ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ ΚΑΛΟΓΗΡΟΥ κ.α ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 1685/2008, 22 Δεκεμβρίου 2009

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Υπόθεση Αρ.  1685/2008)

 

22 Δεκεμβρίου 2009

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

1.    ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ ΚΑΛΟΓΗΡΟΥ,

2.    ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ,

3.    ΣΟΛΩΝ ΑΤΑΣΙΗΣ,

Αιτητές,

-         V.  –

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ΄ ων η αίτηση.

-------------------------------

Α.Σ. Αγγελίδης, για τους Αιτητές.

Ε. Παπαγεωργίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,

για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

Καμιά εμφάνιση για το Ενδιαφερόμενο  Μέρος.

-------------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Προσβάλλεται η προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους στη μόνιμη θέση του Ανώτερου Υγειονομικού Επιθεωρητή 2ης τάξης, Ιατρικές Υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας, από 9.7.08 αντί των τριών συνυποψηφίων του, αιτητών. 

 

        Η Ε.Δ.Υ. επέλεξε το ενδιαφερόμενο μέρος αποδεχόμενη την υπέρ του σύσταση της Διευθύντριας Ιατρικών Υπηρεσιών, συνεκτιμώντας τις υπηρεσιακές εκθέσεις των υποψηφίων των τελευταίων δέκα χρόνων, τα προσόντα και την αρχαιότητα τους.  Στην κρίση της κατέγραψε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος ήταν περίπου ίσο ή δεν υστερούσε σε προσόντα των υπολοίπων ανθυποψηφίων του, και παρά την κατά περίπου δύο έτη λιγότερη αρχαιότητα από τους αιτητές Ατάσιη και Χριστοφόρου, υπερείχε από αυτούς σε αξία, δεν υστερούσε δε σε προσόντα, ενώ σε  σχέση  με   τον Καλογήρου υστερούσε σε αρχαιότητα κατά 21 μήνες λόγω διαφοράς αναγόμενης μόνο στην ημερομηνία γέννησης τους, αλλά υπερείχε ουσιαστικά σε αξία από αυτόν, ενώ ήταν περίπου ισοδύναμος σε προσόντα. 

 

        Ο αιτητής Καλογήρου γεννήθηκε στις 4.6.1957, μετά δε την αποφοίτηση του από το Γυμνάσιο Πεδουλά το 1975, απέκτησε το 1980 Δίπλωμα Υγειονομικού Επιθεωρητή από το Royal Society of Health και το Bachelor of Science in Public and Enviromental Health το 1999 από το Surrey University.  Διορίστηκε ως Υγειονομικός Επιθεωρητής Β΄ στις 15.4.1986.  Ο αιτητής Χριστοφόρου γεννήθηκε στις 13.10.1958, μετά δε την αποφοίτηση του από το Γυμνάσιο Πολεμίου το 1976, απέκτησε το 1980 Δίπλωμα Υγειονομικού Επιθεωρητή από το Royal Society of Health.  Την 1.6.1984, διορίστηκε ως Υγειονομικός Επιθεωρητής Β΄ και την 1.6.1994 προήχθη σε Υγειονομικό Επιθεωρητή Α΄.  Ο αιτητής Ατάσιης γεννήθηκε στις 28.3.1958, μετά δε την αποφοίτηση του από το Β Γυμνάσιο Πάφου το 1976, απόκτησε το 1980 Δίπλωμα Υγειονομικού Επιθεωρητή από το Royal Society of Health.  Όπως και ο προηγούμενος αιτητής διορίστηκε την 1.6.1984, ως Υγειονομικός Επιθεωρητής Β, προήχθη δε την 1.6.1994, σε Υγειονομικό Επιθεωρητή Α.

 

 Το ενδιαφερόμενο μέρος γεννήθηκε στις 26.2.1959, μετά δε την αποφοίτηση του από το Οικονομικό Λύκειο Πάφου το 1976, απέκτησε το Δίπλωμα Υγειονομικού Επιθεωρητή το 1980 από το Royal Society of Health, ενώ το 2000 απέκτησε το Certificate in Food Hygiene Management και πάλι από το Royal Society of Heath.  Στις 15.41986, διορίστηκε  ως Υγειονομικός Επιθεωρητής Β.  Σημειώνεται ότι σύμφωνα με τον περί Προϋπολογισμού (Τροποποιητικό) Νόμο αρ. 8(ΙΙ)/96, οι θέσεις Υγειονομικός Επιθεωρητής Α και Υγειονομικός Επιθεωρητής Β, στις μισθολογικές βαθμίδες Α7 και Α4 αντίστοιχα, μετονομάστηκαν από τις 16.2.96, σε Υγειονομικό Επιθεωρητή κλίμακα Α4-Α7.  Το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης (Παράρτημα 6 στην ένσταση), δεν απαιτεί οποιαδήποτε ακαδημαϊκά προσόντα, πέραν της συμπλήρωσης δεκαετούς συνολικής υπηρεσίας στην προηγούμενη θέση του Υγειονομικού Επιθεωρητή ή τις προηγούμενες θέσεις Υγειονομικού Επιθεωρητή Α΄και Β΄.

 

        Ο συνήγορος των αιτητών καταλογίζει λανθασμένη κρίση στη σύσταση της διευθύντριας, η οποία σύσταση έπασχε πολλαπλώς εφόσον έλαβε υπόψη στοιχεία έξω από αυτά των φακέλων έχοντας διαβουλευθεί και λάβει τη γνώμη των άμεσων προϊσταμένων των υποψηφίων  και συνεργατών της, χωρίς να αποκαλύπτει ποιοι ήταν αυτοί ή τι ελέχθη από αυτούς, ιδιαίτερα εφόσον η διαβούλευση έγινε σε χρόνο πριν τη γνώση ποιοι θα ήταν οι συγκεκριμένοι προσοντούχοι από τους διάφορους υποψήφιους.  Η σύσταση, κατά τον κ. Αγγελίδη, θα έπρεπε να ήταν σύμφωνη με τα στοιχεία των φακέλων, πλήρως αιτιολογημένη και δεν χρειαζόταν οποιαδήποτε διαβούλευση έξω από τα στοιχεία αυτά για να διαμορφώσει υπέρ του ενδιαφερομένου μέρους γνώμη ως προς την υπεροχή του.  Μετέπειτα, λανθασμένα λήφθηκαν υπόψη τα τελευταία δέκα έτη για να δοθεί έμφαση σε ασήμαντες διαφοροποιήσεις μεταξύ των υποψηφίων που ανάγονταν σε απομακρυσμένο χρόνο, παραγνωρίζοντας ταυτόχρονα την εξαίρετη εικόνα που είχαν οι αιτητές και που ήταν ισοδύναμοι με το ενδιαφερόμενο μέρος κατά τα τελευταία πέντε έτη.  Και ενώ η διευθύντρια αναφέρθηκε στα πρόσθετα μη απαιτούμενα προσόντα του ενδιαφερομένου μέρους, δεν έγινε το ίδιο και με τον αιτητή Καλογήρου, ο οποίος επίσης είχε πρόσθετο προσόν.  Η διευθύντρια επίσης στη σύσταση της παραγνώρισε την ουσιαστική αρχαιότητα των αιτητών που προσθέτει και επαυξάνει την αξία λόγω μεγαλύτερης πείρας.  Εν γένει η σύσταση της διευθύντριας ήταν αναιτιολόγητη.  Ως αποτέλεσμα και η κρίση της Ε.Δ.Υ., που απλώς δέχθηκε τη σύσταση χωρίς περαιτέρω επεξηγήσεις από τη διευθύντρια ή δική της έρευνα, θα πρέπει να θεωρείται πάσχουσα και λανθασμένη.

 

        Από την άλλη, η δικηγόρος των καθ΄ ων εισηγείται ότι όλα τα στοιχεία ήταν ενώπιον τόσο της διευθύντριας όσο και της Ε.Δ.Υ., παρείχαν δε πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ως προς τους λόγους προτίμησης του ενδιαφερομένου μέρους, συγκρίνοντας ορθά και νομότυπα τους αιτητές με το ενδιαφερόμενο μέρος, το οποίο υπερτερούσε σε αξία, είχε ίσα προσόντα με αυτούς, η δε λιγότερη αρχαιότητα του δεν μπορούσε να υπερφαλαγγιστεί από τη μεγαλύτερη αρχαιότητα των αιτητών, ενόψει της  εν γένει υπέρτερης αξίας του. 

 

        Είναι δεκτό από τη νομολογία ότι η αναζήτηση πληροφοριών από προϊσταμένους των υποψηφίων ως προς την υπηρεσιακή απόδοση αυτών προς μορφοποίηση της προσωπικής άποψης του διευθυντή ως προς την αξία τους, είναι επιτρεπτή (δέστε Χαρίκλεια Στυλιανίδου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 124, σελ. 127-1128).  Η αναφορά της διευθύντριας εδώ σε άντληση πληροφοριών από προϊσταμένους και συνεργάτες της δεν θα μπορούσε όμως σε καμιά περίπτωση να δώσει προβάδισμα σε ένα εκ των υποψηφίων σε παραγνώριση ή αναντιστοιχία με τα υπηρεσιακά τους στοιχεία.  Η σύσταση, όμως, όπως αποτυπώνεται στο σχετικό πρακτικό της συνεδρίας της Ε.Δ.Υ. ημερ. 9.7.08, πάσχει όχι διότι διαβουλεύθηκε ή έλαβε υπόψη τη γνώμη των συνεργατών της και αμέσως προϊσταμένων των υποψηφίων (γνώμη που δεν φαίνεται οπουδήποτε καταγραμμένη ως έχουσα επηρεάσει ή διαφοροποιήσει τα στοιχεία των φακέλων), αλλά διότι η ίδια η διευθύντρια με τον τρόπο που λεκτικά εξέφρασε την προτίμηση της προς το ενδιαφερόμενο μέρος, διαφοροποίησε εμφανώς τα στοιχεία των φακέλων και δεν απέδωσε την ορθή και αντικειμενική εικόνα που απέρρεε από αυτούς.  

 

Η αναφορά στα τελευταία δέκα έτη, ενόψει του ότι κατά τα τελευταία πέντε έτη, η απορρέουσα εικόνα των αιτητών και του ενδιαφερομένου μέρους ήταν απόλυτα ισοδύναμη, τονίσθηκε από τη διευθύντρια για να δώσει προβάδισμα στο ενδιαφερόμενο μέρος, σε αναντιστοιχία με τη νομολογία.  Πράγματι όλοι, αιτητές και ενδιαφερόμενο μέρος, σύμφωνα με το Παράρτημα 5 στην ένσταση, αλλά και όπως εξάγεται από τους διοικητικούς φακέλους, είχαν κριθεί εξαίρετοι και στα οκτώ στοιχεία κατά τα έτη 2003-2007, συμπεριλαμβανομένων. Κατά τα πέντε προηγούμενα έτη 1998-2002, συμπεριλαμβανομένων, υπήρχαν οι εξής διαφοροποιήσεις.  Το 1998, το ενδιαφερόμενο μέρος ήταν ισοδύναμο  με τους αιτητές Ατάσιη και Χριστοφόρου, έχοντας δηλαδή όλοι επτά «εξαίρετα» και ένα «πολύ ικανοποιητικά»,  οι μεν δύο τελευταίοι στο στοιχείο της επαγγελματικής κατάρτισης, το δε ενδιαφερόμενο μέρος στο στοιχείο της διευθυντικής ικανότητας, ενώ  σε σύγκριση με τον  αιτητή Καλογήρου, ο τελευταίος είχε έξι  «εξαίρετα» και δύο «πολύ ικανοποιητικά» στα στοιχεία της πρωτοβουλίας και της επαγγελματικής κατάρτισης.  Κατά τα έτη 1999-2002, το ενδιαφερόμενο μέρος είχε οκτώ «εξαίρετα» για κάθε έτος, έναντι επτά «εξαίρετα» και ένα «πολύ ικανοποιητικά» για τα έτη 1999 και 2000 για όλους τους αιτητές, στο στοιχείο είτε της επαγγελματικής κατάρτισης (αιτητές 2 και 3) είτε της απόδοσης (αιτητής 1), ενώ μόνο ο αιτητής Ατάσιης είχε την ίδια βαθμολογία και για το 2001, σε αντίθεση με τους αιτητές Χριστοφόρου και Καλογήρου που είχαν οκτώ «εξαίρετα» και για το 2001 και για το 2002.  Προκύπτει επομένως διαφορά υπέρ του ενδιαφερομένου μέρους κατά 1 «εξαίρετα» για δύο χρόνια, (1999 και 2000), έναντι όλων των αιτητών, ένα «εξαίρετα» για το 2001 έναντι μόνο του αιτητή Ατάσιη και ένα «πολύ ικανοποιητικά» το 1998, έναντι μόνο του αιτητή Καλογήρου.

 

 Έχει βεβαίως κριθεί από τη νομολογία ότι ακόμη και μικρή διαφορά στις ετήσιες αξιολογήσεις μπορεί να αποκτήσει σημασία ενόψει της ισοπεδωτικής εικόνας που κατά κανόνα παρουσιάζουν οι υποψήφιοι (δέστε Θεμιστοκλέους ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 604/01, ημερ. 19.11.02, Θεοδότου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 537/02, ημερ. 12.5.04 και Παναγίδη ν. Δήμου Στροβόλου, υπόθ. αρ. 133/06, ημερ. 21.3.08), αλλά έχει ταυτόχρονα νομολογηθεί ότι είναι η συνολική εικόνα που μεταδίδει ο υποψήφιος που λογίζεται στην κρίση της αρμόδιας αρχής.  (Βασιλειάδης ν. Κληρίδου-Τσιάππα (2005) 3 Α.Α.Δ. 403 και Πούρος ν. Χατζηστεφάνου (2001) 3 Α.Α.Δ. 374). 

 

        Τα πιο πάνω πρέπει να ιδωθούν υπό το φως της νομολογίας ότι οι υπηρεσιακές εκθέσεις των τελευταίων πέντε χρόνων έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα επειδή είναι πιο πρόσφατες και επειδή η απόδοση των υπαλλήλων αναμένεται να είναι ολοένα και καλύτερη μέσα από τα χρόνια υπηρεσίας τους, δείχνοντας έτσι το ζήλο και την εν γένει υπηρεσιακή αυξανόμενη δραστηριότητα τους. Οι τελευταίες εμπιστευτικές εκθέσεις αποκτούν περισσότερη σημασία έχοντας υπόψη  την  αναμενόμενη πρόοδο που πρέπει να συνοδεύει την πορεία ενός υπαλλήλου.  (δέστε Μεϊτανή ν. Ε.Δ.Υ., υπόθ. αρ. 589/04, ημερ. 31.5.05).  Επίσης έχει αποφασιστεί από την Ολομέλεια  ότι είναι ορθό να δίνεται μεγαλύτερη βαρύτητα από το διορίζον όργανο στις πιο πρόσφατες εμπιστευτικές εκθέσεις, όταν δηλαδή επίκειται η κρίση του υπαλλήλου για προαγωγή. (δέστε Georghiades v. Republic (1975) 3 C.L.R. 145 και Μαυρομμάτη ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 662). Αν μη τι άλλο, οι τελευταίες πέντε πρόσφατες ετήσιες εκθέσεις έδειχναν την βελτίωση και των τριών αιτητών, έναντι της απόδοσης τους στα προηγηθέντα έτη.  Επομένως η αναγωγή κατά τη σύσταση της διευθύντριας σε υπέρτερη αξία του ενδιαφερομένου μέρους ενόψει της απόδοσης του στα απώτερα πέντε χρόνια, με απουσία ταυτόχρονης  αναφοράς στην εξίσου εξαίρετη απόδοση και των αιτητών και του ενδιαφερομένου μέρους τα τελευταία πέντε χρόνια, δεν αποδίδει πιστά την όλη εικόνα.  Πρόσθετα, η διαφορά υπέρ του ενδιαφερομένου μέρους σε ένα «εξαίρετα» περισσότερο για το 1999 και 2000, έναντι και των τριών αιτητών και το ένα «εξαίρετα» για το 2001, έναντι μόνο του Ατάσιη, είναι διαφορές που πέραν από το ότι ανάγονται σε αρκετά προγενέστερο της πενταετίας χρόνο, είναι επίσης οριακής σημασίας ενόψει του ότι έχει νομολογηθεί ότι η διαφορά σε ένα και μόνο στοιχείο σε κάποια έτη αποτελεί μηδαμινή διαφορά. 

 

        Όσον αφορά τα προσόντα και πάλι η διευθύντρια ανεπίτρεπτα  ανέφερε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος είναι περίπου ίσο με τους λοιπούς υποψηφίους, χωρίς να προβεί σε συγκεκριμένη αναφορά ότι και ο αιτητής Καλογήρου είχε επίσης πρόσθετο προσόν όπως αναφέρθηκε στην αρχή του σκεπτικού.  Η ίδια η Ε.Δ.Υ. ουσιαστικά χωρίς να κάμει δική της έρευνα και χωρίς να ενδιατρίψει στους φακέλους, απλώς ανέφερε, όπως και η διευθύντρια, ότι το ενδιαφερόμενο μέρος δεν υστερούσε ή ήταν περίπου ίσο σε προσόντα έναντι των υπολοίπων.  Όπως έχει αποφασιστεί από τη νομολογία (Πούρος ν. Χατζηστεφάνου – πιο πάνω – και Δημοκρατία ν. Ανδρέου (1993) 3 Α.Α.Δ. 153), τα πρόσθετα μη απαιτούμενα προσόντα λαμβάνονται υπόψη εφόσον είναι συναφή με τα καθήκοντα της θέσης.  Η αρμόδια αρχή οφείλει να τα αξιολογήσει σε λογικά πλαίσια αποδίδοντας σ΄ αυτά την κατά περίπτωση σημασία τους αποφεύγοντας αφενός να δώσει υπερβολική βαρύτητα σ΄ αυτά, αλλά και αφετέρου να τα υποβαθμίσει σε σημείο που θα θεωρούνταν ως μη σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης.  Τα πρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα δεν μπορούν να παραγνωριστούν εφόσον αποτελούν στοιχείο που δείχνουν την ικανότητα ενός υποψηφίου ως προς την ενδεχόμενη καλύτερη διεκπεραίωση των καθηκόντων της θέσης.  (Ζήνωνος ν. Δημοκρατίας (1993) 4 Α.Α.Δ. 882, Michaeloudis v. Republic (1982) 3 C.L.R. 963 και Σοφοκλέους ν. Α.Η.Κ., υπόθ. αρ. 992/97, ημερ. 14.10.98).  Εδώ, δεν έγινε ουσιαστική στάθμιση των πρόσθετων μη απαιτούμενων προσόντων, αλλά με μια γενικευμένη προσέγγιση τόσο η διευθύντρια όσο και η Ε.Δ.Υ. παρέβλεψαν και δεν συνοπολόγισαν στο βαθμό που απαιτείτο το εξίσου πρόσθετο προσόν του αιτητή Καλογήρου. 

 

        Τέλος, όσον αφορά το στοιχείο της αρχαιότητας, κρίνεται λανθασμένη η αναφορά της διευθύντριας στη σύσταση της ότι το ενδιαφερόμενο μέρος «υστερεί ελαφρώς» έναντι και των τριών αιτητών.  Η Ε.Δ.Υ. έθεσε τουλάχιστον τα πράγματα σε ορθότερη βάση αναφέροντας ρητά ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υστερούσε κατά δύο περίπου έτη από τους αιτητές Ατάσιη και Χριστοφόρου.  Η αρχαιότητα δεν είναι μεν ρυθμιστικός παράγων, όταν τα υπόλοιπα στοιχεία είναι ισοδύναμα, (Βασιλειάδης ν. Τσιάππα – ανωτέρω), αλλά λαμβάνεται υπόψη εφόσον έχει κατ΄ επανάληψη αναγνωριστεί ότι για την ανεύρεση του καλύτερου υποψηφίου συνυπολογίζονται όλα τα κριτήρια (Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 97 και Δημοκρατία ν. Αγγελή (1999) 3 Α.Α.Δ. 161).

 

        Η αρχαιότητα κατά δύο έτη δεν μπορεί με κανένα μετρήσιμο κριτήριο να θεωρηθεί ως δεικνύουσα ελαφριά και μόνο υπεροχή των αιτητών Ατάσιη και Χριστοφόρου, ιδιαίτερα ενόψει της νομολογίας ότι η αρχαιότητα επαυξάνει την αξία ενός υποψηφίου, λόγω της πείρας που ως λογική απόρροια προέρχεται από αυτή.  (Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας – πιο πάνω – και Μουρτζή ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 915).  Ακόμη και οριακή αρχαιότητα αναγνώριζεται από τη νομολογία ως αποδίδουσα υπέρτερη πείρα.  (Δημοκρατία ν. Πετρίδη (1991) 3 Α.Α.Δ. 731).  Όσον αφορά την αρχαιότητα σε σχέση με τον αιτητή Καλογήρου λόγω διαφοράς στην ηλικία, μπορεί αυτή η αρχαιότητα να θεωρείται συμβολική (Αλευρά ν. Ηρακλέους (2005) 3 Α.Α.Δ. 85 και Κατσελλή ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 585), αλλά δεν παύει να είναι ένα διά νόμου αναγνωρισμένο διαφοροποιητικό στοιχείο υπέρ του αιτητή Καλογήρου, σύμφωνα με το σχετικό άρθρο 49(7) του περί  Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου αρ. 1/90 (δέστε και την υπόθεση Σωκράτους ν. Δημοκρατίας, υπ΄ αρ. 1673/08, ημερ. 30.11.09). 

 

        Ενόψει όλων των ανωτέρω κρίνεται ότι η Ε.Δ.Υ. λειτούργησε υπό πλάνη περί τα πράγματα και το νόμο έχοντας κρίνει με βάση λανθασμένα στοιχεία ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερέχει ουσιαστικά σε αξία, ενώ τα στοιχεία των φακέλων έδειχναν απόλυτη ισοδυναμία κατά τα τελευταία πέντε έτη και οριακή μόνο διαφορά κατά τα προηγούμενα πέντε έτη.  Η θεώρηση ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε σε αξία, ήταν το καταλυτικό στοιχείο υπέρ του, εφόσον ως προς τα προσόντα τόσο η διευθύντρια, όσο και η Ε.Δ.Υ., έκριναν ότι όλοι ήταν περίπτου ίσοι ή ισοδύναμοι.  Έστω λοιπόν και με τη λανθασμένη αυτή κρίση ως προς τα προσόντα, παρέμεινε προς στάθμιση η κατ΄ ισχυρισμόν μεγαλύτερη αξία έναντι της αρχαιότητας.  Η αρχαιότητα, πέραν της επαύξησης της ίδιας της αξίας ως απορρέουσα από τη μεγαλύτερη πείρα, έχει κριθεί ως δυνάμενη να ισοζυγίσει ελαφρώς καλύτερες εμπιστευτικές εκθέσεις (Δημοκρατία ν. Αργυρούλλας Βασιλείου (1990) 3 Α.Α.Δ. 226).  Και εφόσον η αξία ως προερχόμενη μόνο από απομακρυσμένες χρονικές περιόδους, οριακά και μόνο αποκτά σημασία, η αρχαιότητα, και μάλιστα δύο ολόκληρων ετών, δεν μπορούσε να παραγνωριστεί ή έστω να χαρακτηριστεί ως «ελαφριά», μεταφέροντας έτσι το μήνυμα ότι η αρχαιότητα εδώ ήταν άνευ ουσιαστικής σημασίας, δίνοντας προβάδισμα στα όσα η διευθύντρια και η Ε.Δ.Υ. θεώρησαν ως υπέρτερη αξία του ενδιαφερόμενου μέρους έναντι των αιτητών Ατάσιη και Χριστοφόρου.  Ενόψει λοιπόν της λανθασμένης εκτίμησης των δεδομένων παραγνωρίστηκε ανεπίτρεπτα η μεγαλύτερη αρχαιότητα είτε λόγω διορισμού στη θέση, είτε λόγω ηλικίας, (έναντι του αιτητή Καλογήρου), κριτήριο που θα έπρεπε να προσμετρήσει πλέον ουσιαστικά στην κρίση τόσο της διευθύντριας, όσο και της Ε.Δ.Υ.  Ενόψει ουσιαστικής ισοδυναμίας στα προσόντα, μη απαραίτητα από το σχέδιο υπηρεσίας, (με τον αιτητή Καλογήρου να έχει επιπλέον πανεπιστημιακό προσόν ως και το ενδιαφερόμενο μέρος), αλλά και ουσιαστικής ισοδυναμίας και στις εμπιστευτικές εκθέσεις, η αρχαιότητα λανθασμένα περιθωριοποιήθηκε.

 

        Ενόψει των πιο πάνω η προσφυγή επιτυγχάνει με €1.500 έξοδα  πλέον  Φ.Π.Α.  υπέρ των  αιτητών  και  εναντίον  των καθ΄ ων.

 

 

 

 

        Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται βάσει του             Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.

 

 

 

 

 

 

                                        Στ. Ναθαναήλ,

                                                 Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο