(2009) 4 ΑΑΔ 802
[*802]30 Σεπτεμβρίου, 2009
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ,
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ,
Καθ’ ου η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 1147/2009)
Αστυνομική Δύναμη Κύπρου ― Πειθαρχική δίκαιο ― Διαθεσιμότητα ― Καν. 47(1) των περί Αστυνομίας (Πειθαρχικών) Κανονισμών του 1989 (Κ.Δ.Π. 53/89 ― Βλ. ειδικά την τροποποίηση της Κ.Δ.Π. 215/04) ― Ερμηνεία της δεύτερης επιφύλαξης υπό το φως του συνόλου του νομοθετήματος, αλλά και σε αντιδιαστολή προς το Άρθρο 85 του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου αρ. 1/90.
Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Αίτηση για προσωρινό διάταγμα αναστολής εκτελέσεως της προσβαλλόμενης πράξης ― Ειδικά ο όρος της έκδηλης παρανομίας ― Συνέπειες της διαπίστωσης έκδηλης παρανομίας, ως προς την τύχη της όλης προσφυγής.
Ο αιτητής αξίωσε με μονομερή ενδιάμεση αίτησή του την αναστολή εκτέλεσης της διαθεσιμότητας του, επικαλούμενος έκδηλη παρανομία κατά την απόφαση επ’ αυτής.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:
Είναι φανερό από την προσεκτική ανάγνωση του Κανονισμού 47(1) της Κ.Δ.Π. 53/89, ότι υπάρχουν δύο στάδια κατά τα οποία είναι δυνατό να γίνει χρήση των προνοιών για διαθεσιμότητα. Το πρώτο στάδιο απορρέει από την κύρια πρόταση του εδαφίου (1) του Καν. 47 και οριοθετείται χρονικά να συμπίπτει και να περιλαμβάνει τη «διάρκεια της έρευνας». Η τυχόν διαθεσιμότητα σε αυτό το στάδιο κατά τη [*803]διάρκεια, δηλαδή, της έρευνας που στοχεύει βέβαια στην ενδεχόμενη ποινική δίωξη ή στον καταλογισμό πειθαρχικού αδικήματος, οριοθετείται να μην υπερβαίνει τους τρεις μήνες με περαιτέρω δυνατότητα να παρατείνεται η διαθεσιμότητα για περαιτέρω περίοδο όχι όμως μεγαλύτερη των τριών μηνών. Αυτά περιλαμβάνονται στην πρώτη επιφύλαξη του Κανονισμού. Η δεύτερη επιφύλαξη οριοθετεί το επόμενο στάδιο το οποίο σηματοδοτείται με τη λήξη της αστυνομικής έρευνας. Αν και εφόσον αποφασιστεί τότε η πειθαρχική ή ποινική δίωξη του εμπλεκόμενου Ανώτερου Αξιωματικού, τότε ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης, πάντοτε με τη σύμφωνη γνώμη του Γενικού Εισαγγελέα, «.... παρατείνει τη διαθεσιμότητα του μέλους μέχρι τη συμπλήρωση της υπόθεσης.». Το ότι το στάδιο αυτό, δηλαδή, της παράτασης της διαθεσιμότητας, έπεται του πρώτου σταδίου που αφορά τη διάρκεια της έρευνας, συναρτώμενο όμως προς αυτό, απορρέει αβίαστα από το καθαρό λεκτικό της δεύτερης επιφύλαξης, λεκτικό το οποίο κατά την άποψη του Δικαστηρίου δεν επιδέχεται ερμηνευτικές ασκήσεις, εφόσον είναι σαφέστατο στη διατύπωσή του. Μια επιφύλαξη αναγιγνώσκεται και έχει αναφορά στο κύριο θέμα στο οποίο αυτή τίθεται. Δεν αποτελεί αυτοδύναμη ή ξέχωρη δήλωση.
Το ότι η παράταση της διαθεσιμότητας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την αρχική θέση σε διαθεσιμότητα, προκύπτει και από το γεγονός ότι για να αποφασιστεί η παράταση στη βάση της δεύτερης επιφύλαξης του Καν. 47(1), θα πρέπει να συντρέχουν και ειδικοί προς τούτο λόγοι. Αυτό δείχνει ότι ο σκοπός μιας διαθεσιμότητας δεν είναι, όπως έχει κατά κόρον νομολογιακά αποφασιστεί, τιμωρητικό μέτρο, αλλά τροχιοδρομείται προς το δημόσιο συμφέρον ώστε να προχωρεί απρόσκοπτα η έρευνα.
Η τελεολογική προσέγγιση της διαθεσιμότητας όπως εξάγεται από ολόκληρο το λεκτικό του Καν. 47(1), είναι ότι με την ύπαρξη στοιχείων για έρευνα εναντίον συγκεκριμένου ατόμου, αυτό δυνατό να τεθεί σε διαθεσιμότητα ακριβώς για την προστασία και αποτελεσματικότητα της έρευνας. Με την ολοκλήρωσή της όμως και την απόφαση για καταχώρηση ποινικής ή πειθαρχικής δίωξης, όταν πλέον έχουν ληφθεί και είναι καταχωρημένες στον εισαγγελικό ή πειθαρχικό φάκελο όλες οι αναγκαίες καταθέσεις, εξασθενίζει η ανάγκη για προστασία και αποτελεσματικότητα της έρευνας, διότι αυτή έχει ήδη συντελεστεί. Γι’ αυτό και για τη συνέχιση της διαθεσιμότητας επιβάλλεται να συντρέχουν και ειδικοί λόγοι, οι οποίοι βέβαια πρέπει να καθορίζονται στη σχετική απόφαση.
Η χρήση του ρήματος «παρατείνω» στη δεύτερη επιφύλαξη του Κανονισμού, δεν είναι τυχαία. Προϋποθέτει την ύπαρξη ενός αρχι[*804]κού χρονικού πλαισίου ώστε νοηματικά να αποκτά υπόσταση η έννοια της «παράτασης», ως η επέκταση ενός τέτοιου χρονικού πλαισίου, γεγονότος, κατάστασης ή ορίου.
Κανένα παράλογο αποτέλεσμα δεν προκύπτει από την απόδοση της απλής γραμματικής ερμηνείας στο λεκτικό του Κανονισμού. Αν ο νομοθέτης στόχευε στην αυτονόμηση των δύο σταδίων, τότε θα το κατέγραφε απερίφραστα. Ανάλογη πρόνοια περί διαθεσιμότητας είναι αυτή του Άρθρου 85 του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου αρ. 1/90, όπου προδιαγράφονται και εκεί δύο ξεχωριστά στάδια διαθεσιμότητας, ένα κατά τη διάρκεια της έρευνας και ένα μετά το τέλος της έρευνας, εφόσον αποφασιστεί η ποινική ή πειθαρχική δίωξη του υπαλλήλου, με μια όμως σημαντικότατη διαφορά. Το εδάφιο (2) του Άρθρου 85, δεν χρησιμοποιεί τη λέξη «παρατείνει», αλλά τη λέξη «θέσει», που δίνει, σε αντίθεση με τη δεύτερη επιφύλαξη του Καν. 47(1), δικαίωμα να τεθεί ο υπάλληλος σε διαθεσιμότητα, ανεξάρτητα εάν είχε τεθεί ή όχι σε διαθεσιμότητα και κατά το στάδιο της διερεύνησης.
Με όλα τα πιο πάνω το Δικαστήριο κρίνει, όπως και στην εξέταση της υπόθεσης κατά τη μονομερή αίτηση, ότι υπάρχει έκδηλη παρανομία στη χρησιμοποίηση της δεύτερης επιφύλαξης του Καν. 47(1), έκδηλη παρανομία που αναδύεται από τα αναντίλεκτα καθαρά στοιχεία και δεδομένα της υπόθεσης.
Η αίτηση επέτυχε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Thompson v. Dibdin [1912] A.C. 533,
Νικολάου ν. Δημοκρατίας (1992) 4(Ε) Α.Α.Δ. 3959,
Παναγή ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1983/06 κ.ά., ημερ. 4.6.2008,
Παναγή ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 823/05 κ.ά., ημερ. 22.1.2009,
Δημοκρατία ν. Αντωνίου (1993) 3 Α.Α.Δ. 325,
Αντωνίου ν. Συμβουλίου Κεντρικού Σφαγείου Κοφίνου (2001) 3(Α) Α.Α.Δ. 164,
Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου ν. Αντέννα Λτδ (2006) 3 Α.Α.Δ. 151,
Κυριάκου ν. Δημοκρατίας (2008) 4 Α.Α.Δ. 811.
[*805]Αίτηση.
Η. Στεφάνου προσωπικά και για Γ. Γεωργίου, για τον Αιτητή.
Α. Βασιλειάδης, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για τον Καθ’ ου η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Το παρόν Δικαστήριο είχε εκδώσει στις 4.9.09 προσωρινό διάταγμα αναστολής της διαθεσιμότητας που αποφάσισε ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης στις 18.8.09, έχοντας διαπιστώσει μετά από τη σχετική επιχειρηματολογία του κ. Στεφάνου, έκδηλη παρανομία στη χρήση της δεύτερης επιφύλαξης του Καν. 47(1) των περί Αστυνομίας (Πειθαρχικών) Κανονισμών Κ.Δ.Π. 53/1989 όπως τροποποιήθηκαν με την Κ.Δ.Π. 215/04, (εφεξής «οι Κανονισμοί»), για την έκδοση της απόφασης για διαθεσιμότητα.
Το προσωρινό διάταγμα ορίστηκε επιστρεπτέο στις 11.9.09, όταν εμφανίσθηκε η πλευρά του καθ’ ου για να δηλώσει ότι θα καταχωρείτο ένσταση. Να σημειωθεί εδώ, ότι εκτός από την υπό κρίση υπόθεση καταχωρήθηκαν ακόμη τρεις προσφυγές που προσέβαλλαν την εγκυρότητα της διαθεσιμότητας τριών άλλων μελών της Αστυνομικής Δύναμης, οι οποίοι επίσης επηρεάστηκαν από την ίδια απόφαση του Υπουργού στη βάση των ίδιων γεγονότων. Σε διερευνητική ερώτηση του Δικαστηρίου κατά πόσο θα ήταν ορθότερο, νομικά και πρακτικά, να συνενωθούν οι τέσσερεις αυτές υποθέσεις ώστε να αχθούν ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου για σκοπούς ενιαίας αντιμετώπισης, η δικηγόρος της Δημοκρατίας που εμφανίσθηκε την ημέρα εκείνη, δήλωσε στα πρακτικά ότι αυτό δεν ήταν επιθυμητό από τη Δημοκρατία. Το αποτέλεσμα ήταν η καταχώρηση της ένστασης στις 14.9.09. υποστηριζόμενης από ένορκη δήλωση του Κώστα Χατζηπαύλου, Πρώτου Διοικητικού Λειτουργού στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, μαζί με αριθμό επισυνημμένων εγγράφων. Η ακρόαση της αίτησης έλαβε χώρα στις 18.9.09.
Ο κ. Στεφάνου επανέλαβε κατ’ ουσία τα όσα υποστήριξε ενώπιον του Δικαστηρίου κατά το μονομερές στάδιο, εισηγούμενος εκ νέου ότι η παρανομία που εκδηλώθηκε στην παρούσα υπόθεση ήταν έκδηλη, χωρίς την ανάγκη στάθμισης οποιωνδήποτε αντικρουόμενων στοιχείων ή γεγονότων και χωρίς την ανάγκη για το Δικαστήριο να επιλέξει μεταξύ δύο ή περισσοτέρων ερμηνειών της σχετικής επιφύλαξης του Καν. 47(1). Ο σκοπός του νομοθέτη πα[*806]ρουσιάζεται εμφανέστατα από την τροποποίηση του Κανονισμού που επιτεύχθηκε το 2004, ενώ από την ένσταση αναδύεται ότι κατά τη διάρκεια της έρευνας των Ποινικών Ανακριτών είχαν τεθεί σε διαθεσιμότητα άλλοι Αξιωματικοί επί τη βάσει βεβαίως άλλων γεγονότων και άλλων κατηγοριών. Επομένως, η έρευνα δεν στρεφόταν επί παντός, όπως κατέγραψε ο Υπουργός στο δικαιολογητικό της προσβαλλόμενης πράξης, ενώ από το Τεκμήριο Η της ένστασης διαφάνηκε ότι η διαθεσιμότητα των άλλων Αξιωματικών είχε αρθεί στις 28.4.09, μη παρισταμένης ανάγκης, πάντοτε κατά τον Υπουργό, να παραταθεί η διαθεσιμότητα αυτή.
Από την άλλη, ο κ. Βασιλειάδης παρά την εκτεταμένη αναφορά στην ένσταση περί μη ανεπανόρθωτης ζημιάς, απέσυρε τη θέση αυτή κατά την αγόρευση του, δεδομένου ότι και ο αιτητής δεν στηρίχθηκε σε αυτή τη βάση. Κατά τα άλλα, εισηγήθηκε ότι η παρανομία, αν έχει εκδηλωθεί τέτοια, δεν είναι εμφανής και εν πάση περιπτώσει τα διάφορα ζητήματα που προκύπτουν θα πρέπει να αποτελέσουν θέματα κατά την εξέταση της ουσίας της υπόθεσης και όχι στο στάδιο μιας μονομερούς αίτησης. Κατά την εισήγηση του, η λέξη «παρατείνω» στην επιφύλαξη του Κανονισμού, πρέπει να ερμηνευθεί να σημαίνει ότι καλύπτει και τη χρονική περίοδο μετά την έρευνα όταν πλέον αποκρυσταλλώθηκαν τα γεγονότα, εν πάση δε περιπτώσει πρέπει να αναζητηθεί τέτοια ερμηνεία ώστε να μην επιφέρει παράλογα αποτελέσματα, εφόσον σκοπός της διαθεσιμότητας είναι να μην επηρεαστεί η όλη υπόθεση, έννοια που περιλαμβάνει και την καθ’ αυτή διεξαγωγή της ποινικής δίκης που έχει καταχωρηθεί εναντίον του αιτητή και των άλλων μελών της αστυνομίας στην Ποινική Υπόθεση υπ’ αρ. 8211/09 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, η οποία και ορίστηκε για απάντηση στις 19.10.09. Ο κ. Βασιλειάδης αναφέρθηκε επίσης σε αποφάσεις που, κατά τη γνώμη του, υποστηρίζουν την άποψη του ότι μπορεί να δοθεί ερμηνεία που να διαφοροποιεί την καθ’ αυτή σημασία της λέξης «παρατείνω», ώστε η διαθεσιμότητα να είναι δυνατή παρά το γεγονός ότι δεν είχε τεθεί ο αιτητής εξ αρχής και κατά τη διάρκεια της έρευνας, σε διαθεσιμότητα.
Το Δικαστήριο παρά την προς το αντίθετο επιχειρηματολογία του κ. Βασιλειάδη, δεν διαβλέπει οποιαδήποτε βάση για διαφοροποίηση του από το σκεπτικό που εξέδωσε στις 4.9.09, κατά την εξέταση του ex-parte αιτήματος για προσωρινό διάταγμα. Η νομολογία για τα προσωρινά διατάγματα είναι γνωστή και υιοθετούνται τα όσα αναφέρθηκαν στην απόφαση εκείνη στις σελ. 4-6. Όσον αφορά την ουσία και πάλι υιοθετούνται τα όσα λεπτομερώς καταγράφηκαν στις σελ. 6-14 και τα οποία μπορούν να συνοψιστούν [*807]στα όσα κατωτέρω αναφέρονται, αφού παρατεθεί εκ νέου για σκοπούς παρακολούθησης του παρόντος σκεπτικού, το λεκτικό του Καν. 47(1), το οποίο και έχει ως εξής:
«47.- (1) Σε περίπτωση κατά την οποία διεξάγεται αστυνομική έρευνα εναντίον οποιουδήποτε Ανώτερου Αξιωματικού για τους σκοπούς ποινικής δίωξής του ή διατάσσεται η έρευνα εναντίον του για πειθαρχικό αδίκημα ο Υπουργός, κατόπιν διαβουλεύσεων με τον Αρχηγό, μπορεί να τον θέσει σε διαθεσιμότητα κατά τη διάρκεια της έρευνας:
Νοείται ότι η περίοδος της διαθεσιμότητας δεν υπερβαίνει τους τρεις μήνες, εκτός αν ο Υπουργός με τη σύμφωνη γνώμη του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας αποφασίσει να παρατείνει τη διαθεσιμότητα για περαιτέρω περίοδο όχι μεγαλύτερη των τριών μηνών:
Νοείται περαιτέρω ότι, αν μετά το τέλος της έρευνας αποφασιστεί ποινική ή πειθαρχική δίωξη του μέλους και συντρέχουν ειδικοί λόγοι, ο Υπουργός με τη σύμφωνη γνώμη του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας παρατείνει τη διαθεσιμότητα του μέλους μέχρι τη συμπλήρωση της υπόθεσης.»
Είναι φανερό από την προσεκτική ανάγνωση του Κανονισμού, ότι υπάρχουν δύο στάδια κατά τα οποία είναι δυνατό να γίνει χρήση των προνοιών για διαθεσιμότητα. Το πρώτο στάδιο απορρέει από την κύρια πρόταση του εδαφίου (1) του Καν. 47 και οριοθετείται χρονικά να συμπίπτει και να περιλαμβάνει τη «διάρκεια της έρευνας». Η τυχόν διαθεσιμότητα σε αυτό το στάδιο κατά τη διάρκεια, δηλαδή, της έρευνας που στοχεύει βέβαια στην ενδεχόμενη ποινική δίωξη ή στον καταλογισμό πειθαρχικού αδικήματος, οριοθετείται να μην υπερβαίνει τους τρεις μήνες με περαιτέρω δυνατότητα να παρατείνεται η διαθεσιμότητα για περαιτέρω περίοδο όχι όμως μεγαλύτερη των τριών μηνών. Αυτά περιλαμβάνονται στην πρώτη επιφύλαξη του Κανονισμού. Η δεύτερη επιφύλαξη οριοθετεί το επόμενο στάδιο το οποίο σηματοδοτείται με τη λήξη της αστυνομικής έρευνας. Αν και εφόσον αποφασιστεί τότε η πειθαρχική ή ποινική δίωξη του εμπλεκόμενου Ανώτερου Αξιωματικού, τότε ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης, πάντοτε με τη σύμφωνη γνώμη του Γενικού Εισαγγελέα, «.... παρατείνει τη διαθεσιμότητα του μέλους μέχρι τη συμπλήρωση της υπόθεσης.». Το ότι το στάδιο αυτό, δηλαδή, της παράτασης της διαθεσιμότητας, έπεται του πρώτου σταδίου που αφορά τη διάρκεια της έρευνας, συναρτώμενο όμως προς αυτό, απορρέει αβίαστα από το καθαρό [*808]λεκτικό της δεύτερης επιφύλαξης, λεκτικό το οποίο κατά την άποψη του Δικαστηρίου δεν επιδέχεται ερμηνευτικές ασκήσεις, εφόσον είναι σαφέστατο στη διατύπωση του. Επαναλαμβάνεται ότι μια επιφύλαξη αναγιγνώσκεται και έχει αναφορά στο κύριο θέμα στο οποίο αυτή τίθεται. Δεν αποτελεί αυτοδύναμη ή ξέχωρη δήλωση. Όπως λέχθηκε στην Thompson v. Dibdin [1912] A.C. 533:
«..... A proviso must prima facie be read and considered in relation to the principal matter to which it is a proviso ....... It is not a separate or independent enactment. The words are dependent on the principal enacting words to which they are tacked as a proviso. They cannot be read as divorced from their context.”
Το ότι η παράταση της διαθεσιμότητας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την αρχική θέση σε διαθεσιμότητα, προκύπτει και από το γεγονός ότι για να αποφασιστεί η παράταση στη βάση της δεύτερης επιφύλαξης του Καν. 47(1), θα πρέπει να συντρέχουν και ειδικοί προς τούτο λόγοι. Αυτό δείχνει ότι ο σκοπός μιας διαθεσιμότητας δεν είναι, όπως έχει κατά κόρον νομολογιακά αποφασιστεί, τιμωρητικό μέτρο, αλλά τροχιοδρομείται προς το δημόσιο συμφέρον ώστε να προχωρεί απρόσκοπτα η έρευνα. Εξ ου και στη Νικολάου v. Δημοκρατίας (1992) 4(E) Α.Α.Δ. 3959, αποφασίστηκε ότι η διαθεσιμότητα αποκόπτει προσωρινά το δεσμό του προσώπου με την υπηρεσία του και παρόλον ότι αποτελεί διοικητικό και όχι πειθαρχικό μέτρο, δεν παύει να είναι δραστικό, επιτρεπόμενο μόνο εφόσον επιβάλλεται από το δημόσιο συμφέρον που «..... συναρτάται κατ’ εξοχήν με την αποτελεσματικότητα της έρευνας και τις προϋποθέσεις που την προοιωνίζουν.».
Η τελεολογική προσέγγιση της διαθεσιμότητας όπως εξάγεται από ολόκληρο το λεκτικό του Καν. 47(1), είναι ότι με την ύπαρξη στοιχείων για έρευνα εναντίον συγκεκριμένου ατόμου, αυτό δυνατό να τεθεί σε διαθεσιμότητα ακριβώς για την προστασία και αποτελεσματικότητα της έρευνας. Με την ολοκλήρωση της όμως και την απόφαση για καταχώρηση ποινικής ή πειθαρχικής δίωξης, όταν πλέον έχουν ληφθεί και είναι καταχωρημένες στον εισαγγελικό ή πειθαρχικό φάκελο όλες οι αναγκαίες καταθέσεις, εξασθενίζει η ανάγκη για προστασία και αποτελεσματικότητα της έρευνας, διότι αυτή έχει ήδη συντελεστεί. Γι’ αυτό και για τη συνέχιση της διαθεσιμότητας επιβάλλεται να συντρέχουν και ειδικοί λόγοι, οι οποίοι βέβαια πρέπει να καθορίζονται στη σχετική απόφαση. Αυτό απαντά και το επιχείρημα του κ. Βασιλειάδη ότι ακόμη και με την καταχώρηση μιας ποινικής δίωξης είναι αναγκαίο να προστατεύονται οι μάρτυρες. Είναι όμως τουλάχιστον παράδοξο να [*809]επιδιώκεται η προστασία των μαρτύρων ή το αδιάβλητο της περαιτέρω διαδικασίας στο στάδιο της καταχώρησης της ποινικής δίωξης, χωρίς ταυτόχρονα να έχει επιδιωχθεί η αποτελεσματική προστασία της ίδιας της έρευνας, όταν ακόμη δηλαδή συλλέγονταν πληροφορίες και στοιχεία για να διαφανεί η ανάμειξη του Ανώτερου Αξιωματικού σε έκνομες ενέργειες που θα τον έφερναν αντιμέτωπο στο τέλος της ημέρας με ποινική ή πειθαρχική δίωξη. Αυτή η παραδοξότητα αναδύεται στην επιφάνεια με την ερμηνεία που η Δημοκρατία θέλει να δώσει στον Κανονισμό. Γι’ αυτό, κατά την άποψη του Δικαστηρίου, ο Καν. 47(1), με λογική αλληλουχία είναι που προδιαγράφει τα δύο στάδια διαθεσιμότητας.
Η χρήση του ρήματος «παρατείνω» στη δεύτερη επιφύλαξη του Κανονισμού, δεν είναι κατά συνέπεια τυχαία. Προϋποθέτει την ύπαρξη ενός αρχικού χρονικού πλαισίου ώστε νοηματικά να αποκτά υπόσταση η έννοια της «παράτασης», ως η επέκταση ενός τέτοιου χρονικού πλαισίου, γεγονότος, κατάστασης ή ορίου, όπως ερμηνεύεται και από το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας του Γ. Μπαμπινιώτη, 2η έκδ., σελ. 1338. Αυτή η συνήθης γραμματική έννοια αποδόθηκε στη λέξη στην Παναγή v. Δημοκρατίας, Συνεκδ. Υποθ. Αρ. 1983/06 κ.ά., ημερ. 4.6.08, καθώς και στην Παναγή v. Δημοκρατίας, Συνεκδ. Υποθ. Αρ. 823/05 κ.ά., ημερ. 22.1.09. Όλες αυτές οι υποθέσεις αφορούν την έννοια της παράτασης σε διαθεσιμότητα και αποφασίστηκε, ευλόγως, ότι η παράταση συνδέεται άμεσα με την αρχική διαθεσιμότητα και δεν είναι αυτόνομη και ασύνδετη με το αρχικό πλαίσιο διαθεσιμότητας. Διαφορετικά, η λέξη «παρατείνω», θα ταυτιζόταν με τη λέξη «θέτω», δύο διαφορετικές, βεβαίως, έννοιες.
Κανένα παράλογο αποτέλεσμα δεν προκύπτει από την απόδοση της απλής γραμματικής ερμηνείας στο λεκτικό του Κανονισμού. Αν ο νομοθέτης στόχευε στην αυτονόμηση των δύο σταδίων, τότε θα το κατέγραφε απερίφραστα, αλλά όπως εύστοχα υπέδειξε ο κ. Στεφάνου, η τροποποίηση που επήλθε το 2004, ήταν καταλυτική εφόσον διαγράφηκε η προηγούμενη φράση στον αρχικό Κανονισμό που αναφερόταν σε διαθεσιμότητα «... κατά τη διάρκεια της έρευνας και μέχρι την τελική συμπλήρωση της υπόθεσης», η οποία παρέπεμπε σε μια ενιαία χρονική και θεματική διαθεσιμότητα με κατάληξη την ολοκλήρωση της ποινικής ή πειθαρχικής υπόθεσης, ενώ με την τροποποίηση και την προσθήκη των δύο επιφυλάξεων, σαφώς τέθηκαν τα δύο χρονικά στάδια της θέσης σε διαθεσιμότητα ούτως ώστε η αρχική, να συναρτάται αυστηρά και μόνο με τη διεξαγωγή της έρευνας και κατά τη διάρκειά της. Ο κ. Στεφάνου παρέπεμψε στην κατ’ αναλογία πρόνοια περί διαθεσι[*810]μότητας του Άρθρου 85 του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου αρ. 1/90, όπου προδιαγράφονται και εκεί δύο ξεχωριστά στάδια διαθεσιμότητας, ένα κατά τη διάρκεια της έρευνας και ένα μετά το τέλος της έρευνας, εφόσον αποφασιστεί η ποινική ή πειθαρχική δίωξη του υπαλλήλου, με μια όμως σημαντικότατη διαφορά. Το εδάφιο (2) του Άρθρου 85, δεν χρησιμοποιεί τη λέξη «παρατείνει», αλλά τη λέξη «θέσει», που δίνει, σε αντίθεση με τη δεύτερη επιφύλαξη του Καν. 47(1), δικαίωμα να τεθεί ο υπάλληλος σε διαθεσιμότητα, ανεξάρτητα εάν είχε τεθεί ή όχι σε διαθεσιμότητα και κατά το στάδιο της διερεύνησης.
Το επιχείρημα του κ. Βασιλειάδη ότι είχε διοριστεί ανεξάρτητη ποινική επιτροπή και άρα δεν επρόκειτο για καθαυτή αστυνομική έρευνα, η δε έρευνα διεξαγόταν κατά παντός, ώστε να μην ήταν από ενωρίς γνωστή η πιθανή ανάμειξη του αιτητή, δεν ευσταθεί. Εκφράστηκε ήδη η σκέψη του Δικαστηρίου στην απόφαση ημερ. 4.9.09 στη σελ. 12, ότι η έρευνα από τους ποινικούς ανακριτές θα μπορούσε ενδεχομένως σε ορισμένο χρονικό σημείο να σύγκλινε προς την πιθανότητα ανάμειξης του αιτητή, οπότε και θα ήταν δυνατή η διαθεσιμότητα του, ενεργοποιώντας τις εξουσίες του Καν. 47(1). Η σκέψη αυτή επιβεβαιώνεται από τα Τεκμήρια ΣΤ, Ζ και Η, που κατατέθηκαν στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την ένσταση και που δείχνουν ότι στα πλαίσια της διεξαγωγής των ποινικών ανακρίσεων για την ίδια υπόθεση της διερεύνησης, δηλαδή, των συνθηκών απόδρασης του ισοβίτη Αντώνη Προκοπίου Κίτα από το Απολλώνειο Ιατρικό Κέντρο, είχαν τεθεί σε διαθεσιμότητα δύο άλλα μέλη της αστυνομικής δύναμης, των οποίων μάλιστα η διαθεσιμότητα ήρθη στη συνέχεια όταν δεν ζητήθηκε από την αστυνομία η ανανέωση του αρχικού διατάγματος προσωποκράτησης. Ενδεχομένως, το ίδιο να μπορούσε να επιτευχθεί και με τον αιτητή, εάν και εφόσον υπήρχε τέτοια μαρτυρία που να τον ενέπλεκε.
Αλλά το επιχείρημα ότι η έρευνα στρεφόταν κατά παντός και άρα δεν ήταν σε γνώση του Υπουργού η ανάμειξη του αιτητή, μπορεί κάλλιστα να αντιστραφεί με την υπόδειξη ότι εφόσον δεν υπήρχε καν έρευνα εναντίον του αιτητή, δεν ήταν δυνατή ούτε η εκ των υστέρων διαθεσιμότητα του και μάλιστα χρησιμοποιώντας τη δεύτερη επιφύλαξη του Καν. 47(1) που, όπως εξηγήθηκε προηγουμένως, δεν μπορεί να ιδωθεί αυτόνομα, αλλά μόνο ως συνάρτηση και συνέχεια του κύριου κορμού του Κανονισμού.
Ο κ. Βασιλειάδης αναφέρθηκε σε αυθεντίες για να υποστηρίξει τη θέση του ως προς το ότι δεν πρέπει να δοθεί ερμηνεία που να οδηγεί σε παράλογα αποτελέσματα. Επικαλέστηκε συναφώς την [*811]απόφαση της Ολομέλειας στη Δημοκρατία v. Αντωνίου (1993) 3 Α.Α.Δ. 325, για την ανάγκη καθολικής ερμηνείας της πρωτογενούς και δευτερογενούς νομοθεσίας ούτως ώστε να μην οδηγείται ένας σε αποτελέσματα αντίθετα με τη λογική. Η αρχή αυτή βρίσκεται διατυπωμένη στην απόφαση αυτή στη σελ. 341, αλλά πέραν της επανάληψης της αρχής, η οποία είναι βεβαίως ορθή, η υπόθεση δεν έχει άμεση ή έμμεση εφαρμογή στα υπό κρίση γεγονότα εφόσον εντελώς διάφορα ήταν τα δεδομένα της. Επικαλέστηκε επίσης την απόφαση της Ολομέλειας στην Αντωνίου v. Συμβουλίου Κεντρικού Σφαγείου Κοφίνου (2001) 3(A) Α.Α.Δ. 164, όπου ερμηνεύθηκε ο Καν. 64(1) των περί Κεντρικού Σφαγείου (Όροι Υπηρεσίας Υπαλλήλων) Κανονισμών του 1989 (Κ.Δ.Π. 88/89), κατά τρόπο ώστε η φράση «επί τη ενάρξει αστυνομικής ερεύνης επί σκοπώ ποινικής διώξεως», να μην ήταν περιοριστική, αποκλείοντας τη διαθεσιμότητα υπαλλήλου μετά την πάροδο ορισμένου χρόνου από την έναρξη της έρευνας. Και πάλι τα δεδομένα της υπόθεσης εκείνης ήταν πολύ διαφορετικά από τα υπό κρίση στοιχεία, εφόσον στο επίκεντρο ήταν η ερμηνεία ενός διαφορετικά διατυπωμένου Κανονισμού, η επίμαχη φράση του οποίου επιδεχόταν πέραν της μιας ερμηνείας, με αποτέλεσμα να αποδοθεί εκείνη η ερμηνεία που συνήδε με τη λογική των πραγμάτων. Εδώ, δεν υπάρχει αμφιβολία ως προς την κρυστάλλινη ερμηνεία ολόκληρου του Καν. 47(1) ή της επίμαχης διάταξης της δεύτερης επιφύλαξης. Ούτε και βοηθά τη σκέψη του συνηγόρου του καθ’ ου, η αναφορά στην απόφαση της Ολομέλειας Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου v. Αντέννα Λτδ (2006) 3 Α.Α.Δ. 151, όπου ερμηνεύθηκε σε συγκεκριμένο ορισμό για την έννοια της «οικογενειακής ζώνης» για τη μετάδοση προγραμμάτων η λέξη «και» ως το διαζευκτικό «ή». Το ότι τέτοιου είδους ερμηνεία είναι δυνατή εξηγείται στην απόφαση της Ολομέλειας, αλλά προϋποθέτει ασάφεια στη γραμματική ερμηνεία ενός νομοθετήματος, οπότε είναι επιτρεπτό να χρησιμοποιηθεί άλλη ερμηνευτική προσέγγιση, κατά κύριο λόγο, με τη χρήση της τελεολογικής μεθόδου. Εδώ, όπως έχει εξηγηθεί, οποιαδήποτε ερμηνευτική άσκηση απολήγει στην ίδια καθαρή κατάληξη ως προς την έννοια και σκοπό του Καν. 47(1) και ιδιαίτερα της δεύτερης επιφύλαξης αυτού. Δεν χωρεί άλλη ερμηνεία, αλλά αντίθετα τόσο η γραμματική ερμηνεία, όσο και η τελεολογική τοιαύτη, οδηγούν στο ίδιο ακριβώς αποτέλεσμα.
Με όλα τα πιο πάνω το Δικαστήριο κρίνει, όπως και στην εξέταση της υπόθεσης κατά τη μονομερή αίτηση, ότι υπάρχει έκδηλη παρανομία στη χρησιμοποίηση της δεύτερης επιφύλαξης του Καν. 47(1), έκδηλη παρανομία που αναδύεται από τα αναντίλεκτα καθαρά στοιχεία και δεδομένα της υπόθεσης. Σημειώνεται εδώ, ότι [*812]δεν είναι δεκτή η θέση του κ. Βασιλειάδη ότι το ζήτημα της ερμηνείας ή των ευρύτερων θεμάτων που σχετίζονται με την υπόθεση, δεν μπορούν να εξεταστούν παρά μόνο κατά την εξέταση της ουσίας της προσφυγής. Αυτό θα ήταν ορθό αν υπήρχαν περίπλοκα γεγονότα ή νομικά ζητήματα που έχρηζαν ενδελεχούς εξέτασης. Σε τέτοια όμως περίπτωση, δεν θα γινόταν λόγος για έκδηλη παρανομία, εν τη εννοία της νομολογίας.
Αντίθετα, η απόφαση στη Νικολάου v. Δημοκρατίας – πιο πάνω – αποτελεί αυθεντία για την ακύρωση της ίδιας της προσβαλλόμενης πράξης από το προκαταρκτικό στάδιο της εξέτασης της υπόθεσης για προσωρινό διάταγμα, εφόσον διαπιστώνεται αυτή η έκδηλη παρανομία, η οποία και αποτελεί και λόγο ακύρωσης στην ίδια την προσφυγή. Έκδηλη παρανομία που συνιστά ταυτόχρονα και υπέρβαση και κατάχρηση εξουσίας. Η κατάληξη της Νικολάου ακολουθήθηκε και σε άλλες υποθέσεις, μεταξύ των οποίων και στη Κυριάκου v. Δημοκρατίας (2008) 4 A.A.Δ. 811.
Συνεπώς η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται από αυτό το στάδιο, βάσει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.
Τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ του αιτητή και εναντίον του καθ’ ου, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
Η αίτηση επιτυγχάνει με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο