Μιχαηλίδου Χριστίνα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2009) 4 ΑΑΔ 929

(2009) 4 ΑΑΔ 929

[*929]22 Οκτωβρίου, 2009

[ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚA ΜΕ ΤΑ AΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤAΓΜΑΤΟΣ

ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ,

Αιτήτρια,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 1387/2008)

 

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Μεταθέσεις ― Νομολογιακά πορίσματα επί των μεταθέσεων δημοσίων υπαλλήλων και εφαρμογή τους στα γεγονότα της κριθείσας περίπτωσης.

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρώσεως ― Έλλειψη έρευνας και αιτιολογίας ― Δεν στοιχειοθετήθηκαν στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις.

Διοικητικό Όργανο ― Αρμοδιότητα ― Κατά πόσο καλύπτεται από το τεκμήριο της κανονικότητας η αναγραφή στην διοικητική απόφαση της φράσης «έχω οδηγίες».

Η αιτήτρια επεδίωξε την ακύρωση της μετάθεσής της κατά της οποίας είχε προβάλει ένσταση.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

1. Τόσο η έρευνα και συλλογή στοιχείων από την Επιτροπή και ακολούθως από τους καθ’ ων η αίτηση, υπήρξε πλήρης και επαρκής. Η επεξεργασία και αξιολόγηση των συλλεγέντων στοιχείων υπήρξε επίσης πλήρης και επαρκής, η δε δοθείσα αιτιολογία τόσο για τη διενέργεια των μεταθέσεων όσο και για το ποια πρόσωπα θα εμετακινούντο, ήταν πλήρης και προέκυπτε εμφανώς από τα συγκριτικά στοιχεία των επηρεαζόμενων υπαλλήλων και από τις δικές [*930]τους παραστάσεις στις οποίες προέβηκαν. Όχι αναπληρωματικά, αλλά επεξηγηματικά και συμπληρωματικά.

2. Δεν είναι ορθό ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση δεν υπάρχει επαρκής συγκεκριμενοποίηση του υπηρεσιακού σκοπού ο οποίος θα εξυπηρετείτο, ή ότι δεν φαίνεται με σαφήνεια ότι λήφθηκαν υπόψη οι προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις της αιτήτριας. Με σαφήνεια προκύπτει το συμπέρασμα από την όλη διαδικασία που ακολουθήθηκε, ότι και ο σκοπός εξειδικεύτηκε και αιτιολογήθηκε και οι περιστάσεις της αιτήτριας λήφθηκαν υπόψη. Λήφθηκαν υπόψη, αλλά κρίθηκαν υπό το φως του συνόλου των σχετικών παραγόντων ότι δεν ήσαν τέτοιες που να δικαιολογούσαν τη μη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης.

3. Όπως ρητά αναφέρεται στην επίδικη επιστολή, οι προτεινόμενες μεταθέσεις “συστήνονται και υποβάλλονται από την Αρμόδια Αρχή”, που σ’ αυτή την περίπτωση είναι το Υπουργείο Υγείας και είναι από το Υπουργείο Υγείας που παρουσιάζεται να προέρχεται η επιστολή. Υπογράφεται δε κατ’ εντολή και εκ μέρους του Γενικού Διευθυντή. Τεκμαίρεται έτσι τουλάχιστον ότι πράγματι η Πρόταση προέρχεται από την αρμόδια αρχή, ενώ τίποτε περί του αντιθέτου δεν έχει αποδειχθεί. Η διοίκηση, τεκμαίρεται πως λειτουργεί σύμφωνα με το Νόμο, εκτός όπου καθαρά αποδεικνύεται πως τούτο δε συμβαίνει. Και εδώ τίποτε δεν δείχνει πως κάτι τέτοιο δεν συνέβη.

Η προσφυγή απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Τσιακούρη v. Δημοκρατίας (1991) 4(Ε) Α.Α.Δ. 3946,

Ιωάννου v. Δημοκρατίας (1990) 3(Γ) Α.Α.Δ. 1919,

Φωκάς v. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 114,

Μαυρονύχη v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 801/1999, ημερ. 12.3.2001.

Προσφυγή.

Α. Σ. Αγγελίδης, για την Αιτήτρια.

Κ. Σταυρινός, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ’ ων η Αίτηση.

Cur. adv. vult.

[*931]ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Την απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, ημερομηνίας 6.8.2008, με την οποία αποφασίστηκε η μετάθεσή της από το παλαιό Νοσοκομείο Λεμεσού στο παλαιό Νοσοκομείο Λάρνακας, προσβάλλει με την παρούσα προσφυγή της η αιτήτρια, η οποία κατέχει τη θέση Ανώτερης Επισκέπτριας Υγείας.

Την πρόταση για τη μετάθεση της αιτήτριας και επτά άλλων Λειτουργών των Υπηρεσιών Επισκεπτών Υγείας είχε υποβάλει προς την Ε.Δ.Υ. στις 7.7.2008 ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Υγείας. Όπως αναγραφόταν στη γραπτή Πρόταση για Μετάθεση σε σχέση με την αιτήτρια:

“Η πρόταση για μετάθεση υποβάλλεται για ικανοποίηση αναγκών της Υπηρεσίας και παράλληλα για ικανοποίηση αιτήματος άλλου υπαλλήλου για μετάθεση από τη Λάρνακα, όπου υπηρέτησε πέραν των τριών ετών, στη Λεμεσό όπου είναι και η μόνιμη της κατοικία. Η υπάλληλος δεν συναινεί με τη σκοπούμενη μετάθεση.”

Στην επιστολή του Γενικού Διευθυντή της Υπηρεσίας Υγείας επισυναπτόταν και Πίνακας με τα υπηρεσιακά και οικογενειακά στοιχεία των επηρεαζομένων από τις μεταθέσεις, καθώς επίσης και, μεταξύ άλλων, και επιστολή της ίδιας της αιτήτριας στην οποία αυτή προέβαλλε τις παραστάσεις της και τους λόγους για τους οποίους δεν συναινούσε στην προτεινόμενη μετάθεσή της. Οι καθ’ ων η αίτηση (Ε.Δ.Υ.), σε συνεδρίασή τους ημερομηνίας 5.8.2008, εξέτασαν τις υποβληθείσες προτάσεις μεταθέσεων και στην περίπτωση της αιτήτριας έκριναν ότι οι ενστάσεις της δεν ήταν δικαιολογημένες, οπότε και έλαβαν την προσβαλλόμενη απόφαση για μετάθεσή της στη Λάρνακα.

Τυγχάνει ο γενικός ισχυρισμός της αιτήτριας ότι η Ε.Δ.Υ. κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασής της, είχε προχωρήσει με μια απαράδεκτη ομαδοποίηση, στην απόρριψη της ένστασης γενικά, αόριστα και συλλογικά για όλες τις Λειτουργούς και παρέλειψε να θίξει έστω τις προσωπικές περιστάσεις της αιτήτριας, τις οποίες όφειλε να σταθμίσει μεμονωμένα. Προς υποστήριξη και προώθηση της πιο πάνω βασικής της θέσης, η αιτήτρια προβάλλει διάφορους, συναφείς λόγους ακύρωσης, ήτοι:

α. Έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας - παράβαση ουσιώδους τύπου και νόμιμης διαδικασίας.

β. Παράβαση αρχών που διέπουν τα των μεταθέσεων δημο[*932]σίων λειτουργών.

γ. Έλλειψη δέουσας έρευνας - Πλάνη περί τα πράγματα.

δ. Ότι η πρόταση για μετάθεση δεν προήρχετο από αρμόδια αρχή.

Θα συνεξετάσω στη συνέχεια τον πρώτο και τρίτο λόγο ακύρωσης οι οποίοι, κατά την άποψή μου, προσφέρονται όπως εξετασθούν μαζί, ενόψει του ότι τόσο η γενόμενη διερεύνηση της περίπτωσης όσο και η απόληξή της και η δοθείσα γι’ αυτήν αιτιολογία έγιναν με βάση το σύνολο των στοιχείων τα οποία τέθηκαν ενώπιον των καθ’ ων η αίτηση.

Η κατ’ ισχυρισμό έλλειψη δέουσας έρευνας, πλάνη περί τα πράγματα και ανεπαρκής αιτιολογία.

Για να κριθεί το θέμα του κατά πόσο οι καθ’ ων η αίτηση προέβηκαν ή όχι σε δέουσα έρευνα και/ή ενήργησαν τελούντες υπό πλάνη περί τα πράγματα, είναι σημαντικό να διαπιστωθούν τρία σχετικά θέματα:

α.  Ποια στοιχεία είχαν τεθεί και βρίσκονταν ενώπιον των καθ’ ων η αίτηση κατά τη διεργασία λήψης της επίδικης απόφασης.

β.  Ποια ήσαν τα στοιχεία τα οποία έλαβαν υπόψη οι καθ’ ων η αίτηση για τη λήψη της απόφασης.

γ.  Κατά πόσο τα στοιχεία που λήφθηκαν υπόψη από τους καθ’ ων η αίτηση ήσαν επαρκή και ικανοποιητικά ή αντίθετα κατά πόσο θα έπρεπε να είχαν ζητηθεί, παρθεί και ληφθεί υπόψη περαιτέρω στοιχεία.

Ως προς το πρώτο και το δεύτερο από τα πιο πάνω θέματα, είναι φανερό από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου και τα δικόγραφα, ότι ενώπιον των καθ’ ων η αίτηση είχαν τεθεί εκείνα τα στοιχεία τα οποία ετοίμασε και υπέβαλε προς αυτήν το αρμόδιο Υπουργείο Υγείας με την Πρότασή του. Είναι η θέση της αιτήτριας ότι η πρόταση παρουσίαζε κενά και παραλείψεις και δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις που ορίζει το Άρθρο 48(2) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου αρ. 1/1996, με αποτέλεσμα και η διακριτική ευχέρεια που είχε ασκηθεί από τους καθ΄ων η αίτηση να πάσχει. Πιο συγκεκριμένα, ισχυρίζεται η αιτήτρια ότι δεν υπήρξε επαρκής έρευνα επειδή δεν αποκαλύφθηκε και δεν συγκεκριμενοποιήθηκε ο λόγος του δημόσιου υπηρεσιακού συμφέροντος με [*933]αναφορά στις πραγματικές ανάγκες της υπηρεσίας και επειδή δεν λήφθηκαν επίσης υπόψη τα στοιχεία που κατέθεσε η αιτήτρια, ενώ η ένστασή της απορρίφθηκε, χωρίς ειδική έρευνα.

Σύμφωνα και με την απόφαση στην Τσιακούρη v. Δημοκρατίας (1991) 4(E) A.A.Δ. 3946, στην οποία παρέπεμψε η πλευρά της αιτήτριας, το Άρθρο 48(2) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, κατέστησε την αιτιολογία ουσιώδη τύπο της πρότασης για μετάθεση, οπότε η παράλειψη συμπερίληψης της αιτιολογίας στο ίδιο το έγγραφο της πρότασης, καθιστά την πρόταση ελλιπή ως προς τον τύπο της. Το περιεχόμενο δε του διοικητικού φακέλου σε μια τέτοια περίπτωση είναι επιτρεπτό να τη συμπληρώσει, όχι όμως να την αναπληρώσει.

Πράγματι δε, το Άρθρο 48 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου προβλέπει ότι:

“48- (1) ……………

(2)       Οι μεταθέσεις υπαλλήλων διενεργούνται από την Επιτροπή ύστερα από πρόταση της αρμόδιας αρχής δεόντως αιτιολογημένη.”

Επανερχόμενος στα ιδιαίτερα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, διαπιστώνω ότι η Επιτροπή στην Πρότασή της για μετάθεση της αιτήτριας παρέθεσε σε σχετικό έντυπο στοιχεία ως προς την ημερομηνία τοποθέτησής της στη θέση που υπηρετούσε τότε και ως προς την οικογενειακή της κατάσταση (σύνθεση οικογένειας, αριθμό και ηλικία τέκνων κλπ.). Ως προς τους λόγους της προτεινόμενης μετάθεσης αναφέρονταν τα εξής:

“Η πρόταση για μετάθεση υποβάλλεται για ικανοποίηση αναγκών της Υπηρεσίας και παράλληλα για ικανοποίηση αιτήματος άλλου υπαλλήλου για μετάθεση από τη Λάρνακα, όπου υπηρέτησε πέραν των τριών ετών, στη Λεμεσό όπου είναι και η μόνιμη της κατοικία. Η υπάλληλος δεν συναινεί με τη σκοπούμενη μετάθεση.”

Περαιτέρω, στο ίδιο έντυπο, η Επιτροπή ως “Γενικές Παρατηρήσεις” ανέφερε ότι το κενό που θα εδημιουργείτο (από την προτεινόμενη μετάθεση) θα εκαλύπτετο από την άλλη υπάλληλο για την οποία θα υποβάλλετο πρόταση για μετάθεσή της μετά από αίτημά της, από το παλαιό Νοσοκομείο Λάρνακας στο παλαιό Νοσοκομείο Λεμεσού. Πέραν των πιο πάνω στοιχείων, στην Πρότα[*934]σή της, η Επιτροπή επεσύναπτε και Κατάσταση με Υπηρεσιακά και Οικογενειακά Στοιχεία των επηρεαζομένων από τις Προτάσεις Μετάθεσης, στην οποία κατάσταση, κάτω από ειδική στήλη με τον τίτλο “Παρατηρήσεις”, παρετίθετο σύνοψη των λόγων για τους οποίους η προτεινόμενη για μετάθεση υπάλληλος, ενίστατο. Στο τέλος δε της Πρότασης επεσυνάπτετο αντίγραφο της ίδιας της επιστολής κάθε μιας ενιστάμενης υπαλλήλου (περιλαμβανομένης της αιτήτριας), στην οποία αυτή παρέθετε αναλυτικούς λόγους και επιχειρήματα τα οποία, κατά την άποψή της, συνηγορούσαν υπέρ της μη έγκρισης της μετάθεσής της.

Από το σύνολο των πιο πάνω στοιχείων, προκύπτει το συμπέρασμα ότι η προτεινόμενη από την Επιτροπή μετάθεση της αιτήτριας, αλλά και άλλων υπαλλήλων, εσκοπείτο προς ικανοποίηση των αναγκών της υπηρεσίας, οι οποίες εξυπηρετούνται καλύτερα, αφ’ ης στιγμής υπάλληλοι υπηρετούν σε θέσεις εκτός της επαρχίας όπου διαμένουν εκ περιτροπής, όπου αυτό είναι αναγκαίο, κατά τρόπο ώστε να συμμερίζονται το βάρος της μετακίνησης ισομερώς και δίκαια όλοι οι υπάλληλοι, αφού όμως ληφθούν υπόψη τυχόν σοβαρά προβλήματα τα οποία ο καθένας τους αντιμετωπίζει.

Για προώθηση του γενικότερου αυτού σκοπού, η Επιτροπή αρχικά και αργότερα οι καθ’ ων η αίτηση, είχαν ενώπιόν τους τα υπηρεσιακά στοιχεία ενός εκάστου υπαλλήλου και τα αιτήματα για μετάθεση/επαναφορά στον τόπο διαμονής τους, και αναζήτησαν λύσεις. Αφού έκριναν πως ένα αίτημα θα ήταν δίκαιο να ικανοποιηθεί είτε αυτοτελώς, είτε σε σύγκριση με τα υπηρεσιακά στοιχεία άλλων υπαλλήλων, απέκλιναν προς μετάθεση συγκεκριμένων υπαλλήλων, μεταξύ των οποίων της αιτήτριας. Ενημέρωσαν την αιτήτρια ως προς την προτιθέμενη μετάθεσή της, δίδοντας σ’ αυτή την ευκαιρία όπως ενστεί, αν επιθυμούσε, και όπως προβάλει τις παραστάσεις της, πράγμα που έπραξε. Η αιτήτρια έδωσε γραπτώς τις δικές της παρατηρήσεις και τους λόγους για τους οποίους ενίστατο στη μετάθεση. Όπως δε προκύπτει, η Επιτροπή και αργότερα οι καθ’ ων η αίτηση, εξέτασαν και έλαβαν υπόψη και τις γραπτές παραστάσεις της αιτήτριας και έχοντας ενώπιόν τους κάθε σχετικό στοιχείο, αξιολόγησαν την περίπτωση και προχώρησαν στην υποβολή πρότασης και λήψη απόφασης αντίστοιχα. Οι ίδιοι οι καθ’ ων η αίτηση, όπως αναφέρεται στην ίδια την επίδικη απόφαση, όχι μόνο είχαν ενώπιόν τους όλα τα ανωτέρω στοιχεία, αλλά και εμφανώς τα διεξήλθαν, αφού προβαίνουν στο πρακτικό και σε σύνοψη των λόγων για τους οποίους μια εκάστη υποψήφια για μετάθεση ενίστατο. Αναφέρονται επίσης αναλυτικά στους λόγους για τους οποίους εσκοπούντο οι [*935]μεταθέσεις. Διερωτάται λοιπόν κανείς σε ποια περαιτέρω διερεύνηση του θέματος θα έπρεπε να προβούν οι καθ’ ων η αίτηση ή η Επιτροπή. Τι περαιτέρω στοιχεία θα μπορούσαν να είχαν ζητήσει και λάβει για ν’ αποφασίσουν αν έπρεπε ή όχι να προβούν στις μεταθέσεις για τους σκοπούς που έκριναν ότι αυτές ήσαν δικαιολογημένες. Και ποια περαιτέρω αιτιολογία θα έπρεπε να είχαν δώσει είτε η Επιτροπή είτε οι καθ’ ων η αίτηση; Τόσο το ένα όργανο, όσο και το άλλο, δεν περιορίστηκαν απλά στο να αιτιολογήσουν την αναγκαιότητα ή το δικαιολογημένο των μεταθέσεων για “υπηρεσιακούς λόγους”. Αφού μελέτησαν τα ενώπιόν τους στοιχεία έκριναν πως εδικαιολογείτο η διενέργεια μεταθέσεων και ότι αυτή θα μπορούσε να γινόταν με αναφορά στα επηρεαζόμενα πρόσωπα σε σχέση με τα οποία έλαβαν υπόψη τις δημιουργούμενες επιπτώσεις εξισορροπώντας τις με εκείνες των προσώπων που θα αναπληρούσαν.

Κρίνω ότι τόσο η έρευνα και συλλογή στοιχείων από την Επιτροπή και ακολούθως από τους καθ’ ων η αίτηση, υπήρξε πλήρης και επαρκής. Η επεξεργασία και αξιολόγηση των συλλεγέντων στοιχείων υπήρξε επίσης πλήρης και επαρκής, η δε δοθείσα αιτιολογία τόσο για τη διενέργεια των μεταθέσεων όσο και για το ποια πρόσωπα θα εμετακινούντο, ήταν πλήρης και προέκυπτε εμφανώς από τα συγκριτικά στοιχεία των επηρεαζόμενων υπαλλήλων και από τις δικές τους παραστάσεις στις οποίες προέβηκαν. Όχι αναπληρωματικά, αλλά επεξηγηματικά και συμπληρωματικά.

Η κατ’ ισχυρισμό παραβίαση των αρχών που διέπουν τα των μεταθέσεων δημοσίων υπαλλήλων.

Ο συνήγορος της αιτήτριας για προώθηση αυτού του λόγου ακύρωσης παρέπεμψε σε πολυάριθμες αποφάσεις από τη νομολογία, οι οποίες ασχολήθηκαν με το θέμα των αρχών οι οποίες πρέπει να διέπουν τα της μετάθεσης δημοσίων υπαλλήλων. Σύμφωνα με αυτές, θα πρέπει να διεξάγεται ικανοποιητική έρευνα στις προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις του αιτητή και να αποδίδεται σ’ αυτές η δέουσα σημασία, όπως βέβαια και σ’ αυτές των επηρεαζόμενων από τη μετάθεση προσώπων. (Βλ. π.χ. Ιωάννου ν. Δημοκρατίας (1990) 3(Γ) Α.Α.Δ. 1919). Θα πρέπει δε η επίκληση του δημοσίου ή υπηρεσιακού συμφέροντος να συγκεκριμενοποιείται σε κάθε περίπτωση και να αιτιολογείται με αναφορά στο γιατί μόνο ο συγκεκριμένος υπάλληλος θα μπορούσε να εξυπηρετήσει τη συγκεκριμένη ανάγκη. (Βλ. π.χ. Φωκάς v. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 114).

[*936]Οι πιο πάνω αρχές είναι βέβαια ορθές και εφαρμόσιμες, πλην όμως δεν συμφωνώ ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση δεν υπάρχει επαρκής συγκεκριμενοποίηση του υπηρεσιακού σκοπού ο οποίος θα εξυπηρετείτο, ή ότι δεν φαίνεται με σαφήνεια ότι λήφθηκαν υπόψη οι προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις της αιτήτριας. Για τους λόγους που έχω εξηγήσει και προηγουμένως, με σαφήνεια προκύπτει το συμπέρασμα από την όλη διαδικασία που ακολουθήθηκε, ότι και ο σκοπός εξειδικεύτηκε και αιτιολογήθηκε και οι περιστάσεις της αιτήτριας λήφθηκαν υπόψη. Λήφθηκαν υπόψη, αλλά κρίθηκαν υπό το φως του συνόλου των σχετικών παραγόντων ότι δεν ήσαν τέτοιες που να δικαιολογούσαν τη μη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης.

Ο ισχυρισμός ότι η Πρόταση για μετάθεση δεν προήρχετο από την αρμόδια αρχή.

Έρεισμα για την έγερση αυτού του ισχυρισμού από την αιτήτρια αποτελεί το γεγονός ότι τη σχετική επιστολή ημερομηνίας 7.7.2008, με την οποία το Υπουργείο Υγείας απευθυνόταν προς τους καθ’ ων η αίτηση (Ε.Δ.Υ.) και απέστελλε τις Προτάσεις Μεταθέσεων, υπέγραφε κάποια “Η. Δημητρίου - για Γενικό Διευθυντή Υπουργείου Υγείας”. Σύμφωνα με την αιτήτρια, αυτό το γεγονός δείχνει ότι η επιστολή πάσχει και δεν αποτελεί διαβίβαση απόφασης του Υπουργού Υγείας ή έστω του Γενικού Διευθυντή που συνήθως ενεργεί αντί του Υπουργού. Περαιτέρω, η αναφορά της υπογράφουσας στο κυρίως σώμα της επιστολής ότι “έχω οδηγίες” καταδεικνύει ότι η απόφαση λήφθηκε από άλλο όργανο, κατ’ εντολή του οποίου και ενήργησε, χωρίς όμως να φαινόταν πουθενά ποιος αποφάσισε και τι οδηγίες έδωσε. Η αιτήτρια παραπέμπει προς υποστήριξη αυτού του λόγου ακύρωσης σε νομολογία σύμφωνα με την οποία η απουσία έγγραφης καταχώρησης που να δείχνει ότι η απόφαση λήφθηκε από αρμόδιο όργανο, όπως επίσης και η αναρμοδιότητα του οργάνου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, συνιστούν καλούς λόγους ακύρωσης.

Δεν μπορώ να αποδώσω ιδιαίτερη σημασία σ’ αυτό τον προβαλλόμενο λόγο ακύρωσης. Όπως ρητά αναφέρεται στην προαναφερθείσα επιστολή, οι προτεινόμενες μεταθέσεις “συστήνονται και υποβάλλονται από την Αρμόδια Αρχή”, που σ’ αυτή την περίπτωση είναι το Υπουργείο Υγείας και είναι από το Υπουργείο Υγείας που παρουσιάζεται να προέρχεται η επιστολή. Υπογράφεται δε κατ’ εντολή και εκ μέρους του Γενικού Διευθυντή. Τεκμαίρεται έτσι τουλάχιστον ότι πράγματι η Πρόταση προέρχεται από την αρμόδια αρχή, ενώ τίποτε περί του αντιθέτου δεν [*937]έχει αποδειχθεί. Όπως τονίστηκε σε σωρεία αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπως για παράδειγμα στη Μαυρονύχη v. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 801/1999, ημερ. 12.3.2001, η διοίκηση, τεκμαίρεται πως λειτουργεί σύμφωνα με το Νόμο, εκτός όπου καθαρά αποδεικνύεται πως τούτο δε συμβαίνει. Και εδώ τίποτε δεν δείχνει πως κάτι τέτοιο δεν συνέβη.

Για όλους τους λόγους που έχω προσπαθήσει να εξηγήσω, κανένας από τους προβαλλόμενους λόγους ακύρωσης δεν μπορεί να ευσταθήσει.

Αναπόφευκτα, η προσφυγή απορρίπτεται με €1.200 έξοδα εναντίον της αιτήτριας.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο