Ρ.P. Body Art Gym Ltd ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2009) 4 ΑΑΔ 577

(2009) 4 ΑΑΔ 577

[*577]1 Σεπτεμβρίου, 2009

[ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

P.P. BODY ART GYM LTD,

Αιτητές,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Aρ. 444/2008)

 

Διοικητική Πράξη ― Εκτελεστή, σε αντιδιαστολή προς πράξη στερούμενη εκτελεστότητας ― Κατά πόσο είναι εκτελεστή η κατά δέσμια αρμοδιότητα επιβολή χρηματικής επιβάρυνσης και τόκου, σε περίπτωση διαπίστωσης εσφαλμένης δασμολογικής κατάταξης εισαχθέντων προϊόντων.

Τελωνειακοί Δασμοί και Φόροι Καταναλώσεως ― Εκ των υστέρων βεβαίωση φορολογίας, λόγω ταξινόμησης εμπορευμάτων στην ορθή δασμολογική κλάση ― Η ευρεία σχετική εξουσία της διοίκησης και οι όροι επέμβασης του αναθεωρητικού δικαστηρίου σε αυτήν ― Περιστάσεις, υπό τις οποίες η άσκηση της εξουσίας της διοίκησης κρίθηκε ως το προϊόν δέουσας έρευνας, με επαρκή αιτιολόγηση, εύλογα επιτρεπτή και μη παραβιάζουσα τις αρχές της χρηστής διοίκησης και καλής πίστης στην εξετασθείσα υπόθεση.

Οι αιτητές επεδίωξαν την ακύρωση της σε βάρος τους επιβολής φορολογίας, χρηματικής επιβάρυνσης και τόκων ύψους €5.163.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

1. Αναφορικά με την προδικαστική ένσταση που αφορά μόνο  μέρος του αιτητικού, παρόλο ότι η επιβολή χρηματικής επιβάρυνσης και τόκου προβλέπονται από τον ίδιο το Νόμο (Άρθρο 52 του Ν. 94(Ι)/2004), ενόψει του ότι αυτά συνδέονται με το οφειλόμενο ποσό φόρου την επιβολή του οποίου οι αιτητές επίσης αμφισβητούν, κρίνεται ότι η προδικαστική ένσταση δεν ευσταθεί. Θα ευσταθούσε αν [*578]οι αιτητές δέχονταν ως ορθή την επιβολή του ποσού του φόρου και προσέβαλλαν μόνο την απαίτηση για χρηματική ποινή και τόκους.

2. Αναφορικά με τον (α) λόγο, ότι δηλαδή η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιτιολόγητη και χωρίς τη δέουσα έρευνα, κρίνεται ότι αυτός δεν ευσταθεί. Από τα γεγονότα προκύπτει ότι υπάρχει εν προκειμένω επαρκής αιτιολογία με την έννοια που καθιέρωσε η νομολογία ούτως ώστε το Δικαστήριο να είναι σε θέση να αναθεωρήσει την απόφαση, αφού σε αυτά περιέχονται τόσο η νομική πτυχή όσο και τα γεγονότα που στηρίζουν την απόφαση. Τα γεγονότα δείχνουν επίσης ότι έγινε πλήρης έρευνα του όλου θέματος πριν τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης.

3. Όσον αφορά την ταξινόμηση εμπορευμάτων στην προβλεπόμενη από το νόμο δασμολογική κλάση, σύμφωνα με τη νομολογία η διοίκηση έχει πολύ ευρεία εξουσία και το Δικαστήριο σπάνια επεμβαίνει. Το πράττει μόνο όταν δεν ακολουθήθηκε η νομική διαδικασία ή όταν δεν έγινε η δέουσα έρευνα ή όταν υπήρξε πλάνη περί το νόμο ή τα πράγματα και γενικά όταν αυτή λήφθηκε κατά παράβαση των αρχών του διοικητικού δικαίου. Η ταξινόμηση, όπως έγινε από τον Κλάδο Μετελέγχου ήταν εύλογα επιτρεπτή.

4. Η μειωμένη καταβολή φόρων οφείλεται εν προκειμένω σε ενέργεια των αιτητών και επομένως οι εν λόγω φόροι είναι νόμιμα πληρωτέοι και το Τμήμα Τελωνείων είχε νομική υποχρέωση να απαιτήσει την είσπραξή τους. Από τη στιγμή που το ποσό του φόρου είναι ορθό, τότε η χρηματική επιβάρυνση και οι τόκοι επέρχονται αυτόματα με βάση το νόμο (Άρθρο 52 του Νόμου 94(1)/04). Η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν εύλογα επιτρεπτή.

Η προσφυγή απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Χάρης Αργυρού Λτδ ν. Διευθυντρίας Τελωνείων, Υπόθ. Αρ. 1227/07, ημερ. 2.12.2008,

Lavar Shipping Co. Ltd. ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 978/07, ημερ. 27.4.2009,

Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270,

Chrikar Trading Co. Ltd v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 413/07, ημερ. 27.2.2009,

A. & S. Antoniades and Co. v. Republic (1965) 3 C.L.R. 673,

[*579]Rodafinia Imports Exports Ltd v. Republic (1988) 3(A) C.L.R. 45,

G.P. Iron and Wood Makers Ltd v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 959/04, ημερ. 17.1.2006,

G.P. Iron and Wood Makers Ltd v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 155,

Σκούλλου v. Υπουργού Οικονομικών κ.ά. (2004) 3 Α.Α.Δ. 530.

Προσφυγή.

Λ. Λυσάνδρου, για τους Aιτητές.

Αρ. Ζερβού (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ’ ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΦΩΤΙΟΥ, Δ.: Η αιτήτρια εταιρεία (πιο κάτω οι αιτητές) με την παρούσα προσφυγή ζητά δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των καθ’ ων η αίτηση ημερομηνίας 2 Ιανουαρίου, 2008, με την οποία ζητείται από τους αιτητές η πληρωμή του ποσού των €5.163,00, είναι άκυρη, παράνομη και αποτέλεσμα κατάχρησης εξουσίας.

Γεγονότα

Οι αιτητές είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης νομίμως και δεόντως συσταθείσα, η οποία μεταξύ άλλων, ασχολείται με την εισαγωγή και εμπορία συμπληρωμάτων διατροφής. Τα συμπληρώματα διατροφής, σύμφωνα με τους καθών η αίτηση, δεν είναι συνηθισμένα τρόφιμα με την παραδοσιακή τους έννοια, ούτε και φαρμακευτικά παρασκευάσματα αφού στερούνται ιαματικών ιδιοτήτων, παρά το γεγονός ότι η εμπορία τους συνήθως γίνεται είτε υπό μορφή σκόνης είτε υπό μορφή ταμπλέτων/δισκίων/χαπιών.

Οι αιτητές κατά τον εκάστοτε ουσιώδη χρόνο εισήγαγαν και έθεσαν σε ελεύθερη κυκλοφορία τα συμπληρώματα διατροφής που περιγράφονται στα τιμολόγια με αριθμούς 16445, 18981 και 18310 ημερ. 9/10/04, 25/8/06 και 3/10/06 αντίστοιχα αφού καταχώρησαν ηλεκτρονικές διασαφήσεις στο λογισμικό του Τμήματος Τελωνείων, δυνάμει του Άρθρου 122 (1)(β) του περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου 94(1)/2004 (Παραρτήματα 5, 6 και 7 στην Ένσταση).

Οι καταχωρημένες στις διασαφήσεις πληροφορίες ελέγχθηκαν [*580]ηλεκτρονικά από το λογισμικό του Τμήματος Τελωνείων και στη βάση των δεδομένων και πληροφοριών που καταχωρήθηκαν, βεβαιώθηκαν αυτόματα οι εισαγωγικοί δασμοί και φόροι και οι συγκεκριμένες διασαφήσεις επιλέγηκαν για περαιτέρω έλεγχο τόσο των εγγράφων όσο και των ιδίων των εμπορευμάτων.

Σύμφωνα με το εθνικό και το ευρωπαϊκό τελωνειακό δίκαιο οι εμπορευόμενοι ή οι τελωνειακοί πράκτορες με τους οποίους συνεργάζονται, οφείλουν να γνωρίζουν άριστα ολόκληρο το φάσμα της τελωνειακής νομοθεσίας και είναι υπόχρεοι να καταχωρούν στα ηλεκτρονικά συστήματα τα αληθή και πραγματικά στοιχεία. Ο έλεγχος είναι κυρίως ηλεκτρονικός στη βάση των καταχωρημένων δεδομένων και σε ποσοστό 95 και πλέον τα εκατόν, δεν γίνεται οποιοσδήποτε άλλος έλεγχος, για να λειτουργεί απρόσκοπτα το εμπόριο και να εξυπηρετείται καλύτερα ο εμποροβιομηχανικός κόσμος. Το λογισμικό για σκοπούς πρόληψης στη βάση παραμέτρων και/ή άλλων κριτηρίων ανάλυσης κινδύνου, επιλέγει για περαιτέρω έλεγχο 5% των διασαφήσεων.

Οι εσφαλμένες και ή ψευδείς ηλεκτρονικές καταχωρήσεις είναι και τελωνειακά αδικήματα ψευδούς δήλωσης. Τα εν λόγω τελωνειακά αδικήματα επισύρουν διοικητικές κυρώσεις και άλλες ποινικές ευθύνες.

Το λογισμικό ελέγχει και επεξεργάζεται μόνο τα δεδομένα όπως αυτά καταχωρούνται, χωρίς να υπάρχει η δυνατότητα διάγνωσης, (κατά το στάδιο καταχώρησης), αν καταχωρήθηκαν τα ορθά ή εσφαλμένα δεδομένα και ή αν η λανθασμένη καταχώρηση οφείλεται σε τυχαίο ανθρώπινο σφάλμα ή σε δόλο με πρόθεση την καταδολίευση. Το γεγονός αυτό οδήγησε στην ανάγκη δημιουργίας εξειδικευμένου Τομέα ή Κλάδου Μετελέγχου που ασχολείται εκ των υστέρων, με επιλεκτικό έλεγχο διασαφήσεων που σχετίζονται με εμπορεύματα που απελευθερώθηκαν με ή χωρίς φυσικό έλεγχο.

Ο Κλάδος Μετελέγχου, στη βάση στοχευμένων ενεργειών, επιλέγει διασαφήσεις που καταχωρήθηκαν ηλεκτρονικά στο παρελθόν και ευρίσκονται στη μνήμη του ηλεκτρονικού συστήματος, ακολούθως καλεί τους εισαγωγείς να προσκομίσουν όλα τα σχετικά με τις επιλεγμένες διασαφήσεις έγγραφα, διεξάγει κάθε άλλη σχετική έρευνα και συγκρίνει τα στοιχεια που υπάρχουν στα έγγραφα με τις πληροφορίες που καταχωρήθηκαν ηλεκτρονικά. Όταν διαπιστώνεται οποιαδήποτε διαφορά τότε υπολογίζεται/βεβαιώνεται κάθε διαφορά ή αποφευχθέν ποσό, το οποίο και απαιτείται με εκ των υστέρων βεβαίωση οφειλής.

Στα πλαίσια στοχευμένου μετελέγχου σε συνδυασμό με ηλε[*581]κτρονική ανάλυση κινδύνου, επιλέγηκαν προς διερεύνηση όλες οι εισαγωγές συμπληρωμάτων διατροφής που πραγματοποιήθηκαν μετά την ένταξη της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου, 2006. Η διερεύνηση ανατέθηκε στον Κλάδο Μετελέγχου του Τελωνείου Λάρνακας. Ο εν λόγω Κλάδος κάλεσε τους εισαγωγείς συμπληρωμάτων διατροφής (και επομένως και τους αιτητές) να δώσουν στο Τελωνείο όλα τα έγγραφα που σχετίζονταν με εισαγωγές συμπληρωμάτων διατροφής που πραγματοποιήθηκαν κατά την πιο πάνω χρονική περίοδο, όπως τιμολόγια κιβωτιολόγια, άδειες εισαγωγής κλπ..

Η έρευνα βασίστηκε στα ακόλουθα:

(α) Στη σύγκριση των εμπορευμάτων όπως αυτά περιγράφονται στα σχετικά τιμολόγια και στην περιγραφή που καταχωρήθηκε στις σχετικές ηλεκτρονικές διασαφήσεις σε σχέση με τον κωδικό ταξινόμησης και/ή τη δασμολογική κλάση.

(β) Στη δασμολογική κατάταξη που πραγματικά έχουν τα εμπορεύματα που περιγράφονται στα πιο πάνω τιμολόγια, σε σχέση με τη χημική σύνθεσή τους, όπως αυτή προκύπτει από τα συστατικά των προϊόντων που περιγράφονται στους σχετικούς καταλόγους της εταιρείας Ultimate Nutrition και/ή στο διαδίχτυο από την κατασκευάστρια εταιρεία.

Με την ολοκλήρωση της έρευνας, διαπιστώθηκε ότι οι αιτητές εσφαλμένα κατέταξαν τα συμπληρώματα διατροφής, που περιγράφονται στα πιο πάνω τιμολόγια, στους κωδικούς 2106909220, 21069098 και 2106909260 και εσφαλμένα παρέλειψαν να λάβουν υπόψη και τα συστατικά των παρασκευασμάτων, γεγονός που θα οδηγούσε σε διαφορετική ταξινόμηση.

Ο τελωνειακός λειτουργός που μελέτησε την υπόθεση, αφού έλαβε υπόψη τα πορίσματα του εξειδικευμένου Τομέα Ονοματολογίας του Αρχιτελωνείου που εκφράζονται στις επιστολές ή και εγκυκλίους με ημερομηνίες 17 Απριλίου, 2006 και 16 Αυγούστου, 2007, που πάντοτε ίσχυαν αφού τα παρασκευάσματα ήσαν τα ίδια, και μετά τον έλεγχο των αναλογιών κάθε προϊόντος ξεχωριστά σε λιπαρές ουσίες γάλακτος, πρωτεϊνες γάλακτος, ζάχαρα, άμυλα και την τελική μορφή των προϊόντων – αν είναι σκόνη, δισκία/καψούλες, υγρή κτλ., κατέταξε και/ή ταξινόμησε τα παρασκευάσματα συμπληρωμάτων διατροφής στους κωδικούς που εκτίθενται στο Παράρτημα 19 της Ένστασης.

Αποτέλεσμα της εσφαλμένης ταξινόμησης που έγινε από τους [*582]αιτητές, ήταν η καταβολή λιγότερων εισαγωγικών δασμών, όπως βεβαιώθηκε με την σύγκριση των πραγματικών συντελεστών που ίσχυαν κατά τον εκάστοτε ουσιώδη χρόνο σε σχέση με τους συντελεστές που δηλώθηκαν στις πιο πάνω ηλεκτρονικές διασαφήσεις. Επιπλέον η εσφαλμένη ταξινόμηση οδήγησε στην αποφυγή καταβολής Φ.Π.Α. αφού τα συμπληρώματα διατροφής εσφαλμένα θεωρήθηκαν τρόφιμα με μηδενικό συντελεστή Φ.Π.Α..

Ενόψει όλων των ανωτέρω, το Τμήμα Τελωνείων ενεργώντας κατά δέσμια αρμοδιότητα, βεβαίωσε τους εισαγωγικούς δασμούς σύμφωνα με τους συντελεστές πλέον πρόσθετους εισαγωγικούς δασμούς για σάκχαρα και άλευρα που ίσχυαν για τα επίδικα προϊόντα κατά τον ουσιώδη χρόνο, όπως αυτά καθορίζονται στο δασμολόγιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης «TARIC” και διεκδικήθηκε στις 2 Ιανουαρίου, 2008, κάθε επιπλέον μη καταβληθείσα διαφορά εισαγωγικού δασμού και Φ.Π.Α. με την επίδικη «Εκ των υστέρων Βεβαίωση Τελωνειακής Οφειλής και Άλλης Τελωνειακής Οφειλής» με αριθμό 13.31.004. Με την εν λόγω επιστολή βεβαιώθηκαν εκ των υστέρων οι ανείσπρακτοι εσαγωγικοί δασμοί Λ.Κ.431,00 δυνάμει των Άρθρων 46, 48, 49 και 53 του περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου 94(1)/2004, ο Φ.Π.Α., που αναλογεί Λ.Κ.2.316,00 δυνάμει των Άρθρων 5(1)γ), 5(4) και 13(1) του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου 95(1)/2000, χρηματική επιβάρυνση Λ.Κ.275,00 δυνάμει του Άρθρου 52(1) του περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου 94(1)2004, πλέον τόκοι 8% από την ημερομηνία γένεσης των οφειλών, δυνάμει του Άρθρου 52(2) του περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου 94(1)/2004 σε συνδυασμό με τον περί Ενιαίου Δημόσιου Επιτοκίου Υπερημερίας Νόμο του 2006 (Ν. 167(Ι)/2006).

Οι αιτητές παρέλαβαν και/ή έλαβαν γνώση του περιεχομένου της επίδικης διοικητικής πράξης ημερ. 2/1/08 κατά ή περί την 7/1/08 την οποία και προσβάλλουν με την παρούσα προσφυγή η οποία καταχωρήθηκε στις 29/3/08 και αναφέρεται σε ποσό €5.163,00 που είναι το ισότιμο των πιο πάνω φόρων σε ευρώ.

Νομικοί Ισχυρισμοί

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των αιτητών με τη γραπτή του αγόρευση προωθεί τους εξής ουσιαστικά λόγους ακύρωσης της προσβαλλόμενης πράξης: (α) ότι αυτή είναι αναιτιολόγητη και χωρίς τη δέουσα έρευνα, (β) ότι υπάρχουν σοβαρές παραλείψεις, λανθασμένες ενέργειες και παραβιάσεις των θεμελιωδών αρχών και (γ) ότι είναι ενάντια των αρχών της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης.

[*583]Η ευπαίδευτη δικηγόρος των καθ’ ων η αίτηση ήγειρε προδικαστική ένσταση ότι το μέρος της προσβαλλόμενης με την παρούσα προσφυγή απόφασης για επιβολή χρηματικής επιβάρυνσης, πλέον τόκο, δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη, αφού η επιβάρυνση και ο τόκος προβλέπονται απευθείας από το Νόμο και δεν εξαρτώνται από τη βούληση των καθ’ ων η αίτηση. Επίσης αναφέρει ότι οι αιτητές δεν έχουν καταδείξει οιονδήποτε βάσιμο λόγο που να δικαιολογεί επέμβαση του δικαστηρίου στην κρίση του αποφασίζοντος οργάνου.

Εξέταση Νομικών Ισχυρισμών

Αναφορικά με την προδικαστική ένσταση που αφορά μόνο  μέρος του αιτητικού, παρόλο ότι η επιβολή χρηματικής επιβάρυνσης και τόκου προβλέπονται από τον ίδιο το Νόμο (Άρθρο 52 του Ν. 94(Ι)/2004), ενόψει του ότι αυτά συνδέονται με το οφειλόμενο ποσό φόρου την επιβολή του οποίου οι αιτητές επίσης αμφισβητούν, κρίνω ότι η προδικαστική ένσταση δεν ευσταθεί. Θα ευσταθούσε αν οι αιτητές δέχονταν ως ορθή την επιβολή του ποσού του φόρου και προσέβαλλαν μόνο την απαίτηση για χρηματική ποινή και τόκους. Η υπόθεση Χάρης Αργυρού Λτδ v. Διευθυντρίας Τελωνείων κ.ά., Υπόθ. Αρ. 1227/07, ημερ. 2.12.08, που επικαλούνται οι αιτητές, όπως και η δική μου απόφαση στην υπόθεση Lavar Shipping Co. Ltd. v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 978/07, ημερ. 27.4.09, είναι σχετικές. Έτσι προχωρώ στην ουσία της προσφυγής.

Εξέτασα τους αντίστοιχους ισχγυρισμούς. Αναφορικά με τον (α) λόγο, ότι δηλαδή η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιτιολόγητη και χωρίς τη δέουσα έρευνα, για τους λόγους που εξηγώ στη συνέχεια, κρίνω ότι αυτός δεν ευσταθεί. Από τα γεγονότα όπως τα εξέθεσα πιο πάνω και ιδιαίτερα όπως φαίνονται στην προσβαλλόμενη απόφαση (Παραρτήματα 29 και 30 στην Ένσταση) προκύπτει ότι υπάρχει επαρκής αιτιολογία με την έννοια που καθιέρωσε η νομολογία (βλ. μεταξύ άλλων Φράγκου v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270) ούτως ώστε το Δικαστήριο να είναι σε θέση να αναθεωρήσει την απόφαση, αφού σε αυτά περιέχονται τόσο η νομική πτυχή όσο και τα γεγονότα που στηρίζουν την απόφαση. Τα γεγονότα δείχνουν επίσης ότι έγινε πλήρης έρευνα του όλου θέματος πριν τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης.

Με τον (α) πιο πάνω λόγο, και ιδιαίτερα με τον ισχυρισμό για μη δέουσα έρευνα, σχετίζεται και ο (β) λόγος, ότι δηλαδή υπάρχουν σοβαρές παραλείψεις και λανθασμένες ενέργειες εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση. Αναφέρονται οι αιτητές στη δυσλειτουργία του συστήματος ΘΗΣΕΑΣ μέσω του οποίου γίνονται οι ηλεκτρο[*584]νικές διασαφήσεις και διερωτώνται γιατί δεν εντοπίστηκαν οι κατ’ ισχυρισμόν των καθ’ ων η αίτηση λανθασμένοι κωδικοί κατάταξης από την πρώτη στιγμή. Έπρεπε, εισηγούνται οι αιτητές, οι καθ’ ων η αίτηση να γνωρίζουν ότι τα συμπληρώματα διατροφής ταξινομούνται στη δασμολογική κλάση 21.06, όπως φαίνεται και στις Εγκυκλίους αρ. 116 και 121 του Τμήματος Τελωνείων στις οποίες βασίστηκαν οι αιτητές και δήλωσαν τα επίδικα προϊόντα ενεργώντας καλή τη πίστει, όπως επίσης και στο σύστημα TARIC. Οι αιτητές αρνούνται τον ισχυρισμό των καθ’ ων η αίτηση ότι το Τμήμα Μετελέγχου του Τελωνείου Λάρνακας που διεξήγαγε τον έλεγχο των συναλλαγών για την υπό εξέταση περίοδο κάλεσε τους αιτητές να δώσουν στοιχεία και έγγραφα σχετικά με τις εισαγωγές. Επομένως, εισηγούνται, προκύπτει ότι δεν έγινε η δέουσα έρευνα.

Εξέτασα και για τον ισχυρισμό αυτό τις αντίστοιχες θέσεις.  Στην έκταση που οι αιτητές επικαλούνται δυσλειτουργία του συστήματος ΘΗΣΕΑΣ, έχω καταλήξει να δεχθώ ως ορθή τη θέση των καθ’ ων η αίτηση, όπως εκφράζεται στην Ένσταση και τη γραπτή τους αγόρευση, ότι δηλαδή βασική προϋπόθεση για την ορθή ηλεκτρονική βεβαίωση των εισαγωγικών δασμών και φόρων είναι η ορθή καταχώρηση στα ηλεκτρονικά πεδία της διασάφησης.  Την υποχρέωση αυτή, σύμφωνα με το Άρθρο 54(1) του Νόμου, την έχει ο κύριος των εμπορευμάτων ή ο νόμιμος αντιπρόσωπος του και στη συγκεκριμένη περίπτωση οι αιτητές. Η ουσία του ερωτήματος είναι αν αυτά καταχωρήθηκαν ορθά, όπως ισχυρίζονται οι αιτητές και αν όχι (όπως ισχυρίζονται οι καθ’ ων η αίτηση), κατά πόσο έχει νομικό δικαίωμα το Τμήμα Τελωνείων να ζητήσει εκ των υστέρων τη διαφορά που προκύπτει λόγω της εσφαλμένης δασμολογικής κλάσης που δήλωσαν οι αιτητές και της ορθής δασμολογικής κλάσης που έπρεπε να δηλωθούν τα εμπορεύματα.

Αρχίζοντας από το δεύτερο ερώτημα είναι σαφές ότι υπάρχει τέτοιο δικαίωμα. Τούτο προκύπτει τόσο από τον ίδιο το Νόμο (βλ. Άρθρο 48, σε συνδυασμό και με τα Άρθρα 52 και 90 του Ν. 94(1)/04) όσο και από τη νομολογία.

Στην υπόθεση Chrikar Trading Co Ltd v. Δημοκρατίας, Yπόθ. Aρ. 413/07, ημερ. 27.2.09, (που δεν έχει εφεσιβληθεί), λέχθηκαν τα ακόλουθα:

«Με βάση τα στοιχεία που προέκυψαν από την υπηρεσία μετελέγχου οι καθ’ ων κατέταξαν τα προϊόντα σε διαφορετική κλάση με αποτέλεσα τη διαφοροποίηση των οφειλομένων δασμών ........

........................................................................................................

[*585]Προκύπτει, επομένως, ότι διαπιστώθηκε εκ των υστέρων πλάνη ως προς τα πράγματα σε σχέση με  τα πραγματικά συστατικά των προϊόντων με συνακόλουθο τη διαφορετική νομική εκτίμηση, αλλά και την κατάταξή τους σε διαφορετική κλάση. Η έρευνα θεωρείται υπό τις περιστάσεις ως επαρκέστατη με δεδομένο ότι η βασική πηγή πληροφόρησης προερχόταν από τα ίδια τα περιτυλίγματα των προϊόντων που θεωρούνται ως αμιγώς τυριά. Ως προς αυτό οι αιτητές δεν αντιτείνουν οτιδήποτε το ουσιαστικό και δεν θα μπορούσαν άλλωστε εφόσον οι ίδιοι εισάγουν και προωθούν τα προϊόντα αυτά στη βάση των προδιαγραφών του κατασκευαστή. Είναι εξωπραγματική η θέση τους ότι θα έπρεπε οι καθ’ ων να προχωρήσουν σε χημική ανάλυση των προϊόντων ή άλλως να διαπιστωθεί κατά πόσο γευστικά ή από πλευράς καταναλωτή τα προϊόντα θεωρούνται ή όχι τυριά.»

Όσον αφορά την ταξινόμηση εμπορευμάτων στην προβλεπόμενη από το νόμο δασμολογική κλάση, σύμφωνα με τη νομολογία (βλ. μεταξύ άλλων, A. & S. Antoniades and Co v. Republic (1965) 3 C.L.R. 673, σελ. 689 και Rodafinia Imports Exports Ltd v. Republic (1988) 3(A) C.L.R. 45), η διοίκηση έχει πολύ ευρεία εξουσία και το Δικαστήριο τούτο σπάνια επεμβαίνει. Το πράττει μόνο όταν δεν ακολουθήθηκε η νομική διαδικασία ή όταν δεν έγινε η δέουσα έρευνα ή όταν υπήρξε πλάνη περί το νόμο ή τα πράγματα και γενικά όταν αυτή λήφθηκε κατά παράβαση των αρχών του διοικητικού δικαίου.

Στη σελ. 49 της υπόθεσης Rodafinia, πιο πάνω, διαβάζουμε τα ακόλουθα:

«In matters of classification of goods, such as the present case, an Administrative Court has no competence to substitute its own discretion in the place of the discretion of the proper authorities (vide Decision of the Council of State in Greece 479/1938, 564/1949); but of course, as in every other case of recourse under Article 146 the Court has to examine the legality of the sub-judice decision, and also, whether it was reached through any misconception and cognate matters (per Triantafyllides J., as he then was – in A. & S. Antoniades & Co. v. Repubic (1965) 3 C.L.R. 673, at p. 680).

To the same effect vide also cases: Makrides v. Republic (1979) 3 C.L.R. 584, at p. 601 and Demetriou Dairy Products Ltd v. Republic (1985) 3(B) C.L.R. 758, at p. 766.»

Στην εν λόγω υπόθεση το δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση γιατί κατέληξε ότι δεν είχε διεξαχθεί η δέουσα έρευνα με αποτέλε[*586]σα η διοίκηση (Τμήμα Τελωνείων) να ενεργήσει κάτω από πλάνη ως προς τα πράγματα.

Στη δική μας περίπτωση οι αιτητές ισχυρίζονται ότι τα εν λόγω προϊόντα (συμπληρώματα διατροφής) ορθά δηλώθηκαν από τους ιδίους σε δασμολογική κλάση που δεν επιβάλλεται φόρος αλλά προχωρούν να πουν ότι και αν ακόμα η ταξινόμηση στην οποία είχαν προβεί είναι εσφαλμένη, ενήργησαν καλή τη πίστει βασιζόμενοι και σε εγκυκλίους του Τμήματος Τελωνείων στις οποίες ήδη έκανα αναφορά. Επομένως το να ζητά η Δημοκρατία εκ των υστέρων την πληρωμή φόρων, ενεργεί ενάντια των αρχών της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης. Η δικηγόρος των καθ’ ων η αίτηση υποστηρίζει ότι η ορθή ταξινόμηση των εμπορευμάτων είναι αυτή την οποία προέβηκε ο Κλάδος Μετελέγχου του Τελωνείου και επικαλούμενη σχετική νομολογία υποβάλλει ότι η αρχή της καλής πίστης δεν μπορεί να καταλήγει σε καταστρατήγηση του νόμου.

Αναφορικά με την ταξινόμηση των επιδίκων εμπορευμάτων από τον Κλάδο Μετελέγχου, από τα έγγραφα που συνοδεύουν την Ένσταση και ιδιαίτερα τους Πίνακες 1-4 που επισυνάπτονται στην προσβαλλόμενη απόφαση, όπως αυτή κοινοποιήθηκε στους αιτητές με την επιστολή ημερ. 2.1.08, προκύπτει ότι παρέχονται λεπτομέρειες των εμπορευμάτων αναλυτικά για κάθε προϊόν της δηλωθείσας από τους αιτητές ταξινόμησης καθώς και της ορθής δασμολογικής κλάσης. Οι αιτητές με γενικότητες απλώς διαφωνούν χωρίς να εξηγούν αναλυτικά για κάθε προϊόν γιατί δηλώθηκε στην κλάση που το ταξινόμησαν.

Η ερμηνευτική Εγκύκλιος αρ. 116, ημερ. 26.6.07, που επικαλούνται οι αιτητές, με βάση την οποία οι ίδιοι ταξινόμησαν τα εμπορεύματα (βλ. Παράρτημα Θ στη γραπτή αγόρευση των αιτητών) και που αναφέρεται σε «Είδη που περιλαμβάνονται στον όρο τρόφιμα και υπόκεινται στο μηδενικό συντελεστή Φ.Π.Α.», δεν βοηθά τους αιτητές διότι δεν αναφέρεται σε συμπληρώματα διατροφής.

Ενόψει των πιο πάνω και της ευρείας, όπως ήδη ανάφερα εξουσίας του Τμήματος Τελωνείων σε θέματα ταξινόμησης εμπορευμάτων, καταλήγω ότι η ταξινόμηση, όπως έγινε από τον Κλάδο Μετελέγχου ήταν εύλογα επιτρεπτή.

Τέλος μένει ο ισχυρισμός ότι και αν ακόμα η ταξινόμηση του Τμήματος Μετελέγχου είναι ορθή, δεν μπορεί το Τμήμα Τελωνείων να απαιτεί τους φόρους, διότι τέτοια απαίτηση, ενόψει και του χρόνου που παρήλθε, παραβιάζει την αρχή της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης. Εξέτασα και για το λόγο αυτό τις αντί[*587]στοιχες θέσεις και αποδέχομαι ως ορθή τη θέση των καθ’ ων η αίτηση την οποία υποστήριξαν με αναφορά και σε σχετική νομολογία. Στην υπόθεση G.P. Iron and Wood Makers Ltd v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 959/04, ημερ. 17.1.06, λέχθηκαν τα ακόλουθα:

«Τα Άρθρα 50 και 51 του περί των Γενικών Αρχών του περί Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, Ν. 158(Ι)/99, παραπέμπουν στις αρχές της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης και επιβάλλουν όπως η διοίκηση δεν επιτρέπεται να ενεργεί με τρόπο ασυνεπή, αντιφατικό ή κακόπιστο. Δεν θα πρέπει όμως να ξεχνούμε ότι η καλή πίστη δεν καταλήγει και σε κατάργηση της νομιμότητας στη λειτουργία της διοίκησης (Δημοκρατία v. Παπαφώτη (1997) 3 Α.Α.Δ. 191). Η αρχή της καλής πίστης σκοπεί στον αποκλεισμό της αυθαιρεσίας στη διοικητική λειτουργία αλλά δεν υπερφαλαγγίζει, όπως τονίζεται στην Tamassos Tobacco Suppliers and Co. v. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 60, την αρχή της σύννομης λειτουργίας της διοίκησης που είναι συνυφασμένη, όπως και κάθε κρατική λειτουργία, με την αρχή του κράτους δικαίου. Η αρχή της καλής πίστης δεν μεταβάλλει τις αρχές δικαίου που διέπουν την άσκηση των εξουσιών που εναποτίθενται σε διοικητικό όργανο, που προεξοφλεί την άσκηση της εξουσίας που παρέχεται (βλέπε Παμπόρης v. Δημοκρατίας (1995) 4 A.A.Δ. 2732).»

Η πιο πάνω υπόθεση επικυρώθηκε κατ’ έφεση (βλ. G.P. Iron & Wood Makers Ltd v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 155).

Στην υπόθεση Σκούλλου v. Υπουργού Οικονομικών κ.ά. (2004) 3 Α.Α.Δ. 530, 534, η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου έκρινε ότι:

«..... Το Τελωνείο δεν μπορούσε και δεν εδικαιούτο να απαλλάξει τον εισαγωγέα από την πληρωμή νόμιμα οφειλόμενων δασμών, που αποτελεί απαράγραπτο χρέος προς τη Δημοκρατία και η υποχρέωση αυτή δεν μπορεί να μεταβληθεί με διοικητική απόφαση (δέστε Αιμίλιος Ηλιάδης Λτδ v. Δημοκρατίας κ.ά. (1992) 4 Α.Α.Δ. 3876).»

Επί των ιδίων σημείων σχετική είναι και η προαναφερθείσα υπόθεση Chrikar Trading Co Ltd. v. Δημοκρατίας, την οποία επικαλέστηκε η δικηγόρος των καθ’ ων η αίτηση, όπου μεταξύ άλλων αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

«Οι καθ’ ων ως οι υπεύθυνοι για τη νομιμότητα αφενός της δασμολογικής κατάταξης των εισαγομένων προϊόντων και αφετέρου της υπ’ αυτών είσπραξης των επιβαλλομένων φόρων και [*588]δασμών, είχαν υποχρέωση να επαναφέρουν τα πράγματα στην ορθή τους πραγματική και νομική διάσταση, προχωρώντας μάλιστα να εισπράξουν τις αναγκαίες οφειλές.  Παραμένει προεξάρχουσα η αρχή ότι οι αρχές της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης που στοχεύουν στον αποκλεισμό της αυθαιρεσίας από πλευράς της διοίκησης, δεν υπερφαλαγγίζουν “... την αρχή της σύννομης λειτουργίας της διοίκησης, που είναι συνυφασμένη, όπως και κάθε κρατική λειτουργία με την αρχή του κράτους δικαίου”. (Δημοκρατία v. Παπαφώτη (1997) 3 Α.Α.Δ. 191). Η είσπραξη των οφειλομένων εκ της νέας δασμολογικής κατάταξης δασμών αποτελεί υποχρέωση της διοίκησης, η οποία και δεν έχει δικαίωμα να παραγράψει τις οφειλές αυτές. (Frakapor Co. Ltd v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1499/99, ημερ. 12.7.01).

Τα πιο πάνω απαντούν τις αιτιάσεις των αιτητών σε σχέση με το ανεπίτρεπτο, κατ’ ισχυρισμόν, της επιβολής κατ’ αναδρομικό τρόπο του φόρου και της παραβίασης των “ευμενών” δεδομένων που έχουν δημιουργηθεί υπέρ αυτών από την ίδια τη διοίκηση. (Δέστε και την υπόθεση DPD Milk Products Ltd v. Υπουργείου Οικονομικών, Υπόθ. Αρ. 1358/05, ημερ. 16.10.07). Δεν μπορεί ποτέ να θεωρηθεί ότι επέρχονται νόμιμες συνέπειες από την αποφυγή της καταβολής των νενομισμένων δασμών που, έστω και εκ των υστέρων διαπιστώνονται ότι έπρεπε να είχαν καταβληθεί. Δεν διαπιστώνεται οποιαδήπτοε παραβίαση των αρχών της καλής πίστης, της χρηστής διοίκησης και της αναλογικότητας .....».

Στη δική μας περίπτωση, από τα όσα ανάφερα πιο πάνω, προκύπτει ότι η μειωμένη καταβολή φόρων οφείλεται σε ενέργεια των αιτητών και επομένως οι εν λόγω φόροι είναι νόμιμα πληρωτέοι και το Τμήμα Τελωνείων είχε νομική υποχρέωση να απαιτήσει την είσπραξή τους. Από τη στιγμή που το ποσό του φόρου είναι ορθό, τότε η χρηματική επιβάρυνση και οι τόκοι επέρχονται αυτόματα με βάση το νόμο (Άρθρο 52 του Νόμου 94(1)/04).

Ενόψει όλων των πιο πάνω καταλήγω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν εύλογα επιτρεπτή.

Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €1.200 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., εναντίον των αιτητών και υπέρ των καθ’ ων η αίτηση.

Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται σύμφωνα με το Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο