ΗΛΙΑΣ ΑΝΔΡΕΟΥ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΑΜΥΝΑΣ ΚΑΙ/Η ΑΡΧΗΓΟΥ ΕΘΝΙΚΗΣ ΦΡΟΥΡΑΣ, Υπόθεση Αρ. 46/2008, 23 Οκτωβρίου 2009

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                                   (Υπόθεση Αρ. 46/2008)

 

23 Οκτωβρίου, 2009

[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΗΛΙΑΣ ΑΝΔΡΕΟΥ,

                                                                                       Αιτητής,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΑΜΥΝΑΣ ΚΑΙ/Η ΑΡΧΗΓΟΥ ΕΘΝΙΚΗΣ ΦΡΟΥΡΑΣ

                                                                                       Καθ΄ ων η αίτηση.

- - - - - -

Α. Ευσταθίου, για τον Αιτητή.

Κ. Σταυρινός, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

- - - - - -

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.:  O αιτητής είναι αρχιλοχίας στην Εθνική Φρουρά και ανήκει στο Όπλο των Τεθωρακισμένων του Στρατού Ξηράς. Διορίστηκε στο στρατό της Δημοκρατίας ως Υπαξιωματικός από το 1991 και από τότε αποσπάστηκε για υπηρεσίας στην Εθνική Φρουρά.

 

Στις 12.12.07 λόγω πληροφοριών που υπήρχαν ότι ο αιτητής κατείχε απόρρητα έγγραφα της Εθνικής Φρουράς, η Αστυνομία, μετά από δικαστικό ένταλμα που εξασφάλισε, διενέργησε σε συνεργασία με την Εθνική Φρουρά, έρευνα στην οικία του στο Τσέρι, καθώς και στο γραφείο του στη Μονάδα που υπηρετούσε. Από την έρευνα ανευρέθηκαν διάφορα έγγραφα τα οποία, αφού εξετάστηκαν από αρμόδιο στρατιωτικό προσωπικό, κρίθηκε ότι τα κατείχε παράνομα και κατασχέθηκαν ως τεκμήρια από την Αστυνομία. Για την υπόθεση διενεργήθηκε στη συνέχεια ανάκριση από το Τμήμα Ανιχνεύσεως Εγκλημάτων του Αρχηγείου Αστυνομίας.

 

Ο Αρχηγός της Εθνικής Φρουράς, ασκώντας τις εξουσίες που του παρέχονται από το Κανονισμό 24(1) των Πειθαρχικών Κανονισμών της Εθνικής Φρουράς του  1964 έως 1979 (στο εξής «οι Κανονισμοί»), με απόφαση του ημερ. 17.12.07 έθεσε τον αιτητή σε διαθεσιμότητα από 18.12.07, μέχρι να ολοκληρωθεί η ανάκριση που διενεργούσε η Αστυνομία. Ο Υπουργός Αμυνας αποφάσισε στη συνέχεια στη βάση του Καν.24(2)(β) με διαταγή του ημερ. 9.1.08, όπως κατά την περίοδο διαθεσιμότητας του να καταβάλλεται στον αιτητή μηνιαίο επίδομα ίσο με τα δυο τρίτα του μισθού του. Στις 18.12.07 επεδόθη στον αιτητή η προσβαλλόμενη απόφαση διαθεσιμότητας του η οποία ήρθη από 15.01.08 επειδή κρίθηκε ότι η παρουσία του στη μονάδα που υπηρετούσε δεν μπορούσε να επηρεάσει τις περαιτέρω ανακριτικές διαδικασίες.

 

Σε αυτό το τελευταίο γεγονός βρίσκει έρεισμα η προδικαστική ένσταση που προβάλουν οι καθ’ ων η αίτηση περί έλλειψης ενεστώτος εννόμου συμφέροντος του αιτητή. Διατείνονται ότι εφόσον στο παρόν στάδιο κατά τη συζήτηση της προσφυγής , η διαθεσιμότητα του αιτητή έχει αρθεί, αυτός στερείται του εννόμου συμφέροντος να την προσβάλλει.

 

Ο αιτητής αντιτείνει ότι η διαθεσιμότητα ως μέτρο έχει στιγματίσει τον ατομικό του φάκελο και το βιβλιάριο του και φαίνεται ότι επηρέασε ως στοιχείο αναφοράς και κρίσης την ανέλιξη του, γι’ αυτό και υπέστη δυσμενείς  κρίσεις το 2008.

 

 Η διαθεσιμότητα του δεν ανακλήθηκε ώστε να εξαφανίζεται αναδρομικά, αλλά έπαυσε όταν εξέλιπε ο λόγος για τον οποίο επιβλήθηκε. Το θέμα που εδώ απασχολεί επιλύεται στη νομολογία. Για να θεωρηθεί ότι το έννομο συμφέρον του αιτητή εξακολουθεί και μετά την ανάκληση ή τη λήξη της επίδικης πράξης πρέπει ο τελευταίος να πιθανολογήσει ζημία, η οποία μπορεί να δημιουργήσει απαίτηση δυνάμει του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος. (Ιωσηφίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 490).

 

Στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959 στις σελίδες 242 και 243 αναφέρονται τα εξής:-

 

«δδ΄. Πράξεις περιωρισμένης χρονικής ισχύος. Διοικητική πράξις, ισχύουσα εφ΄ ωρισμένον χρονικόν διάστημα, παραδεκτώς προσβάλλεται δι΄ αιτήσεως ακυρώσεως και μετά την παρέλευσιν του χρονικού διαστήματος καθ΄ ον ίσχυσεν, εφ΄ όσον κατέλιπε διοικητικής φύσεως συνεπείας, ων την άρσιν διώκει η αίτησις. Εφ΄ όσον όμως η προσβαλλόμενη πράξις δεν ίσχυεν πλέον κατά τον χρόνον της καταθέσεως της αιτήσεως ακυρώσεως, ουδέ διετήρησε διοικητικής φύσεως αποτελέσματα έναντι του αιτούντος, δεν προσβάλλεται παραδεκτώς και η αίτησις στερείται αντικειμένου. Η πλέον πρόσφατος όμως νομολογία προσανατολίζεται προς την άποψιν, ότι εφ΄ όσον η προσβαλλομένη πράξις εφηρμόσθη και παρήγαγεν αποτέλεσμα καθ΄ ον χρόνον ίσχυσεν, παραδεκτώς προσβάλλεται δι΄ αιτήσεως ακυρώσεως, έστω και αν κατά την συζήτησιν έχη λήξει η ισχύς ταύτης, εφ΄ όσον δεν ήρθησαν τα κατά τον χρόνον της ισχύος της παραχθέντα έννομα αποτελέσματα.»

 

 

 

 

Είναι επίσης πρόδηλο ότι, στην προκείμενη περίπτωση ο αιτητής έχει πιθανολογήσει και καταστήσει πιθανό το ενδεχόμενο να υποστεί ζημία από την επίδικη απόφαση, τέτοια η οποία θα μπορούσε να αποκατασταθεί με εύλογη αποζημίωση ή άλλη θεραπεία δυνάμει του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος.  Και τούτο διότι η ζημία την οποία ισχυρίζεται ότι υπέστη (εμπόδιο στην ανέλιξη, δυσμενής κρίση) εξ αιτίας της επίδικης απόφασης  δεν είναι μόνο ηθική αλλά και υλική. Επίσης έχει κατάλοιπο ζημιάς διότι κατά την διάρκεια της διαθεσιμότητας αυτός εισέπραττε τα δυο τρίτα του μισθού του και όχι ολόκληρο.

 

Ο αιτητής διατείνεται ότι υπήρξε ουσιώδης πλάνη στη λήψη της απόφασης και έλλειψη αιτιολογίας, αφού η απόφαση που κοινοποιήθηκε δεν αναφέρει για ποιο αδίκημα διενεργούντο οι αστυνομικές ανακρίσεις. Επίσης ότι το μόνο αδίκημα στο οποίο ενέχετο ήταν αυτό της κατασκοπείας για το οποίο του ασκήθηκε ποινική δίωξη και υπόκειτο σε ποινική ανάκριση, χωρίς όμως αυτό να αποτελεί και πειθαρχικό παράπτωμα. Συνεπώς αφού ο αιτητής δεν υπόκειτο σε πειθαρχική δίωξη για παράπτωμα που προνοείτο στους Κανονισμούς, δεν μπορούσε να τεθεί σε διαθεσιμότητα κατ’ επίκληση του Καν. 24(1).

 

Θα συμφωνήσω με τους ισχυρισμούς του αιτητή. Ο Καν. 24(1) προνοεί:

«Τη εντολή του Υπουργού η ιδία πρωτοβουλία ο Διοικητής της Δυνάμεως δύναται να θέση μέλος τι εν διαθεσιμότητι εκ των καθηκόντων του καθ΄ οιονδήποτε χρόνον εκκρεμούσης της ανακρίσεως δια παράπτωμα δυνάμει των παρόντων Κανονισμών.»

 

 

Πειθαρχικά παραπτώματα είναι τα οριζόμενα στον Καν.3:

 

«3. Παν μέλος διαπράττει πειθαρχικόν παράπτωμα (εν τοις εφεξής αναφερόμενον εν τοις παρούσι Κανονισμοις ως «παράπτωμα») εάν διαπράξη αδίκημά τι εναντίον του Νόμου ή των παρόντων Κανονισμών ή οιουδήποτε άλλου εκάστοτε ισχύοντος Νόμου ή οιονδήποτε των παραπτωμάτων άτινα εκτίθενται εν τω Πρώτω Πίνακι των παρόντων Κανονισμών (εν τοις εφεξής αναφερομένω ως «Πειθαρχικός Κώδιξ»).»

 

 

 

Δεν τέθηκε τίποτα ενώπιον του Δικαστηρίου που να αποδεικνύει ότι ο αιτητής διώκετο για οποιοδήποτε πειθαρχικό αδίκημα. Ούτε το περιεχόμενο της ίδιας της απόφασης του Αρχηγού (παρ. 1 στην ένσταση) αποκαλύπτει οποιοδήποτε πειθαρχικό αδίκημα, αλλά αναφέρει ως λόγο την αστυνομική ανάκριση. Την παραθέτω αυτούσια:

 

«Ασκώντας τις εξουσίες που παρέχονται από τις διατάξεις της παραγράφου (1) του κανονισμού 24 του σχετικού και αφού έλαβα υπόψη τη φύση και τη σοβαρότητα των αδικημάτων, που πιθανόν να διαπράξατε, καθώς και το ενδεχόμενο επηρεασμού της ομαλής διεξαγωγής της ανάκρισης που διενεργείται από την Αστυνομία Κύπρου,

 

σ α ς    θ έ τ ω

 

σε διαθεσιμότητα από 18 Δεκ2007 μέχρι πέρατος της ανάκρισης που διενεργείται.»

 

Επίσης στον πρώτο πίνακα (Καν.3) όπου απαριθμούνται τα πειθαρχικά παραπτώματα στην παράγραφο 17 μεταξύ άλλων προβλέπεται και η «Καταδίκη διά ποινικόν τι αδίκημα ατιμωτικής φύσεως ή ηθικής αισχρότητος, ήτοι εάν μέλος ευρεθή υπό τινος δικαστηρίου ένοχος ποινικού αδικήματος ατιμωτικής φύσεως ή ηθικής αισχρότητος.». Ο αιτητής παρόλα αυτά ενέχετο και αργότερα διώχθηκε ποινικά για το αδίκημα της κατασκοπείας χωρίς όμως να έχει ποτέ καταδικαστεί. Συνεπώς ούτε σε αυτή τη βάση θα μπορούσε να στηριχθεί η διαθεσιμότητα του βάσει του Καν. 24.

 

 Στοιχειοθετείται  λοιπόν πλάνη, εφόσον η ανάκριση που εκκρεμούσε δεν αφορούσε σε παράπτωμα δυνάμει των Κανονισμών, ούτε εκκρεμούσε πειθαρχική δίωξη για τον αιτητή ώστε να τεθεί σε διαθεσιμότητα.

 

Η προσφυγή επιτυγχάνει. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Επιδικάζονται €1200 έξοδα πλέον ΦΠΑ.

 

 

                                                                         Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.

ΣΦ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο