Πολυβίου Παντελής ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2009) 4 ΑΑΔ 731

(2009) 4 ΑΑΔ 731

[*731]23 Σεπτεμβρίου, 2009

[ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤA AΡΘΡA 12, 25, 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΠΟΛΥΒΙΟΥ,

Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ,

Καθ’ ου η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 1149/2009)

 

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Αίτηση για προσωρινό διάταγμα αναστολής της ισχύος της προσβαλλόμενης απόφασης ― Προϋποθέσεις έγκρισης ― Ειδικά η έκδηλη παρανομία.

Αστυνομική Δύναμη Κύπρου ― Πειθαρχικό δίκαιο ― Καν.47(1) των περί Αστυνομίας (Πειθαρχικών) Κανονισμών του 1989 (Κ.Δ.Π. 53/89) ― Ερμηνεία της δεύτερης επιφύλαξης ― Κατά πόσο επιτρέπεται η θέση σε διαθεσιμότητα αξιωματικού, το πρώτον κατά την έναρξη ποινικής δίωξης εναντίον του όταν δεν είχε τεθεί σε διαθεσιμότητα κατά τη διάρκεια διεξαγωγής της έρευνας που προηγήθηκε.

Ο αιτητής αξίωσε με ενδιάμεση αίτησή του την αναστολή της σε βάρος του διαθεσιμότητας, που ήταν επίδικη στην προσφυγή, μέχρις εκδικάσεώς της.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, εκδίδοντας το αιτούμενο προσωρινό διάταγμα, αποφάσισε ότι:

1. Η δυνατότητα έκδοσης προσωρινών διαταγμάτων, μέχρι την εκδίκαση και πλήρη αποπεράτωση καταχωρηθείσας προσφυγής, προσφέρεται από τους Διαδικαστικούς Κανονισμούς του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου και ιδιαίτερα από τον Κανονισμό 13.  Η δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου μπορεί να ασκηθεί παρέχοντας ενδιάμεση-προσωρινή θεραπεία, εκεί μόνο όπου ο αιτητής αποδεικνύει την ύπαρξη ενός από δύο παράγοντες:

[*732]α. Έκδηλη παρανομία στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, ή,

β. Επιφορά ανεπανόρθωτης ζημιάς στον αιτητή από τη μη έκδοση του διατάγματος.

    Η παρανομία θα πρέπει να είναι απτή, ή όπως έχει άλλως χαρακτηρισθεί, θα πρέπει να είναι εξόφθαλμη.

2. Στην παρούσα περίπτωση, είναι κοινός τόπος ότι ο καθ’ ου η αίτηση αρμόδιος Υπουργός, ενήργησε και βάσισε την προσβαλλόμενη απόφασή του στις πρόνοιες του Κανονισμού 47(1) των περί Αστυνομίας (Πειθαρχικών) Κανονισμών Κ.Δ.Π. 53/1989 και πιο συγκεκριμένα στη δεύτερη επιφύλαξη στον Κανονισμό.  Το ένα και μοναδικό ουσιαστικά θέμα που τίθεται προς διερεύνηση στο πλαίσιο της παρούσας ενδιάμεσης διαδικασίας είναι το κατά πόσο η επιστράτευση της δεύτερης επιφύλαξης στον Κανονισμό 47 ώστε να τεθεί σε διαθεσιμότητα ο αιτητής, ήταν ή όχι έκδηλα παράνομη, ή ήταν τέτοια ώστε να προκαλεί στον αιτητή ανεπανόρθωτη ζημιά.

3. Δεν είναι οι ίδιοι οι λόγοι για τους οποίους ένας Αξιωματικός τίθεται σε διαθεσιμότητα επειδή διεξάγεται έρευνα εναντίον του με τους ειδικούς λόγους οι οποίοι θα πρέπει να υφίστανται όταν αποφασίζεται η παράταση της διαθεσιμότητάς του επειδή έχει ήδη καταχωρηθεί εναντίον του ποινική δίωξη.  Η επίμαχη εξουσία για παράταση διαθεσιμότητας δεν περιλήφθηκε σε ξεχωριστό Κανονισμό, αλλ’ αποτελεί μέρος του υφιστάμενου Κανονισμού ως επιφύλαξη (proviso). Και ως τέτοια είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τον ουσιαστικό Κανονισμό στον οποίο και αναφέρεται και με τον οποίο συνδέεται με μια αλληλουχία γεγονότων, δηλαδή έναρξη – συνέχιση έρευνας – διαθεσιμότητα – τέρμα έρευνας – καταχώρηση υπόθεσης – παράταση υφιστάμενης διαθεσιμότητας. Μπορεί να είναι πράγματι παράξενο ή και παράλογο να δίδεται στον Υπουργό η εξουσία να θέτει σε διαθεσιμότητα ανώτερο αξιωματικό ενόσω ερευνάται υπόθεση εναντίον του και να μην του παρέχεται τέτοια εξουσία και όταν το αποτέλεσμα της ίδιας της έρευνας τείνει να τον ενοχοποιεί. Όμως, ο οποιοσδήποτε τυχόν παραλογισμός δεν μπορεί να αποδοθεί στον μόνο ορθό τρόπο ερμηνείας του Κανονισμού. Μπορεί να οφείλεται σε παράλειψη ή μη πρόβλεψη στον Κανονισμό ή άλλως πως. Το Δικαστήριο όμως δεν έχει το καθήκον ή την εξουσία να συμπληρώνει κενά. Μπορεί να ερμηνεύει τις καθαρές προθέσεις του νομοθέτη κατά τρόπο ώστε να δίδεται μια λογική στο αποτέλεσμα, αλλά δεν πρέπει να δίδει τέτοιες ερμηνείες που θα έτειναν να καλύψουν και όσα ενδεχόμενα ο νομοθέτης θα ήθελε ή θα έπρεπε ρητά να είχε προνοήσει, αλλά δεν το έπραξε.

[*733]          Η προηγηθείσα συζήτηση έγινε καθαρά για να καταδείξει ότι πράγματι η εξουσία στην επίμαχη επιφύλαξη, έκδηλα και οφθαλμοφανώς δεν μπορούσε να ασκείτο στο στάδιο κατά το οποίο ασκήθηκε με βάση την προαναφερθείσα επιφύλαξη και επομένως με αυτή την έννοια εκβαίνει του Νόμου, της δευτερογενούς δηλαδή νομοθεσίας.

Η αίτηση επέτυχε με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Economides v. Republic (1982) 3 C.L.R. 837,

Mayo a.o. v. Republic (1988) 3(B) C.L.R. 1203,

Frangos a.o. v. The Minister of Interior a.o. (1982) 3 C.L.R. 53,

Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου ν. Marfin Popular Bank Public Co. Ltd (2007) 3 Α.Α.Δ. 32,

Ιωάννου ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1147/2009, ημερ. 4.9.2009,

Παναγή ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1983/2006 κ.ά., ημερ. 4.6.2008,

Παναγή ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 823/2005 κ.ά., ημερ. 22.1.2009,

Αντωνίου ν. Συμβουλίου Κεντρικού Σφαγείου Κοφίνου (2001) 3(A) Α.Α.Δ. 164.

Αίτηση.

Η. Στεφάνου, προσωπικά και για Γ. Γεωργίου, για τον Αιτητή.

Α. Βασιλειάδης, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, με Ε. Γαβριήλ, Δικηγόρο της Δημοκρατίας, για τον Καθ’ ου η Αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Η παρούσα αίτηση καταχωρήθηκε ως μονομερής αίτηση και με αυτήν ο αιτητής επιζητεί την έκδοση προσωρινού διατάγματος με το οποίο να αναστέλλεται η ισχύς και εφαρμογή της απόφασης του καθ’ ου η αίτηση Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης ημερομηνίας 18.8.2009 με την οποία ο αιτητής τέθηκε σε διαθεσιμότητα μέχρι την ολοκλήρωση ποινικής δίωξης εναντίον του στην Ποινική Υπόθεση Αρ. 8211/09 Λευκωσίας, της αναστολής ισχύουσας μέχρι την εκδίκαση και πλήρη αποπεράτω[*734]ση της παρούσας προσφυγής. Για τους λόγους οι οποίοι καταγράφηκαν στο τηρηθέν πρακτικό ημερομηνίας 1.9.2009 οπότε η μονομερής αίτηση τέθηκε ενώπιόν μου για εκδίκαση, έδωσα οδηγίες όπως αυτή έλθει σε γνώση της πλευράς των καθ’ ων η αίτηση με επίδοση αντιγράφου της, έτσι ώστε αυτοί να συμμετάσχουν στη διαδικασία και να ακουστούν επί του αιτήματος, εάν επιθυμούσαν.

Μετά την επίδοση σ’ αυτούς αντιγράφου της αίτησης, οι καθ’ ων η αίτηση εκδήλωσαν την πρόθεσή τους να υποβάλουν γραπτή ένσταση και τους παραχωρήθηκε ικανός προς τούτο χρόνος.

Όπως διαπιστώνεται από αδιαμφισβήτητα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου στο πλαίσιο της παρούσας αίτησης, ο αιτητής υπηρετεί στην Αστυνομική Δύναμη Κύπρου και φέρει το βαθμό του Ανώτερου Υπαστυνόμου, ενώ από τις 26.9.2008 υπηρετούσε ως Υποδιοικητής στην Υπηρεσία Καταπολέμησης Ναρκωτικών. Το Υπουργικό Συμβούλιο με απόφασή του ημερομηνίας 17.12.2008 είχε διορίσει ανεξάρτητους ποινικούς ανακριτές για τη διερεύνηση των συνθηκών απόδρασης του ισοβίτη Αντώνη Προκοπίου Κίτα από το Απολλώνιο Ιδιωτικό Νοσοκομείο όπου ενοσηλεύετο. Με την αποπεράτωση της έρευνας και την έκδοση και παράδοση του πορίσματος των ανακριτών στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας στις 31.7.2009, ο τελευταίος προχώρησε στην καταχώρηση ποινικού κατηγορητηρίου ενώπιον του Ε.Δ. Λευκωσίας στην Υπόθεση Αρ. 8211/09 στην οποία κατηγορούμενος είναι ο αιτητής με άλλα πρόσωπα. Ακολούθως, ο καθ’ ου η αίτηση Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης, με επιστολή του ημερομηνίας 6.8.2009, ενημέρωσε τον αιτητή ότι, ενόψει της καταχώρησης της προαναφερθείσας ποινικής υπόθεσης εναντίον του και με βάση τη δεύτερη επιφύλαξη του Κανονισμού 47(1) των περί Αστυνομίας (Πειθαρχικών) Κανονισμών, αποφάσισε να τον θέσει σε διαθεσιμότητα. Προτού όμως προέβαινε σε μια τέτοια ενέργεια, καλούσε τον αιτητή να υποβάλει, αν επιθυμούσε, τις παραστάσεις του, είτε γραπτώς είτε δια ζώσης. Ακολούθησε ανταλλαγή επιστολών μεταξύ των δικηγόρων του αιτητή και του Υπουργού, όπως επίσης και συνάντηση στο γραφείο του δεύτερου. Τελικά, ο Υπουργός, με επιστολή του ημερομηνίας 18.8.2009, πληροφόρησε τον αιτητή ότι αποφάσισε να τον θέσει σε διαθεσιμότητα από την ίδια ημερομηνία και μέχρι την ολοκλήρωση της εναντίον του ποινικής υπόθεσης. Διαφωνώντας με αυτή την απόφαση, ο αιτητής προσέφυγε στο Ανώτατο Δικαστήριο καταχωρώντας την παρούσα προσφυγή με την οποία προσβάλλει τη νομιμότητα και/ή ορθότητα της απόφασης με την οποία τέθηκε σε διαθεσιμότητα. Συγχρόνως δε, καταχώρησε και την παρούσα αίτηση για απόδοση ενδιάμεσης θε[*735]ραπείας αναστολής της ισχύος της απόφασης, μέχρι την εκδίκαση και πλήρη αποπεράτωση της προσφυγής του.

Για την προώθηση και επιτυχία της αίτησής του, ο αιτητής προβάλλει τη θέση ότι με την προσβαλλόμενη απόφασή του, ο Υπουργός παραβίασε τη σχετική νομοθεσία και ότι η απόφασή του είναι εξόφθαλμα και έκδηλα παράνομη. Είναι το κύριο προς τούτο επιχείρημά του ότι ο Κανονισμός 47(1) των περί Αστυνομίας (Πειθαρχικών) Κανονισμών (Κ.Δ.Π. 53/1989) δεν έδιδε κανένα δικαίωμα στον Υπουργό να θέσει σε διαθεσιμότητα μέλος της Δύναμης για πρώτη φορά στο στάδιο μετά την περάτωση της έρευνας και την καταχώρηση της ποινικής υπόθεσης εναντίον του. Σύμφωνα πάντα με τον αιτητή, το μόνο που δικαιούται να πράξει ο Υπουργός μετά το πιο πάνω στάδιο είναι να παρατείνει την περίοδο διαθεσιμότητας στην οποία είχε τεθεί εκκρεμούσας της έρευνας ένας αξιωματικός, νοουμένου βέβαια ότι είχε τεθεί σε διαθεσιμότητα προηγουμένως. Δεν έχει όμως την εξουσία ο Υπουργός, με βάση την πιο πάνω διάταξη, να θέτει σε διαθεσιμότητα αξιωματικό στο στάδιο εκείνο χωρίς να έχει προηγηθεί η διαθεσιμότητά του κατά το στάδιο της διερεύνησης της υπόθεσης.

Ως προς τη βλάβη την οποία υπέστη και συνεχίζει να υφίσταται σαν αποτέλεσμα της διαθεσιμότητάς του, ο αιτητής ισχυρίζεται σε συνοδευτική της αίτησής του ένορκη δήλωση ότι, λόγω και των διαστάσεων που πήρε το όλο θέμα με την ευρεία δημοσιοποίησή του, έχει ήδη υποστεί ηθικό, ψυχολογικό και κοινωνικό επηρεασμό και βλάβη. Εάν δε η διαθεσιμότητα του συνεχιστεί, είναι απόλυτα βέβαιο ότι λόγω και της θέσης του στην ιεραρχία της Αστυνομίας, η πιο πάνω βλάβη θα αποβεί ανεπανόρθωτη, σε βαθμό δηλαδή που δεν θα μπορεί να αποζημιωθεί με χρήμα.

Τα κύρια γεγονότα και επιχειρήματα υπέρ της αντίθετης άποψης των καθ’ ων η αίτηση παρατίθενται σε συνοδευτική της Ένστασης ένορκη δήλωση του κ. Κ. Χατζηπαύλου, Πρώτου Διοικητικού Λειτουργού στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης. Μετά από μια εκτενή και αναλυτική παράθεση των προηγηθέντων γεγονότων, ο ομνύων εισηγείται ότι η μη έκδοση του αιτούμενου διατάγματος καμιά ανεπανόρθωτη ζημιά δεν θα προκαλέσει στον αιτητή οποιασδήποτε μορφής. Πέραν δε του ότι, σύμφωνα με τους καθ’ ων η αίτηση η απόφαση του Υπουργού για τη διαθεσιμότητα του αιτητή είχε ληφθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου, σε καμιά περίπτωση δεν είναι δυνατό να εγείρεται εδώ ζήτημα έκδηλης παρανομίας.

[*736]Οι συνήγοροι των δύο πλευρών στο πλαίσιο της δια ζώσης ακρόασης της αίτησης ενώπιον του Δικαστηρίου, ανέπτυξαν περαιτέρω τις διϊστάμενες θέσεις τους, αναλύοντας και ερμηνεύοντας τον σχετικό κανονισμό και παραπέμποντας προς υποστήριξη των θέσεών τους σε σχετική επί του θέματος νομολογία. Θα αναφερθώ σε καίρια σημεία των θέσεων και της επιχειρηματολογίας των μερών αργότερα, εκεί όπου αυτό κρίνεται αναγκαίο.

Νομική πτυχή αίτησης γι’ απόδοση προσωρινής θεραπείας από το Ανώτατο Δικαστήριο.

Η δυνατότητα έκδοσης προσωρινών διαταγμάτων μέχρι την εκδίκαση και πλήρη αποπεράτωση καταχωρηθείσας προσφυγής προσφέρεται από τους Διαδικαστικούς Κανονισμούς του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου και ιδιαίτερα από τον Κανονισμό 13. Ο τρόπος άσκησης της διακριτικής εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου το οποίο ανέλαβε τις εξουσίες του Συνταγματικού Δικαστηρίου, έχει επεξηγηθεί σε μεγάλο αριθμό αποφάσεων του Δικαστηρίου. Όπως καθίσταται φανερό, τα κριτήρια γι’ απόδοση προσωρινής φύσεως θεραπείας από το Ανώτατο Δικαστήριο διαφέρουν και είναι αυστηρότερα απ’ εκείνα που τίθενται με βάση το Άρθρο 32(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου σε σχέση με τα Επαρχιακά Δικαστήρια. Η δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν ασκείται εάν απλά καταδειχθεί από τον αιτητή μια συζητήσιμη υπόθεση και ορατή πιθανότητα επιτυχίας κατά την εκδίκαση της υπόθεσης που θα ακολουθήσει. Ούτε και η κατάδειξη του στοιχείου του ότι παρουσιάζεται να είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε υστερότερο στάδιο, τυγχάνει άλλη προϋπόθεση.

Όπως ξεκάθαρα εξάγεται από τη νομολογία, η δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου μπορεί να ασκηθεί παρέχοντας ενδιάμεση-προσωρινή θεραπεία, εκεί μόνο όπου ο αιτητής αποδεικνύει την ύπαρξη ενός από δύο παράγοντες:

α. Έκδηλη παρανομία στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, ή,

β. Επιφορά ανεπανόρθωτης ζημιάς στον αιτητή από τη μη έκδοση του διατάγματος.

(Βλ. πχ. Economides v. Republic (1982) 3 C.L.R. 837, Mayo a.o. v. Republic (1988) 3(B) C.L.R. 1203, Frangos a.o. v. The Minister of Interior a.o. (1982) 3 C.L.R. 53).

[*737]Πολλές, αλλά συγκλίνουσες ερμηνείες έχουν δοθεί στον όρο “έκδηλη παρανομία” σε κατά καιρούς εκδοθείσες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου v. Marfin Popular Bank Public Co Ltd (2007) 3 Α.Α.Δ. 32, λέχθηκαν τα εξής στη σελίδα 36 του τόμου αποφάσεων:

“Η έννοια της έκδηλης παρανομίας έχει επίσης πάγια νομολογηθεί, και υπενθυμίζουμε την απόφαση της Ολομέλειας στη Λοϊζίδης v. Yπουργού Εξωτερικών (1995) 3 Α.Α.Δ. 233. Θα πρέπει η παρανομία, αν δεν αναδύεται αυτόματα, να προκύπτει στη βάση του υπάρχοντος διαθέσιμου υλικού, ως αντικειμενικά αναντίλεκτη και μη υποκείμενη σε στάθμιση και έκφραση κρίσης.”

Στην ίδια την απόφαση Λοϊζίδης (ανωτέρω), στην οποία και παραπέμπει το πιο πάνω απόσπασμα, επεξηγήθηκε ότι:

“Έκδηλη παρανομία είναι εκείνη που, αν δεν αναδύεται αυτόματα, ανακύπτει κατόπιν αναλογισμού ως προς τις επιπτώσεις στοιχείων ενυπαρχόντων στο διαθέσιμο υλικό εφόσον βέβαια ό,τι απορρέει παραμένει αντικειμενικά αναντίλεκτο και μη υποκείμενο σε στάθμιση για έκφραση κρίσης.”

Στην υπόθεση Frangos a.o. v. Τhe Minister of Interior a.o. (ανωτέρω) λέχθηκε ότι:

“For the court to act, the illegality must be palpably identifiable without having to probe into disputed facts.”

Δηλαδή, η παρανομία θα πρέπει να είναι απτή, ή όπως έχει άλλως χαρακτηρισθεί, θα πρέπει να είναι εξόφθαλμη.

Στην παρούσα υπό εξέταση περίπτωση, είναι κοινός τόπος ότι ο καθ’ ου η αίτηση αρμόδιος Υπουργός, ενήργησε και βάσισε την προσβαλλόμενη απόφασή του στις πρόνοιες του Κανονισμού 47(1) των περί Αστυνομίας (Πειθαρχικών) Κανονισμών Κ.Δ.Π. 53/1989 και πιο συγκεκριμένα στη δεύτερη επιφύλαξη στον Κανονισμό. Το κείμενο του Κανονισμού έχει ως εξής:

“47.-(1) Σε περίπτωση κατά την οποία διεξάγεται αστυνομική έρευνα εναντίον οποιουδήποτε Ανώτερου Αξιωματικού για τους σκοπούς ποινικής δίωξής του ή διατάσσεται η έρευνα εναντίον του για πειθαρχικό αδίκημα ο Υπουργός, κατόπιν διαβουλεύσεων με τον Αρχηγό, μπορεί να τον θέσει σε διαθεσιμό[*738]τητα κατά τη διάρκεια της έρευνας:

Νοείται ότι η περίοδος της διαθεσιμότητας δεν υπερβαίνει τους τρεις μήνες, εκτός αν ο Υπουργός με τη σύμφωνη γνώμη του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας αποφασίσει να παρατείνει τη διαθεσιμότητα για περαιτέρω περίοδο όχι μεγαλύτερη των τριών μηνών:

Νοείται περαιτέρω ότι, αν μετά το τέλος της έρευνας αποφασιστεί ποινική ή πειθαρχική δίωξη του μέλους και συντρέχουν ειδικοί λόγοι, ο Υπουργός με τη σύμφωνη γνώμη του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας παρατείνει τη διαθεσιμότητα του μέλους μέχρι τη συμπλήρωση της υπόθεσης.”

Όπως έχω προαναφέρει, είναι η κύρια θέση του αιτητή ότι η δεύτερη επιφύλαξη στον πιο πάνω Κανονισμό, την οποία χρησιμοποίησε ο Υπουργός για να τον θέσει σε διαθεσιμότητα, δεν προσφερόταν έτσι ώστε για πρώτη φορά να τεθεί σε διαθεσιμότητα, παρά μόνο αυτή προσφέρεται στις περιπτώσεις κατά τις οποίες Ανώτερος Αξιωματικός είχε ήδη τεθεί σε διαθεσιμότητα διαρκούσας έρευνας εναντίον του οπότε και τίθεται θέμα παράτασης της διάρκειας της διαθεσιμότητάς του επειδή αποφασίστηκε η ποινική του δίωξη. Αντίθετα, η πλευρά των καθ’ων η αίτηση εισηγήθηκε ότι ο Υπουργός δεν θα μπορούσε να είχε θέσει τον αιτητή προηγουμένως σε διαθεσιμότητα, εφόσον η διεξαγόμενη έρευνα ήταν γενική και δεν αφορούσε ειδικά τον ίδιο, διεξαγόταν από ανεξάρτητους ανακριτές και ο Υπουργός έλαβε γνώση του αποτελέσματος της έρευνας μετά που αυτή περατώθηκε. Τότε ήταν το χρονικό σημείο κατά το οποίο μπορούσε να θέσει τον αιτητή σε διαθεσιμότητα, αφού υπό το φως του πορίσματος καταχωρήθηκε ποινική υπόθεση. Το ρήμα “παρατείνω” σύμφωνα με τους καθ’ ων η αίτηση, δεν συνδέεται με το δικαίωμα να θέτει ο Υπουργός σε διαθεσιμότητα, αλλά με το χρόνο κατά τον οποίο κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει. Εφόσον δε ο Κανονισμός 47 δίδει πράγματι στον Υπουργό την εξουσία όπως θέτει Ανώτερο Αξιωματικό σε διαθεσιμότητα, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για “έκδηλη παρανομία”. Άλλωστε, σύμφωνα πάντα με τους καθ’ ων η αίτηση, δεν πρέπει το Δικαστήριο στην ενδιάμεση αυτή διαδικασία να υπεισέλθει και να επιληφθεί θεμάτων ουσίας της προσφυγής. Θα ήταν δε παράλογο, να ερμηνευθεί ο επίμαχος κανονισμός κατά τρόπο σύμφωνα με τον οποίο να μπορούσε αρχικά να ετίθετο αξιωματικός σε διαθεσιμότητα προτού αποκρυσταλλωθεί υπόθεση εναντίον του και να μη μπορεί να τεθεί αργότερα οπότε έχουν προκύψει ποινικές ευθύνες.

[*739]Εξέτασα με προσοχή το ένα και μοναδικό ουσιαστικά θέμα που τίθεται προς διερεύνηση στο πλαίσιο της παρούσας ενδιάμεσης διαδικασίας και που πρόκειται, συνοπτικά, για το θέμα κατά πόσο η επιστράτευση της δεύτερης επιφύλαξης στον Κανονισμό 47 ώστε να τεθεί σε διαθεσιμότητα ο αιτητής, ήταν ή όχι έκδηλα παράνομη, ή ήταν τέτοια ώστε να προκαλεί στον αιτητή ανεπανόρθωτη ζημιά.

Κατ’ αρχήν, θα πρέπει να διευκρινιστεί πως εδώ δεν εξετάζεται θέμα κατά πόσο θα μπορούσε ή όχι, ή θα έπρεπε ή όχι, ο καθ’ ου η αίτηση Υπουργός να έθετε σε διαθεσιμότητα τον αιτητή κατά την έναρξη ή εκκρεμότητα της διεξαχθείσας έρευνας. Εδώ, το ερώτημα είναι μόνο κατά πόσο ο Υπουργός είχε την εξουσία να το πράξει στο στάδιο που το έπραξε. Φαίνεται πράγματι να επιβεβαιώνεται η θέση που προβλήθηκε σύμφωνα με την οποία η έρευνα διεξαγόταν από ανεξάρτητους ανακριτές, ότι αφορούσε γενικά στις συνθήκες απόδρασης του ισοβίτη και ότι ο Υπουργός έλαβε γνώση μετά το πέρας της έρευνας και την έκδοση πορίσματος. Εδώ, θα πρόσθετα βέβαια και ένα άλλο θέμα που είναι συνάρτηση των ίδιων γεγονότων. Εφόσον δηλαδή η διεξαγόμενη έρευνα δεν ήταν εναντίον, δηλαδή δεν εστρέφετο εναντίον του αιτητή, θα μπορούσε να είχε εν πάση περιπτώσει τεθεί σε διαθεσιμότητα με βάση τον Κανονισμό 47 από την έναρξη ή στην εξέλιξη της έρευνας; Υπενθυμίζεται ότι σύμφωνα με το λεκτικό του Κανονισμού 47, ο Υπουργός μπορεί να θέσει σε διαθεσιμότητα Ανώτερο Αξιωματικό μόνο όταν “.... διεξάγεται αστυνομική έρευνα εναντίον Ανώτερου Αξιωματικού ............ ή διατάσσεται η έρευνα εναντίον του για πειθαρχικό αδίκημα .......”. (Η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου).

Εφόσον δε οι καθ’ ων η αίτηση εισηγούνται ότι η έρευνα δεν διεξήγετο εναντίον του αιτητή αλλά γενικά, τίθεται θέμα κατά πόσο μπορούσε εν πάση περιπτώσει να είχε τεθεί σε διαθεσιμότητα προηγουμένως ο αιτητής. Όμως ένα τέτοιο θέμα δεν έχει εγερθεί και όπως προανέφερα, δεν είναι εδώ το ζητούμενο τώρα.

Όπως είναι φανερό, ο Κανονισμός 47 παραθέτει δύο ξεχωριστά στάδια κατά τα οποία ένας Ανώτερος Αξιωματικός μπορεί να τελεί σε διαθεσιμότητα: Το πρώτο είναι το στάδιο κατά το οποίο διεξάγεται εναντίον του έρευνα για σκοπούς ποινικής δίωξης, ή διατάσσεται έρευνα εναντίον του για πειθαρχικό αδίκημα. Το δεύτερο στάδιο είναι μετά το τέλος της έρευνας οπότε, ή τερματίζεται η διαθεσιμότητά του, ή αν αποφασισθεί η δίωξή του, η διαθεσιμότητα παρατείνεται από τον Υπουργό με τη σύμφωνη γνώμη του Γενικού Εισαγγελέα και δεδομένου ότι συντρέχουν ειδικοί λόγοι, μέχρι τη συμπλήρωση της υπόθεσης.

[*740]Προκύπτει ότι δεν είναι οι ίδιοι οι λόγοι για τους οποίους ένας Αξιωματικός τίθεται σε διαθεσιμότητα επειδή διεξάγεται έρευνα εναντίον του με τους ειδικούς λόγους οι οποίοι θα πρέπει να υφίστανται όταν αποφασίζεται η παράταση της διαθεσιμότητάς του επειδή έχει ήδη καταχωρηθεί εναντίον του ποινική δίωξη.

Το καίριο ερώτημα που τίθεται εδώ είναι κατά πόσο η εξουσία που δίδεται στον Υπουργό να “παρατείνει” τη διαθεσιμότητα, εμπεριέχει την εξουσία και να θέτει σε διαθεσιμότητα Αξιωματικό ο οποίος δεν τελούσε ήδη σε διαθεσιμότητα. Η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα είναι σαφώς αρνητική. Το ίδιο το ρήμα “παρατείνω” δεν θα χρειαζόταν να προστρέξει κάποιος σε βοηθήματα για να το ερμηνεύσει. Εν τούτοις, εκ του περισσού προσθέτω ότι και τα ερμηνευτικά λεξικά ορίζουν το αυταπόδεικτο. Σύμφωνα με το “Ελληνικό Λεξικό” των Τεγόπουλου-Φυτράκη, το ρήμα “παρατείνω” σημαίνει: “αυξάνω τη διάρκεια, δίνω παράταση.” Το έγκυρο Λεξικό της Νέας Ελληνικής γλώσσας του Γ. Μπαμπινιώτη, 2η Έκδοση, ορίζει το ρήμα “παρατείνω” ως: “.... την επέκταση των χρονικών πλαισίων, ορίων, γεγονότων ή καταστάσεων.”

Χρήσιμη αναφορά μπορεί επίσης να γίνει στην πολύ πρόσφατα εκδοθείσα απόφαση του αδελφού Δικαστή Ναθαναήλ, στην Ιωάννου v. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 1147/2009, ημερ. 4.9.2009, στην οποία επιλήφθηκε μονομερώς των ιδίων θεμάτων όπως αυτά στην παρούσα ενδιάμεση διαδικασία αλλά σε σχέση με άλλο αιτητή. Στην απόφαση εκείνη γίνεται παραπομπή και στις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου Παναγή v. Δημοκρατίας, Υποθέσεις Αρ. 1983/2006 κ.ά., ημερ. 4.6.2008 (Απόφαση Δ. Χατζηχαμπή, Δ.) που ακολουθήθηκαν και από την Παπαδοπούλου Δ. στις υποθέσεις Παναγή v. Δημοκρατίας, Υποθέσεις Αρ. 823/2005 κ.ά., ημερ. 22.1.2009. Σε εκείνες τις υποθέσεις εξετάστηκε ένα άλλο θέμα, εκείνο της αυτοτέλειας ή μη των παρατάσεων διαθεσιμότητας δημοσίων υπαλλήλων. Όμως, πολύ σχετικά ήταν τα σχόλια που έγιναν ως προς την έννοια της παράτασης σε αντιδιαστολή με τη θέση σε διαθεσιμότητα, τα οποία είχαν ως εξής:

“Η ίδια η έννοια της παράτασης είναι αρρήκτως συνδεδεμένη με την αρχική θέση σε διαθεσιμότητα προς την οποία και συναρτάται. Η απόφαση για παράταση δεν είναι απόφαση για εξ υπαρχής θέση σε διαθεσιμότητα αλλά για συνέχιση της ήδη θέσης σε διαθεσιμότητα και έτσι έχει εκείνη ως βάση και προϋπόθεσή της, όπως διατυπώνεται η γενική αρχή και στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας στα οποία αναφέρονται οι ευπαίδευτοι συνήγοροι για τον Αιτητή. Είναι [*741]με δεδομένη τη θέση σε διαθεσιμότητα, η οποία απεφασίσθη στα πλαίσια των δικών της παραμέτρων που μπορεί να είναι ευρύτερες των εκάστοτε αποφάσεων για παράταση, που αποφασίζεται η παράτασή της, ώστε η εξαφάνιση της θέσης σε διαθεσιμότητα να στερεί τη βάση στην οποία η παράταση εστηρίχθη.”

Η απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση Αντωνίου v. Συμβουλίου Κεντρικού Σφαγείου Κοφίνου (2001) 3(A) Α.Α.Δ. 164 την οποία επικαλέστηκαν οι συνήγοροι των καθ΄ων η αίτηση δεν είναι εδώ υποβοηθητική. Στην περίπτωση εκείνη είχε ερμηνευθεί ο όρος σύμφωνα με τον οποίο ένας υπάλληλος μπορούσε να τεθεί σε διαθεσιμότητα “επί τη ενάρξει αστυνομικής έρευνας”. Σύμφωνα με τη δοθείσα ερμηνεία, ο όρος εκείνος δεν σήμαινε ότι μετά την έναρξη της έρευνας δεν είναι πια εφικτή η εφαρμογή του μέτρου, αλλ’ η φράση απλά υποδηλώνει πότε αυτό μπορούσε να γίνει το ενωρίτερο. Ο όρος που ερμηνεύθηκε εκεί όμως, δεν έχει να κάνει οτιδήποτε με το θέμα της παράτασης ήδη ισχύουσας διαθεσιμότητας.

Θα πρέπει επίσης εδώ να εντοπισθεί και το θέμα ότι η επίμαχη εξουσία για παράταση διαθεσιμότητας δεν περιλήφθηκε σε ξεχωριστό Κανονισμό, αλλ’ αποτελεί μέρος του υφιστάμενου Κανονισμού ως επιφύλαξη (proviso). Και ως τέτοια είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τον ουσιαστικό Κανονισμό στον οποίο και αναφέρεται και με τον οποίο συνδέεται με μια αλληλουχία γεγονότων, δηλαδή έναρξη – συνέχιση έρευνας – διαθεσιμότητα – τέρμα έρευνας – καταχώρηση υπόθεσης – παράταση υφιστάμενης διαθεσιμότητας.

Άλλος, επιπρόσθετος λόγος που επίσης καταδεικνύει την άρρηκτη σχέση μεταξύ παράτασης και προηγούμενης θέσης σε διαθεσιμότητα είναι η προϋπόθεση η οποία τίθεται από τη δεύτερη επιφύλαξη, σύμφωνα με την οποία για να παραταθεί η διαθεσιμότητα θα πρέπει να ικανοποιηθεί ο όρος “και συντρέχουν ειδικοί λόγοι”. Αυτό δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά ότι πρέπει να συνεχίσουν να υφίστανται βέβαια οι αρχικοί λόγοι για τους οποίους είχε προηγουμένως τεθεί σε διαθεσιμότητα ένας αξιωματικός και τώρα, για να δοθεί παράταση θα πρέπει να καταδειχθούν επιπρόσθετα και ειδικοί λόγοι. Όχι αυτόνομα.

Μπορεί ναι, να είναι πράγματι παράξενο ή και παράλογο να δίδεται στον Υπουργό η εξουσία να θέτει σε διαθεσιμότητα ανώτερο αξιωματικό ενόσω ερευνάται υπόθεση εναντίον του και να μην του παρέχεται τέτοια εξουσία και όταν το αποτέλεσμα της ίδιας της έρευνας τείνει να τον ενοχοποιεί. Όμως, ο οποιοσδήποτε τυχόν παραλογισμός δεν μπορεί να αποδοθεί στον μόνο ορθό τρόπο [*742]ερμηνείας του Κανονισμού. Μπορεί να οφείλεται σε παράλειψη ή μη πρόβλεψη στον Κανονισμό ή άλλως πως. Το Δικαστήριο όμως δεν έχει το καθήκον ή την εξουσία να συμπληρώνει κενά. Μπορεί να ερμηνεύει τις καθαρές προθέσεις του νομοθέτη κατά τρόπο ώστε να δίδεται μια λογική στο αποτέλεσμα, αλλά δεν πρέπει να δίδει τέτοιες ερμηνείες που θα έτειναν να καλύψουν και όσα ενδεχόμενα ο νομοθέτης θα ήθελε ή θα έπρεπε ρητά να είχε προνοήσει, αλλά δεν το έπραξε.

Διευκρινίζω εδώ ότι η πιο πάνω συζήτηση δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι έγινε για να καταλήξει τελικά το παρόν Δικαστήριο κατόπιν αμφίρροπων ερμηνειών και ζυγίσματος επιχειρημάτων σε μια τελική άποψη. Η προηγηθείσα συζήτηση έγινε καθαρά για να καταδείξει ότι πράγματι η εξουσία στην επίμαχη επιφύλαξη, έκδηλα και οφθαλμοφανώς δεν μπορούσε να ασκείτο στο στάδιο κατά το οποίο ασκήθηκε με βάση την προαναφερθείσα επιφύλαξη και επομένως με αυτή την έννοια εκβαίνει του Νόμου, της δευτερογενούς δηλαδή νομοθεσίας.

Για τους πιο πάνω λόγους, κρίνω ότι μπορεί και θα πρέπει στην παρούσα υπόθεση, η αίτηση να επιτύχει.

Εκδίδεται το αιτούμενο διάταγμα ως η αίτηση.

Τα έξοδα της αίτησης να είναι υπέρ του αιτητή, πληρωτέα στο τέλος.

Αντίγραφο του παρόντος διατάγματος να επιδοθεί στους καθ’ ων η αίτηση.

Η αίτηση επιτυγχάνει με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο