Σοφοκλή Χαράλαμπος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2009) 4 ΑΑΔ 604

(2009) 4 ΑΑΔ 604

[*604]4 Σεπτεμβρίου, 2009

[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 146 ΚΑΙ 28 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΣΟΦΟΚΛΗ,

Aιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 1341/2006)

 

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Καν. 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 ― Η απαίτηση εξειδίκευσης και αιτιολόγησης των νομικών σημείων της προσφυγής ― Δεν παραβιάστηκε στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις.

Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί ― Προαγωγές ― Συνεντεύξεις ― Αξιολόγηση της απόδοσης σε αυτές από τον εκπρόσωπο του Διευθυντή και από την ίδια την Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ― Η τελευταία δεν δεσμεύεται από την άποψη του Διευθυντή ή του εκπροσώπου του, ούτε υποχρεούται να αιτιολογήσει την τυχόν διαφορετική δική της αποτίμηση.

Προσφυγή βάσει του Αρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρώσεως ― Προκατάληψη ― Βάρος και βαθμός αποδείξεως ― Δεν στοιχειοθετήθηκε προκατάληψη στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις.

Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί ― Προαγωγές ― Συνεντεύξεις ― Βαρύτητά τους και αιτιολόγηση των εντυπώσεων της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ― Δεν έπασχε στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις.

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρώσεως ― Έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας ― Δεν στοιχειοθετήθηκαν στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις.

Ο αιτητής επεδίωξε την ακύρωση της προαγωγής των ενδιαφερο[*605]μένων μερών, στη θέση Βοηθού Διευθυντή Α΄ Σχολείων Μέσης Γενικής Εκπαίδευσης για τα Φιλολογικά.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

1. Οι λόγοι ακύρωσης μιας διοικητικής πράξης που προβάλλονται σε προσφυγή δεν πρέπει να ερμηνεύονται μέσα στα δικά τους στενά πλαίσια - (βλ. Δημοκρατία ν. Ευγενίου κ.ά. (2005) 3 Α.Α.Δ. 257). Ο ισχυρισμός όμως του αιτητή, σε σχέση με την αξιολόγησή του δεν ευσταθεί. Η διαφορά που παρατηρήθηκε στην αριθμητική αξιολόγηση της απόδοσής του από την εκπρόσωπο του Διευθυντή και την Ε.Ε.Υ. δεν οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η αξιολόγηση της τελευταίας, ως χαμηλότερη, στερείτο αντικειμενικότητας. Η παρουσία του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού ή του Διευθυντή του οικείου Τμήματος ή του εκπροσώπου τους κατά τη διαδικασία των συνεντεύξεων ενώπιον της Ε.Ε.Υ. προβλέπεται στο Άρθρο 35Β(9) του Νόμου 10/69 και έχει δυνητικό χαρακτήρα - («μπορεί να παρευρίσκεται») - οι κρίσεις δε που εκφέρονται από αυτούς για την απόδοση των υποψηφίων δεν αποτελούν στοιχείο κρίσης αλλά μόνο παράγοντα βοηθητικό του έργου της Ε.Ε.Υ., την οποία και δε δεσμεύουν. Η τελευταία διατηρεί τη δυνατότητα να καταλήξει σε δικά της διαφορετικά συμπεράσματα, χωρίς να απαιτείται αιτιολόγηση της τυχόν διαφορετικής της άποψης.

2. Για να γίνει αποδεκτή η ύπαρξη προκατάληψης, αυτή θα πρέπει να αποδεικνύεται και να προκύπτει αβίαστα από τα γεγονότα και τα έγγραφα της υπόθεσης. Δυσμενείς γνώμες που εκφράζονται στο πλαίσιο της εκτέλεσης καθήκοντος δε θεμελιώνουν προκατάληψη. Η προκατάληψη ή η έλλειψη αντικειμενικότητας είναι σοβαρή μομφή, η οποία απαιτεί επαρκείς αποδείξεις. Ο αιτητής εν προκειμένω, με όσα έχει αναπτύξει, δεν έχει τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς του για ύπαρξη προκατάληψης, ενώ οι αναφορές του στη συμπεριφορά ενός μέλους της Ε.Ε.Υ. δεν μπορούν να στοιχειοθετήσουν ύπαρξη μεροληψίας. Ως αποτέλεσμα, και αυτός ο λόγος ακύρωσης απορρίπτεται.

3. Η βαρύτητα της προσωπικής συνέντευξης καθορίζεται από το Άρθρο 35Β(10) του Νόμου 10/69, το οποίο προβλέπει ότι η απόδοση των υποψηφίων θα λαμβάνεται υπόψη μόνο ως συμπληρωματικό στοιχείο κρίσης και ότι, αναλόγως της απόδοσης κάθε υποψηφίου, η Ε.Ε.Υ. έχει τη δυνατότητα να αυξήσει τις μονάδες του καταλόγου μόνο μέχρι πέντε. Είναι, επομένως, φανερό ότι η βαθμολογία που δίδεται για τη συνέντευξη δεν καθιστά την απόδοση σε αυτή στοιχείο υπέρμετρης βαρύτητας αλλά ούτε και μπορεί να μη[*606]δενίζεται. Επίσης, ανεδαφική είναι και η εισήγηση ότι, επειδή δε σημειώθηκαν οι απόψεις κάθε μέλους της Ε.Ε.Υ. ξεχωριστά, πάσχει η προσβαλλόμενη απόφαση. Ούτε ο Νόμος ούτε η νομολογία επιβάλλει τέτοια υποχρέωση. Το ζητούμενο είναι η αιτιολογία της καταγραφής των εντυπώσεων της Ε.Ε.Υ. Όπως προκύπτει από τα σχετικά πρακτικά, η Ε.Ε.Υ. εν προκειμένω έχει αιτιολογήσει επαρκώς τις κρίσεις της και την κατανομή μονάδων σε κάθε ένα από τα προκαθορισμένα κριτήρια για κάθε υποψήφιο.

4. Ούτε ο ισχυρισμός για έλλειψη δέουσας έρευνας και μη αιτιολογία της απόφασης είναι βάσιμος. Από το σύνολο των εγγράφων που έχουν παρουσιαστεί, προκύπτει ότι η απόφαση είναι επαρκώς αιτιολογημένη. Ο αιτητής δεν έχει αναφέρει οποιοδήποτε ουσιαστικό στοιχείο, το οποίο να μην έχει ερευνηθεί ή ληφθεί υπόψη από την Ε.Ε.Υ. Αντίθετα, η Ε.Ε.Υ. έχει διερευνήσει και αξιολογήσει κάθε ουσιώδες στοιχείο. Η έρευνα της μπορεί να θεωρηθεί ως επαρκής, μέσα στα πλαίσια της νομολογίας.

Η προσφυγή απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Δημοκρατία v. Ευγενίου κ.ά. (2005) 3 Α.Α.Δ. 257,

Νεάρχου κ.ά. v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1372/07, ημερ. 6.7.2009,

Δημοκρατία v. Γεωργίου κ.ά. (2004) 3 Α.Α.Δ. 703,

Christou v. Republic (1980) 3 C.L.R. 437,

Σταυρινίδης v. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 426,

Ιακωβίδης v. Ε.Δ.Υ. (1997) 3 Α.Α.Δ. 28,

Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 447.

Προσφυγή.

Χριστοδούλου, για Παπαχαραλάμπους και Αγγελίδη, για τον Αιτητή.

Ρ. Παπαέτη - Χατζηκώστα (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ’ ων η Αίτηση.

Cur. adv. vult.

[*607]ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Ο αιτητής, με την παρούσα προσφυγή, αμφισβητεί τη νομιμότητα της απόφασης της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, (η «Ε.Ε.Υ.»), ημερομηνίας 23/6/2006, με την οποία προήχθησαν στη θέση Βοηθού Διευθυντή Α΄ Σχολείων Μέσης Γενικής Εκπαίδευσης για τα Φιλολογικά οι Μ. Θεοφάνους-Μαρτίδου, Δ. Δημητριάδης, Μ. Λουκά, Ο. Ομήρου, Ε. Τσιελεπή, Π. Ιωάννου, Τ. Χαμάλη, Α. Λουκαΐδου, Μ. Χατζηγεωργίου, Α. Γεωργιάδης, Κ. Ανδρονίκου, Π. Ξενοφώντος-Ραουνά, Π. Πέτρου και Λ. Χατζημιχαήλ - (ενδιαφερόμενα μέρη).

Σύμφωνα με τα γεγονότα, η διαδικασία πλήρωσης διαφόρων κενών θέσεων στη Μέση Γενική Εκπαίδευση τροχιοδρομήθηκε με σχετικό έγγραφο του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού προς τον Πρόεδρο της Ε.Ε.Υ. Μεταξύ των κενών θέσεων συμπεριλαμβάνονταν και 33 θέσεις Βοηθών Διευθυντών Α΄ Σχολείων Μέσης Γενικής Εκπαίδευσης για τα Φιλολογικά, για τις οποίες προτάθηκε από το Διευθυντή Μέσης Εκπαίδευσης, (ο «Διευθυντής»), και εγκρίθηκε από τη Γενική Διευθύντρια του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, (η «Γενική Διευθύντρια»), τριμελής Συμβουλευτική Επιτροπή, (η «Συμβουλευτική»). Οι κενές θέσεις δημοσιεύτηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και, στη συνέχεια, οι αιτήσεις διαβιβάστηκαν στον Πρόεδρο της Συμβουλευτικής. Τις διεκδίκησαν 121 Βοηθοί Διευθυντές Φιλολογικών Μαθημάτων.

Η Συμβουλευτική, η οποία μελέτησε τους φακέλους των ενδιαφερομένων, αφού διαπίστωσε ότι πέντε από αυτούς, για διάφορους λόγους, δεν μπορούσαν να συμπεριληφθούν στον κατάλογο προτεινομένων, προχώρησε σε αριθμητική αποτίμηση της αρχαιότητας, της αξίας και των προσόντων των υπολοίπων προσοντούχων υποψηφίων, κατά τα προβλεπόμενα στο Άρθρο 35Β(4) του περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου του 1969, (Ν. 10/69), (όπως έχει τροποποιηθεί), (ο «Νόμος»). Με βάση τα πιο πάνω, η Συμβουλευτική κατάρτισε κατάλογο 105 προτεινομένων υποψηφίων, κατά σειρά βαθμολογίας.

Η Έκθεση και ο Κατάλογος της Συμβουλευτικής διαβιβάστηκαν στην Ε.Ε.Υ. και, στη συνέχεια, αναρτήθηκαν στην Πινακίδα του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, προς το σκοπό υποβολής ενστάσεων.

Στο μεταξύ, η Ε.Ε.Υ. αποδέχτηκε πρόταση της Γενικής Διευθύντριας για την πλήρωση μιας ακόμη κενής θέσης, την οποία αποφάσισε να εντάξει στη διαδικασία που βρισκόταν σε εξέλιξη, χωρίς δημοσίευση, δυνάμει του Άρθρου 35Β(11) του Νόμου. Περαι[*608]τέρω, επειδή διαπίστωσε ότι αίτηση υποψήφιας που δεν είχε σταλεί στη Συμβουλευτική ήταν εμπρόθεσμη, ενημέρωσε τη Συμβουλευτική σχετικά και ζήτησε την ανάρτηση νέας έκθεσης και καταλόγου προτεινομένων, στον οποίο θα περιλαμβανόταν και η συγκεκριμένη υποψήφια.

Η νέα Έκθεση και ο Κατάλογος Προτεινομένων της Συμβουλευτικής διαβιβάστηκε στην Ε.Ε.Υ. και αναρτήθηκε στον Πίνακα του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού.

Ακολούθως, η Ε.Ε.Υ. εξέτασε τις 11 ενστάσεις που υποβλήθηκαν από επηρεαζομένους - (Άρθρο 35Β(7) και (8) του Νόμου). Αφού προέβη σε αυξομειώσεις των μονάδων των υποψηφίων, εξέτασε τον Κατάλογο της Συμβουλευτικής και προχώρησε στον καταρτισμό του τελικού Καταλόγου των υποψηφίων, όπως προβλέπεται στο Άρθρο 35Β(8) του Νόμου. Σ’ αυτό συμπεριλήφθηκαν, μεταξύ άλλων, ο αιτητής και τα ενδιαφερόμενα μέρη. Στο σύνολο μονάδων, ο αιτητής υπερείχε των ενδιαφερομένων μερών Μ. Χατζηγεωργίου, Α. Γεωργιάδη, Μ. Θεοφάνους-Μαρτίδου, Π. Ιωάννου, Τ. Χαμάλη, Κ. Ανδρονίκου, Π. Ξενοφώντος-Ραουνά, Π. Πέτρου και Λ. Χατζημιχαήλ και ήταν ισοδύναμος με τα ενδιαφερόμενα μέρη Δ. Δημητριάδη, Μ. Λουκά, Α. Λουκαΐδου, Ο. Ομήρου και Ε. Τσιελεπή.

Οι υποψήφιοι του τελικού Καταλόγου κλήθηκαν σε προσωπική συνέντευξη, η αξιολόγηση της οποίας έγινε με βάση τα προβλεπόμενα στο Άρθρο 35Β(10)(β) του Νόμου κριτήρια, των οποίων η βαρύτητα καθορίστηκε από την Ε.Ε.Υ.

Στις συνεντεύξεις παρίστατο και η Επιθεωρήτρια Α΄ Μέσης Εκπαίδευσης, ως εκπρόσωπος του Διευθυντή.

Μετά το πέρας των συνεντεύξεων, η απόδοση των υποψηφίων αξιολογήθηκε με βαθμολόγηση των έξι κριτηρίων, αρχικά από την εκπρόσωπο του Διευθυντή και, στη συνέχεια, από την Ε.Ε.Υ. Η τελευταία συνόδευσε τη βαθμολογία που απέδωσε στον κάθε υποψήφιο με τα ανάλογα αιτιολογικά σχόλια και με «γενικό χαρακτηρισμό».

Η βαθμολογία που αποκόμισε ο αιτητής από την Ε.Ε.Υ. για την απόδοση του στη συνέντευξη - «Σχεδόν Μέτρια» (0,50 μ.) - ήταν χαμηλότερη από τις αντίστοιχες όλων των ενδιαφερομένων μερών.

Στη συνέχεια, η Ε.Ε.Υ., αφού συνυπολόγισε τις μονάδες του τελικού Καταλόγου και τις μονάδες της συνέντευξης, προχώρησε στη διαμόρφωση της τελικής βαθμολογίας των υποψηφίων και [*609]επέλεξε για προαγωγή τους 34 με την ψηλότερη συνολική βαθμολογία. Στους επικρατέστερους βαθμολογικά περιλαμβάνονταν και τα 14 ενδιαφερόμενα μέρη, των οποίων η συνολική βαθμολογία κυμάνθηκε μεταξύ 197,33 μ. - 198,83 μ., ενώ ο αιτητής με σύνολο 196,33 μ. δεν επιλέγηκε.

Ο αιτητής, για ακύρωση της πιο πάνω απόφασης, πρόβαλε διάφορους λόγους, μερικούς εκ των οποίων, όμως, κατά το στάδιο των διευκρινίσεων, εγκατάλειψε - (παραβίαση της αρχής της ισότητας, κακή σύνθεση της Ε.Ε.Υ., μη κατοχή προσόντων από τα ενδιαφερόμενα μέρη) - έτσι ώστε παρέμειναν για εξέταση οι ακόλουθοι:-

  (ι)  Η αξιολόγηση της Ε.Ε.Υ. δεν ήταν αντικειμενική.

 (ιι)  Η στάση της Ε.Ε.Υ. ήταν μεροληπτική και η απόρριψη του αιτητή προαποφασισμένη.

(ιιι)  Η βαρύτητα που δόθηκε στις συνεντεύξεις ήταν υπέρμετρη και η αξιολόγηση της Ε.Ε.Υ. αναιτιολόγητη.

 (ιv) Η απόφαση της Ε.Ε.Υ. στερείται αιτιολογίας και δέουσας έρευνας.

Προς υποστήριξη του πρώτου λόγου ακύρωσης, ο αιτητής προβαίνει σε συγκρίσεις της βαθμολογικής του αξιολόγησης στις συνεντεύξεις από την εκπρόσωπο του Διευθυντή και από την Ε.Ε.Υ., επισημαίνοντας τη μεγάλη απόκλιση που παρουσιάστηκε σ’ αυτή. Συγκεκριμένα, η απόδοσή του βαθμολογήθηκε από την εκπρόσωπο του Διευθυντή με 3,50 μ., ενώ από την Ε.Ε.Υ. με 0,50 μ.

Η πλευρά των καθ’ ων η αίτηση αντιτείνει, αφενός, ότι ο πιο πάνω ισχυρισμός δεν μπορεί να εξεταστεί, γιατί δεν έχει εγερθεί και αιτιολογηθεί στην αίτηση, όπως προβλέπεται από τον Κ. 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, (ο «Κανονισμός»), και, αφετέρου, ότι η αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων από την εκπρόσωπο του Διευθυντή δε συνιστά κριτήριο επιλογής αλλά μόνο παράγοντα για τη διαμόρφωση της κρίσης της Ε.Ε.Υ.

Η θέση των καθ’ ων η αίτηση, με αναφορά στον Κ. 7 του Κανονισμού, δεν ευσταθεί. Ο συγκεκριμένος λόγος καλύπτεται από τα νομικά σημεία αρ. 4, 5 και 10 της αίτησης και, εν πάση περιπτώσει, είναι καλά νομολογημένο ότι οι λόγοι ακύρωσης μιας διοικητικής πράξης που προβάλλονται σε προσφυγή δεν πρέπει να [*610]ερμηνεύονται μέσα στα δικά τους στενά πλαίσια - (βλ. Δημοκρατία v. Ευγενίου κ.ά. (2005) 3 Α.Α.Δ. 257).

Ο ισχυρισμός του αιτητή σε σχέση με την αξιολόγησή του δε βρίσκω να ευσταθεί. Η διαφορά που παρατηρήθηκε στην αριθμητική αξιολόγηση της απόδοσής του από την εκπρόσωπο του Διευθυντή και την Ε.Ε.Υ. δεν οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η αξιολόγηση της τελευταίας, ως χαμηλότερη, στερείτο αντικειμενικότητας. Η παρουσία του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού ή του Διευθυντή του οικείου Τμήματος ή του εκπροσώπου τους κατά τη διαδικασία των συνεντεύξεων ενώπιον της Ε.Ε.Υ. προβλέπεται στο Άρθρο 35Β(9) του Νόμου και έχει δυνητικό χαρακτήρα - («μπορεί να παρευρίσκεται») - οι κρίσεις δε που εκφέρονται από αυτούς για την απόδοση των υποψηφίων δεν αποτελούν στοιχείο κρίσης αλλά μόνο παράγοντα βοηθητικό του έργου της Ε.Ε.Υ., την οποία και δε δεσμεύουν. Η τελευταία διατηρεί τη δυνατότητα να καταλήξει σε δικά της διαφορετικά συμπεράσματα, χωρίς να απαιτείται αιτιολόγηση της τυχόν διαφορετικής της άποψης - (βλ. Νεάρχου κ.ά. v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 1372/07, ημερ. 6/7/09).

Με το δεύτερο λόγο ακύρωσης, ο αιτητής καταλογίζει στην Ε.Ε.Υ. μεροληπτική στάση και αρνητική προδιάθεση απέναντί του, η οποία εκδηλώθηκε με αρνητική συμπεριφορά μέλους της Ε.Ε.Υ., (δεν κατονομάζεται), το οποίο, κατά τον ισχυρισμό του, δεν ανταποκρίθηκε στο χαιρετισμό του. Το εν λόγω μέλος, κατά την είσοδο του ιδίου στο χώρο των συνεντεύξεων και την έξοδό του από αυτό, τον απέρριψε, γυρνώντας του ελαφρά την πλάτη. Σχολιάζοντας δε τη χαμηλή αξιολόγηση της Ε.Ε.Υ. σε συγκεκριμένα κριτήρια της συνέντευξης σε σχέση με την αντίστοιχη ψηλή βαθμολογία που του δόθηκε για τα ίδια κριτήρια από την εκπρόσωπο του Διευθυντή, τις συστατικές επιστολές των κατά καιρούς προϊσταμένων του και τις διαχρονικές ψηλές βαθμολογίες των επιθεωρητών του, υποστηρίζει ότι, για άγνωστους λόγους, η απόφαση για απόρριψή του ήταν εκ των προτέρων ειλημμένη.

Οι καθ’ ων η αίτηση, στα πιο πάνω, απαντούν με επίκληση εκτεταμένης νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην οποία επισημαίνεται ότι η έλλειψη αμεροληψίας θα πρέπει να στοιχειοθετείται και να αποδεικνύεται με επάρκεια.

Σύμφωνα με τα νομολογηθέντα, για να γίνει αποδεκτή η ύπαρξη προκατάληψης, αυτή θα πρέπει να αποδεικνύεται και να προκύπτει αβίαστα από τα γεγονότα και τα έγγραφα της υπόθεσης - (βλ. Δημο[*611]κρατία v. Γεωργίου κ.ά. (2004) 3 Α.Α.Δ. 703).  Στη Christou v. Republic (1980) 3 C.L.R. 437, κρίθηκε, μεταξύ άλλων, ότι δυσμενείς αξιολογήσεις που γίνονται ή δυσμενείς γνώμες που εκφράζονται στο πλαίσιο της εκτέλεσης καθήκοντος δε θεμελιώνουν προκατάληψη. Έχει, επίσης, κριθεί ότι η προκατάληψη ή η έλλειψη αντικειμενικότητας είναι σοβαρή μομφή, η οποία απαιτεί επαρκείς αποδείξεις - (βλ. Σταυρινίδης v. Δημοκρατίας (1991) 4(Α) Α.Α.Δ. 426 και Ιακωβίδης v. Ε.Δ.Υ. (1997) 3 Α.Α.Δ. 28). Ο αιτητής, με όσα έχει αναπτύξει, δεν έχει τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς του για ύπαρξη προκατάληψης, ενώ οι αναφορές του στη συμπεριφορά ενός μέλους της Ε.Ε.Υ. δεν μπορούν να στοιχειοθετήσουν ύπαρξη μεροληψίας. Ως αποτέλεσμα, και αυτός ο λόγος ακύρωσης απορρίπτεται.

Ο αιτητής, για να καταδείξει ότι δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στις συνεντεύξεις ως και ότι η αξιολόγηση της Ε.Ε.Υ. είναι αναιτιολόγητη, παραπέμπει στις κοινές φραστικές αξιολογήσεις. Δεν προκύπτουν, υποστηρίζει, από τα έγγραφα, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, οι απόψεις του κάθε μέλους της Ε.Ε.Υ. Επαναφέρει, παράλληλα, τον ισχυρισμό του για έλλειψη αντικειμενικότητας κατά την αξιολόγηση και την κατανομή μονάδων από την Ε.Ε.Υ., σε συνάρτηση με τη βαθμολογία που του είχε δοθεί προηγουμένως από την εκπρόσωπο του Διευθυντή, για να καταλήξει στην εισήγηση ότι η Ε.Ε.Υ. δεν έχει αιτιολογήσει τις κρίσεις της αναφορικά με τις εντυπώσεις που αποκόμισε από την απόδοση των υποψηφίων στη συνέντευξη και την ανάλογη κατανομή μονάδων. Επιπρόσθετα, ισχυρίζεται ότι δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στις συνεντεύξεις, με αποτέλεσμα αυτές να καταστούν, αντί συμπληρωματικό στοιχείο κρίσης, όπως επιβάλλει το Άρθρο 35Β(10) του Νόμου, το αποφασιστικό κριτήριο των επίδικων προαγωγών.

Και αυτοί οι ισχυρισμοί του αιτητή είναι αβάσιμοι. Η βαρύτητα της προσωπικής συνέντευξης καθορίζεται από το Άρθρο 35Β(10) του Νόμου, το οποίο προβλέπει ότι η απόδοση των υποψηφίων θα λαμβάνεται υπόψη μόνο ως συμπληρωματικό στοιχείο κρίσης και ότι, αναλόγως της απόδοσης κάθε υποψηφίου, η Ε.Ε.Υ. έχει τη δυνατότητα να αυξήσει τις μονάδες του καταλόγου μόνο μέχρι πέντε. Είναι, επομένως, φανερό ότι η βαθμολογία που δίδεται για τη συνέντευξη δεν καθιστά την απόδοση σε αυτή στοιχείο υπέρμετρης βαρύτητας - (βλ. Νεάρχου κ.ά. v. Δημοκρατίας, (πιο πάνω)), αλλά ούτε και μπορεί να μηδενίζεται. Όπως έχει λεχθεί στην Παπανδρέου v. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (2009) 3 Α.Α.Δ. 507:-

«Η κρίση του Δικαστηρίου επί του προκειμένου είναι ορθή. Σε [*612]κάθε περίπτωση, η απόδοση των υποψηφίων κατά τη συνέντευξη ενώπιον της Επιτροπής σε διαδικασία πρώτου διορισμού ή προαγωγής και ιδιαιτέρως όταν πρόκειται για πλήρωση θέσης που βρίσκεται ψηλά στην ιεραρχία, αποτελεί συμπληρωματικό στοιχείο κρίσης της αξίας του κάθε υποψήφιου το οποίο λαμβάνεται υπόψη και προσμετρά υπέρ του υποψήφιου με την καλύτερη απόδοση. Το εν λόγω στοιχείο αποκτά ιδιαίτερη σημασία και βαρύτητα όταν οι υπό κρίση υποψήφιοι εμφανίζονται κατά τα άλλα ως ισότιμοι. Στην προκείμενη περίπτωση ο εφεσείων αξιολογήθηκε με το χαρακτηρισμό ‘καλά’ και το ενδιαφερόμενο μέρος ‘πάρα πολύ καλά’. Θεωρούμε ότι η Επιτροπή νομίμως έδωσε τη δέουσα βαρύτητα στην απόδοση του εφεσείοντα και του ενδ. μέρους στις συνεντεύξεις και ορθά άσκησε τη διακριτική της ευχέρεια προκειμένου να επιτύχει την προαγωγή του καλύτερου στην επίδικη θέση. Ενόψει των πιο πάνω θεωρούμε αβάσιμο τον ισχυρισμό ότι η Επιτροπή διαμόρφωσε υπεραξία για το ενδ. μέρος. Το αποτέλεσμα της προφορικής εξέτασης νομίμως έκλινε την πλάστιγγα υπέρ του ενδ. μέρους.»

Τα πιο πάνω ισχύουν και στην παρούσα, έτσι ώστε ο ισχυρισμός για υπέρμετρη βαρύτητα δεν ευσταθεί.

Επίσης, ανεδαφική είναι και η εισήγηση ότι, επειδή δε σημειώθηκαν οι απόψεις κάθε μέλους της Ε.Ε.Υ. ξεχωριστά, πάσχει η προσβαλλόμενη απόφαση. Ούτε ο Νόμος ούτε η νομολογία επιβάλλει τέτοια υποχρέωση. Το ζητούμενο είναι η αιτιολογία της καταγραφής των εντυπώσεων της Ε.Ε.Υ. Όπως προκύπτει από τα σχετικά πρακτικά, η Ε.Ε.Υ. έχει αιτιολογήσει επαρκώς τις κρίσεις της και την κατανομή μονάδων σε κάθε ένα από τα προκαθορισμένα κριτήρια για κάθε υποψήφιο. Ο «γενικός χαρακτηρισμός», στον οποίο κατέληξε η Ε.Ε.Υ., ανταποκρίνεται στις κρίσεις αξιολόγησης των επιμέρους κριτηρίων της κάθε περίπτωσης.  Είναι δε προφανές από τις σχετικές παρατηρήσεις που αφορούν τον αιτητή - (σελ. 20-21 των πρακτικών της 23/6/2006 - Παράρτημα ΙΓ της ένστασης) - ότι αυτός υστέρησε σημαντικά και ότι η απόδοσή του κυμάνθηκε σε μέτριο επίπεδο. Η σχετική αιτιολογία που έχει δώσει η Ε.Ε.Υ. παρέχει τα στοιχεία τα οποία καθιστούν ευχερές να διακριβωθεί γιατί ο αιτητής έχει αξιολογηθεί σε χαμηλότερο επίπεδο από τα ενδιαφερόμενα μέρη.

Ο ισχυρισμός για έλλειψη αντικειμενικότητας κατά την κατανομή μονάδων έχει ήδη εξεταστεί και απορριφθεί, στα πλαίσια της εισήγησης του αιτητή για μεροληψία.

Τέλος, ούτε ο ισχυρισμός για έλλειψη δέουσας έρευνας και μη [*613]αιτιολογία της απόφασης είναι βάσιμος. Από το σύνολο των εγγράφων που έχουν παρουσιαστεί, προκύπτει ότι η απόφαση είναι επαρκώς αιτιολογημένη. Ο αιτητής δεν έχει αναφέρει οποιοδήποτε ουσιαστικό στοιχείο, το οποίο να μην έχει ερευνηθεί ή ληφθεί υπόψη από την Ε.Ε.Υ. Αντίθετα, η Ε.Ε.Υ. έχει διερευνήσει και αξιολογήσει κάθε ουσιώδες στοιχείο.  Η έρευνα της μπορεί να θεωρηθεί ως επαρκής, μέσα στα πλαίσια της νομολογίας - (βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 447).

Η προσφυγή απορρίπτεται, με €1.000 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ των καθ’ ων η αίτηση.

Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με βάση το Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο