ΜΑΡΙΟΣ ΠΑΠΑΕΥΡΙΒΙΑΔΗΣ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ κ.α, Υπόθεση Αρ. 246/2009, 23 Φεβρουαρίου 2010

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 246/2009)

 

23 Φεβρουαρίου 2010

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΜΑΡΙΟΣ ΠΑΠΑΕΥΡΙΒΙΑΔΗΣ,

Αιτητής,

-         ΚΑΙ  -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1.    ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ,

2.    ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Καθ΄ ων η αίτηση.

--------------------------------

Η. Στεφάνου, για τον Αιτητή.

Φ. Κωμοδρόμος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας,

για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

Καμιά εμφάνιση  για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 2.

--------------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Μετά την απόσυρση των συνεκδικαζομένων προσφυγών υπ΄ αρ. 40/2009 και 218/2009, παρέμεινε προς απόφαση μόνο η υπό κρίση υπόθεση και αυτή μόνο στο βαθμό που αφορά το ενδιαφερόμενο μέρος Γεώργια Ιάσονος, με δεδομένο ότι απεσύρθη εναντίον του άλλου ενδιαφερομένου μέρους, Μαρίας Χαραλάμπους.

 

        Η προσφυγή στρέφεται εναντίον του διορισμού του παραμένοντος ενδιαφερομένου μέρους στη θέση του  Υπαστυνόμου από 11.12.08, κατόπιν απόφασης των καθ΄ ων η αίτηση, αντί του αιτητή.  Παρά τους 18 συναπτούς νομικούς λόγους που απαντώνται στην αίτηση, στην ουσία αναπτύχθηκαν με τη γραπτή αγόρευση του δικηγόρου του αιτητή μόνο δύο αιτιάσεις προς ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, που αφορούν η μεν πρώτη το ευδόκιμο της υπηρεσίας των υποψηφίων και η δεύτερη την ορθή θεώρηση και αξιολόγηση των τίτλων σπουδών αυτών.  Οι υπόλοιποι αναφερθέντες λόγοι περιστρέφονται γύρω από τους δύο αυτούς άξονες.

 

        Σύμφωνα με τα λαμβανόμενα στην Αστυνομική Δύναμη Κύπρου, οι υποψήφιοι πέρασαν από διάφορες αξιολογήσεις πριν την τελική κρίση, πρώτιστα από πενταμελή Επιτροπή Αξιολόγησης, κατά δεύτερο λόγο από την Επιτροπή Εξέτασης Ενστάσεων, κατά τρίτο λόγο από το Συμβούλιο Κρίσης, οι εισηγήσεις της οποίας αποτέλεσαν το υπόβαθρο για την εξέταση και τελική κρίση του Αρχηγού της Δύναμης, ο οποίος αποφάσισε τους προάξιμους μετά την εξασφάλιση της έγκρισης του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης. 

 

        Ο αιτητής παραπονείται ότι από την Επιτροπή Αξιολόγησης του δόθηκαν μόνο δύο από τις τρεις μονάδες στο στοιχείο που αφορά την ευρύτητα εμπειριών, που δυνάμει του Καν. 7(2)(β) των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών του 2004, Κ.Δ.Π. 214/04, βαθμολογείται με τρεις μονάδες.  Στα σχετικά βοηθητικά έντυπα, του βασικού αξιολογικού εντύπου (Παράρτημα Στ στην ένσταση), αναφέρεται ως αιτιολογία ότι από τη μελέτη του φακέλου διαπιστώθηκε ότι ο αιτητής εργάστηκε μόνο σε δύο διαφορετικά είδη καθηκόντων.  Τα έντυπα αυτά, πέντε τον αριθμό, συμπληρώθηκαν από το κάθε ένα από τα μέλη της πενταμελούς Επιτροπής Αξιολόγησης, η δικαιολογία δε για τη βαθμολογία ήταν η ίδια, δηλαδή, η εργασία σε δύο διαφορετικά είδη καθηκόντων με την προσθήκη στην αιτιολόγηση ενός των μελών, ότι αυτά τα διαφορετικά καθήκοντα ήταν πέραν του έτους.

 

 Ένσταση του αιτητή με επιστολή του ημερ. 14.7.08, ως προς το ζήτημα αυτό απορρίφθηκε από την Επιτροπή  Εξέτασης Ενστάσεων στις 12.8.08 (Παράρτημα Θ), με το αιτιολογικό ότι ο αιτητής είχε ευδόκιμη υπηρεσία ενός έτους ή άνω μόνο σε δύο είδη καθηκόντων μετά τη μονιμοποίηση του, χωρίς να συμπληρώνει σε οποιοδήποτε από αυτά μακρά και ευδόκιμη υπηρεσία.  Το παράπονο του αιτητή είναι ότι λανθασμένα αποδόθηκαν σε αυτόν μόνο 2 μονάδες ενόψει του ότι υπηρέτησε στο Τμήμα Μικροπαραβάσεων του Αστυνομικού Σταθμού Λυκαβητού από 21.4.97 μέχρι 19.10.97, για 6 μήνες, και από τις 20.10.97 μέχρι 27.9.98 στο Τμήμα Μικροπαραβάσεων του Αστυνομικού Σταθμού Αγίου Δομετίου, για 11 μήνες.  Στη συνέχεια, μετά τη μονιμοποίηση του στις 3.1.98, υπηρέτησε από 13.7.2000 μέχρι 10.8.2003 στην Τροχαία Λευκωσίας, για 3 δηλαδή χρόνια, από δε τις 11.8.2003 μέχρι 17.8.2008 υπηρέτησε στο Τμήμα Ανιχνεύσεως Εγκλημάτων, για 5 δηλαδή χρόνια. Οι πιο πάνω υπηρεσίες, κατά τον αιτητή, έπρεπε να οδηγήσουν την Επιτροπή Αξιολόγησης, αλλά και την Επιτροπή Ενστάσεων να του αποδώσουν και τις 3 μονάδες, εφόσον λανθασμένα θεωρήθηκε ότι δεν είχε συμπληρώσει 1 τουλάχιστο έτος επειδή είχε υπηρετήσει στο Τμήμα Μικροπαραβάσεων σε δύο διαφορετικούς αστυνομικούς σταθμούς, χωρίς να συμπληρώσει σε έκαστο από αυτόν τουλάχιστο ένα χρόνο υπηρεσίας. 

 

        Κρίνεται ότι η πιο πάνω εισήγηση του αιτητή δεν είναι ορθή.  Κατά αρχάς, δεν μπορεί πλέον να γίνεται λόγος για ανισότητα ή διαφορετικό μέτρο κρίσης έναντι της Υπαστυνόμου Μαρίας Χαραλάμπους, ως ο ισχυρισμός του, από τη στιγμή που η προσφυγή  εναντίον της αποσύρθηκε και απορρίφθηκε.  Επομένως, θα πρέπει αυτόνομα να ιδωθεί κατά πόσο η απόδοση 2 αντί 3 μονάδων ήταν ορθή στο σύνολο των περιστάσεων.  Ο σχετικός Κανονισμός 7(2)(β)(i), καθορίζει ότι βαθμολογούνται μέχρι 3 μονάδες οι γνώσεις και εμπειρίες σε ένα «ευρύ φάσμα αστυνομικών δραστηριοτήτων», φράση που στην πρώτη επιφύλαξη αυτού ορίζεται να σημαίνει «…. την ευδόκιμη υπηρεσία σε τρία τουλάχιστο διαφορετικά είδη καθηκόντων για χρονική περίοδο τουλάχιστο ενός έτους  στο καθένα».  Ο αιτητής στις σελ. 2-3 της γραπτής του αγόρευσης αναφέρεται στα δεδομένα της υπηρεσίας του σε τρεις διαφορετικές δραστηριότητες και επιχειρεί να εντάξει την υπηρεσία από 21.4.97 μέχρι 19.10.97 (υπηρεσία στο Τμήμα Μικροπαραβάσεων του Αστυνομικού Σταθμού Λυκαβητού) και από 20.10.97 μέχρι 27.9.98 (υπηρεσία στο Τμήμα Μικροπαραβάσεων του Αστυνομικού Σταθμού Αγίου Δομετίου) στην περίοδο μετά την ολοκλήρωση της εκπαίδευσης του στην Αστυνομική Ακαδημία Κύπρου.  Παραπέμπει συναφώς στα κυανά 55, 57, 71 και 164, του προσωπικού του φακέλου (Τεκμ. «Α» κατά τις διευκρινίσεις), για να καταδείξει ότι ήταν εκπαιδευόμενος μέχρι και τις 21.4.97, όταν συμπλήρωσε την τρίτη και τελευταία φάση της εκπαίδευσης του στην Ακαδημία.  Κατά τον ισχυρισμό του, οι προαναφερθείσες υπηρεσίες έλαβαν χώραν όταν σταμάτησε να είναι μαθητής ή εκπαιδευόμενος και έπρεπε κατ΄ ακολουθία να προσμετρήσουν ως μια από τις τρεις  ευδόκιμες υπηρεσίες, εφόσον υπηρέτησε συνολικά στις Μικροπαραβάσεις για 17 μήνες, πέραν δηλαδή του έτους, άσχετα αν είχε υπηρετήσει σε δύο διαφορετικούς Αστυνομικούς Σταθμούς χωρίς να είχε συμπληρώσει ένα τουλάχιστο  έτος σε οποιοδήποτε   από   αυτούς.  Στο  στάδιο δε των διευκρινίσεων ο κ. Στεφάνου εισηγήθηκε ότι εφόσον η αλλαγή καθηκόντων δεν εναπόκειται στον ίδιο τον αιτητή, θεωρητικά θα μπορούσε να μετατίθεται κάποιος κάθε 11 μήνες σε όλες τις υπηρεσίες, χωρίς ποτέ με αυτό τον τρόπο να συμπληρώνει υπηρεσία πέραν του έτους. 

 

        Η πιο πάνω εισήγηση παραγνωρίζει το λόγο της απόρριψης της ενστάσεως του αιτητή που δεν σχετιζόταν με την υπηρεσία του σε δύο διαφορετικούς σταθμούς.  Η Επιτροπή Εξέτασης Ενστάσεων δεν πίστωσε τις 3 μονάδες διότι ο αιτητής είχε συμπληρώσει ευδόκιμη υπηρεσία ενός έτους ή άνω σε δύο μόνο είδη καθηκόντων μετά τη μονιμοποίηση του.  Ο ίδιος ο Κανονισμός 7(2)(β)(i), δεν συναρτά την ευδόκιμη αυτή υπηρεσία με τη μονιμοποίηση του υποψηφίου.  Όμως οι όλοι Κανονισμοί που περιέχονται στην Κ.Δ.Π. 214/04, αφορούν προαγωγές και απορρέει, επομένως, ως λογική αναγκαιότητα ότι ο υποψήφιος κρίνεται ως προς το ευδόκιμο της υπηρεσίας του, μετά τη μονιμοποίηση του. Αναδρομή στους περί Αστυνομίας (Γενικούς) Κανονισμούς, Κ.Δ.Π. 51/89,  αποκαλύπτει  ότι  με βάση τον Καν. 7(1), οι επιλεγόμενοι προς εγγραφή στην αστυνομία εισάγονται στην Αστυνομική Ακαδημία για γενική εκπαίδευση τριών ακαδημαϊκών ετών.  Ο Καν. 8(1), προνοεί ότι η εγγραφή στην αστυνομία θα είναι για αρχική περίοδο τριών ετών, αυτής θεωρουμένης ως «δοκιμαστικής περιόδου».  Τέλος, σύμφωνα με τον Καν. 8(3), μετά τη λήξη αυτής της δοκιμαστικής περιόδου και εφόσον το άτομο κρίνεται από κάθε άποψη κατάλληλο για να παραμείνει στην αστυνομία, τότε μονιμοποιείται ως μέλος αυτής, η δε πράξη μονιμοποίησης του δημοσιεύεται στις Αστυνομικές Διατάξεις. 

 

        Σύμφωνα με το Τεκμ. «Α», ο αιτητής κρίθηκε στις 6.2.1998 (κυανούν 61), δυνάμει του Καν. 8(3) ως κατάλληλος προς μονιμοποίηση με βάση σχετική επιστολή του Αστυνομικού Διευθυντή Επαρχίας Λευκωσίας προς τον Αρχηγό της Αστυνομίας.  Συνάγεται ότι εφόσον η υπηρεσία του στις Μικροπαραβάσεις, έστω σε δύο διαφορετικούς Αστυνομικούς Σταθμούς, αφορούσε περίοδο που κατά το πλείστο μέρος της ήταν πριν τη μονιμοποίηση του, ορθά τόσο η Επιτροπή Αξιολόγησης, όσο και η Επιτροπή Εξέτασης Ενστάσεων, έκριναν ότι μόνο 2 μονάδες έπρεπε να πιστωθούν για τις  δύο κατά τα άλλα ευδόκιμες υπηρεσίες του  στην Τροχαία Λευκωσίας και στο Τ.Α.Ε. Λευκωσίας.  

 

        Ο αιτητής επισυνάπτει στη γραπτή του αγόρευση μια χειρόγραφη σημείωση αγνώστου ταυτότητας η οποία, κατά την εισήγηση του, ανήκει λογικά σε κάποιο από τα μέλη της Επιτροπής Ενστάσεων, όπου καταγράφεται η εισήγηση να δοθεί στον αιτητή ακόμη μια μονάδα λόγω της 17μηνης συνολικής υπηρεσίας του στις Μικροπαραβάσεις.  Η χειρόγραφη αυτή σημείωση παρέμεινε αδιευκρίνιστο σε ποιο ανήκε, ούτε οι καθ΄ ων ήταν σε θέση να εξηγήσουν οτιδήποτε το σχετικό.  Θα πρέπει να θεωρηθεί ότι ενδεχομένως το σημείωμα αυτό να αποτελούσε μια εσωτερική διαβούλευση μεταξύ των μελών της Επιτροπής για σκοπούς συζήτησης, που όμως δεν απέδωσε ενόψει του ότι η Επιτροπή Ενστάσεων απέρριψε την ένσταση για τους λόγους που έχουν καταγραφεί.  Επομένως δεν είναι δυνατόν να ληφθεί υπόψη εφόσον το τι ελέγχεται είναι η καταληκτική και καταγραμμένη κρίση της Επιτροπής Ενστάσεων.  Άλλωστε, η χειρόγραφη αυτή σημείωση εμπεριέχει και αρνητική τοποθέτηση σε σχέση με την αναγνώριση του μεταπτυχιακού τίτλου του αιτητή, με συνακόλουθο ότι δεν θα μπορούσε να ληφθεί εν πάση περιπτώσει υπόψη κατά το μέρος μόνο που ευνοεί τον αιτητή.

 

  Όσον  αφορά  την  παράλληλη  θέση του αιτητή ότι ο Καν. 7(2)(β)(i) δεν αποτελεί νόμιμο κριτήριο κρίσης αξίας, διότι παραβιάζει την αρχή του κράτους δικαίου και της χρηστής διοίκησης, σημειώνεται ότι ο αιτητής δεν μπορεί να επιδοκιμάζει και να αποδοκιμάζει ταυτόχρονα.  Δεν είναι δυνατό να θεωρεί ότι ο κανονισμός δεν αποτελεί νόμιμο κριτήριο κρίσης όταν ο ίδιος τον επικαλείται για να λάβει περισσότερες μονάδες, ενώ βέβαια δεν τίθεται ζήτημα περί «ευδόκιμου» της υπηρεσίας του, την οποία οι καθ΄ ων εν πάση περιπτώσει του αναγνώρισαν στα δύο καθήκοντα στα οποία αποδέχθηκαν ότι είχε τη σχετική εμπειρία πέραν του έτους.  Όπως έχει αναγνωριστεί δεν δύναται ένας αιτητής εφόσον λαμβάνει μέρος στη διαδικασία, να την αποδοκιμάζει ταυτόχρονα προς προσπορισμό μεγαλύτερου οφέλους.  (Ηλία ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 884, Ζωή Χριστοφόρου ν. Δημοκρατίας (2000) 4 Α.Α.Δ. 254 και Ανδρέας Ανδριανού κ.α. ν. Δημοκρατίας, συνεκδ. υποθ. υπ΄ αρ. 388/06, 514/06, 522/06, 545/06 και 559/06, ημερ. 18.4.08).

 

        Ως προς το ζήτημα της μη αναγνώρισης του μεταπτυχιακού τίτλου Master of Business Administration που αποκτήθηκε στις 6.7.01 από το Πανεπιστήμιο Abdertay of Dundee της Αγγλίας, ο αιτητής παραπονείται ότι δεν έγινε δεκτό το μεταπτυχιακό αυτό διότι έπρεπε να είχε παρουσιάσει σχετική βεβαίωση από το ΚΥΣΑΤΣ, με βάση οδηγία που δόθηκε στον ίδιο, η οποία όμως ουδέποτε ήρθε στη γνώση του. Ήταν δε με την εντύπωση ότι με βάση προηγούμενες οδηγίες σε επιστολή ημερ. 15.11.02 του τότε Βοηθού Αρχηγού (Δ), (που επισυνάπτεται ως Παράρτημα Γ στη γραπτή αγόρευση), όλοι οι τίτλοι σπουδών που είχαν κατά καιρούς υποβληθεί από μέλη της αστυνομίας (πριν εννοείται από τις 15.11.02), θα έπρεπε να συγκεντρωθούν από τον Υπεύθυνο Αρχείου Προσωπικού του Τμήματος Α, ώστε να γίνει προσπάθεια εξασφάλισης πιστοποιητικού αναγνώρισης τους.   

 

        Η Επιτροπή Αξιολόγησης δεν έδωσε καμία βαθμολογία θεωρώντας ότι η μη  υποβολή του μεταπτυχιακού του τίτλου για σκοπούς αναγνώρισης από το ΚΥΣΑΤΣ αποτελούσε ανυπέρβλητο εμπόδιο, η δε υποβληθείσα εκ μέρους του ένσταση απορρίφθηκε διότι δεν περιλαμβάνονταν στα αναγνωρισμένα από το ΚΥΣΑΤΣ ιδρύματα και πτυχία τα εξ αποστάσεως προγράμματα του εν λόγω πανεπιστημίου.  Έχει κατ΄ επανάληψη αναγνωριστεί από τη νομολογία ότι εναπόκειται στον ίδιο τον υποψήφιο να ζητήσει και  να λάβει αναγνώριση τίτλου σπουδών από το ΚΥΣΑΤΣ και δεν επαφίεται στο διορίζον όργανο να αποταθεί εκείνο στο ΚΥΣΑΤΣ για τέτοια αναγνώριση.  Σύμφωνα με την απόφαση στη Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (2008) 3 Α.Α.Δ. 100, το ΚΥΣΑΤΣ δεν είναι συμβουλευτικό όργανο οποιουδήποτε διορίζοντος οργάνου, αλλά είναι ανεξάρτητο και αρμόδιο προς επίλυση αμφιβολιών όσον αφορά το αναγνωρίσιμο ενός πτυχιακού ή μεταπτυχιακού τίτλου.  Όπως λέχθηκε και στην υπόθεση Φιαλογιάννου-Φλουρή ν. Δημοκρατίας,  υπόθ. αρ. 109/02, ημερ. 9.12.02, η οποία επιδοκιμάστηκε στη Χατζηγεωργίου, η διαδικασία αναγνώρισης τίτλου αρχίζει με αίτηση του κατόχου αυτού σύμφωνα με το άρθρο 10 του σχετικού Νόμου αρ. 68(Ι)/96.  Σε περίπτωση αμφιβολίας από το διορίζον διοικητικό όργανο το οποίο και έχει την αρμοδιότητα να ερμηνεύσει το οικείο σχέδιο υπηρεσίας ως προς την κατοχή προσόντος υποψηφίου, η έρευνα  του εξαντλείται με το να λάβει από το ΚΥΣΑΤΣ το σχετικό πιστοποιητικό αναγνώρισης σπουδών, στο οποίο, όμως, πρέπει να προσφύγει ο ίδιος ο υποψήφιος και όχι το διορίζον όργανο.  (δέστε Μαρία Θεοδώρου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1332/07, ημερ. 25.6.09).

 

            Η επιστολή ημερ. 15.11.02 στην οποία αναφέρθηκε ο αιτητής, δεν μπορεί να ερμηνευθεί κατά τρόπο που να απαλλάσσει τον κάτοχο τίτλου σπουδών από του να εξασφαλίσει ο ίδιος την αναγνώριση του τίτλου του από το ΚΥΣΑΤΣ.  Η  παρ. 2 της επιστολής αυτής είναι αρκούντως σαφής ότι δεν θα παραλαμβάνεται οποιοσδήποτε τίτλος εκτός και αν συνοδεύεται από πιστοποιητικό αναγνώρισης με βάση τη νομοθεσία περί ΚΥΣΑΤΣ.  Η παρ. 3, την οποία επικαλείται ιδιαιτέρως ο αιτητής και που αναφέρει ότι οι κατά καιρούς υποβληθέντες τίτλοι από μέλη της αστυνομίας θα συγκεντρωθούν από τον υπεύθυνο αρχείου ώστε να γίνει προσπάθεια εξασφάλισης πιστοποιητικού αναγνώρισης  τους,  δεν  ισοδυναμεί,  χωρίς άλλο, ούτε μπορεί να εκληφθεί ως υποχρέωση των καθ΄ ων να προχωρήσουν σε πιστοποιητικό εξασφάλισης αναγνώρισης του τίτλου.  Ίσως να γινόταν  προς  τούτο  προσπάθεια  προς   εξυπηρέτηση των μελών της αστυνομίας, αλλά η νομοθετική ρύθμιση στο Νόμο αρ. 68(Ι)/96 είναι σαφέστατη, εναπόκειτο δε στον αιτητή να αποταθεί ή εν πάση περιπτώσει να ενδιαφερθεί ως προς το αν η υπηρεσία του προώθησε το θέμα και αν όχι, τότε, να το προωθούσε ο ίδιος.  Το ότι δε ο συγκεκριμένος τίτλος του αιτητή αναφερόταν στις υπηρεσιακές εκθέσεις του 2005 και 2006, δεν σήμαινε και αναγνώριση του από το ΚΥΣΑΤΣ για σκοπούς προαγωγής.  Ήταν απλώς ενδεικτικό του ότι ο αιτητής είχε αυτό το μορφωτικό επίπεδο.

 

 Η άλλη θέση του αιτητή ότι με βάση το άρθρο 3 του περί Αναγνώρισης Διπλωμάτων ή Τίτλων Αναγνωρισμένων Πανεπιστημίων και Άλλων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων του Εξωτερικού Νόμου αρ. 41(Ι)/93, ως τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 του Νόμου αρ. 69(Ι)/96, το πτυχίο του δεν χρειαζόταν αναγνώριση από το ΚΥΣΑΤΣ, δεν είναι ορθή.  Η αίτηση  απορρίφθηκε από την Επιτροπή Ενστάσεων διότι το πρόγραμμα που παρακολούθησε ο αιτητής ήταν εξ αποστάσεως και δεν περιλαμβανόταν στα αναγνωρισμένα από τα ΚΥΣΑΤΣ προγράμματα και επ΄ αυτού δεν υπάρχει αντίλογος από τον αιτητή, ούτε αμφισβητείται ότι το εν λόγω πτυχίο όντως αποκτήθηκε με εξ αποστάσεως πρόγραμμα παρακολούθησης μαθημάτων. Το Παράρτημα Ε στην αγόρευση του αιτητή, προφανώς από την ιστοσελίδα του ΚΥΣΑΤΣ, που ταξινομεί το University of Abertay Dundee ως αναγνωρισμένο πανεπιστήμιο δεν επαρκεί από μόνο του, δεδομένου ότι δεν γίνεται εξειδικευμένη αναγνωριστική αναφορά στους εξ αποστάσεως αποκτηθέντες τίτλους σπουδών και ιδιαίτερα στο συγκεκριμένο τίτλο που  απέκτησε  ο  αιτητής.  Αυτό θα μπορούσε αυθεντικά να το επιλύσει μόνο  σχετική  πιστοποίηση του ΚΥΣΑΤΣ, εφόσον βεβαίως αποτεινόταν σ΄ αυτό ο αιτητής.  Το ουσιώδες που  προεξέχει  από  τις  διατάξεις  του  άρθρου  3  του Νόμου αρ. 41(Ι)/93, είναι η αναφορά ότι το δίπλωμα ή τίτλος που χορηγήθηκε από αναγνωρισμένο πανεπιστήμιο του εξωτερικού, πρέπει να αναγνωρίζεται και στην Κύπρο.  Η αναγνώριση αυτή έπρεπε να γίνει μέσω του ΚΥΣΑΤΣ.

 

        Εφόσον στον αιτητή ορθά, κρίνεται, δεν δόθηκαν μονάδες για τον μεταπτυχιακό τίτλο δεν ενέχει σημασία η εξέταση του κατά πόσο στο ενδιαφερόμενο μέρος δόθηκαν λανθασμένα, κατά την εισήγηση, οποιεσδήποτε μονάδες για την απόκτηση των δικών της τίτλων σπουδών.  Αυτό διότι εφόσον ο αιτητής δεν θα μπορούσε να πιστωθεί με περαιτέρω μονάδες η κατάταξη του στο βαθμολογικό πίνακα δεν θα άλλαζε ούτως ή άλλως ώστε να αποκτήσει ισοβαθμία ή ακόμη και προβάδισμα έναντι του ενδιαφερομένου μέρους.

 

        Εν πάση περιπτώσει να λεχθεί ότι δεν είναι δεκτή η θέση ότι επειδή καθορίστηκε η 27.3.08 ως η τελευταία ημερομηνία απόκτησης των διπλωμάτων που θα βαθμολογούνταν, η πιστοποίηση από το ΚΥΣΑΤΣ στις 8.5.08 (κυανά 315-316 στο διοικητικό φάκελο Τεκμ. «Β» του ενδιαφερομένου μέρους), δεν θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη.   Είναι φανερό ότι το ζητούμενο ήταν η ημερομηνία απόκτησης του πτυχίου, το οποίο είχε το ενδιαφερόμενο μέρος από το 1994 (κυανά 41-42) και θα πρέπει να ολοκληρώθηκε ο συμπληρωματικός τίτλος σπουδών πριν την πιο πάνω ημερομηνία (παρόλο που δεν φαίνεται οτιδήποτε το συγκεκριμένο στον προσωπικό φάκελο του ενδιαφερομένου μέρους) για να ληφθεί νομότυπα, υπόψη, λειτουργούντος του τεκμηρίου της νομιμότητας.  Η μεταγενέστερη πιστοποίηση από το ΚΥΣΑΤΣ, απλώς βεβαίωσε ότι ο αποκτηθείς τίτλος ήταν αναγνωρισμένος. Τα περί απόρριψης δε του αιτήματος του ενδιαφερομένου μέρους για σύντμηση του χρόνου για να ληφθούν υπόψη οι τίτλοι σπουδών, αφορούσαν το έτος 2007 και την τότε αξιολόγηση.  Τα δεδομένα διαφοροποιήθηκαν για το επίδικο έτος αξιολόγησης το 2008.

 

        Τα πιο πάνω φέρνουν το Δικαστήριο στην εξέταση και του γενικότερου λόγου ακύρωσης που σχετίζεται με την όλη αξία, προσόντα και αρχαιότητα.  Παρατηρείται από τους πίνακες αξιολόγησης ότι ο αιτητής αξιολογήθηκε από την Επιτροπή Αξιολόγησης με συνολική βαθμολογία 56,80 καταταγείς 26ος, έναντι της συνολικής βαθμολογίας των 58,60 του ενδιαφερομένου μέρους που κατετάγη 8η.  Μετά την εξέταση της ένστασης του αιτητή και την απόδοση σε αυτόν μιας πρόσθετης μονάδας στη βάση του Καν. 7(2)(γ)(i), λόγω κατοχής πανεπιστημιακού τίτλου Κυπριακού κολλεγίου τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, αξιολογημένο και πιστοποιημένο από το ΣΕΚΑΠ και την υποβολή των υποψηφίων σε προσωπική συνέντευξη από το Συμβούλιο Κρίσεως, η τελική κατάταξη έφερε τον αιτητή στην 20η θέση με συνολική βαθμολογία 62,25, έναντι της συνολικής βαθμολογίας 63,00 για το ενδιαφερόμενο μέρος, το οποίο  ανήλθε στην 5η θέση στην τελική κατάταξη.  Είναι δε λανθασμένη η καταγραφή στη σελ. 10 της πρώτης αγόρευσης του αιτητή, ότι το Συμβούλιο Κρίσεως  έδωσε 4,45 βαθμούς σ΄ αυτόν, έναντι 3,53 του ενδιαφερομένου μέρους.  Από τον τελικό κατάλογο του Συμβουλίου Κρίσεως, η βαθμολογία του ενδιαφερομένου μέρους ήταν 4.40.  Η διαφορά μεταξύ των δύο στη βαθμολογία της προσωπικής συνέντευξης ήταν μόλις 0.05 υπέρ του αιτητή.

 

 Δεν εντοπίζεται οποιοδήποτε πρόβλημα στην όλη βαθμολογία από τα διάφορα σώματα αξιολόγησης τα οποία προέβησαν σε πλήρη και δέουσα έρευνα με ορθή αξιολόγηση των στοιχείων στη βάση των υπηρεσιακών εκθέσεων και  των άλλων προσόντων και αξίας, είναι δε εμφανές ότι υπάρχει επαρκής και νόμιμη αιτιολογία σε κάθε στάδιο της κρίσης του αιτητή και του ενδιαφερομένου μέρους.  Τα Παραρτήματα στην ένσταση δείχνουν ότι υπάρχει σαφής αιτιολογία που συνοδεύει την κρίση τόσο της Επιτροπής Αξιολόγησης, όσο και της Επιτροπής Ενστάσεων και του Συμβουλίου Κρίσης, με καταγραφή της βαθμολογίας αλλά και της αιτιολόγησης της από κάθε ένα μέλος στο ανάλογο έντυπο.  Όπως δε έχει νομολογηθεί, τα καταρτισθέντα έντυπα αξιολόγησης είναι εν πάση περιπτώσει σε αρμονία με τους Κανονισμούς και όπως έχουν διαμορφωθεί με κατηγορίες και μονάδες αποτελούν από μόνα τους ικανοποιητική αιτιολογία.  (Ν. Χριστοδούλου  κ.α. ν. Δημοκρατίας, συνεκ. υποθ. αρ. 305/04 κ.α., ημερ. 31.10.05 και Α. Κυριάκου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 303/04, ημερ. 28.6.05)

 

        Παρατηρείται εν πάση περιπτώσει ότι στην πορεία των αξιολογήσεων, ο αιτητής από την 26η θέση στην Επιτροπή Αξιολόγησης, πέρασε στην 18η κατά τη διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής Ενστάσεων  και τελικώς στην 20η από το Συμβούλιο Κρίσεως, έχοντας πιστωθεί στην πορεία με ένα σύνολο 5.45 μονάδων.  Το ενδιαφερόμενο μέρος από την 8η θέση πέρασε στην 9η  και μετά στην 5η θέση, έχοντας πιστωθεί στην πορεία με 4.40 μονάδες.  Είχε έτσι πάντοτε το προβάδισμα έναντι του αιτητή.

 

        Στην ουσία οι γενικότεροι λόγοι που προβάλλει ο αιτητής περί χρηστής διοίκησης, μη δέουσας έρευνας, αναιτιολογίας κλπ συναρτώνται προς τα δύο θέματα που έχουν ήδη απαντηθεί προηγουμένως σε σχέση με την ευδόκιμη υπηρεσία σε τρία καθήκοντα και τον μεταπτυχιακό  του τίτλο.  Εφόσον αυτά δεν έχουν κριθεί υπέρ του αιτητή, δεν έχει τεθεί οτιδήποτε άλλο που δικαιολογημένα να παρουσιάζει πρόβλημα στην όλη διαδικασία κρίσης, ώστε να διαπιστώνεται οποιαδήποτε πλάνη ή λανθασμένη έρευνα που θα επηρέαζε ή θα ανέτρεπε την κατάταξη του αιτητή. 

 

        Ενόψει όλων των ανωτέρω, η προσφυγή απορρίπτεται με €1.200 έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ΄ ων.

 

        Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται με βάση το            Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

 

 

 

 

                                        Στ. Ναθαναήλ,

                                                 Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο