ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1259/08)
27 Ιανουαρίου 2010
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ Κ. ΙΩΑΝΝΟΥ,
Αιτητής,
- ΚΑΙ -
ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ων η αίτηση.
---------------------------
Α. Κωνσταντίνου, για τον Αιτητή.
Κ. Στιβαρού (κα) για Ιωαννίδη και Δημητρίου,
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Ν. Παρτασίδου (κα) για Γ. Τριανταφυλλίδη,
για το Ενδιαφερόμενο μέρος.
---------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η προκηρυχθείσα από τους καθ΄ ων θέση του Ανώτερου Μηχανικού-Βοηθού Διευθυντή (Περιφέρειας) στη Λεμεσό, πληρώθηκε μετά από τις δέουσες διαδικασίες με την προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους αντί του αιτητή. Το αποτέλεσμα ήταν η καταχώρηση της υπό κρίση προσφυγής, η οποία και επιδιώκει την ανατροπή της διοικητικής πράξης στη βάση διαφόρων ισχυρισμών που αναφέρονται στην ουσία στη λανθασμένη αξιολόγηση των διαφόρων κριτηρίων σε σχέση με τις ετήσιες εκθέσεις, την ικανότητα, τα προσόντα, την αρχαιότητα και την πείρα του αιτητή έναντι του ενδιαφερομένου μέρους.
Από τη Μεικτή Συμβουλευτική Επιτροπή Επιλογής για Προαγωγές Επιστημονικού Προσωπικού, η οποία και επιλήφθηκε των διαφόρων αιτήσεων των υπαλλήλων των καθ΄ ων για προαγωγή, επελέγησαν τρεις υποψήφιοι, μεταξύ των οποίων, ο αιτητής και το ενδιαφερόμενο μέρος. Η εισήγηση της Μεικτής Συμβουλευτικής Επιτροπής, η οποία κατέταξε τους τρεις υποψήφιους με αλφαβητική σειρά, υποβλήθηκε στη συνέχεια στη Συμβουλευτική Υπεπιτροπή των καθ΄ ων για θέματα προσωπικού, η οποία αφού μελέτησε και τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή των καθ΄ ων, (στο εξής «ο Διευθυντής»), αποφάσισε κατά πλειοψηφία δύο ψήφων υπέρ και μίας εναντίον να συστήσει για προαγωγή τον αιτητή αντί το ενδιαφερόμενο μέρος το οποίο προτιμήθηκε από το Διευθυντή. Στη συνέχεια οι καθ΄ ων στη δική τους συνεδρία προς εξέταση του ζητήματος της προαγωγής και αφού άκουσε τις συστάσεις και απόψεις του Διευθυντή, ο οποίος και πάλι σύστησε για προαγωγή το ενδιαφερόμενο μέρος υιοθετώντας την προηγούμενη σύσταση του ενώπιον της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής, αποφάσισαν κατόπιν μελέτης όλων των σχετικών δεδομένων να προάξουν κατά πλειοψηφία τεσσάρων ψήφων υπέρ, δύο εναντίον και μίας αποχής από τον Πρόεδρο, το ενδιαφερόμενο μέρος στην επίμαχη θέση από 1.8.08.
Ο Διευθυντής στη σύσταση του η οποία αναπαράγεται επακριβώς στο Παράρτημα 5 της ένστασης, που είναι τα πρακτικά της συνεδρίας της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής, θεώρησε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε έναντι του αιτητή σε γενική αξία διότι αν και παρουσιαζόταν από τους υπηρεσιακούς φακέλους ότι και οι δύο ήσαν ισοδύναμοι κατά τα τελευταία πέντε έτη με 33 Α, η περαιτέρω εξέταση ανεδείκνυε υπεροχή του ενδιαφερομένου μέρους τόσο στο κριτήριο της επίδοσης στο οποίο το ενδιαφερόμενο μέρος είχε 15 Α, έναντι 10 Α του αιτητή, όσο και στο κριτήριο της απόδοσης όπου το ενδιαφερόμενο μέρος είχε 25 Α, έναντι 20 Α του αιτητή. Σε σχέση με το κριτήριο της επίδοσης, ο Διευθυντής ανέφερε ότι αυτό αποτιμάται νομολογιακά από τα επί μέρους κριτήρια της ποιότητας εργασίας, της ποσότητας εργασίας και του ζήλου για εργασία. Σε ό,τι αφορά το κριτήριο της απόδοσης, ο Διευθυντής θεώρησε ότι νομολογιακά αυτό αποτιμάτο από τα επί μέρους κριτήρια της ποιότητας εργασίας, ποσότητας εργασίας, πρωτοβουλίας, αξιοπιστίας και ζήλου για εργασία, προχωρώντας να υποδείξει ότι για την ποσότητα εργασίας το ενδιαφερόμενο μέρος βαθμολογείτο κατά τα τελευταία πέντε έτη με Α, ενώ ο αιτητής κατά την ίδια περίοδο με Β+. Ο Διευθυντής επίσης ανέφερε ότι η ισοδυναμία των δύο υποψηφίων στο σύνολο των τελευταίων ετών, οφειλόταν στο γεγονός ότι ο αιτητής βαθμολογείτο στα μη νομολογημένα κριτήρια «ικανότητα γραπτής επικοινωνίας» και «υπηρεσιακής κατάρτισης» με 3 Α και 2 Β+ κατά τα τελευταία πέντε έτη, έναντι 5 Β+ του ενδιαφερομένου μέρους και με Α κατά τα έτη 2002 και 2003 για τον αιτητή, έναντι 2 Β+ του ενδιαφερομένου μέρους, αντίστοιχα.
Σε σχέση με τα προσόντα, ο Διευθυντής διαπίστωσε ότι αυτά ήταν τα ίδια, ενώ οι κατά έντεκα μήνες μεγαλύτερη αρχαιότητα του αιτητή δεν μπορούσε να του δώσει προβάδισμα έναντι του ενδιαφερομένου μέρους, ενόψει του ότι ο αιτητής υστερούσε σε επίδοση και απόδοση, όπως καταγράφηκε προηγουμένως.
Όπως προαναφέρθηκε η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή αποτελούμενη από τρία πρόσωπα διαφώνησε πλειοψηφικά με τη σύσταση του Διευθυντή προτάσσοντας τον αιτητή για προαγωγή. Η σύσταση του Διευθυντή έγινε όμως δεκτή ως είχε από τους ίδιους τους καθ΄ ων, οι οποίοι θεώρησαν κατά πλειοψηφία το ενδιαφερόμενο μέρος ως προάξιμο ακολουθώντας τη θέση του αντιπροέδρου τους ο οποίος είχε προεδρεύσει και της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής στην απουσία του Προέδρου. Ο αντιπρόεδρος πρότεινε στα μέλη των καθ΄ ων να μην αποδεχθούν τη σύσταση της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής και πρότεινε αντί της προαγωγής του αιτητή, την προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους «….. λόγω καλύτερης βαθμολογίας στην απόδοση και στην επίδοση.». Κατά τη θέση της μειοψηφίας αποτελούμενης από τα δύο μέλη που ήταν τα μέλη που πλειοψήφησαν στη Συμβουλευτική Υπεπιτροπή, τόσο τα προσόντα, όσο και η αξία βαθμολογικά των δύο υποψηφίων ήταν η ίδια, με το νομολογημένο κριτήριο της αρχαιότητας να είναι σαφώς υπέρ του αιτητή προσδίδοντας έτσι σε αυτό και μεγαλύτερη πείρα.
Οι αιτιάσεις που προβάλλονται προς ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης είναι ορθές. Υπήρξε, όντως, κρίνεται, πλάνη περί τα πράγματα και το Νόμο, εφόσον είναι η όλη εικόνα των υποψηφίων που στο τέλος της ημέρας αναδύεται στην επιφάνεια για σκοπούς σύγκρισης της αξίας τους. Εφόσον με βάση τα υπηρεσιακά στοιχεία, αιτητής και ενδιαφερόμενο μέρος είχαν τα τελευταία πέντε έτη, από 33Α, η ισοδυναμία που προκύπτει είναι αδιαμφισβήτητη. Και η επί μέρους μικροσκοπική ανάλυση ενός εκάστου των κριτηρίων ώστε να αναδεικνύεται υπεροχή στα κριτήρια της επίδοσης και απόδοσης του ενδιαφερομένου μέρους, παραγνωρίζει ακριβώς αυτή τη γενική εικόνα που παραπέμπει σε ισοδυναμία. Το αποτέλεσμα ήταν η εμφιλοχώρηση πλάνης εφόσον αυτή η ουσιαστική ισοδυναμία εκτοπίστηκε με τη θέση και στάση που έλαβε τόσο ο Διευθυντής, όσο και οι ίδιοι οι καθ΄ ων.
Η νομολογία έχει προδιαγράψει ότι είναι το σύνολο της εικόνας που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και όχι επί μέρους διαφορές υπέρ του ενός ή του άλλου υποψηφίου. (Μεστάνας ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 213, σελ. 218 Μικελλίδου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 105, σελ. 115 και Αντρούλλας Εργατούδη ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, υπόθ. αρ. 1094/02, ημερ. 19.7.04). Αυτό, διότι όπως έχει πλειστάκις νομολογηθεί, οι επί μέρους διαφορές που δεν είναι ουσιαστικές και διαχρονικές μεταξύ δύο υποψηφίων, είναι οριακές, χωρίς να αλλοιώνεται η κατά το μάλλον ή ήττον ισοδυναμία τους. Ακριβώς η συνολική εικόνα που απορρέει είναι αυτή που παρέχει το δείκτη της ικανότητας και όχι η κατά χρονική συγκυρία μικρή διαφοροποίηση στη βαθμολογία. Διαφορά σε 5 «εξαίρετα» κατά την τελευταία ουσιώδη πενταετία μεταξύ των υποψηφίων είχε μεν τη βαρύτητα της, αλλά πρέπει να ιδωθεί μέσα στη γενικότερη εικόνα τους (δέστε Βασιλειάδης ν. Τσιάππα (2005) 3 Α.Α.Δ. 404, σελ. 414-415, όπου τέτοια διαφορά κρίθηκε ως οριακή, παραμένουσα ισχυρή η ουσιαστική ισότητα). Διαφορά σε 3 «εξαίρετος» στην τελευταία πενταετία, κρίθηκε ότι δεν προσέδιδε οποιαδήποτε ιδιαίτερη υπεροχή σε αξία ώστε να αντισταθμίσει την υπέρμετρη αρχαιότητα του εφεσίβλητου στην Δημοκρατία ν. Φεσά, Α.Ε. αρ. 122/06, ημερ. 18.3.09. Σχετικές είναι και οι Πούρος κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374 και Μάρθα Θεμιστοκλέους ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. αρ. 9/07, ημερ. 17.7.09. Στη δε Δημοκρατία ν. Σκλάβου (2007) 3 Α.Α.Δ. 473, διαφορά σε ένα έστω σημαντικό στοιχείο κρίσης για ένα μόνο έτος, κρίθηκε ότι δεν επέτρεπε «τόσο κάθετη κρίση», ότι ο εφεσίβλητος υστερούσε σε αξία.
Ανεξάρτητα από τα πιο πάνω, τα οποία από μόνα τους αποδεικνύουν πλάνη στις αντίστοιχες συστάσεις και την εν τέλει προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους, παρατηρείται ότι η απομόνωση των κριτηρίων της απόδοσης και επίδοσης ανέδειξε πλασματική υπεροχή του τελευταίου. Αυτό γιατί:
(i) ως «παραδεδεγμένα κριτήρια» που λαμβάνονται υπόψη για σκοπούς προαγωγών με βάση τις πρόνοιες του Καν. 23(2) των περί Αρχής Ηλεκτρισμού (Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμών του 1986 (Κ.Δ.Π. 291/86), λογίζονται η αρχαιότητα, τα προσόντα, η αξία, η ικανότητα και η επίδοση στην υπηρεσία.
(ii) σ΄ ό,τι αφορά το κριτήριο της «επίδοσης» κάτω από τον Καν. 23, θεωρήθηκε από το Διευθυντή και τους καθ΄ ων, ότι αυτό αποτιμάται από τους επί μέρους δείκτες της ποιότητας εργασίας, ποσότητας εργασίας και ζήλου για εργασία, αυτά δε έχουν κριθεί νομολογιακά ως τέτοια. Αν αυτό είναι ορθό, τότε, παρατηρείται ότι η διαφορά στο κριτήριο της επίδοσης, μεταξύ των δύο, σμικρύνεται ακόμη περισσότερο εφόσον στο σύνολο του στο κριτήριο αυτό η διαφορά έγκειται μόνο κατά τι, δηλαδή, από Α σε Β+, σε ένα μόνο από τους τρεις δείκτες, ενώ στους υπόλοιπους δύο δείκτες υπάρχει απόλυτη ισοδυναμία. Με άλλα λόγια, το κριτήριο «επίδοση», δεν αποτιμάται αυτόνομα, αλλά συντίθεται από και εξάγεται ως αποτέλεσμα τριών διαφορετικών δεικτών, από τους οποίους υπάρχει απόλυτη ισοδυναμία στους δύο.
(iii) σ΄ ό,τι αφορά το κριτήριο της «απόδοσης» που παραδεκτά από την αγόρευση των καθ΄ ων, σελ. 7-8, δεν αποτελεί θεσμοθετημένο κριτήριο παρατηρούνται τα ακόλουθα: (α) Είναι γεγονός ότι στα σχετικά έντυπα αξιολόγησης που ευρίσκονται στους διοικητικούς φακέλους Τεκμ. «Α» και «Β» που κατατέθηκαν κατά τις διευκρινίσεις, χρησιμοποιούνται διάφορα στοιχεία ή δείκτες αξιολόγησης σε συμφωνία με τους τροποποιητικούς Κανονισμούς της Κ.Δ.Π. 77/96, τον Έβδομο Πίνακα και τα εκεί προνοούμενα έντυπα («φύλλα αξιολόγησης»), κάτω από τον Καν. 24 που αφορά τις εμπιστευτικές εκθέσεις. Σ΄ αυτά, καθορίζεται και το «κριτήριο» της «ποσότητας εργασίας». Δεν εντοπίζεται οποιοσδήποτε ρητός συσχετισμός του «κριτηρίου» αυτού ή και ευρύτερα όλων των καθοριζόμενων στα έντυπα στοιχείων ή δεικτών με τα παραδεδεγμένα κριτήρια, ως προς το ποιοι δείκτες συναποτελούν ποιο παραδεδεγμένο κριτήριο, αλλά δεν έχει προωθηθεί ζήτημα ως προς αυτό. (β) Έχει αναφερθεί στην αγόρευση του ενδιαφερομένου μέρους ότι το στοιχείο της «απόδοσης» έχει καθιερωθεί νομολογιακά, μνημονεύονται δε οι υποθέσεις Βασιλείου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (1996) 4 Α.Α.Δ. 885 και Θεοδούλου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, υπόθ. αρ. 1364/05, ημερ. 24.1.07. Αλλά στη Βασιλείου δεν καταγράφηκε οποιαδήποτε ιδιαίτερη θέση ότι η «απόδοση» αποτελεί ξεχωριστό κριτήριο και μάλλον αυτό θεωρήθηκε ως δεδομένο. Στη δε Θεοδούλου έγινε αναφορά ότι κρίθηκε νομολογιακά ότι η απόδοση μπορεί να αποτιμηθεί και με το κριτήριο για ζήλο για εργασία, αξιοπιστία και πρωτοβουλία, με παραπομπή στις υποθέσεις Ηλίας Μ. Πετρίδης ν. Α.Η.Κ., συνεκδ. υποθ. αρ. 321/98 και 392/98, ημερ. 17.3.99 και Μητροδώρα Θεοδώρου ν. Α.Η.Κ., υπόθ. αρ. 319/08, ημερ. 30.7.99. Σε καμιά όμως από τις αποφάσεις αυτές δεν σχολιάζεται το παραδεκτό του στοιχείου της «απόδοσης» ή σε συνάρτηση και συσχετισμό του με τα «παραδεδεγμένα κριτήρια». (γ) Εν πάση περιπτώσει παρατηρείται από τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή ότι και πάλι λήφθηκε υπόψη μεταξύ των άλλων δεικτών (ποιότητα εργασίας, πρωτοβουλία, αξιοπιστία, και ζήλου προς εργασία) και η ποσότητα εργασίας. Άρα ο ίδιος δείκτης χρησιμοποιήθηκε ανεπίτρεπτα δύο φορές και για την επίδοση και την απόδοση, για να δοθεί πλασματικά η εικόνα της υπέρτερης υπεροχής του ενδιαφερομένου μέρους, κάνοντας μάλιστα αναφορά, αυτή τη φορά, σε 25 Α έναντι 20 Α του αιτητή, εφόσον τώρα οι δείκτες ήταν πέντε για να συνθέσουν, όπως το έθεσε στη σύσταση του ο Διευθυντής, το κριτήριο της απόδοσης, που είναι μη θεσμοθετημένο.
(iv) η αναφορά από το Διευθυντή στην υπεροχή του αιτητή στους δείκτες «ικανότητα γραπτής επικοινωνίας» και «υπηρεσιακής κατάρτισης» κατά τρία «Α» στον πρώτο δείκτη για τα έτη 2004, 2005, 2006 και κατά δύο «Α» στον δεύτερο δείκτη για τα έτη 2002 και 2003, γίνεται κατά τρόπο που υποτιμά και εξουδετερώνει την υπεροχή αυτή εφόσον καταγράφεται ως υπεροχή σε διάστημα πέντε ετών (γι΄ αυτό και ισοβαθμούν τελικώς), στα μη νομολογημένα αυτά κριτήρια (όπως το έθεσε ο Διευθυντής), ενώ μη νομολογημένο είναι και το «κριτήριο» της απόδοσης στο οποίο στην αμέσως προηγούμενη παράγραφο ο Διευθυντής έδωσε έμφαση στην υπεροχή του ενδιαφερομένου μέρους, υπεροχή, υπενθυμίζεται που αφορά μόνο ένα επί μέρους στοιχείο ή δείκτη.
(v) δεν έγινε από το Διευθυντή οποιαδήποτε σύγκριση γιατί να προτιμηθεί η υπεροχή του ενδιαφερομένου μέρους σ΄ ένα δείκτη της απόδοσης, αυτό της ποσότητας, έναντι της υπεροχής του αιτητή στην ικανότητα γραπτής επικοινωνίας και υπηρεσιακής κατάρτισης. Ποιος δείκτης θεωρείτο υπέρτερος για τα καθήκοντα της επίμαχης θέσης δεν εξηγήθηκε ποσώς. Το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης (Παράρτημα 1 στην ένσταση), δεν περιέχει οτιδήποτε που να παραπέμπει ή να προδιαγράφει προτίμηση για υπεροχή στο ένα ή το άλλο από τα καταγραφόμενα εκεί προσόντα που θα είναι πλέον κατάλληλο για τα καθήκοντα και ευθύνες που θα αναλαμβάνονται από τον προαχθέντα.
Έπεται ότι ενώ υπήρχε ουσιαστική ισοδυναμία στην αξία, θεωρήθηκε λανθασμένα το αντίθετο. Και εφόσον υπήρχε, αναγνωρισμένα πλέον, ισοδυναμία και στα προσόντα, σύμφωνα με τη σύσταση του Διευθυντή, παρέμεινε ως υπέρτερο κριτήριο υπέρ του αιτητή αυτό της αρχαιότητας κατά 11 μήνες, που ορθά η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή κατά πλειοψηφία (δύο ψήφους έναντι μίας), εντόπισε ότι προσέδιδε και μεγαλύτερη πείρα. Αναγνωρίζεται γενικά ότι η αρχαιότητα σε μια υπηρεσία προσδίδει λογικά και υπέρμετρη πείρα (Δημοκρατία ν. Πετρίδη (1991) 3 Α.Α.Δ. 731, 740, Δημοκρατία ν. Αντωνίου (2001) 3 Α.Α.Δ. 921, Μουρτζή ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 915, Ψωμά ν. Δημοκρατίας (2004) 4 Α.Α.Δ. 702, Χριστίνα Σιακαλλή ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 2357/06, ημερ. 9.12.08, κ.α.). Η αρχαιότητα και η πείρα έστω και 11 μηνών, δεν θα μπορούσε να παραγνωριστεί εφόσον «αυτή προσμετρά ως μέτρο αξίας όταν αυτή είναι σχετική με τα καθήκοντα της θέσης ….» (Ιωσηφίδης ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 410, σελ. 418). Έχει κριθεί δε ότι ακόμη και 11 μήνες αρχαιότητα, σε προηγούμενη μάλιστα θέση, ήταν μεν οριακή, αλλά παρέμενε πάντα υπεροχή (Ειρήνη Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 862/07, ημερ. 3.4.09), ενώ στην Ψωμά ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 339/99, ημερ. 31.7.2000, δεκάμηνη αρχαιότητα κρίθηκε ως αποφέρουσα και ανάλογη υπεροχή σε πείρα, στην δε Κυριάκος Παρτάσης ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1617/07, ημερ. 9.12.08, αρχαιότητα 18 μηνών (7 μήνες περισσότερο), χαρακτηρίσθηκε ως «ουσιαστική».
Περαιτέρω, παραγνωρίσθηκε από την πλειοψηφία των καθ΄ ων, η σύσταση της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής υπέρ του αιτητή η οποία πρόσθετε στην αξία του, η δε δοθείσα αιτιολογία για παράκαμψη της παραπέμπει στους λόγους σύστασης που προήλθαν από τον Διευθυντή, που όπως αναλύθηκε προηγούμενως, ήταν πεπλανημένη. Η πεπλανημένη αυτή σύσταση που ανεδείκνυε λανθασμένα υπεροχή του ενδιαφερομένου μέρους σε αξία, μεταφέρθηκε στην κρίση των καθ΄ ων αφού την αποδέχθηκαν κατά πλειοψηφία, με αποτέλεσμα να πάσχει ολοκληρωτικά (Ζαχαρίας Παπανικολάου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, υπόθ. αρ. 864/03, ημερ. 2.2.05). Περαιτέρω, η σύσταση του Διευθυντή δεν ήταν εναρμονισμένη με τα στοιχεία των φακέλων και τις θέσεις του άμεσα προϊσταμένου αμφοτέρων των υποψηφίων, αιτητή και ενδιαφερομένου μέρους, Ανδρέα Μαλιαλή, ο οποίος ενώπιον της Μεικτής Συμβουλευτικής Επιτροπής Επιλογής, έκρινε και τους δύο ως κατάλληλους για προαγωγή, χαρακτηρίζοντας και τους δύο ως έχοντες «….. εξαιρετικές οργανωτικές και πολύ καλές διοικητικές ικανότητες», προσθέτοντας ότι η «απόδοση» αμφοτέρων είναι «εξαιρετική». Επομένως, υπήρξε εκ μέρους του Διευθυντή, που συμπαρέσυρε και την αιτιολογική σκέψη των καθ΄ ων, ανεπίτρεπτη διαφοροποίηση των στοιχείων αυτών (Γεωργιάδης ν. Α.Η.Κ. (1996) 3 Α.Α.Δ. 249), με επιλεκτικές αναφορές σε επιμέρους δείκτες σε πλήρη παραγνώριση της γενικής και συνολικής εικόνας, της αρχαιότητας και της πείρας του αιτητή.
Ενόψει όλων των πιο πάνω, η προσφυγή επιτυγχάνει, με €1.500 έξοδα πλέον Φ.Π.Α. υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ΄ ων.
Η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.
Καμιά διαταγή εξόδων ως προς το ενδιαφερόμενο μέρος.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο