BARAKAN PETROSYAN κ.α ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 883/2008, 10 Φεβρουαρίου 2010

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 883/2008)

 

10 Φεβρουαρίου 2010

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

1.    BARAKAN PETROSYAN,

2.    ARMEN PETROSYAN,

Αιτητές,

-         ΚΑΙ  -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΔΙΑ

1.    ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ,

2.    ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ,

Καθ΄ ων η αίτηση.

------------------------------

Α. Αλεξάνδρου, για τους Αιτητές.

Ζ. Κυριακίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,

για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

-------------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Σύμφωνα με τα στοιχεία που προκύπτουν από τα ενώπιον του Δικαστηρίου τεθέντα έγγραφα, οι αιτητές είναι μητέρα και υιός, αρμενικής καταγωγής, που γεννήθηκαν το 1962 και το 1986 αντίστοιχα, αναχώρησαν δε από την Αρμενία στις 11.9.02, αφιχθέντες νόμιμα στη Δημοκρατία την ίδια ημέρα. 

 

        Υπέβαλαν αμφότεροι αίτημα για άσυλο στις 15.8.04 και σύμφωνα με την ορθή διαδικασία η Υπηρεσία Ασύλου προγραμμάτισε και διεξήγαγε χωριστές συνεντεύξεις στις 18.4.07 και 19.4.07.  Η θέση αμφοτέρων κατά τις συνεντεύξεις, οι οποίες διενεργήθηκαν στην παρουσία διερμηνέα, ήταν βασικά ότι είχαν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν τον τελευταίο τόπο διαμονής τους στο Lachi του Nakorno Karabagh της Αρμενίας, λόγω του ότι βρισκόταν κοντά στη γραμμή κατάπαυσης του πυρός με το γειτονικό Azerbaijan.  Διαπιστώθηκε επίσης κατά τη συνέντευξη ότι οι αιτητές είχαν μετακομίσει στη συγκεκριμένη περιοχή από το 1993, ότι η αιτήτρια έχει αδελφό και αδελφή στην πόλη Armavil που είναι κοντά στην πρωτεύουσα Yerevan, αλλά δεν ήθελε να επιστρέψει διότι δεν είχε καλές σχέσεις με τα πεθερικά της που επίσης ζούσαν τότε εκεί, ήταν δε εξ αιτίας των προβλημάτων αυτών που η αιτήτρια είχε με τα πεθερικά της όταν απέθανε ο σύζυγος της, που αποφάσισε να μετακομίσει στο Nakorno Karabagh.  

 

 Σε ερώτηση κατά πόσο είχαν σκεφθεί την περίπτωση να μετακομίσουν σε άλλη πόλη της Αρμενίας, όπως για παράδειγμα στο Yerevan, αντί να έλθουν στην Κύπρο, απάντησαν αρνητικά διότι θεωρούσαν ότι είναι καλύτερα εδώ.  Δήλωσαν επίσης συμπληρωματικά ότι δεν είχαν οποιαδήποτε πολιτική δραστηριότητα στην Αρμενία, ούτε οι ίδιοι ή οποιοιδήποτε στην οικογένεια τους ανήκαν σε οποιαδήποτε θρησκευτική, πολιτική ή εθνική ομάδα, δεν ήταν καταζητούμενα πρόσωπα στη χώρα τους, ουδέποτε είχαν απασχολήσει την αστυνομία και ουδέποτε είχαν τύχει κακής μεταχείρισης φυσικά ή ψυχολογικά.  Η μοναδική τους απάντηση εάν είχαν ποτέ καταδιωχθεί από οποιονδήποτε, ήταν απλώς ότι η αιτήτρια είχε κάποια οικογενειακής φύσεως προβλήματα με τους συγγενείς του συζύγου της, εξειδικεύοντας ότι δεν της έδιναν σπίτι.  Δήλωσαν επίσης ότι σε περίπτωση που θα επέστρεφαν, οι αρχές της Αρμενίας θα τους το επέτρεπαν, αλλά δεν ήθελαν να επιστρέψουν. 

 

        Η αρμόδια λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου εισηγήθηκε στον προϊστάμενο της την απόρριψη της αιτήσεως, ενόψει του ότι παρά το αξιόπιστο των ισχυρισμών τους ότι διέμεναν κοντά στη γραμμή κατάπαυσης του πυρός, εν τούτοις από έρευνα διαπιστώθηκε ότι περιστασιακά και μόνο σημειώνεται ανταλλαγή πυροβολισμών και συνεπώς οι αιτητές δεν πληρούν τις προϋποθέσεις για αναγνώριση του καθεστώτος του πολιτικού πρόσφυγα, αφού δεν στοιχειοθέτησαν δικαιολογημένο φόβο δίωξης σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου  αρ. 6(Ι)/2000 (εφεξής «ο Νόμος»), ή, του άρθρου 19(2), για συμπληρωματική προστασία, εφόσον υπήρχε η δυνατότητα ασφαλούς εσωτερικής μετεγκατάστασης στην Αρμενία.  Περαιτέρω, δεν διαπιστώθηκαν λόγοι για παραχώρηση καθεστώτος διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους δυνάμει του άρθρου 19Α του Νόμου.  Ο προϊστάμενος της  Υπηρεσίας Ασύλου αποδέχθηκε την εισήγηση και απέρριψε την αίτηση για άσυλο στις 25.4.07. 

 

        Μετά τη γνωστοποίηση της απορριπτικής απάντησης καταχωρήθηκε ιεραρχική προσφυγή από το δικηγόρο των αιτητών  με επιστολή του ημερ. 11.6.07, που παραλήφθηκε από την Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων (εφεξής «η Αρχή»), στις 12.7.07.  Στην επιστολή καταγράφηκαν συγκεκριμένοι λόγοι για την κατάθεση ιεραρχικής προσφυγής, ζητούντο δε αντίγραφα όλων των εγγράφων του σχετικού διοικητικού φακέλου και/ή δικαίωμα επιθεώρησης του, καθώς και παράκληση γνωστοποίησης εγκαίρως της ημερομηνίας εκδίκασης της ιεραρχικής προσφυγής καθότι οι αιτητές επιθυμούσαν να παρουσιάσουν επιπρόσθετα στοιχεία.  Η Αρχή στις 2.4.08 απάντησε πληροφορώντας το δικηγόρο ότι θα μπορούσε να γίνει επιθεώρηση του διοικητικού φακέλου μέχρι τις 8.4.08, με παράκληση όπως γίνει τηλεφωνική επικοινωνία με αυτήν για διευθέτηση της ημερομηνίας και ώρας της επιθεώρησης.  Προστίθετο ότι εάν δεν ασκείτο το πιο πάνω δικαίωμα, η Αρχή θα προχωρούσε με την εξέταση της ιεραρχικής προσφυγής με τα διαθέσιμα ενώπιον της στοιχεία.

 

        Ο φάκελος της Υπηρεσίας Ασύλου δεν επιθεωρήθηκε τελικώς με αποτέλεσμα να ετοιμαστεί σχετική έκθεση από την αρμόδια λειτουργό ημερ. 10.4.08, προς την Αρχή η οποία στις 10.4.08, με σχετική απόφαση της, απέρριψε την ιεραρχική προσφυγή. 

 

        Οι αιτητές διατείνονται προς ακύρωση της απόφασης ότι υπήρξε παραβίαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης, υπέρβαση και κακή εφαρμογή του Νόμου, διότι η Αρχή όχι μόνο παρέλειψε να ενημερώσει γραπτώς τους αιτητές για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους αναφορικά με τις διαδικασίες ενώπιον της, αλλά προχώρησε να εξετάσει την ιεραρχική προσφυγή χωρίς να γνωστοποιήσει στους αιτητές την ημερομηνία εξέτασης, αποστερώντας τους έτσι το ουσιαστικό δικαίωμα να ακουστούν και να προβάλουν τα νέα στοιχεία και ισχυρισμούς που επιθυμούσαν.  Σύμφωνα με το συνήγορο των αιτητών, αυτός με επιστολή του ημερ. 8.4.08, προς την Αρχή, ζήτησε να του δοθεί περαιτέρω χρόνος για την επιθεώρηση του φακέλου καθώς και να του γνωστοποιηθεί η ημερομηνία της ακρόασης της ιεραρχικής προσφυγής, εφόσον επιθυμούσε να παρευρισκόταν κατά την εξέταση της εκπροσωπώντας τους αιτητές.  Κατ΄ αυτό τον τρόπο, κατά τη γραπτή αγόρευση των αιτητών, υπήρξε παραβίαση των προνοιών του άρθρου 28Θ(1) του Νόμου, ως προς το δικαίωμα να ενημερώνεται γραπτώς ένας αιτητής με την υποβολή της ιεραρχικής προσφυγής για τα δικαιώματα και υποχρεώσεις του σε σχέση με τις διαδικασίες ενώπιον της Αρχής, των προνοιών του  άρθρου 28Θ(4), ως προς το δικαίωμα ενός αιτητή να εκπροσωπείται καθόλη τη διαδικασία ενώπιον της Αρχής από το δικηγόρο του, αλλά και των προνοιών του Άρθρου 28Ζ(6), εφόσον η Αρχή προχώρησε να εξετάσει την ιεραρχική προσφυγή χωρίς να τους ενημερώσει εμποδίζοντας τους έτσι να παραθέσουν τα νέα στοιχεία που επιθυμούσαν.

 

 

        Η θέση της Αρχής είναι ότι αυτή ενήργησε σε πλήρη συμμόρφωση με το Νόμο, ότι αποφάσισε με βάση τα στοιχεία που είχε ενώπιον της λαμβάνοντας υπόψη και όσα περιέχοντο στην επιστολή του δικηγόρου τους ημερ. 11.6.07, ενώ οι αιτητές μέσω του δικηγόρου τους παρόλον που κλήθηκαν να επιθεωρήσουν το φάκελο σύμφωνα με την επιθυμία τους ουδέποτε άσκησαν αυτό το δικαίωμα.  Αναφορικά με την επιστολή του δικηγόρου των αιτητών ημερ. 8.4.08, η θέση της Αρχής είναι ότι τέτοια επιστολή δεν υπάρχει, ουδέποτε εστάλη και ουδέποτε παρελήφθη.  Στην απαντητική του αγόρευση, ο συνήγορος επισυνάπτει αντίγραφο της εν λόγω επιστολής, καθώς και σχετικό βεβαιωτικό στοιχείο από  τηλεομοιότυπο ότι απεστάλη και παρελήφθη. 

 

        Παρόλον που στην αίτηση εγείρονται διάφορα ζητήματα μεταξύ των οποίων και αναρμοδιότητα του οργάνου που έλαβε την απόφαση ή και με παράνομη σύνθεση, δηλαδή, μονομελή τοιαύτη, εν τούτοις στη γραπτή αγόρευση η ουσία των αιτιάσεων για ακύρωση εξαντλείται στα διαδικαστικής φύσεως ζητήματα.  Απλώς για κάλυψη του θέματος, να λεχθεί ότι με βάση τις πρόνοιες του εδαφίου (3) του άρθρου 28Ε, κάθε μέλος της Αρχής δύναται να ασκεί τις δυνάμει του Νόμου αρμοδιότητες της από μόνο του και μόνο σε περίπτωση εφαρμογής των προνοιών του εδαφίου (4), είναι που η Αρχή εξετάζει σε ολομέλεια ιεραρχικές προσφυγές που δεν είναι η περίπτωση εδώ, ούτε και έγινε τέτοια εισήγηση.  

 

        Όσον αφορά τα διαδικαστικά θέματα κρίνεται ότι δεν διαπιστώνεται οποιαδήποτε παρανομία ή παρατυπία εφόσον στους αιτητές δόθηκε το δικαίωμα της παροχής πλήρων στοιχείων κατά τη συνέντευξη τους ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλων με ρητή μάλιστα παράκληση στη σχετική επιστολή της Υπηρεσίας  ημερ. 8.3.07 (ερυθρό 16 στο διοικητικό φάκελο Τεκμ. «Α»), όπως κατ΄ αυτή παρουσιάσουν όλα τα σχετικά έγγραφα. Οι συνεντεύξεις έγιναν κατά απόλυτο ορθό διαδικαστικό τρόπο,  όπως  φανερώνεται   από τα σχετικά ερυθρά 22-30 του Τεκμ. «Α», με δεδομένο ότι λήφθηκαν στην παρουσία διερμηνέως, τον οποίο  οι αιτητές δήλωσαν ρητά ότι αντιλαμβάνονταν και ο οποίος υπέγραψε ως ορθή και αντιπροσωπευτική τη μετάφραση όλων των πληροφοριών που δόθηκαν κατά τις συνεντεύξεις.  Οι ίδιοι οι αιτητές υπέγραψαν ως ορθή κάθε σελίδα της συνέντευξης τους, με αποτέλεσμα να θεωρείται η όλη διαδικασία ως σφραγισθείσα με την απαραίτητη νομιμότητα.  Στη συνέχεια, απεστάλη η απορριπτική απάντηση της Υπηρεσίας Ασύλου με τη δέουσα αιτιολόγηση, αλλά και μετάφραση στα αρμενικά (ερυθρά 36-38 του Τεκμ. «Α»), όπου καταγράφονταν οι λόγοι της απόρριψης του αιτήματος.  Ταυτόχρονα, η σχετική επιστολή ημερ. 29.5.07, πληροφορούσε τους αιτητές ότι είχαν δικαίωμα καταχώρησης ιεραρχικής προσφυγής ενώπιον της Αρχής εντός 20 ημερών με υποχρέωση να καθορίσουν τους  σχετικούς λόγους. 

 

        Από το σημείο αυτό και μετέπειτα οι αιτητές ενήργησαν μέσω δικηγόρου, ο οποίος υπέβαλε στις 11.6.07 ιεραρχική προσφυγή καθορίζοντας τους λόγους αυτής.  Ο συνήγορος ζήτησε αντίγραφα των εγγράφων του σχετικού φακέλου ή δικαίωμα επιθεώρησης, καθώς και γνωστοποίηση της ημερομηνίας εκδίκασης της ιεραρχικής προσφυγής, διότι οι αιτητές επιθυμούσαν να παρουσιάσουν πρόσθετα στοιχεία.  Το δικαίωμα αυτό δόθηκε με την επιστολή ημερ. 2.4.08, που η Αρχή απηύθυνε στο συνήγορο των αιτητών (ερυθρό 48), η οποία ως φαίνεται από το ερυθρό 49, αποστάληκε και λήφθηκε στο τηλεομοιότυπο του δικηγόρου. Δεν έγινε οποιαδήποτε επιθεώρηση του φακέλου, ούτε και φαίνεται να επικοινώνησε ο συνήγορος ή οι αιτητές με τα γραφεία της Αρχής.  Ακολούθησε έκθεση της αρμοδίας λειτουργού (ερυθρά 50-57), με απορριπτική εισήγηση, η δε Αρχή, ενεργώντας με μονομελή σύνθεση, εξέδωσε εμπεριστατωμένη απορριπτική απόφαση μη διαπιστώνοντας οποιοδήποτε έρεισμα στην ιεραρχική προσφυγή.  Στην απορριπτική αυτή απόφαση (ερυθρά 58-65), η Αρχή κατέγραψε στο ερυθρό 60, ότι παρά το γεγονός ότι ο δικηγόρος των αιτητών ζήτησε να του δοθεί το δικαίωμα επιθεώρησης του φακέλου και παρά το γεγονός ότι η Αρχή του έδωσε το δικαίωμα πρόσβασης στο φάκελο, ο φάκελος δεν επιθεωρήθηκε «….. εντός της καθορισμένης προθεσμίας και δεν επισυνάφθηκαν εμπεριστατωμένοι λόγοι προσφυγής».

 

        Το παράπονο που διατυπώνεται από το συνήγορο ότι δεν δόθηκε χρόνος για επιθεώρηση του φακέλου, αλλά ούτε του γνωστοποιήθηκε η ημερομηνία εξέτασης της ιεραρχικής προσφυγής ώστε να είναι παρών δυνάμενος να καταθέσει πρόσθετα στοιχεία, δεν είναι ορθό ενόψει των πιο κάτω:

 

(i)               Η Αρχή έδωσε δικαίωμα επιθεώρησης του φακέλου μέχρι και της 8.4.08.  Το δικαίωμα αυτό δόθηκε με την επιστολή ημερ. 2.4.08, η οποία αποστάληκε με τηλεομοιότυπο στο συνήγορο αυθημερόν στις 10.38 π.μ., λήφθηκε δε στις 10.39 π.μ. όπως φανερώνεται από το Παράρτημα 9, στην ένσταση.  Δεν έχει γίνει εισήγηση ότι η επιστολή ημερ. 2.4.08, δεν παραλήφθηκε εκείνη την ημερομηνία και ώρα. Επομένως,  παρά το γεγονός ότι ο συνήγορος ενημερώθηκε στις 2.4.08 ότι μπορούσε να επιθεωρήσει το φάκελο μέχρι και τις 8.4.08, δηλαδή μέσα σε ένα χρονικό διάστημα πέραν των έξι ημερών, εν τούτοις παρέμεινε να ειδοποιήσει την Αρχή για την παράκληση του να επεκταθεί ο χρόνος επιθεώρησης την τελευταία ημέρα αποστέλλοντας, ως είναι η δική του εισήγηση, την επιστολή  ημερ. 8.4.08, που επισυνάπτει στην απαντητική του αγόρευση και μάλιστα  σε  μη  εργάσιμο  χρόνο,  δηλαδή,  ημέρα  Τρίτη και ώρα 16.08. Από αυτή τη θεώρηση, ορθά η Αρχή εξέλαβε ότι εκ μέρους των αιτητών δεν επεδείχθη ενδιαφέρον για επιθεώρηση του φακέλου εντός του καθορισθέντος χρόνου.

 

(ii) Πέραν της εν πάση περιπτώσει καθυστερημένης αντίδρασης του συνηγόρου, υπάρχει αντιγνωμία κατά πόσο η επιστολή του συνηγόρου αποστάληκε  ή όχι.  Στον παρουσιασθέντα διοικητικό φάκελο που κατατέθηκε κατά τις διευκρινίσεις, η επιστολή αυτή δεν είναι καταχωρημένη οπουδήποτε και δεν υπάρχει, σε αντίθεση με τις άλλες επιστολές τόσο της Υπηρεσίας Ασύλου, όσο και της Αρχής προς τους αιτητές και το δικηγόρο τους που παρελήφθησαν χωρίς κανένα πρόβλημα, αλλά και την κατάθεση της ιεραρχικής προσφυγής, μέσω της επιστολής του συνηγόρου, η οποία επίσης παρελήφθη χωρίς οποιοδήποτε κώλυμα. Αποτελεί την κρίση του Δικαστηρίου ότι με μόνη την παρουσίαση ενός αντιγράφου της επιστολής και μάλιστα φωτοτυπημένου στην απαντητική αγόρευση, την οποία η διοίκηση αρνείται ότι έλαβε ή κατέχει, δεν  αποδεικνύεται ο ισχυρισμός ότι όντως εστάλη και ή παρελήφθη όπως αναφέρεται στην απαντητική αγόρευση. Ο συνήγορος εκπροσωπώντας τους αιτητές γνωρίζοντας τη θέση της Αρχής, ως προς τη μη παραλαβή της επιστολής αυτής, όφειλε να ζητήσει με αίτηση την προσαγωγή μαρτυρίας για απόδειξη των αμφισβητουμένων γεγονότων.  Το βάρος ήταν στους αιτητές οι οποίοι δεν το απέσεισαν.  

 

        (iii)  Η νομολογία είναι αποκαλυπτική ως προς το ότι ο διοικητικός φάκελος αποτελεί τον μοναδικό οδηγό ως προς την ύπαρξη δεδομένων και γεγονότων η δε «υπόθεση, όπως έχει επανειλημμένα λεχθεί, κρίνεται από το διοικητικό φάκελο και όχι από τα στοιχεία που προσκομίζονται για πρώτη φορά στην αγόρευση».  (Δημοκρατία ν. Δ. Αυλωνίτης και Υιοι Λτδ (2000) 3 Α.Α.Δ. 137).  Ο διοικητικός φάκελος κατατίθεται και «….. αποτελεί απαραίτητο στοιχείο για τη διερεύνηση της εγκυρότητας της διοικητικής πράξης η οποία προσβάλλεται.».  (Δημοκρατία ν. Ακίνητα Στέφανου Ιωαννίδη Λτδ (1991) 3 Α.Α.Δ. 328 και C.D. Hay Properties Ltd v. Δημοκρτίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 238).

 

        (iv)  Το τεκμήριο της κανονικότητας διέπει τη διοικητική πράξη και θεωρείται ότι η διοίκηση έλαβε υπόψη της ότι είχε ενώπιον  της  και   αντίθετα δεν έλαβε και δεν  μπορούσε να λάβει υπόψη της ότι δεν υπήρχε, στο διοικητικό φάκελο. (Δημοκρατία ν. Χατζηγρηγορίου (2001) 3 Α.Α.Δ. 549).  Εδώ, η Αρχή δεν διατείνεται ότι έλαβε την εν λόγω επιστολή καθυστερημένα και ενδεχομένως εκτός προθεσμίας, (αν αυτό συνέβαινε, θα αναμενόταν στα πλαίσια της χρηστής διοίκησης να την εξέταζε, εφόσον μετά από δύο ημέρες στις 10.4.08, ήταν που εξέδωσε την απόφαση), αλλά ότι ουδέποτε λήφθηκε με αποτέλεσμα το βάρος να είναι στους αιτητές να στοιχειοθετήσουν την αποστολή και παραλαβή της, πάνω στην οποία θεμελιώνουν τις αιτιάσεις τους.

 

        Ενόψει των πιο πάνω, εύλογα η Αρχή, με τα στοιχεία και δεδομένα που είχε ενώπιον της, θεώρησε ότι δεν υπήρχε επιθυμία επιθεώρησης του φακέλου, συμπαρασύροντας βεβαίως και την παράκληση να γνωστοποιηθεί εγκαίρως η ημερομηνία εκδίκασης, για να παρουσιαστούν πρόσθετα στοιχεία, υποστηρικτικά του αιτήματος ασύλου.

 

Διαπιστώνεται περαιτέρω ότι δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 28Ζ(6), που σχετίζεται με ένα μέρος της διαδικασίας που ακολουθείται ενώπιον της Αρχής, σύμφωνα με τον πλαγιότιτλο του άρθρου, και που δίνει στην Αρχή δυνητική εξουσία είτε να καλεί τον αιτητή σε προσωπική συνέντευξη,  είτε σε ακροαματική διαδικασία.  Η δυνητική αυτή  εξουσία   ασκείται δε  μόνο  στην  περίπτωση  που  ο αιτητής υποβάλει νέα  στοιχεία  όπως  ρητά  αναφέρει  το  εδάφιο (6),  κατά  πόσο  δε τα στοιχεία που υποβάλλονται αποτελούν, όντως, νέα                                                                                                                                                                                                                                                                                          στοιχεία, κρίνεται από την Αρχή.  Ακολουθεί πως εφόσον οι αιτητές δεν παρουσίασαν νέα στοιχεία, η Αρχή δεν είχε και λόγο να τους καλέσει ενώπιον της.

 

Η εν γένει παρουσίαση ενός αιτητή κατά την εξέταση της ιεραρχικής προσφυγής του ανήκει στη διακριτική ευχέρεια της Αρχής, όπως συνάγεται και από τα εδάφια (1), (3) και (4) του άρθρου 28Ζ και τη διαχρονική νομολογία στο θέμα, με προεξάρχουσες τις αποφάσεις Ghasemi v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων (2006) 3 Α.Α.Δ,. 383, Shahidul (Sumon) v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 387, αποφάσεις της Πλήρους Ολομέλειας και Kalam v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 585. (δέστε επίσης Singh v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 393, Sayed Md Abu v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 2053/06, ημερ. 17.3.08, Mobarak Hossain v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 172/07, ημερ. 4.3.08, Bablu Bablu v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 175/06, ημερ. 22.11.06, κ.α.).

 

Ούτε υπάρχει παραβίαση των προνοιών του άρθρου 28Θ(4), εφόσον οι αιτητές εκπροσωπούνταν από  δικηγόρο, ο οποίος και ζήτησε, ως δικαιούτο, με βάση το εδάφιο (6) του άρθρου 28Θ, πρόσβαση στο φάκελο των αιτητών, πλην όμως για τους λόγους που αναπτύχθηκαν προηγουμένως, ο φάκελος εν τέλει δεν έτυχε επιθεώρησης.  Ούτε, κρίνεται, υπάρχει παράβαση των διατάξεων του εδαφίου (1) του ιδίου άρθρου, ως προς τη γραπτή ενημέρωση των αιτητών σε σχέση με τα δικαιώματα και υποχρεώσεις τους ενώπιον της Αρχής, δικαιώματα που στην ουσία είναι αυτά που περιέχονται στα υπόλοιπα εδάφια του      άρθρου 28Θ, αλλά και στο προηγούμενο άρθρο 28Ζ.

 

Ο δικηγόρος των αιτητών εξάσκησε το δικαίωμα  να έχει πρόσβαση στο φάκελο, ασχέτως εάν τελικά δεν χρησιμοποιήθηκε, οποιαδήποτε δε άλλα δικαιώματα που φαίνονται στα εν λόγω άρθρα, θα είχαν πρακτική εφαρμογή εάν κατά την κρίση και πάλι της Αρχής, οι αιτητές καλούνταν σε προσωπική συνέντευξη ή ακροαματική διαδικασία (συνδυασμός των άρθρων 28Ζ(6) και 28Θ(2)).  Το δε δικαίωμα των αιτητών να εκπροσωπούνται στη διαδικασία ενώπιον της Αρχής από το δικηγόρο τους, δεν σημαίνει κατ΄ ανάγκη και προσωπική παρουσία του δικηγόρου κατά την εξέταση της ιεραρχικής προσφυγής, ιδιαίτερα με δεδομένο ότι στην προκείμενη περίπτωση ουδέν νέο στοιχείο υποβλήθηκε, αλλά ούτε και έγινε επιθεώρηση του φακέλου.  Οι αιτητές, μέσω του συνηγόρου τους, θα μπορούσαν κάλλιστα να κατέθεταν οποιαδήποτε νέα ή πρόσθετα στοιχεία  επιθυμούσαν, με τη συμπερίληψη αυτών  στην επιστολή του δικηγόρου ημερ. 11.6.07, με την οποία καταχωρήθηκε η ιεραρχική προσφυγή.  Δεν ήταν δυνατό να προκύψουν πρόσθετα στοιχεία από την επιθεώρηση και μόνο του φακέλου, εφόσον ο φάκελος ήταν ήδη ενώπιον της διοίκησης.  Συνεπώς, τα όποια επιπρόσθετα στοιχεία ήθελαν οι αιτητές να παρουσιάσουν, ήταν ήδη στη δική τους αποκλειστική γνώση και μπορούσαν να καταγράφονταν στην προαναφερθείσα επιστολή. Μάλιστα, ήταν υποχρέωση τους να τα παρουσιάσουν ώστε να στοιχειοθετήσουν την αίτηση τους.  (δέστε Nuala Mole: Asylum and the European Convention on Human Rights, (έκδ. 2008), σελ. 65).

 

Εν πάση περιπτώσει ουδέν συγκεκριμένο στοιχείο αναφέρεται στην προσφυγή που να δείχνει ότι τα δικαιώματα των αιτητών επηρεάστηκαν καθ΄ οιονδήποτε τρόπο ή ότι η εξέταση της υπόθεσης από την Αρχή δεν ήταν η δέουσα ή υστερούσε σε έρευνα.  Οι καθ΄ ων, ως αναθεωρητική αρχή, δεν ήταν περαιτέρω υποχρεωμένοι να διεξάγουν νέα έρευνα εφόσον η διαπίστωση τους εξαντλείται στο κατά πόσο η έρευνα από την Υπηρεσία Ασύλου ήταν ορθή και πλήρης με τη συλλογή και διερεύνηση όλων των ουσιωδών παραμέτρων.  (Yuri Polishchuk v. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.α., υπόθ. αρ. 27/2005, ημερ. 19.11.05)

 

Εν τέλει, δεν διαπιστώνεται λόγος επέμβασης στην απόφαση της Αρχής. Το Ανώτατο Δικαστήριο στην αναθεωρητική του δικαιοδοσία δεν υποκαθιστά την κρίση της διοίκησης ούτε υπεισέρχεται στην ουσία της απόφασης για να ελέγξει την ορθότητα της, αν κατά τα υπόλοιπα η απόφαση λήφθηκε στα πλαίσια της νομιμότητας και της καλής πίστης και της εύλογης άσκησης της διακριτικής της ευχέρειας.  (Ince v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 609 και Latif v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων (2006) 3 Α.Α.Δ. 533).

 

Καθίσταται πρόδηλο από την ολότητα των στοιχείων και των συνεντεύξεων των αιτητών, ότι αυτοί δεν ενέπιπταν στον ορισμό του πρόσφυγα, που με βάση τα άρθρα 3 και 13 του Νόμου, αλλά και το Εγχειρίδιο για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων των Ηνωμένων Εθνών, πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο εκείνο που έχει βάσιμους φόβους καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, λόγους ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων.  Εδώ, οι ίδιοι οι αιτητές με ειλικρίνεια κατέθεσαν ότι δεν ανήκαν οπουδήποτε, δεν είχαν προβλήματα με τις αρχές, ουδέποτε απασχόλησαν το κράτος με οποιαδήποτε δραστηριότητα τους, έφυγαν νόμιμα από την Αρμενία χωρίς πρόβλημα και σε περίπτωση που θα ήθελαν να επιστρέψουν, δεν θα αντιμετώπιζαν οποιαδήποτε άρνηση.  Εκείνο το οποίο προβάλλει αβίαστα είναι ότι οι αιτητές μετανάστευσαν στη Δημοκρατία επειδή θεωρούσαν τη ζωή εδώ ως καλύτερη.  Τέτοια όμως μετανάστευση, που περιλαμβάνει και οικονομικούς λόγους, δεν ταξινομείται στην κατηγορία των πολιτικών προσφύγων.  (δέστε και Md Jakir Hossain v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 2319/06, ημερ. 16.7.08).

 

        Ενόψει όλων των πιο πάνω η προσφυγή απορρίπτεται με €1.200 έξοδα εναντίον των αιτητών και υπέρ των καθ΄ ων.

 

 

 

 

                                        Στ. Ναθαναήλ,

                                                    Δ.

 

 

 

 

 

/ΕΘ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο