UMER ABDUL SATTER ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ/Ή ΜΕΣΩ ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ κ.α, Υπόθεση Αρ. 1320/2009, 3 Νοεμβρίου 2009

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπóθεση Αρ. 1320/2009)

 

 

3 Νοεμβρίου, 2009

 

[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

UMER ABDUL SATTER,

 

Αιτητής,

 

ν. 

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΚΑΙ/Ή ΜΕΣΩ

1.    ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ

ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,

                            2.  ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ,

 

Καθ’ων η αίτηση.

 

 

Εξ πάρτε αίτηση ημερομηνίας 23/9/2009

 

Γ. Γιωργαλλής, για τον Αιτητή.

 

Λ. Ζαννέτου, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ’ων η αίτηση.

 

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Ο αιτητής κατάγεται από το Πακιστάν και είναι κάτοχος άδειας παραμονής στη Κυπριακή Δημοκρατία κατηγορίας «φοιτητή» η οποία λήγει στις 15/2/2010.

 

Στις 18/9/2009 εκδόθηκαν εναντίον του αιτητή διατάγματα κράτησης και απέλασης, έκτοτε δε τελεί υπό κράτηση. Με στόχο την ακύρωση των εν λόγω διαταγμάτων ο αιτητής, στις 23/9/2009, καταχώρισε την πιο πάνω προσφυγή. Την ίδια μέρα και στα πλαίσια της εν λόγω προσφυγής καταχώρισε μονομερή, όπως ήταν αρχικά, αίτηση, την αίτηση αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας, με την οποία επιδιώκει την προσωρινή αναστολή εκτέλεσης των εναντίον του εκδοθέντων διαταγμάτων. Με οδηγίες του Δικαστηρίου η εν λόγω αίτηση επεδόθηκε στην άλλη πλευρά. Η άλλη πλευρά, η πλευρά της Δημοκρατίας, καταχώρισε ένσταση και η αίτηση ακούστηκε ως αίτηση δια κλήσεως.

 

Το νομικό υπόβαθρο της αίτησης συνιστούν, σύμφωνα με την αίτηση, οι Διαδικαστικοί Θεσμοί του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, Δ.13, 17,18 και 19, οι Γενικές Εξουσίες του Δικαστηρίου και η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Το πραγματικό υπόβαθρο της αίτησης περιλαμβάνεται, σύμφωνα πάντα με την αίτηση, σε ένορκη δήλωση ημερομηνίας 23/9/2009, που επισυνάπτεται στην αίτηση και στην οποία η αίτηση αναφέρεται σαν ένορκη δήλωση του αιτητή.

 

Στην ένσταση της η καθ’ης η αίτηση χαρακτηρίζει την αίτηση παράτυπη και αντικανονική γιατί δεν εδράζεται, όπως υποστηρίζει, επί του ορθού νομικού υπόβαθρου και ως τέτοιας ζητά την απόρριψή της. Η καθ’ης η αίτηση ζητά την απόρριψη της αίτησης και γιατί η αίτηση στερείται, όπως επίσης υποστηρίζει, πραγματικού υπόβαθρου καθότι η ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση και η οποία αποδίδεται στον αιτητή, δεν έγινε σε γλώσσα κατανοητή από τον αιτητή και συνεπώς δεν έγινε με το νενομισμένο τρόπο. Και οι δύο εν λόγω ενστάσεις εγείρονται από την καθ’ης η αίτηση με τη μορφή προδικαστικών ενστάσεων. Με εισήγηση των δύο πλευρών, και οι δύο ενστάσεις εξετάστηκαν από το Δικαστήριο προδικαστικά.

 

Η αίτηση δεν εδράζεται επί του ορθού νομικού υπόβαθρου

Το πλαίσιο εντός του οποίου το Δικαστήριο θα εξετάσει το διαθέσιμο υλικό για να αποφανθεί κατά πόσο ικανοποιούνται ή όχι οι προϋποθέσεις έκδοσης του αιτούμενου διατάγματος, στην υπό κρίση περίπτωση κατά πόσο οι επίμαχες πράξεις μολύνονται από «έκδηλη παρανομία», οριοθετείται, σύμφωνα με την κα Ζαννέτου, από το ουσιαστικό δίκαιο και συγκεκριμένα από τις πρόνοιες των άρθρων 6(1)(ζ) και 14 του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, Κεφ. 105, όπως αυτό τροποποιήθηκε, δυνάμει των οποίων εκδόθηκαν τα διατάγματα των οποίων την αναστολή ο αιτητής επιδιώκει με την παρούσα ενδιάμεση αίτησή του. Επομένως η παράλειψη του αιτητή να περιλάβει στο νομικό υπόβαθρο της αίτησης τα εν λόγω άρθρα, δεν αφήνει, σύμφωνα με την κα Ζαννέτου, στο Δικαστήριο επιλογή άλλη από την απόρριψη της αίτησης σ’ αυτό το στάδιο. Τις ίδιες επιπτώσεις συνεπάγεται, σύμφωνα πάντα με την κα Ζαννέτου, και η παράλειψη αναφοράς στο νομικό υπόβαθρο της αίτησης της Δ.48, κ. 1 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών.

 

Την αντίθετη άποψη υποστήριξε ο κ. Γιωργαλλής. Ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή υποστήριξε ότι, εφόσον από την ίδια την αίτηση όπως και από την ένορκη δήλωση του αιτητή που την συνοδεύει, προκύπτει ότι ο πραγματικός στόχος της αίτησης δεν είναι άλλος από την ακύρωση των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης του αιτητή, η παράλειψη αναφοράς στο νομικό υπόβαθρο της αίτησης στα άρθρα 6(1)(ζ) και 14 του Νόμου, με βάση τις πρόνοιες των οποίων εκδόθηκαν τα επίμαχα διατάγματα, αποτελεί στην ουσία απλή παρατυπία η οποία μπορεί να θεραπευθεί στα πλαίσια της Δ.64.  Παρόμοια θέση ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή υιοθέτησε και αναφορικά με την παράλειψη αναφοράς στο νομικό υπόβαθρο της αίτησης της Δ.48,             κ. 1.

 

Στις περιπτώσεις ενδιάμεσων αιτήσεων η αναφορά στο άρθρο και στους θεσμούς που στοιχειοθετούν το νομικό υπόβαθρο της αίτησης, συνιστά όρο απαράβατο για την εγκυρότητα του δικονομικού πλαισίου της αίτησης. Σχετική παράλειψη καθιστά την αίτηση άκυρη, εκτός και αν η παράλειψη αφορά παρατυπία η οποία αποτελείται από παράλειψη συμμόρφωσης με τους θεσμούς, οπόταν η αίτηση μπορεί να διασωθεί κατ’ εφαρμογή των προνοιών της Δ.64. Αν όμως η παράλειψη είναι θεμελιώδης, τότε δεν χωρεί διορθωτική παρέμβαση του Δικαστηρίου. (Βλ. Wunderlich και άλλων ν. Παναγιώτου (1999) 1 Α.Α.Δ. 366 και στις εκεί αυθεντίες που η απόφαση του Εφετείου παραπέμπει).

 

Στην κρινόμενη περίπτωση πρόκειται για παράληψη αναφοράς στο νομικό υπόβαθρο της αίτησης, πρώτον της Δ.48, κ. 1 και δεύτερον των άρθρων 6(1)(ζ) και 14 του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, Κεφ. 105, όπως ο εν λόγω Νόμος μεταγενέστερα τροποποιήθηκε. Αναφορικά με την παράλειψη αναφοράς στη Δ.48, κ. 1, περιορίζομαι στη διαπίστωση ότι δεν πρόκειται για ουσιώδη ή θεμελιώδη παράλειψη, αλλά για παρατυπία η οποία είναι θεραπεύσιμη δυνάμει των προνοιών της Δ.64. Είναι αρκετό να υπενθυμίσω ότι εκείνο που οι πρόνοιες του συγκεκριμένου κανονισμού  περιέχουν είναι το θεσμικό πλαίσιο της αίτησης.

 

Αναφορικά με τη δεύτερη παράλειψη του αιτητή παρατηρώ τα εξής: Το δικονομικό πλαίσιο για την παροχή προσωρινής προστασίας σε υποθέσεις διοικητικής φύσης, προσφέρεται από τις πρόνοιες του Κ. 13 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962. Η παροχή τέτοιας εξουσίας τελεί κάτω από προϋποθέσεις τις οποίες έθεσε η νομολογία. Αυτές είναι δύο, δεν είναι όμως απαραίτητο να συντρέχουν. Ικανοποίηση οποιασδήποτε από αυτές είναι αρκετή για να ενεργοποιήσει θετικά για τον αιτητή τη συγκεκριμένη εξουσία του Δικαστηρίου. Μια από τις εν λόγω προϋποθέσεις, η οποία να σημειωθεί είναι και αυτή που έχει προωθηθεί στην υπό κρίση περίπτωση, είναι «η έκδηλη παρανομία της πράξης». Τόσο το άρθρο 6(1)(ζ) όσο και το άρθρο 14 του Νόμου οριοθετούν το πλαίσιο εντός του οποίου το αρμόδιο διοικητικό όργανο έχει στη συγκεκριμένη περίπτωση ενεργήσει. Επομένως, το κατά πόσο οι προσβαλλόμενες πράξεις μολύνονται ή όχι από έκδηλη παρανομία, θα κριθεί μεν στη βάση του διαθέσιμου υλικού με αναφορά όμως στις πρόνοιες των συγκεκριμένων άρθρων, οι οποίες υπενθυμίζω είναι οι πρόνοιες δυνάμει των οποίων εκδόθηκαν τα επίμαχα διατάγματα. Η παράλειψη του αιτητή να περιλάβει τα συγκεκριμένα άρθρα στο νομικό υπόβαθρο της αίτησής του σφραγίζει κατά τη γνώμη μου τη μοίρα της αίτησης σ’ αυτό το στάδιο. Η συγκεκριμένη παράλειψη δεν αφορά θέμα θεσμών ώστε παρέκκλιση από αυτούς να μπορούσε ενδεχομένως να θεραπευθεί με εφαρμογή της Δ.64, αλλά θέμα Νόμου. Κατά συνέπεια η συγκεκριμένη παράλειψη δεν μπορεί να θεραπευθεί δυνάμει της Δ.64, οι πρόνοιες της οποίας, υπενθυμίζω αφορούν μόνο δικονομικές παρεκκλίσεις.

 

Η αίτηση στερείται πραγματικού υπόβαθρου

Προτού ασχοληθώ με την ουσία της συγκεκριμένης πτυχής της ένστασης, κρίνω σκόπιμο να επισημάνω πως, εκτός από τη συνταγμένη στα αγγλικά ένορκη δήλωση του αιτητή που σύμφωνα με την αίτηση, περιέχει τα γεγονότα επί των οποίων αυτή εδράζεται, στην παρούσα αίτηση επισυνάπτεται ανυπόγραφο έγγραφο συνταγμένο στα ελληνικά με επικεφαλίδα «Ένορκος Δήλωση», όπως και ένορκη δήλωση του ασκούμενου δικηγόρου                    κ. Ν. Συλλούρη. Στο περιεχόμενο των δύο τελευταίων εγγράφων θα αναφερθώ πιο κάτω. Στο παρόν στάδιο περιορίζομαι να σημειώσω πως, ενώ στην άλλη πλευρά επιδόθηκε αντίγραφο της αίτησης και του ανυπόγραφου εγγράφου με επικεφαλίδα «΄Ενορκος Δήλωση», δεν επιδόθηκε η συνταγμένη στα αγγλικά ένορκη δήλωση του αιτητή, όπως και η ένορκη δήλωση του δικηγόρου κ. Συλλούρη.

 

Η διαδικασία που πρέπει να ακολουθείται σε σχέση με τη γλώσσα στην οποία είναι συνταγμένη ένορκη δήλωση, σκιαγραφείται στο σύγγραμμα Halsburys Laws of England, 4η Έκδοση, Τόμος 17, παραγράφους 314 και 321, στο οποίο αναφέρεται με επιδοκιμασία ο Δικαστής Νικολαϊδης στην απόφαση του στην Αίτηση Habeas Corpus Αναφορικά με την Αίτηση του Saab Abbas Nazar (2003) 1(Β) Α.Α.Δ. 772. Από τις εν λόγω παραγράφους προκύπτουν με ασφάλεια τα εξής τα οποία να σημειωθεί επισημαίνονται από το Δικαστή Νικολαϊδη στην απόφαση του:

 

“Η ένορκη δήλωση συνιστά μαρτυρία και συνεπώς θα πρέπει να είναι συνταγμένη σε γλώσσα κατανοητή στον ενόρκως δηλούντα. Η ένορκη δήλωση θα έπρεπε να γίνεται στη γλώσσα του και να συνοδεύεται με μετάφρασή της, καθώς και από ένορκη δήλωση του μεταφραστή που να βεβαιώνει τη μετάφραση και να ενσωματώνει ως τεκμήριο, τόσο την πρωτότυπη ένορκη δήλωση, όσο και τη μετάφρασή της (Halsburys Laws of England, 4η έκδοση, Τόμος 17, παραγρ. 321). Ενόρκως δηλών που δεν γνωρίζει την ελληνική, μπορεί να υπογράψει ένορκη δήλωση στα ελληνικά, νοουμένου ότι τόσο η ίδια η ένορκη δήλωση, όσο και ο όρκος έχουν προηγουμένως μεταφραστεί σ’ αυτόν από μεταφραστή, ο οποίος επίσης ορκίζεται ως προς τη μετάφραση (Halsburys Laws of England, ανωτέρω, παραγρ. 314).

 

…………………………………………………………………..

 

     Την πεποίθησή μου ότι δεν είναι ανεκτή ένορκη δήλωση σε γλώσσα μη καταληπτή στο δηλούντα, ενισχύει και η σκέψη ότι ο ενόρκως δηλών, στην περίπτωση που η ένορκή του δήλωση δεν είναι αληθής, μπορεί να αποφύγει τις συνέπειες της ψευδορκίας του, ισχυριζόμενος ότι το περιεχόμενο της δήλωσής του δεν αποδόθηκε σωστά. Με τον ίδιο τρόπο αποφεύγονται και οι συνέπειες της έλλειψης ακρίβειας της μετάφρασης από το μεταφραστή, όταν αυτός δεν βεβαιώνει ενόρκως την ακρίβεια της μετάφρασής του.”

 

 

Στη συγκεκριμένη περίπτωση ο αιτητής είναι Πακιστανός. Στην ένορκη δήλωση του δικηγόρου κ. Ν. Συλλούρη, η οποία επισυνάπτεται στην αίτηση, ο εν λόγω δικηγόρος αφού διευκρινίζει ότι σπούδασε νομικά σε πανεπιστήμιο της Αγγλίας και είναι άριστος γνώστης της αγγλικής γλώσσας, αναφέρει και τα εξής:

 

“Έχω μεταφράσει πιστά στον Umer Abdul Sattar το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης του από την ελληνική στην αγγλική γλώσσα.”

 

 

Η πιστή μετάφραση της ένορκης δήλωσης του αιτητή που προφανώς εννοεί ο κ. Συλλούρης είναι το ελληνικό κείμενο που περιέχεται στο χωρίς υπογραφή έγγραφο με τίτλο «΄Ενορκος Δήλωση». Και εύλογα διερωτάται ένας: Αν η γλώσσα που ο αιτητής κατανοούσε ήταν η αγγλική, τότε γιατί κρίθηκε αναγκαίο να του μεταφραστεί από τον κ. Συλλούρη το αγγλικό κείμενο της ένορκης δήλωσης του στην ελληνική γλώσσα; Αν πάλι η γλώσσα που ο αιτητής κατανοούσε ήταν η ελληνική, τότε γιατί η ένορκη δήλωση του δεν συντάχθηκε στα ελληνικά; Επίσης, ενώ στην ένορκη δήλωση του αιτητή, η συνταγμένη στα αγγλικά βεβαίωση του Πρωτοκολλητή (Jurat), φέρει τον αιτητή να ορκίζεται και να υπογράφει στο χώρο κράτησης του στις Κεντρικές Φυλακές, στο συνταγμένο στα ελληνικά κείμενο, η σχετική βεβαίωση του Πρωτοκολλητή (Jurat) φέρει τον αιτητή να ορκίζεται και να υπογράφει στο Ανώτατο Δικαστήριο. Μετάφραση κάθε άλλο παρά πιστή.

 

Ανεξάρτητα όμως από τα πιο πάνω παρατηρώ και τα εξής, τα οποία θα πρέπει να πω δεν έχουν απασχολήσει τις δύο πλευρές, έχουν όμως περιπέσει στην αντίληψη του Δικαστηρίου στο στάδιο ετοιμασίας της παρούσας απόφασης. Από τη συνταγμένη στα αγγλικά ένορκη δήλωση του αιτητή, η οποία υπενθυμίζω περιέχει, σύμφωνα με την αίτηση, το πραγματικό υπόβαθρο της αίτησης, απουσιάζει τόσο ο τίτλος όσο και ο αριθμός της υπόθεσης. Επίσης, σαν Δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία να εκδικάσει την παρούσα αίτηση, αντί να αναγράφεται το Ανώτατο Δικαστήριο στη δικαιοδοσία του οποίου εμπίπτει η εκδίκαση της παρούσας αίτησης, αναγράφεται και αναφέρεται το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας. Συγκεκριμένα η εικόνα που παρουσιάζει η εν λόγω ένορκη δήλωση πριν την παράθεση του κειμένου της, είναι η εξής: 

 

“IN THE DISTRICT COURT OF NICOSIA

 

AFFIDAVIT

 

 I, UMER ABDUL SATTAR from Pakistan swear and I say:

 ...................................................................................”

 

 

Η αναγραφή του ορθού τίτλου στα δικόγραφα και σε όλα τα έγγραφα της υπόθεσης συνιστά επιτακτική ανάγκη γιατί με τον τίτλο καθορίζεται το πλαίσιο της υπόθεσης και προσδιορίζονται οι αντίδικοι. Ένας θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση, το πλαίσιο της υπόθεσης και ο προσδιορισμός των αντιδίκων, όπως και το Δικαστήριο στην αρμοδιότητα του οποίου εμπίπτει η εκδίκαση της αίτησης, προσδιορίζονται με την αναγραφή του ορθού τίτλου τόσο στην προσφυγή όσο και στο σώμα της παρούσας ενδιάμεσης αίτησης και συνεπώς η παράλειψη αναγραφής του ορθού τίτλου και στην ένορκη δήλωση του αιτητή, συνιστά απλή παρατυπία, η οποία μπορεί να θεραπευθεί με προσφυγή στις πρόνοιες της Δ.64. Έστω και αν δεχθούμε για χάρη συζήτησης ότι έτσι έχουν τα πράγματα, δηλαδή ότι η παράλειψη αναγραφής του ορθού τίτλου στην ένορκη δήλωση που περιέχει το πραγματικό υπόβαθρο της αίτησης, συνιστά απλή παρατυπία, πράγμα για το οποίο δεν αποφαίνομαι οριστικά και τελεσίδικα, το ερώτημα που προβάλλει, έντονα μάλιστα, είναι το εξής. Έχει στην υπό κρίση περίπτωση θεραπευθεί η συγκεκριμένη παρατυπία έτσι ώστε αυτή να παύσει να αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα στην έγκριση της αίτησης; Η απάντηση βέβαια δεν μπορεί υπό τις περιστάσεις παρά να είναι αρνητική. Επομένως, δοθέντος ότι η παρατυπία δεν έχει αρθεί και παράλληλα αυτή δεν μπορεί να παρακαμφθεί, η αίτηση δεν μπορεί να επιτύχει. (Βλ. Μαίρη Α. Αθανασιάδη ν. Ηρώς Αλεξάνδρου (1991) 1 Α.Α.Δ. 945, Wunderlich (πιο πάνω)).

 

 

 

 

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η αίτηση απορρίπτεται σ’ αυτό το προδικαστικό στάδιο. Τα έξοδα της αίτησης, €200, επιδικάζονται υπέρ των καθ’ων η αίτηση, θα καταβληθούν όμως μετά το πέρας της προσφυγής.

 

 

 

 

 

 

 

                                                                   Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ,

 Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΔΓ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο