(2009) 4 ΑΑΔ 356
[*356]26 Μαΐου, 2009
[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΕΟΦΥΤΟΥ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΥ,
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ
ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,
Καθ’ ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 1606/2007)
Διοικητικό Όργανο ― Συλλογικά όργανα ― Σύνθεση ― Περιστάσεις υπό τις οποίες κρίθηκε νόμιμη η σύνθεση του Συμβουλίου Μελέτης Παρεκκλίσεων στην εξετασθείσα υπόθεση.
Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρώσεως ― Πλάνη περί τα πράγματα ― Δεν στοιχειοθετήθηκε στην κριθείσα περίπτωση ― Η υποκειμενική εκτίμηση πραγματικών γεγονότων στην αναθεωρητική δικαιοδοσία.
Συμβούλιο Μελέτης Παρεκκλίσεων ― Φύση και αρμοδιότητα ― Η αξιολόγηση και σύνθεση από το Συμβούλιο, όλων των απόψεων που υποβάλλονται σε αυτό ― Όρια του αναθεωρητικού ελέγχου ― Περιστάσεις της νομιμότητας των ενεργειών του Συμβουλίου στην κριθείσα περίπτωση.
Διοικητικό Δίκαιο ― Αρχή της καλής πίστης ― Δεν υπερφαλαγγίζει την αρχή της νομιμότητας ― Περιστάσεις, υπό τις οποίες κρίθηκε ότι δεν δικαιολογείτο η θεμελίωση εμπιστοσύνης του αιτητή στην εξετασθείσα υπόθεση.
Ο αιτητής προσέφυγε κατά της απόρριψης της αίτησής του, για χορήγηση πολεοδομικής άδειας κατά παρέκκλιση, σε σχέση με χοιροστάσιο που διατηρούσε.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, απο[*357]φάσισε ότι:
1. Ένα μέλος του Συμβουλίου Μελέτης Παρεκκλίσεων απουσίαζε εν προκειμένω και αναγράφεται στα πρακτικά ότι απουσίαζε «λόγω κωλύματος». Εφόσον τα λοιπά μέλη αποτελούσαν απαρτία και όλα τα μέλη κλήθηκαν νομότυπα, η αναφορά αυτή στα πρακτικά είναι αρκετή, χωρίς να χρειάζεται περαιτέρω εξειδίκευση του λόγου του κωλύματος. Ακυρωτικά μπορεί να ελεγχθεί μόνο η συμμετοχή μέλους στη σύνθεση του συλλογικού οργάνου, κατά παράβαση της αρχής της αμεροληψίας.
Τα πρακτικά (Παράρτημα Γ στην ένσταση), είναι πλήρη και δεν αφήνουν καμία αμφιβολία για την εμπεριστατωμένη ενημέρωση των δύο νέων μελών και τη νομιμότητα της συμμετοχής τους στη συνεδρία.
2. Το Συμβούλιο, είχε υποχρέωση να διερευνήσει τη συνδρομή δημόσιου συμφέροντος και των ειδικών περιστάσεων στη βάση του Άρθρου 26(2) του Νόμου, προκειμένου να χορηγήσει την άδεια κατά παρέκκλιση. Μόνο υπό αυτό το πρίσμα επαφιόταν στο Συμβούλιο να συνεκτιμήσει και τα προβαλλόμενα από τον αιτητή γεγονότα, όχι στη βάση προώθησης προσωπικού δικαιώματος ή αξίωσης. Υπενθυμίζεται εξάλλου, ότι η υποκειμενική εκτίμηση πραγματικών γεγονότων ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του οργάνου και εφόσον είναι εύλογα επιτρεπτή, το Δικαστήριο δεν υποκαθιστά την κρίση της Διοίκησης ούτε ασκεί πρωτογενή κρίση.
3. Οι απόψεις των εμπλεκόμενων τμημάτων, αυτούσιες μέσω των επιστολών τους, που επισυνάφθηκαν στο Σημείωμα (παράρτημα Β΄ στην ένσταση), ήταν ενώπιον του νέου Συμβουλίου και αξιολογήθηκαν. Ωστόσο, οι απόψεις των συγκεκριμένων φορέων, αν και σημαντικές ως συμβουλευτικές, δεν είναι δεσμευτικές. Η εισηγητική αρμοδιότητα ανήκει θεσμικά στο Συμβούλιο, που σε κάθε περίπτωση θα διαμορφώσει τη δική του γνώμη, η οποία μπορεί και να διαφοροποιείται. Το κατεξοχήν γνωμοδοτικό όργανο στην προκείμενη περίπτωση, βάσει του Άρθρου 26(3) (β) του Νόμου και του Καν.3, δεν είναι η Πολεοδομική Αρχή, αλλά το Συμβούλιο, το οποίο συλλέγει και συνθέτει τις απόψεις που υποβάλλουν οι διάφορες αρχές και όλα τα σχετικά τεχνοκρατικά στοιχεία (Καν. 15(1)). Συνεπώς, τα όσα αναφέρει στη συνέχεια ο αιτητής για την ανάγκη ειδικής αιτιολόγησης της απόκλισης από τις επιμέρους θετικές απόψεις που εξέφρασε το Τμήμα Πολεοδομίας, δεν αφορούν το Συμβούλιο Μελέτης Παρεκκλίσεων. Τέτοια υποχρέωση ειδικής αιτιολογίας θα είχε το Υπουργικό Συμβούλιο, ως αποφασιστικό [*358]όργανο για ενδεχόμενη απόκλιση του από την εισήγηση του Συμβουλίου. Ο τρόπος που το Συμβούλιο συνέθεσε και επεξεργάστηκε αυτές τις απόψεις, δεν υπόκειται στον αναθεωρητικό έλεγχο, εφόσον δεν τεκμηριώθηκε πλάνη ή ελλιπής έρευνα και το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε ήταν εύλογο.
4. Η τελική απόφαση εν προκειμένω συμμορφώθηκε πλήρως με το δεδικασμένο. Η αιτιολογία που δόθηκε από το Συμβούλιο και στην οποία προσέθεσε ακόμη ένα λόγο το Υπουργείο Εσωτερικών, συμπληρώνεται και τεκμηριώνεται από τα έγγραφα της ένστασης.
Οι λόγοι που εξειδικεύτηκαν ανάγονται στο δημόσιο συμφέρον, το οποίο θεμελιώνουν με επάρκεια σε σχέση τόσο με το ισχύον νομοθετικό πολεοδομικό καθεστώς, όσο και με βάση τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης, που καθιστούσαν την αδειοδότηση προβληματική για τις ανέσεις της περιοχής. Η έρευνα που προηγήθηκε ήταν πλήρης, αφού σταθμίστηκαν όλες οι αμφίρροπες απόψεις και οι ουσιώδεις παράγοντες, τόσο μέσω εγγράφων, όσο και κατά την δημόσια ακρόαση, πριν το Συμβούλιο κλίνει συνθετικά στην απόρριψη της αιτήσεως.
5. Η αρχή της καλής πίστης δεν υπερφαλαγγίζει την αρχή της νομιμότητας. Δεν νοείται κεκτημένο δικαίωμα σε συνθήκες ανοχής της παρανομίας. Η αδυναμία εύρεσης οριστικής λύσης στο γενικότερο πρόβλημα και η κωλυσιεργία του κράτους, δεν θεμελιώνουν τέτοια στάση ή παράσταση ή συμπεριφορά, που να δικαιολογούν εύλογη προσδοκία του αιτητή για χορήγηση σε αυτόν κατά παρέκκλιση πολεοδομικής άδειας. Η εφαρμογή της αρχής της καλής πίστης δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να κατισχύει των λόγων δημοσίου συμφέροντος, που οριοθέτησαν τη λήψη της επίδικης απόφασης στην προκειμένη περίπτωση.
Η προσφυγή απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Ανδρονίκου v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 80/2005, ημερ. 29.12.2006,
Γαλανού κ.ά. v. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 43,
Πλατρίτης v. Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 571,
Δημοκρατία v. Παπαφώτης κ.ά. (1997) 3 Α.Α.Δ. 191.
[*359]Προσφυγή.
Α. Ευσταθίου, για τον Αιτητή.
Θ. Πιπερή, για τους Καθ’ ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: H αίτηση που υπέβαλε ο αιτητής, ιδιοκτήτης των τεμαχίων με αρ. 1116 και 1357, Φύλλο/Σχέδιο XXΙ.58, στο Παλιομέτοχο, για χορήγηση πολεοδομικής άδειας κατά παρέκκλιση των προνοιών της Δήλωσης Πολιτικής (Σχεδίου Ανάπτυξης της Περιοχής), και αφορούσε προσθήκες και/ή μετατροπές σε υφιστάμενο χοιροστάσιο που λειτουργούσε από το 1974 και στην οποία περιλήφθηκε και το τεμάχιο με αρ. 269 που είχε εκμισθώσει, απορρίφθηκε από τους καθ’ ων η αίτηση. Κατόπιν απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Ανδρονίκου v. Δημοκρατίας, Yπόθεση Aρ. 80/2005, ημερ. 29.12.06), η εν λόγω απόφαση ακυρώθηκε για δυο λόγους:
1. Πάσχουσα σύνθεση του Συμβουλίου ελλείψει στοιχείων ότι απεστάλησαν εμπρόθεσμα ειδοποιήσεις και λόγω απουσίας του μέλους Ιακώβου χωρίς να φαίνεται αν προσκλήθηκε.
2. Δεν καταγράφηκαν οι απόψεις ενός εκάστου των μελών του Συμβουλίου στα πρακτικά των συνεδριάσεων.
Σύμφωνα με τα γεγονότα, το Συμβούλιο Μελέτης Παρεκκλίσεων, (το «Συμβούλιο»), για σκοπούς επανεξέτασης της αίτησης, υπέβαλε έκθεση προς το Υπουργικό Συμβούλιο μέσω του Υπουργείου Εσωτερικών με την οποία εισηγήθηκε κατά πλειοψηφία την απόρριψη της, θεωρώντας ότι αυτή δεν εμπίπτει σε κανένα από τα κριτήρια του Κανονισμού 191(α)-(ιβ) των περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Παρεκκλίσεις) Κανονισμών του 1999, (Κ.Δ.Π. 309/99), (οι «Κανονισμοί») και ότι η ανάπτυξη επηρεάζει ουσιωδώς τη γενική στρατηγική του ισχύοντος Σχεδίου Ανάπτυξης. Πιο συγκεκριμένα οι παράγοντες που λήφθηκαν υπόψη για την εκ νέου απόρριψη της αίτησης είναι οι ακόλουθοι:
«(α) Η ανάπτυξη υλοποιήθηκε ουσιαστικά με αυθαίρετες και παράνομες ενέργειες μετά το 1980, όταν ήδη από τις 8 Οκτωβρίου 1976 είχε δημοσιευθεί, στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, Γνωστοποίηση του Επάρχου Λευκωσίας, με βάση το εδάφιο (1) του Άρθρου 14 του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κ.Δ.Π. 200/76, σύμφωνα με την οποία στην εν λόγω περιοχή απαγορεύεται η [*360]ανέγερση οποιασδήποτε οικοδομής που θα χρησιμοποιείται μεταξύ άλλων σαν χοιροστάσιο.
(β) Το μέγεθος της «προτεινόμενης» ανάπτυξης είναι μεγάλο και ανέρχεται, όπως σημειώνεται στην έκθεση της Πολεοδομικής Αρχής, σε 8.155 τ.μ. που υπερβαίνει κατά πολύ το επιτρεπόμενο από τη Ζώνη. Οι αυθαίρετες προσθήκες ανέρχονται στο 77% της ανάπτυξης σε σύγκριση με τα θεωρούμενα ως αδειούχα υποστατικά από την Πολεοδομική Αρχή που ανέρχονται στο 23% της συνολικής έκτασης της ανάπτυξης. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την εντατικοποίηση μιας χρήσης, η οποία δεν είναι επιτρεπόμενη στην περιοχή, εδώ και πολλά χρόνια. Σημειώνεται ότι τα θεωρούμενα ως αδειούχα υποστατικά ανεγέρθηκαν διαφορετικά από ότι προβλέπουν τα εγκριθέντα σχέδια, γεγονός που θέτει σε αμφισβήτηση την νομιμότητά τους.
(γ) Η «προτεινόμενη» ανάπτυξη βρίσκεται πολύ κοντά στον αυτοκινητόδρομο Λευκωσίας – Κοκκινοτριμιθιάς αφού απέχει 150 μ. περίπου από αυτόν, αντί τουλάχιστον 2.000 μ. που είναι προφανώς η ελάχιστη απαιτούμενη απόσταση για τη διασφάλιση των ανέσεων των διερχομένων από τον αυτοκινητόδρομο.
(δ) Οι προσθήκες/μετατροπές στην ανάπτυξη εντατικοποιούν την εγκριμένη χρήση με αποτέλεσμα να παραβλέπονται οι ανέσεις της περιοχής γεγονός που επισημαίνει και η Πολεοδομική Αρχή στη σχετική έκθεσή της. Ο μη επηρεασμός των ανέσεων παρακείμενων περιοχών και χρήσεων αποτελεί βασική αρχή που θα πρέπει να διέπει την αδειοδότηση μιας ανάπτυξης.
(ε) Η συνέχιση της λειτουργίας της ανάπτυξης σε πολύ μικρή απόσταση από τα όρια του Αεροδρομίου Λευκωσίας θα δημιουργήσει αναπόφευκτα περιορισμούς στην ορθολογική αξιοποίηση του χώρου του Αεροδρομίου, σε οποιαδήποτε περίπτωση.
(στ) Εχουν υποβληθεί πολυάριθμες ενστάσεις κατά της προτεινόμενης ανάπτυξης, τόσο από το Κοινοτικό Συμβούλιο Παλαιομετόχου όσο και από οργανωμένα σύνολα, φορείς και κατοίκους των γύρω περιοχών σύμφωνα με τις οποίες η παρουσία του υφιστάμενου χοιροστασίου επηρεάζει δυσμενώς την προοπτική ανάπτυξης της Κοι[*361]νότητας και των γύρω περιοχών και τις ανέσεις των παρακείμενων περιοχών, ιδιοκτησιών και χρήσεων. Τονίζεται ότι βασική αρχή για αδειοδότηση μιας ανάπτυξης, αποτελεί ο μη επηρεασμός από αυτή των ανέσεων παρακείμενων περιοχών και χρήσεων. Σημειώνεται επίσης ότι στην ευρύτερη περιοχή της ανάπτυξης υφίστανται κατοικίες, βιομηχανικά υποστατικά, Οικιστικές Ζώνες.
(ζ) Η ανάπτυξη καταστρατηγεί τις πρόνοιες της 1.8(β), 2.1(α) και 3(Α)1(ε) της Δήλωσης Πολιτικής με αποτέλεσμα να επηρεάζει ουσιωδώς τη Γενική Στρατηγική του ισχύοντος Σχεδίου Ανάπτυξης, γεγονός που οδηγεί σε απόρριψη της αίτησης, σύμφωνα με τον Κανονισμό 19(2) των σχετικών Κανονισμών [Κ.Δ.Π. 309/99].»
Το Υπουργείο Εσωτερικών εξέφρασε επιπρόσθετα την άποψη ότι η πολύ μικρή απόσταση της προταθείσας ανάπτυξης από τα όρια του αεροδρομίου Λευκωσίας αποτελεί μεγάλης σημασίας κριτήριο, δεδομένου ότι η συνέχιση της λειτουργίας της ανάπτυξης θα δημιουργήσει αναπόφευκτα περιορισμούς στην ορθολογική αξιοποίηση του χώρου.
Με τα πιο πάνω δεδομένα το Υπουργικό Συμβούλιο στη συνεδρία του ημερ. 18.7.2007, αποφάσισε να απορρίψει την αίτηση του αιτητή, τον οποίο και ενημέρωσε με επιστολή ημερ. 6.9.2007. Με την παρούσα προσφυγή αξιώνει την ακύρωση αυτής της απόφασης.
Θα εξετάσω καταρχήν το λόγο για τον οποίο ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι η σύνθεση του Συμβουλίου πάσχει και πάλι. Ο κ. Βεργάς απουσίαζε και αναγράφεται στα πρακτικά ότι απουσίαζε «λόγω κωλύματος». Εφόσον τα λοιπά μέλη αποτελούσαν απαρτία και όλα τα μέλη κλήθηκαν νομότυπα, η αναφορά αυτή στα πρακτικά είναι αρκετή χωρίς να χρειάζεται περαιτέρω εξειδίκευση του λόγου του κωλύματος. Ο ισχυρισμός του αιτητή ότι ενδεχομένως ο κ. Βεργάς εκπροσωπούσε την Ένωση Κοινοτήτων Κύπρου και αυτοαποκλείστηκε επειδή πεπλανημένα θεώρησε ότι δεν μπορούσε να λάβει μέρος στην διαδικασία, παρέμεινε μετέωρος. Εξάλλου δεν κατανοώ πώς η εξαίρεση ή αυτοαποκλεισμός μέλους, ενδεχομένως για τη διασφάλιση της αμεροληψίας, μπορεί να αποβεί σε ζημιά του αιτητή. Ακυρωτικά μπορεί να ελεγχθεί μόνο η συμμετοχή μέλους στη σύνθεση του συλλογικού οργάνου κατά παράβαση της αρχής της αμεροληψίας.
Ο αιτητής διατείνεται ότι η σύνθεση πάσχει και για το λόγο ότι η αναφορά στα πρακτικά ότι τα δυο νέα μέλη κ. Κωσταντή και κ. [*362]Σάββα «έχουν μελετήσει όλα τα σχετικά έγγραφα και ότι είναι πλήρως ενημερωμένοι σχετικά με όλα τα στοιχεία που είναι αναγκαία για τη λήψη της απόφασης, και συνεπώς είναι σε θέση να τοποθετηθούν και για τα θέματα που εγείρονται κατά την επανεξέταση» είναι λανθασμένη. Όπως θα διαφανεί στη συνέχεια, η ενημέρωση που έτυχαν τα νέα μέλη από την Πρόεδρο καθώς και από το σύνολο των εγγράφων που λήφθηκαν υπόψη κατά τον ουσιώδη χρόνο και τέθηκαν εκ νέου υπόψη τους με σχετικό σημείωμα ήταν πλήρης. Τα πρακτικά (Παράρτημα Γ στην ένσταση) είναι πλήρη και δεν αφήνουν καμία αμφιβολία για την εμπεριστατωμένη ενημέρωση των δυο μελών και τη νομιμότητα της συμμετοχής τους στη συνεδρία.
Ο αιτητής εισηγείται επίσης ότι το ιστορικό της υπόθεσής του, όπως παρουσιάστηκε από την Πρόεδρο του Συμβουλίου είναι ελλιπές και αποσιωπά ουσιώδη γεγονότα που υπήρχαν στο αρχικό «σημείωμα για το Συμβούλιο Μελέτης Παρεκκλίσεων» ημερ. 10.12.02 κατά την πρώτη εξέταση της αίτησής του. Όπως ότι,
������� • η ανάπτυξη βρίσκεται στη «νεκρή ζώνη» όπου εφαρμόζεται πολιτική του κράτους για οικονομική και κοινωνική αναζωογόνηση των ακριτικών περιοχών.
������� • το χοιροστάσιο του ταξινομήθηκε από την Επιτροπή για τη δημιουργία κτηνοτροφικών περιοχών για ανέγερση χοιροστασίων στην κατηγορία «Β», στην οποία περιλαμβάνονται χοιροστάσια που μπορούσαν να παραμένουν για 7 χρόνια και για τα οποία θα μπορούσε να δοθεί χαλάρωση.
������� • υπάρχει έκθεση της Επιτρόπου Διοικήσεως αναφορικά με το παρακείμενο χοιροστάσιο του αδελφού του αιτητή, στην οποία σημειώνεται η αδυναμία του Κράτους για εξεύρεση λύσης στο δυσεπίλυτο πρόβλημα καθορισμού κατάλληλων χώρων για μετακίνηση των κτηνοτροφικών μονάδων που γειτνιάζουν με κατοικημένες περιοχές.
������� • Ο ίδιος είχε, με προτροπή των αρμοδίων αρχών ενεργήσει για την μετακίνηση των υποστατικών του στον Άγιο Ιωάννη Μαλούντας, πλην όμως η αίτησή του απορρίφθηκε.
Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η ενημέρωση των νέων μελών του Συμβουλίου από την Πρόεδρο ήταν ελλιπής, επειδή δεν αποδόθηκαν στην ολότητά τους τα πραγματικά δεδομένα, κατά τρόπο που να πιθανολογείται πλάνη περί τα πράγματα.
[*363]Από τα στοιχεία που έχω ενώπιόν μου προκύπτει ότι όλα τα σχετικά γεγονότα που κάλυπταν αναλυτικά κάθε ουσιώδη πτυχή του ιστορικού της υπόθεσης, συπεριλαμβανομένων και των όσων ειδικότερα προτάσσει ανωτέρω, τέθηκαν με Σημείωμα ενώπιον των μελών του Συμβουλίου κατά την επανεξέταση (παράρτημα Β στην ένσταση). Στο Σημείωμα αυτό επισυνάπτονταν πληθώρα εγγράφων όπως τα πρακτικά της δημόσιας ακρόασης που έγινε κατά την πρώτη διερεύνηση της αίτησης του αιτητή, η αγόρευση των δικηγόρων του καθώς και η πιο πρόσφατη επιστολή των δικηγόρων του ημερ. 15/2/07 με την οποία θέτει συγκεκριμένα δεδομένα που θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη κατά την επανεξέταση και εν πολλοίς καλύπτουν τα όσα εδώ υποστηρίζει ότι παραλήφθηκαν από την Πρόεδρο. Συνιστούσαν μέρος του διοικητικού φακέλου που κατά τεκμήριο μελετήθηκε από όλα τα μέλη του Συμβουλίου –και από τα δυο νέα μέλη-και τέθηκαν υπόψη τους πριν τη διαμόρφωση της εισήγησης τους.
Κανένα από τα στοιχεία αυτά δεν κρίνεται αφ’ εαυτού σημαντικό για την έγκριση της αίτησης του αιτητή. Ούτε η Διοίκηση ήταν υποχρεωμένη να τα λάβει υπόψη αφού δεν συναρτώνται άμεσα προς τα κριτήρια του Κανονισμού 15(1) που οφείλει να εξετάσει προτού χορηγήσει παρέκκλιση. Έχω τη γνώμη πως τα εν λόγω γεγονότα δεν μπορούσαν να επιδράσουν καταλυτικά στη σκέψη των μελών, ώστε να στοιχειοθετείται ουσιώδης πλάνη κατά την ενημέρωση τους. (Γαλανού κ.ά. v. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 43, Πλατρίτης v. Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 571).
Το Συμβούλιο, είχε υποχρέωση να διερευνήσει τη συνδρομή δημόσιου συμφέροντος και των ειδικών περιστάσεων στη βάση του Άρθρου 26(2) του Νόμου προκειμένου να χορηγήσει την άδεια κατά παρέκκλιση. Μόνο υπό αυτό το πρίσμα επαφιόταν στο Συμβούλιο να συνεκτιμήσει και τα προβαλλόμενα από τον αιτητή γεγονότα, όχι στη βάση προώθησης προσωπικού δικαιώματος ή αξίωσης. Υπενθυμίζεται εξάλλου ότι η υποκειμενική εκτίμηση πραγματικών γεγονότων ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του οργάνου και εφόσον είναι εύλογα επιτρεπτή, το Δικαστήριο δεν υποκαθιστά την κρίση της Διοίκησης ούτε ασκεί πρωτογενή κρίση.
Ο αιτητής επεκτείνει τον ισχυρισμό του για πλάνη της διοίκησης από την αποσπασματική αναφορά της Προέδρου, για το λόγο ότι δεν έλαβε κατά το δέοντα τρόπο υπόψη τις απόψεις της Πολεοδομικής Αρχής, του ΕΤΕΚ, της Υπηρεσίας Περιβάλλοντος, της τοπικής αρχής (Κοινοτικού Συμβουλίου Παλαιομετόχου) και του Επάρχου Λευκωσίας. Συγκεκριμένα παραπονείται ότι η Πρόεδρος ήταν επιγραμματική και δεν απέδωσε και τα θετικά σχόλια επί της αιτήσεως, όπως εκφράστηκαν μάλιστα από την πλειοψηφία των κυβερνητικών τμημάτων.
Ούτε αυτή η πτυχή ευσταθεί. Οι απόψεις των εμπλεκόμενων τμημάτων, αυτούσιες μέσω των επιστολών τους που επισυνάφθηκαν στο Σημείωμα (παράρτημα Β΄ στην ένσταση), ήταν ενώπιον του νέου Συμβουλίου και αξιολογήθηκαν (βλ. παράρτημα Στ΄ για το Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως, παράρτημα Η΄ για Επαρχο, παράρτημα Θ΄ για Κοινοτικό Συμβούλιο Παλαιομετόχου, παράρτημα Ι΄ για Υπηρεσία περιβάλλοντος, πρακτικά δημόσιας ακρόασης και επιστολές ημερ. 4/09/03 και 2/9/03 για τις απόψεις του ΕΤΕΚ κα του Τμήματος Γεωργίας αντίστοιχα).
Ωστόσο, οι απόψεις των συγκεκριμένων φορέων αν και σημαντικές ως συμβουλευτικές, δεν είναι δεσμευτικές. Η εισηγητική αρμοδιότητα ανήκει θεσμικά στο Συμβούλιο που σε κάθε περίπτωση θα διαμορφώσει τη δική του γνώμη, η οποία μπορεί και να διαφοροποιείται.
Το κατεξοχήν γνωμοδοτικό όργανο στην προκείμενη περίπτωση βάσει του Άρθρου 26(3) (β) του Νόμου και του Καν.3 δεν είναι η Πολεοδομική Αρχή αλλά το Συμβούλιο, το οποίο συλλέγει και συνθέτει τις απόψεις που υποβάλλουν οι διάφορες αρχές και όλα τα σχετικά τεχνοκρατικά στοιχεία (Καν. 15(1)). Συνεπώς, τα όσα αναφέρει στη συνέχεια ο αιτητής για την ανάγκη ειδικής αιτιολόγησης της απόκλισης από τις επιμέρους θετικές απόψεις που εξέφρασε το Τμήμα Πολεοδομίας*, δεν αφορούν το Συμβούλιο Μελέτης Παρεκκλίσεων. Τέτοια υποχρέωση ειδικής αιτιολογίας θα είχε το Υπουργικό Συμβούλιο ως αποφασιστικό όργανο για ενδεχόμενη απόκλιση του από την εισήγηση του Συμβουλίου.
Ο αιτητής ουσιαστικά εισηγείται ότι οι απόψεις που δεν ήταν απόλυτα αρνητικές ή/και ευνοϊκές για αυτόν αγνοήθηκαν ή δεν διερευνήθηκαν. Αυτό διαψεύδεται από τα ίδια τα πρακτικά της συνεδρίας του Συμβουλίου ημερ. 27/03/07 (παράρτημα Γ΄ στην ένσταση, σελ. 3-5), όπου η παρουσίαση των συμπερασμάτων/τοποθετήσεων της Προέδρου για τις απόψεις των Τμημάτων/Υπηρεσιών δεν μπορεί να ελεγχθεί ως πεπλανημένη. Αντιθέτως στο βαθμό που διαφώνησε, έδωσε την αναγκαία αιτιολογία. Για παράδειγμα, αναφορικά με την επίμαχη άποψη της Πολεοδομικής [*365]Αρχής, η Πρόεδρος ανέφερε τα εξής:
«Η Πολεοδομική Αρχή στη σχετική επιστολή της προς το Συμβούλιο, ημερομηνίας 26.11.2002, αναφέρει ότι οι αιτούμενες προσθήκες/μετατροπές εντατικοποιούν την εγκριμένη χρήση με αποτέλεσμα να παραβλάπτονται οι ανέσεις της περιοχής ως συνόλου κατά παράβαση των προνοιών της παραγράφου 7(β) της Πολιτικής 3(Α). Παρά την πιο πάνω διαπίστωση και σε αντίθεση με τις πρόνοιες της Παραγράφου 1(ε) της Πολιτικής 3(Α) της Δήλωσης Πολιτικής στις οποίες αναφέρεται ότι ο μη επηρεασμός των ανέσεων παρακείμενων περιοχών και χρήσεων αποτελεί βασική αρχή που θα πρέπει να διέπει την αδειοδότηση μιας ανάπτυξης, εισηγείται την παραχώρηση προσωρινής πολεοδομικής άδειας επικαλούμενη τα κριτήρια 19(1)(ε) και (ζ) των περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Παρεκκλίσεις) Κανονισμών του 1999.
Το κριτήριο 1(ε) αναφέρεται στην προσαρμογή της προτεινόμενης ανάπτυξης σε χαρακτηριστικά του χώρου όπου προτείνεται να πραγματοποιηθεί, στο βαθμό που αυτά δεν ήταν δυνατό να καθοριστούν με λεπτομέρεια στο ισχύον Σχέδιο Ανάπτυξης. Τονίζεται ωστόσο ότι το ισχύον Σχέδιο Ανάπτυξης αναθεωρήθηκε το 2003 χωρίς να κριθεί σκόπιμο να αλλάξει η Ζώνη η οποία παραμένει Γεωργική. Το κριτήριο 19(α)(ζ) αναφέρεται στην πραγματοποίηση ειδικών στόχων, προγραμμάτων και έργων ανάπτυξης και επίλυση ειδικών προβλημάτων σε σχέση με την ανάπτυξη. Η επίκληση αυτού του Κανονισμού δεν μπορεί να αφορά τη νομιμοποίηση παράνομων οικοδομών. Ουσιαστικά το ειδικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει η ανάπτυξη είναι το γεγονός ότι έχει ανεγερθεί χωρίς να εξασφαλίσει τις απαιτούμενες άδειες.
Η Πολεοδομική Αρχή δεν τεκμηριώνει επαρκώς τις απόψεις της ενώ υποεκτιμά τις έντονες ενστάσεις που υποβλήθηκαν.»
Εξάλλου, το ότι αυτές οι απόψεις δεν καθόρισαν και την τελική θέση του Συμβουλίου δεν σημαίνει ότι δεν μελετήθηκαν. Διατυπώθηκαν αρνητικές απόψεις και θετικές που δεν συνιστούν ανεπιφύλαχτη έγκριση της αίτησης αλλά θέτουν προϋποθέσεις. Ο τρόπος που το Συμβούλιο συνέθεσε και επεξεργάστηκε αυτές τις απόψεις δεν υπόκειται στον αναθεωρητικό έλεγχο, εφόσον δεν τεκμηριώθηκε πλάνη ή ελλιπής έρευνα και το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε ήταν εύλογο. Χαρακτηριστικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από τα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-1959:
[*366]«Δεν υφίσταται πλάνη περί τα πράγματα οσάκις η Διοίκησης εκτιμά κατ’ ουσία διάφορα, και αντιφατικά στοιχεία, ως η στάθμισης δύναται καταρχήν να οδηγεί και εις το συμπέρασμα εις ο ήχθη η Διοίκησις. Τοιαύτη εκτίμησις δεν ελέγχεται κατ’ ουσίαν εν τη ακυρωτική δίκη.»
Περαιτέρω ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η απόφαση πάσχει λόγω αόριστης και ανεπαρκούς αιτιολογίας που απλά επαναλαμβάνει την αιτιολογία της ακυρωθείσας απόφασης. Η αιτιολογία που δόθηκε κατά την επανεξέταση, αποτυπώνει τους λόγους της απόκλισης από τις όποιες θετικές απόψεις των τμημάτων μέσω των συμπερασμάτων της Προέδρου καθώς και των επιμέρους τοποθετήσεων όλων των μελών του Συμβουλίου. Τα πρακτικά αυτή τη φορά είναι πλήρη, αφού καταδεικνύουν ότι έγινε εκ νέου αξιολόγηση όλων των δεδομένων και καταγράφουν τις απόψεις όλων των μελών ξεχωριστά. Από αυτή την άποψη η τελική απόφαση συμμορφώθηκε πλήρως με το δεδικασμένο. Η αιτιολογία που δόθηκε επίσης από το Συμβούλιο και στην οποία προσέθεσε ακόμη ένα λόγο το Υπουργείο Εσωτερικών, συμπληρώνεται και τεκμηριώνεται από τα έγγραφα της ένστασης.
Οι λόγοι που εξειδικευτήκαν (πιο πάνω) ανάγονται στο δημόσιο συμφέρον, το οποίο θεμελιώνουν με επάρκεια σε σχέση τόσο με το ισχύον νομοθετικό πολεοδομικό καθεστώς όσο και με βάση τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης που καθιστούσαν την αδειοδότηση προβληματική για τις ανέσεις της περιοχής. Η έρευνα που προηγήθηκε ήταν πλήρης αφού σταθμίστηκαν όλες οι αμφίρροπες απόψεις και οι ουσιώδεις παράγοντες τόσο μέσω εγγράφων όσο και κατά την δημόσια ακρόαση, πριν το Συμβούλιο κλίνει συνθετικά στην απόρριψη της αιτήσεως.
Ο αιτητής, προς τον οποίο αδιαμφισβήτητα επιδείχθηκε ανεκτικότητα αλλά και συχνά αντιφατικός χειρισμός των αιτήσεων του από τη διοίκηση, προβάλλει περαιτέρω παραβίαση της αρχής της καλής πίστης. Θεωρεί ότι σειρά κρατικών ενεργειών και η καταρχήν έγκριση το 1995 της κατά παρέκκλιση πολεοδομικής άδειας, εύλογα του δημιούργησαν την προσδοκία ότι μέχρι τουλάχιστον την οριστική μετακίνηση όλων των κτηνοτροφικών μονάδων σε κατάλληλη ζώνη, το χοιροστάσιο του θα παρέμενε σε λειτουργία.
Η αρχή της καλής πίστης δεν υπερφαλαγγίζει την αρχή της νομιμότητας. Στη Δημοκρατία v. Παπαφώτης κ.ά. (1997) 3 Α.Α.Δ. 191, λέχθηκε σχετικά:
[*367]“Οπως υποδεικνύεται στην Παμπόρης v. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 2732, η αρχή της καλής πίστης, δεν μεταβάλλει τις αρχές δικαίου που διέπουν την άσκηση εξουσίας, που εναποτίθεται σε διοικητικό όργανο, ούτε προεξοφλά την άσκηση εξουσίας η οποία παρέχεται”.
Η άδεια που του είχε χορηγηθεί το 1995 ακυρώθηκε με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου και έκτοτε εκδόθηκε διάταγμα κατεδάφισης παράνομων υποστατικών ενώ προωθήθηκε και η ποινική του δίωξη για παρακοή δικαστικού διατάγματος που αφορούσε αναστολή της παράνομης ανέγερσης δεξαμενών επεξεργασίας των λυμάτων του χοιροστασίου. Με την παρούσα αίτηση ζητά την εκ των υστέρων νομιμοποίηση εκτεταμένων προσθηκών και μετατροπών στο χοιροστάσιο που ανήγειρε παράνομα. Δεν νοείται κεκτημένο δικαίωμα σε συνθήκες ανοχής της παρανομίας. Η αδυναμία εύρεσης οριστικής λύσης στο γενικότερο πρόβλημα και η κωλυσιεργία του κράτους δεν θεμελιώνουν τέτοια στάση ή παράσταση ή συμπεριφορά που να δικαιολογούν εύλογη προσδοκία του αιτητή για χορήγηση σε αυτόν κατά παρέκκλιση πολεοδομικής άδειας. Η εφαρμογή της αρχής της καλής πίστης δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να κατισχύει των λόγων δημοσίου συμφέροντος που οριοθέτησαν τη λήψη της επίδικης απόφασης στην προκειμένη περίπτωση.
Η προσφυγή απορρίπτεται με €1.500 έξοδα εναντίον του αιτητή. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο