WILLIAM CRISANTHA MAL FRANCIS KARUNARATHNA ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ.α, Υπόθεση Αρ. 1875/2008, 1 Μαρτίου 2010

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                                   (Υπόθεση Αρ. 1875/2008)

1 Μαρτίου, 2010

[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

WILLIAM CRISANTHA MAL FRANCIS KARUNARATHNA,               Αιτητής,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1.     ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

2.     ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ,

                             Καθ΄ ων η αίτηση.

- - - - - -

Μ. Κιτρομηλίδης και Χρ. Ρασπόπουλος, για τον Αιτητή.

Λ. Ουστά, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

- - - - - -


Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.:  Ο αιτητής είναι χριστιανός, καταγόμενος από τη Σρι Λάνκα. Ηρθε στην Κύπρο ως φοιτητής στις 11.10.03. Η αίτηση του να αναγνωριστεί ως πρόσφυγας και να του χορηγηθεί άσυλο απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου και στη συνέχεια από την Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων («η Αναθεωρητική Αρχή») επειδή κρίθηκε αναξιόπιστος. Με την παρούσα προσφυγή προσβάλλεται η απόφαση της Αναθεωρητικής  Αρχής ημερομηνίας 22.10.08.

 

 Εξετάστηκαν  ένας προς ένας οι ισχυρισμοί του αιτητή στη διοικητική προσφυγή που άσκησε και στη σχετική έκθεση καθώς και στην προσβαλλόμενη απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής καταγράφονται αναλυτικά τα σημεία στη βάση των οποίων κρίθηκε αναξιόπιστος.

 

Ο αιτητής προβάλλει ως κρίσιμο λόγο ακύρωσης ότι δεν υπήρξε σωστή μετάφραση της συνέντευξης στην οποία υποβλήθηκε ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου. Αμφισβητεί επίσης τα ακαδημαϊκά προσόντα της μεταφράστριας που έκανε  τη μετάφραση από τα αγγλικά στη γλώσσα του. Υποστηρίζει ότι στερήθηκε του δικαιώματος ακρόασης ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής και δεν είχε έτσι την ευκαιρία να αναλύσει τον πιο πάνω ισχυρισμό του που αποτελούσε νέο στοιχείο.

 

Η διαδικασία ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής ρυθμίζεται από τις πρόνοιες του άρθρου 28Ζ (όπως έχει τροποποποιηθεί). Η προσωπική συνέντευξη κατά τη δευτεροβάθμια διαδικασία, είναι μόνο δυνητική και εντός της ευχέρειας της Αναθεωρητικής Αρχής, ιδιαίτερα, όπως εδώ, όπου δεν είχαν τεθεί ενώπιον της νέα ουσιώδη στοιχεία. Βλ. ενδεικτικά Ghasemi v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων  (2006) 3 ΑΑΔ 383 και Shahidul (Sumon) v. Δημοκρατίας (2006) 3 ΑΑΔ 387, αποφάσεις της Πλήρους Ολομέλειας (δέστε επίσης Singh v. Δημοκρατίας (2006) 3 ΑΑΔ 393, Sayed Md Abu v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 2053/06, ημερ. 17.3.08, Mobarak Hossain v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 172/07, ημερ. 4.3.08).

 

 Στην προκείμενη περίπτωση η Αναθεωρητική Αρχή επέλεξε όπως η διαδικασία ενώπιον της διεξαχθεί γραπτώς χωρίς να καλέσει τον αιτητή σε προσωπική συνέντευξη ή σε ακροαματική διαδικασία. Ο λόγος για τον οποίο η Αναθεωρητική Αρχή επέλεξε τη συγκεκριμένη διαδικασία είναι ότι δεν είχαν υποβληθεί νέα στοιχεία που θα καθιστούσαν σκόπιμη την κλήση του αιτητή είτε σε προσωπική συνέντευξη είτε σε ακρόαση.

 

Ούτε η αμφισβήτηση της αξιοπιστίας της μετάφρασης μπορούσε αν αποτελέσει τέτοιο νέο στοιχείο, διότι προβλήθηκε με αοριστία και παρέμεινε μετέωρος. Ο αιτητής δεν ήγειρε τέτοιο ζήτημα κατά τη συνέντευξη του στις 2.2.07 ενώ ο ίδιος υπέγραψε και μονόγραψε το περιεχόμενο της συνέντευξης του επιβεβαιώνοντας πως ό,τι καταγράφηκε στα πρακτικά, αντικατοπτρίζει επακριβώς τις δηλώσεις του στη συνέντευξη.  

 

Ο αιτητής εγείρει επίσης θέμα δέουσας έρευνας. Η Αναθεωρητική Αρχή δεν είναι υποχρεωμένη να διεξάγει νέα έρευνα, εφόσον ο έλεγχος στοχεύει στη διαπίστωση κατά πόσο η έρευνα που έγινε από την Υπηρεσία Ασύλου ήταν ορθή και πλήρης με τη συλλογή όλων των στοιχείων και τη διερεύνηση όλων των ουσιωδών παραμέτρων (Yuriy Polishchuk v. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.α., υπόθ. αρ. 27/2005, ημερ. 19.11.2005). 

 

Προκύπτει από την απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση ότι έγινε πλήρης αξιολόγηση της απορριπτικής εισήγησης της Υπηρεσίας Ασύλου. Κατ΄ αυτήν εξετάστηκαν ένας προς ένα οι λόγοι για τους οποίους κρίθηκε αναξιόπιστος ο αιτητής. Η Αναθεωρητική Αρχή προσθέτει ακόμη ένα λόγο απόρριψης που «η Υπηρεσία Ασύλου θα μπορούσε να αναφέρει», για τη 10μηνη καθυστέρηση στην υποβολή του αιτήματος ασύλου.  Διερευνήθηκαν επίσης σε βάθος όλοι οι λόγοι που κατέθεσε ο δικηγόρος του αιτητή με τη διοικητική του προσφυγή εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου. (Λόγοι 1-6, σελ.7-10 της απόφασης).

 

Η αιτιολογία είναι σαφής και περιεκτική. Ο αιτητής δεν κατάφερε να πείσει ότι υπήρξε θύμα πολιτικής ή άλλης δίωξης στη χώρα του ώστε να δικαιολογείται η παραχώρηση του καθεστώτος του Πρόσφυγα, σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου 2000-2007 και της Σύμβασης της Γενεύης του 1951. Ούτε με βάση τα πραγματικά του περιστατικά, αξιολογούμενα στο ορθό νομικό πλαίσιο, δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις για παροχή του καθεστώτος της συμπληρωματικής προστασίας ή του καθεστώτος προσωρινής διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους.

 

Τίποτε από αυτά που επικαλείται ο αιτητής δεν αποδεικνύουν πλάνη κατά τη λήψη της απόφασης, αφού τόσο πρωτοβάθμια όσο και στη διοικητική προσφυγή, η διοίκηση είχε ενώπιον της τις πραγματικές συνθήκες του αιτητή χωρίς ελλείψεις. Η διαμόρφωση του συμπεράσματος ως προς την αναξιοπιστία του φαίνεται εύλογη και δεν προκύπτει λόγος επέμβασης προς ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης. Το Ανώτατο Δικαστήριο στην αναθεωρητική του δικαιοδοσία δεν υποκαθιστά την κρίση της διοίκησης ούτε υπεισέρχεται στην ουσία της απόφασης για να ελέγξει την ορθότητα της, αν κατά τα υπόλοιπα η απόφαση λήφθηκε στα πλαίσια της νομιμότητας και της καλής πίστης και της εύλογης άσκησης της διακριτικής του ευχέρειας.  (Ince v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 609 και Latif v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων (2006) 3 Α.Α.Δ. 533).

 

Ενόψει των πιο πάνω η προσφυγή απορρίπτεται με €800 έξοδα εναντίον του αιτητή. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

 

 

                                                                         Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.

 

 

ΣΦ.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο