ΜΑΡΙΟΣ ΙΩΣΗΦΙΔΗΣ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 1743/07 και 149/08, 11 Ιανουαρίου 2010

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 1743/07 και 149/08)

 

11 Ιανουαρίου 2010

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

(Υπόθεση Αρ. 1743/07)

ΜΑΡΙΟΣ ΙΩΣΗΦΙΔΗΣ,

Αιτητής,

-         ΚΑΙ  -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ΄ ων η αίτηση.

-----------------------------------

(Υπόθεση Αρ. 149/08)

ΙΩΑΝΝΗΣ ΘΑΣΙΤΗΣ,

Αιτητής,

-         ΚΑΙ  -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ΄ ων η αίτηση.

-----------------------------------

Α. Κωνσταντίνου, για τον Αιτητή στην Υπόθεση Αρ. 1743/07.

Ι. Νικολάου, για τον Αιτητή στην Υπόθεση Αρ. 149/08.

Μ. Σπηλιωτοπούλου (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας,

για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

Α.Σ. Αγγελίδης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

-----------------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Οι συνεκδικασθείσες αυτές προσφυγές αφορούν το διορισμό του ενδιαφερομένου μέρους στη μόνιμη θέση Λειτουργού Αλιείας και Θαλάσσιων Ερευνών, Τμήμα Αλιείας και Θαλάσσιων Ερευνών, από 3.12.07 αντί των αντίστοιχων αιτητών. Ο διορισμός δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 30.11.07 με αριθμό Γνωστοποίησης 7480. 

 

        Η προκήρυξη της θέσης έγινε στις 17.3.06, αφορούσε θέση πρώτου διορισμού, με βάση δε το σχέδιο υπηρεσίας τα απαιτούμενα προσόντα επέβαλλαν την κατοχή πανεπιστημιακού διπλώματος ή τίτλου ή ισότιμου προσόντος σε ένα από τα πιο κάτω θέματα ή συνδυασμό των θεμάτων: Θαλάσσια Βιολογία, Αλιευτική Βιολογία, Ωκεανογραφία, Βιολογία, Υδροβιολογία, Ιχθυολογία, Ιχθυοκαλλιέργεια ή άλλο θέμα σχετιζόμενο με τις Θαλάσσιες Επιστήμες, τη Μηχανική της Πληροφορικής και τα Οικονομικά.  Μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλος ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους σε ένα από τα προαναφερθέντα θέματα, θα αποτελούσε πλεονέκτημα. 

 

        Υποβλήθηκαν 109 αιτήσεις και συστήθηκε Συμβουλευτική Επιτροπή με βάση το άρθρο 32(1)(β) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου αρ. 1/90, απαρτιζόμενη από το Διευθυντή Τμήματος Αλιείας και Θαλάσσιων Ερευνών ως πρόεδρο, δύο Ανώτερους Λειτουργούς Αλιείας και Θαλάσσιων Ερευνών και δύο Λειτουργούς Αλιείας και Θαλάσσιων Ερευνών Α΄, ως μέλη. Η Συμβουλευτική Επιτροπή αξιολόγησε τους υποψήφιους με προφορική μόνο εξέταση, αφού προηγουμένως απέκλεισε αριθμό υποψηφίων που δεν  ικανοποιούσαν τα απαιτούμενα προσόντα.  Για τους υπόλοιπους, η Συμβουλευτική Επιτροπή υιοθέτησε βαθμολογικό πίνακα, που σε ό,τι ενδιαφέρει εδώ, περιελάμβανε την κατάταξη «πάρα πολύ καλός» με βαθμολογία 8.50-8.99, «σχεδόν εξαίρετος» με βαθμολογία 9.00-9.49 και «εξαίρετος» με βαθμολογία 9.50-10.  Οι ερωτήσεις που τέθηκαν κατά την προφορική εξέταση σύμφωνα με την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής (Παράρτημα 5 στην ένσταση), αφορούσαν θέματα σχετικά με τις σπουδές των υποψηφίων, τα προσόντα  και εμπειρία τους, καθώς και τα καθήκοντα και ευθύνες της υπό πλήρωση θέσης.

 

 Τον αιτητή στην υπ΄ αρ. 1743/07 προσφυγή, Μάριο Ιωσηφίδη, χαρακτήρισε ως «σχεδόν εξαίρετο» με βαθμολογία 9.32, τον δε αιτητή στην υπ΄ αρ. 149/08 προσφυγή, Ιωάννη Θασίτη, επίσης ως «σχεδόν εξαίρετο» με ελαφρώς ανώτερη βαθμολογία ήτοι 9.48.  Και για τους δύο αιτητές η Συμβουλευτική Επιτροπή στη σελ. 8 της έκθεσης της, κατέγραψε ότι είχαν δώσει σχεδόν εξαίρετες απαντήσεις σε όλες τις ερωτήσεις, ήταν άριστοι γνώστες του αντικειμένου τους και άφησαν ο μεν Θασίτης «άριστες εντυπώσεις», ο δε Ιωσηφίδης «σχεδόν άριστες εντυπώσεις», στη Συμβουλευτική Επιτροπή.  Το ενδιαφερόμενο μέρος Μελίνα Μάρκου, η Συμβουλευτική Επιτροπή χαρακτήρισε ως «σχεδόν πάρα πολύ καλή» με βαθμολογία 8.08 και με καταγραφή της εντύπωσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής ότι αυτή έδωσε «πάρα πολύ καλές» απαντήσεις σε όλες σχεδόν τις ερωτήσεις που υποβλήθηκαν, ενώ είχε πάρα πολύ καλές γνώσεις και σε θέματα Θαλάσσιας Βιολογίας.  Περαιτέρω, η Συμβουλευτική Επιτροπή μετά από μελέτη των αναλυτικών προγραμμάτων των πτυχίων και διπλωμάτων των υποψηφίων έκρινε ότι και οι δύο αιτητές, αλλά και το ενδιαφερόμενο μέρος, κατείχαν το πλεονέκτημα του σχεδίου υπηρεσίας, δίνοντας 0.5  πρόσθετη βαθμολογία για την κατοχή του, και 1.0 μονάδες για πείρα στον Θασίτη λόγω του ότι εργαζόταν στην εταιρεία Νηρεύς Ιχθυοκαλλιέργειες Α.Ε. από το 2005, στη βάση  απόφασης ότι θα δινόταν για κάθε χρόνο εμπειρίας μια  πρόσθετη βαθμολογία της τάξης του 0.1 με μέγιστο αποτέλεσμα το 1.0.  Δεν έδωσε οποιαδήποτε μονάδα είτε στον Ιωσηφίδη, είτε στο ενδιαφερόμενο μέρος, εφόσον δεν διέθεταν πείρα.  Εν τέλει η Συμβουλευτική Επιτροπή σύστησε ομόφωνα τέσσερεις υποψηφίους για διορισμό στη θέση που περιελάμβαναν τους δύο αιτητές και δύο άλλα πρόσωπα, αλλά όχι το ενδιαφερόμενο μέρος. 

 

        Η Ε.Δ.Υ.  στη συνεδρία της ημερ. 7.9.07, μελετώντας την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής έκρινε ότι αυτή λανθασμένα έδωσε 1.0 μονάδα στον Θασίτη εφόσον δεν διέθετε 10ετή προηγούμενη πείρα στην εταιρεία Νηρεύς, έχοντας εργαστεί εκεί μόνο από το 2005, ενώ παρατήρησε ταυτόχρονα ότι δεν είχε επισυναφθεί οποιοδήποτε πιστοποιητικό για την εκεί πείρα του, κρίνοντας ότι άλλα πιστοποιητικά που είχε επισυνάψει είχαν ήδη κριθεί από τη Συμβουλευτική Επιτροπή ως μη σχετικά.  Επομένως η Ε.Δ.Υ. αποφάσισε να μην υιοθετήσει τη βαθμολόγηση του Θασίτη με 1.0 μονάδα για σχετική πείρα, συμπληρώνοντας ότι εν πάση περιπτώσει αυτός θα παρέμενε πρώτος στην τελική κατάταξη όποια αλλαγή και να επερχόταν στη βαθμολογία του στο θέμα της πείρας.  Η Ε.Δ.Υ. αποφάσισε επίσης ότι το ενδιαφερόμενο μέρος Μάρκου που ήταν πέμπτη στην τελική κατάταξη, ήταν η μόνη από τους μη περιληφθέντες στον προκαταρκτικό κατάλογο της Συμβουλευτικής Επιτροπής που αφενός κατείχε το πλεονέκτημα και αφετέρου είχε αξιολογηθεί ως πάρα πολύ καλή κατά την τελική αξιολόγηση της.  Ως εκ τούτου αποφάσισε να την καλέσει στην ενώπιον της προφορική εξέταση επιπρόσθετα των τεσσάρων υποψηφίων που συστήθηκαν από τη Συμβουλευτική Επιτροπή.

 

        Στην επόμενη συνεδρία ημερ. 18.10.07, η Ε.Δ.Υ. εξέτασε επιστολή του Θασίτη ημερ. 15.10.07, με την οποία υπέβαλε πιστοποιητικό για την πείρα του στην εταιρεία Νηρεύς από το Δεκέμβριο του 2005.  Παρατήρησε ότι αυτό ήταν ουσιαστικά κατάσταση μισθολογίας για το Σεπτέμβριο του 2007 χωρίς να αναφέρεται από πότε εργαζόταν στην εταιρεία αυτή, ενώ η επιστολή ήταν και ανυπόγραφη.  Ως εκ τούτου η Ε.Δ.Υ. αποφάσισε να μην τη λάβει υπόψη.  Στη συνέχεια, στην παρουσία του Διευθυντή του Τμήματος Αλιείας και Θαλάσσιων Ερευνών και προέδρου της Συμβουλευτικής Επιτροπής, τέθηκαν ερωτήσεις στους πέντε υποψήφιους τόσο από το Διευθυντή, όσο και από μέλη της Ε.Δ.Υ. Ο Διευθυντής αξιολόγησε την απόδοση τους χαρακτηρίζοντας τον Θασίτη ως «πάρα πολύ καλό», τον Ιωσηφίδη ως «σχεδόν εξαίρετο» και την Μάρκου ως «πολύ καλή».   Αφού ο Διευθυντής αποχώρησε, η Ε.Δ.Υ. προέβηκε στη δική της αξιολόγηση χαρακτηρίζοντας τους μεν Θασίτη και Ιωσηφίδη ως «πάρα πολύ καλούς», τη δε Μάρκου ως «εξαίρετη».  Έκρινε εν τέλει ότι η Μάρκου υπερείχε γενικά των υπολοίπων υποψηφίων, την επέλεξε δε για διορισμό στην επίμαχη θέση σημειώνοντας ότι είχε αξιολογηθεί ως εξαίρετη σε υψηλότερο δηλαδή επίπεδο από τους άλλους δύο αιτητές, ενώ διέθετε επιπλέον και το προβλεπόμενο από το σχέδιο υπηρεσίας πλεονέκτημα.  Σημείωσε ότι το πλεονέκτημα διέθεταν και οι δύο αιτητές, οι οποίοι όμως είχαν αξιολογηθεί ως «πάρα πολύ καλοί» από την Ε.Δ.Υ. σε χαμηλότερο δηλαδή επίπεδο αξιολόγησης από το ενδιαφερόμενο μέρος, μη παραλείποντας με αναφορά και σε νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, να προσθέσει ότι η προφορική εξέταση έχει βαρύνουσα ή αυξημένη σημασία σε θέσεις πρώτου διορισμού εφόσον η απόδοση σ΄ αυτήν  δείχνει και την προσωπικότητα και τις  ικανότητες ενός υποψηφίου. 

 

        Αμφότεροι οι αιτητές  βάλλουν κατά της κρίσης της Ε.Δ.Υ. για  σειρά  λόγων,  εισηγούμενοι  ουσιαστικά  πλάνη  ως   προς την  διαπίστωση  ότι  η Μάρκου κατείχε το πλεονέκτημα  και   ότι λανθασμένα έκρινε την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση ενώπιον της, δίνοντας ουσιαστικά υπέρμετρη σημασία σ΄ αυτήν που ήταν τελικά και το μοναδικό κριτήριο για την τελική επιλογή της.  Ο εις των αιτητών εισηγείται επίσης πλάνη και ως προς την απόφαση της να περιλάβει στον τελικό κατάλογο και το ενδιαφερόμενο μέρος.

 

        Πριν το Δικαστήριο προχωρήσει στην κρίση του, να καταγραφεί ότι από πλευράς προσόντων ο μεν Θασίτης κατέχει πτυχίο Ιχθυοκομίας-Αλιείας από το Τ.Ε.Ι. Μεσολογγίου (λίαν καλώς) και M.Sc. in Aquaculture από το Πανεπιστήμιο του Stirling, ο δε Ιωσηφίδης κατέχει πτυχίο Επιστήμης της Θάλασσας από το Πανεπιστήμιο του Αιγαίου (λίαν καλώς), καθώς και M.Sc. in Marine and Fisheries Science. Η Μάρκου κατέχει B.A. (Marine Science) από το Πανεπιστήμιο του San Diego και M.Sc. in Restoration Ecology of Terrestrial and Aquatic Environments από το Πανεπιστήμιο του Liverpool.     

 

        Ένα από τα θέματα που εγείρονται από τους αιτητές είναι ότι λανθασμένα τόσο η Συμβουλευτική, όσο και η Ε.Δ.Υ., θεώρησαν ότι το ενδιαφερόμενο μέρος κατέχει το πλεονέκτημα.  Αυτό, με αναφορά στον τίτλο του μεταπτυχιακού της Μάρκου, αλλά και τα επιμέρους αναλυτικά μαθήματα  όπως εξειδικεύονται στον προσωπικό της φάκελο.  Η βασική θέση είναι ότι το μεταπτυχιακό αυτό δεν ήταν δυνατό να κατηγοριοποιηθεί σε οποιαδήποτε θεματολογία του σχεδίου υπηρεσίας, (ανήκει μάλλον στον κλάδο της Οικολογίας και δεν αφορά τη θάλασσα ή την αλιεία), ότι δεν έγινε από την Ε.Δ.Υ. οποιαδήποτε σχετική έρευνα προς πιστοποίηση επακριβούς κατάταξης του μεταπτυχιακού, όπως έγινε με άλλη υποψήφια και όλα αυτά προς ζημιά των αιτητών, εφόσον η Μάρκου πιστώθηκε με τη σχετική βαθμολογία για την κατοχή του πλεονεκτήματος, αλλά και απέκτησε προβάδισμα που άλλως πως, δεν θα είχε.

 

        Το Δικαστήριο δεν συμφωνεί με την εκτενή επιχειρηματολογία των δύο αιτητών στις αντίστοιχες αγορεύσεις τους.  Και τούτο, διότι: (α) δεν είναι δυνατόν (όπως είναι η θέση τους), από τη μια να αναγνωρίζεται από τους αιτητές ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή  λόγω της ειδικότητας των μελών της, αλλά και του προέδρου της, ήσαν σε καλύτερη μοίρα να αξιολογήσουν τις γνώσεις και ικανότητες των υποψηφίων αποδίδοντας μεγαλύτερη βαθμολογία και υπέρτερη κατάταξη στους αιτητές παρά στο ενδιαφερόμενο μέρος στην προφορική συνέντευξη και από την άλλη να αμφισβητείται  η θεώρηση της Συμβουλευτικής ότι η Μάρκου όντως κατείχε το πλεονέκτημα.  Η Συμβουλευτική εφόσον ήταν στη δική της γνωσιολογική σφαίρα το αντικείμενο των σπουδών των υποψηφίων, δέχθηκε ότι το μεταπτυχιακό αυτό ενέπιπτε σ΄ ένα από τους αναφερόμενους κλάδους του σχεδίου υπηρεσίας, (β) η Ε.Δ.Υ. βασίστηκε πάνω στην αναγνώριση αυτή της Συμβουλευτικής, την κρίση της οποίας υιοθέτησε (κεφ. Δ της συνεδρίας της Ε.Δ.Υ. ημερ. 7.9.07), ενώ γενικώς προέβηκε σε δέουσα έρευνα και αυτό καθίσταται φανερό και από την εξέταση της αναλυτικής κατάστασης των μαθημάτων άλλης υποψήφιας (κεφ. Δ.2 ανωτέρω), (γ) το ότι δεν έπραξε το ίδιο και για το μεταπτυχιακό της Μάρκου δεν ισοδυναμεί κατ΄ ανάγκην με έλλειψη δέουσας έρευνας και (δ) η ερμηνεία του σχεδίου υπηρεσίας εναπόκειται, με βάση πάγια νομολογία, στην κρίση του διορίζοντος οργάνου, όταν δε η κρίση αυτή είναι εύλογα επιτρεπτή, το αναθεωρητικό Δικαστήριο δεν επεμβαίνει Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 517, Δημοκρατία ν. Γερμανού (2005) 3 Α.Α.Δ. 93, κ.α.).  Εδώ, είναι φανερό ότι το εξειδικευμένο σώμα της Συμβουλευτικής έκρινε ότι η Μάρκου κατείχε το πλεονέκτημα στη βάση της εξέτασης του μεταπτυχιακού που διέθετε, από δε το ενώπιον του Δικαστηρίου υλικό διαφαίνεται ότι η κρίση αυτή, καθώς και της Ε.Δ.Υ. που την ακολούθησε, ήταν εύλογη.  (Δημοκρατία ν. Παντζιαρή-Ελισσαίου (2003) 3 Α.Α.Δ. 168).

 

        Όσον αφορά την απόφαση της Ε.Δ.Υ. να προσθέσει το ενδιαφερόμενο μέρος στους ενώπιον της υποψηφίους για συνέντευξη και τελική κρίση, ζήτημα το οποίο εγείρει μόνο ο αιτητής Θασίτης, η επιφύλαξη του άρθρου 33(8) του Νόμου      αρ. 1/90, επιτρέπει στην Ε.Δ.Υ. να περιλάβει στον τελικό κατάλογο και υποψηφίους που δεν ήταν στον προκαταρκτικό κατάλογο, εφόσον το πράττει τούτο με «αιτιολογημένη απόφαση».  Η Ε.Δ.Υ. στο σχετικό πρακτικό της ημερ. 7.9.07, αιτιολόγησε τη συμπερίληψη της Μάρκου στον τελικό κατάλογο επειδή ήταν «η μόνη υποψήφια από τους μη περιληφθέντες στον προκαταρκτικό κατάλογο της Συμβουλευτικής Επιτροπής που, αφενός, κατέχει το πλεονέκτημα και, αφετέρου, έχει αξιολογηθεί ως πάρα πολύ καλή κατά την τελική αξιολόγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής ……».

 

        Τα πιο πάνω δεδομένα ήταν όμως ήδη ενώπιον της Συμβουλευτικής, η οποία και θεώρησε πρέπον να μην περιλάβει την Μάρκου στη σύσταση της για διορισμό της  στην υπό κρίση θέση.  Κρίνεται ότι η αιτιολογία που έδωσε η Ε.Δ.Υ. δεν είναι επαρκής ενόψει του  ότι δεν αναφέρθηκε σε οποιοδήποτε συγκεκριμένο λόγο, που δεν είχε ήδη υπόψη της η Συμβουλευτική, για να αιτιολογήσει τη δική της κρίση.  Αιτιολογία, κατά το άρθρο 33(8), σημαίνει την καταγραφή εκείνου του διαφοροποιητικού στοιχείου ως προς τα δεδομένα που είχε ενώπιον του το συμβουλευτικό όργανο, εδώ η Συμβουλευτική Επιτροπή, διαφορετικά, πρόκειται για απλή προτίμηση.  Προσεκτική ανάλυση των δεδομένων που είχε εν τέλει η Συμβουλευτική ενώπιον της και που οδήγησαν στην τελική σύσταση των τεσσάρων υποψηφίων (των δύο αιτητών και δύο άλλων), παραπέμπει αβίαστα στο συμπέρασμα ότι αυτή η τελική κρίση δεν έγινε με βάση την κατοχή ή όχι του πλεονεκτήματος, αλλά με βάση την τελική βαθμολογία που η Συμβουλευτική έδωσε στους ενώπιον της υποψηφίους.  Η λογική της κρίσης αυτής παρουσιάζεται από τη σελ. 14 παρ. 16 της έκθεσης της Συμβουλευτικής, Παράρτημα 5 στην ένσταση, όπου ρητά καταγράφεται ότι η Συμβουλευτική «….  λαμβάνοντας υπόψη την τελική αξιολόγηση όλων των υποψηφίων, σχετικός Πίνακας επισυνάπτεται (ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ V), καθώς και τα άλλα ουσιώδη στοιχεία που είχε ενώπιον της η Επιτροπή (ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VI), αποφάσισε ομόφωνα να συστήσει ……».

 

        Αναδρομή στο σχετικό Παράρτημα V, αποκαλύπτει ότι οι τέσσερεις συστηθέντες είχαν τις υψηλότερες βαθμολογίες, ήτοι, ο Θασίτης 10.98, ο Ιωσηφίδης 9.82, η Πολεμίτου 8.82 και η Νισηφόρου 8.78 (οι τελευταίες δύο είναι τα άλλα δύο πρόσωπα που συστήθηκαν), ενώ η Μάρκου είχε 8.58.  Είναι λοιπόν με αναγωγή στη βαθμολογία, ως τελικής αξιολόγησης, που η Συμβουλευτική προέβηκε στην τελική επιλογή της και όχι με την κατοχή ή μη του πλεονεκτήματος.  Αυτό καθίσταται πλέον φανερό και από το γεγονός ότι η επιλεγείσα και συστηθείσα Πολεμίτου θεωρήθηκε ότι δεν κατείχε το πλεονέκτημα με βάση «τις παρούσες ανάγκες της υπηρεσίας» (σελ. 14 της έκθεσης της Συμβουλευτικής) και έτσι δεν της αποδόθηκε η 0.5 προσθετική μονάδα για το πλεονέκτημα, όπως στους άλλους τρεις συστηθέντες, αλλά παρά ταύτα, η βαθμολογία της κατά την συνέντευξη ενώπιον της Συμβουλευτικής ήταν της τάξης του 8.82 και παρέμεινε έτσι και στην τελική κατάταξη, πάνω ακόμη και από την Νησιφόρου, η οποία στη συνέντευξη απέδωσε με 8.28 βαθμολογία, στην οποία και προστέθηκαν 0.5 μονάδες για την κατοχή του πλεονεκτήματος, με τελική βαθμολογία 8.78.  Τη σημασία της βαθμολογίας αναγνώρισε στην ουσία και η ίδια η Ε.Δ.Υ. , όταν αφαιρώντας τη μονάδα για την πείρα από τον Θασίτη, είπε ότι  πάλι θα παρέμενε πρώτος άσχετα από τη βαθμολογική του υποβάθμιση κατά 1.0 μονάδα.

 

        Συνάγεται ότι δεν ήταν το πλεονέκτημα που ώθησε τη Συμβουλευτική να μην περιλάβει την Μάρκου στη σύσταση της και η χρησιμοποίηση από την Ε.Δ.Υ. της αιτιολογίας ότι αυτή ήταν η μόνη που ενώ είχε το πλεονέκτημα δεν συμπεριλήφθηκε στον κατάλογο της Συμβουλευτικής, ήταν προϊόν πλάνης.  Η αιτιολογία λοιπόν που έδωσε η Ε.Δ.Υ. για τη συμπερίληψη της Μάρκου στον τελικό κατάλογο, απλώς επανέλαβε, και μάλιστα πεπλανημένα, τα ίδια δεδομένα που είχε ενώπιον της η Συμβουλευτική, ενώ δεν αιτιολόγησε γιατί παρά το ότι η Μάρκου είχε κριθεί με τελική βαθμολογία 8.58, έπρεπε να συμπεριληφθεί στον τελικό κατάλογο.  Απαιτείτο η καθαρή τοποθέτηση και αιτιολογία της Ε.Δ.Υ. ως προς το λόγο διαφωνίας της με τη Συμβουλευτική και όχι απλώς η επανάληψη λόγων που η τελευταία είχε ήδη εξετάσει και αξιολογήσει. (Κωνσταντίνου ν. Νικολάου (2007) 3 Α.Α.Δ. 18 σελ. 25).

 

 Η νομοθετικά προνοούμενη αιτιολογία αποτελεί ουσιώδη τύπο της διοικητικής πράξης σε βαθμό ακυρότητας.  (Κυπριανίδη ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 298 και Θέκλα Αδάμου ν. Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 2171).  Η γενική αναφορά από την Ε.Δ.Υ. στα κριτήρια, με γνώμονα τη συμπερίληψη σε τελικό κατάλογο, δεν επαρκεί (Κελεπενιώτης ν. Α.Η.Κ. (1994) 4 Α.Α.Δ. 1795), ιδιαίτερα εδώ όπου, όπως υποδείχθηκε, η Συμβουλευτική ενήργησε στη βάση της τελικής βαθμολογίας που έδωσε στους υποψήφιους, μετά τη συνεκτίμηση όλων των παραγόντων, περιλαμβανομένου και του πλεονεκτήματος.

 

        Πέραν του διαπιστωθέντος προβλήματος που οδηγεί σε ακύρωση της τελικής κρίσης της Ε.Δ.Υ. και που επηρεάζει βεβαίως και τον αιτητή Ιωσηφίδη, διακρίνεται και έτερος σοβαρός λόγος ακύρωσης. 

 

        Στην απόφαση της πλειοψηφίας στην υπόθεση Ειρήνη Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 862/07, ημερ. 3.4.09, (απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας), κρίθηκε ότι ενώ αναγνωρίζεται η δυνατότητα απόκλισης από τη σύσταση του προϊσταμένου απαιτείται επαρκής προς τούτο αιτιολογία (Δημοκρατία ν. Χριστούδη (1996) 3 Α.Α.Δ. 267), ειδική δε αιτιολογία συνιστά η παράθεση πειστικών λόγων που να αντισταθμίζουν τη σύσταση του προϊσταμένου, λόγοι που πρέπει να  απορρέουν  από την  ίδια την αιτιολογία της απόφασης και όχι να συνάγονται από τα πρακτικά.  (δέστε Σπανός ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 432 και Δημοκρατία ν. Γερμανού – ανωτέρω –).  Στην ίδια υπόθεση, επικυρώνοντας προηγούμενη σχετική νομολογία, κρίθηκε ότι η διαφορά στην αξιολόγηση μιας προφορικής συνέντευξης μεταξύ του χαρακτηρισμού της ως «εξαίρετη» με αυτή που θεωρήθηκε ως «πάρα πολύ καλή» είναι οριακή, ενώ στην απόφαση Χριστίνα Σιακαλλή ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 2357/06, ημερ. 9.12.08, η ίδια διαφορά στην αξιολόγηση χαρακτηρίστηκε από το παρόν Δικαστήριο ως ακόμη μικρότερη της οριακής, αφού στη Σπανός ν. Δημοκρατίας – ανωτέρω – ως οριακή είχε χαρακτηριστεί η διαφορά μεταξύ του «εξαίρετου» και του «πολύ καλού». 

 

        Εδώ, ο προϊστάμενος της υπό πλήρωση θέσης έκρινε τον Θασίτη ως «πάρα πολύ καλό», τον Ιωσηφίδη ως «σχεδόν εξαίρετο», το δε ενδιαφερόμενο μέρος Μάρκου ως «πολύ καλή».  Αυτά αφορούσαν την αξιολόγηση ενώπιον της Ε.Δ.Υ. όπου τέθηκαν ερωτήσεις στους υποψηφίους.  Ο λόγος που η σύσταση ενός διευθυντή ή προϊσταμένου έχει βαρύνουσα σημασία είναι η εξ αντικειμένου θεωρούμενη γνωσιολογική επάρκεια ή υπεροχή του προϊσταμένου σε θέματα που αφορούν τον κλάδο του, όπως ρητά αναγνωρίζεται και στο άρθρο 33(10) του Νόμου αρ. 1/90, εφόσον δίδεται η δυνατότητα στην Ε.Δ.Υ. να βοηθείται από λειτουργό ή λειτουργούς λόγω των «ειδικών γνώσεων» τους.  Γι΄ αυτό το λόγο είναι αναγκαία η τυχόν απόκλιση από το διορίζον όργανο να είναι ειδικώς αιτιολογημένη.  Η Ε.Δ.Υ. επιλέγοντας την Μάρκου δεν έδωσε οποιαδήποτε ειδική κατά τη νομολογία αιτιολογία γιατί να αποκλίνει από τη σύσταση του διευθυντή και η απλή αναφορά ως προς την επιλογή της, ότι η ίδια η Ε.Δ.Υ. την αξιολόγησε ως «εξαίρετη» κατά την ενώπιον της προφορική εξέταση, σε υψηλότερο δηλαδή επίπεδο από ό,τι αξιολόγησε η ίδια τους Θασίτη και Ιωσηφίδη, δεν αποτελεί παρά ταυτολογία.  Η δε καταγραφή της όποιας δικαιολογίας για την αντίστοιχη ταξινόμηση των δύο αιτητών και του ενδιαφερομένου μέρους δεν εξηγεί με επάρκεια  τη διάσταση μεταξύ της κρίσης του διευθυντή της Μάρκου ως «πολύ καλή», με το «εξαίρετη» που απέδωσε κατά την κρίση της η Ε.Δ.Υ., δύο επίπεδα δηλαδή πιο πάνω από την αξιολόγηση του διευθυντή. 

 

Υπενθυμίζεται ότι η Συμβουλευτική είχε κατηγοριοποιήσει τις βαθμολογίες και είχε υιοθετήσει βαθμολογίες από το «μέτριος» μέχρι το «εξαίρετος», έχοντας στις ανώτερες βαθμίδες ταξινομήσει στις βαθμολογίες και τα επίπεδα ως «πάρα πολύ καλός», «σχεδόν εξαίρετος» και «εξαίρετος».  Την ίδια προφανώς ταξινόμηση χρησιμοποίησε και ακολούθησε και η Ε.Δ.Υ., αντιστρέφοντας  όμως   την κρίση της Συμβουλευτικής και μετέπειτα του διευθυντή, δίνοντας προβάδισμα στο ενδιαφερόμενο μέρος.  Αυτού του είδους η αντιστροφή έχει ουσιαστικά κριθεί στην απόφαση Ειρήνη Χριστοδούλου – πιο πάνω – ως μη αντικειμενικά μετρήσιμη ενόψει του ότι η αξιολόγηση της Ε.Δ.Υ., «βαρύνεται» με την αντίθετη άποψη του προϊσταμένου αφενός, αλλά και της Συμβουλευτικής Επιτροπής, αφετέρου. Δεν υπάρχει πουθενά καταγραμμένη αιτιολογία από την Ε.Δ.Υ. γιατί δεν ακολούθησε τη σύσταση ή την κατάταξη του διευθυντή και η επιλογή του ενδιαφερομένου μέρους λόγω, κατά την άποψη της Ε.Δ.Υ., υπεροχής έναντι των άλλων υποψηφίων με μόνο κριτήριο πλέον τη δική της βαθμολογία δεν επαρκούσε, ενόψει του γεγονότος ότι αναγνωρίζεται νομοθετική η «ειδική γνώση» του λειτουργού που βοηθά την Ε.Δ.Υ. στο έργο της.  Και ναι μεν ο ρόλος τόσο της Συμβουλευτικής, όσο και του διευθυντή ενώπιον της Ε.Δ.Υ., είναι βοηθητικός, αλλά όταν παραγνωρίζεται άνευ σοβαρής αιτιολογίας, τότε εκμηδενίζεται αυτός τούτος ο βοηθητικός ρόλος που εμποτίζεται από το γνωσιολογικό υπέρτερο υπόβαθρο του συγκεκριμένου λειτουργού, έναντι της απλής γνώμης των μελών της Ε.Δ.Υ. σ΄ ό,τι αφορά το καθαυτό αντικείμενο της υπό πλήρωση θέσης.

 

        Επιπρόσθετα, επιλέγοντας το ενδιαφερόμενο μέρος πέραν της αξιολόγησης που έκαμε η Ε.Δ.Υ. κατά την προφορική εξέταση ως «εξαίρετης», κατέγραψε ότι η επιλεγείσα διέθετε και το πλεονέκτημα που προβλέπεται από το σχέδιο υπηρεσίας.  Το πλεονέκτημα, το οποίο όμως είχαν και οι δύο αιτητές όπως ρητά αναγνωρίστηκε από την Ε.Δ.Υ. στην απόφαση της, παραμερίστηκε έναντι της υπέρτερης αξιολόγησης του ενδιαφερομένου μέρους κατά την προφορική εξέταση.  Με άλλα λόγια, η προφορική εκτίμηση χρησιμοποιήθηκε δύο φορές για να εξουδετερώσει, όπως και στην απόφαση Ειρήνη Χριστοδούλου – ανωτέρω – τόσο τη σύσταση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και την καλύτερη ταξινόμηση σε απόδοση ενώπιον της Ε.Δ.Υ. από το διευθυντή, όσο και το πλεονέκτημα που διέθεταν οι αιτητές. 

 

        Να λεχθεί ότι εδώ η θέση αφορούσε πρώτο διορισμό με αποτέλεσμα, κατ΄ εφαρμογή και του άρθρου 33 του Νόμου         αρ. 1/90, η προφορική εξέταση ενώπιον της Ε.Δ.Υ. να μην έχει αυξημένη βαρύτητα ή υπέρτερη σημασία έναντι της προφορικής εξέτασης ενώπιον της Συμβουλευτικής.  Αυτό φαίνεται και από το λεκτικό του εδαφίου (11) του άρθρου 33, που παραπέμπει στα ίδια στοιχεία και κριτήρια που λαμβάνει υπόψη της και η Συμβουλευτική Επιτροπή, αλλά και από το εδάφιο (14) του ίδιου άρθρου, όπου γίνεται αναφορά στην αναγκαιότητα η απόδοση των υποψηφίων τόσο ενώπιον της Συμβουλευτικής, όσο και ενώπιον της Ε.Δ.Υ., χωρίς να γίνεται ή να δίνεται έμφαση στη μια ή την άλλη, να καταγράφονται και να αιτιολογούνται.  Αυτό σημαίνει ότι εκτός του ότι η Ε.Δ.Υ. έδωσε τελικώς βαρύνουσα σημασία σε μια κατά τα άλλα πολύ οριακή διαφορά μεταξύ της κατάταξης των αιτητών και του ενδιαφερομένου  μέρους, που η ίδια η Ε.Δ.Υ. έκρινε κατ΄ αυτόν τον τρόπο, αποδόθηκε εκτός του μέτρου σημασία στην προφορική εξέταση, εφόσον η θέση δεν αφορούσε θέση υψηλά στην ιεραρχία, όπου η συνέντευξη θα είχε ενδεχομένως περισσότερη σημασία.  Το αποτέλεσμα ήταν η αξιολόγηση της ίδιας της Ε.Δ.Υ. να αποτελεί το μοναδικό ουσιαστικό κριτήριο επιλογής του ενδιαφερόμενου μέρους.  Αν αναλογιστεί δε κανείς ότι το ενδιαφερόμενο μέρος προστέθηκε από την ίδια την Ε.Δ.Υ. στον τελικό κατάλογο κατά πάσχοντα τρόπο, ενώ δόθηκε σ΄ αυτό, κατ΄ απόκλιση των θέσεων της Συμβουλευτικής και του διευθυντή, υπέρτερη βαθμολογία στην προφορική εξέταση, ενώ σ΄ όλα τα άλλα στοιχεία, οι αιτητές ήταν ισοδύναμοι, είναι δυνατόν να γίνεται λόγος και για αλλότριο σκοπό στην τελική επιλογή.  Αυτό, διότι η διαφορετική αξιολόγηση της ίδιας της Ε.Δ.Υ., ως το τελικό αποφασίζον όργανο, επικάλυψε τα πάντα.

        Ενόψει όλων των πιο πάνω, διαπιστώνονται λόγοι ακυρότητας.  Ως εκ τούτου, οι προσφυγές αποσυνενώνονται για σκοπούς έκδοσης απόφασης. Έκαστη των προσφυγών επιτυγχάνει με €1.500 έξοδα πλέον Φ.Π.Α., υπέρ εκάστου αιτητή και εναντίον των καθ΄ ων.  Καμιά διαταγή εξόδων ως προς το ενδιαφερόμενο μέρος.

 

         Η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται δυνάμει του        Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.

 

 

 

 

                               

 

                                        Στ. Ναθαναήλ,

                                                  Δ.

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο