ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΧΑΤΖΗΚΥΡΙΑΚΟΥ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ, Υπόθεση Αρ. 1558/2007, 10 Φεβρουαρίου 2010

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 1558/2007)

 

10 Φεβρουαρίου 2010

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΧΑΤΖΗΚΥΡΙΑΚΟΥ,

Αιτητής,

-         ν.   –

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

Καθ΄ ων η αίτηση.

----------------------------

Λ. Χριστοδούλου για Κ. Χρυσοστομίδη & Σια, για τον Αιτητή.

Δ. Καλλίγερος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄ με Θ. Πιπερή (κα), Δικηγόρο της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

---------------------------

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Επιδιώκεται η ακύρωση της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 24.8.07, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση του αιτητή για την κατά παρέκκλιση χορήγηση πολεοδομικής άδειας για προσθηκομετατροπές, δημιουργία χώρου εναπόθεσης χοιρολυμάτων και ανέγερση του αναγκαίου διαχωριστήρα χοιρολυμάτων σε υφιστάμενο χοιροστάσιο. 

 

        Απορρέει από την ολότητα των γεγονότων ότι ο αιτητής είναι ιδιοκτήτης διαφόρων τεμαχίων γης στην Κάτω Μονή, υπέβαλε δε στις 18.8.2000, αίτηση για τα πιο πάνω σε συνδυασμό με προγενέστερη αίτηση που είχε υποβληθεί από το 1995.  Το ιστορικό της υπό κρίση αίτησης και απόρριψης φαίνεται αναλυτικά στην ένσταση των καθ΄ ων, αλλά δεν χρειάζεται να καταγραφεί εδώ, με δεδομένο ότι κατόπιν εισήγησης στον αιτητή να υποβάλει νέα αίτηση με βάση τους περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Παρεκκλίσεις) Κανονισμούς του 1999, Κ.Δ.Π. 309/99 (εφεξής «οι Κανονισμοί»), ο αιτητής υπέβαλε την προαναφερθείσα αίτηση, η οποία αφού εξετάστηκε από το Συμβούλιο Μελέτης Παρεκκλίσεων (εφεξής «το Συμβούλιο»), παραπέμφθηκε σε δημόσια ακρόαση η οποία διεξήχθηκε στις 19.5.05.  Κατ΄ αυτήν έλαβαν μέρος όλοι οι αναγκαίοι δημόσιοι φορείς, μετά δε τη διερεύνηση των δεδομένων, ο αιτητής ζήτησε παράταση για την υποβολή πρόσθετων στοιχείων, εν τέλει δε το Συμβούλιο στη σχετική συνεδρία του ημερ. 19.4.07, αποφάσισε ομόφωνα να εισηγηθεί στο Υπουργικό Συμβούλιο την απόρριψη της αίτησης θεωρώντας ότι αυτή δεν ενέπιπτε σε κανένα από τα κριτήρια του Καν. 19(1)(α)-(ιβ) των Κανονισμών, καθώς επίσης και διότι η προτεινόμενη ανάπτυξη επηρέαζε ουσιωδώς τη γενική στρατηγική του Σχεδίου Ανάπτυξης (Δήλωση Πολιτικής).  Το Υπουργικό Συμβούλιο εξέτασε την αίτηση και τη σχετική πρόταση που υποβλήθηκε από τον Υπουργό Εσωτερικών και με σχετική απόφαση του ημερ. 25.7.07, που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα στις 24.8.07, απέρριψε την αίτηση.

 

        Προβάλλονται σωρεία λόγων προς ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης.  Κατά πρώτον, παρόλον που δεν ταξινομείται κατά προτεραιότητα στην αίτηση και στη γραπτή αγόρευση του αιτητή, τίθεται ζήτημα κακής σύνθεσης του Συμβουλίου από την άποψη ότι διαφορετικά ήταν τα μέλη του όταν άρχισε η εξέταση του αιτήματος παρέκκλισης και διαφορετικά όταν λήφθηκε η απόφαση για την απόρριψη της αίτησης προς το Υπουργικό Συμβούλιο.  Συναφές με το θέμα είναι και το επιχείρημα ότι υπό τη νέα του σύνθεση το Συμβούλιο δεν έδωσε δικαίωμα ακρόασης στον αιτητή, ως θα έπρεπε. 

 

        Πράγματι, σύμφωνα με τα πρακτικά της δημόσιας ακρόασης που διεξήχθηκε στις 19.5.05 (Παράρτημα XV στην ένσταση), παρόντες ήταν η Αγάθη Θεμιστοκλέους ως πρόεδρος, ο Βάσος Χρίστος ως αναπληρωτής αντιπρόεδρος, η Ρίτσα Μέση ως μέλος και οι Χριστάκης Βιολάρης και Παναγιώτης Δαμιανού ως αναπληρωματικά μέλη.   Στο Παράρτημα XIV της ένστασης ημερ. 19.4.07, όταν λήφθηκε η απόφαση του Συμβουλίου προς προώθηση στο  Υπουργικό Συμβούλιο, παρόντες  εμφανίσθηκαν ο Σάββας Βέργας ως αναπληρωματικό μέλος και ο Σάββας Σάββα ως μέλος.  Τα υπόλοιπα τρία  πρόσωπα  που  συνέθεταν το Συμβούλιο παρέμειναν τα ίδια, με  πρόεδρο την Αγάθη Θεμιστοκλέους.  Στην αρχή της τελευταίας αυτής συνεδρίας, όπως  φαίνεται  από  το  σχετικό  πρακτικό  που  τηρήθηκε,  οι  Σ. Βέργας και Σ. Σάββα, ανέφεραν ότι μελέτησαν την αίτηση και όλα τα σχετικά με αυτή έγγραφα, καθώς και όλα τα πρακτικά της δημόσιας ακρόασης και ήταν πλήρως ενημερωμένα σε σχέση με όλα τα στοιχεία που ήταν αναγκαία για τη λήψη απόφασης παρόλο που δεν ήταν μέλη του Συμβουλίου όταν μελετήθηκε αρχικά η αίτηση και πραγματοποιήθηκε η δημόσια ακρόαση.

 

  Η εισήγηση για κακή σύνθεση δεν είναι ορθή ενόψει του γεγονότος ότι το Συμβούλιο ως καθαρά γνωμοδοτικό όργανο με εξουσία να προβαίνει σε μελέτη και να εισηγείται στο Υπουργικό Συμβούλιο την αποδοχή ή την απόρριψη μιας αίτησης κατά παρέκκλιση, παραμένει ένα συλλογικό όργανο που διέπεται από τις γενικές διοικητικές αρχές λειτουργίας ενός τέτοιου οργάνου.  Με βάση το άρθρο 22 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου αρ. 158(Ι)/99, ενώ κατά κανόνα η διαδικασία συζήτησης και λήψης απόφασης πρέπει να διεξάγεται από την αρχή μέχρι το τέλος από τα ίδια μέλη, είναι επιτρεπτό σε περίπτωση που η διαδικασία παρατείνεται σε περισσότερες συνεδρίες και η σύνθεση αλλάζει με τη συμμετοχή μελών που ήταν προηγουμένως απόντα, το συλλογικό όργανο να δύναται να λάβει έγκυρη απόφαση εάν επαναληφθεί η συνεδρία από την αρχή εκτός εάν η πρώτη συνεδρία ασχολήθηκε με προκαταρκτικά θέματα ή αν τα μέλη που ήταν προηγουμένως απόντα ενημερωθούν πλήρως ούτως ώστε να είναι σε θέση να λάβουν μέρος στη διαδικασία και την απόφαση. 

 

        Σύμφωνα με τη νομολογία, επιβεβαιωτική των προνοιών του πιο πάνω άρθρου, που ταυτόχρονα αποτελεί κωδικοποίηση της, όλα τα μέλη ενός συλλογικού οργάνου που λαμβάνουν μια απόφαση πρέπει να έχουν παραστεί σε όλη την εξέταση της υπόθεσης και κατά τη διάρκεια όλης της διαδικασίας, εξασφαλίζοντας έτσι την πλήρη ενημέρωση κάθε μέλους, διαφορετικά η νομιμότητα της σύνθεσης του οργάνου δυνατό να πάσχει.  Σε περίπτωση που μέλη μετέχουν στην τελική συνεδρία αλλά όχι σε προηγούμενες, πρέπει να υπάρχει σαφής δήλωση επί των πρακτικών ότι έχουν ενημερωθεί ως προς όλα τα ουσιώδη ζητήματα κατά τις προηγούμενες συνεδριάσεις που ήταν απόντα.  (δέστε Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ν. Δημοκρατίας μέσω Επιτροπής  Προστασίας   Ανταγωνισμού (2004) 3 Α.Α.Δ. 53 και Σύνδεσμος Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου ν. Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού (2002) 3 Α.Α.Δ. 314). 

 

        Στο σύγγραμμα του Ε. Σπηλιωτόπουλου: «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου» 12η έκδ. Τόμος 1, σελ. 146, παρ. 129 εξηγούνται τα ακόλουθα:

 

«Λ ε ι τ ο υ ρ γ ί α.  Όλα τα μέλη του συλλογικού οργάνου που παίρνουν την απόφαση πρέπει να έχουν παραστεί σε όλη την εξέταση της υπόθεσης, από την αρχή ως το τέλος, διότι μόνο με τον τρόπο αυτόν εξασφαλίζεται η πλήρης ενημέρωση κάθε μέλους ώστε να κριθεί η υπόθεση με τη γνώση και στάθμιση των στοιχείων που προκύπτουν κατά την εξέταση της.  Εάν η εξέταση της υπόθεσης παραταθεί σε περισσότερες διαδοχικές συνεδριάσεις, η τυχόν εναλλαγή των μετεχόντων μελών δεν επηρεάζει τη νομιμότητα της σύνθεσης του συλλογικού οργάνου (ΚΔΔ/σίας άρθρο 14 § 5).  Τα μέλη όμως που μετέχουν στην τελευταία συνεδρίαση και δεν μετείχαν σε προηγούμενες συνεδριάσεις  πρέπει να δηλώσουν ρητώς, με δήλωσή τους που καταχωρίζεται στα πρακτικά ότι ενημερώθηκαν πλήρως ως προς τα ουσιώδη σημεία των συζητήσεων που έγιναν στις συνεδριάσεις στις οποίες δεν μετείχαν (ΚΔΔ/σίας άρθρο 5 § 2, 4205/2002).»

 

        Εδώ, όπως έχει καταγραφεί, τα δύο νέα μέλη ενημερώθηκαν πλήρως και επομένως δεν εντοπίζεται οποιοδήποτε πρόβλημα.  Προκύπτει, άλλωστε, από το σχετικό Παράρτημα XIV, ότι όλα τα σχετικά έγγραφα μελετήθηκαν και ασχέτως του γεγονότος ότι τα νέα μέλη δεν ήταν παρόντα στη δημόσια ακρόαση, εν τούτοις το όλο θέμα αφορούσε καθαρά ζητήματα παρέκκλισης, σχέδια και δεδομένα τα οποία ήσαν αρκούντως καταγραμμένα στα πρακτικά της δημόσιας ακρόασης (Παράρτημα XV) και ήταν εύκολο να αποκτηθεί γνώση του σχετικού αντικειμένου.  Δεν ενέχει σημασία το γεγονός ότι τα τότε μέλη που απάρτιζαν το Συμβούλιο κατά τη δημόσια ακρόαση είχαν «έντονη συμμετοχή», όπως το θέτει ο συνήγορος του αιτητή στις σελ. 9-11 της γραπτής του αγόρευσης.  Δεν πρόκειτο για διαδικασία προσωπικών συνεντεύξεων, για παράδειγμα, όπου οι εντυπώσεις που δημιουργούνται από τους υποψηφίους σε ένα έκαστο των μελών του οργάνου, παραμένουν ατομικές και συνειδησιακές και δεν μπορούν να μεταφερθούν σε τυχόν νέα μέλη.

 

 Το Συμβούλιο με την τότε σύνθεση  (που ας σημειωθεί περιελάμβανε χωρίς αλλαγή την πρόεδρο, τον αντιπρόεδρο και ένα μέλος), είχαν υποβάλει διάφορες ερωτήσεις σε σχέση με διευκρινιστικά ζητήματα που απέρρεαν από το γεγονός ότι η επιδιωκόμενη παρέκκλιση είχε ήδη συντελεστεί και ζητείτο η εκ των υστέρων κάλυψη της, καθώς και σε σχέση με διάφορα τεχνικά και μη θέματα.  Δεν εντοπίζεται οτιδήποτε στα πρακτικά της δημόσιας ακρόασης που δεν θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο γνώσης από τα δύο νέα μέλη.   Πρέπει δε να σημειωθεί ότι ο αιτητής με τη γραπτή του αγόρευση δεν έθεσε ζήτημα αναρμοδιότητας των νέων μελών να συμμετάσχουν στο Συμβούλιο, (η σύνθεση καθορίζεται από τον Καν. 4 των Κανονισμών), αλλά απλώς έθεσε θέμα αλλαγής στη σύνθεση.  Ούτε είναι ορθή η θέση του αιτητή ότι αποστερήθηκε του δικαιώματος ακρόασης υπό τη νέα σύνθεση, εφόσον στον αιτητή δόθηκε το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης ενώπιον του Συμβουλίου το οποίο και εξάσκησε και επομένως έθεσε ό,τι ήταν δυνατό να προσμετρήσει υπέρ του κατά την ακρόαση εκείνη.  Εάν λόγω της αλλαγής στη σύνθεση (και ενώ τρία από τα πέντε μέλη που αποτελούν και απαρτία δυνάμει του Καν. 6(2) παρέμειναν τα ίδια), θα έπρεπε να επαναληφθεί η όλη διαδικασία της δημόσιας ακρόασης, τότε θα καταστρατηγείτο το σχετικό εδάφιο του άρθρου 22 που επιτρέπει την εκ των υστέρων ενημέρωση νέων μελών που λαμβάνουν μέρος στη σύνθεση συλλογικού οργάνου για τα όσα προηγήθηκαν, θα υπήρχαν δε ατέρμονες διαδικασίες άνευ ουσίας.

 

        Άλλο θέμα που τέθηκε ήταν ότι στο σχετικό πρακτικό του Συμβουλίου ημερ. 19.4.07, όταν τέθηκε ζήτημα απόφασης επί της αιτήσεως μετά τη διεξαγωγή της δημόσιας ακρόασης, η πρόεδρος του Συμβουλίου ενημέρωσε τα μέλη ότι υπήρξε τηλεφωνική επικοινωνία της γραμματέας του Συμβουλίου με την Ιφιγένεια Θεοδοσίου, Λειτουργό του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, η οποία χειριζόταν την αίτηση και η οποία ενημέρωσε τη γραμματέα για το περιεχόμενο της απαντητικής επιστολής του Τμήματος προς το Συμβούλιο, η οποία ενώ είχε ετοιμαστεί, δεν μπορούσε να σταλεί την ημέρα της συνεδρίας του Συμβουλίου λόγω της απουσίας του προϊσταμένου της εκτός Λευκωσίας.  Στη συνέχεια η γραμματέας πληροφόρησε το Συμβούλιο για το περιεχόμενο της επιστολής, όπως καταγράφεται στην παρ. 4.3 των σχετικών πρακτικών.  Ο αιτητής εισηγείται ότι αυτή η τηλεφωνική ενημέρωση ήταν παράνομη, περιείχε άγνωστο ή άγνωστα δεδομένα εφόσον δεν τηρήθηκαν σχετικά πρακτικά ή σημειώσεις και ότι η τηλεφωνική αυτή επικοινωνία αντικατάστησε το σχετικό υπηρεσιακό έγγραφο και οδήγησε, μεταξύ άλλων στοιχείων, στην απορριπτική εισήγηση του Συμβουλίου. 

 

        Η πιο πάνω θέση δεν είναι ορθή, ενόψει του ότι ενώπιον της προέδρου και των μελών του Συμβουλίου μεταφέρθηκε με ακρίβεια το περιεχόμενο της απαντητικής επιστολής του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως και συνεπώς δεν λήφθηκε υπόψη απλώς μια αγνώστου περιεχομένου τηλεφωνική επικοινωνία.  Τα γραφειοκρατικά προβλήματα τα οποία με διαφάνεια εξηγούνται στα σχετικά πρακτικά, δηλαδή, η απουσία του προϊσταμένου, δεν κατέστησαν δυνατή την αποστολή της επιστολής ενωρίτερα. Οι απόψεις του Τμήματος  παρατέθηκαν με ορθότητα και ήταν υπόψη του Συμβουλίου πριν τη λήψη της τελικής απόφασης του.  Επομένως,  είναι  λανθασμένη η θέση του αιτητή ότι ήταν άγνωστο το περιεχόμενο της τηλεφωνικής επικοινωνίας.  Πέραν τούτου, όπως εξηγεί και η δικηγόρος των καθ΄ ων στη δική της γραπτή αγόρευση, η επιστολή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως απεστάλη λίγες ημέρες μετά και συγκεκριμένα στις 17.4.07, από το περιεχόμενο δε της επιστολής, που επισυνάφθηκε ως τεκμήριο 3 στην αγόρευση των καθ΄ ων, δεν προκύπτει ότι μεταφέρθηκαν οποιαδήποτε λανθασμένα δεδομένα από τη γραμματέα του Συμβουλίου κατά τη συνεδρία του.  Αντίθετα, ό,τι αναφέρεται εκεί για το συντελεστή δόμησης και το ποσοστό κάλυψης όλων των οικοδομών στο 0.47:1, την πρόταση για ανταλλαγή κτημάτων του αιτητή με παραχώρηση μέρους κρατικής γης, για αναπροσαρμογή των συνόρων με όμορο τεμάχιο και το διαφοροποιημένο συντελεστή δόμησης στο 0.1:1, μετά τα πιο πάνω, έχουν ορθά αναφερθεί προφορικά κατά τη σχετική συνεδρία. Τέλος, σημειώνεται ότι η υπό αναφορά επιστολή τέθηκε αυτούσια στην ημερήσια διάταξη της συνεδρίας του Συμβουλίου ημερ. 14.5.07 (Τεκμ. 6 στην αγόρευση των καθ΄ ων) και επομένως ήταν ενώπιον του Συμβουλίου πριν την επικύρωση των προηγούμενων πρακτικών ημερ. 19.4.07, όταν δηλαδή λήφθηκε η σχετική απόφαση.  Προκύπτει ότι εύκολα θα μπορούσε να διαπιστωθεί από την πρόεδρο και τα μέλη του Συμβουλίου τυχόν πρόβλημα διαφοροποίησης μεταξύ των γραπτών στοιχείων που περιείχε η επιστολή και των προφορικών τοιούτων που μεταφέρθηκαν από τη γραμματέα, μέσω της τηλεφωνικής συνδιάλεξης.

 

        Ούτε ευσταθεί ο ισχυρισμός περί παράνομης εξουσιοδότησης της προέδρου από τα υπόλοιπα μέλη του Συμβουλίου προς ετοιμασία της αιτιολογημένης εισήγησης του Συμβουλίου προς το Υπουργικό Συμβούλιο.  Η εξουσιοδότηση αυτή δεν ήταν εν προκειμένω «εν λευκώ», ούτε διαπιστώνεται οποιαδήποτε παρατυπία στην εξουσιοδότηση.  Ο αιτητής δεν τεκμηριώνει τον ισχυρισμό του ότι η ετοιμασθείσα εισήγηση παρουσιάζει οποιαδήποτε απόκλιση από τα εξετασθέντα και αποφασισθέντα ζητήματα από την ολομέλεια του Συμβουλίου.  Τα μέλη του είχαν, σύμφωνα με το τηρηθέν πρακτικό του Παραρτήματος XIV, εκφράσει τις δικές τους απόψεις, συμφωνώντας με τη θέση της προέδρου, η απόφαση ήταν ομόφωνη, το δε Υπουργικό Συμβούλιο είχε ενώπιον του τα πλήρη στοιχεία.

 

        Ως προς τις υπόλοιπες αιτιάσεις προς ακύρωση της πράξης, ο αιτητής δεν παρουσιάζει οποιοδήποτε ουσιώδες σημείο.  Τα προηγηθέντα από την αρχική αίτηση του 1995 και η καθυστέρηση που σημειώθηκε έχασαν τη σημασία τους εφόσον ο αιτητής, με τη δική του συγκατάθεση, υπέβαλε νέα αίτηση που απέληξε στην επίδικη απόφαση.  Το ότι τα αιτήματα του αιτητή εξετάστηκαν κατά παρέκκλιση δεν τυγχάνει ουσιαστικά αμφισβήτησης από τον αιτητή, εξ ου και βάλλει κατά της λανθασμένης κατ΄ ισχυρισμόν, απόφασης του Συμβουλίου.  Όλα τα σχετικά δεδομένα ήταν ενώπιον των αρμοδίων αρχών και η παγοποίηση της εξέτασης αυτής και πολλών άλλων αιτήσεων, έγινε, όπως εξηγούν οι καθ΄ ων, στην παρ. 1.3.1 της αγόρευσης τους, ενόψει επικείμενης αλλαγής στο νομοθετικό πλαίσιο ρύθμισης των αιτημάτων και της διαδικασίας παρεκκλίσεων.  Εν προκειμένω, ο αιτητής ανεπίτρεπτα αποδοκιμάζει και επιδοκιμάζει την όλη διαδικασία, στην οποία ο ίδιος συμμετείχε και ανέμενε από αυτή και το Συμβούλιο, να τύχει ευνοϊκής μεταχείρισης.

 

        Από τη μελέτη όλων των ενώπιον του Δικαστηρίου δεδομένων, είναι φανερό ότι το Συμβούλιο δεν λειτούργησε υπό πλάνη, είχε ενώπιον του όλα τα δεδομένα, τα οποία και έλαβε πλήρως υπόψη.  Ήταν υπόψη του το γεγονός όλων των προηγούμενων αιτήσεων και αδειών, στις οποίες το Συμβούλιο αναφέρθηκε επισημαίνοντας ότι είχαν επανειλημμένα χορηγηθεί άδειες για παρέκκλιση  όταν «….. ήδη στην περιοχή στην οποία εμπίπτει το χοιροστάσιο δεν επιτρεπόταν η ανέγερση κτηνοτροφικών υποστατικών για την εκτροφή χοίρων».  Καθώς και ότι η απόσταση της κτηνοτροφικής μονάδας από την οικιστική περιοχή του χωριού και από τον κύριο δρόμο Ορούντας-Κάτω Μονής είναι 300 μ. και 150 μ. αντίστοιχα και ότι η γειτνίαση αυτή πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για τις ανέσεις και διαβίωση των κατοίκων.  Προς τούτο λήφθηκαν υπόψη οι εκθέσεις των Κοινοτικών Συμβουλίων Κάτω Μονής (επιστολή ημερ. 30.10.02 κ.α.), της Πολεοδομικής Αρχής, του Επάρχου και του Πολεοδομικού Συμβουλίου  ως προς την ανάπτυξη του έργου.  Ως προς το συντελεστή δόμησης λήφθηκαν επίσης υπόψη οι τελικές θέσεις της Πολεοδομικής Αρχής με το ποσοστό κάλυψης να ανέρχεται στο 0.47:1 με βάση υπολογισμό στο αρχικό εμβαδόν του τεμαχίου, ή στο 0.41:1 με βάση τις αλλαγές με την παραχώρηση κρατικής γης και την προσθήκη άλλου τεμαχίου.

 

        Συνάγεται ότι όλα τα δεδομένα ήταν ενώπιον του Συμβουλίου και μετέπειτα του Υπουργικού Συμβουλίου και ουδεμία πλάνη εμφιλοχώρησε στην όλη διαδικασία, ούτε διαπιστώνεται οποιαδήποτε μεροληψία. Προς τούτο, είχε υπόψη του και τις υπέρ αλλά και τις εναντίον του αιτητή τοποθετήσεις των διαφόρων αρμοδίων φορέων.  Η μελέτη και απόφαση του Συμβουλίου τεκμαίρεται ότι έχει λάβει υπόψη όλες τις θέσεις.  Το Συμβούλιο αποφασίζει την αίτηση με βάση τα κριτήρια του Καν. 19, αλλά και τα όσα προδιαγράφονται στον Καν. 15.  Η εκτίμηση όμως του Συμβουλίου δύναται να είναι διάφορη, από τις θετικές έστω απόψεις διαφόρων φορέων, οι οποίες και δεν είναι δεσμευτικές.  Δεν αναμένεται βέβαια να καταγράφεται ειδική αιτιολογία από το Συμβούλιο όταν δεν ακολουθεί τις αντίθετες απόψεις των φορέων που με βάση τον Καν. 15 οφείλει να λάβει υπόψη, αλλά όχι και να ακολουθήσει.  Ούτε επάγεται ότι οι θετικές απόψεις που δεν υπερίσχυσαν, δεν μελετήθηκαν.  Εναπόκειτο στο Συμβούλιο να επεξεργαστεί και συνθέσει τις διάφορες απόψεις.  Εφόσον το έχει πράξει με τα πλήρη δεδομένα ενώπιον του, δεν παρέχεται πεδίο επέμβασης.  Παρόμοια επιχειρήματα απορρίφθησαν στην Γιώργος Νεοφύτου Ανδρονίου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1606/07, ημερ. 26.5.09.

 

  Εκείνο το οποίο διαφεύγει του αιτητή είναι ότι σε διαδικασίες παρέκκλισης, ο αιτητής δεν έχει «…… έννομη δυνατότητα διεκδίκησης παρέκκλισης από το Τοπικό Σχέδιο» για λήψη πολεοδομικής άδειας (Ανδρέας Σιμιλλίδης ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 571/96, ημερ. 6.2.98).  Στη Σιμιλλίδης τονίστηκε ακριβώς ότι η εκεί ενδεχόμενη εισήγηση της πολεοδομικής αρχής για παρέκκλιση νομιμοποιείται στην ουσία όταν συντρέχουν «οι έκτακτες και δικαιολογημένες προς το δημόσιο συμφέρον περιπτώσεις» κατά το άρθρο 26 του Νόμου.  Η έννοια του «δημοσίου συμφέροντος» έχει επεξηγηθεί και μάλιστα στα πλαίσια του πολεοδομικού σχεδιασμού και του Νόμου στη Hawaii Hotels Limited v. Δημοκρατίας (αρ. 2) (1995) 4 Α.Α.Δ. 2835.  Δεν υπάρχει προσδοκία στην κατ΄ ανάγκην ευόδωση μιας αίτησης κατά παρέκκλιση, ακριβώς διότι επιδιώκεται άδεια έξω από το νομίμως καθοριζόμενο πλαίσιο του πολεοδομικού σχεδιασμού.  Η όλη φιλοσοφία που διέπει τη χορήγηση πολεοδομικών αδειών είναι η στοχευμένη και ομοιόμορφη ανάπτυξη  με βάση τη γενική στρατηγική του σχεδίου αναπτύξεως και επομένως η κατά παρέκκλιση δυνατότητα χορήγησης πολεοδομικής άδειας αποτελεί όχι απλώς την εξαίρεση, αλλά δείχνει και τη φειδώ με την οποία πρέπει να αντιμετωπίζονται τέτοια αιτήματα από τις αρμόδιες αρχές (δέστε A. Chacholis Developers Ltd & A.J.S. Efstathiou Ltd v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 119/08, ημερ. 25.6.09).

 

        Εκείνο το οποίο εδώ η διοίκηση όφειλε να πράξει ήταν να εξετάσει την αίτηση για παρέκκλιση και να αποφασίσει εάν ενέπιπτε σε μια από τις κατηγορίες του Καν. 19 που καθορίζει σύμφωνα με τον πλαγιότιτλο τις «αρχές και τα κριτήρια» κατά την εξέταση της αιτήσεως.  Ο αιτητής δεν νομιμοποιείται να επιβάλει τη δική του άποψη ως προς το κατά πόσον η παρέκκλιση που ζητούσε ενέπιπτε εντός των κριτηρίων (δ), (ζ) ή (θ) της παρ. (1) του Καν. 19.  Το Συμβούλιο στην εισήγηση του δεν ενέταξε την αίτηση σε οποιαδήποτε κατηγορία, ούτε δέχθηκε ότι η προτεινόμενη διαφοροποίηση και επέκταση της χοιροτροφικής μονάδος του αιτητή είχε εκείνα τα χαρακτηριστικά που θα βοηθούσαν στη «διερεύνηση της τοπικής οικονομικής βάσης» (παρ. (δ) ανωτέρω), ή στην «πραγματοποίηση ειδικών στόχων, προγραμμάτων και έργων ανάπτυξης» (παρ. (ζ)) ή στη «βελτίωση της αισθητικής της ίδιας της ανάπτυξης» (παρ. θ).  Δεν είχε σημασία αν οι προτεινόμενες μετατροπές κατά παρέκκλιση αφορούσαν ήδη αδειούχους θαλάμους ή υποστατικά.

 

        Η απορριπτική εισήγηση του Συμβουλίου έλαβε υπόψη, ως είναι εμφανές από την παρ. 4.4 (α)-(δ) του Παραρτήματος XIV, όλα τα δεδομένα και στοιχεία της υπό κρίση αίτησης.  Πέραν της επισήμανσης ότι η όλη ανάπτυξη είχε επανειλημμένα επεκταθεί το 1980, 1984 και 1989 κατά παρέκκλιση,  όταν στην περιοχή δεν επιτρεπόταν η «ανέγερση κτηνοτροφικών υποστατικών για την εκτροφή χοίρων», σημειώθηκε ότι «επέκταση της ανάπτυξης θα έχει ως αποτέλεσμα την εντατικοποίηση μιας χρήσης η οποία δεν είναι επιτρεπόμενη στην περιοχή εδώ και πολλά χρόνια, με συνέπεια τον επιπρόσθετο δυσμενή επηρεασμό των ανέσεων και κατ΄ επέκταση της ποιότητας ζωής των κατοίκων του χωριού.».

 

        Επομένως, όχι μόνο δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις που εισηγείται ο αιτητής, αλλά αντίθετα η επιδιωκόμενη αίτηση θα επιβάρυνε τις ανέσεις και ποιότητα των γύρω κατοίκων.

 

        Τα πιο πάνω, πέραν του ότι αποτελούν και επαρκή αιτιολογία, παραμένουν, στην ουσία, τεχνικά ζητήματα κατά κανόνα ανέλεγκτα από το αναθεωρητικό Δικαστήριο (δέστε Ε. Φιλίππου Λτδ ν. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 389, Πιερίδης ν. Δημοκρατίας (αρ. 2) (2007) 3 Α.Α.Δ. 543 και Pamela Edward Storey v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 113).

        Δεν τίθεται εν προκειμένω ούτε ζήτημα παραβίασης της καλής πίστης ή της χρηστής διοίκησης.  Είναι φανερό ότι η διοίκηση ενήργησε με όλες τις ορθές παραμέτρους, έλαβε υπόψη της όλα τα στοιχεία ενώπιον της, διεξήγαγε δημόσια ακρόαση, η αίτηση έτυχε πλήρους διερεύνησης και η απόφαση έτυχε ορθής και νόμιμης αιτιολογίας.  Η αρχή της καλής πίστης, όπως έχει λεχθεί κατ΄ επανάληψη, δεν υπερακοντίζει την αρχή της νομιμότητας και των αρχών δικαίου που διέπουν τη σύννομη άσκηση εξουσίας από το διοικητικό όργανο.  Ούτε και νομιμοποιείται η προσδοκία εγκρίσεως μιας αιτήσεως η οποία κατά τα άλλα δεν πληροί τα κατ΄ εξαίρεση, υπενθυμίζεται, κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη προς έγκριση της. (δέστε Δημοκρατία ν. Παπαφώτη (1997) 3 Α.Α.Δ. 191 και Γιώργος Νεοφύτου Ανδρονίκου ν. Δημοκρατίας – πιο πάνω –).

 

        Τέλος, αστήρικτος είναι και ο ισχυρισμός περί υιοθέτησης της εισήγησης του Συμβουλίου από το Υπουργικό Συμβούλιο, χωρίς περαιτέρω έρευνα ενεργώντας, δηλαδή, κατ΄ ουσίαν ως απλή σφραγίδα επί της εισήγησης.  Σύμφωνα με τη νομολογία, απόφαση Υπουργικού Συμβουλίου θεωρείται ως επαρκώς αιτιολογημένη, εφόσον υιοθετεί την πρόταση του αρμοδίου οργάνου, ιδιαίτερα όπου δεν απαιτείται εκ του Νόμου ή τους Κανονισμούς ρητή αιτιολογία.  (Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1988) 3 Α.Α.δ. 91 και Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 589).  Με τον Καν. 17(1), προνοείται ακριβώς η λήψη απόφασης από το Υπουργικό Συμβούλιο χωρίς ρητή ή ειδική αιτιολογία.  Τέτοια αιτιολογία επιβάλλεται μόνο στην περίπτωση που το Υπουργικό Συμβούλιο, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Καν. 17(2), διαφωνεί με το Συμβούλιο, οπότε και αναπέμπει σ΄ αυτό το όλο ζήτημα, καταγράφοντας τους λόγους διαφωνίας.  (δέστε A. Chacholis Developers Ltd & A.J.S. Efstathiou Ltd v. Δημοκρατίας – πιο πάνω –).  Είναι πρόδηλο, ότι το Υπουργικό Συμβούλιο, σύμφωνα με την απόφαση του, Παράρτημα XVII στην ένσταση), υιοθέτησε την εισήγηση του Συμβουλίου, την αιτιολογημένη έκθεση του οποίου είχε ενώπιον του. 

 

        Δεν διαπιστώνεται λόγος ακυρότητας.  Κατά συνέπεια, η προσφυγή απορρίπτεται με €1.500 έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ΄ ων.

 

        Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται με βάση το        Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

 

 

 

                                        Στ. Ναθαναήλ,

                                                 Δ.

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο