SABUR ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 1331/2008, 23 Μαρτίου 2010

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 1331/2008)

 

23 Μαρτίου 2010

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

SABUR,

Αιτητής,

-         ΚΑΙ   -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ/Η

ΜΕΣΩ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ,

Καθ΄ ων η αίτηση.

-----------------------------------

Γ. Γεωργαλλής, για τον Αιτητή.

Δ. Νικολάτου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,

για τους καθ΄ ων η αίτηση.

-----------------------------------

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:   Ο αιτητής με καταγωγή από το Μπαγκλαντές, αφίχθηκε στην Κύπρο τον Απρίλιο του 2005 περνώντας στο έδαφος της Δημοκρατίας από τα κατεχόμενα όπου και εισήλθε παράνομα.  Είχε φύγει από τη χώρα του στις 27.10.2004 λόγω οικονομικών προβλημάτων, όπως ο ίδιος δήλωσε κατά τη συνέντευξη του στις 30.5.2006, όταν κλήθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου προς τούτο, μετά από υποβολή στις 11.4.2005, αιτήματος για άσυλο. 

 

        Η αρμόδια λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου έκρινε τον αιτητή αξιόπιστο ως μη έχοντα προβάλει οποιουσδήποτε υπερβολικούς ισχυρισμούς, ενώ παρουσίασε το αίτημα του με συνοχή.  Κατέστη όμως σαφές ότι δεν είχε εγκαταλείψει τη χώρα του για οποιοδήποτε λόγο που οφειλόταν στην πολιτική κατάσταση αυτής και επομένως δεν ενέπιπτε στα κριτήρια του πολιτικού πρόσφυγα, αλλά ταξινομείτο ως οικονομικός μετανάστης.  Επίσης δεν μπορούσε να τύχει του καθεστώτος της συμπληρωματικής προστασίας εφόσον δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της νομοθεσίας αναφορικά με κίνδυνο να υποστεί ο αιτητής σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη, ούτε συνέτρεχαν λόγοι για παραχώρηση άδειας παραμονής για ανθρωπιστικούς λόγους. 

 

        Ο αιτητής καταχώρησε προσωπικά και εμπρόθεσμα ιεραρχική προσφυγή, στη συνέχεια δε εκπροσωπήθηκε από δικηγόρο, ο οποίος εξήγησε σε επιστολή του προς την Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων τους λόγους που κατά την άποψη του στοιχειοθετούσαν το αίτημα ασύλου και την αναθεώρηση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου.  Σύμφωνα με τα εκεί καταγραφέντα, ο αιτητής είχε αναφέρει στο δικηγόρο του ότι στο Μπαγκλαντές  επικρατούσε μια χαώδης κατάσταση με σοβαρά προβλήματα επιβολής προσωπικών συμφερόντων διά της βίας, ένα τέτοιο δε περιστατικό είχε βιώσει και ο ίδιος ο αιτητής, όταν γείτονας του προσπάθησε με δόλιο τρόπο να ανακτήσει κατοχή μέρους της ιδιοκτησίας της οικογένειας του, όταν δε ζητήθηκαν εξηγήσεις από το γείτονα, αυτός τον απείλησε με αποτέλεσμα σε μεταγενέστερη ημερομηνία να του επιτεθούν έξι με επτά πρόσωπα με πέτρες και μαχαίρια και να τον τραυματίσουν στην κοιλιακή χώρα.  Ο αιτητής εκ του επεισοδίου αυτού είχε παραμείνει για επτά μέρες στο νοσοκομείο.  Φοβούμενος για τη ζωή του κατέφυγε στη γειτονική Ινδία, όπου παρέμεινε για οκτώ με εννέα μήνες και αργότερα αφού εξασφάλισε τα απαραίτητα πιστοποιητικά για εγγραφή του ως φοιτητής στα κατεχόμενα, έφυγε από τη χώρα του για να διασωθεί.  Στη συνέχεια ήρθε στις ελεύθερες περιοχές όπου αιτήθηκε πολιτικό άσυλο.  Στην επιστολή του συνηγόρου επισυνάφθηκε επιστολή από δικηγορικό γραφείο του Μπαγκλαντές που επιβεβαίωνε την προαναφερθείσα συνοριακή διαφορά που είχε ως αποτέλεσμα τον τραυματισμό του. 

 

        Η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων αφού εξέτασε τα όλα δεδομένα, απέρριψε στις 14.7.2008 τη διοικητική προσφυγή υιοθετώντας την έκθεση που ετοιμάστηκε την ίδια ημέρα από αρμόδιο λειτουργό της.  Στην απορριπτική απόφαση διαπιστώθηκε ότι οι λόγοι που προσφέρθηκαν διά του συνηγόρου του κατά την εξέταση της διοικητικής προσφυγής, ως λόγοι ουσιαστικής αναθεώρησης της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, δεν είχαν αναφερθεί ούτε στην αίτηση για άσυλο, ούτε και στη συνέντευξη του αιτητή ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου.  Διαπιστωθείσης αυτής της αντίφασης, η Αναθεωρητική Αρχή έκρινε ότι τα στοιχεία αυτά ήταν εκ των υστέρων ισχυρισμοί με σκοπό να στοιχειοθετήσουν το αίτημα πολιτικού ασύλου και δεν αποτελούσαν αποδεκτά στοιχεία, τόσο διότι εκ των υστέρων αναφέρθηκαν, αλλά και διότι κατ΄ αντίθεση προς αυτά, ο αιτητής είχε κατά τη συνέντευξη του ισχυριστεί ότι είχε εγκαταλείψει τη χώρα του για οικονομικούς λόγους.  Και πάλι κατ΄ αντίθεση προς τη συνέντευξη του, στην αίτηση ασύλου είχε αναφέρει ότι αντιμετώπιζε πρόβλημα λόγω της πολιτικής κατάστασης.  Το αντίγραφο επιστολής που είχε επισυναφθεί στην επιστολή των δικηγόρων του, προερχόμενο από δικηγόρο της χώρας του, επίσης δεν έγινε δεκτό ως εκ των υστέρων υποβληθέν στοιχείο, το οποίο δεν θα ήταν δυνατό να πιστοποίησει το αίτημα ασύλου από τη στιγμή που διαφορετικά ο ίδιος ο αιτητής το είχε αρχικά περιγράψει.  Τα έγγραφα, κατά την Αναθεωρητική Αρχή, είναι μόνο υποστηρικτικά και η εξέταση τους γίνεται υπό το φως των ευρύτερων ισχυρισμών του αιτητή και όχι ανεξάρτητα από αυτούς. 

 

        Οι αιτιάσεις του αιτητή προς ανατροπή της διοικητικής απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής δεν κρίνονται ορθές.  Με γενικότητα και αοριστία είναι που προβάλλονται λόγοι προς ακύρωση της απόφασης και το μόνο ουσιαστικό που αναφέρεται είναι ότι δεν έχει γίνει ουσιαστική έρευνα για την εξέταση των προβαλλομένων λόγων για παροχή πολιτικού ασύλου ώστε να διαμορφωθεί ορθή κρίση από την Υπηρεσία Ασύλου για την περίπτωση του.  Κατά το συνήγορο, η Υπηρεσία Ασύλου, με συνέντευξη διάρκειας μόνο 60 λεπτών, διαμόρφωσε κρίση, απέρριψε το αίτημα με σκεπτικό που επαναλήφθηκε και από την Αναθεωρητική Αρχή, η οποία απλώς υιοθέτησε την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, μετατρέποντας τη σε δική της απόφαση.  Τα γεγονότα που ήταν ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής δεν αξιολογήθηκαν καθόλου, δεν αποτέλεσαν προϊόν έρευνας και αυτό διαφαίνεται και από το γεγονός ότι η Αναθεωρητική Αρχή αντέγραψε ουσιαστικά την εισήγηση του λειτουργού της, απορρίπτοντας την ιεραρχική προσφυγή την ίδια ημέρα.  Ελλείπει, συνεπώς, οποιαδήποτε αιτιολογία, ενώ ο αιτητής δεν κλήθηκε για να δώσει εξηγήσεις ή να παρουσιάσει στοιχεία και δικαιολογητικά. 

 

Αρχίζοντας από το τελευταίο ζήτημα, η εν γένει παρουσίαση ενός αιτητή κατά την εξέταση της ιεραρχικής προσφυγής του ανήκει στη διακριτική ευχέρεια της Αρχής, όπως συνάγεται και από τα εδάφια (1), (3) και (4) του άρθρου 28Ζ και τη διαχρονική νομολογία στο θέμα, με προεξάρχουσες τις αποφάσεις Ghasemi v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων (2006) 3 Α.Α.Δ,. 383, Shahidul (Sumon) v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 387, αποφάσεις της Πλήρους Ολομέλειας και Kalam v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 585. (δέστε επίσης Singh v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 393, Sayed Md Abu v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 2053/06, ημερ. 17.3.08, Mobarak Hossain v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 172/07, ημερ. 4.3.08, Bablu Bablu v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 175/06, ημερ. 22.11.06, κ.α.).

 

Δεν διαπιστώνεται όμως οτιδήποτε το μεμπτό και στην όλη διαδικασία που ακολουθήθηκε, εφόσον ούτε και επί της ουσίας παρατηρείται οποιοδήποτε πρόβλημα στην εν γένει έρευνα από πλευράς της Αναθεωρητικής Αρχής ή ακόμη και από πλευράς αιτιολόγησης της απόφασης.  Καθίσταται πρόδηλο από την ολότητα των στοιχείων που είχαν δοθεί από τον αιτητή, ότι αυτός δεν ενέπιπτε στον ορισμό του πρόσφυγα που με βάση τα άρθρα 3 και 13 του περί Προσφύγων Νόμου αρ. 6(Ι)/2000, αλλά και το «Εγχειρίδιο για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων των Ηνωμένων Εθνών», πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο εκείνο που έχει βάσιμους λόγους καταδίωξης στη χώρα του που ανάγονται σε φυλετικές ή θρησκευτικές ταξινομήσεις ή σε λόγους ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένης κοινωνικής ομάδας ή πολιτικής αντίληψης. 

 

Εκείνο το οποίο αβίαστα πρόβαλε με ειλικρίνεια ο αιτητής κατά τη συνέντευξη του, ήταν ότι αυτός βρήκε τελικώς, μετά από παράνομη είσοδο στη Δημοκρατία, καταφύγιο στις ελεύθερες περιοχές για καθαρά οικονομικούς λόγους.  Τέτοια όμως μετανάστευση δεν ταξινομείται στην κατηγορία των πολιτικών προσφύγων.  (δέστε Md Jakir Hossain v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 2319/06, ημερ. 16.7.08  Barakan Petrosyan και  Armen Petrosyan v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 883/08, ημερ. 10.2.2010 και Khaled Al Issa v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, υπόθ. αρ. 993/08, ημερ. 29.12.09). Εύλογα, τα στοιχεία που παρουσίασε ο αιτητής κατά την ιεραρχική προσφυγή θεωρήθηκαν ως μη δυνάμενα να στοιχειοθετήσουν το αίτημα του πολιτικού ασύλου και να προσδώσουν στον αιτητή την ιδιότητα του πολιτικού πρόσφυγα, εφόσον αυτά μόνο εκ των υστέρων παρουσιάστηκαν σε αντίθεση με τις προηγούμενες θέσεις του αιτητή.  Ενώ κατά την αίτηση για άσυλο (ερ. 4-11 του διοικητικού φακέλου του Τεκμ. «Α» κατά τις διευκρινίσεις), ο αιτητής μέσω και του δικηγόρου του επικαλέστηκε προβλήματα που αντιμετώπιζε στη χώρα του λόγω πολιτικών και θρησκευτικών πεποιθήσεων, στη συνέντευξη του αναφέρθηκε σε καθαρά οικονομικούς λόγους που τον οδήγησαν να φύγει από τη χώρα του (ερ. 21 και 23), αλλά και πάλι σε αντίθεση και με τα δύο προαναφερθέντα, εκ των υστέρων και μόνο δήλωσε λόγους που ανάγονται σε συνοριακές διαφορές με γείτονα του.

 

  Εναπόκειτο στον αιτητή να πείσει ότι υπήρξε θύμα πολιτικής ή άλλης δίωξης στη χώρα του, ώστε να πληροί με βάση τα πραγματικά περιστατικά του τις προϋποθέσεις για παραχώρηση του καθεστώτος του πρόσφυγα ή για παροχή συμπληρωματικής προστασίας ή και προσωρινής διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους (δέστε William Crisantha Mal Francis Karunarathna v. Δημοκρατίας, υπόθ. 1875/2008, ημερ. 1.3.2010 (απόφαση Κραμβή, Δ)).  Ο αιτητής δεν έπεισε στο προκείμενο και εύλογα οι ισχυρισμοί του κρίθηκαν ανυπόστατοι (ερ. 79). 

 

Λανθασμένα επίσης εισηγείται ο αιτητής ότι δεν υπάρχει αιτιολογία, εφόσον εμφανώς η Αναθεωρητική Αρχή σε μια πολυσέλιδη απόφαση της, που εκτείνεται σε επτά σελίδες, παρέχει πλήρεις λόγους ως προς την απόρριψη της και αυτό είναι εμφανές από μια απλή ανάγνωση της.  Ούτε το γεγονός ότι η απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής εκδόθηκε την ίδια ημέρα με την έκθεση του υπηρεσιακού λειτουργού της, ή ότι την αναπαράγει σε μεγάλο μέρος, προδίδει, άνευ ετέρου, οποιαδήποτε πλημμελή έρευνα ή μη ορθή αξιολόγηση όλων των ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής στοιχείων και δεδομένων που παρουσίασε ο αιτητής. (Shah Alam v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1516/06, ημερ. 9.4.08 και Aida Oganezov v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1869/08, ημερ. 4.3.10). Ούτε βέβαια στο στάδιο ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, το γεγονός ότι η συνέντευξη διήρκησε 60 λεπτά έχει οποιαδήποτε υπό τις περιστάσεις σημασία, εφόσον η διάρκεια μιας συνέντευξης σχετίζεται και με το περιεχόμενο της.

 

Εν τέλει, δεν διαπιστώνεται λόγος επέμβασης στην απόφαση της Αρχής. Το Ανώτατο Δικαστήριο στην αναθεωρητική του δικαιοδοσία δεν υποκαθιστά την κρίση της διοίκησης, ούτε υπεισέρχεται στην ουσία της απόφασης για να ελέγξει την ορθότητα της, αν κατά τα υπόλοιπα, η απόφαση λήφθηκε στα πλαίσια της νομιμότητας, της καλής πίστης και της εύλογης άσκησης της διακριτικής της ευχέρειας.  (Ince v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 609 και Latif v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων (2006) 3 Α.Α.Δ. 533).

 

Ενόψει όλων των πιο πάνω η προσφυγή απορρίπτεται με €1.200 έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ΄ ων η αίτηση.

Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με βάση το         Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

 

 

 

 

 

                                        Στ. Ναθαναήλ,

                                                  Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

  /ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο