VALENTINA STOEVA ν. KYΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Υποθ. αρ.1405/2009, 10 Noεμβρίου, 2009

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                          (Υποθ. αρ.1405/2009)

 

10 Noεμβρίου, 2009

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στης]

 

Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος

 

VALENTINA STOEVA

                                                            Αιτήτρια,

-και -

KYΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, μέσω

1.                     Γενικού Διευθυντή Υπουργείου Εσωτερικών, και

2.                    Υπουργού Εσωτερικών

                                                                   Καθ΄ων η αίτηση.

------------------------

Ν.Χαραλαμπίδου (κα.), για την Αιτήτρια.

Ι.Δημητρίου, (κα.)– δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ων η αίτηση

-----------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

x-tempore)

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.:    Με την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια αμφισβητεί την ορθότητα της απόφασης των καθ΄ων η αίτηση με την οποία είχε διαταχθεί η κράτηση και απέλαση της στη Βουλγαρία.  Ταυτοχρόνως με την καταχώριση της παρούσας προσφυγής καταχωρήθηκε και μονομερής αίτηση με την οποία επιδιώκεται η έκδοση διατάγματος τερματισμού της κράτησης και αναστολής της διαδικασίας απέλασης. 

 

Κατά το στάδιο της πρώτης εμφάνισης δόθηκαν από το Δικαστήριο οδηγίες για επίδοση της αίτησης στη Δημοκρατία.  Η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση και σήμερα μετά από αίτημα της αιτήτριας καταχωρήθηκε και η γραπτή της αγόρευση. 

 

Μετά από αίτημα της Δημοκρατίας και τη σύμφωνη γνώμη της αιτήτριας προχώρησε η εκδίκαση σ΄αυτό το στάδιο δύο προδικαστικών ενστάσεων που προβάλλονται από τη Δημοκρατία, ήτοι:

 

(α)  Η ανυπαρξία νομικού υποβάθρου.  Η ευπαίδευτη συνήγορος της Δημοκρατίας υποστήριξε ότι στη δικαιοδοτική βάση επί της οποίας στηρίζεται η αίτηση δεν υπάρχει ο Καν.13 των Διαδικαστικών Κανονισμών του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962.  Η αναφορά σ΄αυτό το συγκεκριμένο Κανονισμό είναι απαραίτητη γιατί σ΄αυτό στηρίζεται η δυνατότητα προώθησης μιας αιτήσεως της φύσης που είναι προς εκδίκαση σήμερα.  Και

 

(β)  η αίτηση στερείται πραγματικού υποβάθρου γιατί, όπως υποστήριξε η συνήγορος της Δημοκρατίας, ο τρόπος καταχώρισης της ενόρκου δηλώσεως πάσχει σε βαθμό που οδηγεί σε ακυρότητα.  Εξηγώντας τη θέση της η συνήγορος ξεκαθάρισε ότι η ένορκη δήλωση έπρεπε να γίνει στη μητρική γλώσσα της αιτήτριας και να υπάρχει μετάφραση.  Κάτι τέτοιο δεν έγινε.  Υπάρχει μόνο μια ένορκη δήλωση στην ελληνική γλώσσα που όπως παραδέχεται η ιδία η αιτήτρια, δεν γνωρίζει την ελληνική, και μια δήλωση ότι της μεταφράστηκε το κείμενο στη βουλγάρικη γλώσσα. 

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος της αιτήτριας ισχυρίστηκε ότι η απουσία αναφοράς στο Καν.13 οφείλεται σε τυπικό λάθος και υπέβαλε προς τούτο αίτημα, αν υπήρχε η συγκατάθεση της άλλης πλευράς, κάτι το οποίο δεν έγινε αποδεκτό από τη Δημοκρατία. 

 

Ως προς τη δεύτερη προδικαστική ένσταση, η συνήγορος της αιτήτριας υποστήριξε ότι η ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση είναι νομότυπη αφού  υπάρχει η βεβαίωση της μεταφράστριας ότι το περιεχόμενο της ενόρκου δηλώσεως μεταφράστηκε στη βουλγάρικη γλώσσα στην παρουσία της πρωτοκολλητού.  Υπάρχει, πρόσθεσε η κα.Χαραλαμπίδου, η υπογραφή της πρωτοκολλητού, όπως επίσης και της μεταφράστριας.

 

Όπως έχει καθιερωθεί από τη νομολογία και αναφέρομαι στις υποθέσεις  Wunderlich κ.α. ν. Παναγιώτου, (1999) 1 Α.Α.Δ. 366 και Χριστοφόρου ν. Οικ.Επιχ. Λ. Ιορδάνους Λτδ (2001) 1 Α.Α.Δ. 743, σε  ενδιάμεσες αιτήσεις, όπως την παρούσα, είναι όρος απαράβατος για την εγκυρότητα του δικονομικού μέτρου η αναφορά στο άρθρο ή άρθρα και στο θεσμό ή θεσμούς που στοιχειοθετούν το νομικό υπόβαθρο της αιτήσεως.  Η νομολογία αυτή έτυχε εξέτασης σε σχέση με ενδιάμεσες αιτήσεις βασιζόμενες στη Δ.48 θ.1 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών.  Ισχύει κατ΄αναλογίαν και σε περιπτώσεις διαδικασιών ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου με βάση το Διαδικαστικό Κανονισμό του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 και ιδιαιτέρως στον Καν.18 όπου τονίζεται ότι ισχύουν κατ΄αναλογίαν σε περίπτωση που δεν προβλέπεται ρητώς στον παρόντα κανονισμό οι περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικοί Κανονισμοί.   Επίσης σχετική είναι και η πρόσφατη απόφαση του Πασχαλίδη, Δ., στην υπόθεση αρ. 1320/2009 Umer Abdul Satter ν. Δημοκρατίας, ημερ. 3.11.2009.

 

Είναι κοινώς αποδεχτό ότι ο συγκεκριμένος Διαδικαστικός Κανονισμός και αναφέρομαι ιδιαίτερα στον Κανονισμό 13 δεν υπάρχει στο νομικό υπόβαθρο στήριξης της αίτησης.  Η αναφορά σ΄αυτόν είναι απαραίτητη αφού αποτελεί τον κατ΄εξοχήν Διαδικαστικό Κανονισμό ο οποίος επιτρέπει την καταχώριση και προώθηση αιτήσεως για έκδοση προσωρινού διατάγματος όπως στην παρούσα περίπτωση.  Συνακόλουθα, η ανυπαρξία αυτή οδηγεί σε ακυρότητα. 

 

Η δεύτερη προδικαστική ένσταση που προβλήθηκε από πλευράς των καθ΄ων η αίτηση έχει σχέση με την ορθότητα της ενόρκου δηλώσεως η οποία υποστηρίζει την αίτηση.  Η ύπαρξη του πραγματικού υποβάθρου είναι ένα άλλο βασικό προαπαιτούμενο για την προώθηση της αίτησης. 

 

Σύμφωνα με τον περί Επισήμων Γλωσσών της Δημοκρατίας Νόμο του 1988 Ν.67/88 η διαδικασία ενώπιον των Δικαστηρίων γίνεται στην ελληνική γλώσσα.  Σύμφωνα με το άρθρο 5 του Νόμου, όπως τροποποιήθηκε με το Ν.154/90:

 

«σε οποιαδήποτε δικαστική διαδικασία γίνεται αποδεκτό ως αποδεικτικό μέσο και έγγραφο συνταγμένο σε οποιαδήποτε ξένη γλώσσα».  (Atkinson v. Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως (2006)1(Β) Α.Α.Δ. 1371). 

 

Οι θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας δεν έχουν σχετική πρόνοια για την αντίκριση περιπτώσεων αναγκαιότητας παροχής ένορκης δήλωσης σε ξένη γλώσσα.  Καταφεύγουμε για το σκοπό στην αγγλική πρακτική και ιδιαίτερα στους παλιούς αγγλικούς θεσμούς στο Annual Practice 1995 σελ.683 που περιγράφει την αναγκαία διαδικασία.  Αυτή περιλαμβάνει την κατάθεση ουσιαστικά τριών ενόρκων δηλώσεων.  Αρχικά την ένορκη δήλωση στη γλώσσα του δηλούντα, στη συνέχεια επισύναψη μετάφρασης της ενόρκου δηλώσεως και τέλος μια ένορκη δήλωση του μεταφραστή.  Η διαδικασία αυτή επιβεβαιώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο ως ορθή και αναγκαία να εφαρμόζεται σε περιπτώσεις αντιμετώπισης ενόρκων δηλώσεων από άτομα που δεν γνωρίζουν την ελληνική γλώσσα, και αναφέρομαι στην υπόθεση Φωτίου κ.α. (2003)1(Β) Α.Α.Δ. 782

 

Στην προκείμενη περίπτωση η ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση είναι συνταγμένη στην ελληνική γλώσσα.  Είναι υπογραμμένη από την αιτήτρια. Υπάρχει πιστοποίηση της  υπογραφής της από την πρωτοκολλητή.  Ταυτοχρόνως υπάρχει χειρόγραφη σημείωση ότι η ένορκη δήλωση έχει μεταφραστεί από κάποια Dani Προκοπίου στη βουλγαρική γλώσσα.  Αυτό υποστήριξε η συνήγορος της αιτήτριας είναι αρκετό, γιατί καταδεικνύει ότι η ένορκη δήλωση μεταφράστηκε στην αιτήτρια στη μητρική της γλώσσα, και μετά απ΄αυτό υπέγραψε τη σχετική ένορκη δήλωση και έθεσε και η πρωτοκολλητής τη σχετική πιστοποίηση.  Τέτοια εισήγηση δεν με βρίσκει σύμφωνο.  ΄Ενορκη δήλωση που είναι συνταγμένη στα ελληνικά από πρόσωπο που δεν γνωρίζει την ελληνική γλώσσα, δεν συνιστά, κατά τη γνώμη μου, μαρτυρία η οποία θα μπορεί να ληφθεί υπόψη για σκοπούς αντίκρισης της αίτησης.  Συνακόλουθα η προδικαστική ένσταση γίνεται δεκτή και βρίσκω ότι δεν υπάρχει το αναγκαίο πραγματικό υπόβαθρο που θα μπορούσε να επιτρέψει στο Δικαστήριο να εξετάσει περαιτέρω την ουσία της αίτησης.

 

Με γνώμονα τα πιο πάνω η αίτηση απορρίπτεται, χωρίς οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα.

 

 

                                                         Κ.Παμπαλλής,

                                                                   Δ.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο