Υπουργός Οικονομικών και άλλος, Petrolina (Holdings) Public Ltd ν. (Αρ. 1) (2009) 4 ΑΑΔ 826

(2009) 4 ΑΑΔ 826

[*826]7 Οκτωβρίου, 2009

[ΦΩΤΙΟΥ Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

PETROLINA (HOLDINGS) PUBLIC LTD.,

Αιτήτρια,

v.

1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ (ΑΡ. 1),

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 634/2008)

 

Αναθεωρητική Δικαιοδοσία ― Συνάφεια ― Πότε στοιχειοθετείται σύμφωνα με τη νομολογία ― Συνέπειες στην κριθείσα περίπτωση, όπου δεν στοιχειοθετήθηκε συνάφεια ― Παραδεκτή μόνο η πρώτη των προσβαλλομένων πράξεων και διάταγμα χωρισμού δικογράφου ως προς τις υπόλοιπες.

Τελωνειακοί Δασμοί και Φόροι Καταναλώσεως ― Επιβολή χρηματικής επιβάρυνσης και τόκου σε περιπτώσεις εκ των υστέρων βεβαίωσης τελωνειακών οφειλών ― Κατά πόσο στερείται εκτελεστότητας ― Υιοθέτηση προηγούμενης απόφασης του δικάσαντος δικαστηρίου, κατά την οποία ο αντίστοιχος ισχυρισμός απορρίφθηκε.

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Προβολή αντισυνταγματικότητας νόμου ― Συνιστά νομικό θέμα ιδιάζουσας σημασίας το οποίο πρέπει να προσδιορίζεται επακριβώς στα δικόγραφα ― Ο ισχυρισμός περί αντισυνταγματικότητας, δεν εξετάστηκε στην κριθείσα περίπτωση.

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρώσεως ― Παράλειψη προηγούμενης ακρόασης του διοικουμένου και έλλειψη δέουσας έρευνας ― Περιστάσεις, υπό τις οποίες κρίθηκε ότι στοιχειοθετήθηκαν στην εξετασθείσα υπόθεση.

Οι αιτητές αξίωσαν την ακύρωση των σε βάρος τους επιβληθέντων φορολογιών, χρηματικών επιβαρύνσεων και τόκου.

[*827]Το Ανώτατο Δικαστήριο, αποδεχόμενο μερικώς την προσφυγή , αποφάσισε ότι:

1. Επιτρέπεται η περίληψη στο ίδιο δικόγραφο περισσοτέρων της μιας πράξεων, όταν όλες οι προσβαλλόμενες πράξεις είναι συναφείς, διότι λ.χ. η μια πράξη αποτελεί προϋπόθεση της άλλης ή όταν προσβάλλονται περισσότερες πράξεις οι οποίες όλες αφορούν τον αιτούντα, βασίζονται στις ίδιες διατάξεις του νόμου, φέρουν ταυτόσημη αιτιολογία και εκδόθηκαν από το ίδιο όργανο και κατά την ίδια διοικητική διαδικασία. Αντίθετα, προσβολή με το ίδιο δικόγραφο δύο αυτοτελών διοικητικών πράξεων που δεν έχουν την πιο πάνω σχέση, ούτε συναποτελούν σύνθετη διοικητική ενέργεια, είναι απαράδεκτη.

    Όταν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της συνάφειας, η προσφυγή θεωρείται ως παραδεκτή μόνο ως προς την πρώτη των προσβαλλομένων πράξεων, χωρεί όμως πάντοτε χωρισμός δικογράφου.

    Στην παρούσα υπόθεση οι προσβαλλόμενες πράξεις δεν είναι συναφείς. Λήφθηκαν σε τρεις ξεχωριστές διαδικασίες, φέρουν διαφορετική ημερομηνία έκδοσης η καθεμιά και βασίζονται σε διαφορετικά πραγματικά περιστατικά. Μπορεί να εκδόθηκαν από το ίδιο όργανο, και να αφορούν τους αιτητές, αλλά δεν εκδόθηκαν κατά την ίδια διαδικασία. Παραμένει κατά συνέπεια ως μόνη έγκυρη η προσφυγή κατά της εκ των υστέρων βεβαίωσης Τελωνειακής και Άλλης Τελωνειακής Οφειλής με αρ. 98/08 (Παράρτημα Α της Ένστασης και θεραπεία (α) της προσφυγής).

2. Η δεύτερη προδικαστική ένσταση που προβάλλουν οι καθ’ ων η αίτηση θα εξεταστεί μόνο σε σχέση με την προαναφερόμενη βεβαίωση υπ’ αρ. 98/08. Η συγκεκριμένη προδικαστική ένσταση αφορά μόνο μέρος της επίδικης απόφασης. Αυτό δηλαδή που αναφέρεται στην επιβολή της χρηματικής επιβάρυνσης και του τόκου, επιβολή, που όπως εισηγούνται οι καθ’ ων η αίτηση, δε συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη, αφού προβλέπεται απευθείας από το Νόμο και δεν εξαρτάται από τη βούληση των καθ’ ων η αίτηση.  Η ίδια προδικαστική ένσταση εξετάστηκε από το παρόν δικαστήριο και απορρίφθηκε στην P.P. Body Art Gym Ltd ν. Δημοκρατίας (2009) 4 Α.Α.Δ. 577, από την οποία το κρίσιμο απόσπασμα υιοθετείται.

3. Ο λόγος ακύρωσης (α) περί αντισυνταγματικότητας του άρθρου 13(1)(α)(ι)-(β) και (γ) του Ν. 91(1)/04 καθώς και της δυνάμει αυτού εκδοθείσας Κ.Δ.Π. 181/06, δεν μπορεί να εξεταστεί. Όπως ορθά παρατηρείται από τους καθ’ ων η αίτηση, ο συγκεκριμένος ισχυρισμός εκτίθεται ακροθιγώς στην αίτηση ακύρωσης και σίγουρα χωρίς την [*828]απαραίτητη εξειδίκευση που η νομολογία επιτάσσει. Η αντισυνταγματικότητα νόμου συνιστά νομικό θέμα ιδιάζουσας σημασίας και σπουδαιότητας, το οποίο πρέπει να προσδιορίζεται επακριβώς στα δικόγραφα. Στην προκείμενη περίπτωση η γενικότητα του πρώτου νομικού σημείου της αίτησης και ο τρόπος διατύπωσης του, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της νομολογίας.

4. Το Άρθρο 13(1)(α) πράγματι θέτει το βάρος απόδειξης στην αιτήτρια. Στην εξεταζόμενη περίπτωση όμως, όπως προκύπτει από τα ενώπιον του δικαστηρίου στοιχεία, υπάρχουν προβλήματα σε σχέση με το έντυπο Τελ. 168, την έκθεση δηλαδή παραλαβής και ελλειμμάτων που η Δημοκρατία ισχυρίζεται ότι απέστειλε στην αιτήτρια καλώντας την να δώσει εξηγήσεις για το παρουσιασθέν έλλειμμα. Τα εν λόγω προβλήματα δημιουργούν αναμφίβολα δυσπιστία κατά πόσο πράγματι η αιτήτρια κλήθηκε να δώσει εξηγήσεις για το παρουσιασθέν έλλειμμα.  Προκύπτει επίσης ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε χωρίς τη δέουσα έρευνα.

5. Η προσφυγή επιτυγχάνει με €1.200 έξοδα υπέρ της αιτήτριας και εναντίον των καθ’ ων η αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται σύμφωνα με το Άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος. Αναφορικά με τις θεραπείες (β) και (γ) διατάσσεται ο χωρισμός δικογράφου. Οι προσφυγές που θα προκύψουν λόγω του διαχωρισμού να καταχωρηθούν σε 30 μέρες από σήμερα και θα θεωρούνται ως εμπρόθεσμα καταχωρημένες.

Η προσφυγή επέτυχε με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Χριστοφίδης κ.ά. v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 766,

Συμεωνίδου κ.ά. v. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 258,

Μισιρλής v. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1995) 3 Α.Α.Δ. 379,

Χριστοδούλου v. Νεοφύτου κ.ά. (2001) 3(Α) Α.Α.Δ. 576,

Κιττής κ.ά. v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 734,

P.P. Body Art Gym Ltd v. Δημοκρατίας (2009) 4 Α.Α.Δ. 577,

Δημοκρατία v. Κουκκουρή κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598.

[*829]Προσφυγή.

Α. Ζαχαρίου, για την Αιτήτρια.

Μ. Θεοκλήτου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ’ ων η αίτηση

Cur. adv. vult.

ΦΩΤΙΟΥ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια ζητά τις πιο κάτω θεραπείες, τις οποίες και παραθέτω αυτούσιες:

«(α) Δήλωση και/ή διακήρυξη του Δικαστηρίου ότι η διοικητική πράξη των καθ’ ων η αίτηση ήτοι η απόφαση των καθ’ ων η αίτηση να προβούν σε επιβολή Φορολογίας ως εκ των υστέρων βεβαίωσης Τελωνειακής και άλλης Τελωνειακής Οφειλής αρ. 98/08 για €27.274,00 και χρηματική επιβάρυνση €2.727,00 πλέον 8% τόκο ετησίως που φαίνεται στην επιστολή των καθ’ ων η αίτηση ημερ. 7.2.2008 η οποία παρελήφθη την 12.2.2008 Παράρτημα Α είναι λανθασμένη, παράνομη, άκυρη και/ή χωρίς νομικό αποτέλεσμα.

(β) Δήλωση και/ή διακήρυξη του Δικαστηρίου ότι η διοικητική πράξη των καθ’ ωνη η αίτηση ήτοι η απόφαση των καθ’ ων η αίτηση να προβούν σε επιβολή Φορολογίας ως εκ των υστέρων βεβαίωσης Τελωνειακής και άλλη Τελωνειακής Οφειλής αρ. 192/08 για €36.284,00 και χρηματική επιβάρυνηση €3.628,00 πλέον 8% τόκο ετησίως που φαίνεται στην επιστολή των καθ’ ων η αίτηση ημερ. 27.3.2008 Παράρτημα Β είναι λανθασμένη, παράνομη, άκυρη και/ή χωρίς νομικό αποτέλεσμα.

(γ) Δήλωση και/ή διακήρυξη του Δικαστηρίου ότι η διοικητική πράξη των καθ’ ων η αίτηση ήτοι η απόφαση των καθ’ ων η αίτηση να προβούν σε επιβολή Φορολογίας ως εκ των υστέρων βεβαίωσης Τελωνειακής και άλλης Τελωνειακής Οφειλής αρ. 250/08 για €5.181,00 και χρηματική επιβάρυνση €518,00 πλέον 8% τόκο ετησίως που φαίνεται στην επιστολή των καθ’ ων η αίτηση ημερ. 18.4.2008 Παράρτημα Γ είναι λανθασμένη, παράνομη, άκυρη και/ή χωρίς νομικό αποτέλεσμα.

(δ) Απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία να ακυρώνεται η ως άνω απόφαση.»

Γεγονότα

Η αιτήτρια είναι δημόσια εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, που [*830]ασχολείται μεταξύ άλλων, με την εισαγωγή και εμπορία πετρελαιοειδών.

Στα πλαίσια των πιο πάνω δραστηριοτήτων της, κατά τον ουσιώδη χρόνο της παρούσας διαδικασίας, εισήξε, σε τρεις διαφορετικές ημερομηνίας, (ήτοι στις 24.1.2008, 1.3.2008 και 10.4.2008), πετρελαιοειδή, τα οποία και δήλωσε στο Τελωνείο Λάρνακας, υποβάλλοντας ισάριθμα δηλωτικά φορτίου σύμφωνα με τα Άρθρα 15 και 16 του περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου του 2004, (Ν.94(1)/04 όπως τροποποιήθηκε). Σ’ αυτά καταγράφονταν οι ποσότητες που μεταφέρθηκαν στη Δημοκρατία και/ή οι ποσότητες που αναμένονταν να εκφορτωθούν στις δεξαμενές υγρών καυσίμων στεριάς τις οποίες διαχειρίζεται η αιτήτρια. Τα συγκεκριμένα δηλωτικά επισυνάπτονται ως Παραρτήματα Α1, Β1 και Γ1 στην Ένσταση, καθένα δε από αυτά αντιστοιχεί σε καθεμιά από τις προαναφερόμενες ημερομηνίες εισαγωγής με τη σειρά που αυτές παρατέθηκαν. Μετά την εκφόρτωση, οι σχετικές καταμετρήσεις που διενεργήθηκαν από υπαλλήλους της αιτήτριας, στην παρουσία τελωνειακού λειτουργού, κατέδειξαν, αφού λήφθηκε υπόψη και η χωρητικότητα του αγωγού θαλάσσης, ότι παραλήφθηκαν μικρότερες ποσότητες από εκείνες που είχαν δηλωθεί με αποτέλεσμα να καταγράφονται τα ακόλουθα ελλείμματα.

Το Τμήμα Τελωνείων, θεωρώντας ότι τα εν λόγω ελλείμματα δεν οφείλονταν σε τυχαίο περιστατικό ή ανωτέρω βία, τα έκρινε ως φορολογητέα και απέστιλε στην αιτήτρια τις τρεις επίδικες εκ των υστέρων βεβαιώσεις Τελωνειακής και άλλης Τελωνειακής Οφειλής (Παρ. Α, Β και Γ στην Ένσταση), οι οποίες και προσβάλλονται με την παρούσα προσφυγή. Ουσιαστικά, το Τμήμα Τελωνείων διεκδίκησε με τις προσβαλλόμενες αποφάσεις, τους αναλογούντες φόρους κατανάλωσης επί των ποσοτήτων που ελλείπουν, αφού προηγουμένως αποδέχθηκε ως δικαιολογημένες υπό τις περιστάσεις, απώλειες (φύρες) τις ποσότητες που δικαιολογούνται στη βάση της Κ.Δ.Π. 181/06, και επί παντός αδικαιολόγητου ελλείμματος, υπολόγισε και/ή βεβαίωσε εκ των υστέρων ξεχωριστά για κάθε εισαγωγή κάθε οφειλόμενο φόρο κατανάλωσης, επιβάλλοντας επιπλέον χρηματική επιβάρυνση 10%, πλέον τόκο προς 8% ετησίως από την ημερομηνία γένεσης της οφειλής δυνάμει των εδαφίων (1) και (2) αντίστοιχα, του Άρθρου 23 του περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμου του 2004, (Ν.91(1)/04 όπως τροποποιήθηκε).

Επισημαίνεται ότι η αιτήτρια προτού καταχωρήσει την παρούσα προσφυγή κατέβαλε τις πιο πάνω οφειλές υπό διαμαρτυρία.

[*831]Προδικαστικές Ενστάσεις

Οι καθ’ ων η αίτηση, με την ένστασή τους και στη συνέχεια με τη γραπτή τους αγόρευση, προβάλλουν δύο προδικαστικές ενστάσεις. Θέτουν κατ’ αρχήν ζήτημα έλλειψης συνάφειας των πράξεων που προσβάλλονται και κατά δεύτερο ισχυρίζονται ότι το μέρος των επίδικων αποφάσεων που αφορά στην επιβολή της χρηματικής επιβάρυνσης και του τόκου δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη.

Σ’ ό,τι αφορά την πρώτη προδικαστική ένσταση, είναι η θέση τους, πως η αιτήτρια εμποδίζεται από του να προχωρήσει εναντίον και τριών προσβαλλομένων πράξεων γιατί οι εν λόγω πράξεις δεν είναι συναφείς. Οι διαδικασίες που οδήγησαν σ’ αυτές, υποστηρίζουν, ήταν διαφορετικές, όπως διαφορετικά ήταν και τα πραγματικά περιστατικά πάνω στα οποία η καθεμιά τους βασίστηκε. Η αιτήτρια απορρίπτει την πιο πάνω θέση και ισχυρίζεται ότι συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις της συνάφειας γιατί και οι τρεις αποφάσεις εκδόθηκαν από το ίδιο διοικητικό όργανο, αφορούν επιβολή φορολογιών σε πετρελαιοειδή για τον ίδιο λόγο, ήτοι οι ποσότητες που διαπιστώθηκε ότι παραλήφθηκαν ήταν λιγότερες από τις ποσότητες που καταγράφηκαν στα υποβληθέντα δηλωτικά φορτίου και απευθύνονται στο ίδιο πρόσωπο.

Το ερώτημα πότε επιτρέπεται η προσβολή πλειόνων της μιας πράξεων με την ίδια προσφυγή απαντήθηκε, μεταξύ άλλων, στην υπόθεση Χριστοφίδης κ.ά. v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 766, όπου αναλύεται εκτενώς και η νομολογία του Ελληνικού Συμβουλίου της Επικρατείας.

Επιτρέπεται η περίληψη στο ίδιο δικόγραφο περισσοτέρων της μιας πράξεων, όταν όλες οι προσβαλλόμενες πράξεις είναι συναφείς, διότι λ.χ. η μια πράξη αποτελεί προϋπόθεση της άλλης ή όταν προσβάλλονται περισσότερες πράξεις οι οποίες όλες αφορούν τον αιτούντα, βασίζονται στις ίδιες διατάξεις του νόμου, φέρουν ταυτόσημη αιτιολογία και εκδόθηκαν από το ίδιο όργανο και κατά την ίδια διοικητική διαδικασία (βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-1959, σελ. 274).

Αντίθετα, προσβολή με το ίδιο δικόγραφο δύο αυτοτελών διοικητικών πράξεων που δεν έχουν την πιο πάνω σχέση, ούτε συναποτελούν σύνθετη διοικητική ενέργεια, είναι απαράδεκτη  (Τσάτσος «Η Αίτησις Ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας», έκδοση τρίτη, σελ. 357-358).

[*832]Σύμφωνα με την ελληνική νομολογία υπάρχει έλλειψη συνάφειας μεταξύ δύο πράξεων εφ’ όσον αυτές αφορούν σε διαφορα θέματα και βασίζονται επί ιδίας και αυτοτελούς βάσης (Στ.Ε 1888/65) ή είναι πράξεις που εκδόθηκαν από διάφορα όργανα και έχουν ίδιο και αυτοτελές αντικείμενο η καθεμιά (ΣτΕ 1433/62 και 302/63), ή είναι πράξεις που βασίζονται σε διάφορα πραγματικά περιστατικά και επί διαφορετικής νομικής βάσης (Στ.Ε 1869/62 και 2065/63). Η δική μας νομολογία έχει ακολουθήσει στο σημείο αυτό την ελληνική (βλ. μεταξύ άλλων Συμεωνίδου κ.ά. v. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 258 και Μισιρλής v. Δημοκρατίας (Aρ. 1) (1995) 3 Α.Α.Δ. 379). Όταν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της συνάφειας, η προσφυγή θεωρείται ως παραδεκτή μόνο ως προς την πρώτη των προσβαλλομένων πράξεων, χωρεί όμως πάντοτε χωρισμός δικογράφου (Χριστοδούλου κ.ά. v. Νεοφύτου κ.ά. (2001) 3(Α) Α.Α.Δ. 576 και Κιττής κ.ά. v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 734).

Κατά την άποψη μου, στην παρούσα υπόθεση οι προσβαλλόμενες πράξεις δεν είναι συναφείς. Λήφθηκαν σε τρεις ξεχωριστές διαδικασίες, φέρουν διαφορετική ημερομηνία έκδοσης η καθεμιά και βασίζονται σε διαφορετικά πραγματικά περιστατικά. Πιο συγκεκριμένα η θεραπεία (α) της προσφυγής αφορά τη Βεβαίωση Οφειλής 98/08 σχετικά με εμπόρευμα που αφίχθηκε με το πλοίο Dindi.  Η θεραπεία (β) Βεβαίωση Φόρου 192/08 αφορά εμπόρευμα που έφθασε με το πλοίο “Katerina M” και η θεραπεία (γ) Βεβαίωση Οφειλής 250/08 αφορά εμπόρευμα που έφθασε με το πλοίο «Masalia”. Οι εν λόγω βεβαιώσεις είναι ανεξάρτητες μεταξύ τους αφού δεν αποτελούν προϋπόθεση η μια της άλλης. Μπορεί να εκδόθηκαν από το ίδιο όργανο, και να αφορούν τους αιτητές, αλλά δεν εκδόθηκαν κατά την ίδια διαδικασία. Συνεπώς, με βάση τα πιο πάνω, η προσφυγή κατά των εκ των υστέρων βεβαιώσεων Τελωνειακής και άλλης Τελωνειακής Οφειλής με αρ. 192/08 και 250/08 αντίστοιχα (Παραρτήματα Β και Γ της Ένστασης και θεραπείες (β) και (γ) της προσφυγής), είναι απαράδεκτη και δεν μπορεί να εξεταστεί. Συνέπεια είναι να διαταχθεί ο χωρισμός δικογράφου. Παραμένει ως μόνη έγκυρη η προσφυγή κατά της εκ των υστέρων βεβαίωσης Τελωνειακής και Άλλης Τελωνειακής Οφειλής με αρ. 98/08 (Παράρτημα Α της Ένστασης και θεραπεία (α) της προσφυγής), της οποίας η νομιμότητα θα εξεταστεί στη συνέχεια. Ως εκ τούτου η δεύτερη προδικαστική ένσταση που προβάλλουν οι καθ’ ων η αίτηση θα εξεταστεί μόνο σε σχέση με την προαναφερόμενη βεβαίωση υπ’ αρ. 98/08.

Όπως έχει ήδη λεχθεί, η συγκεκριμένη προδικαστική ένσταση αφορά μόνο μέρος της επίδικης απόφασης. Αυτό δηλαδή που ανα[*833]φέρεται στην επιβολή της χρηματικής επιβάρυνσης και του τόκου, επιβολή, που όπως εισηγούνται οι καθ’ ων η αίτηση, δε συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη, αφού προβλέπεται απευθείας από το Νόμο και δεν εξαρτάται από τη βούληση των καθ’ ων η αίτηση.

Η ίδια προδικαστική ένσταση εξετάστηκε από το παρόν δικαστήριο και απορρίφθηκε στην P.P. Body Art Gym Ltd v. Δημοκρατίας (2009) 4 Α.Α.Δ. 577, από την οποία και παραθέτω το εξής απόσπασμα:

«Η ευπαίδευτη δικηγόρος των καθ’ ων η αίτηση ήγειρε προδικαστική ένσταση ότι το μέρος της προσβαλλόμενης με την παρούσα προσφυγή απόφασης για επιβολή χρηματικής επιβάρυνσης, πλέον τόκο, δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη, αφού η επιβάρυνση και ο τόκος προβλέπονται απευθείας από το Νόμο και δεν εξαρτώνται από τη βούληση των καθ’ ων η αίτηση. Επίσης αναφέρει ότι οι αιτητές δεν έχουν καταδείξει οιονδήποτε βάσιμο λόγο που να δικαιολογεί επέμβαση του δικαστηρίου στην κρίση του αποφασίζοντος οργάνου.

Αναφορικά με την προδικαστική ένσταση που αφορά μόνο  μέρος του αιτητικού, παρόλο ότι η επιβολή χρηματικής επιβάρυνσης και τόκου προβλέπονται από τον ίδιο το Νόμο (Άρθρο 52 του Ν. 94(Ι)/2004), ενόψει του ότι αυτά συνδέονται με το οφειλόμενο ποσό φόρου την επιβολή του οποίου οι αιτητές επίσης αμφισβητούν, κρίνω ότι η προδικαστική ένσταση δεν ευσταθεί. Θα ευσταθούσε αν οι αιτητές δέχονταν ως ορθή την επιβολή του ποσού του φόρου και προσέβαλλαν μόνο την απαίτηση για χρηματική ποινή και τόκους. Η υπόθεση Χάρης Αργυρού Λτδ v. Διευθυντρίας Τελωνείων κ.ά., Υπόθ. Αρ. 1227/07, ημερ. 2.12.08, που επικαλούνται οι αιτητές, όπως και η δική μου απόφαση στην υπόθεση Lavar Shipping Co. Ltd. v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 978/07, ημερ. 27.4.09, είναι σχετικές. Έτσι προχωρώ στην ουσία της προσφυγής.»

Τα πιο πάνω τυγχάνουν εφαρμογής και στην παρούσα, με τη μόνη διαφορά ότι στην προκείμενη περίπτωση το άρθρο του νόμου που προβλέπει την επιβολή της επιβληθείσας χρηματικής επιβάρυνσης και τόκου αντίστοιχα, είναι το Άρθρο 23 του περί Φόρου Καταναλώσεως Νόμου του 2004 (Ν. 91(1)/2004). Προχωρώ λοιπόν να εξετάσω την ουσία της υπόθεσης για τη θεραπεία (α).

Νομικοί Ισχυρισμοί

Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της αιτήτριας με τη γραπτή τους αγό[*834]ρευση προωθούν τους εξής ουσιαστικά λόγους ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης: (α) Η διάταξη που αφορά στην επιβολή ειδικού φόρου κατανάλωσης δηλαδή το Άρθρο 13(1)(α)(ι) - (β) και (γ) του Ν. 91(1)/04 και η δυνάμει αυτού εκδοθείσα Κ.Δ.Π. 181/06 αντίκεινται στα Άρθρα 23(1) και 24 του Συντάγματος. (β) Δεν μπορεί να τίθεται θέμα επιβολής φόρου κατανάλωσης σε προϊόντα που δεν έχουν καταναλωθεί, όπως είναι παρούσα περίπτωση. (γ) Οι απώλειες που διαπιστώθηκαν οφείλονται σε τυχαίο περιστατικό ή ανωτέρα βία. (δ) Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα μη δέουσας έρευνας. (ε)  Η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι ορθή γιατί δεν αναφέρει όλες τις διατάξεις της νομοθεσίας επί των οποίων βασίστηκαν οι καθ’ ων η αίτηση για να επιβάλουν τη σχετική φορολογία.

Εξέταση Νομικών Ισχυρισμών

Κατά την άποψη μου, ο λόγος ακύρωσης (α) περί αντισυνταγματικότητας του Άρθρου 13(1)(α)(ι)-(β) και (γ) του Ν. 91(1)/04 καθώς και της δυνάμει αυτού εκδοθείσας Κ.Δ.Π. 181/06, δεν μπορεί να εξεταστεί. Όπως ορθά παρατηρείται από τους καθ’ ων η αίτηση, ο συγκεκριμένος ισχυρισμός εκτίθεται ακροθιγώς στην αίτηση ακύρωσης και σίγουρα χωρίς την απαραίτητη εξειδίκευση που η νομολογία επιτάσσει. Στην υπόθεση Δημοκρατία v. Κουκκουρή κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, αποφασίστηκε ότι η αντισυνταγματικότητα νόμου συνιστά νομικό θέμα ιδιάζουσας σημασίας και σπουδαιότητας, το οποίο πρέπει να προσδιορίζεται επακριβώς στα δικόγραφα.  Είναι η άποψη μου πως στην προκείμενη περίπτωση η γενικότητα του πρώτου νομικού σημείου της αίτησης και ο τρόπος διατύπωσης του, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ανταποκρίνεται στα όσα αποφασίστηκαν στη Δημοκρατία v. Κουκκουρή κ.ά. (ανωτέρω).

Να τι ακριβώς ανέφερε η αιτήτρια στην αίτηση της ως μέρος των νομικών σημείων:

«Η προσβαλλόμενη απόφαση ή/και ενέργειες ενδιάμεσες ή/και προπαρασκευαστικές αυτής εξεδόθησαν κατά προφανή παράβαση του Συντάγματος, της σχετικής Νομοθεσίας τωνοδηγιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των δυνάμει τούτων εκδοθέντων κανονισμών ως επίσης και των κανονισμών των καθορισθέντων από πλευράς των καθ’ ων η αίτηση.»

Εισηγείται περαιτέρω η αιτήτρια, με τον υπό (δ) πιο πάνω λόγο ακύρωσης περί έλλειψης δέουσας έρευνας, ότι οι καθ’ ων η αίτηση παρέλειψαν εν προκειμένω να διερευνήσουν αν τα ελλείμματα οφείλονται πράγματι σε ένα από τους αναφερόμενους στο Άρθρο 13(1)(α) [*835]λόγους, και αντ’ αυτού εξέλαβαν ως δεδομένο ότι αυτά δεν οφείλοντο σε τυχαίο περιστατικό ή ανώτερη βία και προχώρησαν άνευ ετέρου στην επιβολή φόρου. Η Δημοκρατία εισηγείται ότι έλαβε δεόντως υπόψη όλα τα στοιχεία που ευρίσκοντο ενώπιον της κατά τον ουσιώδη χρόνο πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, καθώς και ότι το βάρος απόδειξης ότι η περίπτωση εμπίπτει στα πλαίσια του Άρθρου 13(1)(α) είναι στην αιτήτρια. Θα συμφωνήσω πως το υπό αναφορά άρθρο θέτει το βάρος απόδειξης στην αιτήτρια. Στην εξεταζόμενη περίπτωση όμως, όπως προκύπτει από τα ενώπιον του δικαστηρίου στοιχεία, υπάρχουν τα εξής προβλήματα σε σχέση με το έντυπο Τελ. 168, την έκθεση δηλαδή παραλαβής και ελλειμμάτων που η Δημοκρατία ισχυρίζεται ότι απέστειλε στην αιτήτρια καλώντας της να δώσει εξηγήσεις για το παρουσιασθέν έλλειμμα.

Στο φάκελο που έχει κατατεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου ως τεκμ. 1 το συγκεκριμένο έντυπο δεν έχει ως αποδέκτη την αιτήτρια εταιρεία αλλά μια άλλη νομική επωνυμία (Αδελφοί Λευκαρίτη). Όταν δε η αιτήτρια αμφισβήτησε με τη γραπτή της αγόρευση αλλά και με την απαντητική της αγόρευση την παραλαβή του εν λόγω εντύπου, η Δημοκρατία επισύναψε στη γραπτή της αγόρευση ως συνημμένο 2 ακόμα ένα έντυπο 168 που απευθύνεται μεν στην αιτήτρια, και τα υπόλοιπα στοιχεία του δείχνουν να αφορούν την επίδικη εισαγωγή ημερ. 24/1/08, σ’ αυτό όμως αναγράφεται λάθος όνομα πλοίου (M/T PETROLΙΝΑ) και λανθασμένο όνομα προέλευσης πλοίου.

Κατά την άποψη μου όλα τα πιο πάνω δημιουργούν αναμφίβολα δυσπιστία κατά πόσο πράγματι η αιτήτρια κλήθηκε να δώσει εξηγήσεις για το παρουσιασθέν έλλειμμα. Προκύπτει επίσης ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε χωρίς τη δέουσα έρευνα.  Επομένως δεν καθίσταται αναγκαία η εξέταση των υπόλοιπων λόγων ακύρωσης που προβάλλονται.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με €1.200 έξοδα υπέρ της αιτήτριας και εναντίον των καθ’ ων η αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται σύμφωνα με το Άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.

Αναφορικά με τις θεραπείες (β) και (γ) διατάσσεται ο χωρισμός δικογράφου. Οι προσφυγές που θα προκύψουν λόγω του διαχωρισμού να καταχωρηθούν σε 30 μέρες από σήμερα και θα θεωρούνται ως εμπρόθεσμα καταχωρημένες.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο