ΟΛΓΑ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ ΚΟΡΑΚΙΔΟΥ ν. ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΔΗΜΟΥ ΠΑΦΟΥ, Υπόθεση Αρ. 2438/2006, 27 Ιανουαρίου 2010

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 2438/2006)

 

27 Ιανουαρίου 2010

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΟΛΓΑ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ ΚΟΡΑΚΙΔΟΥ,

Αιτήτρια,

-         ν.   –

 

ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΔΗΜΟΥ ΠΑΦΟΥ,

Καθ΄ ων η αίτηση.

---------------------------

 

Ε. Κορακίδης, για την Αιτήτρια.

Α. Ταλιαδώρος με Λ. Χριστοδούλου, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

 

---------------------------

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:   Με διαδικασία απαλλοτρίωσης του επιδίκου τεμαχίου, συνιδιοκτησίας εξ αδιαιρέτου, ουχί όμως ισοτίμων μεριδίων, τεσσάρων ατόμων, δημοσιεύθηκε στις 14.4.06 η σχετική γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης, για την οποία υπέβαλε ένσταση μόνο η αιτήτρια, μία εκ των συνιδιοκτητών. Η ένσταση αφού εξετάστηκε στις 20.6.06 απορρίφθηκε, η δε αιτήτρια ενημερώθηκε για την απόφαση με σχετική επιστολή ημερ. 18.9.06.  Στη συνέχεια και ως αποτέλεσμα της απόρριψης της ενστάσεως, δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 13.10.06, το σχετικό διάταγμα απαλλοτρίωσης.  Οι καθ΄ ων παράλληλα με τη διαδικασία έκδοσης του διατάγματος απαλλοτρίωσης είχαν προχωρήσει και στη διαδικασία έκδοσης διατάγματος επίταξης, προσφέροντας σχετική αποζημίωση για την απόκτηση της περιουσίας αυτής.  Η προσφορά αυτή έγινε αποδεκτή από μια εκ των τεσσάρων συνιδιοκτητών, η οποία μαζί με τους άλλους δύο συνιδιοκτήτες δεν αμφισβήτησαν με οποιοδήποτε τρόπο την εγκυρότητα του διατάγματος απαλλοτρίωσης. 

 

        Η παρούσα προσφυγή στρέφεται εναντίον του διατάγματος απαλλοτρίωσης. Η αιτήτρια διατείνεται διά της αγορεύσεως της ότι η απαλλοτρίωση δεν έχει γίνει για σκοπούς δημοσίας ωφελείας, αλλά προς εξυπηρέτηση συγκεκριμένης  ιδιωτικής εταιρείας, ιδιοκτήτριας γειτονικού κτήματος, με αποτέλεσμα ο σκοπός, ο οποίος αναφέρεται στη σχετική γνωστοποίηση ως   αυτός της «διεύρυνσης-βελτίωσης του οδικού δικτύου και της δημιουργίας χώρου πρασίνου στην ενορία Αγίου Θεοδώρου», στην οποία εμπίπτει το τεμάχιο, να είναι αλλότριος, δεδομένου ότι δεν υπήρχε ειδικός λόγος για την ανάγκη απαλλοτρίωσης του τεμαχίου το οποίο και δεν εμπόδιζε την ανάπτυξη του οδικού δικτύου της περιοχής.  Περαιτέρω, η απόφαση δεν είναι δεόντως αιτιολογημένη, λήφθηκε χωρίς επαρκή έρευνα, ενώ οι καθ΄ ων λειτούργησαν ως διοικητικό όργανο με κακή σύνθεση. 

 

Οι καθ΄ ων, αντίθετα, εγείρουν προδικαστικό ζήτημα ότι η αιτήτρια δεν νομιμοποιείται να ενστεί στην απαλλοτρίωση ενόψει του ότι παρεμβάλλεται το συμφέρον των τριών άλλων εξ αδιαιρέτου συνιδιοκτητών, οι οποίοι και αποδέχθηκαν την εγκυρότητα του διατάγματος απαλλοτρίωσης, έννομο δε συμφέρον θα είχαν μόνο από κοινού και οι τέσσερεις συνιδιοκτήτες. Περαιτέρω, οι καθ΄ ων αρνούνται ότι η απαλλοτρίωση έγινε για αλλότριους σκοπούς και όχι για εξυπηρέτηση σκοπών δημοσίας ωφελείας, είναι δε επαρκώς ή δεόντως αιτιολογημένη η απόφαση η οποία λήφθηκε μετά από δέουσα έρευνα.  Όσον αφορά την κακή σύνθεση του διοικητικού οργάνου, οι καθ΄ ων εισηγούνται ότι εφόσον σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία οι συνεδρίες των καθ΄ ων είναι ανοικτές και δημόσιες και όχι μυστικές ή κλειστές, οποιοδήποτε πρόσωπο θα μπορούσε δικαιωματικά να παρευρίσκεται σε αυτές καθ΄ όλη τη διάρκεια τους, περιλαμβανομένων και των υπηρεσιακών παραγόντων οι οποίοι όμως, εν πάση περιπτώσει, είχαν αποχωρήσει πριν τη λήψη των σχετικών αποφάσεων. 

 

        Κατά τη διάρκεια των διευκρινίσεων, ο κ. Ταλιαδώρος εισηγήθηκε ότι το ζήτημα της κακής σύνθεσης, το οποίο δεν είναι δημόσιας τάξης, δεν θα πρέπει να εξεταστεί από το Δικαστήριο ενόψει του ότι δεν αναφέρθηκε στους νομικούς λόγους της αίτησης κατά παράβαση του Καν. 7(1) του περί Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, σε συνδυασμό με τον Καν. 2(1).  Από την άλλη, ο κ. Κορακίδης απάντησε ότι το ζήτημα όντως ηγέρθηκε από τον ίδιο για πρώτη φορά στη γραπτή του αγόρευση, αλλά το Δικαστήριο δύναται να εξετάσει τον ισχυρισμό ως θέμα δημόσιας τάξης,  ήταν δε λάθος εκ μέρους του κ. Ταλιαδώρου να εγείρει  ζήτημα μη νομιμοποίησης του να το θέσει καν προς συζήτηση προφορικά κατά τις διευκρινίσεις, αποστερώντας του το δικαίωμα να τοποθετηθεί στην απαντητική αγόρευση, εφόσον ο ισχυρισμός περί κακής σύνθεσης απαντήθηκε επί της ουσίας του από τους καθ΄ ων στη δική τους γραπτή αγόρευση.

 

        Η προδικαστική ένσταση κρίνεται ότι απορρέει από λανθασμένη σκέψη, διότι δεν είναι δυνατό να στερείται εννόμου συμφέροντος η αιτήτρια, ως συνιδιοκτήτρια του ακινήτου, (παρόλον που η ίδια στην προσφυγή της διατείνεται, χωρίς όμως και να το αποδεικνύει, ότι δικαιούται να εγγραφεί ως η μόνη ιδιοκτήρια),  εφόσον ως  τέτοια  έχει  αναμφίβολα «ίδιον, ενεστώς  έννομο  συμφέρον» το οποίο «προσεβλήθη ευθέως» από  την επίδικη  διοικητική πράξη  όπως  ακριβώς  καθορίζει   το  Άρθρο 146.2 του Συντάγματος.  Η  επιχειρηματολογία  του  κ. Ταλιαδώρου ότι το έννομο συμφέρον στην υπό κρίση περίπτωση ανήκει εξ ολοκλήρου και θα έπρεπε να ασκείτο συλλογικά και από τους τέσσερεις συνιδιοκτήτες, στερείται νομικής βάσης και ούτε ο συνήγορος έχει παραπέμψει το Δικαστήριο σε οποιαδήποτε απευθείας αυθεντία επί του θέματος.  Όλες οι υποθέσεις που καταγράφει στη γραπτή του αγόρευση (Epsilon Electromechanical Ltd ως αντιπροσώπου της Hawker Siddeley Switchgear Ltd v. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (1997) 4 Α.Α.Δ. 1365, Joannou & Paraskevaides Ltd δι΄ εαυτήν και ως Εκπρόσωπος του Cyprus Airports Group v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 341, Μαρία Δανιήλ κ.α. ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1203/02, ημερ. 20.12.2002 και Οικονομίδης ν. Επιτροπής Δημόσιας Υγείας Κάτω Αρκουδάλιας κ.α. (1990) 3 Α.Α.Δ. 928), δεν σχετίζονται με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, αλλά αφορούν περιπτώσεις στις οποίες πράγματι παρεμβαλλόταν συμφέρον άλλου προσώπου κατά τρόπο ώστε το συμφέρον του ιδίου του προσφεύγοντος να μην ήταν «ίδιον, άμεσο και προσωπικό».  Αφορούσαν, για παράδειγμα, υποθέσεις όπου ο αιτητής ήταν μόνο αντιπρόσωπος του πραγματικού αποδέκτη της προσφοράς, ή αιτήτρια ήταν μια εκ των εταιρειών που συνέστησαν κοινοπραξία ή το συμφέρον ανήκε σε αλλοδαπές των οποίων η άδεια εργοδότησης ανακλήθηκε και όχι στην εταιρεία που τις εργοδοτούσε ή ακόμη σε περίοικο κτήματος του οποίου η απαλλοτρίωση είχε ανακληθεί  και επομένως ήταν εκτός της εμβέλειας του προστατευόμενου από το Άρθρο 146.2, συμφέροντος.  Σχετικές είναι και οι πρόσφατες αποφάσεις της Ολομέλειας στις Κοινοπραξία Action PR & Publications Ltd & Epistle (Epistale) Communications & Media Ltd v. Κοινοπραξία L & T Partners Communications Services Ltd  και PR Partners Ltd κ.α., Α.Ε. αρ. 8/07 και 27/07, ημερ. 14.9.09 και The Phillips College ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 15/06, ημερ. 26.3.08

 

        Το θέμα πραγματεύεται το σύγγραμμα του Ε.Π. Σπηλιωτόπουλου: «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Τόμος ΙΙ, 12η έκδ. σελ. 87-88, παρ. 460, όπου σε σχέση με το χαρακτηριστικό του εννόμου συμφέροντος ότι αυτό πρέπει να είναι προσωπικό, αναγράφεται ότι αυτό παραπέμπει σ΄ εκείνο τον ειδικό δεσμό που υπάρχει μεταξύ του αιτούντος και της προσβαλλόμενης πράξης, «….. λόγω της σχέσης του αιτούντος προς τη νομική ή και πραγματική κατάσταση, την οποία θίγει κατά τρόπο βλαπτικό η πράξη ή η παράλειψη …..».  Στην υποσημείωση 24, αναφέρεται συγκεκριμένα ότι για την προσβολή πράξης απαλλοτρίωσης «….. προσωπικό έννομο συμφέρον έχουν όλοι εκείνοι που φέρονται ως ιδιοκτήτες της απαλλοτριούμενης έκτασης (Σ.Ε. 2097/1978, 3702/1982) και όχι εκείνοι  που δεν αναφέρονται στον κτηματολογικό πίνακα ως ιδιοκτήτες ……». 

 

Δεν μπορεί κανόνας δικαίου να στερεί τον ένα εκ των συνιδιοκτητών από το δικαίωμα του να προσβάλει διοικητική πράξη απαλλοτρίωσης, με το σκεπτικό ότι οι άλλοι συνιδιοκτήτες αποδέχθηκαν τη διαδικασία της απαλλοτρίωσης ή ακόμη και την αποζημίωση που τους προσφέρθηκε.  Αποδοχή του επιχειρήματος του κ. Ταλιαδώρου θα αδρανοποιούσε εντελώς και θα εξουδετέρωνε τα δικαιώματα του έστω κατά μερίδιο συνιδιοκτήτη γης, που του παρέχει το Σύνταγμα και ο νόμος.  Θα σήμαινε, επίσης, ότι οι συνιδιοκτήτες σε συμπαιγνία ή σε συμφωνία μεταξύ τους θα μπορούσαν να αποκλείσουν τα δικαιώματα του συνιδιοκτήτη τους με την αποδοχή της απαλλοτρίωσης ή της αποζημίωσης είτε για ορθούς είτε για λανθασμένους λόγους. Το δικό τους συμφέρον δεν παρεμβάλλεται, όπως λανθασμένα εισηγείται ο συνήγορος, προς αποκλεισμό του συμφέροντος του συνιδιοκτήτη, εδώ, της αιτήτριας, το οποίο παραμένει ίδιο, άμεσο και προσωπικό.

 

        Όσον αφορά το ζήτημα της κακής σύνθεσης των καθ΄ ων παρατηρούνται πρώτιστα τα εξής.  Αναμφίβολα κακώς η αιτήτρια δεν ήγειρε το ζήτημα ρητά στην προσφυγή της κατά παρέκκλιση από τις ευκρινείς επιταγές του Καν. 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962 και της πλούσιας στο θέμα σαφούς νομολογίας.  (δέστε Δημοκρατία ν. Ευγενίου (2005) 3 Α.Α.Δ. 257).  Εδώ το ζήτημα της κακής σύνθεσης, υπό τον τρόπο που θα αναφερθεί κατωτέρω, ηγέρθηκε διά της αγορεύσεως της αιτήτριας και απαντήθηκε στην αγόρευση των καθ΄ ων.  Δεν είναι αποδεκτή η θέση του συνηγόρου των  τελευταίων ότι επειδή δεν ηγέρθηκε ως νομικός λόγος στην αίτηση, το Δικαστήριο δεν δύναται να τον εξετάσει.  Σε αντίθεση με τη θέση του κ. Ταλιαδώρου και τα όσα αναφέρθηκαν στην υπόθεση Χαράλαμπος Νίκολας ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1343/06, ημερ. 28.5.08 του Γαβριηλίδη, Δ., στην οποία και παρέπεμψε, έχει τελεσίδικα κριθεί από την Ολομέλεια ότι η σύνθεση οργάνου αφορά απευθείας στην αρμοδιότητα του να λάβει αποφάσεις και αποτελεί ζήτημα δημόσιας τάξης που μπορεί να εξεταστεί και αυτεπαγγέλτως, με την προϋπόθεση πάντοτε ότι τα αναγκαία στοιχεία βρίσκονται ενώπιον του Δικαστηρίου και δεν χρειάζεται

να αναζητηθούν. (δέστε τις Σύνδεσμος Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου ν. Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού (2002) 3 Α.Α.Δ. 314, Sigma Radio T.V. Ltd ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2004) 3 Α.Α.Δ. 134 και Sigma Radio T.V. Ltd ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2005) 3 Α.Α.Δ. 130).  Στη Νίκολας – πιο πάνω – σημειώθηκε ότι  ο  εκεί  αιτητής   απέτυχε εν πάση περιπτώσει να εφοδιάσει το  Δικαστήριο  με «εκείνα τα στοιχεία και γεγονότα  τα  οποία θα του επέτρεπαν την εξέταση του υπό συζήτηση λόγου ακύρωσης …..».

 

        ΄Επεται ότι το ζήτημα της σύνθεσης μπορεί να εξεταστεί και αυτεπάγγελτα και όντως παρουσιάζεται πρόβλημα κατά την συνεδρία των καθ΄ ων ημερ. 21.10.03, όπου καταγράφονται ως παρακαθήμενοι ο Δημοτικός Μηχανικός, ο Δημοτικός Ταμίας – Οικονομικός Διευθυντής και ο αρχιτέκτων – Λειτουργός Πολεοδομίας.  Παρόμοιο πρόβλημα εντοπίζεται και στη συνεδρία των καθ΄ ων ημερ. 20.6.06, όταν απορρίφθηκε η ένσταση της αιτήτριας στην σκοπούμενη απαλλοτρίωση  όπου παρόντες εμφανίζονται, εκτός από το Δημοτικό Γραμματέα για την τήρηση των πρακτικών, ο νομικός τους σύμβουλος, ο Δημοτικός Μηχανικός, ο Ανώτερος Υγειονομικός Επιθεωρητής, ο Αρχιτέκτων – Λειτουργός Πολεοδομίας, ο Επιστάτης Δημοτικού Σφαγείου και η Βοηθός Γραμματειακός Λειτουργός.

 

        Ο κ. Ταλιαδώρος αναγνωρίζει στη γραπτή του αγόρευση ότι όντως δεν καταγράφεται πουθενά η αποχώρηση αυτών των ατόμων κατά τη συζήτηση και λήψη της επίδικης απόφασης, αλλά εισηγείται ότι αυτά αποχώρησαν και ότι επειδή δυνάμει του άρθρου 43 του περί Δήμων Νόμου αρ. 111/85, όπως τροποποιήθηκε, και την παρ. 2 του Δεύτερου Πίνακα (Κανονισμός Συνεδριάσεων και Εργασιών Συμβουλίου) του Νόμου αρ. 111/85, αλλά και του Κανονισμού 4 του περί Συγκλίσεως και Λειτουργίας του Δημοτικού Συμβουλίου Κανονισμού του Δήμου Πάφου, Κ.Δ.Π. 369/97, οι συνεδρίες των καθ΄ ων είναι κατά κανόνα δημόσιες, οποιοδήποτε άτομο μπορούσε να παρευρεθεί δικαιωματικά και επομένως δεν ήταν δυνατό να μην επιτραπεί στα παρακαθήμενα άτομα να είναι παρόντα.  Και επειδή, κατά τον κ. Ταλιαδώρο, υπάρχει αυτή η ειδική νομοθεσία οι πρόνοιες της υπερισχύουν των ευρύτερων γενικών προνοιών του άρθρου 21 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου αρ. 158(Ι)/99.

 

        Το Δικαστήριο  αδυνατεί να συμφωνήσει με τις πιο πάνω σκέψεις.  Κατ΄ αρχάς το αν αποχώρησαν ή όχι  οι υπηρεσιακοί παράγοντες δεν είναι δεκτικό επίλυσης με την προς τούτο απλή αναφορά στην αγόρευση των καθ΄ ων.  Έχει κατ΄ επανάληψη νομολογηθεί ότι οι αγορεύσεις δεν αποτελούν το μέσο συμπλήρωσης ή παρείσφρυσης γεγονότων, αλλά είναι απλώς επιχειρηματολογία που προϋποθέτει ως βάση την ύπαρξη πρωτογενών δεδομένων.  (Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Ελισσαίου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (2004) 3 Α.Α.Δ. 412 και Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 384).  Μετέπειτα, οδηγό και μάλιστα αποκλειστικό, ως προς το τι διημείφθηκε και τι αποφασίστηκε και στην παρουσία ποίων σε μια συνεδρία, αποτελούν μόνο τα πρακτικά της συγκεκριμένης συνεδρίας.  Και εφόσον ο συνήγορος δέχεται, και, ορθά, ότι τα πρακτικά δεν αναφέρουν ότι οι υπηρεσιακοί αυτοί παράγοντες αποχώρησαν, το ζήτημα τελειώνει.

 

        Επί της επίπτωσης της παρουσίας των υπηρεσιακών παραγόντων καθόλη τη διάρκεια της διαδικασίας, περιλαμβανομένης, ως τεκμαίρεται, και της συζήτησης και λήψης της απόφασης, αναφέρεται στο σύγγραμμα του Ε.Π. Σπηλιωτόπουλου: «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Ενημέρωσις 1978, σελ. 129-130, ότι: «…. δεν επιτρέπεται να παρίστανται πρόσωπα μη περιλαμβανόμενα εις την κατά νόμο συγκρότησιν ή των οποίων η συμμετοχή εις τας συνεδριάσεις δεν προβλέπεται υπό των σχετικών διατάξεων», τέτοια δε πρόσωπα που τυχόν παρευρίσκονται και που έχουν κληθεί για την παροχή πληροφοριών «…. πρέπει να αποχωρούν προ της ενάρξεως της διαλογικής συζήτησης».  Και αυτό ακριβώς προνοεί και το άρθρο 21(1) του Νόμου αρ. 158(Ι)/99, όσον αφορά την παρουσία μη εξουσιοδοτημένων από το νόμο προσώπων, έστω και αν δεν έλαβαν μέρος στη ψηφοφορία, οπότε και το συλλογικό διοικητικό όργανο, δεν θεωρείται νόμιμα συντεθειμένο, ενώ το άρθρο 21(2), προνοεί ότι οι υπηρεσιακοί παράγοντες μπορούν να παρίστανται στη συνεδρία για την παροχή «κατατοπιστικών πληροφοριών ή την προσαγωγή στοιχείων» και υπό την προϋπόθεση ότι αυτά αποχωρήσουν πριν τη διαβούλευση για τη λήψη της απόφασης, η παρουσία τους δεν συνιστά κακή σύνθεση.  Έπεται, ότι το αντίστροφο συνιστά κακή σύνθεση.

        Εδώ, με δεδομένο ότι οι υπηρεσιακοί παράγοντες, αν ήταν τέτοιοι ή όχι και ποιοι από αυτούς ανήκαν στην υπηρεσία των καθ΄ ων παρέμεινε αδιευκρίνιστο (για παράδειγμα ο Αρχιτέκτων Λειτουργός Πολεοδομίας και ο Νομικός Σύμβουλος σίγουρα δεν εμπίπτουν στην κατηγορία αυτή), δεν είχαν αποχωρήσει κατά τη διαδικασία της συζήτησης και λήψης της απόφασης, οι καθ΄ ων είχαν αποφασίσει το επίδικο ζήτημα της απαλλοτρίωσης, υπό κακή σύνθεση και ως εκ τούτου η απόφαση τους είναι άκυρη.

 

        Το άρθρο 21 αποτελεί το απαύγασμα και την κωδικοποίηση της λαμβανόμενης στο ζήτημα νομολογίας.  Δεν είναι γενικό άρθρο ώστε να επικρατεί έναντι αυτού η ειδική νομοθεσία του περί Δήμων Νόμου.  Μάλλον το αντίθετο συμβαίνει.  Η σχετική νομοθεσία, που προνοεί για δημόσιες συνεδριάσεις των καθ΄ ων, πρέπει να διαβάζεται υπό το φως του άρθρου 21.  Ακόμη και όταν οι συνεδρίες είναι δημόσιες, αυτό δεν σημαίνει (και πουθενά δεν προνοείται στο νόμο και κανονισμούς στους οποίους παρέπεμψε ο συνήγορος), ότι οι όποιοι παριστάμενοι δεν πρέπει να αποχωρούν πριν τη συζήτηση και λήψη της απόφασης, ιδιαίτερα εφόσον προκύπτει και από τον ίδιο τον Καν. 5(β) της Κ.Δ.Π. 369/97, στον οποίο παρέπεμψε ο    κ. Ταλιαδώρος ότι «κανένα πρόσωπο από το ακροατήριο που παρίσταται στις δημόσιες συνεδρίες του Συμβουλίου, δεν μπορεί να μετέχει ή παρεμβαίνει κατά οποιοδήποτε τρόπο στις εργασίες του Συμβουλίου».  Εφόσον το άρθρο 21 διασφαλίζει την αποχώρηση των υπηρεσιακών παραγόντων, κατά μείζονα λόγο, οριοθετείται και η μη παραμονή μη υπηρεσιακών παραγόντων, εφόσον έτσι και αλλιώς δεν δύναται να μετέχουν ή παρεμβαίνουν στις εργασίες.  Κατ΄ ελάχιστον, όμως, το δημόσιο των συνεδριών δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί, εν πάση περιπτώσει, ως επιχείρημα για να καταστρατηγηθούν οι ρητές πρόνοιες του άρθρου 21(2).  Ακόμη, δηλαδή, και εάν το κοινό μπορεί να παραμένει, αναμφίβολα οι υπηρεσιακοί παράγοντες οφείλουν να αποχωρούν.

 

        Οι αυθεντίες που κατέγραψε ο συνήγορος της αιτήτριας στην απαντητική του γραπτή αγόρευση είναι επιβεβαιωτικές των ανωτέρω.  Στην Ανδρέα Δρουσιώτη κ.α. ν. Δήμου Λεμεσού, υπόθ. αρ. 1086/99, ημερ. 4.7.01, (Νικήτας, Δ.) παρόμοιο επιχείρημα ως προς το δημόσιο των συνεδριών των καθ΄ ων και τη δυνατότητα του δημοτικού μηχανικού (που δεν ήταν πρόσωπο που περιλαμβανόταν στην κατά νόμο συγκρότηση του οργάνου), να είναι παρών κατά την απόφαση, απορρίφθηκε.  Επίσης στη Μυρούλα Τσιολά ν. Δήμου Πέγειας, υπόθ. αρ. 1122/99, ημερ. 4.3.02 (Αρτέμης, Δ., όπως ήταν τότε), απορρίφθηκε σε παρόμοιες συνθήκες, υπό το φως και του άρθρου 21, επιχείρημα ότι η παρουσία του δημοτικού μηχανικού ενίσχυε τη «διαφάνεια» των συνεδριάσεων  (σχετικές είναι και οι αποφάσεις Ζωούλας Σκορδή ν. Δήμου Παραλιμνίου, υπόθ. αρ. 316/04, ημερ. 23.3.06 (Κρονίδη, Δ.) και Μαρίας Κραμβία-Καπαρδή ν. Πανεπιστημίου Κύπρου, υπόθ. αρ. 15/01, ημερ. 31.12.01 (Νικολάου, Δ.).

 

        Η επίπτωση της παρουσίας αναρμόδιου προσώπου υπό τις προαναφερθείσες συνθήκες είναι καταλυτική και επιφέρει, υπό το φως της αυστηρής στο θέμα νομολογίας, την ακυρότητα της πράξης (Πανεπιστήμιο Κύπρου ν. Κωνσταντίνου (1994) 3 Α.Α.Δ. 145, Κυριακόπουλος:  Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο Β΄ Γενικό Μέρος σελ. 20-21, Παπαχατζής: Σύστημα του Ισχύοντος στην Ελλάδα Διοικητικού Δικαίου (1976) 5η Έκδ. σελ. 172, Gavriel v. Republic (1967) 3 C.L.R. 638 κ.ά.).

 

        Ενόψει των πιο πάνω, δεν χρειάζεται η ενασχόληση με τους υπόλοιπους λόγους.  Θα μπορούσε όμως να λεχθεί ότι η προσβαλλόμενη πράξη όζει εξυπηρέτησης αλλότριου σκοπού και όχι δημόσιας ωφελείας, έχοντας υπόψη ότι η όλη διαδικασία απαλλοτριώσεως είχε έναυσμα την εισήγηση ιδιωτικής εταιρείας για απαλλοτρίωση δεξαμενής που υφίστατο εντός του επιδίκου τεμαχίου και επηρέαζε την ανάπτυξη γειτονικού τεμαχίου ιδιοκτησίας της εταιρείας (το Παράρτημα Β στην ένσταση είναι σχετικό).

 

 

        Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται με €1.500 πλέον Φ.Π.Α. έξοδα υπέρ της αιτήτριας και εναντίον των καθ΄ ων.

 

 

 

 

 

 

                                        Στ. Ναθαναήλ,

                                                   Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο