Τρύφωνος Ανδρέας και άλλη ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2009) 4 ΑΑΔ 1137

(2009) 4 ΑΑΔ 1137

[*1137]21 Δεκεμβρίου, 2009

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

1. ΑΝΔΡΕΑΣ ΤΡΥΦΩΝΟΣ,

2. THERMOCARE LIMITED,

Αιτητές,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΦΟΡΟΥ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΣΗΜΟΥ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 1795/2008)

 

Διοικητικό Δίκαιο ― Γενικές αρχές ― Παράβαση ουσιώδους τύπου – Διακρίνεται σε ουσιώδη και μη ― Η παράβαση της τυπικής διαδικασίας που επιβάλλει το Άρθρο 5 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου αρ. 158(Ι)/99 δεν συνιστούσε παράβαση ουσιώδους τύπου στην κριθείσα περίπτωση ― Τα σχετικά πορίσματα της νομολογίας και θεωρίας και η εφαρμογή τους στα επίδικα γεγονότα.

Διπλώματα Ευρεσιτεχνίας ― Εγγραφή ― Προϋποθέσεις ― Ειδικά η προϋπόθεση του καινοφανούς της εφεύρεσης («novelty) ― Άρθρα 5 και 6 του Ν.16(Ι)/1998 ― Ερμηνεία ― Τα σχετικά πορίσματα της νομολογίας και της επιστήμης και η εφαρμογή τους στα επίδικα γεγονότα ― Η ερμηνεία που υιοθετήθηκε από τον Έφορο κρίθηκε λογική και εναρμονισμένη με τις σχετικές αρχές.

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρώσεως ― Έλλειψη αιτιολογίας ― Πότε στοιχειοθετείται ― Η λακωνική, πλην όμως σαφής αιτιολογία της επίδικης απόφασης, επικυρώθηκε.

Οι αιτητές προσέφυγαν κατά της απόρριψης της αίτησής τους για χορήγηση διπλώματος ευρεσιτεχνίας.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

[*1138]1.    Υπάρχει πράγματι παράβαση τύπου στην υπό κρίση περίπτωση, εφόσον κακώς ο Έφορος δεν τήρησε τα προνοούμενα από το Άρθρο 5 του σχετικού Νόμου. Έχει όμως νομολογηθεί ότι η παράβαση τύπου διακρίνεται σε ουσιώδη και μη, η δε κρίση κατά πόσο είναι ουσιώδης ή μη ανήκει στο Δικαστήριο, τα δε λαμβανόμενα κριτήρια για το σχηματισμό αυτής της κρίσης σχετίζονται με τη σημασία που έχει η διαδικαστική ενέργεια ή η παράλειψη αναφορικά με την προστασία του διοικούμενου, την καλή λειτουργία της ίδιας της διοίκησης και το δικαστικό έλεγχο της πράξης.

     Το Άρθρο 5 του Νόμου αρ. 158(Ι)/99, περιέχει διατάξεις που έπονται του καθαυτού περιεχομένου της διοικητικής πράξης και ορίζουν τα προς την ενημέρωση του διοικούμενου προαπαιτούμενα ως προς τις θεραπείες προσβολής της πράξης. Από αυτή την άποψη, η παράβαση των διατάξεών του μπορεί να θεωρηθεί ως παράβαση μη ουσιώδους τύπου. Ακόμη όμως και αν ήθελε θεωρηθεί ως παράβαση ουσιώδους τύπου, τότε η μη τήρηση ουσιώδους τύπου μπορεί να καλυφθεί όταν, για παράδειγμα, η διοίκηση έχει παραλείψει να καλέσει σε προηγούμενη απολογία τον ενδιαφερόμενο, αλλά αυτός παρά ταύτα παρέστη αυτοπροσώπως για να ασκήσει το δικαίωμα ακρόασης. Εδώ, παρά την παράλειψη του Εφόρου να ενημερώσει τους αιτητές, ως προς τα δικαιώματα τους, αυτοί προσέβαλαν έγκαιρα και έγκυρα την πράξη με την υπό κρίση καταχωρηθείσα προσφυγή. Επομένως ουδεμία αρνητική συνέπεια έχει επέλθει, λόγω της παραλείψεως τήρησης των τύπων που καθορίζει το άρθρο 5.

2.  Όσον αφορά την αιτίαση της μη δέουσας έρευνας και της πλάνης περί τα πράγματα, αποτελεί την εισήγηση των αιτητών ότι ο Έφορος αυθαίρετα βασίστηκε σε λανθασμένη ερμηνεία του Άρθρου 6(1) και (2) του Νόμου 16(Ι)/1998, επί τω ότι λανθασμένα η εξετάστρια θεώρησε ότι οι πρόνοιες του άρθρου αυτού εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις όπου η διάθεση της εφεύρεσης στο κοινό συντελείται από τον ίδιο τον εφευρέτη.  Στην παρούσα περίπτωση, ο Έφορος θεώρησε ότι η εφεύρεση ενόψει των Άρθρων 5 και 6 του Νόμου, δεν ήταν επιδεκτική διπλώματος ευρεσιτεχνίας επειδή δεν ήταν νέα. Είναι φανερό ότι οι ίδιοι οι αιτητές κατέστησαν γνωστή την εφεύρεσή τους στο ευρύ κοινό, εντός της εννοίας του Άρθρου 6 του Νόμου, η δε ερμηνεία που έδωσε ο Έφορος είναι λογική και εναρμονισμένη με τις αρχές που λαμβάνονται κατά την εξέταση τέτοιων αιτήσεων και δεν υπέπεσε σε οποιοδήποτε λάθος για το οποίο χρειάζεται η επέμβαση του αναθεωρητικού Δικαστηρίου.

3.  Τέλος, όσον αφορά το αναιτιολόγητο της προσβαλλόμενης πράξης, είναι γεγονός ότι η αιτιολογία είναι λακωνική, πλην όμως σαφής, [*1139]εφόσον αναφέρεται ότι ο λόγος της απόρριψης είναι ότι η εφεύρεση δεν είναι νέα στη βάση των Άρθρων 5 και 6 του Νόμου. Όπως είναι δε γνωστό από τη νομολογία, η αιτιολογία μπορεί να συμπληρωθεί από το διοικητικό φάκελο και να περιέχεται σε σχετικές εκθέσεις.

Η προσφυγή απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Παπαλούκας ν. Επιτροπής Σιτηρών Κύπρου (1998) 3 Α.Α.Δ. 656,

Πρέζας ν. Δημοκρατίας (1990) 3(Δ) Α.Α.Δ. 2533,

Χατζηττοφής ν. Δημοκρατίας (1992) 4(Γ) Α.Α.Δ. 1851,

R. v. Comptroller of Patents, Designs and Trade Marks Ex p. Lenzing [1997] R.P.C. 245,

Δημοκρατία ν. Bellfoods Ltd (2008) 3 Α.Α.Δ. 517.

Προσφυγή.

Χ. Χαραλαμπίδης, για τους Αιτητές.

Β. Χριστοφόρου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ’ ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Προσβάλλεται η υπό ημερ. 3.9.08 απόφαση του Εφόρου Εταιρειών και Επισήμου Παραλήπτη υπό την ιδιότητα που του παραχώρησε ο περί Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας Νόμος Αρ. 16(1)/1998, (εφεξής «ο Νόμος»), να αποδέχεται, εξετάζει και εγγράφει αιτήσεις για χορήγηση διπλώματος ευρεσιτεχνίας στο αρμόδιο Μητρώο Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας, να απορρίψει την αίτηση των αιτητών για χορήγηση σχετικού διπλώματος ευρεσιτεχνίας σε σχέση με εφεύρεση για ενδυνάμωση με νευρώσεις μεταλλικού υπέρθυρου αυλακωτού τύπου (channel type).

Η αίτηση υποβλήθηκε μέσω πληρεξουσίου αντιπροσώπου και  παραλήφθηκε στα γραφεία του Εφόρου στις 6.6.08, μετά δε από προκαταρκτική εξέταση από την αρμόδια εξετάστρια του Κλάδου Πνευματικής και Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας – Διπλώματα Ευρεσιτεχνίας, ζητήθηκε η συμπλήρωση των παρουσιασθέντων προδια[*1140]γραφών, όπως και έγινε, με την κατάθεση στις 8.8.08, από τον πληρεξούσιο αντιπρόσωπο νέων διορθωμένων προδιαγραφών. Εν τέλει, μετά την περαιτέρω εξέταση, ο Έφορος με επιστολή του ημερ. 3.9.08 προς τον πληρεξούσιο αντιπρόσωπο των αιτητών, που ήταν οι δικηγόροι αυτών, απέρριψε την αίτηση διότι αυτή «...... δεν μπορεί να είναι επιδεκτική Διπλώματος Ευρεσιτεχνίας με βάση το Αρθρο 5 και 6 του Ν. 16(Ι)/98 για το λόγο ότι δεν θεωρείται νέα.».

Προσβάλλεται η πιο πάνω απόφαση με σωρεία λόγων που καταλήγουν εν τέλει στη σχετική γραπτή αγόρευση των αιτητών στη μη δέουσα έρευνα και πλάνη περί τα πράγματα, την έλλειψη αιτιολογίας και την παράβαση ουσιώδους τύπου.

Αρχίζοντας από το τελευταίο, οι αιτητές θεωρούν ότι παραβιάστηκαν επί ποινή ακυρότητας της διοικητικής πράξης, οι πρόνοιες του Αρθρου 5 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Νόμου Αρ. 158(Ι)/99, εφόσον στην προσβαλλόμενη πράξη ο Έφορος δεν καθόρισε τη φύση και τη μορφή της θεραπείας, την προθεσμία που τάσσει το Σύνταγμα και το αρμόδιο Δικαστήριο προς το οποίο μπορούσαν να προσφύγουν οι αιτητές προς αμφισβήτηση της ορθότητας της απόρριψης της αιτήσεως. Πράγματι, το Αρθρο 5 του πιο πάνω Νόμου προνοεί ότι η διοίκηση οφείλει μαζί με την κοινοποίηση της πράξης στο διοικούμενο να τον ενημερώνει για τις θεραπείες που έχει ώστε να δύναται να προσβάλει την πράξη. Η ενημέρωση αυτή συνίσταται στον καθορισμό της φύσης και της μορφής της θεραπείας, τον καθορισμό της προθεσμίας που τάσσει το Σύνταγμα ή ο νόμος καθώς και το Δικαστήριο ή το διοικητικό όργανο προς το οποίο μπορεί να υποβληθεί το παράπονο του διοικούμενου. Ο Έφορος αναγνωρίζει με τη δική του γραπτή αγόρευση ότι όντως υπήρξε αυτή η παράλειψη, πλην όμως ισχυρίζεται ότι πρόκειται για παράλειψη που δεν επέφερε οποιαδήποτε αρνητική συνέπεια στους αιτητές εφόσον αυτοί υπέβαλαν την παρούσα προσφυγή εντός της προθεσμίας που προνοεί το Σύνταγμα.

Υπάρχει πράγματι παράβαση τύπου στην υπό κρίση περίπτωση εφόσον κακώς ο Έφορος δεν τήρησε τα προνοούμενα από το Αρθρο 5 του σχετικού Νόμου. Έχει όμως νομολογηθεί ότι η παράβαση τύπου διακρίνεται σε ουσιώδη και μη, η δε κρίση κατά πόσο είναι ουσιώδης ή μη ανήκει στο Δικαστήριο, τα δε λαμβανόμενα κριτήρια για το σχηματισμό αυτής της κρίσης σχετίζονται με τη σημασία που έχει η διαδικαστική ενέργεια ή η παράλειψη αναφορικά με την προστασία του διοικούμενου, την καλή λειτουργία της ίδιας της διοίκησης και το δικαστικό έλεγχο της πράξης (δέστε το σύγγραμμα του Ε. Σπηλιωτόπουλου: «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Τόμος ΙΙ, 12η [*1141]έκδ. σελ. 125-127, παρ. 499-500). Στην υπόθεση Παπαλούκας v. Επιτροπής Σιτηρών Κύπρου (1998) 3 Α.Α.Δ. 656, σελ. 663-665, αναφέρεται ότι η γενική αρχή του διοικητικού δικαίου είναι ότι:

«...... η παράβαση διατεταγμένου τύπου (ή τυπικής διατάξεως) επάγεται την ακυρότητα της πράξεως μόνο εφόσον ήθελε θεωρηθεί ότι, στην υπό εξέταση συγκεκριμένη περίπτωση, ο τύπος ο οποίος δεν τηρήθηκε ήταν ουσιώδης. Αν δεν ήταν ουσιώδης, η πράξη δεν υπόκειται σε ακύρωση, παρά την παράβαση. Με άλλα λόγια, ανεξάρτητα από το εξ αντικειμένου ουσιώδες του τύπου, αν διαπιστωθεί ότι η παράβαση του δεν είχε δυσμενείς επιπτώσεις για το διοικούμενο, τότε, για τους σκοπούς της συγκεκριμένης περίπτωσης αυτός θεωρείται επουσιώδης με αποτέλεσμα η παράβαση του να μην επάγεται την ακυρότητα της πράξεως.».

Στην πιο πάνω απόφαση της Ολομέλειας γίνεται με επιδοκιμασία αναφορά στην μονογραφία του Σ. Δεληκωστόπουλου: «Η παράβασις ουσιώδους Τύπου ως Λόγος Ακυρώσεως Διοικητικών Πράξεων» (1970), καθώς και στις υποθέσεις Πρέζας v. Δημοκρατίας (1990) 3(Δ) Α.Α.Δ. 2533 και Χατζηττοφής v. Δημοκρατίας (1992) 4(Γ) Α.Α.Δ. 1851. Περαιτέρω, το όλο θέμα πραγματεύεται στο σύγγραμμα του ο Μ. Δ. Στασινόπουλος: «Δίκαιο των Διοικητικών Διαφορών» 3η έκδ., σελ. 212-219.  Αναφέρεται εκεί ότι ουσιαστικές διατάξεις είναι εκείνες που ρυθμίζουν τι πρέπει να περιέχει μια διοικητική πράξη, καθώς και ποιες είναι οι πραγματικές προϋποθέσεις που επιτρέπουν την έκδοση της. Ενώ τυπικές είναι εκείνες οι διατάξεις που ορίζουν τον τύπο δηλαδή τη μορφή και τη διαδικασία που πρέπει να τηρηθούν για να εκδοθεί η πράξη.

Το Αρθρο 5 του Νόμου αρ. 158(Ι)/99, περιέχει διατάξεις που έπονται του καθαυτού περιεχομένου της διοικητικής πράξης και ορίζουν τα προς την ενημέρωση του διοικούμενου προαπαιτούμενα ως προς τις θεραπείες προσβολής της πράξης. Από αυτή την άποψη, η παράβαση των διατάξεων του μπορεί να θεωρηθεί ως παράβαση μη ουσιώδους τύπου. Ακόμη όμως και αν ήθελε θεωρηθεί  ως παράβαση ουσιώδους τύπου, τότε όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα του Σπηλιωτόπουλου – πιο πάνω – σελ. 128-129, παρ. 502, η μη τήρηση ουσιώδους τύπου μπορεί να καλυφθεί όταν, για παράδειγμα, η διοίκηση έχει παραλείψει να καλέσει σε προηγούμενη απολογία τον ενδιαφερόμενο, αλλά αυτός παρά ταύτα παρέστη αυτοπροσώπως για να ασκήσει το δικαίωμα ακρόασης. Στο δε σύγγραμμα του Στασινόπουλου – πιο πάνω – σελ. 217-218, υπό τον [*1142]υπότιτλο «Κάλυψις των συνεπειών της παραλείψεως τύπου», αναφέρεται ότι ακόμη και παράλειψη ουσιωδών τύπων «.... δύναται να καλυφθεί, δηλαδή, να μην επιφέρη ακυρότητα της κατά παράλειψιν αυτών εκδοθείσης πράξεως, όταν ο διοικούμενος, υπέρ του οποίου έχει θεσπισθεί ο τύπος, ενήργησεν ως θα ενήργει εάν ο τύπος είχε τηρηθή.». Επίσης αναφέρεται ότι αν ο διοικούμενος εξουδετερώνει αντικειμενικώς τα προερχόμενα ενδεχόμενα επιζήμια αποτελέσματα από την παράλειψη τύπου, τότε η παράλειψη αυτή καλύπτεται.

Εδώ, παρά την παράλειψη του Εφόρου να ενημερώσει τους αιτητές ως προς τα δικαιώματα τους, αυτοί προσέβαλαν έγκαιρα και έγκυρα την πράξη με την υπό κρίση καταχωρηθείσα προσφυγή. Επομένως ουδεμία αρνητική συνέπεια έχει επέλθει λόγω της παραλείψεως τήρησης των τύπων που καθορίζει το Αρθρο 5, οι δε αιτητές στην απαντητική τους αγόρευση δεχόμενοι ότι η τήρηση των προϋποθέσεων του Αρθρου 5 συναρτάται άμεσα με το αποτελεσματικό και το έγκαιρο της ασκήσεως των θεμελιωδών δικαιωμάτων του διοικούμενου προς αμφισβήτηση και προσβολή της διοικητικής πράξης, δεν εξηγούν σε τι ζημιώθηκαν οι αιτητές, παρά την παράλειψη αυτή, εφόσον άσκησαν το δικαίωμα που τους παρέχει το Άρθρο 146 του Συντάγματος.

Όσον αφορά την αιτίαση της μη δέουσας έρευνας και της πλάνης περί τα πράγματα, αποτελεί την εισήγηση των αιτητών ότι ο Έφορος αυθαίρετα βασίστηκε σε λανθασμένη ερμηνεία του Άρθρου 6(1) και (2) του Νόμου, επί τω ότι λανθασμένα η εξετάστρια θεώρησε ότι οι πρόνοιες του άρθρου αυτού εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις όπου η διάθεση της εφεύρεσης στο κοινό συντελείται από τον ίδιο τον εφευρέτη. Κατά τη θέση των αιτητών, το σχετικό άρθρο αποσκοπεί στην προστασία του εφευρέτη έναντι τρίτων ατόμων που θα διεκδικούσαν τη χορήγηση διπλώματος ευρεσιτεχνίας για εφεύρεση που δεν τους ανήκει και δεν είναι δυνατό να μην θεωρείται νέα ή να θεωρείται ως εμπίπτουσα στην προηγούμενη τεχνική, η έκθεση της εφεύρεσης ενώπιον του κοινού σε διεθνείς εκθέσεις ή η εφαρμογή του προϊόντος στο χώρο της οικοδομικής βιομηχανίας.

Το Αρθρο 6 του Νόμου προνοεί με το εδάφιο (1) αυτού, ότι «Μια εφεύρεση θεωρείται νέα, εάν δεν αποτελεί μέρος της προηγούμενης τεχνικής». Το δε εδάφιο (2), προνοεί επί λέξει τα ακόλουθα:

«(2) Προηγούμενη τεχνική σημαίνει οτιδήποτε το οποίο, πριν από την ημερομηνία καταχώρησης ή πριν από την ημερομηνία προτεραιότητας στην περίπτωση που διεκδικείται προτεραιότητα της αίτησης για χορήγηση της εφεύρεσης, έχει τεθεί [*1143]στη διάθεση του κοινού με γραπτή ή οποιαδήπoτε άλλη γραφολογική μορφή, με προφορική περιγραφή ή με τη χρησιμοποίησή της ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο οπουδήποτε στον κόσμο.»

Ο σχετικός Νόμος αναπαράγει τις πρόνοιες της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας του 1973 («European Patent Convention»), η οποία κυρώθηκε στην Κυπριακή Δημοκρατία με τον Κυρωτικό της Σύμβασης για τη Χορήγηση Ευρωπαϊκών Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας Νόμο αρ. 26(ΙΙΙ)/1997. Ο Νόμος προνοεί με το Αρθρο 63(1), ότι η Σύμβαση «..... έχει πλήρη ισχύ και εφαρμόζεται, σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου αυτού.». Το δε εδάφιο (2), προνοεί ότι «σε περίπτωση σύγκρουσης μεταξύ της Ε.Σ.Δ.Ε. και των διατάξεων αυτού του Νόμου, υπερισχύει η πρώτη.» (Ε.Σ.Δ.Ε. είναι το ακρωνύμιο για την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας).

Η νομολογία επομένως που έχει αναπτυχθεί από το European Patent Office, δηλαδή, το Ευρωπαϊκό Γραφείο Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας που εδρεύει στο Μόναχο και έχει δημιουργηθεί από τη Σύμβαση, στην οποία συμβαλλόμενο μέρος είναι, όπως προαναφέρθηκε, και η Δημοκρατία, είναι απόλυτα σχετική και ύψιστης πειστικής αξίας για την εμβέλεια και εφαρμογή, μεταξύ άλλων, και, του Αρθρου 6 του Νόμου. Να λεχθεί ότι στο Ευρωπαϊκό Γραφείο Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας, οι αιτήσεις για την αναγνώριση δικαιώματος ευρεσιτεχνίας, η έγκριση των οποίων δίνει προστασία σε όλο ουσιαστικά τον Ευρωπαϊκό χώρο, εξετάζονται κατά πρώτο λόγο από Τεχνικές Επιτροπές («Τechnical Boards»), με δικαίωμα έφεσης στα Εφετειακά Σώματα του Οργανισμού («Boards of Appeal»), με περαιτέρω δικαίωμα των ιδίων των Εφετειακών Σωμάτων να παραπέμψουν προς απόφαση νομικά σημεία που εγείρονται σε μια υπόθεση στο Διευρυμένο Εφετείο του Οργανισμού («Enlarged Board of Appeal»), το οποίο και γνωματεύει με σκοπό τον εναρμονισμό της νομολογίας που εκδίδεται από τον ίδιο τον Οργανισμό, λαμβάνοντας υπόψη και τις νομολογιακές εξελίξεις μέσα από τις αποφάσεις των αρμοδίων εθνικών Δικαστηρίων των χωρών μελών. Να προστεθεί ότι στην υπόθεση R. v. Comptroller of Patents, Designs and Trade Marks Ex p. Lenzing [1997] R.P.C. 245, ο Sir Robin Jacob απέρριψε το επιχείρημα ότι τα Εφετειακά Σώματα και ιδιαίτερα το Διευρυμένο Εφετείο δεν είχαν τα εχέγγυα της ανεξαρτησίας ή ότι η Σύμβαση δεν προνοούσε για επαρκή μέσα δικαστικής αναθεώρησης.

Στο βιβλίο Case Law of the Boards of Appeal of the European Patent Office, 5η έκδ. του 2006, αναφέρονται στις σελ. 55-59, σε σχέση με την εξέταση των ορισμών του νεοφανούς («novelty»), της [*1144]προηγούμενης χρήσης («prior use») και της προηγούμενης τεχνικής («state of the art»), διάφορες υποθέσεις που έχουν αναφορά με την προηγούμενη χρήση μιας προτεινόμενης εγγραφής ευρεσιτεχνίας που αποστερεί την αίτηση από το χαρακτήρα του νεοφανούς. Για παράδειγμα, στην υπόθεση T 84/83, ένας νέος τύπος ευρυγώνιου καθρέφτη είχε τοποθετηθεί πάνω σε αυτοκίνητο για εκθεσειακούς σκοπούς για τουλάχιστο έξι μήνες. Αυτό θεωρήθηκε ότι αποτελούσε προηγούμενη δημόσια χρήση εφόσον αναμενόταν να είναι σταθμεύμενο σε δημόσιους δρόμους και να επιθεωρείται από τρίτα πρόσωπα. Επίσης, στην υπόθεση Τ 947/99, θεωρήθηκε ότι μπορούσε να θεμελιωθεί προηγούμενη δημόσια χρήση όταν συγκεκριμένη τεχνογνωσία είχε χρησιμοποιηθεί για περίοδο χρόνου με έκθεση της σε κοινό που δεν ήταν κάτω από οποιαδήποτε υποχρέωση τήρησης εμπιστευτικότητας ή  τήρησης των τεχνικών μυστικών. Στη δε υπόθεση Τ 1081/01, αποφασίστηκε ότι «το κοινό», θεωρείται ότι ενημερώνεται ακόμη και εάν ένα μέλος αυτού είναι σε θέση να αποκτήσει πρόσβαση στην εφεύρεση και να την κατανοήσει, εφόσον δεν υπάρχει υποχρέωση τήρησης εμπιστευτικότητας. Έτσι, σε άλλες υποθέσεις όπως την Τ 482/89 και Τ 1022/99, ακόμη και πώληση σε ένα και μοναδικό πελάτη θεωρήθηκε επαρκής ώστε να καταστρέψει το νεοφανές («novelty») της εφεύρεσης. Τέλος, στην Τ 87/90, η έκθεση της εφεύρεσης μέσα από πρόσβαση σε διαφημιστικά φυλλάδια θεωρήθηκε επίσης επαρκής για τους πιο πάνω σκοπούς.

Στο σύγγραμμα των Cornish & Llewelyn «Intellectual Property: Patents, Copyright, Trade Marks and Allied Rights» 5η έκδ. (2003), στις σελ. 174-181, κάτω από την ανάλυση του «novelty» και με αναφορά στο αντίστοιχο Βρετανικό σύστημα ευρεσιτεχνιών, δηλαδή, το Patents Act 1977, εξηγείται στην παρ. 5-03, ότι μια εφεύρεση για να θεωρείται νέα υπό την έννοια ότι δεν ανήκει στην προηγούμενη τεχνική, δεν θα πρέπει να εμφανίζεται οπουδήποτε είτε εγγράφως, είτε με προφορική περιγραφή, είτε  με χρήση, είτε με οποιοδήποτε άλλο τρόπο ώστε να θεωρείται ότι αυτή έχει δημοσιοποιηθεί. Αναφέρεται δε συγκεκριμένα ότι:

«This concept draws no distinction between information published by the inventor and by someone unconnected with him: if the inventor were protected from prejudicing himself, he might delay his patent until it was commercially most advantageous to apply.»

Στην παρούσα περίπτωση, ο Έφορος θεώρησε ότι η εφεύρεση ενόψει των Άρθρων 5 και 6 του Νόμου, δεν ήταν επιδεκτική διπλώματος ευρεσιτεχνίας επειδή δεν ήταν νέα. Θεωρείται ότι ο Έφορος εξετάζοντας μια αίτηση για παροχή διπλώματος ευρεσι[*1145]τεχνίας ερμηνεύει τα πιο πάνω άρθρα, τόσο με βάση το λεκτικό τους, όσο και με βάση τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Γραφείου Ευρεσιτεχνιών και των άλλων εθνικών Δικαστηρίων. Εξηγείται δε από το διοικητικό φάκελο που έχει κατατεθεί κατά τις διευκρινίσεις ως Τεκμ. «Α», ότι ο λόγος που δεν θεωρήθηκε νέα η προτεινόμενη εφεύρεση ήταν η προηγούμενη αποκάλυψη από τους ίδιους τους αιτητές της εφεύρεσης αυτής σε τρίτους και αυτό είναι αυταπόδεικτο εφόσον στο έντυπο που καταχωρήθηκε για εξέταση της ευρεσιτεχνίας αναφέρεται στην παρ. 1.1 που αφορά τα γενικά σχόλια, ότι οι αιτητές εφάρμοσαν ήδη από το 2004 με μεγάλη επιτυχία την εφεύρεση αυτή και με ανάλογη ανταπόκριση από το χώρο της οικδομικής βιομηχανίας, τόσο στην Κύπρο, όσο και στο εξωτερικό. Στη δε παρ. 1.5, όπου αναφέρονται οι συμμετοχές σε διεθνείς εκθέσεις, οι αιτητές κατέθεσαν ότι είχαν λάβει μέρος σε δύο διεθνείς εκθέσεις οικοδομικών υλικών, η μια το Νοέμβριο του 2007 στο Dubai και η δεύτερη το Φεβρουάριο του 2008 στη Θεσσαλονίκη. Στο έντυπο ενσωματώνονται και φωτογραφίες από τις εκθέσεις αυτές. Και δεν είναι ορθή η σκέψη των αιτητών ότι στο ίδιο το έντυπο ζητείται να δοθεί τέτοια πληροφόρηση για να χρησιμοποιηθεί μετά εναντίον τους, διότι ακριβώς με τον τρόπο αυτό, ελέγχεται το κριτήριο του «νέου» της εφεύρεσης.

Επομένως, είναι φανερό ότι οι ίδιοι οι αιτητές κατέστησαν γνωστή την εφεύρεση τους στο ευρύ κοινό εντός της εννοίας του Άρθρου 6 του Νόμου, η δε ερμηνεία που έδωσε ο Έφορος είναι λογική και εναρμονισμένη με τις αρχές που λαμβάνονται κατά την εξέταση τέτοιων αιτήσεων και δεν υπέπεσε σε οποιοδήποτε λάθος για το οποίο χρειάζεται η επέμβαση του αναθεωρητικού Δικαστηρίου.

Τέλος, όσον αφορά το αναιτιολόγητο της προσβαλλόμενης πράξης, είναι γεγονός ότι η αιτιολογία είναι λακωνική, πλην όμως σαφής, εφόσον αναφέρεται ότι ο λόγος της απόρριψης είναι ότι η εφεύρεση δεν είναι νέα στη βάση των Αρθρων 5 και 6 του Νόμου. Όπως είναι δε γνωστό από τη νομολογία η αιτιολογία μπορεί να συμπληρωθεί από το διοικητικό φάκελο και να περιέχεται σε σχετικές εκθέσεις (δέστε Δημοκρατία v. Bellfoods Ltd (2008) 3 Α.Α.Δ. 517).

Ενόψει όλων των πιο πάνω, η προσφυγή απορρίπτεται με €1.200 έξοδα εναντίον των αιτητών και υπέρ των καθ’ ων η αίτηση.

Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο