Εμπορική Εταιρεία Παλαιχωρίου Λτδ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2009) 4 ΑΑΔ 178

(2009) 4 ΑΑΔ 178

[*178]26 Μαρτίου, 2009

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΛΑΙΧΩΡΙΟΥ ΛΤΔ,

Αιτήτρια,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΑΡΧΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ,

Καθ’ ου η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 842/2007)

 

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Προθεσμία ― Νομολογιακά πορίσματα, ως προς τη φύση και την τήρηση της προθεσμίας και εφαρμογή τους στα γεγονότα της κριθείσας περίπτωσης ― Ειδικά το ζήτημα της αποστολής και λήψης επιστολής, στην οποία περιέχεται η προσβαλλόμενη απόφαση ― Περιστάσεις, υπό τις οποίες η προσφυγή κρίθηκε εκπρόθεσμη.

Κοινότητες ― Ανταποδοτικά τέλη ― Επιβολή και υπολογισμός ― Πτυχές της νομιμότητας της επιβολής των τελών στην κριθείσα περίπτωση ― Ερμηνεία και εφαρμογή των σχετικών προνοιών του περί Κοινοτήτων Νόμου αρ. 66(Ι)/99, σε συνδυασμό με τον περί Ερμηνείας Νόμο, Κεφ. 1.

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Η απαίτηση εξειδίκευσης των λόγων ακυρώσεως στα νομικά σημεία της προσφυγής ― Περιστάσεις της μη τήρησής της στην κριθείσα περίπτωση.

Οι αιτητές επεδίωξαν την ακύρωση των σε βάρος τους επιβληθέντων τελών κοινοτικών υπηρεσιών, σκυβάλων και υδατοπρομήθειας.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

1. Όπως είναι γνωστό και νομολογιακά διαχρονικά διαπιστωμένο, η προθεσμία των 75 ημερών για καταχώρηση προσφυγής είναι ανατρε[*179]πτική, παρέλευση δε του χρόνου καθιστά απαράδεκτη την προσφυγή.  Η προσφυγή έχει καταχωρηθεί εναντίον της απόφασης του καθ’ ου ημερ. 26.3.07, με βάση δε την ημερομηνία αυτή, η τελευταία ημέρα καταχώρησης της προσφυγής ήταν η 9.6.07. Οι αιτητές όμως διατείνονται μέσω του συνηγόρου  τους, ότι η προθεσμία ενεργοποιήθηκε από τις 7.4.07, εφόσον η επιστολή απευθύνθηκε και παραλήφθηκε από τον συνήγορο στις 6.4.07 και επομένως η προθεσμία έληγε, με βάση την εκτίμηση του συνηγόρου, στις 20.6.07. Επομένως, εφόσον η προσφυγή καταχωρήθηκε στις 19.6.07, αυτή ήταν εντός της προθεσμίας. 

    Αποτελεί πράγματι τη σταθερή θέση της νομολογίας, ότι το βάρος απόδειξης περί του εκπροθέσμου της προσφυγής, το έχει εκείνος που το επικαλείται, σε περίπτωση δε αμφιβολίας περί του εμπροθέσμου ή μη, αυτή λύεται πάντοτε υπέρ του αιτητή. Εξαίρεση αποτελεί η περίπτωση της καταχώρησης της προσφυγής μετά πάροδο αρκετών ημερών από τη λήξη της κανονικής προθεσμίας, οπότε εναπόκειται σε εκείνο που προβάλλει τον ισχυρισμό ότι παρέλαβε καθυστερημένα τη γνωστοποίηση της διοικητικής πράξης, να τον αποδείξει. Εφαρμογή έχει σε κανονικές συνθήκες το σχετικό ερμηνευτικό Άρθρο 2 του περί Ερμηνείας Νόμου, Κεφ. 1. Η φράση «in the ordinary course of post», που είναι το Αγγλικό κείμενο στο πιο πάνω ερμηνευτικό άρθρο, σημαίνει τη λήψη της επιστολής σε δύο, τρεις ημέρες, ενώ δεν επιβάλλεται αυτή να ταχυδρομείται με ασφαλισμένο ταχυδρομείο.

    Από το διοικητικό φάκελο και τα όσα τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου ως συνημμένα στην ένσταση, δεν παρουσιάζεται να υπήρξε πρόβλημα με την καθαυτό αποστολή της επιστολής ημερ. 26.3.07 και δεν μπορεί, χωρίς την προσαγωγή μαρτυρίας, να γίνει δεκτός ο ισχυρισμός ότι η επιστολή παραλήφθηκε σε χρόνο άλλο από τον συνήθη, δηλαδή μετά παρέλευση περίπου δέκα ημερών. 

    Ενόψει των πιο πάνω η προδικαστική ένσταση επιτυγχάνει, η δε προσφυγή πρέπει να απορριφθεί ως εκπρόθεσμη.

2. Χάριν ολοκλήρωσης όμως του σκεπτικού, έστω και συνοπτικά, θα εξεταστούν και οι υπόλοιποι λόγοι της προσφυγής. Το ζήτημα της κακής σύνθεσης δεν μπορεί καν να εξεταστεί, γιατί δεν τέθηκε τέτοιος νομικός λόγος στην ίδια την προσφυγή κατά παράβαση των επιτακτικών προνοιών του Καν. 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962. Η πιο πάνω πρόνοια είναι επιτακτική και διαχρονικά η νομολογία έχει καθορίσει την αναγκαιότητα συμμόρφωσης με αυτήν.

[*180]3.       Όσον αφορά τον ισχυρισμό, ότι το Συμβούλιο και κατ’ επέκταση ο καθ’ ου η αίτηση, δεν εφάρμοσε τις ρητές διατάξεις του Άρθρου 83(ιζ) του Νόμου 86(Ι)/99, παρατηρείται ότι το Συμβούλιο δεν ήταν υποχρεωμένο να προβεί σε οποιαδήποτε εκτίμηση της αξίας της περιουσίας, ούτε και να λάβει υπόψη την εκτιμημένη αξία της περιουσίας αυτής, εφόσον εκείνο το οποίο αναφέρεται στο σχετικό εδάφιο είναι η υποχρέωση του Συμβουλίου να υπολογίσει την ετήσια εισφορά, ανάλογα με την περιουσία που έχει ο κάτοχος. Ο υπολογισμός, εφόσον δεν καθορίζεται ρητά ότι συναρτάται προς την εκτιμημένη αξία, μπορεί να γίνει με διάφορους τρόπους, με την προϋπόθεση ότι αυτοί είναι εύλογοι και δεν απολήγουν σε παράδοξα αποτελέσματα.

4. Ως προς την αιτιολογία, είναι σαφές ότι αυτή είναι επαρκής εφόσον καταγράφει ότι σύμφωνα με το Νόμο υπάρχει εξουσία για επιβολή φορολογιών με βάση την κατοχή περιουσίας στην κοινότητα, ότι τα τέλη υδατοπρομήθειας και σκυβάλων είναι ανταποδοτικά για υπηρεσίας που προσφέρει το Συμβούλιο και ότι οι φορολογίες αποφασίστηκαν σε αριθμό συνεδριών στις οποίες και παραπέμπει. 

5. Ο καθ’ ου η αίτηση προέβηκε σε εκείνη την έρευνα που ήταν αναγκαία, εφόσον ήλεγξε τη νομιμότητα των αποφάσεων του Συμβουλίου, ως η πρόνοια του Άρθρου 42. Ο έλεγχος της νομιμότητας δεν συνεπάγεται και εγκριτική πράξη του καθ’ ου η αίτηση.  Εν πάση περιπτώσει, η προθεσμία των 15 ημερών για αποστολή των σχετικών πρακτικών στον Έπαρχο με βάση το Άρθρο 42, πρέπει να θεωρείται ενδεικτική, χωρίς η μη τήρηση της προθεσμίας να επιφέρει, εκ του Νόμου, ακυρότητα ή να καθιστά ανίσχυρο το περιεχόμενο των ληφθεισών αποφάσεων.

6. Όσον αφορά την κατ’ ισχυρισμόν μη πρόβλεψη από ειδικούς κανονισμούς, της δυνατότητας επιβολής τελών υδατοπρομήθειας και σκυβάλων, επειδή δεν δίνεται απευθείας εξουσία από τις αντίστοιχες παρ. (α) και (στ) του Άρθρου 82 του Νόμου, κρίνεται ότι αυτά τα τέλη είναι καθαρά ανταποδοτικά. Τα ανταποδοτικά τέλη, ως είναι βεβαίως και τα εδώ επιβληθέντα τέλη ύδρευσης και σκυβάλων, δεν προϋποθέτουν χρήση των υπηρεσιών για τις οποίες και επιβάλλονται. Τα ανταποδοτικά τέλη ενυπάρχουν εγγενώς ως εκ της φύσεως των παρεχομένων από τις παρ. (α) και (στ) του Άρθρου 82, υπηρεσιών.  Βεβαίως, η έκδοση κανονισμών κάτω από το άρθρο 116 θα ήταν ορθότερη, ώστε να υπάρχουν τα δεδομένα του καθορισμού των επιμέρους κριτηρίων, αλλά όπως αναφέρεται και στην απόφαση της Ολομέλειας Δημοκρατία ν. Εταιρείας Κώστα Γ. Τύμβιου Λτδ (1994) 3 Α.Α.Δ. 553, η διοίκηση δεν υποχρεώνεται κατά κανόνα να χρησιμοποιεί τη νομοθετική εξουσιοδότηση προς έκδοση κανονισμών, η [*181]οποία έχει ευχέρεια στην έκδοση ή μη κανονιστικής διάταξης.

Η προσφυγή απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Πατάτας v. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 248,

HadjiGavriel v. Republic (1986) 3(Α) C.L.R. 52,

Latifundia Properties Ltd v. Ψακή κ.ά. (2003) 1 Α.Α.Δ. 670,

Θεμιστοκλέους v. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 415,

Theodorou v. The Abbot of Kykko Monastery Mr. Chrysostomos a.ο. (1965) 1 C.L.R. 9,

Bantas v. Δημοκρατίας (2007) 4 Α.Α.Δ. 610,

Δημοκρατία v. Κουκκουρή κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598,

Κωνσταντίνου κ.ά. v. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 384,

Ιωάννου v. Συμβουλίου Βελτιώσεως Αυγόρου, Υπόθ. Αρ. 1105/99, ημερ. 9.10.2000,

Τσιολή κ.ά. v. Επάρχου Λευκωσίας κ.ά. (2007) 3 Α.Α.Δ. 522,

Δημοκρατία κ.ά. v. Εταιρείας Κώστα Γ. Τύμβιου Λτδ (1994) 3 Α.Α.Δ. 553,

Δ. Νικολάου & Υιοί Λτδ v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 300.

Προσφυγή.

Γ. Καραπατάκης, για την Αιτήτρια.

Κ. Σταυρινός, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τον Καθ’ ου η αίτηση.

Κ. Χρυσοστομίδης & Σία, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

Cur. adv. vult.

[*182]ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Το Κοινοτικό Συμβούλιο Παλαιχωρίου Ορεινής (εφεξής «το Συμβούλιο»), επέβαλε στους αιτητές τέλη κοινοτικών υπηρεσίων, σκυβάλων και υδατοπρομήθειας για το 2006, £30, £60 και £20, αντίστοιχα, (εφεξής συλλογικά «τα τέλη»). Η απόφαση του Συμβουλίου λήφθηκε στις συνεδρίες αυτού ημερ. 25.1.06, 17.11.06, 24.11.06, 29.11.06 και 2.12.06, έγινε δε σύμφωνα με τον οικείο Νόμο έλεγχος της νομιμότητας των αποφάσεων του από τον Έπαρχο Λευκωσίας, καθ’ ου η αίτηση, σχετική δε ενημερωτική επιστολή αποστάληκε στους αιτητές.

Στις 30.1.07 υπεβλήθη προσφυγή στον καθ’ ου εναντίον της νομιμότητας των επιβληθέντων τελών, η οποία όμως απορρίφθηκε με απόφαση του καθ’ ου ημερ. 26.3.07, η οποία παραλήφθηκε από το δικηγόρο των αιτητών στις 6.4.07. Εγείρεται στην ένσταση προδικαστικό ζήτημα ως προς το εκπρόθεσμο της προσφυγής που καταχωρήθηκε στις 19.6.07, επί το ότι αυτή καταχωρήθηκε δέκα ημέρες μετά τη λήξη της προθεσμίας στις 9.6.07, με αναφορά βεβαίως στην ημερομηνία της απορριπτικής απάντησης του καθ’ ου. Αντίθετα ο συνήγορος των αιτητών διατείνεται ότι παρέλαβε ο ίδιος προσωπικά την επιστολή μόλις στις 6.4.07, αφότου και άρχιζε να τρέχει η προθεσμία των 75 ημερών.

Ανεξάρτητα από την πιο πάνω προδικαστική ένσταση, οι αιτητές προσβάλλουν την απόφαση επί τω ότι δεν διενεργήθηκε από το Συμβούλιο οποιαδήποτε έρευνα προς εκτίμηση της αξίας της περιουσίας των αιτητών, πριν την επιβολή σε αυτούς των επιδίκων τελών, ο δε καθ’ ου εξετάζοντας την προσφυγή δεν διενήργησε οποιαδήποτε δική του έρευνα. Οι αιτητές διατείνονται ότι δεν ακολουθήθηκε το κριτήριο που καθορίζει το Άρθρο 83(ιζ) του περί Κοινοτήτων Νόμου αρ. 86(Ι)/99 (εφεξής «ο Νόμος»), όπως τροποποιήθηκε, και, το οποίο προβλέπει ότι τα τέλη επιβάλλονται με βάση την αξία της περιουσίας κάθε κατόχου αυτής εντός της γεωγραφικής περιφέρειας του Συμβουλίου, το οποίο και δεν προέβηκε σε οποιαδήποτε εκτίμηση αυτής της αξίας. Περαιτέρω, διαπιστώνεται κακή σύνθεση του Συμβουλίου, αυτής αναδυομένης από τα πρακτικά από τα οποία φαίνεται ότι από τα επτά μέλη παρόντα ήταν σε κάθε συνεδρία πέντε εξ αυτών και σε μια έξι μέλη. Παρόλον που υποδείχθηκε το ζήτημα της κακής σύνθεσης κατά την προσφυγή στον καθ’ ου, αυτός απέτυχε να εντοπίσει το πρόβλημα και να ανακαλέσει τις παράνομες αποφάσεις του Συμβουλίου. Σύμφωνα με το συνήγορο των αιτητών, υπήρχε μέλος του Συμβουλίου το οποίο για πρώτη φορά συμμετείχε στη συνεδρία ημερ. 29.11.06, χωρίς να είχε ενημερωθεί για τις προηγούμενες συνεδρίες και σε αυτή την τελευταία συνεδρία ήταν που λήφθηκε και η απόφαση για [*183]την επιβολή των τελών. Αναιτιολόγητη όμως είναι και η απόφαση του καθ’ ου, ο οποίος και απέτυχε να ελέγξει τη νομιμότητα των αποφάσεων του Κοινοτικού Συμβουλίου, εφόσον δεν υπήρχαν τα σχετικά πρακτικά ενώπιόν του, τα οποία και έδιναν το όλο ιστορικό. Τέλος, δεν υπάρχει νόμιμη επιβολή τέλους υδατοπρομήθειας και σκυβάλων, εφόσον το Αρθρο 82 εδάφια (α) και (στ), δεν παρέχουν δικαίωμα στο ίδιο το Συμβούλιο να επιβάλει τέτοιο τέλος, παρά μόνο στη βάση θέσπισης σχετικών κανονισμών, οι οποίοι όμως ουδέποτε εκδόθηκαν.

Σε απάντηση όλων των πιο πάνω, ο δικηγόρος του καθ’ ου επικαλείται, όσον αφορά την προδικαστική ένσταση, τη νομολογία ότι είναι οι αιτητές που θα έπρεπε να αποδείξουν τον ισχυρισμό ότι η επίδικη επιστολή παραλήφθηκε μετά πάροδο 11 ημερών από την ημερομηνία που αναγράφεται σ’ αυτή και θα έπρεπε προς τούτο να καταχωρηθεί είτε σχετική ένορκη δήλωση, είτε να προσαχθεί προφορική μαρτυρία. Κατά τα υπόλοιπα, το Συμβούλιο είχε προβεί σε υπολογισμό της αξίας της περιουσίας των αιτητών με βάση τα ισχύοντα για το 2005, δηλαδή με χρησιμοποίηση του ίδιου καταλόγου και με εφαρμογή των ιδίων κριτηρίων και επομένως δεν υπήρξε οποιαδήποτε αυθαίρετη ενέργεια στην επιβολή των τελών. Όσον αφορά τον ισχυρισμό της κακής σύνθεσης, αυτός δεν καταγράφεται στα νομικά σημεία της προσφυγής, αλλά και δεν είναι ορθή η θέση των αιτητών ότι για πρώτη φορά στη συνεδρία ημερ. 29.11.06 παρουσιάστηκε νέο μέλος. Ούτε επίδικος είναι ο ισχυρισμός περί μη ύπαρξης πρακτικών ενώπιον του καθ’ ου, ενώ όλα τα πρακτικά λήφθηκαν από τον καθ’ ου, σύμφωνα με σχετική σφραγίδα της Επαρχιακής Διοίκησης, στις 26.3.07. Περαιτέρω, η απόφαση είναι πλήρως αιτιολογημένη και εν πάση περιπτώσει συμπληρώνεται από τα στοιχεία του φακέλου, υπάρχει δε δικαίωμα επιβολής των τελών διότι αυτά είναι ανταποδοτικά τέλη για τις υπηρεσίες υδατοπρομήθειας και σκυβάλων που οι αιτητές έλαβαν, ενώ η έκδοση κανονισμών δεν είναι υποχρεωτική, αλλά ανάγεται στην ευχέρεια της οικείας τοπικής διοίκησης.

Τα πιο πάνω αποτελούν στην ουσία και τους ισχυρισμούς που προβάλλει στη δική του αγόρευση και το Συμβούλιο ως ενδιαφερόμενο μέρος.

Προέχει προς εξέταση η προδικαστική ένσταση η οποία κρίνεται ορθή. Όπως είναι γνωστό και νομολογιακά διαχρονικά διαπιστωμένο, η προθεσμία των 75 ημερών για καταχώρηση προσφυγής είναι ανατρεπτική, παρέλευση δε του χρόνου καθιστά απαράδεκτη την προσφυγή. Η προσφυγή έχει καταχωρηθεί εναντίον της από[*184]φασης του καθ’ ου ημερ. 26.3.07, με βάση δε την ημερομηνία αυτή, η τελευταία ημέρα καταχώρησης της προσφυγής ήταν η 9.6.07. Οι αιτητές όμως διατείνονται μέσω του συνηγόρου τους ότι η προθεσμία ενεργοποιήθηκε από τις 7.4.07, εφόσον η επιστολή απευθύνθηκε και παραλήφθηκε από τον συνήγορο στις 6.4.07 και επομένως η προθεσμία έληγε, με βάση την εκτίμηση του συνηγόρου, στις 20.6.07. Επομένως εφόσον η προσφυγή καταχωρήθηκε στις 19.6.07, αυτή ήταν εντός της προθεσμίας. Ο κ. Σταυρινός εισηγείται εκ μέρους του καθ’ ου ότι με βάση τη νομολογία ήταν οι αιτητές που θα έπρεπε, εφόσον καταχώρησαν την προσφυγή μετά την περίοδο των 75 ημερών, να αποδείξουν τον ισχυρισμό, είτε με ένορκη δήλωση, είτε με προφορική μαρτυρία ότι υπήρξε καθυστέρηση στην παραλαβή της επιστολής από το δικηγόρο τους.

Αποτελεί πράγματι τη σταθερή θέση της νομολογίας ότι το βάρος απόδειξης περί του εκπροθέσμου της προσφυγής το έχει εκείνος που το επικαλείται, σε περίπτωση δε αμφιβολίας περί του εμπροθέσμου ή μη, αυτή λύεται πάντοτε υπέρ του αιτητή.  Εξαίρεση αποτελεί η περίπτωση της καταχώρησης της προσφυγής μετά πάροδο αρκετών ημερών από τη λήξη της κανονικής προθεσμίας, οπότε εναπόκειται σε εκείνο που προβάλλει τον ισχυρισμό ότι παρέλαβε καθυστερημένα τη γνωστοποίηση της διοικητικής πράξης, να τον αποδείξει. Στην Πατάτας v. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 248, απορρίφθηκε η προσφυγή εφόσον ο αιτητής δεν προσήγαγε κανένα στοιχείο μαρτυρίας προς υποστήριξη του ισχυρισμού του ότι η επιστολή είχε ληφθεί σε συγκεκριμένη ημερομηνία. Με αναφορά και στη HadjiGavriel v. Republic (1986) 3(Α) C.L.R. 52, επαναβεβαιώθηκε ότι το ζήτημα της τήρησης της προθεσμίας αποτελεί ζήτημα δημοσίου συμφέροντος και μπορεί να εξετάζεται και αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο, εναπόκειτο δε στον αιτητή να δείξει ότι η συγκεκριμένη επιστολή που περιείχε τη διοικητική πράξη είχε παραληφθεί σε χρόνο αργότερο από αυτόν που θεωρείτο εύλογος υπό τις περιστάσεις. Εφαρμογή έχει σε κανονικές συνθήκες το σχετικό ερμηνευτικό Άρθρο 2 του περί Ερμηνείας Νόμου, Κεφ. 1, το οποίο καθορίζει ότι όπου έγγραφο επιτρέπεται να επιδίδεται ή να δίνεται ή να αποστέλλεται με ταχυδρομείο, τότε «..... λογίζεται ότι γίνεται με την κανονική αποστολή, προπληρωμή και ταχυδρόμηση επιστολής που περιέχει το έγγραφο και εκτός εάν αποδεικνύεται το αντίθετο, ότι επιτεύχθηκε κατά το χρόνο κατά τον οποίο η επιστολή θα παραδινόταν με τη συνηθισμένη πορεία του ταχυδρομείου.». Η φράση «in the ordinary course of post», που είναι το Αγγλικό κείμενο στο πιο πάνω ερμηνευτικό άρθρο, σημαίνει τη λήψη της επιστολής σε δύο, τρεις ημέρες, ενώ δεν επι[*185]βάλλεται αυτή να ταχυδρομείται με ασφαλισμένο ταχυδρομείο (δέστε Latifundia Properties Ltd v. Ψακή κ.ά. (2003) 1 Α.Α.Δ. 670 και Θεμιστοκλέους v. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 415).

Στη Theodorou v. The Abbot of Kykko Monastery Mr. Chrysostomos a.ο. (1965) 1 C.L.R. 9, αποφασίστηκε ότι εφόσον μια επιστολή έχει ταχυδρομηθεί και δεν έχει επιστραφεί, αυτό συνιστά εκ πρώτης όψεως απόδειξη παράδοσης στο πρόσωπο του παραλήπτη. Στη Θεμιστοκλέους v. Δημοκρατίας – πιο πάνω – αμφισβητήθηκε, όπως και εδώ, ότι οι δικηγόροι του εφεσείοντος είχαν παραλάβει έγκαιρα την εκεί επιστολή. Δεν ανατράπηκε όμως το τεκμήριο της λήψης στην κανονική πορεία του ταχυδρομείου της επιστολής με οποιαδήποτε μαρτυρία και με αναφορά στις προαναφερθείσες αυθεντίες, θεωρήθηκε ο περί του αντιθέτου ισχυρισμός ατεκμηρίωτος με αποτέλεσμα την απόρριψη της έφεσης. Σχετική είναι και η υπόθεση Bantas v. Δημοκρατίας (2007) 4 Α.Α.Δ. 610.

Από το διοικητικό φάκελο και τα όσα τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου ως συνημμένα στην ένσταση, δεν παρουσιάζεται να υπήρξε πρόβλημα με την καθαυτό αποστολή της επιστολής ημερ. 26.3.07 (Παράρτημα Χ1 στην ένσταση), η οποία και απευθυνόταν στο δικηγόρο των αιτητών αναφέροντας ταχυδρομική  θυρίδα και ταχυδρομικό κώδικα. Ο κ. Καραπατάκης δεν αμφισβήτησε την ορθότητα των στοιχείων που αναγράφηκαν στην επιστολή και δεν μπορεί, χωρίς την προσαγωγή μαρτυρίας, να γίνει δεκτός ο ισχυρισμός ότι η επιστολή παραλήφθηκε σε χρόνο άλλο από τον συνήθη, δηλαδή μετά παρέλευση περίπου δέκα ημερών. Ούτε μπορεί να ληφθούν υπόψη τα όσα αναφέρονται στη σελ. 5 της αγόρευσης ότι λόγω της Μεγάλης Εβδομάδας υπήρχε αυξημένη εργασία στα ταχυδρομεία και άρα καθυστέρηση στη λήψη της επιστολής.  Ο περαιτέρω ισχυρισμός που καταγράφεται στην απαντητική γραπτή αγόρευση, σελ. 4, ότι είναι ανεπίτρεπτο για δικηγόρο να μετατρέπεται σε μάρτυρα τη στιγμή που χειρίζεται και την προσφυγή, δεν μπορεί να χρησιμοποιείται από τον ίδιο ως ασπίδα ή δικαιολογία για τη μη προσαγωγή μαρτυρίας, διότι θα μπορούσε κάλλιστα να χειριστεί την υπόθεση άλλος δικηγόρος ώστε να δινόταν η πρέπουσα μαρτυρία προς απόδειξη του σχετικού ισχυρισμού.

Ενόψει των πιο πάνω η προδικαστική ένσταση επιτυγχάνει, η δε προσφυγή πρέπει να απορριφθεί ως εκπρόθεσμη.

Χάριν ολοκλήρωσης όμως του σκεπτικού, έστω και συνοπτικά, θα εξεταστούν και οι υπόλοιποι λόγοι της προσφυγής.  Προε[*186]ξάρχουσα θέση σ’ αυτούς έχει η εγερθείσα κακή σύνθεση του Συμβουλίου με την παρουσίαση του μέλους Άγγελου Αγαθαγγέλου στη συνεδρία ημερ. 29.11.06 (Παράρτημα 3 στην ένσταση).  Κατά πρώτο λόγο, όμως, το ζήτημα δεν μπορεί καν να εξεταστεί γιατί ορθά ο κ. Σταυρινός εντοπίζει ότι δεν τέθηκε τέτοιος νομικός λόγος στην ίδια την προσφυγή κατά παράβαση των επιτακτικών προνοιών του Καν. 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962. Η πιο πάνω πρόνοια είναι επιτακτική και διαχρονικά η νομολογία έχει καθορίσει την αναγκαιότητα συμμόρφωσης με αυτήν. (Δημοκρατία v. Κουκκουρή κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598 και Κωνσταντίνου κ.ά. v. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 384). Πρόσθετα, ακριβώς επειδή η νόμιμη σύνθεση είναι θέμα δημόσιας τάξης που άπτεται της εγκυρότητας της αρμοδιότητας του λαμβάνοντος την απόφαση οργάνου, είναι που πρέπει να τίθεται με ιδιαίτερη ακρίβεια στους νομικούς λόγους της προσφυγής. Αλλά και επί της ουσίας, το ίδιο το Παράρτημα ΙΙΙ σαφώς καταγράφει την απουσία του Άγγελου Αγαθαγγέλου από την εκεί συνεδρία, ενώ είναι πάνω στην κατ’ ισχυρισμόν εκ των υστέρων παρουσία του σ’ αυτήν που ο κ. Καραπατάκης έκτισε το σχετικό επιχείρημα. Παρόμοια, ούτε επίδικος είναι ο σχετικός ισχυρισμός ότι ο καθ’ ου δεν είχε ενώπιον του το πρακτικό του Συμβουλίου ημερ. 9.11.06 και πάλι κατά παράβαση του Καν. 7 ανωτέρω. Εν πάση όμως περιπτώσει, το σχετικό πρακτικό κατατέθηκε ως μέρος του διοικητικού φακέλου Τεκμ. «Α» κατά τις διευκρινίσεις ως κυανούν 371, και, από τη σχετική αλληλογραφία που υπάρχει στο φάκελο (κυανούν αρ. 369 και 372), προκύπτει ότι το πρακτικό αυτό υπήρχε, εξ ου και διαβιβάστηκε στο Γενικό Εισαγγελέα από τον ίδιον τον Έπαρχο. Επομένως φαίνεται να τηρήθηκε και η πρόβλεψη του Άρθρου 42 του Νόμου. Περαιτέρω, είναι φανερό από τη διατύπωση των πρακτικών ημερ. 17.22.06, 24.11.06 και 29.11.06, ότι η τελική απόφαση για τη φορολογία λήφθηκε στην τελευταία συνεδρία ημερ. 29.11.06, ως αποτέλεσμα των όσων είχαν προηγηθεί, το δε πρακτικό ημερ. 9.11.06, στο οποίο δόθηκε τόση σημασία, απλώς ανέφερε ότι για τις φορολογίες του 2006, το Συμβούλιο είχε ενημερωθεί για τη γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα ως προς τη νομιμότητα των επιβληθεισών φορολογιών για το 2005. Σαφώς δε καταγράφεται ότι το Συμβούλιο είχε αρχίσει τη συζήτηση για τις φορολογίες που θα επέβαλλε το 2006, ότι θα τηρούνταν τα ίδια ουσιαστικά κριτήρια όπως το 2005, και ο Πρόεδρος θα προέβαινε σε προεργασία για συνέχιση της συζήτησης στην επόμενη συνεδρία ημερ. 17.11.06.

Όσον αφορά τον ισχυρισμό ότι το Συμβούλιο και κατ’ επέκταση ο καθ’ ου, δεν εφάρμοσε τις ρητές διατάξεις του Άρθρου [*187]83(ιζ) του Νόμου, ως προς το κριτήριο της επιβολής της ετήσιας εισφοράς για την παροχή κοινοτικών υπηρεσιών «..... σε κάθε κάτοχο περιουσίας που βρίσκεται στην κοινότητα, η οποία υπολογίζεται από το Συμβούλιο σύμφωνα με την περιουσία κάθε τέτοιου κατόχου», παρατηρείται ότι το Συμβούλιο δεν ήταν υποχρεωμένο να προβεί σε οποιαδήποτε εκτίμηση της αξίας της περιουσίας, ούτε και να λάβει υπόψη την εκτιμημένη αξία της περιουσίας αυτής, εφόσον εκείνο το οποίο αναφέρεται στο σχετικό εδάφιο είναι η υποχρέωση του Συμβουλίου να υπολογίσει την ετήσια εισφορά, ανάλογα με την περιουσία που έχει ο κάτοχος. Ο υπολογισμός, εφόσον δεν καθορίζεται ρητά ότι συναρτάται προς την εκτιμημένη αξία, μπορεί να γίνει με διάφορους τρόπους, με την προϋπόθεση ότι αυτοί είναι εύλογοι και δεν απολήγουν σε παράδοξα αποτελέσματα. Συνάγεται, λοιπόν, ότι με αυτό το δεδομένο δεν χρειαζόταν περαιτέρω έρευνα εφόσον χρησιμοποιήθηκαν από το Συμβούλιο οι αξίες του 2005, όπως καταγράφεται στα σχετικά πρακτικά ημερ. 17.11.06 (Παράρτημα Ι) και ημερ. 25.1.06 (Παράρτημα V). Επομένως, υπήρχε δεδομένο κριτήριο με βάση το οποίο το Συμβούλιο καθόρισε την περιουσία και κατ’ επέκταση τη σχετική φορολογία. Η υπόθεση Ιωάννου v. Συμβουλίου Βελτιώσεως Αυγόρου, Yπόθ. Aρ. 1105/99, ημερ. 9.10.2000, δεν είναι σχετική εφόσον τα γεγονότα εκεί ήταν διάφορα, δεν είχε δε γίνει έρευνα αναφορικά με την αξία της περιουσίας του αιτητή ώστε να είχε έρεισμα η απόφαση του εκεί Συμβουλίου για κατάταξη του αιτητή σε συγκεκριμένη κατηγορία, με ανάλογη βεβαίως εισφορά.

Τα υπόλοιπα εγερθέντα θέματα αφορούν την κατ’ ισχυρισμό έλλειψη αιτιολογίας και ότι ο καθ’ ου λανθασμένα δεν έκαμε δική του έρευνα, λειτουργώντας ταυτόχρονα υπό καθεστώς νομικής και πραγματικής πλάνης ως προς τη μη ακύρωση της απόφασης του Συμβουλίου.  Ως προς την αιτιολογία είναι σαφές ότι αυτή είναι επαρκής εφόσον καταγράφει ότι σύμφωνα με το Νόμο υπάρχει εξουσία για επιβολή φορολογιών με βάση την κατοχή περιουσίας στην κοινότητα, ότι τα τέλη υδατοπρομήθειας και σκυβάλων είναι ανταποδοτικά για υπηρεσίας που προσφέρει το Συμβούλιο και ότι οι φορολογίες αποφασίστηκαν σε αριθμό συνεδριών στις οποίες και παραπέμπει. Η παραπομπή ακριβώς στις συνεδρίες ημερ. 17.11.06, 24.11.06, 29.11.06 και 2.12.06, δίνει το δικαίωμα αναδρομής στον ίδιο το διοικητικό φάκελο από όπου και συμπληρώνεται η αιτιολογία, κατ’ εφαρμογή και του Άρθρου 29 του Νόμου 158(Ι)/99, ενώ όπως ορθά παρατηρεί και ο συνήγορος του καθ’ ου, δεν απαιτείται εκ του Νόμου οποιαδήποτε παροχή ιδιαίτερης αιτιολογίας για την επιβολή των φορολογιών που αποτελεί μια από τις εξουσίες και καθήκοντα που [*188]έχει το Συμβούλιο δυνάμει των Αρθρων 82 και 83.

Είναι πρόδηλο επίσης με τα όσα έχουν λεχθεί προηγουμένως, ότι ο καθ’ ου προέβηκε σε εκείνη την έρευνα που ήταν αναγκαία, εφόσον ήλεγξε τη νομιμότητα των αποφάσεων του Συμβουλίου ως η πρόνοια του Άρθρου 42, όπως προκύπτει από τη σφραγίδα στο Παράρτημα 1 της ένστασης (πρακτικά του Συμβουλίου ημερ. 17.11.06), που δείχνει ότι τα πρακτικά λήφθηκαν στις 26.3.07 και όχι στις 21.5.07, όπως εισηγήθηκε ο κ. Καραπατάκης, χωρίς όμως και τεκμηρίωση. Άλλωστε αν είχαν ληφθεί στην ημερομηνία που υπέδειξε ο συνήγορος της αιτήτριας, δεν θα υπήρχε αναφορά στα σχετικά πρακτικά στην ίδια την προσβαλλόμενη πράξη.  Σημειώνεται ότι ο έλεγχος της νομιμότητας δεν συνεπάγεται και εγκριτική πράξη του καθ’ ου. (Δέστε Τσιολή κ.ά. ν. Επάρχου Λευκωσίας κ.ά. (2007) 3 Α.Α.Δ. 522, σελ. 530).

Εν πάση περιπτώσει, ορθά ο κ. Σταυρινός εισηγείται ότι η προθεσμία των 15 ημερών για αποστολή των σχετικών πρακτικών στον Έπαρχο με βάση το Άρθρο 42, πρέπει να θεωρείται ενδεικτική χωρίς η μη τήρηση της προθεσμίας να επιφέρει, εκ του Νόμου, ακυρότητα ή να καθιστά ανίσχυρο το περιεχόμενο των ληφθεισών αποφάσεων, ως περιέχονται στα πρακτικά. Με άλλα λόγια, η παρέλευση της τυπικής προθεσμίας των 15 ημερών, δεν θα μπορούσε να αλλοιώσει την καθαυτή ουσιαστική εγκυρότητα της ίδιας της απόφασης.

Όσον αφορά την κατ’ ισχυρισμόν μη πρόβλεψη από ειδικούς κανονισμούς της δυνατότητας επιβολής τελών υδατοπρομήθειας και σκυβάλων, επειδή δεν δίνεται απευθείας εξουσία από τις αντίστοιχες παρ. (α) και (στ) του Άρθρου 82 του Νόμου, κρίνεται ότι αυτά τα τέλη είναι καθαρά ανταποδοτικά τα οποία και εξηγούνται στο σύγγραμμα του Ε. Σπηλιωτοπούλου: Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίο, 12η έκδ. Τόμος 1, σελ. 334, παρ. 319, να είναι «.... το βάρος που επιβάλλεται ως αντάλλαγμα μιας ειδικής συγκεκριμένης υπηρεσίας που παρέχεται από τον δήμο ή την κοινότητα σε κάθε ένα από τους δημότες ή τους κατοίκους ...... Ανταποδοτικά είναι τα τέλη καθαριότητας, .... τα τέλη χρήσης υπονόμων ..... και τα τέλη ύδρευσης ....». Τα ανταποδοτικά τέλη, ως είναι βεβαίως και τα εδώ επιβληθέντα τέλη ύδρευσης και σκυβάλων, δεν προϋποθέτουν χρήση των υπηρεσιών για τις οποίες και επιβάλλονται με την προϋπόθεση ότι υπάρχει «..... η τήρησις αναλογίας και προσήκοντος μέτρου». (Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 150). Έπεται, ότι τα ανταποδοτικά τέλη ενυπάρχουν εγγενώς ως εκ της φύσεως των παρεχομένων από τις παρ. (α) και (στ) του Άρθρου [*189]82, υπηρεσιών. Και περαιτέρω, υπό μια διευρευμένη έννοια, τα τέλη υδατοπρομήθειας και σκυβάλων υπάγονται στην έννοια των «κοινοτικών υπηρεσιών» που προβλέπει το Άρθρο 83(ιζ), ιδιαίτερα έχοντας υπόψη τον ορισμό της φράσης αυτής στο ερμηνευτικό Αρθρο 2 του Νόμου, που καθορίζει την έννοια της να «...... σημαίνει όλες τις υπηρεσίες που παρέχει προς το κοινό το Συμβούλιο ......».

Βεβαίως, η έκδοση κανονισμών κάτω από το Αρθρο 116 θα ήταν ορθότερη ώστε να υπάρχουν τα δεδομένα του καθορισμού των επιμέρους κριτηρίων, αλλά όπως αναφέρεται και στην απόφαση της Ολομέλειας Δημοκρατία κ.ά. v. Εταιρείας Κώστα Γ. Τύμβιου Λτδ (1994) 3 Α.Α.Δ. 553, η διοίκηση δεν υποχρεώνεται κατά κανόνα να χρησιμοποιεί τη νομοθετική εξουσιοδότηση προς έκδοση κανονισμών, η οποία έχει ευχέρεια στην έκδοση ή μη κανονιστικής διάταξης. Περαιτέρω, έχει κριθεί από την Ολομέλεια ότι «Ο καταρτισμός και η έκδοση νομοθεσίας, τόσο σε πρώτο όσο και σε δεύτερο βαθμό, συνιστά νομοθετική αρμοδιότητα, εκτός του πεδίου δικαιοδοσίας του Άρθρου 146 του Συντάγματος.». (Δέστε Δ. Νικολάου & Υιοί Λτδ v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 300, σελ. 306). Αυτός είναι ο γενικός κανόνας προς εφαρμογή, εκτός αν παρατηρείται συστηματική πρόθεση από πλευράς της διοίκησης να καταστήσει ανεφάρμοστο αυτόν τούτο το νόμο, ιδιαιτέρως όταν ο νόμος και η εφαρμογή του εξαρτάται από τον καθορισμό δικαιωμάτων μέσω της κανονιστικής πράξης (δέστε Τόμος Τιμητικός του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1979, σελ. 594-595).

Ενόψει όλων των ανωτέρω, η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη με €1.200 έξοδα υπέρ του καθ’ ου και εναντίον της αιτήτριας. Καμιά διαταγή εξόδων ως προς το Ενδιαφερόμενο μέρος.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο