JAMAL KAROU ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΔΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ, Υπόθεση αρ. 128/2008, 1 Φεβρουαρίου 2010

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                                            (Υπόθεση αρ. 128/2008)

1 Φεβρουαρίου, 2010

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στης)

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

JAMAL KAROU

Αιτητής,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΔΙΑ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ,

Καθ’ ων   η Αίτηση

------------------------- 

Σ. Καραολής για κ. Λυσάνδρου, για τον Αιτητή

Ζ. Κυριακίδου για Λ. Γρηγορίου (κα), για τους Καθ’ ων η αίτηση

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.  Ο Αιτητής είναι Σύρος υπήκοος Κουρδικής καταγωγής και με την παρούσα προσφυγή ζητά την ακύρωση της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερομηνίας 31.10.2007. 

 

Ο Αιτητής εισήλθε νόμιμα στην Κύπρο στις 11.9.1999. Είναι νυμφευμένος και πατέρας δύο παιδιών. Η σύζυγος του είναι επίσης κάτοχος Συριακού διαβατηρίου. Στις 6.5.2004, υπέβαλε αίτηση για απόκτηση της ιδιότητας του πολιτικού πρόσφυγα.  Στην αίτηση του ανέφερε ότι οι λόγοι που τον ώθησαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του, ήταν γιατί στην Συρία οι Κούρδοι διώκονται. Ακόμη ότι όταν υπηρετούσε στον Συριακό στρατό είχε λάβει μέρος σε διαδήλωση υπέρ των Κούρδων στις πρεσβείες της Τουρκίας και των Ηνωμένων Πολιτειών. Λόγω αυτής του της ενέργειας επρόκειτο να συλληφθεί από τις Αρχές της χώρας του, αλλά όπως ισχυρίστηκε  δωροδόκησε κάποιο αξιωματικό του Στρατού  και απέφυγε την σύλληψη.

 

Στις 21.7.2004 κλήθηκε σε συνέντευξη από λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου,  ο οποίος εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης.

 

Ο προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου, την 31.3.2005 αποδεχόμενος την εισήγηση του λειτουργού, αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης για το λόγο ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 και 19(1) και (2) του περί Προσφύγων Νόμου 2000-2004 (6(Ι)/2000), στο εξής «ο Νόμος».  Στην απόφαση του, επισημαίνει ότι ο Αιτητής δεν τεκμηριώνει τους ισχυρισμούς του και έτσι δεν μπορεί να θεωρηθεί αξιόπιστος. Ο Αιτητής ενημερώθηκε για την απόφαση, με σχετική επιστολή ημερομηνίας 19.4.2005.

 

Στο μεταξύ ο Αιτητής προσκόμισε βεβαίωση φοίτησης του παιδιού του σε δημόσιο δημοτικό σχολείο. Μετά από αυτή την εξέλιξη, στις 12.4.2005, ο λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου εισηγήθηκε την παραχώρηση, για ανθρωπιστικούς λόγους, του καθεστώτος προσωρινής διαμονής στον Αιτητή και στην οικογένεια του μέχρι το τέλος του σχολικού έτους. Η εν λόγω εισήγηση έγινε αποδεκτή από τον προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου.

 

Στις 10.6.2005 ο Αιτητής, μέσω του δικηγόρου του,  καταχώρησε διοικητική προσφυγή ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, στο εξής « η Αρχή» η οποία την 31.10.2005, μετά από μελέτη της σχετικής Έκθεσης που είχε ετοιμαστεί από Λειτουργό της, με απόφαση της απέρριψε την προσφυγή. Ο Αιτητής ενημερώθηκε σχετικά με διπλοσυστημένη επιστολή ημερομηνίας 7/11/2005.

 

Προς ακύρωση της προσβαλλομένης απόφασης ο Αιτητής προβάλλει 3 λόγους: (α) μη δέουσα έρευνα καθώς και παραβίαση του δικαιώματος προηγούμενη ακρόασης, (β) πλάνη περί τα πράγματα κατά την έκδοση της.

και  (γ) μη δέουσα αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Η προδικαστική ένσταση.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση προβάλλει προδικαστική ένσταση ότι η προσφυγή είναι εκπρόθεσμη αφού, όπως ισχυρίζεται, η προσβαλλόμενη απόφαση ενώ επιδόθηκε στον Αιτητή δεόντως στις 8/11/2007, η προσφυγή καταχωρήθηκε μετά την παρέλευση της προθεσμίας των 75 ημερών ήτοι στις 28/1/2008.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Αιτητή παραδέχεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση επιδόθηκε στον Αιτητή στις 8/11/2007, πλην όμως διατείνεται ότι το περιεχόμενο της ήταν διατυπωμένο στην Αγγλική γλώσσα την οποία δεν γνωρίζει ο πελάτης του.  Ήταν γνωστό στους καθ’ ων η αίτηση, από την διαδικασία ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, ότι η γλώσσα επικοινωνίας του Αιτητή, ήταν η  Αραβική και σ’ αυτήν έπρεπε να ήταν διατυπωμένη η προσβαλλόμενη απόφαση. Εισηγήθηκε ότι  ο μόνος λόγος καθυστέρησης στην καταχώρηση της παρούσας προσφυγή, οφειλόταν στο γεγονός ότι ο Αιτητής έπρεπε να βρει πρόσωπο που θα του μετάφραζε από τα Αγγλικά στα Αραβικά, ώστε να μπορέσει να αντιληφθεί το περιεχόμενο της.

 

Η προδικαστική ένσταση κατά την άποψη μου δεν ευσταθεί.

 

Ως γνωστό ο χρόνος των 75 ημερών που επιτάσσει το Άρθρο 146.3 του Συντάγματος αρχίζει, για μεν τις αποφάσεις που δημοσιεύονται από την ημερομηνία δημοσίευσης, για δε τις άλλες, από την ημερομηνία που ο ενδιαφερόμενος λάβει πραγματική γνώση του περιεχομένου τους. Σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, πραγματική γνώση υπάρχει όταν το ενδιαφερόμενο πρόσωπο αντιληφθεί το περιεχόμενο της απόφασης σε βαθμό που να μπορεί να διαπιστώσει αν από αυτή έχει υποστεί ή όχι οποιαδήποτε υλική ή ηθική ζημία.(Βλ. σχετικά Ακίνητα Λούλας Ιωνίδου Λτδ. ν. Εφόρου Φόρου Εισοδήματος (2001) 3 Α.Α.Δ. 1011). Στην παρούσα περίπτωση λόγω του ότι η προσβαλλόμενη απόφαση  επιδόθηκε στον Αιτητή σε μη κατανοητή σ’ αυτόν γλώσσα, ο χρόνος έναρξης της προθεσμίας θα πρέπει να αρχίζει από την ημερομηνία που κατέστη δυνατή η μετάφραση της με πρωτοβουλία του Αιτητή και όχι από τον χρόνο επίδοσης της.

 

Οι λόγοι ακύρωσης.

 

Μη δέουσα έρευνα καθώς και παραβίαση του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης - Λόγος ακύρωσης 1.

Με τον πρώτο λόγο ακύρωσης ο συνήγορος του Αιτητή προβάλλει ότι οι καθ’ ων η αίτηση δεν προέβησαν σε δέουσα έρευνα των στοιχείων και ότι οι πηγές στις οποίες προσέφυγαν, για να διαπιστώσουν ποια ήταν η αντιμετώπιση από το καθεστώς των κουρδικής καταγωγής πολιτών της Συρίας, δεν ήταν αξιόπιστες.  Επίσης ισχυρίζεται ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης του Αιτητή, αφού δεν του δόθηκε η ευκαιρία να εμφανιστεί ενώπιον της Αρχής κατά την εξέταση της ιεραρχικής του προσφυγής.

 

Ο λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.

 

Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντος οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση (βλ. Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., (1996) Α.Α.Δ 503.

 

Στη παρούσα περίπτωση η Αρχή προέβη σε πλήρη έρευνα των στοιχείων που ήταν ενώπιον της. Όπως προκύπτει από  μελέτη των φακέλων της υπόθεσης, ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, ο λειτουργός της μέσα από τις ερωτήσεις που υπέβαλε,  ορθά διαπίστωσε ότι ο Αιτητής με τις απαντήσεις του έδινε την εντύπωση αναξιόπιστου ατόμου, αφού υπέπιπτε σε αντιφάσεις και ασάφειες. Ενδεικτικά κατά την διάρκεια της συνέντευξης ο Αιτητής απαντώντας σε σχετικές ερωτήσεις, δήλωσε στο λειτουργό ότι λόγω της κουρδικής καταγωγής του αντιμετώπιζε προβλήματα από τις Συριακές Αρχές, αλλά ταυτόχρονα δήλωσε ότι συνέχισε να είναι  κάτοχος Συριακού διαβατηρίου, ταυτότητας και υπηρέτησε την στρατιωτική του θητεία. Επίσης εξήλθε από την χώρα του νόμιμα και χωρίς το παραμικρό πρόβλημα από τις εκεί αρχές.  Είναι φανερό ότι εύλογα ο λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου θεώρησε ότι υπάρχει αντίφαση στα όσα ισχυρίζεται ο Αιτητής. Επίσης ενώ ισχυρίζεται ότι πρόκειται για πρόσωπο κατατρεγμένο λόγω καταγωγής, παρουσιάζεται να έχει ισχυρές διασυνδέσεις με τις αρχές. Ακόμη ο συνήγορος του επικαλείται αναξιοπιστία των πηγών χωρίς να προβάλλει το παραμικρό στοιχείο ή επιχείρημα, γιατί αυτές είναι αναξιόπιστες.  Εν πάση περιπτώσει, η μέθοδος έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του οργάνου και δεν μπορεί να υποδειχθεί από το Δικαστήριο, ποια θα είναι αυτή.

 

Δεν ευσταθεί ούτε ο ισχυρισμός ότι παραβιάσθηκε το δικαίωμα το Αιτητή για προηγούμενη ακρόαση, αφού η Αρχή δεν έχει τέτοια υποχρέωση. Σύμφωνα με το Άρθρο 28Ζ του  Νόμου είναι στην διακριτική της ευχέρεια να καλέσει τον Αιτητή, εφόσον αυτή το κρίνει αναγκαίο. Στην παρούσα περίπτωση, με βάση τα στοιχεία που είχε ενώπιον της η Αρχή και ενόψει του γεγονότος ότι ο Αιτητής δεν κατέθεσε κάτι καινούριο  που να ενισχύει την αίτηση του, δεν διαπιστώνω να συνέτρεχε λόγος για τον οποίο ο Αιτητής θα έπρεπε να κληθεί ενώπιον της. (Βλ. υπόθεση ολομέλειας στη Harpreet Singh v. Δημοκρατίας (2006) 3 ΑΑΔ 393).

 

Πλάνη περί τα πράγματα-Λόγος ακύρωσης 2

Ο Αιτητής προβάλλει επίσης ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα πλάνης περί τα πράγματα και ισχυρίζεται ότι αυτή συνίσταται  στο ότι ο αρμόδιος λειτουργός, στην έκθεση του, παρερμήνευσε την ικανότητα του Αιτητή να χειρίζεται τον αραβικό λόγο. Επίσης και πάλι κάνει αναφορά σε αναξιόπιστες πηγές γνώσης, ισχυρισμό τον οποίο έχω ήδη απαντήσει.  Ακόμη προβάλλει ότι οι Καθ’ ων η αίτηση «έστρεψαν την έρευνα τους σε λανθασμένο «μονοπάτι» και σε αυθαίρετα συμπεράσματα για τα δικαιώματα των Κούρδων στην Συρία»[1] και ότι έπρεπε σχετικά να ληφθούν στοιχεία από την Επιτροπή των Κούρδων στην Λεμεσό.

 

Σύμφωνα με τις αρχές του διοικητικού δικαίου, [2] πλάνη περί τα πράγματα δημιουργείται όταν το αποφασίζον όργανο κατά την άσκηση της διακριτικής του εξουσίας στηρίζεται σε γεγονότα και προϋποθέσεις  που είναι εξ’ αντικειμένου ανύπαρκτά ή όταν παραλείπει να λάβει υπόψη πραγματικά γεγονότα που αντικειμενικά κρινόμενα είναι ουσιώδη. Βέβαια εκείνος που προβάλλει ως λόγο ακύρωσης την πλάνη περί τα πράγματα, έχει και το βάρος της απόδειξης.

 

Στην προκειμένη περίπτωση οι καθ’ ων η αίτηση κατά την άποψη μου, ορθά αξιολόγησαν τα γεγονότα της υπόθεσης  καταλήγοντας  στην έκδοση της επίδικης απόφασης. Ο Αιτητής κρίθηκε ως αναξιόπιστος με αποτέλεσμα οι Καθ’ ων η αίτηση να διεξάγουν τη δική τους έρευνα, επιλέγοντας πηγές πληροφόρησης οι οποίες δεν έχουν αποδειχθεί ακατάλληλες. Καμία πλάνη  δεν διαπισπώνεται ως προς τα γεγονότα που έλαβαν ή δεν έλαβαν υπόψη.  Όσον αφορά τον ισχυρισμό ότι ο λειτουργός της υπηρεσίας ασύλου παρερμήνευσε την ικανότητα του Αιτητή να χειρίζεται τον αραβικό λόγο, αυτό κατά την άποψη μου δεν ευσταθεί,  αφού ο λειτουργός κατέγραφε τα όσα του απαντούσε με την βοήθεια διερμηνέα, γνώστη της αραβικής γλώσσας, όπως ζήτησε ο Αιτητής.

 

Ανεπάρκεια αιτιολογίας-Λόγος ακύρωσης 3

Τέλος ο συνήγορος προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιτιολόγητη ως προς την διαπίστωση ότι ο Αιτητής δεν υπάγεται στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, βάσει  του άρθρου 19(1) και (2) του Νόμου.

 

Ούτε αυτός ο λόγος ακύρωσης ευσταθεί.

         

Η αιτιολογία μιας απόφασης για να θεωρείται ότι είναι σύμφωνη με τις Γενικές αρχές του Διοικητικού Δικαίου, Άρθρα 26 και 28 του Νόμου 158(Ι)/1999  και την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, θα πρέπει  να περιέχει τους πραγματικούς λόγους και την νομική βάση στην οποία  υπήγαγε τα γεγονότα ώστε να καταλήξει στη συγκεκριμένη απόφαση. Όμως η διατύπωση θα πρέπει να γίνεται με τρόπο που να δίνει την δυνατότητα στο Δικαστήριο να ελέγξει τη νομιμότητα της (Βλ. Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998)3 Α.Α.Δ.270).

 

Στην παρούσα περίπτωση η Αρχή κατά την άποψη μου αιτιολογεί με σαφήνεια και πληρότητα την απόφαση της και καταλήγει ορθά στην απόρριψη της διοικητικής προσφυγής και της εισήγησης ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 και 19(1) και (2) του Νόμου, αφού ο Αιτητής απέτυχε να αποδείξει ότι σε περίπτωση επιστροφής στην χώρα του, θα υπήρχε κίνδυνος δίωξης του για φυλετικούς, θρησκευτικούς, πολιτικούς λόγους ή για το λόγο ότι ήταν μέλος συγκεκριμένου συνόλου. Με τις απαντήσεις του στην συνέντευξη ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, δεν έδωσε την εντύπωση προσώπου που αντιμετώπιζε προβλήματα με τις αρχές, λόγω των πεποιθήσεων του, όποιες και να ήταν αυτές.

 

Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €700 έξοδα υπέρ των Καθ’ ων η αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με βάση το άρθρο 146.4 (α) του Συντάγματος.

 

                                                                          (Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ



[1] Βλ. Γραπτή αγόρευση Αιτητή σελ. 5

[2] Βλ. άρθρο 46 των περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμο του 1999 (Ν.158(1)/99).


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο