Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Αντέννα Λίμιτεδ ν. (Αρ. 1) (2009) 4 ΑΑΔ 296

(2009) 4 ΑΑΔ 296

[*296]14 Μαΐου 2009

[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤAΓΜΑΤΟΣ

ΑΝΤΕΝΝΑ ΛΙΜΙΤΕΔ,

Αιτήτρια,

v.

ΑΡΧΗΣ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΚΥΠΡΟΥ (ΑΡ. 1),

Καθ’ ης η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 1310/2007)

 

Διοικητικό Όργανο ― Συλλογικά όργανα ― Η απαίτηση τήρησης άρτιων πρακτικών των συνεδριών τους ― Περιστάσεις, υπό τις οποίες κρίθηκαν έγκυρα τα πρακτικά στην εξετασθείσα υπόθεση.

Διοικητικό Όργανο ― Συλλογικά όργανα ― Σύνθεση ― Ειδικά η απαίτηση πρόσκλησης όλων των μελών σε συνεδρία ― Περιστάσεις, υπό τις οποίες κρίθηκε νομότυπη η πρόσκληση των μελών στην εξετασθείσα υπόθεση.

Διοικητικό Όργανο ― Συλλογικά όργανα ― Σύνθεση ― Η περίπτωση εφαρμογής του Άρθρου 22 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου αρ. 158(Ι)/99 ― Περιστάσεις, υπό τις οποίες κρίθηκε ότι δεν παραβιάστηκε στην εξετασθείσα υπόθεση.

Διοικητικό Όργανο ― Συλλογικά όργανα ― Σύνθεση ― Ισχυρισμός περί παραβίασης της αρχής της αμεροληψίας, λόγω συμμετοχής συγκεκριμένου μέλους στη σύνθεση της Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (κατά παράβαση και του Άρθρου 42(2) του Ν.158(Ι)/99), κρίθηκε αβάσιμος στην εξετασθείσα υπόθεση ― Περιστάσεις.

Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου ― Επιβολή διοικητικού προστίμου ― Δεδομένου ότι η υπόθεση ήχθη εις πέρας και προσβάλλεται η καταδίκη επί της ουσίας, δεν υπάρχει αυτοτέλεια της αρχικής απόφασης για προώθησή της υπόθεσης ώστε να τίθεται ισχυρισμός για το αναιτιολόγητο της απόφασης προώθησης της υπόθεσης.

Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου ― Επιβολή διοικητικού προστίμου ― [*297]Η καθυστέρηση στην κοινοποίηση της καταδικαστικής απόφασης, δεν επηρεάζει την νομιμότητά.

Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου ― Επιβολή διοικητικού προστίμου ― Ισχυρισμός περί υπέρμετρης καθυστέρησης στην εκδίκαση της υπόθεσης, απορρίφθηκε στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις.

Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου ― Επιβολή διοικητικού προστίμου ― Ισχυρισμός περί παραβίασης του Άρθρου 41Β του Ν.7(Ι)/98 κατά την επιβολή του προστίμου απορρίφθηκε στην κριθείσα περίπτωση.

Ευρωπαϊκό Κοινοτικό Δίκαιο ― Διασυνοριακές τηλεοπτικές εκπομπές ― Η Οδηγία 85/552/ΕΟΚ κρίθηκε ότι δεν ετύγχανε εφαρμογής στην εξετασθείσα υπόθεση.

Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου ― Άρθρο 26(1)(β) του Ν.7(Ι)/1998 και Καν. 21(1) της Κ.Δ.Π. 10/2000 ― Η καταδίκη τηλεοπτικού σταθμού δυνάμει των εν λόγω προνοιών κρίθηκε άκυρη λόγω συμπερίληψης σε αυτές αόριστων αξιολογικών εννοιών, όπως οι «αρχές της ψηλής ποιότητας» και το «ποιοτικό επίπεδο που επιβάλλει η κοινωνική αποστολή του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης και η πολιτιστική ανάπτυξη της χώρας» ― Ερμηνεία και συνέπειες.

Οι αιτητές προσέφυγαν κατά της σε βάρος τους επιβολής διοικητικού προστίμου, συνολικού ύψους Λ.Κ. 4.000.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, εν μέρει ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

1. Όλα τα πρακτικά εν προκειμένω αναφέρουν πολύ συγκεκριμένα ποίοι εκ των μελών ήσαν παρόντες και ποίοι απόντες και θα ήταν παραδοξολογία να αναμένοντο να ανέφεραν ότι άλλα πρόσωπα δεν ήσαν παρόντα. Ως προς το ποίος ετήρησε τα πρακτικά, τούτο δεν χρειάζεται να αναφέρεται, αφού υπάρχει και το τεκμήριο της νομιμότητας. Είναι δε και επαρκή όλα τα πρακτικά. Ουδόλως απαιτείται να καταγράφεται το πώς ετοποθετήθη, αν ετοποθετήθη, το κάθε μέλος, εφ’ όσον μάλιστα δεν υπάρχει ένδειξη για οποιαδήποτε διαφωνία.

2. Η Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, προς απόδειξη των προσκλήσεων, παρουσίασε το σχετικό φάκελο στον οποίο περιέχονται προσκλήσεις με fax σε όλα τα μέλη, με ανάλογο «transmission verification report». Αποδεικνύεται λοιπόν, ως εκ των ως άνω, δεόντως και επαρκώς η πρόσκληση προς τα μέλη.

[*298]3.       Η δυνατότητα επανάληψης της διαδικασίας που παρέχει το Άρθρο 22 του Ν.158(Ι)/99 σε περιπτώσεις παρουσίας προηγουμένως απουσιάσαντος μέλους, προϋποθέτει την ύπαρξη θέματος με συνέχεια για το οποίο δεν έχει υπάρξει καταληκτική απόφαση, εξ ου και η αναφορά «έγκυρη απόφαση στην τελευταία συνεδρία». Προκειμένου, όπως εδώ, προηγούμενης καταδικαστικής απόφασης και επόμενης συνεδρίας προς το σκοπό επιβολής ακόλουθων κυρώσεων, δεν υφίσταται συνεχιζόμενο και αυτοτελές θέμα, του οποίου η διαδικασία θα μπορούσε να επαναληφθεί εξ υπαρχής. Το θέμα της ενοχής ή όχι της Αιτήτριας, έληξε με την έκδοση της καταδικαστικής απόφασης την 29.5.2006 και η Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου δεν μπορούσε να επανέλθει σε αυτό. Η συνεδρία της 15.1.2007 αφορούσε άλλο και αυτοτελές, για σκοπούς του Άρθρου 22, θέμα, εκείνο της επιβολής κυρώσεων.

4. Πέραν βεβαίως του ότι δεν υπάρχει μαρτυρία ως προς τις δραστηριότητες της Multichoice, και του γεγονότος ότι το θέμα δεν αφορά καθόλου οποιαδήποτε ανταγωνιστικά συμφέροντα της Multichoice και της Αιτήτριας, η κατοχή 100 μετοχών της Multichoice από το σύζυγο της αδελφής της κας Κουτσελίνη, δεν θα μπορούσε εξ αντικειμένου να στοιχειοθετήσει συμφέρον. Προκειμένου για μια εταιρεία με τεράστια μετοχική εμβέλεια της τάξης των 68.000.000, είναι τουλάχιστον άτοπο να γίνεται λόγος για ακόμα και οποιασδήποτε μορφής έννομο συμφέρον, σε σχέση μάλιστα με υπόθεση που αφορά παράβαση κανόνων που διέπουν τα τηλεοπτικά προγράμματα. Πρόκειται εδώ για εντελώς ασήμαντη και απρόσωπη συμμετοχή ανάλογη της ευρείας συμμετοχής του κοινού γενικά σε τεράστιες εταιρείες, όπως οι τράπεζες και άλλες δημόσιες εταιρείες, στην περίπτωση των οποίων δεν θα μπορούσε λογικά να γίνεται λόγος για το συμφέρον που ο νομοθέτης είχε υπ’ όψη του.

5. Άνευ σημασίας είναι η εισήγηση ότι δεν αιτιολογήθηκε η απόφαση για προώθηση της υπόθεσης. Δεδομένου ότι η υπόθεση ήχθη εις πέρας και προσβάλλεται η καταδίκη επί της ουσίας, δεν υπάρχει αυτοτέλεια της αρχικής απόφασης για προώθηση της υπόθεσης.

6. Παραπονείται η Αιτήτρια, ότι δεν της κοινοποιήθηκε η καταδικαστική απόφαση, παρά μόνο πέντε μήνες μετά από τη λήψη της. Η καθυστέρηση αυτή δεν επηρεάζει τη νομιμότητα της απόφασης, η προθεσμία για την προσβολή της οποίας ασφαλώς δεν θα άρχιζε από την ημερομηνία της απόφασης.

7. Διατυπώνεται επίσης παράπονο, για το ότι καθυστέρησε υπέρμετρα η εκδίκαση της υπόθεσης. Προφανώς διαφεύγει, ότι η ίδια η Αιτή[*299]τρια, αν και κλήθηκε από τις 17.3.2005 να κάνει τις παραστάσεις της, δεν τις έκανε παρά μόνο 6 μήνες μετά. Η υπόθεση ορίσθηκε τότε για ακρόαση και η απόφαση εδόθη. Δεν υπήρξε καθυστέρηση.

8. Ένα πρόστιμο μη υπερβαίνον τις £5000 για τις παραβάσεις της 17.3.2005 επεβλήθη εν προκειμένω, όπως ρητά καταγράφεται στην απόφαση, ουδόλως δε παραβιάζει το Άρθρο 41Β του Ν.7(Ι)/1998 η αναλυτική επεξήγηση που έδωσε στη συνέχεια η Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου.

9. Εδώ δεν επρόκειτο για διασυνοριακή μετάδοση από πανευρωπαϊκό ή διασυνοριακό κανάλι και ο ΑΝΤΕΝΝΑ, ως σταθμός εγκατεστημένος στην Κύπρο και μάλιστα χρησιμοποιών συχνότητα παραχωρηθείσα από τη Δημοκρατία, υπάγεται στη δικαιοδοσία της Δημοκρατίας.

10.    Είναι ορθή η εισήγηση της Αιτήτριας, ως προς τις καταδίκες δυνάμει του Άρθρου 26(1)(β) του Ν.7(Ι)/98 και του Κανονισμού 21(1) της Κ.Δ.Π. 10/2000. Το Άρθρο 26(1)(β) απαιτεί όπως οι τηλεοπτικές εκπομπές διέπονται «από τις αρχές της ψηλής ποιότητας». Δεν παρέχει όμως ορισμό του όρου «αρχές της ψηλής ποιότητας». Καθίσταται έτσι το περιεχόμενο του όρου τόσο αόριστο και αδιευκρίνιστο που, προκειμένου μάλιστα περί πρόνοιας δυνάμει της οποίας επιδιώκεται να αποδοθεί πειθαρχική ευθύνη συνεπαγόμενη quasi ποινικές κυρώσεις, είναι εκ των προτέρων αδύνατο να προσδιορισθεί το τι συνεπάγεται τέτοια ευθύνη. Ούτε με την παραδοσιακή αντίληψη της quasi ποινικής ευθύνης ούτε με τη σύγχρονη αντίληψη της Ευρωπαϊκής νομολογίας συνάδει τέτοια απεριόριστη υποκειμενικότητα καθορισμού νομικής ευθύνης. Τα ως άνω ισχύουν και ως προς την καταδίκη δυνάμει του Κανονισμού 21(1), αφού το «ποιοτικό επίπεδο που επιβάλλει η κοινωνική αποστολή του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης και η πολιτιστική ανάπτυξη της χώρας» έχουν πλήρη αναλογία προς τη «ψηλή ποιότητα» του Άρθρου 26(1)(β), εξ ου και η ίδια η Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου εξέτασε ενιαία τις εν λόγω παραβάσεις και δεν επέβαλε ποινή ως προς την καταδίκη δυνάμει του Κανονισμού 21(1), αφού θεώρησε ότι είχε κοινά συστατικά στοιχεία και γεγονότα με το Άρθρο 26(1)(β).

11.    Η προσφυγή αποτυγχάνει ως προς τις καταδίκες δυνάμει των Κανονισμών 22(1), 21(5), 21(6) και 33(2), η απόφαση της ΑΡΚ επί των οποίων, όπως και το πρόστιμο των £2.000 επί της καταδίκης δυνάμει του κανονισμού 21(6), και επικυρώνεται, και επιτυγχάνει ως προς τις καταδίκες δυνάμει του Άρθρου 26(1)(β) και του κανονισμού 21(1), η απόφαση της ΑΡΚ επί των οποίων, όπως και το πρόστιμο των £2.000 επί της καταδίκης δυνάμει του Άρθρου 26(1)(β), και ακυρώνεται. Εν [*300]όψει του συνολικού αποτελέσματος, δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα.

Η προσφυγή επέτυχε μερικώς. Καμία διαταγή για έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Sigma Radio TV Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 390/2006, ημερ. 7.8.2007,

Sigma Radio TV v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 391/2006, ημερ. 13.6.2007,

Κόρτας κ.ά. v. Ρ.Ι.Κ. (2007) 3 Α.Α.Δ. 67,

Στυλιανού κ.ά. v. Ρ.Ι.Κ. κ.ά. (2007) 3 Α.Α.Δ. 308,

Πιλλάς v. Δημοκρατίας (2008) 4 Α.Α.Δ. 520,

Αντέννα Λτδ v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 726/2006, ημερ. 16.4.2008,

Αντέννα Λτδ v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 726/2006, ημερ. 16.4.2008,

Sigma Radio TV Ltd κ.ά. v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2004) 3 Α.Α.Δ. 134.

Προσφυγή.

Γ. Βαλιαντής εκ μέρους Λ. Παπαφιλίππου & Σία, για την Αιτήτρια.

Θ. Ραφτοπούλου εκ μέρους Α. Ευαγγέλου & Σία, για την Καθ’ ης η Αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Η Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (ΑΡΚ), κατόπιν ανωνύμου παραπόνου, προέβη σε αυτεπάγγελτη εξέταση πιθανών παραβάσεων, από τον τηλεοπτικό σταθμό ΑΝΤΕΝΝΑ της Αιτήτριας, του Ν. 7(Ι)/1998 και της Κ.Δ.Π. 10/2000 που αφορούν τους ραδιοφωνικούς και τηλεοπτικούς σταθμούς. Το παράπονο αφορούσε την εκπομπή «Αποκάλυψη Τώρα» και συνίστατο στο ότι παρουσιάζετο ανδρικό στριπ τιζ. Η ΑΡΚ, αφού εξέτασε το πόρισμα που ετοίμασε η λειτουργός που ανέλαβε τη διερεύ[*301]νηση, απεφάσισε σε συνεδρία ημερομηνίας 15.6.2005 να προωθήσει την υπόθεση και κάλεσε την Αιτήτρια αν ήθελε να υποβάλει οποιεσδήποτε εξηγήσεις και παραστάσεις και να παρευρεθεί κατά την ακρόαση. Η Αιτήτρια υπέβαλε τις απόψεις της και η ΑΡΚ την κάλεσε στην ακρόαση. Ετοιμάσθηκε από την προαναφερθείσα λειτουργό σχετικό σημείωμα για την ΑΡΚ και η Αιτήτρια υπέβαλε γραπτή αγόρευση. Σε συνεδρία της ημερομηνίας 29.5.2006, η ΑΡΚ εξέτασε την υπόθεση και εξέδωσε την απόφαση της, διαπιστώνοντας ότι η Αιτήτρια ήταν ένοχη παραβάσεων του Άρθρου 26(1)(β) του Νόμου και των Κανονισμών 21(1), 22(1), 21(5), 21(6) και 33(2), γνωστοποιώντας την απόφαση της στην Αιτήτρια και καλώντας την να υποβάλει αν ήθελε τις απόψεις της για σκοπούς επιβολής κυρώσεων. Η Αιτήτρια υπέβαλε τις απόψεις της, που ουσιαστικά αναιρούσαν τη νομιμότητα και την ορθότητα της απόφασης της ΑΡΚ, και η ΑΡΚ, σε συνεδρία ημερομηνίας 15.1.2007, επέβαλε πρόστιμο £4.000, αναλυόμενο σε £2.000 για την παράβαση του Άρθρου 26(1)(β) και £2.000 για την παράβαση του Κανονισμού 21(6), μη επιβάλλοντας κυρώσεις για τις άλλες παραβάσεις.

Προσβάλλοντας με την προσφυγή της την απόφαση της ΑΡΚ, η Αιτήτρια ισχυρίζεται, πέραν των ουσιαστικών λόγων ακύρωσης, και ότι δεν ετηρήθησαν άρτια πρακτικά, ότι πάσχει η σύνθεση και λειτουργία της ΑΡΚ και ότι η ΑΡΚ δεν ήταν νομίμως συγκροτημένη, ισχυρισμοί οι οποίοι και βεβαίως προέχει να εξετασθούν.

Ως προς τη μη τήρηση άρτιων πρακτικών, η εισήγηση είναι ότι στα πρακτικά δεν έχει καταγραφεί η αιτιολογία των αποφάσεων της ΑΡΚ, ο τρόπος λήψης τους και αν ήσαν παρόντα άλλα πρόσωπα ή ποίος ετήρησε τα πρακτικά. Θεωρώ την εισήγηση χωρίς έρεισμα. Όλα τα πρακτικά αναφέρουν πολύ συγκεκριμένα ποίοι εκ των μελών ήσαν παρόντες και ποίοι απόντες και θα ήταν παραδοξολογία να αναμένοντο να ανέφεραν ότι άλλα πρόσωπα δεν ήσαν παρόντα. Ως προς το ποίος ετήρησε τα πρακτικά, τούτο δεν χρειάζεται να αναφέρεται αφού υπάρχει και το τεκμήριο της νομιμότητας. Είναι δε και επαρκή όλα τα πρακτικά εφ’ όσον καταγράφουν και τις αποφάσεις της ΑΡΚ, με όλη την προσφερόμενη από τα ίδια και τα έγγραφα που τα συνοδεύουν αιτιολογία (οι δύο αποφάσεις της 29.5.2006 και της 15.1.2007 αναφέρονται ως αναπόσπαστο μέρος των πρακτικών). Ουδόλως απαιτείται να καταγράφεται το πώς ετοποθετήθη, αν ετοποθετήθη, το κάθε μέλος, εφ’ όσον μάλιστα δεν υπάρχει ένδειξη για οποιαδήποτε διαφωνία.

Η Αιτήτρια εξειδικεύει την εισήγηση της για κακή σύνθεση και λειτουργία της ΑΡΚ λέγοντας ότι κατά τη συνεδρία της 15.6.2005 [*302]απουσίαζαν δύο μέλη της ΑΡΚ, ο κ. Παπαμιχαήλ και ο κ. Κωνσταντινίδης, χωρίς να φαίνεται αν είχαν προσκληθεί. Το ίδιο ισχύει, λέγει η Αιτήτρια, για τη συνεδρία της 29.5.2006, όπως και για τη συνεδρία της 15.1.2007 ως προς τον κ. Παπαμιχαήλ, ενώ σε αυτή ο κ. Κωνσταντινίδης, αν και παρών, απεχώρησε εφ’ όσον απουσίαζε από τις προηγούμενες συνεδρίες.

Απαντώντας, η ΑΡΚ λέγει ότι υπάρχει απόφαση της ημερομηνίας 23.6.2004 ότι οι συνεδρίες της θα γίνονται κάθε Τετάρτη την 4 μ.μ. ώρα στα γραφεία της, παραπέμποντας σε σχετικό πρακτικό. Η 15.6.2005, παρατηρεί, ήταν Τετάρτη, ώστε να μην χρειάζεται η απόδειξη πρόσκλησης. Εστάλη όμως, λέγει, και πρόσκληση (στο σχετικό φάκελο που παρουσίασε η ΑΡΚ προς απόδειξη των προσκλήσεων περιέχοντας προσκλήσεις με fax προς όλα τα μέλη περιλαμβανομένων του κ. Παπαμιχαήλ και του κ. Κωνσταντινίδη), και μάλιστα στο πρακτικό της συνεδρίας της 15.6.2005 αναγράφεται ότι ο κ. Παπαμιχαήλ και ο κ. Κωνσταντινίδης ειδοποιήθησαν κανονικά και δεν παρευρέθησαν λόγω επαγγελματικής υποχρέωσης.

Ως προς τη συνεδρία της 15.6.2005 δεν βλέπω να υπάρχει πρόβλημα εν όψει των πιο πάνω. Η συνεδρία της 29.5.2006 όμως δεν ήταν Τετάρτη αλλά Δευτέρα. Και για αυτή τη συνεδρία όμως καταγράφεται στο πρακτικό της ότι ο κ. Παπαμιχαήλ και ο κ. Κωνσταντινίδης ειδοποιήθησαν κανονικά και δεν παρερεύθησαν λόγω επαγγελματικής υποχρέωσης. Περαιτέρω, η ΑΡΚ, προς απόδειξη των προσκλήσεων, παρουσίασε το σχετικό φάκελο στον οποίο περιέχονται προσκλήσεις με fax σε όλα τα μέλη, περιλαμβανομένων του κ. Παπαμιχαήλ και του κ. Κωνσταντινίδη, με ανάλογο «transmission verification report». Θεωρώ λοιπόν ότι αποδεικνύεται, ως εκ των ως άνω, δεόντως και επαρκώς η πρόσκληση προς τα εν λόγω μέλη.

Και η συνεδρία της 15.1.2007 ήταν Δευτέρα. Και ως προς αυτή όμως υπάρχουν στο φάκελο οι προσκλήσεις προς όλα τα μέλη, περιλαμβανομένης εκείνης προς τον κ. Παπαμιχαήλ με σχετικό «transmission verification report», και η κατάληξη μου είναι ότι και ως προς αυτή υπήρξε κανονική πρόσκληση. Ως προς τη συνεδρία αυτή όμως η Αιτήτρια εγείρει και ένα άλλο θέμα. Κακώς, λέγει, απεχώρησε ο κ. Κωνσταντίδης ως μη παρευρεθείς στις προηγούμενες συνεδρίες, αφού θα έπρεπε να είχε εφαρμοσθεί το Άρθρο 22 του Ν. 158(Ι)/99 ώστε να ενημερώνετο ο κ. Κωνσταντινίδης για τα των προηγούμενων συνεδριών.

Κρίνω πεπλανημένη την εισήγηση της Αιτήτριας. Η δυνατότητα επανάληψης της διαδικασίας που παρέχει το Άρθρο 22 σε περι[*303]πτώσεις παρουσίας προηγουμένως απουσιάσαντος μέλους προϋποθέτει την ύπαρξη θέματος με συνέχεια για το οποίο δεν έχει υπάρξει καταληκτική απόφαση, εξ ου και η αναφορά «έγκυρη απόφαση στην τελευταία συνεδρία». Προκειμένου, όπως εδώ, προηγούμενης καταδικαστικής απόφασης και επόμενης συνεδρίας προς το σκοπό επιβολής ακόλουθων κυρώσεων, δεν υφίσταται συνεχιζόμενο και αυτοτελές θέμα του οποίου η διαδικασία θα μπορούσε να επαναληφθεί εξ υπαρχής. Το θέμα της ενοχής ή όχι της Αιτήτριας έληξε με την έκδοση της καταδικαστικής απόφασης την 29.5.2006 και η ΑΡΚ δεν μπορούσε να επανέλθει σε αυτό. Η συνεδρία της 15.1.2007 αφορούσε άλλο και αυτοτελές, για σκοπούς του άρθρου 22, θέμα, εκείνο της επιβολής κυρώσεων.  Με όλο το σέβας, στο βαθμό που η απόφαση του αδελφού μου Δικαστή Ηλιάδη στην υπόθεση Sigma Radio TV Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, 390/2006, 7.8.2007, στην οποία έχω αναφερθεί, καταλήγει σε άλλη προσέγγιση, δεν με βρίσκει σύμφωνο. Θεωρώ ότι η κατάληξη μου ενισχύεται από την απόφαση του αδελφού μου Δικαστή Κραμβή στην υπόθεση Sigma Radio TV v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, 391/2006, 13.6.2007, στην οποία επίσης έχω αναφερθεί, όπου, αν και το θέμα δεν εξετάσθηκε σε συνάρτηση με το Άρθρο 22, εθεωρήθη νόμιμη η αποχώρηση του προαπουσιάσαντος μέλους από τη συνεδρία προς επιβολή κυρώσεων με την παρατήρηση ότι «Η αποχώρηση του διασφάλιζε την ενιαία σύνθεση της Αρχής καθ΄όλη τη διάρκεια παραγωγής της διοικητικής απόφασης».

Οι αποφάσεις Κόρτας κ.ά. v. Ρ.Ι.Κ. (2007) 3 A.A.Δ. 67 και Στυλιανού κ.ά. v. Ρ.Ι.Κ. κ.ά. (2007) 3 Α.Α.Δ. 308, δεν επηρεάζουν τα πιο πάνω αφού εκεί η διαδικασία διατηρούσε το ενιαίο της και το θέμα ανάγετο σε πλάνη ως προς τη δυνατότητα συμμετοχής. Οι υποθέσεις αυτές συζητήθησαν και εξηγήθησαν από τον αδελφό μου Δικαστή Κωνσταντινίδη στην υπόθεση Πιλλάς v. Δημοκρατίας (2008) 4 Α.Α.Δ. 520 και παραθέτω το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφασή του:

«Δεν έχουμε εδώ διαδικασία ή συζήτηση που μπορεί να επαναληφθεί. Και, πάντως, δεν έχουμε στοιχεία για τα οποία είναι δυνατό να γίνει ενημέρωση. Η αδυναμία συμμετοχής σε προφορική εξέταση που είναι το θέμα μας σημαίνει αδυναμία συμμετοχής οριστικής ως προς εκείνο το θέμα που είναι ενιαίο, ανεξάρτητα από το αν συμπληρώνεται την ίδια μέρα ή σε περισσότερες μέρες, όπως και στην παρούσα υπόθεση ουσιαστικά έγινε. Προσθέτω πως το Άρθρο 22 αναφέρεται σε διαδικασία που παρατείνεται σε περισσότερες συνεδρίες, σε σχέση, όμως με συζήτηση και ενόψει απόφασης για ορισμένο θέμα.»

[*304]Η τρίτη εισήγηση της Αιτήτριας για κακή συγκρότηση της ΑΡΚ αφορά τη συμμετοχή στη σύνθεση της ΑΡΚ του μέλους της κας Κουτσελίνη. Η κα Κουτσελίνη, λέγεται, είναι αδελφή της συζύγου του κ. Κ. Αιμιλιανίδη ο οποίος, σύμφωνα με παραδεκτά γεγονότα, είχε, μέχρι το Μάιο του 2006, 100 από τις 68.000.000 μετοχές της εταιρείας Multichoice η οποία έχει άλλη ραδιοτηλεοπτική επιχείρηση. Τούτο, καταλήγει η εισήγηση, καθιστούσε παράνομη τη συμμετοχή της κας Κουτσελίνη, ως συγγενή 2ου βαθμού εξ αγχιστείας με τον κ. Αιμιλιανίδη, στη σύνθεση της ΑΡΚ ως αντίθετη με το Άρθρο 4(3) του Ν. 7(Ι)/1998, λαμβανομένων υπ’ όψη και των Άρθρων 4 και 5 του Ν. 187/1991, όσο και με το Άρθρο 7(6), και ως αντίθετη με το Άρθρο 42(2) του Ν. 158(Ι)/1999.

Φρονώ ότι η εισήγηση είναι πεπλανημένη. Πέραν βεβαίως του ότι δεν υπάρχει μαρτυρία ως προς τις δραστηριότητες της Multichoice, και του γεγονότος ότι το θέμα δεν αφορά καθόλου οποιαδήποτε ανταγωνιστικά συμφέροντα της Multichoice και της Αιτήτριας, η κατοχή 100 μετοχών της Multichoice από το σύζυγο της αδελφής της κας Κουτσελίνη δεν θα μπορούσε εξ αντικειμένου να στοιχειοθετήσει συμφέρον. Προκειμένου για μια εταιρεία με τεράστια μετοχική εμβέλεια της τάξης των 68.000.000, είναι τουλάχιστον άτοπο να γίνεται λόγος για ακόμα και οποιασδήποτε μορφής έννομο συμφέρον σε σχέση μάλιστα με υπόθεση που αφορά παράβαση κανόνων που διέπουν τα τηλεοπτικά προγράμματα. Μιλούμε εδώ για εντελώς ασήμαντη και απρόσωπη συμμετοχή ανάλογη της ευρείας συμμετοχής του κοινού γενικά σε τεράστιες εταιρείες όπως οι τράπεζες και άλλες δημόσιες εταιρείες, στην περίπτωση των οποίων δεν θα μπορούσε λογικά να γίνεται λόγος για το συμφέρον που ο νομοθέτης είχε υπ’ όψη του.  Σχετική είναι και η απόφαση του αδελφού μου Κωνσταντινίδη, Δ., στην υπόθεση Αντέννα Λτδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, 726/2006, 16.4.2008.

Προχωρώ λοιπόν στους ουσιαστικούς λόγους ακύρωσης που εισηγείται η Αιτήτρια. Πρόσφορο είναι προς τούτο όπως παρατεθούν το Άρθρο 26(1)(β) και οι Κανονισμοί 21(1), 22(1), 21(5),  21(6) και 33(2) στους οποίους στηρίχθηκε η καταδίκη της Αιτήτριας. Το Άρθρο 26(1)(β) προνοεί:

«26(1) Οι εκπομπές κάθε αδειούχου σταθμού πρέπει να διέπονται από τις αρχές –

………………………………………….......……………………

(β) της ψηλής ποιότητας.»

[*305]Ο Κανονισμός 21(1) προνοεί:

«21.-(1) Οι σταθμοί λαμβάνουν μέτρα, ώστε οι εκπομπές να ευρίσκονται στο ποιοτικό επίπεδο που επιβάλλει η κοινωνική αποστολή του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης και η πολιτιστική ανάπτυξη της χώρας.»

Ο Κανονισμός 22(1) προνοεί:

«22.-(1) Με βάση τα κριτήρια που αναφέρονται στους παρόντες Κανονισμούς δίνονται προειδοποιήσεις σχετικά με τη φύση της εκπομπής, είτε αυτή βρίσκεται χρονικά εντός της οικογενειακής ζώνης είτε εκτός. Η προειδοποίηση αυτή έχει τρεις μορφές-

(α)   Γραπτή προειδοποίηση στον ημερήσιο τύπο και στα ραδιοτηλεοπτικά περιοδικά·

(β)   ακουστική (λεκτική) πριν από την έναρξη της εκπομπής·

(γ)   οπτική, με οπτική ένδειξη κάθε δέκα λεπτά στο κάτω αριστερό μέρος της οθόνης ως εξής:

  (i)(Κ)   σε παρένθεση χρώματος πράσινου για προγράμματα κατάλληλα για γενική παρακολούθηση·

 (ii)(12) σε παρένθεση χρώματος κίτρινου για προγράμματα ακατάλληλα για άτομα κάτω των δώδεκα ετών·

(iii)(15) σε παρένθεση χρώματος μπλε για προγράμματα ακατάλληλα για άτομα κάτω των δεκαπέντε ετών·

(iv)(18) σε παρένθεση χρώματος κόκκινου για προγράμματα ακατάλληλα για άτομα κάτω των δεκαοκτώ ετών·

 (v)(Α)   σε παρένθεση για προγράμματα έντονου ερωτικού περιεχομένου.»

Ο Κανονισμός 21(5) προνοεί:

«(5) Οι σταθμοί έχουν την ευθύνη να διασφαλίζουν ότι οι τηλεθεατές ή ακροατές είναι πάντοτε ενήμεροι σχετικά με το περιεχόμενο του προγράμματος που παρακολουθούν.»

Ο Κανονισμός 21(6) προνοεί:

«(6) Οι σταθμοί εξασφαλίζουν όπως τα προγράμματα τα οποία μεταδίδονται εντός της οικογενειακής ζώνης είναι κατάλληλα για όλο το κοινό, συμπεριλαμβανομένων και των παι[*306]διών κάτω των 15 ετών.»

Ο Κανονισμός 33(2) προνοεί:

«(2) Οι σταθμοί υποχρεούνται όπως σε αναφορές ή θέματα με κεντρικό αντικείμενο το σεξ και ανάλογες μεταδόσεις τέτοιων δραστηριοτήτων σε ρεπορτάζ που ενσωματώνεται σε δελτία ειδήσεων, ενημερωτικές εκπομπές ή εκπομπές με ανθρώπινες δραματικές ιστορίες (reality shows), λαμβάνουν υπόψη την τοποθέτηση της εν λόγω εκπομπής είτε εντός είτε εκτός οικογενειακής ζώνης και κάμνουν τις αναγκαίες αναπροσαρμογές.»

Θα εξετάσω μαζί το Άρθρο 26(1) και τον Κανονισμό 22(1) αφού, όπως και η ΑΡΚ αντελήφθη (μη επιβάλλουσα και κύρωση για την παράβαση του Κανονισμού 22(1) ως εκ της ομοιότητας των συστατικών στοιχείων και γεγονότων που την αφορούσαν και εκείνων που αφορούσαν την παράβαση του Άρθρου 26(1)(β) για την οποία επεβλήθη κύρωση), έχουν ουσιαστικά το ίδιο περιεχόμενο. Μαζί θα εξετασθούν και οι Κανονισμοί 21(6), 22(1) και 21(5) ως προς τους οποίους ισχύουν τα ίδια.

Η αιτήτρια εισηγείται ότι η ΑΡΚ παραβίασε τη διαδικασία εξέτασης παραβάσεων που προβλέπεται στο Νόμο και τους Κανονισμούς αφού δεν έλαβε απόφαση για αυτεπάγγελτη εξέταση, δεόντως κατεγραμμένη σε συνεδρία της. Η εισήγηση είναι απορριπτέα εν όψει της νομολογίας στην οποία παραπέμπει η ΑΡΚ (πιο πρόσφατη είναι η απόφαση του αδελφού μου Δικαστή Κωνσταντινίδη στην υπόθεση Αντέννα Λτδ v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Υπόθεση Αρ. 726/2006, ημερ. 16.4.2008).

Απορριπτέα είναι και η εισήγηση ότι το κατηγορητήριο συντάχθηκε πριν αποφασισθεί η προώθηση της υπόθεσης και δεν φέρει υπογραφή. Υιοθετώ προς τούτο τις αιτιάσεις της ΑΡΚ και παρατηρώ ότι η Αιτήτρια πληροφορήθηκε για την υπόθεση εναντίον της αφού η ΑΡΚ αποφάσισε να την προωθήσει, ενώ το θέμα της υπογραφής είναι άνευ σημασίας.

Άνευ σημασίας θεωρώ και την εισήγηση ότι δεν αιτιολογήθηκε η απόφαση για προώθηση της υπόθεσης. Δεδομένου ότι η υπόθεση ήχθη εις πέρας και προσβάλλεται η καταδίκη επί της ουσίας, δεν υπάρχει αυτοτέλεια της αρχικής απόφασης για προώθησή της.

Παραπονείται ακόμα η Αιτήτρια ότι δεν της κοινοποιήθηκε η καταδικαστική απόφαση παρά μόνο πέντε μήνες μετά από τη λήψη της. [*307]Αδυνατώ να διαπιστώσω πως η καθυστέρηση αυτή θα επηρέαζε τη νομιμότητα της απόφασης, η προθεσμία για την προσβολή της οποίας ασφαλώς δεν θα άρχιζε από την ημερομηνία της απόφασης. Διατυπώνεται επίσης παράπονο για το ότι καθυστέρησε υπέρμετρα η εκδίκαση της υπόθεσης. Προφανώς διαφεύγει ότι η ίδια η Αιτήτρια, αν και κλήθηκε από τις 17.3.2005 να κάνει τις παραστάσεις της, δεν τις έκανε παρά μόνο 6 μήνες μετά. Η υπόθεση ορίσθηκε τότε για ακρόαση και η απόφαση εδόθη. Δεν υπήρξε καθυστέρηση.

Άλλη εισήγηση για παράβαση του Άρθρου 30(2) του Συντάγματος και του Άρθρου 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων συναρτώμενη προς την αρχή της φυσικής δικαιοσύνης για εκδίκαση από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, βρίσκει την απάντησή της στην απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην υπόθεση Sigma Radio TV Ltd κ.ά. v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2004) 3 Α.Α.Δ. 134.

Η Αιτήτρια εγείρει και άλλο θέμα που έχει ήδη αποφασισθεί στη νομολογία, ότι το πρόστιμο που επεβλήθη παραβιάζει το Άρθρο 41Β του Ν. 7(Ι)/1998 καθ’ όσον επεβλήθησαν δύο πρόστιμα για ισάριθμες παραβάσεις αντί ενός για κάθε μέρα παράβασης. Αυτό δεν είναι έτσι. Ένα πρόστιμο μη υπερβαίνον τις £5.000 για τις παραβάσεις της 17.3.2005 επεβλήθη, όπως ρητά καταγράφεται στην απόφαση, ουδόλως δε παραβιάζει το Άρθρο 41Β η αναλυτική επεξήγηση που έδωσε στη συνέχεια η ΑΡΚ. Η νομολογία στην οποία παραπέμπει η ΑΡΚ είναι σαφής και καθιερωμένη.

Μια άλλη εισήγηση ως προς το πρόστιμο είναι ότι η ΑΡΚ, αν και αναφέρει ότι έλαβε υπ’ όψη της τη συμπεριφορά του ΑΝΤΕΝΝΑ ως προς τη διάπραξη παρόμοιας φύσεως παραβάσεων, δεν εξηγεί ποία τέτοια προηγούμενα ελήφθησαν υπ’ όψη. Η απάντηση δίδεται από την ΑΡΚ η οποία παραπέμπει στο προαναφερθέν σημείωμα που ήταν ενώπιόν της και στο οποίο αναφέρονται αναλυτικώς και λεπτομερώς τα εν λόγω προηγούμενα.

Η Αιτήτρια υποβάλλει ακόμα ότι η ΑΡΚ ενήργησε πεπλανημένα και κατά παράβαση του Ν. 7(Ι)/1998 και της Κ.Δ.Π. 10/2000 καθ’ όσον δεν έλαβε υπ’ όψη της την Ευρωπαϊκή Οδηγία 85/552/ΕΟΚ δυνάμει της οποίας θα έπρεπε να είχε εφαρμοσθεί το δίκαιο της χώρας καταγωγής της εκπομπής που δεν ήταν η Κύπρος αλλά η Ελλάδα, προκειμένου περί διασυνοριακής εκπομπής. Το θέμα αυτό απαντήθηκε πλήρως και ορθώς από την ΑΡΚ, παραπέμποντας στο ότι εδώ δεν επρόκειτο για διασυνοριακή μετάδοση από πανευρωπαϊκό ή διασυνοριακό κανάλι και ότι ο ΑΝΤΕΝΝΑ, [*308]ως σταθμός εγκατεστημένος στην Κύπρο και μάλιστα χρησιμοποιών συχνότητα παραχωρηθείσα από τη Δημοκρατία, υπάγεται στη δικαιοδοσία της Δημοκρατίας.

Η τελευταία εισήγηση της Αιτήτριας είναι ότι, δεδομένης της αοριστίας των εννοιών των νομοθετικών προνοιών και δη του Άρθρου 26(1)(β) – «αρχές της ψηλής ποιότητας» - του Κανονισμού 21(1) – «ποιοτικό επίπεδο που επιβάλλει η κοινωνική αποστολή του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης και η πολιτιστική ανάπτυξη της χώρας» - και του Κανονισμού 21(6) – «προγράμματα κατάλληλα για όλο το κοινό» - η καταδίκη της Αιτήτριας διέπεται από έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας. Καμιά έρευνα δεν διεξήχθη, λέγει η Αιτήτρια, ως προς τις έννοιες αυτές σε συνάρτηση με την Κυπριακή κοινωνία και κανένας συγκεκριμένος συσχετισμός δεν έγινε για να αιτιολογηθεί η καταληκτική κρίση της ΑΡΚ.

Παρατηρώ ότι η εισήγηση αυτή γίνεται μόνο ως προς τις καταδίκες που αφορούν το Άρθρο 26(1)(β) και τους Κανονισμούς 21(1) και 21(6). Κρίνω λοιπόν ότι δεν υπάρχει λόγος για να εξετάσω περαιτέρω τη νομιμότητα των καταδικών που αφορούν τους Κανονισμούς 22(1), 21(5) και 33(2), η απόφαση της ΑΡΚ ως προς τις οποίες, εν όψει της απόρριψης των προηγούμενων αιτιάσεων της Αιτήτριας, και επικυρώνεται. Περαιτέρω, δεν βλέπω πώς η εισήγηση αυτή μπορεί να ευσταθεί ως προς την καταδίκη που αφορά τον Κανονισμό 21(6). Η ΑΡΚ συνέδεσε την καταδίκη αυτή όχι προς την ποιότητα και το επίπεδο της εκπομπής αλλά προς την ακαταλληλότητα της για ανηλίκους κάτω των 15, δεδομένου ότι μετεδόθη στα όρια της οικογενειακής ζώνης. Προς τούτο εξ άλλου υπήρξε και καταδίκη δυνάμει των Κανονισμών 33(2), 21(5) και 22(1). Και, εν όψει του συνόλου των ενώπιον της ΑΡΚ στοιχείων, η κατάληξη της για την ακαταλληλότητα δεν μπορεί να θεωρηθεί μη εύλογη.

Συμφωνώ όμως με την εισήγηση της Αιτήτριας ως προς τις καταδίκες δυνάμει του Άρθρου 26(1)(β) και του κανονισμού 21(1). Το Άρθρο 26(1)(β) απαιτεί όπως οι τηλεοπτικές εκπομπές διέπονται «από τις αρχές της ψηλής ποιότητας». Δεν παρέχει όμως ορισμό του όρου «αρχές της ψηλής ποιότητας». Καθίσταται έτσι το περιεχόμενο του όρου τόσο αόριστο και αδιευκρίνιστο που, προκειμένου μάλιστα περί πρόνοιας δυνάμει της οποίας επιδιώκεται να αποδοθεί πειθαρχική ευθύνη συνεπαγόμενη quasi ποινικές κυρώσεις, είναι εκ των προτέρων αδύνατο να προσδιορισθεί το τι συνεπάγεται τέτοια ευθύνη. Ούτε με την παραδοσιακή αντίληψη της quasi ποινικής ευθύνης ούτε με τη σύγχρονη αντίληψη της Ευρωπαϊκής νομολογίας συνάδει τέτοια απεριόριστη υποκειμενικότητα καθορισμού νομικής ευθύνης. [*309]Αν η ΑΡΚ έχει την ευθύνη να ερμηνεύσει τον όρο «αρχές της ψηλής ποιότητας», ποία είναι τα κριτήρια της «ποιότητας»; Δεν μιλούμε εδώ για φυσικά προϊόντα, ως προς τα οποία η σκοπούμενη χρήση τους μπορεί να παρέχει κατευθύνσεις για το αντίστοιχο επίπεδο ποιότητας που μπορεί να αναμένεται από αυτά. Οι κοινωνικές αντιλήψεις για το τι είναι «ποιοτικό» και τι «μη ποιοτικό» μπορούν να ποικίλουν από άκρο σε άκρο, αν δε προσθέσουμε στην «ποιότητα» και την ιδιότητα «ψηλή», οι δυσκολίες προσδιορισμού καθίστανται ακόμα μεγαλύτερες. Ποίου το επίπεδο θα καθορίσει την «ψηλή ποιότητα»; Του αμόρφωτου; Του λίγο μορφωμένου; Του αρκετά μορφωμένου; Του πολύ μορφωμένου; Και πώς μπορεί το δικαστήριο να ελέγξει την άσκηση της κρίσης της ΑΡΚ; Μήπως η «ποιότητα» δεν είναι τελικά υποκειμενική έννοια, συναρτώμενη προς ένα συνοθόλευμα χαρακτήρα, προτιμήσεων, συνηθειών, και τόσων άλλων παραγόντων και στοιχείων, που του ενός ανθρώπου η «ποιοτική» επιλογή και κατάληξη να είναι ενός άλλου ανθρώπου η απέχθεια; Αν η «ποιότητα», και μάλιστα η «ψηλή ποιότητα», θα πρέπει να καθορισθεί, όπως θα μπορούσε να εξυπακούει, με αναφορά στα επίπεδα των ανώτερα προσανατολισμένων ανθρώπων, πόσοι είναι αυτοί και σε ποιο βαθμό οι δικές τους απόψεις αντανακλούν τη σταθμική αντίληψη της κοινωνίας εν γένει; Αν, από την άλλη, η «ψηλή ποιότητα» θα συναρτάτο προς την κοινωνική στάθμη αντίληψης, πως καθορίζεται αυτή; Πολλοί θα έλεγαν ότι δεκάδες εκπομπές που μεταδίδονται καθημερινά και έτσι προφανώς δεν κρίνονται να παραβιάζουν τις αρχές της «ψηλής ποιότητας» είναι εντελώς ανάξιες λόγου και σεβασμού, εκεί που πολλοί άλλοι τις παρακολουθούν και τις απολαμβάνουν. Πώς η ΑΡΚ, με τη γενικόλογη αναφορά ότι «η επίδικη εκπομπή είναι υποβαθμισμένη ποιοτικά όσον αφορά το περιεχόμενο της, τη θεματολογία της και το περιεχόμενο των διαλόγων της», μπορεί αιτιολογημένα να καταλήγει ότι «μια ποιοτικά υποβαθμισμένη εκπομπή δεν μπορεί να ευρίσκεται στο επίπεδο εκείνο που επιβάλλει η κοινωνική αποστολή της τηλεόρασης και η πολιτιστική ανάπτυξη της χώρας»; Ποία είναι τα δεδομένα της «κοινωνικής αποστολής» της τηλεόρασης και ποία η «πολιτιστική ανάπτυξη» της χώρας; Και μήπως αυτά μένουν σταθερά; Χωρεί εδώ υποκειμενική κρίση, η οποία δεν συνάδει με τη βεβαιότητα που απαιτεί η quasi ποινική ευθύνη και που αντηχεί περασμένες εποχές θεαματικής και άλλης λογοκρισίας, αφού και η εκ των υστέρων καταδίκη του θεάματος δεν διαφέρει ουσιαστικά από την εκ των προτέρων προληπτική λογοκρισία που καταδυνάστευσε την κοινωνία πριν από τη συνειδητοποίηση και αποτελεσματική εφαρμογή του δικαιώματος της ελευθερίας του λόγου και της έκφρασης. Το θεμελιακό δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου και της έκφρασης και της ελεύθερης μετάδοσης ιδεών και πληροφοριών είναι όμως αρκούντως ευρύ και σημαντικό ώστε να επιτρέπει, εφ’ όσον [*310]δεν παραβιάζονται άλλα θεμελιακά δικαιώματα, κάθε μορφή έκφρασης ανεξαρτήτως «ποιότητας». Έγκειται στους δικαιούχους του δικαιώματος να κρίνουν, ως ελεύθεροι άνθρωποι, το τι συνιστά για τον καθένα «ποιοτική» ιδιότητα άξια της πρόσδοσης σημασίας σε αυτή και να επιλέξουν αν θα παρακολουθήσουν ή όχι την εκπομπή που τους προσφέρεται, και όχι στην ΑΡΚ να προσδιορίσει πατερναλιστικά τι ήταν ή τι δεν ήταν ψηλά ποιοτικό για αυτούς. Η αξία του δικαιώματος της ελευθερίας του λόγου και της έκφρασης έγκειται ακριβώς στην αναγνώριση από εμένα της δικής σου ελευθερίας να εκφρασθείς με τρόπο και περιεχόμενο που μπορεί να είναι ανάθεμα και αποκρουστικό για μένα, και η δοκιμή της αξίας αυτής γίνεται ακριβώς στις περιπτώσεις που ακραία μπορεί είναι η διαφορά αντίληψης ως προς το επίπεδο ή την ποιότητα της έκφρασης. Είναι πάντα καλό να θυμούμαστε τα λόγια του Oscar Wilde: «Δεν υπάρχουν ηθικά ή ανήθικα βιβλία. Υπάρχουν καλόγουστα ή κακόγουστα βιβλία».  Και ο κάθε ένας δικαιούται να κάνει τις επιλογές του.

Τα ως άνω ισχύουν και ως προς την καταδίκη δυνάμει του Κανονισμού 21(1), αφού το «ποιοτικό επίπεδο που επιβάλλει η κοινωνική αποστολή του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης και η πολιτιστική ανάπτυξη της χώρας» έχουν πλήρη αναλογία προς τη «ψηλή ποιότητα» του Άρθρου 26(1)(β), εξ ου και η ίδια η ΑΡΚ εξέτασε ενιαία τις εν λόγω παραβάσεις και δεν επέβαλε ποινή ως προς την καταδίκη δυνάμει του Kανονισμού 21(1) αφού θεώρησε ότι είχε κοινά συστατικά στοιχεία και γεγονότα με το Άρθρο 26(1)(β). Και ήδη υπέδειξα ότι η απλή αναφορά της ΑΡΚ στην κρίση της ότι «μια ποιοτικά υποβαθμισμένη εκπομπή δεν μπορεί να ευρίσκεται στο επίπεδο εκείνο που επιβάλλει η κοινωνική αποστολή της τηλεόρασης και η πολιτιστική ανάπτυξη της χώρας», πέραν της επανάληψης των προνοιών του Κανονισμού 21(1), δεν συνιστά αιτιολογία προς καταδίκη.

Η προσφυγή λοιπόν αποτυγχάνει ως προς τις καταδίκες δυνάμει των Kανονισμών 22(1), 21(5), 21(6) και 33(2), η απόφαση της ΑΡΚ επί των οποίων, όπως και το πρόστιμο των £2.000 επί της καταδίκης δυνάμει του Κανονισμού 21(6), και επικυρώνεται, και επιτυγχάνει ως προς τις καταδίκες δυνάμει του Άρθρου 26(1)(β) και του κανονισμού 21(1), η απόφαση της ΑΡΚ επί των οποίων, όπως και το πρόστιμο των £2.000 επί της καταδίκης δυνάμει του Άρθρου 26(1)(β), και ακυρώνεται. Εν όψει του συνολικού αποτελέσματος, δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα.

Η προσφυγή επιτυγχάνει μερικώς. Καμία διαταγή για έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο