Ευαγγέλου Μιχάλης ν. Δημοκρατίας της Κύπρου και άλλου (2009) 4 ΑΑΔ 836

(2009) 4 ΑΑΔ 836

[*836]

9 Οκτωβρίου, 2009

[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΜΙΧΑΛΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ,

Αιτητής,

v.

1. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

2. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ

    ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ (ΑΡΧΗΓΕΙΟ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ),

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 286/2006)

 

Άδεια Οδήγησης ― Ο περί Άδειας Οδήγησης Νόμος του 2001 (Ν.94(Ι)/01) ― Άρθρο 40(1)(β) ― Καθορισμός της εξουσίας για αναστολή ή ακύρωση άδειας οδήγησης ― Ερμηνεία σε συνδυασμό με τον περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμο του 1972 (Ν.86/72), τον περί Μεταβιβάσεως Αρμοδιοτήτων ως προς Χερσαίας Μεταφοράς Νόμο του 1975 (Ν.27/75) και την σχετική δευτερογενή νομοθεσία ― Την αρμοδιότητα για ακύρωση αδειών οδήγησης έχουν μόνον ο Αρχηγός της Αστυνομίας και ο Λειτουργός Τροχαίας και Μεταφορών της Αστυνομίας ― Παράβαση αρμοδιότητας διαπιστώθηκε στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις.

Ο αιτητής προσέφυγε κατά της απόφασης του Αστυνομικού Διευθυντή Τμήματος «Β» του Αρχηγείου Αστυνομίας, με την οποία ακυρώθηκε η άδεια οδήγησής του.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

Σύμφωνα με το σχετικό νομικό πλαίσιο την ιδιότητα του Αναπληρωτή Εφόρου Χερσαίων Μεταφορών και, συνεπακόλουθα, την αρμοδιότητα για ακύρωση αδειών οδήγησης έχουν μόνο ο Αρχηγός της Αστυνομίας και ο Λειτουργός Τροχαίας και Μεταφορών της Αστυνομίας.  Ο Αστυνομικός Διευθυντής Τμήματος "Β" που ενήργησε εν προ[*837]κειμένω, δεν προκύπτει, να ήταν αρμόδιος και, συνεπώς, η προσβαλλόμενη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί ως αναρμοδίως ληφθείσα.

Η προσφυγή επέτυχε με έξοδα.

Προσφυγή.

Χρ. Χατζηστερκώτης, για τον Αιτητή.

Ζ. Κυριακίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ’ ων η Αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή, ο αιτητής αμφισβητεί τη νομιμότητα της απόφασης του Αστυνομικού Διευθυντή Τμήματος “Β” του Αρχηγείου Αστυνομίας, ημερομηνίας 17/11/2005, με την οποία ακυρώθηκε η ισχύς της άδειας οδήγησής του.

Σύμφωνα με τα γεγονότα, ο υπεύθυνος Τροχαίας Λεμεσού, με επιστολή του ημερομηνίας 8/3/2005, πληροφόρησε τον Αστυνομικό Διευθυντή Λεμεσού ότι ο αιτητής, στις 13/2/2005, ενώ οδηγούσε το μοτοποδήλατό του στη Λεωφόρο Σπύρου Κυπριανού, στη Λεμεσό, ενεπλάκη σε τροχαίο ατύχημα. Τον πληροφόρησε, επίσης, ότι το ατύχημα ήταν αποτέλεσμα επιληπτικού επεισοδίου του αιτητή και ζήτησε την επανεξέταση της κατάστασης της υγείας και της ικανότητάς του να οδηγεί μηχανοκίνητα οχήματα. Η εν λόγω επιστολή διαβιβάστηκε στο Αρχηγείο Αστυνομίας και παραλήφθηκε από Αστυνομικό Διευθυντή του Τμήματος “Β”, ο οποίος, υπό την ιδιότητα του Αναπληρωτή Εφόρου Χερσαίων Μεταφορών, ειδοποίησε, με επιστολή του ημερομηνίας 24/3/2005, τον αιτητή ότι είχε πρόθεση να αναστείλει την άδεια οδήγησής του και ότι αυτός είχε τη δυνατότητα να υποβάλει ένσταση με ιατρικό πιστοποιητικό εντός προθεσμίας δεκατεσσάρων ημερών. Ο αιτητής, μέσω του συνηγόρου του, απέστειλε γραπτή ένσταση, υποστηρίζοντας ότι δεν αντιμετωπίζει πρόβλημα υγείας το οποίο να τον καθιστά ανίκανο ή επικίνδυνο να οδηγεί μηχανοκίνητα οχήματα, επισυνάπτοντας προς τούτο ιατρικό πιστοποιητικό ειδικού νευρολόγου, ημερομηνίας 18/4/2005. Ο Αρχηγός της Αστυνομίας, στη συνέχεια, ζήτησε τη σύσταση Ιατροσυμβουλίου, με σκοπό την εξέταση του αιτητή και τη διαπίστωση κατά πόσο αυτός θεωρείται κατάλληλο πρόσωπο για να κατέχει άδεια οδήγησης, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα ελάχιστα επίπεδα σωματικών και διανοητικών ικανοτήτων - (Άρθρα 32 και 33 του περί Άδειας Οδήγησης Νόμου του 2001, (Ν. 94(Ι)/2001), (όπως έχει τροποποιηθεί), (ο «Νόμος»)).

[*838]Το τριμελές Ιατροσυμβούλιο, σε Έκθεσή του ημερομηνίας 19/10/2005, ανέφερε:-

«Θέμα: Μιχάλης Ευαγγέλου, Αρ. Ταυ.1049919

Αταλάντης 2, Άγιος Ιωάννης Λεμεσός

(Αρ.Φακ. Αρχ. Αστυνομίας 5836)

Ο πιο πάνω αναφερόμενος πάσχει από επιληψία, υπό αγωγή με αντιεπιληπτικά φάρμακα. Παρουσιάζει αραιές κρίσεις, η τελευταία το Φεβρουάριο 2005.

Παρουσιάζει επίσης προβλήματα συμπεριφοράς και ανωριμότητα χαρακτήρα. Το ιατροσυμβούλιο κρίνει ότι προς το παρόν δεν είναι ικανός να οδηγεί με ασφάλεια.

Συστήνεται επανεξέταση σε 2 χρόνια αφού προσκομίσει λεπτομερή ιατρική έκθεση από το θεράποντα ιατρό του.»

Στον αιτητή επιδόθηκε, στις 13/12/2005, επιστολή, το περιεχόμενο της οποίας έχει ως εξής:-

«Άδεια οδήγησης - Δ.Τ.1049919

Σε συνέχεια επιστολής μας με τα ίδια πιο πάνω στοιχεία, ημερομηνίας 17.5.05, σας πληροφορώ ότι κατόπιν αναφοράς του Ιατροσυμβουλίου Λεμεσού, που σας εξέτασε την 19.10.05, ότι δεν είστε ικανός να οδηγείτε μηχανοκίνητο όχημα και το οδήγημά σας αποτελεί κίνδυνο για τη δημοσία ασφάλεια, είμαι υποχρεωμένος να ακυρώσω την ισχύ της άδειας οδήγησης σας.

Γιαυτό με βάση τα Άρθρα 40(Ι)(β) και 40(4)(β) του περί Άδειας Οδήγησης Νόμου 94(Ι)/01, ακυρώνω την ισχύ της αδείας οδήγησης υπ’ αριθμό 1/1049919.

                                                   Mε τιμή,

                                                Θ. Αχιλλέως,

                                                Αστυνόμος Α΄

                                       Αστυν. Δ/ντής Τμήματος ‘Β’

                           Αναπλ. Έφορος Χερσαίων Μεταφορών»

Για ακύρωση της πιο πάνω απόφασης, ο αιτητής εγείρει διάφορους λόγους, στους οποίους περιλαμβάνονται έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας, παραβίαση του δικαιώματος ακρόασης και αναρμοδιότητα του οργάνου που την εξέδωσε.

[*839]Ως ζήτημα δημόσιας τάξης, προέχει η εξέταση του ισχυρισμού που αφορά στην αναρμοδιότητα του Αστυνομικού Διευθυντή του Τμήματος “Β”, ο οποίος υπέγραψε την επίδικη απόφαση, υπό την ιδιότητα του Αναπληρωτή Εφόρου Χερσαίων Μεταφορών. Αυτός, ισχυρίζεται ο αιτητής, ενήργησε αναρμόδια, αφού, κατά νόμο αρμόδιος, δεν ήταν άλλος από τον Αρχηγό της Αστυνομίας.

Η συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση, επικαλούμενη τα Άρθρα 2 και 40 του Νόμου και τα Άρθρα 2 και 3 του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου του 1972, (Ν. 86/72), (όπως τροποποιήθηκε), ως και την Α.Δ.Π. 1033/76, υποστηρίζει ότι το πρόσωπο που υπέγραψε την επίδικη επιστολή είναι αρμόδιο, λόγω της ιδιότητάς του ως Αναπληρωτής Έφορος Χερσαίων Μεταφορών.

Στο Άρθρο 40(1)(β) του Νόμου καθορίζεται η εξουσία του Εφόρου για αναστολή ή ακύρωση άδειας οδήγησης, όταν ο ίδιος κρίνει ότι υφίσταται κίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια:-

«40.- (1) Ο Έφορος μπορεί, τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου, με σχετική αιτιολογημένη απόφαση του, να αναστείλει για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα ή να ακυρώσει την ισχύ οποιασδήποτε άδειας οδήγησης ή άδειας οδήγησης μαθητευομένου, ή να απορρίψει αίτηση για έκδοση άδειας οδήγησης ή άδειας οδήγησης μαθητευομένου, σε περίπτωση κατά την οποία

........................................................................................................

(β) κρίνεται από τον Έφορο ότι θα ήταν επικίνδυνο για τη δημόσια ασφάλεια να χορηγηθεί ή να παραμείνει σε ισχύ τέτοια άδεια·»

Στις ερμηνευτικές διατάξεις του Άρθρου 2 του Νόμου ορίζεται ότι:-

«‘Έφορος’ σημαίνει τον Έφορο που διορίζεται δυνάμει των διατάξεων του Άρθρου 3 του Νόμου περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως·»

Σύμφωνα με το Άρθρο 3 του Ν. 86/72, στο οποίο παραπέμπει το πιο πάνω Άρθρο του Νόμου:-

«3. Το Υπουργικόν Συμβούλιον ορίζει Έφορον Μηχανοκινήτων Οχημάτων διά την εφαρμογήν των διατάξεων του παρόντος Νόμου και των δυνάμει τούτου εκδιδομένων Κανονισμών, καθ’ όσον αφορά εις την εγγραφήν μηχανοκινήτων οχημάτων, την έκ[*840]δοσιν αδειών κυκλοφορίας μηχανοκινήτων οχημάτων και οδηγήσεως, την επιθεώρησιν μηχανοκινήτων οχημάτων, προς τούτοις δε οιανδήποτε ετέραν διά του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει τούτου εκδιδομένων Κανονισμών ανατιθεμένην αυτώ αρμοδιότητα. Περαιτέρω ο Έφορος δύναται να εκδίδει διατάγματα για τον καθορισμό των τεχνικών προδιαγραφών των συσκευών περιορισμού της ταχύτητας και τον καθορισμό της μέγιστης ταχύτητας κυκλοφορίας οχημάτων τα οποία προορίζονται αποκλειστικά για τη μεταφορά επικίνδυνων φορτίων.»

Στις ερμηνευτικές διατάξεις του Άρθρου 2 του Ν. 86/72, η έννοια του όρου «Έφορος» καθορίζεται ως ακολούθως:-

«‘Έφορος’ σημαίνει τον δυνάμει του Άρθρου 3 διοριζόμενον Έφορον Μηχανοκινήτων Οχημάτων, και περιλαμβάνει οιονδήποτε Αναπληρωτήν Έφορον ή έτερον λειτουργόν δεόντως εξουσιοδοτηθέντα υπ’ αυτού δι’ άπαντας ή τινα των σκοπών του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει τούτου εκδιδομένων Κανονισμών·»

Την 1/8/1976, τέθηκε σε ισχύ ο περί Μεταβιβάσεως Αρμοδιοτήτων ως προς Χερσαίας Μεταφοράς Νόμος του 1975, (Ν. 27/75), με τον οποίο οι πιο πάνω αρμοδιότητες του Εφόρου Μηχανοκινήτων Οχημάτων μεταβιβάστηκαν στον «Έφορο Χερσαίων Μεταφορών», ενώ δόθηκε η δυνατότητα διορισμού Αναπληρωτή και Βοηθού Αναπληρωτή Εφόρου Χερσαίων Μεταφορών για περαιτέρω μεταβίβαση αρμοδιοτήτων.

Οι σχετικές πρόνοιες του Ν. 27/75 περιλαμβάνονται στα Άρθρα 2 και 3, ως ακολούθως:-

«2. Εν τω παρόντι Νόμω -

‘Έφορος Χερσαίων Μεταφορών’ ή ‘Έφορος’ σημαίνει τον Υπουργόν Συγκοινωνιών και Έργων, περιλαμβάνει δε τον Αναπληρωτήν Έφορον και Βοηθόν Αναπληρωτήν Έφορον οριζόμενον δυνάμει του εδαφίου (2) του Άρθρου 3 του παρόντος Νόμου. 

3.-(1) Αι κάτωθι αναφερόμεναι αρμοδιότητες μεταβιβάζονται και θα ασκώνται υπό του Εφόρου Χερσαίων Μεταφορών, ήτοι:

(α) αι προβλεπόμεναι υπό του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου του 1972, ή υφ’ οιουδήποτε ετέρου Νόμου τροποποιούντος ή αντικαθιστώντος τού[*841]τον και των δυνάμει τούτου εκδιδομένων Κανονισμών·

........................................................................................................

(2) Ο Έφορος δύναται να ορίση οιονδήποτε πρόσωπον ως Αναπληρωτήν Έφορον ή Βοηθόν Αναπληρωτήν Έφορον και να μεταβιβάση εις τοιούτον πρόσωπον οιασδήποτε των δυνάμει του παρόντος Νόμου αρμοδιοτήτων αυτού.»

Δυνάμει του πιο πάνω Άρθρου 3(2) του Ν. 27/75, ο Υπουργός Συγκοινωνιών και Έργων, με τις Α.Δ.Π. 1033/76 και 1034/76, προέβη σε ορισμούς Αναπληρωτών Εφόρων και Βοηθών Αναπληρωτών Εφόρων, για την άσκηση καθορισμένων για κάθε περίπτωση αρμοδιοτήτων. Συγκεκριμένα, με την Α.Δ.Π. 1033/76, ορίστηκαν ως Αναπληρωτές Έφοροι ο Αρχηγός Αστυνομίας και ο Λειτουργός Τροχαίας και Μεταφορών της Αστυνομίας, για την άσκηση, μεταξύ άλλων, αρμοδιοτήτων σχετικών με την ακύρωση, αναστολή, κ.λ.π. αδειών οδήγησης. Επιπρόσθετα, με την Α.Δ.Π. 1034/76, ορίστηκαν οι Αστυνομικοί Διευθυντές Επαρχιών ως Βοηθοί Αναπληρωτές Έφοροι, για άσκηση καθορισμένων αρμοδιοτήτων, που προβλέπονται στους σχετικούς Κανονισμούς, στις οποίες, όμως, δεν περιλαμβάνεται η αρμοδιότητα ακύρωσης ή αναστολής αδειών οδήγησης.

Κατά το στάδιο των διευκρινίσεων, η συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση υποστήριξε ότι ο Αστυνομικός Διευθυντής του Τμήματος “Β”, ο οποίος υπογράφει την επίδικη απόφαση, είναι ο Λειτουργός Τροχαίας και Μεταφορών της Αστυνομίας, χωρίς, όμως, να είναι σε θέση να τεκμηριώσει τον ισχυρισμό της με επίσημο υπηρεσιακό έγγραφο και, ως εκ τούτου, αυτός δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός. Σύμφωνα με το νομικό πλαίσιο που έχει παρατεθεί, την ιδιότητα του Αναπληρωτή Εφόρου Χερσαίων Μεταφορών και, συνεπακόλουθα, την αρμοδιότητα για ακύρωση αδειών οδήγησης έχουν μόνο ο Αρχηγός της Αστυνομίας και ο Λειτουργός Τροχαίας και Μεταφορών της Αστυνομίας. Ο Αστυνομικός Διευθυντής Τμήματος “Β”, δεν προκύπτει, με τα όσα έχουν τεθεί ενώπιόν μου, να ήταν αρμόδιος και, συνεπώς, η προσβαλλόμενη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί ως αναρμοδίως ληφθείσα.

Η προσφυγή επιτυγχάνει, με €1.000 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α, υπέρ του αιτητή.

Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται, σύμφωνα με το Άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο