση Sigma Radio TV Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου αρ. 390/06, ημερ. 7.8.07, αμφότερες του Ηλιάδη, Δ. δεν έχουν επίσης εφαρμογή στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, διότι δεν μπορεί εκ προοιμίου να θεωρείται σκόπιμη η αποχώρηση  μέλους  το  οποίο  δεν  ήταν  από την αρχή παρόν, σε  προηγούμενη  δηλαδή  συνεδρία,  διατηρώντας  έτσι  την  ίδια  σύνθεση  καθ΄ όλη  την παραγωγή της πράξης.  Οι υποθέσεις  αυτές  δεν ακολουθήθηκαν  ως  προς  το  σκεπτικό της από την απόφαση στην Αντέννα Λτδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, υπόθ. αρ. 1310/07, ημερ. 14.5.09, από τον Χατζηχαμπή, Δ. 

 

        Το άρθρο 22 δεν επιτάσσει με το λεκτικό του την αναγκαιότητα επανάληψης της διαδικασίας και της συζήτησης που  προηγήθηκε, εκτός και αν η σύνθεση του οργάνου  μετά  την πρώτη  συνεδρία,  υφίσταται αλλαγή με τη  συμμετοχή μελών που  ήταν  απόντα  κατά  τις   προηγούμενες  συνεδρίες και αυτό εφόσον, όπως  υπέδειξε ο Χατζηχαμπής, Δ. στην υπόθ. αρ. 1310/07 – ανωτέρω – υπάρχει θέμα το οποίο έχει συνέχεια.  Η απαίτηση αυτή εξαλείφεται όταν η απουσία των μελών από προηγούμενες συνεδρίες σχετιζόταν με εξέταση προκαταρκτικών θεμάτων ή όταν τα μέλη τα οποία λαμβάνουν την τελική απόφαση είναι πλήρως ενημερωμένα σχετικά με όλα τα στοιχεία που είναι αναγκαία για τη λήψη της απόφασης.  Το άρθρο αυτό δεν επιβάλλει είτε την αναγκαστική ενημέρωση, είτε την αναγκαστική παρουσία μελών που απουσίαζαν από προηγούμενη συνεδρία γι΄ αυτό και το λεκτικό του δεν αναφέρεται στη συγκρότηση του οργάνου, αλλά στην πιθανή εναλλασσόμενη σύνθεση λόγω ανάλογης παρουσίας ή απουσίας μελών.   Εάν ορισμένα μέλη δεν είναι παρόντα σε επόμενες συνεδρίες εφόσον ήταν απόντα σε προηγούμενες, τότε δεν μπορεί να τίθεται θέμα νομιμότητας στη σύνθεση (εφόσον  όμως διατηρείται απαρτία), τα δε μέλη παραμένουν τα αυτά κατά τη διαδικασία της συζήτησης εξ αρχής μέχρι και τη λήψη της απόφασης για συγκεκριμένο θέμα.  Εάν όμως τα μέλη που ήταν απόντα παρευρίσκονται, τότε θα πρέπει να ενημερωθούν πλήρως ή η συνεδρία να επαναληφθεί από την αρχή, καθώς και η συζήτηση που προηγήθηκε, εκτός και αν η αρχική συνεδρία ασχολήθηκε με προκαταρκτικά ζητήματα. 

 

        Όσον αφορά την μη παρουσία του μέλους Ανδρέα Κωνσταντινίδη στην ίδια συνεδρία ημερ. 10.10.05, αυτή εξηγείται εφόσον, όπως προκύπτει από τα  συνημμένα Γ και Δ στη γραπτή αγόρευση των καθ΄ ων, το μέλος αυτό έδωσε την παραίτηση του με σχετική επιστολή προς το Υπουργικό Συμβούλιο, το οποίο και διορίζει τα μέλη των καθ΄ ων στις 27.7.05, πριν δηλαδή τη συνεδρία αυτή, ενώ το Υπουργικό Συμβούλιο έλαβε γνώση και ουσιαστικά αποδέχθηκε την παραίτηση με την απόφαση του που λήφθηκε στις 5.10.05, αλλά είχε αναβάλει το ζήτημα του διορισμού νέου μέλους σε αντικατάσταση του.  Παρόμοιο θέμα εξετάστηκε και στην προαναφερθείσα υπόθεση αρ. 391/06, όπου το Δικαστήριο αποφάσισε ότι η σύνθεση δεν έπασχε εφόσον είχε κενωθεί η θέση λόγω παραίτησης του μέλους αυτού, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 7(9) του Νόμου, η χηρεία θέσης στην Αρχή δεν επιφέρει ακυρότητα των πράξεων ή των διαδικασιών. 

 

         Όσον αφορά την εμφάνιση του μέλους Παπαμιχαήλ στην ίδια συνεδρία, ενώ απουσίαζε από την πρώτη, οι καθ΄ ων εξηγούν ότι εκ παραδρομής δεν αναφέρθηκε ότι το μέλος αυτό είχε επίσης αποχωρήσει, παραπέμποντας προς επιβεβαίωση του ισχυρισμού τους ότι από τη σχετική απόφαση ημερ. 10.10.05, συνημμένη  στην  επιστολή  προς  τους αιτητές ημερ. 14.4.06  (ερ. 94 και 93-63 του Τεκμ. «Α») (Παράρτημα ΧΧΙΙΙ στην ένσταση), προκύπτει ότι το μέλος αυτό δεν έλαβε μέρος στην απόφαση.  Η εξήγηση αυτή είναι ικανοποιητική και ισχύουν επομένως τα όσα προηγουμένως αναφέρθηκαν για το μέλος Ευθυβούλου.

 

        Τέλος, σε σχέση με τη συνεδρία της 29.5.06, είναι και πάλι σαφές από το συνημμένο Ε στην αγόρευση των καθ΄ ων, που είναι φωτοαντίγραφα των ταξινομημένων στο διοικητικό φάκελο Τεκμ. «Β» εγγράφων ερ. 94-93 και 82-81 που παραλήφθηκαν με τηλεομοιότυπο στις 22.5.06, (ερ. 92 και 80), ότι απεστάλησαν οι σχετικές προσκλήσεις και ο προς το αντίθετο ισχυρισμός απαραδέκτως προβάλλεται.  Ισχύουν δε τα προαναφερθέντα σε σχέση με την αποχώρηση του Α. Ευθυβούλου από τη συνεδρία αυτή.  Απαρτία δε σαφώς υπάρχει εφόσον όπως προκύπτει από το άρθρο 7(5) του Νόμου, τέσσερα μέλη επαρκούν για την απαρτία.

 

        Στη βάση παραδεκτών γεγονότων που καταγράφηκαν στις 8.5.08 έγινε εισήγηση ότι έπασχε η συγκρότηση των καθ΄ ων ενόψει του ότι στην προσβαλλόμενη πράξη αλλά και τις προηγηθείσες αποφάσεις συμμετείχε το μέλος Μαίρη Κουτσελίνη η οποία πρέπει να θεωρηθεί ότι είχε προσωπικό συμφέρον εφόσον η αδελφή της είναι σύζυγος του Κωνσταντίνου Αιμιλιανίδη, δικηγόρου, στον οποίο ο Χριστόδουλος Οικονομίδης μεταβίβασε το 1999 τις μετοχές που κατείχε στην εταιρεία Lumiere T.V. Public Ltd ώστε να ενεργεί ως καταπιστευματοδόχος του στη βάση εμπιστεύματος που αφορούσε αριθμό μετοχών ανερχομένων στις 797.920 ονομαστικής αξίας μίας λίρας η κάθε μια.  Περαιτέρω ο               Κ. Αιμιλιανίδης ήταν μέχρι το Μάϊο του 2006 κύριος 100 μετοχών της εταιρείας Multichoice Cyprus Public Company Limited, τις πώλησε δε εκείνο το μήνα ώστε έκτοτε να μην κατέχει οποιαδήποτε μετοχή. 

 

        Τα πιο πάνω προκαλούν, κατά τους αιτητές, πρόβλημα στη συγκρότηση εφόσον κατά το άρθρο 4(3) του Νόμου κανένα πρόσωπο δεν μπορεί να διοριστεί μέλος των καθ΄ ων αν έχει άμεσο ή έμμεσο συμφέρον σε οποιαδήποτε ραδιοτηλεοπτική επιχείρηση ή στο Ρ.Ι.Κ., ενώ με βάση το άρθρο 42(2) του Νόμου αρ. 158(Ι)/99 δεν μετέχει στην παραγωγή διοικητικής πράξης οποιοδήποτε πρόσωπο που έχει συγγενικό δεσμό εξ αίματος ή εξ αγχιστείας  μέχρι  και τέταρτου βαθμού ή που έχει συμφέρον στην έκβαση της.  Όσον  αφορά  την   κτήση   των   μετοχών    της Lumiere δεν φαίνεται  πουθενά το έγγραφο καταπιστεύματος σε κανένα διοικητικό φάκελο μεταξύ του Κ. Αιμιλιανίδη και του Χ. Οικονομίδη με αποτέλεσμα να παραβιάζεται το άρθρο 23(1) του Νόμου που αφορά το προσωποπαγές της άδειας που χορηγείται.

        Οι πιο πάνω θέσεις πρέπει να απορριφθούν ενόψει του ότι το μέλος Μ. Κουτσελίνη καμία προσωπική ανάμειξη δεν έχει σε ραδιοτηλεοπτική επιχείρηση ενώ η τότε κατοχή 100 μετοχών στη Multichoice από το σύζυγο της αδελφής της δεν αποδεικνύει την ύπαρξη άμεσου ή έμμεσου συμφέροντος από τη Μ. Κουτσελίνη.  Πρόσθετα, η Multichoice δεν φαίνεται να είναι ραδιοτηλεοπτική επιχείρηση.  Άλλωστε εκείνο το οποίο συζητήθηκε στην προκείμενη περίπτωση είναι παραβιάσεις του Νόμου και των Κανονισμών από τους αιτητές και όχι από τη Multichoice.  Όσον αφορά την κατοχή μετοχών από τον Κ. Αιμιλιανίδη στη Lumiere τα παραδεκτά γεγονότα δείχνουν ότι αυτός όντως είναι καταπιστευματοδόχος τρίτου ατόμου ασχέτως αν δεν έχει εντοπιστεί το έγγραφο εμπιστεύματος. 

 

        Παρόμοιοι ισχυρισμοί προβλήθηκαν στην υπόθεση Αντέννα Λιμιτεδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, υπόθ.       αρ. 726/06, ημερ. 16.4.08, όπου ο Κωνσταντινίδης, Δ., απέρριψε τον ισχυρισμό συμφέροντος εκ μέρους της Μ. Κουτσελίνη ενόψει της  αμελητέας κατοχής μετοχών από τον Κ. Αιμιλιανίδη στη Multichoice ενώ απέρριψε και το συναφή ισχυρισμό ότι υπήρχε προσωπικό συμφέρον από τον Κ. Αιμιλιανίδη λόγω της κατοχής αριθμού μετοχών για λογαριασμό τρίτου, επεκτεινόμενο αυτό το συμφέρον και στο μέλος Κουτσελίνη.  Παρόμοιοι ισχυρισμοί απορρίφθηκαν και από τον Χατζηχαμπή, Δ., στην υπόθεση Αντέννα Λιμιτεδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, υπόθ. αρ. 1310/07, ημερ. 14.5.09.  Οι πιο πάνω αποφάσεις ακολουθούνται και από το παρόν Δικαστήριο ενώ σημειώνεται ότι από τα παραδεκτά γεγονότα της 8.5.08 προκύπτει  εν πάση περιπτώσει ότι το μετοχικό κεφάλαιο της Multichoice ήταν τότε £8.000.000 με ένα σύνολο εκδιδομένων μετοχών 68.000.000. 

       

        Τέθηκε επίσης ζήτημα για μη τήρηση άρτιων πρακτικών.  Με επιχείρημα ότι στα τρία προαναφερθέντα πρακτικά δεν υπάρχει καταγραφή του τρόπου λήψεως των αποφάσεων, δεν φαίνεται η αιτιολογία, η συζήτηση, κατά πόσο υπήρχε ή όχι μειοψηφία, απουσιάζει η αναφορά στο πρόσωπο που κράτησε τα πρακτικά, δεν αναφέρεται η παρουσία της ερευνούσας λειτουργού, ενώ αυτά αποτελούν «απόσπασμα» και δεν είναι τα πλήρη πρακτικά.  Οι θέσεις αυτές δεν είναι ορθές ενόψει του ότι όλα τα πρακτικά αναφέρουν συγκεκριμένα τα παρόντα, και απόντα μέλη, ενώ δεν υπάρχει πουθενά στη νομολογία η αναγκαιότητα για καταγραφή αρνητικής παρουσίας,  δηλαδή, να καταγράφονται πρόσωπα τα οποία δεν ήταν εκεί.  Τα πρακτικά είναι σαφή ως προς το τι συζητήθηκε και τι αποφασίστηκε και με βάση το τεκμήριο της νομιμότητας δεν έχει σημασία να καταγραφόταν το άτομο που τήρησε τα πρακτικά σε κάθε περίπτωση.  Καμία αναγκαιότητα δεν υπάρχει από το Νόμο και ιδιαίτερα το άρθρο 7(5), να καταγράφεται η μειοψηφούσα άποψη, (ούτε σημειώνεται υπάρχει τέτοια αναγκαιότητα στα άρθρα 24(1) και 25(4) του Νόμου αρ. 158(Ι)/99), με βάση δε το άρθρο 7(7), οι ίδιοι οι καθ΄ ων ρυθμίζουν τη διαδικασία που ακολουθείται στις συνεδρίες τους.  Παρόμοια θέματα ηγέρθησαν και στην προαναφερθείσα υπόθεση αρ. 1310/07 και απορρίφθησαν.  Να σημειωθεί δε ότι η υπόθεση Ιωάννη Δημητριάδη και άλλου ν. Ε.Δ.Υ., συνεκδ. υποθ. αρ. 507/05 και  αρ. 566/05, ημερ. 20.7.07, και η υπόθεση Χρυσάφη ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 550, παραπέμπουν στην αναγκαιότητα τήρησης άρτιων πρακτικών σύμφωνα και με τις επιταγές του άρθρου 24(1) του Νόμου αρ. 158(Ι)/99, με κύριο σκοπό τον έλεγχο της νομιμότητας της σύνθεσης, αλλά και τον έλεγχο όσον αφορά την καταγραφή με σαφήνεια των αποφάσεων του διοικητικού οργάνου, θέματα για τα οποία εδώ υπάρχει πλήρης καταγραφή.  Δεν διαπιστώνεται απολύτως κανένα πρόβλημα με την τήρηση των πρακτικών στις επίδικες συνεδριάσεις. 

 

          Επί των υπολοίπων λόγων ακύρωσης της προσβαλλόμενης πράξης, το Δικαστήριο δεν συμφωνεί ότι δεν υπήρξε δέουσα έρευνα ή ότι οι καθ΄ ων ερμήνευσαν λανθασμένα «αόριστες-αξιολογικές» έννοιες όπως αυτές που περιέχονται στο άρθρο 29(1) του Νόμου, όσον αφορά τη «σοβαρή βλάβη της σωματικής, πνευματικής ή ηθικής ανάπτυξης των ανηλίκων» και των αντίστοιχων λέξεων  και   φράσεων  που   απαντώνται στους Καν. 21(6), 22(1) κλπ.  Οι έννοιες αυτές εμπεριέχουν αναμφίβολα κρίσεις που δεν είναι άμεσα δεκτικές ερμηνείας, όμως είναι γι΄ αυτό ακριβώς το λόγο που καθιδρύθηκαν οι καθ΄ ων, οι οποίοι έχουν συγκεκριμένες αρμοδιότητες.  Δυνάμει του άρθρου 3 του Νόμου, έχουν εξουσία να επιβάλλουν κυρώσεις για παράβαση των διατάξεων του Νόμου ή των Κανονισμών καθώς και του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας ενώ, με βάση το άρθρο 11, οι καθ΄ ων συστήνουν Συμβουλευτική Επιτροπή Ραδιοτηλεόρασης η σύνθεση της οποίας «…. πρέπει να αντανακλά την κοινή γνώμη ……», υπάρχει δε σ΄ αυτήν ένας εκπρόσωπος από 18 διαφορετικούς τομείς περιλαμβανομένων υπουργείων, ιδιωτικών σταθμών ραδιοφώνου και τηλεόρασης, το πανεπιστήμιο, σύνδεσμο κοινωνιολόγων και ψυχολόγων, οργανώσεις καλλιτεχνών θεάματος και ακροάματος κλπ.  Στόχος είναι ακριβώς ο συγκερασμός όλων των σχετικών απόψεων και συγκρουόμενων θέσεων.  Το Δικαστήριο, με όλο το σεβασμό, δεν βρίσκει τον εαυτό του σύμφωνο με τα όσα λέχθηκαν από τον Χατζηχαμπή, Δ., στην προαναφερθείσα υπόθεση αρ. 1310/07.  Δεν είναι ανάγκη να υπάρχουν ορισμοί μέσα στη νομοθεσία των προαναφερθεισών λέξεων και φράσεων, οι οποίοι ορισμοί με τη σειρά τους ενδεχόμενα να είχαν επίσης ανάγκη περαιτέρω διευκρίνισης.  Οι καθ΄ ων οφείλουν ενόψει και της Συμβουλευτικής Επιτροπής, να καθορίζουν οι ίδιοι πότε ένα πρόγραμμα ραδιοφωνικού ή τηλεοπτικού σταθμού παραβιάζει το Νόμο και τους Κανονισμούς, εναπόκειται δε στο αναθεωρητικό Δικαστήριο, ως τελικός κριτής, να καθορίσει κατά πόσο η κρίση των καθ΄ ων ήταν ή όχι λογική ως συνάδουσα με τις αντιλήψεις του μέσου κοινού λογικού ατόμου που ζει στη συγκεκριμένη κοινωνία.  Το Δικαστήριο επενεργεί στην ουσία, κατ΄ αναλογία με τις υποθέσεις δυσφήμησης, όπου κρίνεται από το ίδιο κατά πόσο ένα δημοσίευμα είναι ή όχι δυσφημηστικό, ως κριτής του περιεχομένου ενός δημοσιεύματος ή μιας εκπομπής, χωρίς να χρειάζεται βέβαια την εξειδικευμένη μαρτυρία του ενός ή του άλλου εμπειρογνώμονα ή και του ιδίου του ενάγοντα ή παραπονούμενου για να το βοηθήσουν στην εξαγωγή του δικού του συμπεράσματος.  Ενεργεί κατά τρόπο που αντανακλά το αισθητήριο του μέσου λογικού πολίτη, ως προς το τι συνιστά σεβασμό της προσωπικότητας, τιμή, υπόληψη, ιδιωτικό βίο, ορθή και αξιοπρεπή συμπεριφορά.  Εδώ, οι καθ΄ ων έκριναν ως αρμόδια αρχή ότι το παράπονο ευσταθούσε λόγω του ότι η σειρά «Power Rangers» περιείχε τέτοιες σκηνές που παραβιάζουν τις πρόνοιες του Νόμου και των Κανονισμών.  Και εν τέλει το Δικαστήριο δεν μπορεί να υποκαταστήσει αυτή την κρίση των καθ΄ ων, αλλά μόνο ελέγχει εάν η διακριτική τους ευχέρεια ασκήθηκε κατά εύλογο και επιτρεπτό τρόπο. 

 

        Δεν είναι επίσης δεκτή η θέση των αιτητών ότι η κρίση περί ενοχής είναι αναιτιολόγητη, ενόψει του ότι λεπτομερώς η απόφαση εμπεριέχει όλα τα αναγκαία στοιχεία τα οποία θα μπορούσαν να αποτελέσουν το υπόβαθρο για το δικαστικό έλεγχο, με αναφορά στην όλη διαδικασία της θέσης των συνηγόρων των αιτητών και με ακριβή καταγραφή των λόγων που οδήγησαν τους καθ΄ ων στη λήψη της σχετικής απόφασης.  Προς τούτο σημειώνεται ότι η σχετική απόφαση ημερ. 10.10.05 εκτείνεται σε 31 σελίδες  και δεν υπάρχει ζήτημα μη αιτιολόγησης.  Σημειώνεται, ιδιαιτέρως, ότι οι καθ΄ ων κατέγραψαν σε απάντηση της κάθε θέσης του δικηγόρου των αιτητών, τις σχετικές αποφάσεις τους με μαύρα έντονα γράμματα σε κάθε περίπτωση, εξηγώντας το λόγο που απέρριπταν τις θέσεις αυτές, δίνοντας επαρκέστατες λεπτομέρειες και δικαιολογητικά.  Ούτε πλάνη περί τα πράγματα διαπιστώνεται εφόσον όλα τα στοιχεία που λήφθηκαν υπόψη εμπεριέχονται στην  απόφαση,  μαζί με τις προβληθείσες θέσεις των αιτητών, με αποτέλεσμα οι καθ΄ ων να κρίνουν στη βάση όλων των σχετικών δεδομένων.  Να σημειωθεί ότι οι αιτητές δεν παρέστησαν, κατά δική τους επιλογή,  κατά την εκδίκαση της υπόθεσης ενώπιον των καθ΄ ων, αλλά απέστειλαν εκτεταμένη γραπτή αγόρευση, που περιλάμβανε και προδικαστικές ενστάσεις.

 

        Περαιτέρω, δεν υπάρχει καμία παραβίαση της προβλεπόμενης από το Νόμο και τους Κανονισμούς διαδικασίας, με δεδομένο ότι οι καθ΄ ων δυνάμει του Καν. 42, εκχώρησαν στο Διευθυντή την εξουσία να ορίζει λειτουργό της Αρχής για διερεύνηση οποιουδήποτε παραπόνου ή παράβασης με απόφαση τους ημερ. 4.7.01 (επισυνημμένο Α στη γραπτή αγόρευση των καθ΄ ων).  Η εξουσία του Καν. 42, συσχετίζεται με τη δυνατότητα που παρέχεται στους καθ΄ ων από το άρθρο 9(7) του Νόμου, το οποίο προνοεί για τη μεταβίβαση αρμοδιοτήτων στο Διευθυντή ή σε υπεπιτροπές, με  μέλη προερχόμενα από τις υπηρεσίες των καθ΄ ων.  Παρόμοιο ζήτημα εξετάστηκε και απορρίφθηκε στις υποθέσεις Πολιτιστική και Πληροφοριακή Εταιρεία «Ο Λόγος» ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, υπόθ. αρ. 415/03, ημερ. 6.10.04, (απόφαση Γαβριηλίδη, Δ.), Αντέννα Λτδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, υπόθ. αρ. 792/06, ημερ. 11.10.07 (απόφαση Αρτέμη, Δ., όπως ήταν τότε) και Αντέννα Λτδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, υπόθ. αρ. 726/06, ημερ. 16.4.08 (απόφαση Κωνσταντινίδη, Δ). Η εκχώρηση ως απορρέει από το σχετικό πρακτικό των καθ΄ ων ημερ. 4.7.01, έγινε ακριβώς δυνάμει των προνοιών του άρθρου 9(7) του Νόμου.  Παρόλο που θα ήταν ορθότερο αν η εκχώρηση αυτή ρητώς αφορούσε και την απόφαση για έναρξη έρευνας και τη δυνατότητα διορισμού λειτουργού προς διερεύνηση, εν τούτοις προκύπτει ως λογική αναγκαιότητα, ότι ο διορισμός λειτουργού για διερεύνηση παραπόνου, εμπεριέχει και προϋποθέτει την λήψη απόφασης για διερεύνηση της υπόθεσης.  Οι καθ΄ ων ενεργώντας ως Αρχή εκχώρησαν στην ουσία στον Διευθυντή τη συλλογικότητα της απόφασης τους να διερευνηθεί το παράπονο. Δηλαδή, δεν ανατίθεται από το Διευθυντή η διερεύνηση παραπόνου σε λειτουργό, χωρίς να ενσωματώνεται σ΄ αυτή η ίδια η απόφαση για διερεύνηση.  Εξ ου και το σημείωμα της λειτουργού των καθ΄ ων (Παράρτημα Ι στην ένσταση), απευθύνεται προς τους καθ΄ ων, μέσω του Διευθυντή. 

        Η προς το αντίθετο εκφρασθείσα θέση από τον Νικολαΐδη, Δ., στην Αντέννα Λτδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, υπόθ. αρ. 67/07, ημερ. 31.7.09, δεν εκφράζει, με όλο το σεβασμό, ούτε το παρόν Δικαστήριο.

 

        Περαιτέρω, ορθά κρίνεται οι καθ΄ ων άρχισαν τη διερεύνηση του παραπόνου που υποβλήθηκε, δυνάμει του        Καν. 41(1), εφόσον το παράπονο ενέπιπτε στην παρ. (γ) αυτού, για μετάδοση «….. υπερβολικής και αδικαιολόγητης βίας σε ενημερωτικά ή ψυχαγωγικά και άλλα προγράμματα».  Η προς το αντίθετο εισήγηση είναι ανυπόστατη.

 

        Εντελώς ανεδαφικός και άμεσα απορριπτέος κρίνεται ο λόγος για δήθεν σύνταξη κατηγορητηρίου και μάλιστα ανυπόγραφου στις 5.8.04, που καταρτίστηκε πριν τη λήψη της απόφασης ημερ. 27.9.04.  Είναι πρόδηλο ότι η απόφαση που λήφθηκε στις 27.9.04, είχε ως υπόβαθρο το πόρισμα της ερευνούσας λειτουργού ημερ. 5.8.04, το οποίο και υιοθέτησε προς προώθηση σύμφωνα με τον Καν. 42(6) για ενημέρωση των αιτητών, ενημέρωση που έλαβε χώραν με την ενυπόγραφη επιστολή του Διευθυντή ημερ. 6.10.04 (ερ. 15-16 του Τεκμ. «Α») προς τους αιτητές και στην οποία ευλόγως έγινε αναφορά στον συνημμένο Πίνακα που περιείχε τις διαπιστωθείσες παραβάσεις.  Είναι λοιπόν η απόφαση ημερ. 27.9.04 που αποτελεί την αφετηρία για την αποστολή «κατηγορητηρίου» και όχι το πόρισμα της λειτουργού που προηγήθηκε.

 

        Ανεδαφικός είναι και ο ισχυρισμός περί αναιτιολόγητης κρίσης των καθ΄ ων στο εκ πρώτης όψεως στάδιο.  Έχει αποφασιστεί ότι η αποδοχή ή ενσωμάτωση πορίσματος αρμόδιου λειτουργού στη διοικητική απόφαση δεν αποτελεί πρόβλημα.  Το πόρισμα της λειτουργού ήταν ενδελεχές και πλήρες (ερ. 9-4 και ερ. 27-19 του Τεκμ. «Α») και επομένως όταν οι καθ΄ ων ως διοικητικό όργανο στην πρώτη συνεδρία τους ημερ. 27.9.04, «εξέτασε» το πόρισμα και στη βάση του «αποφάσισε», την προώθηση της υπόθεσης, στην ουσία το υιοθέτησε ως δικό του.  (δέστε την προαναφερθείσα υπόθεση στην Πολιτιστική και Πληροφοριακή Εταιρεία «ο Λόγος» – πιο πανω – και  Λ. Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1988) 3. Α.Α.Δ. 91 ).

 

        Ούτε όμως οι υπόλοιπες αιτιάσεις που προβάλλονται από τους αιτητές ευσταθούν.  Η έρευνα που έγινε ήταν πλήρης, η έκθεση της λειτουργού περιείχε όλα τα αναγκαία στοιχεία, λήφθηκαν υπόψη οι παραστάσεις που υπέβαλαν οι αιτητές, έγινε ενδελεχής έρευνα εξετάζοντας όλες τις πιθανές παραβάσεις και δεν ήταν αναγκαίο για τη λειτουργό ή τους καθ΄ ων να καλέσουν προφορική  μαρτυρία από οποιονδήποτε, άλλο.  Ο σχετικός   Καν. 42(6)(γ)(i) παρέχει εξουσία στους καθ΄ ων προς τούτο, που είναι βεβαίως δυνητική και όχι υποχρεωτική, ειδικά σε μια υπόθεση όπως την παρούσα, όπου οι καθ΄ ων είχαν ολόκληρη την εκπομπή σε βιντεοταινία, ανάλογα δυνητική δε εξουσία παρέχεται  και στην ίδια τη λειτουργό με τον Καν. 42(4).  Οι καθ΄ ων είχαν την ευχέρεια να μελετήσουν τις λεπτομερείς παραστάσεις του Προέδρου και δικηγόρου των αιτητών, τις οποίες και μετέφεραν αυτούσια στο σκεπτικό τους, ενώ όπως αποφασίστηκε και προηγουμένως δεν υπήρχε καμιά αναγκαιότητα, νομική ή λογική να ακουστεί οποιαδήποτε μαρτυρία σχετικά με τη στοιχειοθέτηση του παραπόνου. 

       

        Έγινε επίσης εισήγηση ότι υπάρχει παραβίαση ενόψει του γεγονότος της επιβολής δύο ξεχωριστών διοικητικών προστίμων για την ίδια ημέρα παράβασης ενάντια στις πρόνοιες του   άρθρου 41Β του Νόμου σύμφωνα με το οποίο οι καθ΄ ων δικαιούνται να επιβάλουν «….. διοικητικό πρόστιμο για κάθε ημέρα παράβασης …….» μέχρι Λ.Κ.5.000.  Στην απόφαση της Ολομέλειας Αντέννα Λιμιτεδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2005) 3 Α.Α.Δ. 558, αποφασίστηκε κατά πλειοψηφία ότι πρέπει να ακολουθείται η γραμματική ερμηνεία των λέξεων στην πιο πάνω νομοθετική πρόνοια ώστε να επιβάλλεται το πρόστιμο για κάθε ημέρα παράβασης.  Η απόφαση στην υπό κρίση περίπτωση δεν είναι αντίθετη προς τις πρόνοιες του Νόμου, ενόψει του γεγονότος ότι η παράβαση έλαβε χώρα σε μια και μοναδική ημέρα, δηλαδή, στις 2.8.04, επεβλήθη δε ένα και μοναδικό πρόστιμο, όπως ρητά αναφέρει η ίδια η απόφαση των καθ΄ ων ημερ. 29.5.06, στη σελ. 9.  Επεξήγησε όμως στη συνέχεια ότι το πρόστιμο αυτό διαμοιραζόταν σε £1.500 για την παράβαση του άρθρου 29(1) του Νόμου και σε £1.500 για την παράβαση του Καν. 26(1).  Παρόλη τη φαινομενική επιβολή προστίμου για κάθε παράβαση, εν τούτοις, η θέση των καθ΄ ων ήταν σαφής ότι επέβαλε ένα συνολικό πρόστιμο για τη δεδομένη ημέρα.  Δεν επεβλήθη δηλαδή πρόστιμο για οποιαδήποτε άλλη ημέρα παράβασης.  Η επεξήγηση που δόθηκε δεν διαφοροποιεί το γεγονός της επιβολής του προστίμου για τη συγκεκριμένη ημέρα όπου διαπιστώθηκε η παράβαση (δέστε Πληροφοριακή Πολιτιστική Εταιρεία «ο Λόγος» ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, υπόθ. αρ. 1629/05, ημερ. 16.2.07 και Sigma Radio T.V. Public Limited v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, υπόθ. αρ. 630/07, ημερ. 9.4.08).

 

        Απορριπτέα είναι επίσης η θέση των αιτητών ότι υπήρξε καθυστέρηση στην κοινοποίηση της απόφασης ότι υπήρχαν παραβάσεις, κοινοποίηση που έγινε έξι μήνες μετά την έκδοση της, καθώς και καθυστέρηση στην κοινοποίηση της διοικητικής κύρωσης, η οποία έγινε επίσης έξι μήνες μετά την έκδοση της.  Παρά το εύλογο της αιτίασης αυτής, όπως αναφέρει και ο Χατζηχαμπής, Δ., στην προαναφερθείσα απόφαση αρ. 1310/07, ημερ. 14.5.09, ως προς την πρώτη καθυστέρηση, δεν γίνεται αντιληπτό πώς η καθυστέρηση αυτή επηρέασε είτε τη νομιμότητα της απόφασης, είτε ως προς το δεύτερο ζήτημα το δικαίωμα των αιτητών να ακουστούν σε κάθε διαδικασία και σε κάθε στάδιο της εξέτασης της υπόθεσης.  Δεν υπάρχει καμιά παραβίαση της αρχής της καλής πίστης, ως εισηγούνται οι αιτητές στην αγόρευση τους σελ. 33-34, ούτε γίνεται δεκτή η θέση ότι «ναρκοθετήθηκε» η λειτουργία των αιτητών εξαιτίας της καθυστέρησης ή ότι αυτή δημιούργησε δήθεν την «πεποίθηση» ότι οι καθ΄ ων δεν είχαν αποφασίσει εναντίον τους.

 

        Όσον αφορά τον ισχυρισμό περί παραβίασης των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης, του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος και του Άρθρου 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, αυτός κρίνεται ανυπόστατος.  Έχει κριθεί σε μεγάλο αριθμό αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι μια διοικητική αρχή δεν είναι Δικαστήριο και δεν τηρούνται οι ίδιες κατ΄ ανάγκη διαδικασίες.  Το θέμα κρίθηκε τελεσίδικα με την απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στη Sigma Radio TV Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2004) 3 Α.Α.Δ. 134, όπου αποφασίστηκε ότι η διαδικασία που ακολούθησαν οι καθ΄ ων δυνάμει των Νόμων και των Κανονισμών παρέχουν το εχέγγυο της αμερόληπτης κρίσης και της αμεροληψίας.  Το γεγονός ότι το επιβαλλόμενο πρόστιμο κατατίθεται στο ταμείο των καθ΄ ων δεν αποτελεί στοιχείο ασυμβίβαστο με την αμεροληψία, εφόσον δεν εμπλέκεται ιδιωτικό ή προσωπικό συμφέρον.  Οι καθ΄ ων ενεργούν ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου απρόσωπα.  Εν πάση περιπτώσει το γεγονός ότι οι αποφάσεις των καθ΄ ων υπόκεινται σε αναθεωρητικό έλεγχο  από το Ανώτατο Δικαστήριο, τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ΄ έφεση, θέτει τέρμα στον ισχυρισμό περί παραβίασης της φυσικής δικαιοσύνης.  Η δε εισήγηση ότι το αναθεωρητικό Δικαστήριο δεν εξετάζει θέματα ουσίας, ώστε να υπάρχει αδυναμία πλήρους δικαστικού ελέγχου, παραγνωρίζει ακριβώς τη φύση και την έννοια της διοικητικής διαδικασίας και της λήψης αποφάσεων από διοικητικά όργανα.  Διαφορετικά, η εξίσωση των διοικητικών Δικαστηρίων με αυτά της πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης, θα καθιστούσε αχρείαστα τα πρώτα.  Λανθασμένα επομένως οι αιτητές εγείρουν παρόμοια ζητήματα στην παρούσα προσφυγή τους χωρίς οποιοδήποτε διαφοροποιητικό στοιχείο.

 

        Τέλος, δεν ευσταθούν ούτε οι αιτιάσεις των αιτητών περί κακής άσκησης της διακριτικής εξουσίας των καθ΄ ων ή περί κατάχρησης εξουσίας.  Αυτές διατυπώθηκαν στις σελ. 38-39 της γραπτής αγόρευσης των αιτητών ως συναρτώμενες με τον καθορισμό των αξιολογικών εννοιών που περιέχονται στο Νόμο και τους Κανονισμούς και έχουν ήδη απαντηθεί προηγουμένως.  Ανυπόστατος, ως προς πλάνη περί τα πράγματα, είναι και η θέση ότι η διοικητική κύρωση επιβλήθηκε με λανθασμένη αναφορά σε προηγούμενες παρόμοιες παραβάσεις των αιτητών.  Το πόρισμα της ερευνούσας λειτουργού δίνει πλήρη στοιχεία περί των προηγούμενων παραβάσεων (ερ. 23-19 του Τεκμ. «Α»), οι δε καθ΄ ων αναφέρθηκαν στα ορθά γεγονότα στη σελ. 24 της απόφασης τους ημερ. 10.10.05 (ερ. 70) και στη σελ. 9 της απόφασης με την οποία επιβλήθηκε το πρόστιμο ημερ. 29.5.06 (ερ. 109).

 

        Ενόψει όλων των πιο πάνω, η προσφυγή απορρίπτεται με €1.500 έξοδα πλέον Φ.Π.Α. υπέρ των καθ΄ ων και εναντίον των αιτητών.

 

        Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

 

 

 

       

                                            Στ. Ναθαναήλ,

                                                      Δ.

 

 

 

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο