Γραβάνης Φώτιος Θ. ν. Προσωρινής Διοικούσας Επιτροπής του Τεχνολογικού Πανεπιστημίου Κύπρου (2009) 4 ΑΑΔ 1

(2009) 4 ΑΑΔ 1

[*1]9 Ιανουαρίου, 2009

[ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΦΩΤΙΟΣ Θ. ΓΡΑΒΑΝΗΣ,

Αιτητής,

v.

ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΔΙΟΙΚΟΥΣΑΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΟΥ

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ’ ης η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 911/2006)

 

Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο Κύπρου (ΤΕΠΑΚ) ― Προσωρινή Διοικούσα Επιτροπή ― Αρμοδιότητες ― Το Άρθρο 40(2) του Ν.198(Ι)/2003 και η εφαρμογή του στα επίδικα γεγονότα.

Διοικητική Πράξη ― Εκτελεστή, σε αντιδιαστολή προς πράξη στερούμενη εκτελεστότητας ― Η περίπτωση απόφασης, που υπόκειται σε έγκριση και δεν τελειοποιείται, παρά μόνο μετά την παροχή της σχετικής έγκρισης.

Έννομο Συμφέρον ― Υποψήφιου για θέση διδακτικού ερευνητικού προσωπικού στο ΤΕΠΑΚ, να προσβάλει την επιλογή ανθυποψηφίου του, παρόλο που ο ίδιος είχε κριθεί μη προσοντούχος.

Διοικητικό Όργανο ― Συλλογικά όργανα ― Όροι σύννομης λειτουργίας [*2]και τήρησης άρτιων πρακτικών ― Περιστάσεις, υπό τις οποίες κρίθηκε ότι παραβιάστηκαν στην κριθείσα περίπτωση συνεδριών του Εκλεκτορικού Σώματος του Τεχνολογικού Πανεπιστημίου Κύπρου (ΤΕΠΑΚ).

Ο αιτητής προσέφυγε κατά του διορισμού του ενδιαφερομένου μέρους στη θέση Καθηγητή Γεωργικής Φυτοπαθολογίας.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

1. Μία απόφαση υποκείμενη σε έγκριση και μη τελειοποιηθείσα με την παροχή της σχετικής έγκρισης, στερείται εκτελεστότητας και δεν μπορεί να αποτελέσει το αντικείμενο αναθεώρησης. Στην παρούσα περίπτωση η Προσωρινή Διοικούσα Επιτροπή ενέκρινε την πρόταση του Εκλεκτορικού Σώματος και με αυτήν την απόφαση ολοκληρώθηκε η διαδικασία διορισμού του ενδιαφερόμενου μέρους. Χωρίς να έχει εξασφαλιστεί η έγκριση της Προσωρινής Διοικούσας Επιτροπής, η πράξη δεν είχε συμπληρωθεί έτσι που η απόφαση του Εκλεκτορικού Σώματος δεν μπορούσε από μόνη της να αποτελέσει αντικείμενο αναθεωρητικού ελέγχου. Επομένως ορθά ο αιτητής έχει προσβάλει την απόφαση της Προσωρινής Διοικούσας Επιτροπής.

2. Ο αιτητής με το δεύτερο λόγο ακύρωσης αμφισβητεί την ορθότητα της έκθεσης του Εκλεκτορικού Σώματος καθώς και των σχετικών διαπιστώσεων αναφορικά με την κατοχή των απαιτούμενων προσόντων στα οποία περιλαμβάνεται και ο συγκριτικός πίνακας αξιολόγησης του επιστημονικού έργου των υποψηφίων. Όπως έχει νομολογιακά καθιερωθεί, όταν αμφισβητείται η εκτίμηση της διοίκησης αναφορικά με τα προσόντα ενός υποψηφίου, ο τελευταίος έχει έννομο συμφέρον να επιδιώξει την αναθεώρησή της. Στην παρούσα υπόθεση εφόσον αμφισβητείται η κρίση του Εκλεκτορικού Σώματος αναφορικά με τα προσόντα του αιτητή, το θέμα της κατοχής των απαιτούμενων προσόντων καθίσταται επίδικο θέμα και ο αιτητής δεν χάνει το έννομο συμφέρον του.

3. Είναι η θέση του αιτητή ότι η αξιολόγηση δεν έγινε σε κοινή συνεδρία με ταυτόχρονη παρουσία των μελών του Εκλεκτορικού Σώματος, με αποτέλεσμα να έχουν παραβιαστεί οι κανόνες λειτουργίας των συλλογικών οργάνων και της υποχρέωσης τήρησης άρτιων πρακτικών, όπως καθορίζεται στα Άρθρα 20-24 του Ν. 158(Ι)/99. Ο ισχυρισμός του αιτητή είναι βάσιμος. Είναι γεγονός ότι από την Έκθεση Αξιολόγησης (Evaluation Report) απουσιάζουν διάφορα σημαντικά στοιχεία, όπως η ημερομηνία, πρακτικά και άλλα τα οποία δημιουργούν αβεβαιότητα αναφορικά με τις συνθήκες κάτω [*3]από τις οποίες συνεδρίασε το Εκλεκτορικό Σώμα, για να καταλήξει στα συμπεράσματα που περιέχονται στην έκθεση. Η έκθεση φέρει τις υπογραφές μόνο τεσσάρων μελών. Με δεδομένη λοιπόν την απουσία πρακτικού και της υπογραφής του Καθηγητή Mansfield, οι συνθήκες λήψης των αποφάσεων δεν είναι καθαρές και παραμένει αβέβαιο αν υπήρξε σύγκληση του Εκλεκτορικού Σώματος ως συλλογικού οργάνου και ταυτόχρονη παρουσία και ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των μελών του. Σύμφωνα με τη νομολογία, όχι μόνο όταν ελλείπουν τα στοιχεία, αλλά και όταν υπάρχει αβεβαιότητα ως προς το πλαίσιο και τις συνθήκες λήψης της διοικητικής απόφασης, η ακύρωση είναι αναπόφευκτη. Η τήρηση πρακτικών και η καταγραφή των ουσιωδών γεγονότων που περιστοιχίζουν τη λήψη της διοικητικής απόφασης αποτελούν υποχρέωση της Διοίκησης, που επιβάλλουν οι κανόνες της χρηστής διοίκησης.

    Στην παρούσα περίπτωση τα σχετικά πρακτικά αφήνουν πολλά ερωτηματικά και η εικόνα που προκύπτει καθιστά την επίδικη απόφαση τρωτή.

Η προσφυγή επέτυχε με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Συμβούλιο Κεντρικών Σφαγείων (Κοφίνου) κ.ά. v. Ρωσσίδη (1996) 3 Α.Α.Δ. 39,

Ιωνά κ.ά. v. Δημοκρατίας (1989) 3(Γ) Α.Α.Δ. 1775,

Ierides v. Republic (1980) 3 C.L.R. 165,

Angelidou a.o. v. Republic (1982) 3 C.L.R. 520,

Χρυσάφη v. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 550.

Προσφυγή.

Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.

Γ. Σεραφείμ, για την Καθ’ ης η αίτηση.

Μ. Σπανού, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

Cur. adv. vult.

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή ο Φώτιος Γραβάνης [*4](αιτητής) προσβάλλει την απόφαση της Προσωρινής Διοικούσας Επιτροπής του Τεχνολογικού Πανεπιστημίου Κύπρου (ΤΕ.ΠΑ.Κ.), με την οποία ο Νικόλας Ιωάννου (ενδιαφερόμενο μέρος) διορίστηκε στη θέση Καθηγητή στο Τμήμα Αγροτικής Παραγωγής και Επιστήμης και Τεχνολογίας Τροφίμων του ΤΕ.ΠΑ.Κ.

(α) Τα γεγονότα και οι λόγοι της προσφυγής.

Για την πλήρωση της θέσης Καθηγητή Γεωργικής Φυτοπαθολογίας υποβλήθηκαν δύο αιτήσεις, μία από τον αιτητή και μία από το ενδιαφερόμενο μέρος. Η Προσωρινή Διοικούσα Επιτροπή του ΤΕ.ΠΑ.Κ. έστειλε τους φακέλους των υποψηφίων στο Εκλεκτορικό Σώμα για αξιολόγηση, το οποίο κάλεσε τους υποψήφιους σε προσωπική συνέντευξη. Το Εκλεκτορικό Σώμα ετοίμασε την έκθεση αξιολόγησης με την οποία συνέστησε το ενδιαφερόμενο μέρος ως τον καταλληλότερο για διορισμό και την απέστειλε στην Προσωρινή Διοικούσα Επιτροπή του ΤΕ.ΠΑ.Κ., η οποία επικύρωσε την εισήγηση της ειδικής επιτροπής του Εκλεκτορικού Σώματος για το διορισμό του ενδιαφερόμενου μέρους.

Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η επίδικη απόφαση είναι παράνομη γιατί,

  (i)   Το ενδιαφερόμενο μέρος δεν ήταν προσοντούχος.

 (ii)   Η έκθεση του Εκλεκτορικού Σώματος ήταν μεροληπτική, ανακριβής και αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων.

(iii)   Η σύνθεση και λειτουργία του Εκλεκτορικού Σώματος έπασχε και γιατί,

(iv)   η Προσωρινή Διοικούσα Επιτροπή του ΤΕ.ΠΑ.Κ. επικύρωσε απλά την απόφαση του Εκλεκτορικού Σώματος χωρίς τη δική της έρευνα και αιτιολογία.

(β) Οι προδικαστικές ενστάσεις.

Έχει υποβληθεί εκ μέρους του ενδιαφερόμενου μέρους ότι, (i) η επίδικη απόφαση δεν είναι εκτελεστή και (ii) ότι ο αιτητής στερείται έννομου συμφέροντος για να προωθήσει την παρούσα προσφυγή.

(i) Η εκτελεστότητα της επίδικης απόφασης.

Έχει υποβληθεί από την ευπαίδευτη συνήγορο του ενδιαφε[*5]ρόμενου μέρους ότι η επίδικη απόφαση της Προσωρινής Διοικούσας Επιτροπής του ΤΕ.ΠΑ.Κ. δεν συνιστά εκτελεστή πράξη, αφού τα όργανα με την αποφασιστική αρμοδιότητα για εκλογή των πρώτων καθηγητών του ΤΕ.ΠΑ.Κ. είναι, σύμφωνα με το Αρθρο 41(3) του περί Τεχνολογικού Πανεπιστημίου Κύπρου Νόμου του 2003, Ν. 198(Ι)/2003 (όπως έχει τροποποιηθεί), τα Εκλεκτορικά Σώματα και έτσι ο αιτητής θα έπρεπε να στραφεί εναντίον της απόφασης του Εκλεκτορικού Σώματος και όχι εναντίον της απόφασης της Προσωρινής Διοικούσας Επιτροπής, με την οποία επικυρώθηκε η επιλογή του Εκλεκτορικού Σώματος.

Η προδικαστική ένσταση είναι αβάσιμη. Το Αρθρο 40(2) του Ν. 198(Ι)/2003 προνοεί ότι,

“Μέχρι την εκλογή της πρώτης Συγκλήτου και τη σύσταση του πρώτου Συμβουλίου του Πανεπιστημίου, η Προσωρινή Διοικούσα Επιτροπή έχει όλες τις αρμοδιότητες και εκτελεί όλα τα καθήκοντα του Συμβουλίου και της Συγκλήτου.”

Μεταξύ των πιο πάνω αρμοδιοτήτων περιλαμβάνεται και ο διορισμός των Εκλεκτορικών Σωμάτων (Αρθρο 41(1)), όπως επίσης και η έγκριση της εκλογής ή ανέλιξης του διδακτικού ερευνητικού προσωπικού (εκλελεγμένου) (Αρθρο 25(5)).

Όπως έχει νομολογηθεί, μία απόφαση υποκείμενη σε έγκριση και μη τελειοποιηθείσα με την παροχή της σχετικής έγκρισης, στερείται εκτελεστότητας και δεν μπορεί να αποτελέσει το αντικείμενο αναθεώρησης (Συμβούλιο Κεντρικών Σφαγείων (Κοφίνου) κ.ά. v. Ρωσσίδη (1996) 3 Α.Α.Δ. 39). Στην παρούσα περίπτωση η Προσωρινή Διοικούσα Επιτροπή ενέκρινε την πρόταση του Εκλεκτορικού Σώματος και με αυτήν την απόφαση ολοκληρώθηκε η διαδικασία διορισμού του ενδιαφερόμενου μέρους. Χωρίς να έχει εξασφαλιστεί η έγκριση της Προσωρινής Διοικούσας Επιτροπής, η πράξη δεν είχε συμπληρωθεί έτσι που η απόφαση του Εκλεκτορικού Σώματος δεν μπορούσε από μόνη της να αποτελέσει αντικείμενο αναθεωρητικού ελέγχου. Επομένως ορθά ο αιτητής έχει προσβάλει την απόφαση της Προσωρινής Διοικούσας Επιτροπής, όπως του κοινοποιήθηκε με τη σχετική επιστολή της 19/4/2006.

(ii) Το έννομο συμφέρον του αιτητή.

Έχει επίσης υποβληθεί εκ μέρους του ενδιαφερόμενου μέρους ως προδικαστική ένσταση ο ισχυρισμός ότι ο αιτητής στερείται έννομου συμφέροντος γιατί στην αξιολόγηση του επιστημονικού [*6]του έργου από το Εκλεκτορικό Σώμα κρίθηκε ως μη κατάλληλος για διορισμό στη βαθμίδα του Καθηγητή γιατί είχε περιορισμένη πείρα και επιστημονικά δημοσιεύματα στη Φυτοπαθολογία και γιατί το επιστημονικό του έργο γενικά κρίθηκε ως ανεπαρκές με βάση τα διεθνή πρότυπα και δεν ήταν δυνατό να εκλεγεί έστω και χωρίς ανθυποψήφιο. Εφόσον δε ο αιτητής δεν έχει αμφισβητήσει τις σχετικές κρίσεις του Εκλεκτορικού Σώματος δεν έχει έννομο συμφέρον προσβολής του διορισμού του ενδιαφερόμενου μέρους.

Η προδικαστική ένσταση είναι ανεδαφική. Ο αιτητής με το δεύτερο λόγο ακύρωσης αμφισβητεί την ορθότητα της έκθεσης του Εκλεκτορικού Σώματος καθώς και των σχετικών διαπιστώσεων αναφορικά με την κατοχή των απαιτούμενων προσόντων στα οποία περιλαμβάνεται και ο συγκριτικός πίνακας αξιολόγησης του επιστημονικού έργου των υποψηφίων. Όπως έχει νομολογιακά καθιερωθεί, όταν αμφισβητείται η εκτίμηση της διοίκησης αναφορικά με τα προσόντα ενός υποψηφίου, ο τελευταίος έχει έννομο συμφέρον να επιδιώξει την αναθεώρησή της. (Ιωνά κ.ά. v. Δημοκρατίας (1989) 3(Γ) Α.Α.Δ. 1775). Στην παρούσα υπόθεση εφόσον αμφισβητείται η κρίση του Εκλεκτορικού Σώματος αναφορικά με τα προσόντα του αιτητή, το θέμα της κατοχής των απαιτούμενων προσόντων καθίσταται επίδικο θέμα και ο αιτητής δεν χάνει το έννομο συμφέρον του.

(γ) Η σύνθεση και λειτουργία του Εκλεκτορικού Σώματος.

Η Προσωρινή Διοικούσα Επιτροπή του ΤΕ.ΠΑ.Κ. αποφάσισε ότι οι πέντε Καθηγητές, οι οποίοι θα συγκροτούσαν το Εκλεκτορικό Σώμα για την πλήρωση της θέσης ήταν, (i) η Παναγιώτα Κυριακοπούλου (η οποία ορίστηκε ως Πρόεδρος του Σώματος), (ii) ο John W. Mansfield, (iii) ο Αθανάσιος Παπάς, (iv) ο Peter Mills και (v) ο Mosche Bar Joseph. Η Προσωρινή Διοικούσα Επιτροπή του ΤΕ.ΠΑ.Κ. τους ενημέρωσε για τους υποψήφιους και ότι η αξιολόγηση των υποψηφίων θα γινόταν στην έδρα του ΤΕ.ΠΑ.Κ. στη Λεμεσό μεταξύ 19 - 21/3/2006. Οι συνεντεύξεις των υποψηφίων διεξήχθησαν στις 20/3/2006, όμως στα Παραρτήματα 9 και 10 της ένστασης παρουσιάζονται δύο εκθέσεις. Η πρώτη τιτλοφορείται ως “Evaluation Report”, χωρίς ημερομηνία και ενώ αναφέρεται σε αυτήν ότι υποβάλλεται από το σύνολο των μελών του Εκλεκτορικού Σώματος, φέρει τις μονογραφές σε κάθε σελίδα και υπογραφές στο τέλος του κειμένου μόνο τεσσάρων Καθηγητών. Η έκθεση δεν έχει υπογραφεί από τον Καθηγητή Mansfield, ούτε αναφέρεται σε αυτήν αν το συγκεκριμένο μέλος απουσίαζε. Το δεύτερο έγγραφο που αποτελεί βασικά την πρόταση του Εκλεκτο[*7]ρικού Σώματος τιτλοφορείται ως “Report of the Special Committee for the Appointment of Professor or Associate Professor in the Area of Plant Pathology” και σε αυτό αναφέρεται ότι η σχετική συνεδρία του Σώματος και οι συνεντεύξεις των υποψηφίων έλαβαν χώρα στις 20/3/2006, με τη συμμετοχή τεσσάρων μελών οι οποίοι υπογράφουν την έκθεση. Σημειώνεται ότι στην περίπτωση αυτή η απουσία του Καθηγητή Mansfield αναφέρεται ρητά στο έγγραφο.

Είναι η θέση του αιτητή ότι η απουσία του Καθηγητή Mansfield βρίσκεται σε αντίθεση με το περιεχόμενο της Έκθεσης Αξιολόγησης (Evaluation Report) και εισηγείται ότι η αξιολόγηση δεν έγινε σε κοινή συνεδρία με ταυτόχρονη παρουσία των μελών του Εκλεκτορικού Σώματος, με αποτέλεσμα να έχουν παραβιαστεί οι κανόνες λειτουργίας των συλλογικών οργάνων και της υποχρέωσης τήρησης άρτιων πρακτικών, όπως καθορίζεται στα Αρθρα 20-24 του Ν. 158(Ι)/99. Αντίθετα ο δικηγόρος της καθ’ης η αίτηση ισχυρίζεται ότι όλα τα μέλη του Εκλεκτορικού Σώματος είχαν προσκληθεί δεόντως, ότι υπήρξε απαρτία κατά την κρίσιμη συνεδρία της 20/3/2006, παρά την απουσία του Καθηγητή Mansfield, και ότι για το σκοπό της αξιολόγησης των υποψηφίων είχαν προηγηθεί εξ αποστάσεως διαβουλεύσεις μεταξύ όλων των μελών του Εκλεκτορικού Σώματος.

Ο ισχυρισμός του αιτητή είναι βάσιμος. Είναι γεγονός ότι από την Έκθεση Αξιολόγησης (Evaluation Report) απουσιάζουν διάφορα σημαντικά στοιχεία, όπως η ημερομηνία, πρακτικά και άλλα τα οποία δημιουργούν αβεβαιότητα αναφορικά με τις συνθήκες κάτω από τις οποίες συνεδρίασε το Εκλεκτορικό Σώμα για να καταλήξει στα συμπεράσματα που περιέχονται στην έκθεση. Επιπρόσθετα διάφορες αντιφάσεις στην ίδια την έκθεση αφήνουν ερωτηματικά, ως προς το αν πραγματικά είχε διεξαχθεί κάποια προκαταρκτική συνεδρία του Σώματος μέσα στο χρονικό διάστημα μεταξύ 19 – 21/3/2006 πριν από τη συνεδρία κατά την οποίαν προσήλθαν σε συνέντευξη οι υποψήφιοι. Πιο συγκεκριμένα, στο εισαγωγικό μέρος της έκθεσης αναφέρεται ότι αυτή υποβάλλεται εκ μέρους και των πέντε μελών του Σώματος, τα οποία και κατονομάζονται. Ακολουθεί η συγκριτική παρουσίαση και αξιολόγηση των υποψηφιοτήτων και η έκθεση καταλήγει με την αναφορά ότι υπάρχει πλήρης σύμπτωση απόψεων των πέντε μελών ως προς τις αξιολογήσεις, αλλά τρία από τα μέλη, συμπεριλαμβανομένου του Καθηγητή Mansfield, εξέφρασαν την άποψη ότι και οι δύο υποψήφιοι θα έπρεπε να κληθούν σε συνέντευξη. Όπως έχει ήδη επισημανθεί η πιο πάνω έκθεση φέρει τις υπογραφές μόνο τεσσάρων μελών. Με δεδομένη λοιπόν την απουσία πρακτικού και της [*8]υπογραφής του Καθηγητή Mansfield, οι συνθήκες λήψης των πιο πάνω αποφάσεων δεν είναι καθαρές και παραμένει αβέβαιο αν υπήρξε σύγκληση του Εκλεκτορικού Σώματος ως συλλογικού οργάνου και ταυτόχρονη παρουσία και ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των μελών του. Σύμφωνα με τη νομολογία όχι μόνο όταν ελλείπουν τα στοιχεία αλλά και όταν υπάρχει αβεβαιότητα ως προς το πλαίσιο και τις συνθήκες λήψης της διοικητικής απόφασης η ακύρωση είναι αναπόφευκτη. Η τήρηση πρακτικών και η καταγραφή των ουσιωδών γεγονότων που περιστοιχίζουν τη λήψη της διοικητικής απόφασης αποτελούν υποχρέωση της Διοίκησης που επιβάλλουν οι κανόνες της χρηστής διοίκησης. (Βλ. μεταξύ άλλων Ierides v. Republic (1980) 3 C.L.R. 165 και Angelidou a.ο. v. Republic (1982) 3 C.L.R. 520).

Όπως τονίστηκε στη Χρυσάφη v. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 550, στην οποία τέθηκε ζήτημα σύνθεσης Συμβουλευτικής Επιτροπής,

“Γνωρίζουμε πάντως πως η Έκθεση υπεγράφη μόνο από τα τρία μέλη που διεξήγαγαν την προφορική εξέταση. Επίσης γνωρίζουμε ότι όλες οι σελίδες της έκθεσης, συμπεριλαμβανομένης και της πρώτης σελίδας η οποία αναφέρεται αποκλειστικά στην πρώτη συνεδρία όπου ενδεχομένως να ήταν όλοι παρόντες, φέρουν τις μονογραφές μόνο των εν λόγω τριών μελών.

Την ανεπάρκεια της Έκθεσης, σε ό,τι αφορά την πληροφόρηση ως προς τα όσα ενδιαφέρουν σε σχέση με τη σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, την αναφέρουμε ως μέρος της περιγραφής του προβλήματος. Γιατί και πλήρη στοιχεία να παρείχε, αυτό δεν θα ήταν αρκετό. Η νομολογία απαιτεί σε τέτοιες περιπτώσεις την τήρηση πρακτικών: βλ. Medcon Construction a.o. v. Republic (1968) 3 C.L.R. 535. Το ίδιο και το Αρθρο 24(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99) σύμφωνα με το οποίο:

«24.-(1) Πρέπει να τηρούνται λεπτομερή πρακτικά των συνεδριάσεων των συλλογικών οργάνων, στα οποία να διατυπώνονται με σαφήνεια οι αποφάσεις που λαμβάνονται. Η τήρηση άρτιων πρακτικών είναι υποχρέωση κάθε οργάνου που ασκεί διοικητική λειτουργία.»

Τα πρακτικά αποτελούν, ως η μόνη αυθεντική πηγή για τα όσα συνθέτουν τη διαδικασία, προϋπόθεση της χρηστής διοίκησης. Χωρίς αυτά καθίσταται εν προκειμένω ανέφικτος ο [*9]δικαστικός έλεγχος και η προσβληθείσα διοικητική απόφαση οδηγείται αναπόφευκτα σε ακύρωση.”

Στην παρούσα περίπτωση τα σχετικά πρακτικά αφήνουν πολλά ερωτηματικά και η εικόνα που προκύπτει καθιστά την επίδικη απόφαση τρωτή. Με βάση την κατάληξη αυτή δεν κρίνω σκόπιμο να εξετάσω τους υπόλοιπους λόγους της προσφυγής.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα σε βάρος της καθ’ ης η αίτηση. Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται.

H προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο