S PAROUTIS ELECTRONICS LTD ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ κ.α, Υπόθεση Αρ. 1092/2008, 10 Φεβρουαρίου 2010

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 1092/2008)

 

10 Φεβρουαρίου 2010

 

[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δικαστής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

S. PAROUTIS ELECTRONICS LTD,

Αιτήτρια,

ν.

                             ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

1.    ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ

2.  ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ,

Καθ΄Ης η Αίτηση

_________

 

 

Ρ. Καλλιγέρου (κα), για την Αιτήτρια.

Μ. Θεοκλήτου (κα), δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄Ης η Αίτηση.

_________________

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.:.  Η Αιτήτρια εταιρεία έχει άδεια λειτουργίας Ιδιωτικής Αποθήκης Αποταμίευσης για τα εισαγόμενα εμπορεύματά της τα οποία τελούν υπό καθεστώς αναστολής καταβολής των εισαγωγικών δασμών και του Φ.Π.Α.  Έλεγχος του Τμήματος Τελωνείων οδήγησε στη διαπίστωση ότι η αποθήκη παρουσίαζε ελλείμματα και απλήρωτες διασαφήσεις, ώστε εμπορεύματα να είχαν εισέλθει στην αγορά χωρίς την καταβολή των νενομισμένων δασμών και φόρων.  Πλήρης αποθεματικός έλεγχος που έγινε στη συνέχεια κατέληξε στο εύρημα, μεταξύ άλλων, ότι υπήρχαν ελλείμματα εμπορευμάτων για τα οποία προσκομίσθηκαν εκ των υστέρων εικονικές διασαφήσεις εξαγωγών.  Καθ΄όσον η Αιτήτρια αμφισβήτησε τη διαπίστωση αυτή, το Τελωνείο προχώρησε να της επιδώσει Σημείωμα Απαίτησης ως ακολούθως:

 

«Μετά από διερεύνηση του Τμήματος Τελωνείων, διαπιστώθηκε ότι κατά την περίοδο Δεκεμβρίου 2003 – Απριλίου 2004 προβήκατε σε:

 

1.    Παράνομη μεταφορά διαφόρων αφορολόγητων εμπορευμάτων όπως αναφέρονται στη συνημμένη κατάσταση δασμολογητέας αξίας €17.123 ΕΥΡΩ (ΛΚ10.022) από την Αποθήκη Τελωνειακής Αποταμίευσης C511200CY κατά παράβαση των άρθρων 76 και 83 του Περί Τελωνείων και Φόρων Καταναλώσεως Νόμος αρ. 82/67.

2.    Δόλια αποφυγή καταβολής του πληρωτέου εισαγωγικού δασμού και ΦΠΑ που αναλογεί στα πιο πάνω αναφερόμενα εμπορεύματα που ανέρχεται στο ποσό των €5.040 ΕΥΡΩ (ΛΚ 2.950) κατά παράβαση του άρθρου 191 του Περί Τελωνείων και Φόρων Καταναλώσεων Νόμος αρ. 82/67 και του άρθρου 46(1) του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου αρ. 95(Ι)/2000.

3.    Αναληθής δήλωση σε τελωνειακά έγγραφα εξαγωγής σε ουσιώδη στοιχεία ως προς την εξαγωγή των πιο πάνω αναφερόμενων εμπορευμάτων κατά παράβαση του άρθρου 188 του Περί Τελωνείων και Φόρων Καταναλώσεως Νόμος αρ. 82/67.

 

Λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των περιστατικών και των διαθέσιμων στοιχείων της πιο πάνω υπόθεσης και ασκώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση μου, σας πληροφορών ότι οφείλετε στην Κυπριακή Δημοκρατία εισαγωγικό δασμό €2.115 ΕΥΡΩ (ΛΚ1.238) και φόρο προστιθέμενης αξίας €2.925 ΕΥΡΩ (ΛΚ 1.712), σύνολο €5.040 ΕΥΡΩ (ΛΚ2.950).  Επισυνάπτεται σχετική αναλυτική κατάσταση.»

 

 

 

Το ποσό του Σημειώματος Απαίτησης επληρώθη στη συνέχεια από την Τράπεζα που είχε εγγυηθεί τις οφειλές της Αιτήτριας, οπότε το Σημείωμα Απαίτησης ανεκλήθη, η προσφυγή όμως συνέχισε καθ΄όσον η Αιτήτρια εχρεώθη αναλόγως από την τράπεζα με αποτέλεσμα να εξακολουθεί να έχει έννομο συμφέρον, εξ ου και η Δημοκρατία δεν προώθησε τις σχετικές προδικαστικές ενστάσεις της.

 

Η προσφυγή στρέφεται κατά της απόφασης που περιέχεται στο Σημείωμα Απαίτησης.  Η υπόθεση του Τμήματος Τελωνείων βασίζεται ουσιαστικά στα αποτελέσματα της έρευνας που έγινε από εξεταστή τελωνείων όσον αφορά 74 διασαφήσεις προσωπικών εξαγωγών, μεταξύ των οποίων και οι 4 διασαφήσεις που αφορά η προσφυγή (αρχικώς η προσφυγή αφορούσε 6 διασαφήσεις που εκάλυπτε το Σημείωμα Απαίτησης, στη συνέχεια όμως απεσύρθη ως προς τις 2 από αυτές και παρέμεινε μόνο για τις υπόλοιπες 4 με αύξοντες αριθμούς 2, 29, 30 και 31 στο φάκελο).  Στο γραφείο αναχωρήσεων του Τελωνείου στο αεροδρόμιο Λάρνακας τηρούνται καταστάσεις στις οποίες καταχωρούνται οι λεπτομέρειες προσωπικών εξαγωγών αφορολόγητων εμπορευμάτων από αποθήκες αποταμίευσης που πραγματοποιούνται από αναχωρούντες επιβάτες, μαζί με αντίγραφο του εντύπου διασάφησης.  Η έρευνα αποκάλυψε τα ακόλουθα:

Διασάφηση αρ. 2:  Δεν υπήρξε η αναφερόμενη στη διασάφηση πτήση, δεν ευρέθη αντίγραφο της διασάφησης ούτε οποιαδήποτε καταχώρηση.

Διασάφηση αρ. 29:  Δεν ευρέθη αντίγραφο της διασάφησης ούτε οποιαδήποτε καταχώρηση.

Διασάφηση αρ. 30:  Δεν υπήρξε η αναφερόμενη στη διασάφηση πτήση, δεν ευρέθη αντίγραφο της διασάφησης ούτε οποιαδήποτε καταχώρηση.

Διασάφηση αρ. 31:  Δεν ευρέθη αντίγραφο της διασάφησης ούτε οποιαδήποτε καταχώρηση.

Περαιτέρω, αναφορικά με τις διασαφήσεις 29 και 30, διεπιστώθη ότι ο λειτουργός ο οποίος επιστεύετο ότι εσφράγισε και υπέγραψε τις διασαφήσεις δεν εργάζετο στις αναχωρήσεις κατά το σχετικό χρόνο.  Καθ΄όσον ανάλογες διαπιστώσεις έγιναν και όσον αφορά πλείστες από τις υπόλοιπες διασαφήσεις που ερευνήθησαν, η διοίκηση κατέληξε στο συμπερασμα, σε συνδυασμό με την όλη έρευνα της, ότι τα εμπορεύματα που αφορούσαν οι εν λόγω διασαφήσεις δεν εξήχθησαν και ότι οι σχετικές εξαγωγές ήσαν εικονικές, αποδίδοντας στην Αιτήτρια ευθύνη κατά το ότι, έστω και αν δεν εμπλέκετο σε αυτές, ετοίμαζε και καταχωρούσε διασαφήσεις χωρίς να βεβαιώνεται επαρκώς ότι τα εμπορεύματα θα εξάγοντο.

 

Η Αιτήτρια έχει βεβαίως άλλη άποψη.  Η ίδια έχει τα δικά της αντίγραφα των διασαφήσεων, που είναι και τα μόνα υπάρχοντα (και αυτή είναι που τα έδωσε στη διοίκηση κατά την έρευνα), όχι μόνο δεόντως υπογεγραμμένα ως προς τη μεταφορά των εν λόγω εμπορευμάτων από την αποθήκη της στο αεροδρόμιο για εξαγωγή αλλά και δεόντως υπογεγραμμένα και σφραγισμένα στη συνέχεια στο αεροδρόμιο για την εξαγωγή.  Ποία ευθύνη λοιπόν, διερωτάται, μπορεί να έχει διότι τα αντίγραφα των διασαφήσεων που θα έπρεπε να είχαν φυλαχθεί στο αεροδρόμιο δεν ευρέθησαν και δεν έγιναν σχετικές καταχωρήσεις ή διότι υπήρχαν ανακρίβειες ως προς τις πτήσεις και υποψίες ως προς τη μη εκτέλεση των καθηκόντων του υπαλλήλου που υπέγραψε και πιστοποίησε τις διασαφήσεις.  Η δική της ευθύνη, λέγει, σταματά στο σημείο που, σύμφωνα με το άρθρο 41(1)(α) του Νόμου 82/67, καταθέτει, σύμφωνα με τις πληροφορίες που της δίδει ο αγοραστής, «παρά τω αρμοδίω λειτουργώ διασάφησιν εξαγωγής».  Μάλιστα, σύμφωνα με το άρθρο 41(2), «η διασάφησις εξαγωγής λογίζεται προσηκόντως γεγομένη δυνάμει του παρόντος άρθρου άμα τη υπογραφή αυτής υπό του αρμοδίου λειτουργού».  Πέραν δε του ότι ουδεμία διαδικασία, ποινική ή πειθαρχική, εναντίον του εν λόγω λειτουργού ακολούθησε ή κατέληξε  σε οποιαδήποτε διαπίστωση ευθύνης του, ουδέν στοιχείο υπάρχει για εμπλοκή της Αιτήτριας σε οποιαδήποτε ενδεχόμενη δική του παρανομία ή κακή εκτέλεση καθήκοντος ή που να δείχνει ότι τα εμπορεύματα, παρά την κατάθεση της διασάφησης, δεν εξήχθησαν.  Η Αιτήτρια σχολιάζει και τις νομικές πρόνοιες που αναφέρονται στο Σημείωμα Απαίτησης ότι έχει παραβεί, εισηγούμενη ότι ουδεμία τέτοια παράβαση αποδεικνύεται εκ μέρους της. 

 

Η Δημοκρατία, πέραν της αναφοράς της στις εν λόγω νομικές πρόνοιες, αναφέρεται περαιτέρω στον όρο (στ) της άδειας λειτουργίας της αποθήκης αποταμίευσης της Αιτήτριας ο οποίος προνοεί:

 

  «(στ) Θα καταβάλλονται χωρίς καθυστέρηση οι αναλογούντες          δασμοί και φόροι στον Ανώτερο Τελώνη Λεμεσού πάνω σε όλα         τα εμπορεύματα για τα οποία δεν δίδονται ικανοποιητικές εξηγήσεις για την τύχη τους στο Διευθυντή Τμήματος    Τελωνείων.»

 

 

 

Αναφέρεται επίσης στον ανάλογο όρο (β) της εγγύησης της Αιτήτριας ο οποίος προνοεί ότι η Αιτήτρια εγγυάται την καταβολή των δασμών και φόρων:

 

«για μετακίνηση από οποιαδήποτε αποθήκη, υποστατικό, αδειούχο εργοστάσιο ή άλλο μέρος που ελέγχεται ή εγκρίνεται από το Διευθυντή και μια έγκαιρη παράδοση σε οποιαδήποτε άλλη αποθήκη, υποστατικό, αδειούχο εργοστάσιο ή άλλο μέρος ή σε οποιοδήποτε πλοίο ή αεροσκάφος για εξαγωγή ή χρήση ως εφοδίων, ή»

 

 

 

Εισηγείται λοιπόν η Δημοκρατία ότι η ευθύνη του αποθηκευτή δεν εξαντλείται στην καταχώρηση διασάφησης εξαγωγής αλλά επεκτείνεται στην υποχρέωση πραγματικής παράδοσης στο πλοίο ή στο αεροσκάφος για επανεξαγωγή, ώστε η πιστοποίηση του αρμοδίου τελωνειακού λειτουργού ότι η επανεξαγωγή έγινε να μην την απαλλάσσει της ευθύνης της σε περίπτωση που τα εμπορεύματα δεν εξήχθησαν.

 

Το πλαίσιο της εξέτασης της υπόθεσης πρέπει ασφαλώς να είναι οι πρόνοιες του νόμου στις οποίες εβασίσθη, το Σημείωμα Απαίτησης, ως παρέχουσες την εξουσία απαίτησης των εν λόγω δασμών και φόρων.  Η διοίκηση, όπως προκύπτει, εβασίσθη σε τρεις πρόνοιες:

1.                Τα άρθρα 76 και 83 του Ν. 82/67.

2.                Το άρθρο 191 του Ν. 82/67 και το άρθρο 46(1) του Ν. 95(Ι)/2002.

3.                Το άρθρο 188 του Ν. 82/67.

 

Το άρθρο 191 αναφέρεται σε περιπτώσεις καταδολίευσης της Δημοκρατίας από πληρωτέους δασμούς ή φόρους ή δόλιας αποφυγής δασμών ή φόρων.  Εκτός του ότι δεν υπάρχει διαπίστωση τέτοιας καταδολίευσης ή αποφυγής εκ μέρους της  Αιτήτριας, αφού μάλιστα όπως υποδεικνύει η ευπαίδευτη συνήγορός της η όλη έρευνα αφορούσε μάλλον λάθη και παραλείψεις του αρμοδίου τελωνειακού υπαλλήλου, το άρθρο 191 καθιστά την εν λόγω καταδολίευση ή αποφυγή ποινικό αδίκημα.  Η διαπίστωση λοιπόν ποινικής ευθύνης είναι προϋπόθεση της επίκλησης του άρθρου 191 ως βάσης για απαίτηση των ούτω ένεκα καταδολίευσης ή δόλιας αποφυγής οφειλομένων δασμών και φόρων.  Η Αιτήτρια όμως ουδέποτε εκρίθη ένοχος τέτοιου αδικήματος αφού ούτε καν κατηγορήθηκε.  Το ίδιο ισχύει ως προς το άρθρο 46(1) σε σχέση με το Φ.Π.Α. 

 

Το άρθρο 188 επίσης καθιστά αδίκημα την έκδοση αναληθούς εγγράφου.  Και πάλι, λοιπόν, η διαπίστωση ποινικής ευθύνης καθίσταται προϋπόθεση για τη δυνατότητα επίκλησης του άρθρου 188 ως βάσης για απαίτηση δασμών ή φόρων μη καταβληθέντων συνεπεία του αναληθούς εγγράφου.  Ούτε βεβαίως ως προς το άρθρο 188 υπήρξε καταδίκη ή καν κατηγορία εναντίον της Αιτήτριας.

 

Το άρθρο 83(1) δεν φαίνεται να είναι σχετικό αφού αφορά την άνευ αδείας πρόσβαση σε αποθήκη αποταμίευσης, την οποία και καθιστά αδίκημα, είτε και από τις δύο απόψεις να μην εφαρμόζεται.  Το άρθρο 83(2) αφορά διάφορες περιπτώσεις απόκρυψης ή μη εξουσιοδοτηθείσας κατάθεσης, μεταφοράς, παράδοσης ή φόρτωσης εμπορευμάτων, οπότε τα εμπορεύματα υπόκεινται σε δήμευση και όποιος λαμβάνει, μεταφέρει, φορτώνει ή αποκρύπτει αυτά με πρόθεση καταδολίευσης της Δημοκρατίας από τους αναλογούντες δασμούς και φόρους καθίσταται ένοχος ποινικού αδικήματος.  Και το άρθρο 83(2), λοιπόν, δεν μπορεί να έχει εφαρμογή.  Σημειωτέο ότι η Δημοκρατία δεν συζητά το άρθρο 83 στην αγόρευση της.

 

Δεν εκπλήττει, λοιπόν, που το βάρος της υπόθεσης της Δημοκρατίας ετέθη στο άρθρο 76 και δη στο άρθρο 76(3).  Το άρθρο 76(1) δεν είναι σχετικό καθ΄όσον αναφέρεται σε υποχρέωση καταβολής δασμών και φόρων από τον αποθηκευτή ή τον ιδιοκτήτη ως προς εμπορεύματα τα οποία διαπιστώνεται ότι ελλείπουν «πριν ή ταύτα νομίμως μεταφερθώσιν εκ της αποθήκης συμφώνως τη περί τούτων κατατεθείση διασαφήσει».  Στην προκειμένη περίπτωση τα εμπορεύματα δεν ήσαν ελλείποντα πριν  από τη μεταφορά τους «εκ της αποθήκης» αφού είχε ήδη εξουσιοδοτηθεί η μεταφορά τους από την αποθήκη βάσει των διασαφήσεων που ρητώς επέτρεπαν τη μεταφορά τους στο αεροδρόμιο προς εξαγωγή, η δε υπόθεση της Δημοκρατίας, η οποία δεν αμφισβητεί τις διασαφήσεις ως προς την άδεια μεταφοράς, είναι ότι αυτά δεν παρεδόθησαν προς εξαγωγή.  Το άρθρο 76(2) συναρτάται προς το άρθρο 76(1).  Το άρθρο 76(3) στο οποίο ιδιαιτέρως βασίζεται η Δημοκρατία, προνοεί ως ακολούθως: 

 

«Εν ή περιπτώσει επιτραπή κατά νόμον η μεταφορά εμπορευμάτων εξ αποθήκης αποταμιεύσεως άνευ της καταβολής του δασμού ή φόρου εις ετέραν αποθήκην ή εις έτερον τι μέρος, το παρόν άρθρον, εξαιρουμένης της τεθειμένης τω εδαφίω (1) επιφυλάξεως, τυγχάνει εφαρμογής καθ΄όσον αφορά εις τα εμπορεύματα ταύτα διαρκούσης της μεταφοράς των, ως εάν ταύτα ευρίσκοντο εισέτι εν αποθήκη αποταμιεύσεως.

 

Νοείται ότι παν ποσόν δυνάμει του εδαφίου (1) οφειλομένον αναφορικώς προς τα τοιαύτα εμπορεύματα, εισπράττεται μόνον εκ του ιδιοκτήτου των εμπορευμάτων.»

 

 

 

Το άρθρο 76(1) θα μπορούσε λοιπόν να εφαρμόζεται ως προς εμπορεύματα που καθίστανται ελλείποντα «διαρκούσης της μεταφοράς των», η οποία προφανώς επεκτείνεται μέχρι να παραδοθούν προς εξαγωγή, ώστε να μπορεί να εξετασθεί κατά πόσο τα εμπορεύματα παρεδόθησαν ή όχι.  Υπάρχει όμως ένας βασικός λόγος για τον οποίο το άρθρο 76(3) δεν έχει εφαρμογή, και τούτο διότι, σύμφωνα με την επιφύλαξη του, το ποσό των οφειλομένων δασμών και φόρων (σε περίπτωση που θα συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις των εν λόγω προνοιών) «εισπράττεται μόνον εκ του ιδιοκτήτου των εμπορευμάτων», δεν είναι δε τυχαίος ο περιορισμός που γίνεται στο άρθρο 76(3) ως προς τον ιδιοκτήτη και μόνο ως υπεύθυνο, σε αντίθεση με το άρθρο 76(1) το οποίο καθιστά υπεύθυνο είτε τον αποθηκευτή είτε τον ιδιοκτήτη.  Εδώ η Αιτήτρια δεν ήταν ιδιοκτήτης αφού είχε ήδη πωλήσει τα εμπορεύματα και εισπράξει την αξία τους.  Δεν συντρέχει επομένως λόγος να εξετασθεί περαιτέρω κατά πόσο τα εμπορεύματα παρεδόθησαν προς εξαγωγή ώστε να μην ήσαν πλέον «διαρκούσης της μεταφοράς των».  Θα ήθελα όμως να παρατηρήσω ότι, εν πάση περιπτώσει, η μεταφορά των εμπορευμάτων φαίνεται να τερματίζεται με την παράδοση τους προς εξαγωγή, η οποία εδώ πιστοποιείται με την υπογραφή και σφράγιση των διασαφήσεων.  Μάλιστα ο φερόμενος ως υπογράψας τελωνειακός αναφέρει στην κατάθεσή του ότι ακολουθούσε την καθιερωμένη διαδικασία, δηλαδή έβλεπε το εισιτήριο και διαβατήριο, έλεγχε τα έγγραφα εξαγωγής και τα εμπορεύματα τα οποία και συνόδευε στον έλεγχο ζυγίσματος ώστε να εξάγοντο.  Και αν ακόμα μπορούσε να ίσχυε το άρθρο 76(3), διερωτώμαι αν το δικαστήριο θα μπορούσε να πάει πίσω από τις διασαφήσεις και να εξετάσει το εύλογο της αντίληψης του Τελωνείου ότι οι υπογραφές και σφραγίσεις των διασαφήσεων ήσαν εικονικές, εν όψει του ότι ουδεμία προς τούτο ποινική ή πειθαρχική καταδίκη του εν λόγω τελωνειακού προηγήθηκε και ασφαλώς ουδεμία διαδικασία που να εξυπακούει εμπλοκή της Αιτήτριας στην όποια τέτοια ευθύνη εκείνου υπήρξε.

 

Η Δημοκρατία επιχειρηματολογεί και σε συνάρτηση με τον όρο (στ) της άδειας λειτουργίας και τον όρο (β) της εγγύησης.  Οι όροι αυτοί δεν προσθέτουν οτιδήποτε στην υποχρέωση της Αιτήτριας να παραδώσει τα εμπορεύματα προς εξαγωγή, τόσο δε η άδεια λειτουργίας όσο και η εγγύηση ασφαλώς δίδονται στα πλαίσια του νόμου.  Πέραν τούτου όμως, το ίδιο το Σημείωμα Απαίτησης δεν εβασίσθη στους όρους αυτούς παρά μόνο στις εν λόγω πρόνοιες του νόμου.  Ακόμα, η όποια υποχρέωση βάσει της εγγύησης ως συμφωνίας ενδεχομένως να μην ήταν θέμα δημοσίου αλλά ιδιωτικού δικαίου.

 

Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς τις εν λόγω τέσσερις διασαφήσεις μόνο, ακυρώνεται.  Η Δημοκρατία θα καταβάλει €1000 έξοδα στην Αιτήτρια.

 

 

 

                                                     Δ. Χατζηχαμπής,

                                                                  Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΚΧ"Π


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο