ΑΝΤΕΝΝΑ ΛΤΔ ν. ΑΡΧΗΣ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΚΥΠΡΟΥ, Υπόθεση αρ.170/07, 24 Νοεμβρίου 2009

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                Υπόθεση αρ.170/07

 

24 Νοεμβρίου, 2009

 

[K. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ]

 

Αναφορικά με τα ΄Αρθρα 28 και 146 του Συντάγματος

 

ΜΕΤΑΞΥ:

ΑΝΤΕΝΝΑ ΛΤΔ

Aιτητές,

και

ΑΡΧΗΣ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ΄ης η αίτηση

-------- -----------

 

Γ.Βαλιαντής για Λ.Παπαφιλίππου & Σια,  για τον αιτητή

Θ.Ραφποπούλου (κα.), για κ.Αλ.Ευαγγέλου, για την καθ΄ης η αίτηση

--------- -----------

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.:  Οι αιτητές αμφισβητούν την ορθότητα της απόφασης της Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (στο εξής η Αρχή) με την οποία κρίθηκαν ένοχοι για παράβαση των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Κανονισμών του 2000 (ΚΔΠ.10/2000).

 

Τα γεγονότα που συνθέτουν την υπόθεση αυτή δεν αμφισβητούνται και είναι τα εξής: 

 

Οι αιτητές είναι ιδιοκτήτες του αδειούχου τηλεοπτικού και ραδιοφωνικού σταθμού ΑΝΤΕΝΝΑ. Η Αρχή εξέτασε αυτεπάγγελτα τις από μέρους του πιο πάνω σταθμού πιθανές παραβάσεις των Κανονισμών 24(2)(δ) και 33(2) των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000 (ΚΔΠ 10/2000). (στο εξής οι Κανονισμοί).

 

Στις 16.11.2004 η λειτουργός, η οποία ανέλαβε τη διερεύνηση  της υπόθεσης, υπέβαλε έκθεση προς την Αρχή  στην οποία ανέφερε ότι διαπίστωσε πιθανές παραβάσεις των πιο πάνω Κανονισμών.

 

Σε συνεδρία της ημερ.12.1.2005 η Αρχή εξέτασε την έκθεση που είχε υποβληθεί και αποφάσισε όπως η υπόθεση προωθηθεί σύμφωνα με τον Κανονισμό 42(6).

 

Ως αποτέλεσμα τούτου η Αρχή με επιστολή της ημερ. 26.1.2005 πληροφόρησε τους αιτητές περί της εξέτασης πιθανών παραβάσεων, παρέχοντάς τους τις σχετικές λεπτομέρειες, καλώντας τους ταυτόχρονα όπως δηλώσουν κατά πόσο επιθυμούσαν να παρευρεθούν ενώπιον της κατά την εξέταση της υπόθεσης. Οι αιτητές, με επιστολή τους ημερ. 31.1.2005,  ζήτησαν παράταση 60 ημερών αφού, όπως αναφέρθηκε, είχαν πρόθεση να ζητήσουν πληροφορίες και να αναζητήσουν μάρτυρες από το εξωτερικό καθώς και ότι θα απαιτείτο να μεταβεί για λογαριασμό τους δικηγόρος στην Αθήνα.  Η Αρχή με επιστολή της ημερ. 1.2.2005 πληροφόρησε τους αιτητές ότι τους παραχωρείται παράταση  30 ημερών για να υποβάλουν τις θέσεις τους. Οι αιτητές με επιστολή τους ημερομηνίας 2.3.2005 ζήτησαν και πάλι παράταση 10 ημερών δεδομένου ότι, όπως ανέφεραν, συνεχιζόταν η μελέτη του υλικού που είχαν συγκεντρώσει. Παραχωρήθηκε παράταση μέχρι τις 16.3.2005.  Τελικώς οι αιτητές με επιστολή τους ημερ. 28.3.2005 υπέβαλαν τις απόψεις τους δηλώνοντας ταυτοχρόνως ότι θα παρευρίσκοντο κατά την εξέταση της υπόθεσης.

 

Η Αρχή με επιστολή  της ημερ. 25.11.2005 πληροφόρησε τους αιτητές ότι η υπόθεση είχε οριστεί για εξέταση στις 7.12.2005. Η υπόθεση αναβλήθηκε μετά από αίτημα των αιτητών και ορίστηκε στις 18.1.2006.

 

 Στο μεταξύ, με επιστολή τους ημερ. 23.12.2005, οι αιτητές ζήτησαν την απόρριψη των κατηγοριών αφού, όπως ανέφεραν, σε πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κρίθηκε ότι για την εξέταση ισχυριζόμενης παράβασης, ήταν απαραίτητη η υποβολή αίτησης από την Επιτροπή  Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, κάτι που στην προκείμενη περίπτωση δεν υπήρχε.

 

Η Αρχή σε συνεδρία της ημερ. 18.1.2006 απέρριψε τις πιο πάνω ενστάσεις των αιτητών και  όρισε την εξέταση της υπόθεσης επί της ουσίας.  Ως αποτέλεσμα της τελευταίας απόφασης της Αρχής οι αιτητές με επιστολή τους ημερ. 5.2.2006, δήλωσαν ότι εμμένουν στον ισχυρισμό περί ακυρότητας της ακολουθητέας διαδικασίας και εκδήλωσαν την πρόθεση τους να μη παρουσιάσουν οτιδήποτε άλλο στοιχείο επί του εξεταζόμενου θέματος.

 

Η Αρχή εξέτασε τις παραβάσεις σε συνεδρία της ημερ. 6.2.2006, στην οποία παρευρεθήκαν και οι δικηγόροι των αιτητών και έκρινε ότι υπήρξαν παραβιάσεις των Κανονισμών 24(2)(δ) και 33(2).

 

Με σχετική επιστολή της ημερ. 17.5.2006  η Αρχή γνωστοποίησε στους αιτητές την πιο πάνω απόφαση και τους καλούσε όπως υποβάλουν τις απόψεις τους, εγγράφως, για σκοπούς επιβολής κυρώσεων. Οι αιτητές απέστειλαν τις απόψεις τους στις 22.5.2006. Στη συνέχεια η Αρχή με επιστολή ημερ. 28.8.2006  κάλεσε τους αιτητές όπως παρευρεθούν σε συνεδρία στις 11.9.2006 στην οποία θα επιβάλλετο κύρωση στην υπόθεση. Οι αιτητές απάντησαν με επιστολή ημερ. 1.9.2006.

 

Στις 11.9.2006, η Αρχή επέβαλε στους αιτητές α) την κύρωση της προειδοποίησης για παράβαση του Καν.24(2)(δ) και β) διοικητικό πρόστιμο ΛΚ£500 για παράβαση του Καν.33(2).

 

Οι αιτητές προώθησαν σωρεία λόγων ακυρώσεως και θα τους εξετάσω αναλυτικά.

 

Προβάλλεται ως πρώτος λόγος ακυρώσεως η έλλειψη δέουσας έρευνας και κατ΄επέκταση η έλλειψη αιτιολογίας. Οι αιτητές ισχυρίζονται ότι η Αρχή δεν ανέλυσε το περιεχόμενο των εννοιών «σκηνές ακατάλληλες» και «ευαισθησίες των τηλεθεατών», που περιέχονται στους Κανονισμούς τους οποίους έκρινε ότι παραβιάστηκαν.  Επίσης πρόβαλαν ότι η λειτουργός, η οποία ανέλαβε τη διερεύνηση της υπόθεσης, δεν έλαβε οποιεσδήποτε καταθέσεις και δεν αιτιολόγησε τα συμπεράσματά της. Οι αιτητές ισχυρίζονται επί του προκειμένου, ότι η λειτουργός όφειλε να   εξετάσει και να εξασφαλίσει μαρτυρία  από το τηλεοπτικό κοινό,  όπως επίσης έπρεπε να προβεί σε έρευνα για το κοινωνικό περιβάλλον.

 

Ο ισχυρισμός είναι αβάσιμος. Η λειτουργός προέβη σε εξέταση των παραβάσεων, πριν την ετοιμασία της έκθεσής της, αιτιολογώντας τα συμπεράσματά της. Παράλληλα προέβη σε πλήρη έρευνα,  και κατέγραψε στην έκθεση της τα όσα δεόντως ερεύνησε. Η απόφαση της Αρχής στηρίχθηκε στο σημείωμα της λειτουργού στο οποίο αναφερόταν το περιεχόμενο των παραβάσεων, με ανάλογη παραπομπή στις διατάξεις των κανονισμών που είχαν παραβιασθεί. Δεν υπήρχε οτιδήποτε άλλο που θα μπορούσε να διερευνηθεί. Τα στοιχεία που η Αρχή συνέλεξε και ερεύνησε, ήταν όχι μόνο ουσιώδη, αλλά ευλόγως της παρείχαν τη βάση για την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων.  Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί ότι σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να υπάρξει υπόδειξη στο αποφασίζον όργανο για τον τρόπο που θα διεξαγάγει την έρευνά του.

 

Όπως έχει νομολογηθεί,  η υπαγωγή των γεγονότων στο Νόμο και τους κανονισμούς είναι αρμοδιότητα της Αρχής Ραδιοτηλεόρασης, η δε αρμοδιότητα του δικαστηρίου περιορίζεται στον έλεγχο της νομιμότητας της κρίσης της. Όπως αναφέρεται στην Υπόθεση αρ.598/03 Πολιτιστική και Πληροφορική Εταιρεία “Ο ΛΟΓΟΣ” ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, ημερ. 23.11.2004, από τον Αρτέμη, Δ., (όπως ήταν τότε).

 

“Από τα ενώπιον μου στοιχεία, δεν προκύπτει εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των Κανονισμών. Από την απόφαση της Αρχής προκύπτει ότι μελετήθηκαν εκτενώς τα γεγονότα, τα οποία αναφέρθηκαν στο πόρισμα της Λειτουργού που διερεύνησε την υπόθεση και έγινε υπαγωγή τους στους αναφερθέντες Κανονισμούς. Η αιτιολογία που δόθηκε είναι πλήρης και καθιστά εφικτό το δικαστικό έλεγχο. Ως εκ τούτου, θα ήταν ανεπίτρεπτο να υποκαταστήσω τη δική μου κρίση με εκείνη του αρμοδίου οργάνου για την καταλληλότητα ή ακαταλληλότητα της επίδικης σκηνής.”

 

Η απόφαση της Αρχής είναι αρκούντως αιτιολογημένη.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των αιτητών έκαμε αναφορά στην Υπόθεση αρ.1310/07 Αντέννα ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, ημερ. 14.5.2009, σε μια προσπάθεια να υποστηρίξει το επιχείρημα του για ελλιπή έρευνα που οδήγησε το Δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι η απόφαση ήταν αναιτιολόγητη.  Με όλο το σεβασμό προς τον αδελφό Δικαστή Χατζηχαμπή, διαφωνώ και δεν συμμερίζομαι την άποψη του ότι ήταν αναγκαίος ο ακριβής νομικός προσδιορισμός των όρων που χρησιμοποιούνται στους Κανονισμούς.  Η μεταβαλλόμενη κοινωνική δομή, ενισχύει την αναγκαιότητα κρίσης του εγειρόμενου θέματος από την Αρχή.  Είχα την ευκαιρία να διαβάσω την απόφαση του αδελφού Δικαστή Ναθαναήλ, στην Υποθ.αρ.1625/06 Αντέννα Λτδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, ημερ. 20.10.2009, με το σκεπτικό της οποίας συμφωνώ και παραθέτω το πιο κάτω απόσπασμα: 

 

    “Δεν είναι ανάγκη να υπάρχουν ορισμοί μέσα στη νομοθεσία των προαναφερθεισών λέξεων και φράσεων, οι οποίοι ορισμοί με τη σειρά τους ενδεχόμενα να είχαν επίσης ανάγκη περαιτέρω διευκρίνισης.  Οι καθ΄ ων οφείλουν ενόψει και της Συμβουλευτικής Επιτροπής, να καθορίζουν οι ίδιοι πότε ένα πρόγραμμα ραδιοφωνικού ή τηλεοπτικού σταθμού παραβιάζει το Νόμο και τους Κανονισμούς, εναπόκειται δε στο αναθεωρητικό Δικαστήριο, ως τελικός κριτής, να καθορίσει κατά πόσο η κρίση των καθ΄ ων ήταν ή όχι λογική ως συνάδουσα με τις αντιλήψεις του μέσου κοινού λογικού ατόμου που ζει στη συγκεκριμένη κοινωνία.  Το Δικαστήριο επενεργεί στην ουσία, κατ΄ αναλογία με τις υποθέσεις δυσφήμησης, ως κριτής του περιεχομένου ενός δημοσιεύματος ή μιας εκπομπής, χωρίς να χρειάζεται βέβαια την εξειδικευμένη μαρτυρία του ενός ή του άλλου εμπειρογνώμονα για να το βοηθήσουν στην εξαγωγή του δικού του συμπεράσματος.  Ενεργεί κατά τρόπο που αντανακλά το αισθητήριο του μέσου λογικού πολίτη, ως προς το τι συνιστά σεβασμό της προσωπικότητας, τιμή, υπόληψη, ιδιωτικό βίο, ορθή και αξιοπρεπή συμπεριφορά.  Και εν τέλει το Δικαστήριο δεν μπορεί να υποκαταστήσει αυτή την κρίση των καθ΄ ων, αλλά μόνο ελέγχει εάν η διακριτική τους ευχέρεια ασκήθηκε κατά εύλογο και επιτρεπτό τρόπο.  Δεν ήταν αναγκαία επομένως η αναζήτηση από τους καθ΄ ων ή την ερευνούσα λειτουργό οποιασδήποτε μαρτυρίας, εξειδικευμένης ή μη, ως προς τα κοινώς παραδεκτά ή επικρατούντα στο κοινωνικό περιβάλλον.  Κάτι τέτοιο όχι μόνο αχρείαστο θα ήταν, αλλά θα περιέπλεκε την όλη εξέταση η οποία πρέπει να είναι όσο το δυνατόν γρήγορη και άμεση, ώστε το αποτέλεσμα να είναι σύγχρονο με την παράβαση.  Επομένως η ερευνούσα λειτουργός ορθά και με την αναγκαία μεθοδολογία είναι που κατάρτισε το πόρισμα της και δεν μπορεί να γίνεται λόγος για ανύπαρκτο ή ελλιπές πόρισμα.” 

Προβάλλεται ως δεύτερος λόγος ακυρώσεως, η παραβίαση της αρχής της φυσικής δικαιοσύνης και ειδικότερα ότι οι αιτητές στερήθηκαν του δικαιώματος ακρόασης. Οι αιτητές ισχυρίζονται ότι η Αρχή  αλλοίωσε τις προφορικές παραστάσεις των δικηγόρων τους, και ως αποτέλεσμα τούτου δεν λήφθηκε υπόψη η υπεράσπιση τους με συνέπεια να στερηθούν του δικαιώματος ακρόασης. Ισχυρίζονται τέλος, ότι η Αρχή τελούσε υπό πλάνη καθότι δεν είχε υπόψη της ουσιώδη γεγονότα τα οποία ανέφεραν οι αιτητές.

 

Η εισήγηση αυτή δεν με βρίσκει σύμφωνο.  Ο προβληθείς ισχυρισμός είναι γενικός και αόριστος.  Δεν εξειδικεύουν οι αιτητές τι, από ότι πρόβαλαν ή είπαν, αλλοιώθηκε ή τι ήταν αυτό που παραλείφθηκε από την Αρχή.  Αντιθέτως, από την όλη διαδικασία προκύπτει, και αποτελεί διαπίστωση μου, ότι οι αιτητές είχαν την ευκαιρία να παρουσιάσουν τις θέσεις και απόψεις τους τόσο γραπτώς όσο και προφορικώς.  Εν πάση περιπτώσει η Αρχή είχε ενώπιον της και τις γραπτές παραστάσεις των αιτητών όταν ελάμβανε την απόφασή της.

 

Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται από τους αιτητές ότι η απόφαση της Αρχής λήφθηκε κατά παράβαση του άρθρου  41(Α)(1) του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου του 1998 (Ν.7(Ι)/98), στο εξής «ο Νόμος», και του Καν. 27(4).

 

Το άρθρο 41Α(1) προβλέπει:

 

«41Α.(1)  Η αρχή επιβάλλει διοικητικές κυρώσεις στους σταθμούς, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Μέρους για παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου και των Κανονισμών που εκδίδονται δυνάμει αυτού, και ειδικότερα για παράβαση.

 

(α)  Του Κώδικα δημοσιογραφικής δεοντολογίας όπως αυτός καθορίζεται σε Κανονισμούς έπειτα από σχετική αίτηση της Επιτροπής Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας.»

 

Οι αιτητές ισχυρίζονται ότι η Αρχή δεν είχε εξουσία να εξετάσει αυτεπάγγελτα τις παραβάσεις αλλά αυτό έπρεπε να γίνει μετά από αίτηση της Επιτροπής Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, πρόβαλαν δε ότι τούτο έχει αποφασισθεί στην υπόθεση Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου ν. Αντέννα Τ.V Λτδ ( 2005) 3 ΑΑΔ  583. Η εισήγηση αυτή δεν με βρίσκει σύμφωνο.  Στην πιο πάνω έφεση αποφασίσθηκε ότι η Αρχή μπορεί να εξετάσει παραβάσεις του κώδικα δημοσιογραφικής δεοντολογίας μόνο κατόπιν αίτησης της επιτροπής. Δεν ισχύει το ίδιο όμως για παραβάσεις άλλες, που δεν εμπίπτουν στον εν λόγω κώδικα. 

 

Στην παρούσα υπόθεση η Αρχή έκρινε ότι οι αιτητές παραβίασαν  τους Καν.24(2)(δ) και 33(2) των Κανονισμών και δεν γίνεται καμιά αναφορά στον κώδικα.  Παράλληλα, οι αιτητές με την προσφυγή τους ζητούν ακύρωση της απόφασης με την οποία τους επιβλήθηκε διοικητικό πρόστιμο για παράβαση των πιο πάνω κανονισμών και δεν κάμνουν οποιαδήποτε αναφορά στον κώδικα. Συνακόλουθα, η διαδικασία που ακολουθήθηκε, με την Αρχή να εξετάζει αυτεπάγγελτα τις παραβάσεις, ήταν καθόλα νόμιμη.

 

Σχετικό επί του θέματος είναι το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση του Αρτέμη, Δ,, (όπως ήταν τότε) στην Υπόθ. αρ.620/05 Αντέννα Λτδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, 21.5.2007, όπου  αναφέρεται:

 

“Συμφωνώ με τη θέση των δικηγόρων της Αρχής για την αντίκρουση του ισχυρισμού αυτού. Πρόβαλαν ότι η πρόνοια του Κανονισμού 27(4) ότι «Οι ειδησεογραφικές εκπομπές, τα τηλεοπτικά μαγκαζίνα και οι εκπομπές με ανθρώπινες δραματικές ιστορίες (reality shows) υπόκεινται στον Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας του συνημμένου στους παρόντες Κανονισμούς Παραρτήματος VIII» δεν εννοεί την αυτόματη υπαγωγή στον Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας οποιασδήποτε παράβασης του Νόμου και των Κανονισμών που τελείται κατά τη διάρκεια των εκπομπών, στις οποίες αναφέρεται ο Κανονισμός 27(4), παρά μόνο αυτών των παραβάσεων που βασίζονται στις διατάξεις του εν λόγω Κώδικα.

 

Στην κρινόμενη περίπτωση, η Αρχή έκρινε ότι υπήρξε παράβαση του Κανονισμού 21(3). Δεν έγινε αναφορά σε παράβαση που να βασίζεται στις διατάξεις του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας ώστε να απαιτείται αίτηση της εν λόγω Επιτροπής”

 

Οι αιτητές προβάλλουν, σε άλλο λόγο ακυρώσεως, ότι η διαδικασία που ακολουθήθηκε από την Αρχή πάσχει.  Η απόφαση για αυτεπάγγελτη έρευνα έπρεπε, όπως προτάθηκε, να είχε ληφθεί από την Αρχή ως συλλογικό όργανο, σε νόμιμη συνεδρία. Πρακτικό, στο οποίο να αναφέρεται η λήψη τέτοιας απόφασης, δεν υπάρχει.  Ισχυρίζονται ότι προτού ο διευθυντής ορίσει λειτουργό για διερεύνηση των παραβάσεων έπρεπε η Αρχή να λάβει απόφαση για αυτεπάγγελτη εξέταση. Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Το Άρθρο 9(7) του Νόμου επιτρέπει στην Αρχή να μεταβιβάζει αρμοδιότητές της στο διευθυντή. Τέτοια εκχώρηση εξουσιών έγινε από την Αρχή στο διευθυντή στη συνεδρία ημερ. 4.7.2001.  Με την εν λόγω απόφαση η Αρχή μεταβίβασε στο διευθυντή την εξουσία να ορίζει λειτουργό της Αρχής για διερεύνηση παραπόνου ή παράβασης. Η εξουσία αυτή περιλαμβάνει και την λήψη από το διευθυντή απόφασης για αυτεπάγγελτη έρευνα.  (βλέπε την Υπόθεση αρ. 792/06 Αντέννα Λτδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, 11.10.2007).

 

Επίσης στην Υπόθεση αρ. 726/06 Αντέννα Λτδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, ημερ. 16.4.2008 αναφέρεται επί του θέματος αυτού, από Κωνσταντινίδη, Δ.:

 

“Κατά τους αιτητές παρανόμως αφού δεν προηγήθηκε απόφαση της Αρχής, καταγραμμένη σε πρακτικό, για παράπονο προς την Αρχή ή αντίληψη της Αρχής για παράβαση του Νόμου ή των Κανονισμών, όπως είναι οι προϋποθέσεις που θέτει ο Κανονισμός 42(3) των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000, ΚΔΠ 10/2000 όπως τροποποιήθηκε. Είναι γεγονός πως δεν υπάρχει τέτοια απόφαση της Αρχής, αλλά είναι ορθή η εισήγηση των καθ’ ων η αίτηση πως δεν χρειαζόταν. Η Αρχή, ασκώντας τη δυνατότητα που της παρέχει το άρθρο 9(7) του Νόμου, με την απόφασή της ημερομηνίας 4.7.01, με ρητή αναφορά στην εξουσία της σε σχέση με τον Κανονισμό 42, μεταβίβασε στο Διευθυντή «την εξουσία να ορίζει Λειτουργό για διερεύνηση παραπόνου ή παράβασης». Και ο Διευθυντής, στις 13.1.04, με έντυπο περιγραφόμενο ως «Διερεύνηση Παραβάσεων – Αυτεπάγγελτα» ανέθεσε σε Λειτουργό της Αρχής τη διερεύνηση όπως προκύπτει και από το υπόλοιπο κείμενο, για «αναλογία χρόνου μετάδοσης διαφημιστικών και τηλεμπορικών μηνυμάτων», για την αναφερθείσα περίοδο. Όπως κρίνω, η εκχώρηση δεν αφορούσε απλώς στον προσδιορισμό του Λειτουργού αλλά εκτεινόταν στην άσκηση της καθόλου εξουσίας όπως την προβλέπει ο Κανονισμός 42(3). Ασφαλώς περιλαμβανομένης και της απόφασης για ορισμό Λειτουργού. Αφού δε στο ίδιο το έντυπο της ανάθεσης, με την αναφορά του σε παραβάσεις, η φύση των οποίων μάλιστα προσδιορίζεται, ενυπάρχει η συναφής αντίληψη του Διευθυντή, καταλήγω πως η εισήγηση των αιτητών είναι αβάσιμη. (Βλ. και την απόφαση του Αρτέμη, Δ., στην Αντέννα Λτδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Προσφυγή 792/06, ημερομηνίας 11.10.07).”

 

Οι αιτητές ισχυρίζονται περαιτέρω ότι  παραβιάσθηκε η διαδικασία διερεύνησης των παραβάσεων γιατί, όπως αναφέρουν, το κατηγορητήριο που στάληκε στο σταθμό φέρει ημερομηνία  προγενέστερης της σχετικής απόφασης της Αρχής με την οποία κρίθηκαν οι αιτητές, εκ πρώτης όψεως,  ένοχοι.  Eπομένως πρόβαλαν, η Αρχή είχε προαποφασίσει να τους κατηγορήσει. Ο ισχυρισμός αυτός δεν γίνεται αποδεκτός.  Το κατηγορητήριο,  για το οποίο γίνεται αναφορά από τους αιτητές ήταν η έκθεση της Λειτουργού, με τον επισυναπτόμενο πίνακα, η οποία διερεύνησε τις παραβάσεις, και τελικώς υποβλήθηκε στην Αρχή. Η ίδια η Αρχή, στη συνέχεια, αφού εξέτασε την εν λόγω έκθεση αποφάσισε, με επιστολή της ημερ. 26.1.2005, να καλέσει τους αιτητές εάν επιθυμούσαν, να παρευρεθούν ενώπιον της κατά την εξέταση της υπόθεσης, αποστέλλοντας τους ταυτόχρονα και την Πινάκα που ετοίμασε η Λειτουργός. Eπομένως  δεν προκύπτει ότι υπήρχε ειλημμένη απόφαση της Αρχής να κατηγορήσει τους αιτητές. Αβάσιμος κρίνεται και ο ισχυρισμός ότι, τα φερόμενα ως κατηγορητήρια δεν φέρουν υπογραφή, καθότι ο σχετικός πίνακας που ήταν επισυνημμένος, τόσο στην έκθεση της λειτουργού όσο και στην επιστολή που στάληκε στους αιτητές ημερ. 26.1.2005,  οι οποίες ήταν και οι δυο υπογραμμένες.

 

Προβάλλεται ως έτερος λόγος ακυρώσεως η μη τήρηση των πρακτικών των συνεδριάσεων της Αρχής. Ισχυρίζονται οι αιτητές ότι δεν έχει καταγραφεί η αιτιολογία και ο τρόπος λήψης των αποφάσεων ούτε καταγράφονται αν στις συνεδρίες παρευρίσκοντο άλλα άτομα καθώς επίσης ότι έχουν αλλοιωθεί οι προφορικές παραστάσεις του δικηγόρου των αιτητών

 

Το άρθρο 24(1) του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν.158(1)/99), επιβάλλει την αναγκαιότητα τήρησης λεπτομερών πρακτικών των συνεδριάσεων των συλλογικών οργάνων, στα οποία να διατυπώνονται με σαφήνεια οι αποφάσεις που λαμβάνονται. Η τήρηση άρτιων πρακτικών είναι υποχρέωση κάθε οργάνου που ασκεί διοικητική λειτουργία.

 

Ο ισχυρισμός απορρίπτεται. Ως προς το θέμα της αλλοίωσης των παραστάσεων, που έγιναν από τους δικηγόρους των αιτητών,  έχω ήδη αναφερθεί πιο πάνω. Στα πρακτικά αναφέρεται  η αιτιολογία της απόφασης.  Περαιτέρω, στα πρακτικά προσδιορίζονται ποια πρόσωπα ήταν παρόντα, ποίοι απουσίαζαν και τους λόγους της απουσίας τους, καθώς επίσης και εάν μέλη της Αρχής αποχώρησαν, αναφέροντας και πάλι τους λόγους της αποχώρησης τους.  Δεν αναμένεται ότι θα καταγράφετο ότι άλλα πρόσωπα δεν ήταν παρόντα.

 

 Οι αιτητές προσβάλουν επίσης τη νομιμότητα της σύνθεσης λόγω του ότι αποχώρησαν από τις συνεδρίες  τα μέλη τα οποία δεν παρευρίσκονταν στη συνεδρία ημερ 12.1.2005.  Προβάλλουν ότι τα μέλη αυτά, παράνομα απεχώρησαν από τη Συνεδρία αφού θα μπορούσαν να ενημερωθούν για τα όσα είχαν προηγηθεί.  Τα μέλη που αποχώρησαν από τις συνεδρίες ορθά το έπραξαν και επομένως ούτε και αυτός ο λόγος ευσταθεί. Τα δυο αυτά μέλη ήταν απόντα, κατά τη συνεδρία στην οποία αποφασίσθηκε η προώθηση της υπόθεσης,  και επομένως ορθώς δεν θα έλαβαν μέρος στις μεταγενέστερες συνεδρίες, ούτε τίθετο θέμα ενημέρωσης τους. 

 

Η Υποθ. αρ. 390/06 Sigma Radio TV Ltd ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, ημερ. 7.8.2007,  στην οποία με παρέπεμψε ο δικηγόρος των αιτητών, διαφοροποιείται από την παρούσα και εν πάση περιπτώσει δεν υποστηρίζει το προβληθέν επιχείρημα, λόγω γεγονότων.   Στην εν λόγω υπόθεση το μέλος ήταν παρών κατά την εξέταση της έκθεσης της λειτουργού στην οποία προβλήθηκαν τα γεγονότα, οι ισχυριζόμενες παραβάσεις και οι διαπιστώσεις της λειτουργού, ενώ απουσίαζε στην επομένη συνεδρία όπου διαπιστώθηκαν οι παραβάσεις από την Αρχή.  Ενόψει τούτου αποχώρησε από την συνεδρία στην οποία επιβλήθηκε κύρωση. Το δικαστήριο ανέφερε ότι η αποχώρηση του μέλους,  «σφράγιζε την ακυρότητα της επίδικης απόφασης» εφόσον το μέλος γνώριζε τα γεγονότα από το περιεχόμενο της έκθεσης της λειτουργού και θα μπορούσε,  πριν την επιβολή της κύρωσης, να ενημερωθεί για τα όσα είχαν προηγηθεί. Αντιθέτως, στη δική μας υπόθεση ο κ. Ευθυβούλου απουσίαζε στη συνεδρία στην οποία εξετάστηκε η έκθεση της λειτουργού και αποφασίσθηκε η προώθηση της υπόθεση.   Επομένως δεν μπορούσε να τύχει ενημέρωση για τα όσα είχαν προηγηθεί.  Η απόφαση για προώθηση της υπόθεσης επί της ουσίας, αφού εξυπακούει κρίση, αποτελεί ουσιαστικό μέρος της υπόθεσης (βλ. Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου ν. Sigma Radio T.V. Ltd, A.E.3895, ημερ. 12.2.2007.)

 

 

Οι αιτητές περαιτέρω ισχυρίζονται ότι η συγκρότηση της Αρχής δεν ήταν νόμιμη. Προβάλλουν ότι  και η συμμέτοχη του κ.Ανδρέα Ιωάννου, ο οποίος είναι μέλος της επαρχιακής επιτροπής Λεμεσού του Δημοκρατικού Κόμματος, ως αντιπρόεδρου, παραβιάζει το Άρθρο 5(1) του Νόμου, και επιφέρει ακυρότητα στη συγκρότηση της Αρχής.  Σύμφωνα με το άρθρο 5(1) του Νόμου η θέση του πρόεδρου και του αντιπρόεδρου κενούται σε περίπτωση έκπτωσης, που αποφασίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο, λόγω ανάληψης αξιώματος ή θέσης σε οποιοδήποτε πολίτικο κόμμα. Ούτε αυτός ο ισχυρισμός ευσταθεί.  Η  συγκρότηση της Αρχής ήταν νόμιμη. Το άρθρο αυτό δεν εφαρμόζεται αφού δεν υπάρχει απόφαση του Υπουργικού Συμβούλιου (Υποθ. Αρ 792/069 Αντέννα Λτδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, ημερ. 11.10.2007, και Υποθ. Αρ.726/06 Αντέννα Λτδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, 16.4.2008).

 

Οι αιτητές πέραν της συγκρότησης εγείρουν και θέμα σύνθεσης της Αρχής. Προσβάλλουν τη σύνθεση λόγω του ότι ότι σε αυτή συμμετείχε  η κ. Μαίρη Κουτσελίνη, ως μέλος, κατά παράβαση του Άρθρου 4(3) του Νόμου. Το εν λόγω άρθρο προβλέπει ότι

 

«Κανένα πρόσωπο δε διορίζεται μέλος της Αρχής, αν έχει άμεσο ή έμμεσο συμφέρον σε οποιαδήποτε ραδιοτηλεοπτική επιχείρηση ή στο Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου».

 

Οι αιτητές υπέβαλαν ότι η κ. Κουτσελίνη ήταν β΄βαθμού εξ αγχιστείας συγγενής, κουνιάδα, με τον κ. Κ. Αιμιλιανίδη, ο οποίος έχει άμεσο συμφέρον ως μέτοχος στην LTV και κατ΄επέκταση και η ίδια έχει έμμεσο συμφέρον στην LTV. Ισχυρίζονται περαιτέρω ότι με τη συμμέτοχη της Κ. Κουτσελλίνη παραβιαστήκαν τα άρθρα 7(6) του Νόμου καθώς και το άρθρο 42(2) του Νόμου 158(Ι)/99.

 

Το άρθρο 7(6) αναφέρει ότι Μέλος που έχει προσωπικό συμφέρον σε υπό συζήτηση θέμα οφείλει να το γνωστοποιεί στην Αρχή και να απέχει της συζήτησης και της ψηφοφορίας που γίνεται γι΄αυτό.

 

Το άρθρο 42(2) του Νόμου 158(Ι)/99 αναφέρει ότι:

 

“Δεν μετέχει στην παράγωγη διοικητικής πράξης, πρόσωπο που έχει ιδιάζουσα σχέση ή συγγενικό δεσμό εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι και του τέταρτου βαθμού ή βρίσκεται σε οξεία έχθρα με το άτομο που αφορά η εξεταζόμενη υπόθεση ή που έχει συμφέρον για την έκβαση της.”

 

Σχετικά με το θέμα κατατεθήκαν παραδεκτά γεγονότα  από τις δυο πλευρές.

 

Ο ίδιος ισχυρισμός είχε τεθεί και στην Υποθ. αρ. 726/06 Αντέννα Λτδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου,, 16.4.2008 που ανέφερα πιο πάνω, στην οποία το δικαστήριο απέρριψε τον εν λόγω ισχυρισμό αναφέροντας:

 

“Το δεύτερο αφορά στην εξ αγχιστείας συγγένεια του μέλους της Αρχής Μαίρης Κουτσελίνη με το δικηγόρο Κ. Αιμιλιανίδη, ως έχοντα μετοχές της Lumiere TV Public Co. Ltd και, συναφώς, στην Multichoice (Cyprus) (Public) Co. Ltd. Κατά την εισήγηση, βρισκόμαστε μπροστά σε παράβαση του άρθρου 7(6) του Νόμου σύμφωνα με το οποίο “μέλος που έχει προσωπικό συμφέρον σε υπό συζήτηση θέμα οφείλει να το γνωστοποιεί στην Αρχή και να απέχει της συζήτησης και της ψηφοφορίας που γίνεται γι’ αυτό”. Σε συνδυασμό και προς το άρθρο 42(2) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν.158(Ι)/99).

 

Προσάχθηκε μαρτυρία και είναι, πλέον, παραδεκτό πως ο κ. Αιμιλιανίδης δεν είχε δικές του μετοχές στη Lumiere. Μεγάλος αριθμός μετοχών ήταν γραμμένος στο όνομά του ως εμπίστευμα, για λογαριασμό τρίτου, του κ. Χρ. Οικονομίδη. Για να τερματιστεί, στη συνέχεια, ακόμα και αυτός ο συσχετισμός, με την εγγραφή των μετοχών στον ίδιο τον κ. Οικονομίδη. Οι αιτητές πρόβαλαν και επιχειρήματα αναφορικά με το προσωποπαγές των αδειών που εκδίδονται σε τηλεοπτικές επιχειρήσεις αλλά δεν νομίζω ότι δικαιολογείται να επεκταθούμε. Το κρίσιμο είναι πως ο κ. Αιμιλιανίδης δεν είχε προσωπικό συμφέρον από την κατοχή αυτών των μετοχών. Επομένως, ελλείπει το υπόβαθρο στην εισήγηση πως η κα Κουτσελίνη ήταν πρόσωπο που είχε συμφέρον ώστε να προκύπτει και ανάγκη για περαιτέρω εξέταση.

 

Αβάσιμη είναι και η εισήγηση σε σχέση με την Multichoice. Οι καθ’ ων η αίτηση εισηγήθηκαν πως για να ήταν δυνατό να τεθεί τέτοιο θέμα, ενόψει του άρθρου 4(3) του Νόμου θα έπρεπε να στοιχειοθετηθεί πως η Multichoice ήταν τηλεοπτική επιχείρηση, που δεν ήταν. Δεν θεωρώ αναγκαίο να επεκταθώ προς τέτοιες κατευθύνσεις. Με κοινή δήλωση οι δυο πλευρές συμφώνησαν πως ο κ. Αιμιλιανίδης ήταν κάτοχος μόνο 100 μετοχών του μετοχικού κεφαλαίου της Multichoice, το οποίο ανερχόταν σε εξήντα οκτώ εκατομμύρια μετοχές. Επίσης ήταν κοινό έδαφος πως αυτές οι μετοχές άξιζαν μόνο 12€ και δεν θεωρώ πως αυτή η αμελητέα συμμετοχή εντάσσει την περίπτωση στα άρθρα που αναφέρθηκαν ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ότι η κα Κουτσελίνη είχε συμφέρον, για να συζητηθεί περαιτέρω το θέμα.”

 

Oι αιτητές προβάλλουν περαιτέρω τον ισχυρισμό ότι παραβιάστηκε η αρχή της καλής πίστης, λόγω της καθυστέρησης που παρατηρήθηκε στην κοινοποίηση της απόφασης. Δεν διαπιστώνω οποιαδήποτε παραβίαση της αρχής της καλής πίστης. Σχετική επί του θέματος το σκεπτικό της οποίας υιοθετώ η απόφαση του Χατζηχαμπή, Δ., στην Υποθ. 1310/07, Αντέννα ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, ημερ. 14.5.2009, την οποία ανέφερα πιο πάνω.

 

Προβάλλεται ως άλλος λόγος ακυρώσεως η παράβαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης και συγκεκριμένα ότι παραβιάστηκε το Άρθρο 30 του Συντάγματος και το Άρθρο 42(1) του Νόμου 158(Ι)/99. Ισχυρίζονται οι αιτητές ότι η Αρχή κατά την εκδίκαση των υποθέσεων ενήργησε ως εξεταστής, κατήγορος και δικαστής και ότι ταυτοχρόνως οποιοδήποτε πρόστιμο επιβληθεί εισπράττεται από την Αρχή.

 

Ούτε αυτός ο ισχυρισμός ευσταθεί. Ο Καν. 41(2) των Κανονισμών δίδει  εξουσία στην Αρχή να εξετάζει παραβάσεις και το Άρθρο 3(2)(ζ) του Νόμου δίδει το δικαίωμα να επιβάλει διοικητικές κυρώσεις.

 

Στην Sigma Radio TV Λτδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, (2004)3 Α.Α.Δ. 134 η πλήρης Ολομέλεια απέρριψε παρόμοιους ισχυρισμούς. Αναφέρεται στις σελίδες 168-169:

 

“Με αυτό ως δεδομένο, προχωρούμε να εξετάσουμε το κατά πόσο η προβλεπόμενη διαδικασία πληρούσε τα εχέγγυα αμεροληψίας. Δικαιολογείται, κατά τη γνώμη μας, η καταφατική απάντηση. Μας φαίνεται πως σε όλες ανεξαίρετα τις περιπτώσεις υπήρξε ικανοποιητική διάκριση μεταξύ των διαφόρων σταδίων, τα οποία συνίσταντο στη συγκέντρωση των στοιχείων, στην προκαταρκτική θεώρηση τους, στην ενημέρωση των αιτητών ως προς αυτά, στην παροχή σ’ αυτούς του δικαιώματος να ακουστούν, γραπτώς ή προφορικώς, και στην τελική κρίση. Το ότι, βάσει του άρθρου 38(1)(δ) του Νόμου, «..... έσοδα που προέρχονται από την επιβολή διοικητικού προστίμου στους σταθμούς .....» κατατίθενται στο ταμείο της Αρχής δεν είναι, κατά τη γνώμη μας, ασυμβίβαστο με την αμεροληψία. Δεν εμπλέκεται ιδιωτικό ή προσωπικό οικονομικό συμφέρον*. Η Αρχή, ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, ενεργεί απρόσωπα για την προώθηση των σκοπών του Νόμου. Στο ταμείο της Αρχής κατατίθενται, βάσει της ίδιας διάταξης, και άλλα έσοδα που περιλαμβάνουν τέλη από την παραχώρηση αδειών, την εξέταση αιτήσεων κλπ, όπως και η κρατική χορηγία με την οποία εν πάση περιπτώσει διασφαλίζεται η οικονομική επάρκεια της Αρχής ώστε να μπορεί να επιτελέσει το ιδιαίτερα σημαντικό στη σύγχρονη κοινωνία έργο της.”

 

 (Βλ. επίσης  Υποθ. Αρ 810/00 Sigma Radio T.V Ltd ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου,, 27.11.2001, Υποθ. Αρ. 415/03 Πολιτιστική και Πληροφοριακή Εταιρεία “ο ΛΟΓΟΣ” ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου,, 6.10.2004).

 

 

Οι αιτητές προβάλλουν τον ισχυρισμό ότι η Αρχή ενήργησε με προκατάληψη και ότι παραβιάστηκε η αρχή της αμεροληψίας. Ούτε αυτός ο ισχυρισμός ευσταθεί. Έχει επανειλημμένως αποφασιστεί ότι η έλλειψη αμεροληψίας θα πρέπει να αποδεικνύεται με ικανοποιητική βεβαιότητα[1], είτε από γεγονότα που παρουσιάζονται σε σχετικούς διοικητικούς φακέλους ή με ασφαλή συμπεράσματα που μπορούν να εξαχθούν από την ύπαρξη τέτοιων γεγονότων[2]     

 

Τέλος, οι αιτητές ισχυρίζονται ότι η απόφαση για επιβολή της επίδικης κύρωσης είναι αναιτιολόγητη, καθώς επίσης ότι η Αρχή τελούσε υπό πλάνη καθότι δεν προσδιορίζεται ποιες προηγούμενες παραβάσεις είχε λάβει υπόψη. Οι αιτητές ισχυρίζονται ότι δεν είχαν οποιαδήποτε προηγούμενα.

 

Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Στο  σημείωμα της Λειτουργού ημερ 6.10.2005 επισυνάπτεται πινάκας στον οποίο αναφέρονται προηγούμενες παραβάσεις από το συγκεκριμένο σταθμό.

 

Με γνώμονα τα πιο πάνω η προσφυγή απορρίπτεται η επίδικη απόφαση επικυρώνεται.  Ποσό €1.500,00 ως έξοδα επιδικάζονται υπέρ των καθ΄ων η αίτηση και εναντίον των αιτητών.

 

 

                                                        Κ.Παμπαλλής,

                                                                   Δ.

       

 



(1)  Αρσαλίδης ν. Α.ΤΗ.Κ. (1997) 3 Α.Α.Δ. 474

 (2)  Δημοκρατία ν. Γεωργίου (2004) 3 Α.Α.Δ. 703 και Παπαντωνίου ν. ΡΙΚ (1999) 3 Α.Α.Δ. 462

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο