Νestoras Hotels Ltd ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2009) 4 ΑΑΔ 914

(2009) 4 ΑΑΔ 914

[*914]22 Οκτωβρίου, 2009

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 23, 25, 26, 28 ΚΑΙ 146

ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΝΕSTORAS HOTELS LTD,

Aιτητές,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1. YΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ/ Ή

2. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 1576/2007)

 

Διοικητική Πράξη ― Εφαρμοστέο νομοθετικό καθεστώς κατά την έκδοσή της ειδικά όταν εκδίδεται συνεπεία επανεξέτασης ― Νομολογιακά πορίσματα και εφαρμογή τους στα γεγονότα της κριθείσας περίπτωσης.

Δεδικασμένο ― Δεδικασμένο από ακυρωτική απόφαση ― Περιστάσεις της δημιουργίας και της παραβίασής του στην κριθείσα περίπτωση.

Διοικητικό Δίκαιο ― Γενικές αρχές ― Αρχή της καλής πίστης της διοίκησης ― Περιστάσεις, υπό τις οποίες κρίθηκε ότι παραβιάστηκε στην εξετασθείσα υπόθεση.

Οι αιτητές αξίωσαν την ακύρωση της σχετικής με την οικοδομή τους απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

1. Η απόφαση ημερ. 19.6.2002, αφορούσε την αίτηση που υπεβλήθηκε το 2000. Επομένως, η επανεξέταση ορθά έγινε με βάση το καθεστώς που ίσχυε το 2002. Ως προς τον προσδιορισμό του χρόνου χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει στη Χ"Βασιλείου v. Δημοκρατίας, Υπόθεση Aρ. 320/05, ημερ. 27.7.2006. Επίσης στη Μουζούρης v. Δημοκρατίας , Υπόθεση Αρ. 1019/06, ημερ. 9.2.2006.

[*915]2.      Ως προς το εγειρόμενο θέμα του δεδικασμένου στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Κουτσουπίδη (2002) 3 Α.Α.Δ. 35, υιοθετήθηκαν οι σχετικές αρχές όπως είχαν παρατεθεί στην υπόθεση Κουτσουπίδης ν. Δημοκρατίας (1999) 4(Β) Α.Α.Δ. 891, η οποία παραπέμπει σε σχέση με το θέμα αυτό στους Halsburys Laws of England, 3rd ed., Vol. 15, p. 336.

    Με γνώμονα τα γεγονότα, όπως αυτά ίσχυαν το δοσμένο χρόνο λήψης της επίδικης απόφασης, κρίνεται ότι αυτή λήφθηκε κατά παράβαση του δεδικασμένου.

3. Η καλή πίστη, που πρέπει να διέπει πάντοτε τον τρόπο σκέψης και κατ’ επέκταση τη λειτουργία της διοίκησης στην προκείμενη περίπτωση, έχει παραβιαστεί. Η πολύχρονη ταλαιπωρία των αιτητών, που ξεκίνησε με την έγκριση του Συμβουλίου Βελτιώσεως Αγίας Νάπας, πριν από 18 χρόνια, επέβαλλε υποχρέωση στη διοίκηση να ενεργήσει διαφορετικά.

Η προσφυγή επέτυχε με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Χ"Βασιλείου v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 320/05, ημερ. 27.7.2006,

Μουζούρης v. Δημοκρατίας,  Υπόθ. Αρ. 1019/06, ημερ. 9.2.2006,

Δημοκρατία v. Κουτσουπίδη (2002) 3 Α.Α.Δ. 35,

Κουτσουπίδης v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 4(Β) Α.Α.Δ. 891,

Παπαδάτου v. Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου (1999) 3 Α.Α.Δ. 230.

Προσφυγή.

Α.Σ. Αγγελίδης, για τους Αιτητές.

Ελ. Κλεόπα (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ’ ων η αίτηση.

Cur. adv vult.

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Οι αιτητές, ως ιδιοκτήτες του τεμαχίου υπ΄αριθ 155 Φ.Σχ ΧLII.22.3.IV, τμήμα C στην Αγία Νάπα, εξασφαλίζοντας άδεια οικοδομής ημερ. 4.9.1990 προχώρησαν στην [*916]ανέγερση ξενοδοχειακής μονάδας. Το Συμβούλιο Βελτιώσεως Αγίας Νάπας αποφάσισε, για σκοπούς υπολογισμού του συντελεστή δόμησης να μην αφαιρεθεί από το εμβαδό του τεμαχίου το ποσοστό που επηρεαζόταν από το προτεινόμενο οδικό δίκτυο και το χώρο πρασίνου. Οι αιτητές, με βάση την πιο πάνω απόφαση προχώρησαν σε αύξηση των κοινοχρήστων χώρων της ξενοδοχειακής τους μονάδας χρησιμοποιώντας 400 τ.μ. πέραν του προβλεπομένου στην άδεια οικοδομής τους.

Στις 17.4.1991 οι αιτητές υπέβαλαν την πολεοδομική αίτηση ΑΝΧ/0093/91 για τη χορήγηση αδείας για τις προσθηκομετατροπές στην ανεγειρόμενη ξενοδοχειακή τους μονάδα. Με απόφαση της ημερ. 19.6.1991 η πολεοδομική αρχή απέρριψε την αίτηση.  Προβλήθηκαν ως λόγοι απόρριψης το γεγονός ότι ο επιτρεπόμενος συντελεστής δόμησης είχε ήδη υπερκαλυφθεί από την ανάπτυξη που είχε εγκριθεί με την άδεια οικοδομής και ότι οι προσθηκομετρατροπές συνιστούσαν αύξηση στο συντελεστή δόμησης, πέραν του επιτρεπομένου ποσοστού. Εναντίον της πιο πάνω απορριπτικής απόφασης οι αιτητές άσκησαν στις 6.7.1991 ιεραρχική προσφυγή και στις 21.1.1992 υπέβαλαν και αίτηση για χορήγηση αδείας κατά παρέκκλιση των προνοιών της δήλωσης πολιτικής. Το τελευταίο έγινε λαμβάνοντας υπόψη ότι η ανάπτυξη είχε ήδη συντελεστεί.

Το Υπουργικό Συμβούλιο σε συνεδρία του ημερ. 19.6.2002, αποφάσισε να εγκρίνει την αίτηση, θέτοντας ως όρο την αντιστάθμιση του επιπλέον συντελεστή δόμησης με μεταφορά συντελεστή από άλλο τεμάχιο γης, το οποίο θα έπρεπε να παραχωρηθεί στο δημόσιο. Εναντίον της απόφασης αυτής οι αιτητές καταχώρησαν στο Ανώτατο Δικαστήριο την προσφυγή υπ’ αριθμό 835/2002. Με σχετική απόφαση του ημερ. 23.4.2004 το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση. Παραθέτω πιο κάτω το σχετικό απόσπασμα:

«Όσον αφορά την ουσία της υπόθεσης λέγω ευθύς εξ αρχής ότι πρόκειται για περίπτωση κατά την οποία η διοίκηση ενήργησε με πλήρη έλλειψη καλής πίστης και ενάντια στις αρχές της χρηστής διοίκησης

………………………………………….

Δεν μπορεί η διοίκηση να επικαλείται τις δικές της παραλείψεις και σφάλματα για να θέτει τον διοικούμενο σε δυσμενέστερη θέση. Οι αιτητές έκαμαν την αίτηση τους έγκαιρα και υπό καθεστώς ευνοϊκό γι’ αυτούς βασισμένοι στην απόφαση του Συμβουλίου. Οι καθ’ ων η αίτηση με συνεχείς αναβολές καθυστέρησαν να λάβουν απόφαση για πέραν των δέκα ετών, υποχρεώνοντας μάλιστα τους αιτητές να υποβάλουν νέα αί[*917]τηση με βάση το νέο νομικό καθεστώς που δημιουργήθηκε. Οι καθ’ ων η αίτηση εξέδωσαν την επίδικη απόφαση χωρίς τη δέουσα έρευνα, χωρίς να λάβουν υπόψη τη δέσμευση του Συμβουλίου και ενεργώντας ενάντια στην αρχή της καλής πίστης. Η επίδικη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί.”

Το Συμβούλιο Μελέτης Παρεκκλίσεων προχώρησε, στη συνεδρία του ημερ. 16.5.2005, σε επανεξέταση της υπόθεσης. Αποφάσισε και πάλι να εισηγηθεί προς το Υπουργικό Συμβούλιο όπως η αίτηση εγκριθεί υπό όρους και αντισταθμιστικά μέτρα. Θεωρώ σημαντικό, για σκοπούς πληρέστερης εικόνας των δεδομένων της υπόθεσης να παραθέσω το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση του Συμβουλίου Μελέτης Παρεκκλίσεων, σε συνάρτηση με την απόφαση του Συμβουλίου Βελτιώσεως Αγίας Νάπας, την οποία το Δικαστήριο, στην ακυρωτική του απόφαση στην Προσφυγή υπ’ Αρ. 835/2002, σημείωσε ότι έπρεπε να ληφθεί υπόψη:

«Το Συμβούλιο Βελτιώσεως Αγίας Νάπας καμία εξουσία είχε μετά την 1.12.1990 ημερομηνία εφαρμογής του Περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου, να αποφασίζει οτιδήποτε αναφορικά με τους συντελεστές ανάπτυξης κάθε επιμέρους αίτηση, περιλαμβανομένου και του συντελεστή δόμησης, ο οποίος αποτελεί την επίμαχη παράμετρο στην αναφερόμενη υπόθεση. Κατά συνέπεια η απόφαση του Συμβουλίου Βελτιώσεως Αγίας Νάπας ημερομηνίας 03.05.1991 δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη στην απόφαση αναφορικά με την παρούσα αίτηση (ΑΜΧ/0234/2000) ή την προηγούμενη αίτηση (ΑΜΧ/0093/1991) για χορήγηση πολεοδομικής άδειας, αφού το εν λόγω Συμβούλιο όταν ελάμβανε την απόφαση αυτή ήταν αναρμόδιο, με βάση τον περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμο, να αποφασίσει για το συντελεστή δόμησης που έπρεπε να δοθεί στην ανάπτυξη»

Το Υπουργικό Συμβούλιο κατά τη συνεδρία του ημερ. 18.7.2007, αφού έλαβε υπόψη τις εισηγήσεις του Συμβουλίου Μελέτης Παρεκκλίσεων, αποφάσισε να εγκρίνει την αίτηση με όλους τους όρους, προϋποθέσεις και αντισταθμιστικά μετρά που εισηγήθηκε το Συμβούλιο Μελέτης Παρεκκλίσεων.

Με την παρούσα προσφυγή οι αιτητές επιδιώκουν ακύρωση της πιο πάνω απόφασης, αξιώνοντας:

«Α. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση ημερ. 24.9.2007 (παράρτημα Α) του καθ’ ου η αίτηση να μην ικανοποιήσει το αίτημα και/ή να μη συμμορφωθεί προς το ακυρωτικό αποτέλεσμα [*918](835/02 προσφυγή) και να χορηγήσει την αιτούμενη πολεοδομική άδεια ως η αίτηση με αρ. ΑΜΧ/0234/2000 ημερ. 17.11.2000, κατά παρέκκλιση των προνοιών της Δήλωσης Πολιτικής, για προσθηκομετρήσεις σε υφιστάμενη ξενοδοχειακή μονάδα στο τεμάχιο με αρ. 155, Φ/Σχ. XL 11/22. 3.IV, Τμήμα C, στην Αγία Νάπα, τουλάχιστον τώρα κατά την επανεξέταση, είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.»

Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως προβάλλεται η από πλευράς των καθ’ ων η αίτηση παραβίαση του δεδικασμένου. Ισχυρίζονται οι αιτητές ότι η επανεξέταση της αίτηση έπρεπε να γίνει με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά το 1991, όταν υπεβλήθηκε η αρχική αίτηση για μετατροπές στην οικοδομή τους.

Δεν συμφωνώ με την εισήγηση αυτή του αιτητή. Η απόφαση  ημερ. 19.6.2002, αφορούσε την αίτηση που υπεβλήθηκε το 2000. Επομένως, η επανεξέταση ορθά έγινε με βάση το καθεστώς που ίσχυε το 2002.

Ως προς τον προσδιορισμό του χρόνου χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει στη Χ"Βασιλείου v. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 320/04, ημερ. 27.7.2006, όπου λέχθηκε:

«Αναμφίβολα η αρμόδια αρχή, έπρεπε να επανεξετάσει την αίτηση για χορήγηση άδειας οικοδομής με βάση το πραγματικό και νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο που είχε εκδοθεί η ακυρωθείσα απόφαση και ο χρόνος αυτός ήταν η 14.3.2002 δηλαδή, η ημερομηνία λήψης της απόφασης που ακυρώθηκε.»

Επίσης στη Μουζούρης v. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 1019/06, ημερ. 9.2.2006, αναφέρεται ότι:

«Ισχυρίστηκε στη συνέχεια ο δικηγόρος του αιτητή ότι η αίτησή του κακώς εξετάστηκε με βάση το νομοθετικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο λήψης της απόφασης. Θα έπρεπε, όπως υπέβαλε, να εξεταστεί «με βάση τα δεδομένα της συμφωνίας» που είχε κάνει την 13.10.89 με το Συμβούλιο Βελτιώσεως Γερμασόγειας. Είναι η θέση του ότι οι προϋποθέσεις της απόφασης της Υπουργικής Επιτροπής της 3.3.2000 τέθηκαν παράνομα.

Μελετώντας τα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία διαπιστώνω ότι υπάρχει τήρηση της δέσμευσης που ανέλαβε το τότε Συμβούλιο Βελτιώσεως Γερμασόγειας όσο αφορά το θέμα υπολογισμού των συντελεστών ανάπτυξης.

[*919]Εν πάση περιπτώσει, κρίσιμο νομοθετικό καθεστώς είναι αυτό που ίσχυε κατά το χρόνο της έκδοσης της πράξης, στην εξεταζόμενη περίπτωση της ακυρωθείσας.»

Ως ενισχυτικό επιχείρημα της παράβασης του δεδικασμένου, οι αιτητές προβάλλουν την απουσία συνεκτίμησης, κατά το στάδιο λήψης απόφασης από το Συμβούλιο Μελέτης Παρεκκλίσεων, (16.5.2005) και συνακόλουθα του Υπουργικού (18.7.2007) Συμβουλίου, της γενομένης από το 19991 δέσμευσης του Συμβουλίου Βελτιώσεως Αγίας Νάπας.

Το Δικαστήριο στην απόφασή του ημερ. 23.4.2004 αναφέρει ότι:

«Οι καθ’ ων η αίτηση εξέδωσαν την επίδικη απόφαση χωρίς τη δέουσα έρευνα, χωρίς να λάβουν υπόψη τη δέσμευση του Συμβουλίου και ενεργώντας ενάντια στην αρχή της καλής πίστης».

Ο λόγος αυτός ακυρώσεως έχει έρεισμα. Υπαρχούσης της δικαστικής κρίσης, που δεν έχει με οποιοδήποτε τρόπο ανατραπεί, αφού, όπως είναι αποδεχτό δεν ασκήθηκε έφεση από τη Δημοκρατία, επέβαλλε υποχρέωση στο Συμβούλιο Μελέτης Παρεκκλίσεων, να την συμπεριλάβει στο σκεπτικό της προτού καταλήξει σε απόφαση και ταυτοχρόνως εισήγηση προς το Υπουργικό Συμβούλιο. Η απλή επίκληση αναρμοδιότητας από το Συμβούλιο της Αγίας Νάπας, δεν είναι αρκετό, ιδιαιτέρως όταν αποτελεί δεσμευτικό δικαστικό προηγούμενο, όπως αναλύθηκε πιο πάνω.

Ως προς το εγειρόμενο θέμα του δεδικασμένου στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Δημοκρατία v. Κουτσουπίδη (2002) 3 Α.Α.Δ. 35, υιοθετήθηκαν οι σχετικές αρχές όπως είχαν παρατεθεί στην υπόθεση Κουτσουπίδης v. Δημοκρατίας (1999) 4(B) A.A.Δ. 891, η οποία παραπέμπει σε σχέση με το θέμα αυτό στους Halsburys Laws of England, 3rd ed., Vol. 15, p. 336 (σε μετάφραση):

«Αποκλεισμός από δεδικασμένο (of record) ή ημιδεδικασμένο (quasi record) εγείρεται όταν ένα επίδικο γεγονός έχει αποφασιστεί δικαστικά με τελεσίδικο τρόπο σε δίκη μεταξύ των διαδίκων από ένα Δικαστήριο που είχε αποκλειστική ή συντρέχουσα δικαιοδοσία να επιληφθεί του θέματος, και το ίδιο γεγονός επανεμφανίζεται άμεσα σε μεταγενέστερη δίκη μεταξύ των ίδιων διαδίκων.»

Παράλληλα σε παλαιότερη απόφαση στην Παπαδάτου v. Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου (1999) 3 Α.Α.Δ. 230 τονίστηκε:

[*920]“Στην Παπαδόπουλος ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608, (απόφαση Νικήτα, Δ.), με αναφορά στις υποθέσεις Pieris v. Republic (1983) 3(Β) C.L.R. 1054 και Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1995) 3(Β) Α.Α.Δ. 349, υποδεικνύεται ότι οι αρχές που διέπουν το δεδικασμένο στο αστικό δίκαιο δεν αφίστανται εκείνων που ισχύουν για τη διοικητική δικαιοσύνη. Έχει, επίσης, γίνει αναφορά με επιδοκιμασία στο πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση του Πική, Π., στη Ραφτόπουλος v. Δημοκρατίας (1998) 4(Α) Α.Α.Δ. 7:

“Προϋπόθεση για τη γένεση δέσμευσης αποτελεί η κρίση επί της ουσίας της διαφοράς, αναγκαία για την επίλυση του επίδικου θέματος ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ...

Δέσμευση προκύπτει από τα ευρήματα του Δικαστηρίου ως προς τα ουσιώδη γεγονότα εκείνα στα οποία θεμελιώνεται η απόφασή του. Τα ευρήματα αυτά, τα οποία χαρακτηρίζονται ως τα λειτουργικά ευρήματα (operative findings), είναι εκείνα τα οποία επενεργούν στη γένεση της δέσμευσης και στοιχειοθετούν και δεσμεύουν το διοικητικό όργανο να τα λάβει ως δεδομένα κατά την επανεξέταση. Ευρήματα, παρεμφερή προς τα λειτουργικά ευρήματα, δεν δημιουργούν δέσμευση  υπέχει όμως υποχρέωση και σ’ εκείνη την περίπτωση η Διοίκηση να τα ακολουθήσει εκτός αν συντρέχουν βάσιμοι λόγοι περί του αντιθέτου οι οποίοι καταγράφονται στην απόφαση.”

Στο σύγγραμμα της Κοντογιώργα-Θεοχαροπούλου “Αι Συνέπειαι της Ακυρώσεως Διοικητικής Πράξεως έναντι της Διοικήσεως” (Ανατύπωση 1988), το θέμα τίθεται ως εξής, στη σελ. 50:

“Η δέσμευσις της Διοικήσεως όπως μη εκδώση δια το μέλλον πράξιν με το περιεχόμενον της ακυρωθείσης, ήτοι επαγομένην τα αυτά αποτελέσματα όπως και η ακυρωθείσα, δεν είναι απόλυτος. Διότι, ως γνωστόν, η ισχύς του δεδικασμένου, ακόμη και του ακυρωτικού, δεν καλύπτει παρά μόνον τα ζητήματα τα κριθέντα ήδη υπό του ακυρωτικού δικαστού. Ήτοι, καλύπτει μόνον το λόγον δια τον οποίον ηκυρώθη η πράξις. Δια τούτο εις την περίπτωσιν που εκδίδεται υπό της Διοικήσεως πράξις μετά από ακυρωτικήν απόφασιν, το εξεταστέον δια την εφαρμογήν του Άρθρου 50 του νόμου περί ΣτΕ εις την νέαν ακυρωτικήν δίκην είναι, εάν η πράξις αυτή αντιτίθεται προς την κρίσιν του ακυρωτικού δικαστού, εις το κριθέν ήδη παρ’ αυτού ζήτημα.”

(Βλ. και Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-59, σελ. 297:

[*921]“Προϋπόθεσιν της υπάρξεως δεδικασμένου συνιστά η ταυτότης των διαδίκων και της διαφοράς: 1533(56), 505(58).Υφίσταται δε η εν λόγω παράβασις και εν περιπτώσει ερμηνείας αποφάσεως δι’ ετέρας, εφ’ όσον αύτη άγει εις μεταβολήν του περιεχομένου της ερμηνευομένης: 159(38). Δεν προκύπτει όμως δεδικασμένον εφ’ όσον επί τινός ζητήματος δεν εξηνέχθη κυρία ή παρεμπίπτουσα ουσιαστική κρίσις: 284(39”).”

Με γνώμονα τα γεγονότα, όπως αυτά ίσχυαν το δοσμένο χρόνο λήψης της επίδικης απόφασης, βρίσκω ότι αυτή λήφθηκε κατά παράβαση του δεδικασμένου. Με δεδομένη την επιτυχία του λόγου αυτού ακυρώσεως δεν θα επεκταθώ στους άλλους λόγους ακυρώσεως που προβάλλονται.

Θεωρώ όμως αναγκαίο να τονίσω ότι η καλή πίστη, που πρέπει να διέπει πάντοτε τον τρόπο σκέψης και κατ’ επέκταση τη λειτουργία της διοίκησης στην προκείμενη περίπτωση, έχει παραβιαστεί. Η πολύχρονη ταλαιπωρία των αιτητών, που ξεκίνησε με την έγκριση του Συμβουλίου Βελτιώσεως Αγίας Νάπας, πριν από 18 χρόνια, επέβαλλε υποχρέωση στη διοίκηση να ενεργήσει διαφορετικά.

Η προσφυγή επιτυγχάνει. Η επίδικη απόφαση παραμερίζεται με βάση το Άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος. Ποσό €1.700 επιδικάζεται ως έξοδα υπέρ των αιτητών και εναντίον των καθ’ ων η αίτηση.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο