ANTENNA ΛΙΜΙΤΕΔ ν. ΑΡΧΗΣ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΚΥΠΡΟΥ, Υπόθεση Αρ. 636/2008, 14 Απριλίου 2010

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                (Υπόθεση Αρ. 636/2008)

 

14 Απριλίου, 2010

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ANTENNA ΛΙΜΙΤΕΔ,

Αιτητές,

ν.

 

ΑΡΧΗΣ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ΄ων  η Αίτηση.

 

 

Γ. Βαλιαντής για Λ. Παπαφιλίππου, για τους Αιτητές.

Θ. Ραφτοπούλου (κα) για Α. Ευαγγέλου, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.Με την παρούσα προσφυγή οι Αιτητές στρέφονται εναντίον της απόφασης των Καθ' ων η αίτηση, στο εξής «η Αρχή», ημερομηνίας 10.12.2007, με την οποία τους επιβλήθηκε διοικητικό πρόστιμο £3200 (€5456). 

 

Τα γεγονότα της υπόθεσης

Η Αρχή, μέσα στα πλαίσια γενικής παρακολούθησης του περιεχομένου των διαφημίσεων όλων των παγκύπριων τηλεοπτικών σταθμών, εξέτασε αυτεπάγγελτα τις από μέρους των Αιτητών πιθανές παραβάσεις του άρθρου 33(7)(α)(i) του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου του 1998 (Ν. 7(Ι)/1998), όπως αυτός τροποποιήθηκε, στο εξής «ο Νόμος», και των παραγράφων Δ.10(ε) και Δ.10(ιε) του Κώδικα Διαφημίσεων, Τηλεμπορικών Μηνυμάτων και Προγραμμάτων Χορηγίας, στο εξής «ο Κώδικας» όπως εκτίθεται στο Παράρτημα IX των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000 (Κ.Δ.Π. 10/2000), στο εξής «οι Κανονισμοί του 2000».

 

Οι παραβιάσεις αφορούσαν τη μετάδοση της διαφήμισης του γιαουρτιού Junior,  με την οποία γινόταν προώθηση του με τη μέθοδο διανομής δώρων, των αυτοκόλλητων Junior, επιτραπέζιου παιχνιδιού και ποδηλάτων, κατά τρόπο όπου η Αρχή θεώρησε ότι παρέβαινε τον Κώδικα.  Η επίδικη διαφήμιση είχε το ακόλουθο περιεχόμενο:-

«Και κάτι ακόμη παιδιά, μαζέψτε από τα αυτοκόλλητα Junior 12 διαφορετικά σύμβολα.  Κερδίστε όλοι το απίθανο επιτραπέζιο παιχνίδι στην κλήρωση για 50 ποδήλατα ΒΜΧ. Όλα αυτά μόνο στα κυπελλάκια Junior

Η Λειτουργός της Αρχής που ανέλαβε τη διερεύνηση της υπόθεσης σε πόρισμα της, ημερομηνίας 2.11.2004 διαπίστωσε πιθανές παραβάσεις του άρθρου 33(7)(α)(i) του Νόμου, ο οποίος προβλέπει ότι:-

 

 «33(7)(α)(i)  Η διαφήμιση δεν πρέπει να θίγει ηθικά ή σωματικά τους ανήλικους και ειδικά πρέπει, με σκοπό την προστασία τους, να πληροί τους ακόλουθους όρους:

(i) να μην παρακινεί ευθέως τους ανήλικους στην αγορά προϊόντος ή υπηρεσίας, εκμεταλλευόμενη την απειρία και την ευπιστία τους».

 

Επίσης διαπίστωσε πιθανές παραβάσεις των παραγράφων Δ.10(ε) και Δ.10(ιε) του Κώδικα, οι οποίες προβλέπουν αντίστοιχα ότι:-

 

 

«Δ.10(ε) Δεν πρέπει να δίδεται σε δώρα τα οποία προσφέρονται δυσανάλογη έμφαση σε σχέση με το είδος που διαφημίζεται.

………………………………………………………………………….

Δ.10(ιε) Δεν επιτρέπεται η προώθηση μέσω μετάδοσης διαφημίσεων πωλήσεων στα παιδιά ενός προϊόντος με τη μέθοδο διανομής δώρων ή τη μέθοδο της συμπλήρωσης «άλμπουμ» ή με άλλη μέθοδο που βασίζεται στην τύχη.»

 

Η Αρχή σε συνεδρία της στις 16.2.2005 εξέτασε το πόρισμα της Λειτουργού και αποφάσισε να ενημερώσει τους καταγγελλόμενους Αιτητές για την εκ μέρους της αυτεπάγγελτη εξέταση και να τους καλέσει να δηλώσουν κατά πόσο επιθυμούν να είναι παρόντες κατά τη διαδικασία που θα διεξαγόταν.

 

Μετά την ακρόαση της υπόθεσης, στην οποία παρέστησαν οι Αιτητές μέσω των δικηγόρων τους, η Αρχή σε συνεδρία της στις 14.3.2007, αφού μελέτησε όλα τα ενώπιον της στοιχεία και περιστατικά, συμπεριλαμβανομένων και των γραπτών εξηγήσεων των Αιτητών, έκρινε ότι υπάρχουν παραβάσεις του άρθρου 33(7)(α)(i) του Νόμου και των παραγράφων Δ.10(ε) και Δ.10(ιε) του Κώδικα.  Κάλεσε τους Αιτητές, εάν επιθυμούν, όπως υποβάλουν μέσα σε δεκατέσσερις (14) μέρες από τη λήψη της επιστολής, τις απόψεις τους εγγράφως, για σκοπούς επιβολής κυρώσεων.

 

Στις 10.12.2007 η Αρχή με βάση τα ενώπιον της στοιχεία συμπεριλαμβανομένων και των γραπτών εξηγήσεων των Αιτητών για σκοπούς επιβολής κύρωσης, αποφάσισε να επιβάλει στους Αιτητές  διοικητικό πρόστιμο ύψους Λ.Κ.3200 (€5467), για τις παραβάσεις του άρθρου 33(7)(α)(i) του Νόμου και των παραγράφων Δ.10(ε) και Δ.10(ιε) του Κώδικα και ενημέρωσε τους Αιτητές σχετικά.

 

Οι Αιτητές προσβάλλουν ως άκυρη την πιο πάνω απόφαση της Αρχής και μέσα από την αγόρευση του δικηγόρου τους, προωθούν 11 λόγους ακύρωσης:-

(1) Κακή άσκηση της διακριτικής ευχέρειας, πλάνη περί τα πράγματα και το νόμο και ότι η απόφαση ως προς την ενοχή των Αιτητών είναι αναιτιολόγητη, (2) παράβαση του Νόμου και των Κανονισμών, (3) αναιτιολόγητη η απόφαση της Αρχής, αναφορικά με την εκ πρώτης όψεως παράβαση, (4) μη τήρηση άρτιων πρακτικών, (5) πάσχουσα σύνθεση και λειτουργία της Αρχής, (6) μη δέουσα έρευνα, (7) παράβαση της αρχής της καλής πίστης, (8) κακή συγκρότηση του διοικητικού οργάνου,  (9) παράβαση της αρχής της φυσικής δικαιοσύνης, του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος και του Άρθρου 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, (10) παράβαση του Άρθρου 41Β του Νόμου και (11) η απόφαση της Αρχής για επιβολή προστίμου είναι αποτέλεσμα έλλειψης αιτιολογίας και πλάνης περί τα πράγματα.

 

Η νομική πτυχή

Παρά την από μέρους των Αιτητών ανορθόδοξη ιεράρχηση των πιο πάνω λόγων ακύρωσης, κατά την άποψη μου προηγείται η εξέταση των λόγων 5 και 8, αφού στην ουσία πρόκειται για λόγους που άπτονται της συγκρότησης και σύνθεσης της Αρχής.

 

Κακή συγκρότηση της Αρχής - Παραβίαση της αρχής της αμεροληψίας - Λόγος ακύρωσης 8

Ο συνήγορος των Αιτητών θέτει θέμα συμμετοχής στη συγκρότηση της Αρχής αλλά και στην όλη διαδικασία μέχρι την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, του μέλους κας Μαίρης Κουτσελίνη, η οποία τυγχάνει να είναι αδελφή της συζύγου του κ. Κ. Αιμιλιανίδη, και άρα εξ αγχιστείας συγγενής του, ο οποίος κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν κάτοχος μετοχών της Lumiere T.V. Public Co. Ltd και, συναφώς, της ραδιοτηλεοπτικής επιχείρησης Multichoice (Cyprus) (Public) Co. Ltd. Έτσι προβάλλουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση τόσο του άρθρου 4(3) του Νόμου που προβλέπει ότι, «Κανένα πρόσωπο δε διορίζεται μέλος της Αρχής αν έχει άμεσο ή έμμεσο συμφέρον σε οποιανδήποτε ραδιοτηλεοπτική επιχείρηση ή στο Ραδιοτηλεοπτικό Ίδρυμα Κύπρου», όσο και το άρθρο 7(6) του Νόμου το οποίο προνοεί ότι  «μέλος που έχει προσωπικό συμφέρον σε υπό συζήτηση θέμα οφείλει να το γνωστοποιεί στην Αρχή και να απέχει της συζήτησης και της ψηφοφορίας που γίνεται γι' αυτό».  Αυτό σε συνάρτηση με το άρθρο 42(2) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν.158(Ι)/99).

 

Ο λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.

 

Είχα την ευκαιρία να εξετάσω τη συμμετοχή της κας Μαίρης Κουτσελίνη, στη συγκρότηση της Αρχής στην υπόθεση Αντέννα Λίμιτεδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Υπόθεση Αρ. 572/07, ημερ. 18.12.2009 και έκρινα για τους λόγους που εκεί εξήγησα, ότι δεν τίθεται θέμα αμεροληψίας ή παράβασης του άρθρου 4(3) του Νόμου.  Υιοθετώ πλήρως το σκεπτικό μου και δεν χρειάζεται να προσθέσω οτιδήποτε άλλο.

Κακή σύνθεση της Αρχής - Λόγος ακύρωσης 5

Ο δικηγόρος των Αιτητών προβάλλει ότι το μέλος της Αρχής, κ. Ν. Παπαμιχαήλ, προτού αντικατασταθεί από τον κ. Α. Μιχαηλίδη, συμμετείχε στις συνεδρίες της Αρχής στις 16.2.05 και 14.3.07.  Σύμφωνα με το δικηγόρο των Αιτητών, η Αρχή με τη νόμιμη συμμετοχή του κ. Ν. Παπαμιχαήλ, κατέληξε σε καταδικαστική απόφαση, η οποία όμως έπαυσε να υπάρχει μετά την παραίτηση του, η οποία έλαβε χώρα πριν την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης για την επιβολή προστίμου.  Μετά την παραίτηση του κ. Ν. Παπαμιχαήλ, η Αρχή ενεργούσε, όπως ανέφερε, «cum officio functus».  Ως αποτέλεσμα, η Αρχή με τη νέα σύνθεση της, ήταν νέο όργανο και δεν ήταν νόμιμο να συνεχίσει τη διαδικασία που είχε ξεκινήσει με τον κ. Ν. Παπαμιχαήλ.  Ως αποτέλεσμα οι κρίσεις του προηγούμενου οργάνου δεν μπορούσαν να μετατραπούν σε κρίσεις του νέου οργάνου με νέα σύνθεση.

 

Κατά την άποψή μου, ο λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.

 

Στην προκειμένη περίπτωση, εκείνο που έχει σημασία είναι ότι ο κ. Ν. Παπαμιχαήλ, δεν έλαβε μέρος στη συνεδρία της Αρχής στις 10.12.07, που η Αρχή επέβαλε το πρόστιμο, ενώ ο κ. Α. Μιχαηλίδης αποχώρησε από τη συνεδρία κατά τη συζήτηση της υπόθεσης.  Όπως υπέδειξα και στην υπόθεση Αντέννα Λίμιτεδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 572/07, ημερομηνίας 18.12.2009, η μη συμμετοχή του κ. Ν. Παπαμιχαήλ δεν επηρεάζει τη νομιμότητα της σύνθεσης, εφόσον τα παρόντα νόμιμα μέλη, χωρίς βέβαια τη συμμετοχή του κ. Α. Μιχαηλίδη, αποτελούσαν απαρτία, σύμφωνα με το άρθρο 7(5) του Νόμου.

 

Κακή άσκηση της διακριτικής ευχέρειας, πλάνη περί τα πράγματα και το νόμο και αναιτιολόγητη η απόφαση ως προς την ενοχή των Αιτητών - Λόγος ακύρωσης 1

Ο συνήγορος των Αιτητών προβάλλει ότι οι επίδικες νομοθετικές διατάξεις, περιέχουν στην αντικειμενική τους υπόσταση αόριστες αξιολογικές έννοιες, όπως π.χ. στο Άρθρο 33(7)(α) του Νόμου, το οποίο προβλέπει ότι «Η διαφήμιση δεν πρέπει να θίγει ηθικά ή σωματικά τους ανήλικους….» και στην παράγραφο Δ.10(ε) του Κώδικα γίνεται αναφορά σε «….δυσανάλογη έμφαση», για τα οποία ζητήματα η Αρχή δεν προέβηκε σε καμία έρευνα, δεν προσκόμισε καμία μαρτυρία για να αποδείξει το περιεχόμενο τους, αλλά και ούτε εξέτασε το κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο έχουν προβληθεί.  

 

Η Αρχή απορρίπτει τον πιο πάνω ισχυρισμό και προβάλλει ότι έγινε επαρκής έρευνα από το Λειτουργό που ετοίμασε σχετική έκθεση.  Επίσης η απόφαση της Αρχής, η οποία δόθηκε και στους Αιτητές, ήταν δεόντως αιτιολογημένη και αποτέλεσμα επαρκούς έρευνας.  Ακόμη δε, ότι δεν είχε υποχρέωση να προσάξει οποιαδήποτε μαρτυρία, γιατί το περιεχόμενο των σχετικών νομοθετικών διατάξεων είναι ξεκάθαρο ως προς το ζήτημα και μπορεί να διαπιστωθεί από το εξειδικευμένο προσωπικό από το οποίο στελεχώνεται η Αρχή.  Εξάλλου, η παραβίαση της σχετικής νομοθεσίας προκύπτει και από τα ίδια τα βίντεο των επίδικων διαφημίσεων, παραθέτοντας και σχετικά αποσπάσματα από αυτά.

 

Δεν ευσταθεί αυτό το μέρος του λόγου ακύρωσης.

 

Τόσο από την έκθεση του ερευνώντος Λειτουργού της Αρχής, όσο και από την ίδια την απόφαση της Αρχής, προκύπτει ότι ερευνήθηκαν και αξιολογήθηκαν επαρκώς όλα τα γεγονότα της υπόθεσης, με βάση τα ενώπιον της Αρχής στοιχεία και το σχετικό βίντεο της επίδικης μετάδοσης.  Έτσι ορθά διαπιστώθηκε ότι η συμπεριφορά των Αιτητών ενέπιπτε στο πλαίσιο των πιο πάνω αξιολογικών εννοιών, ώστε αυτή να συνιστά παραβίαση της σχετικής νομοθεσίας.

 

Ο συνήγορος των Αιτητών προβάλλει επίσης ως μέρος του λόγου ακύρωσης 1, ότι η Αρχή δεν αιτιολόγησε την απόφαση της για ενοχή τους, γιατί όπως ισχυρίζεται παρέλειψε να υπαγάγει τα πραγματικά περιστατικά στα επιμέρους συστατικά του αδικήματος.

Ούτε αυτό το μέρος του λόγου ακύρωσης 1, ευσταθεί.

 

Η αιτιολογία μιας απόφασης δεν κρίνεται από την έκταση της, αλλά κατά περίπτωση θα πρέπει να περιλαμβάνει τόσο τα πραγματικά περιστατικά όσο και τη νομική βάση στην οποία τα έχει υπαγάγει,  έτσι ώστε η απόφαση στην οποία έχει καταλήξει, να είναι σαφής και να μην αφήνει αμφιβολίες ως προς τον πραγματικό λόγο που λήφθηκε.  Επίσης, η επάρκεια της αιτιολογίας θα πρέπει να διευκολύνει τον έλεγχο της πράξης από το Δικαστήριο. 

 

Στην παρούσα περίπτωση πρόκειται για μια πολυσέλιδη απόφαση η οποία καταγράφει πλήρως την εικόνα των πραγματικών περιστατικών, αιτιολογώντας δεόντως πως η Αρχή κατέληξε στην ενοχή των Αιτητών.  Περαιτέρω η αιτιολογία της απόφασης συμπληρώνεται και από τα στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης, μέρος του οποίου ήταν και η έρευνα και το πόρισμα της Λειτουργού της Αρχής.  Κατά την άποψη μου, η αιτιολογία ήταν σαφής και επαρκής, τόσο για σκοπούς του δικαστικού ελέγχου, όσο και για να αντιληφθούν οι Αιτητές τους λόγους για τους οποίους η Αρχή έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση.  Αυτό εξάλλου καθίσταται φανερό από τον τρόπο που οι Αιτητές υπεράσπισαν τους εαυτούς τους ενώπιον της Αρχής.

 

Ο συνήγορος των Αιτητών, πρόβαλε επίσης ότι η απόφαση πάσχει λόγω πλάνης περί τα πράγματα και τον νόμο ως προς την ενοχή των Αιτητών.  Ισχυρίζεται ότι η Αρχή προχώρησε στην έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, είτε χωρίς να προβεί σε ορθή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης στις ισχυριζόμενες από μέρους της νομοθετικές διατάξεις, είτε λόγω πλάνης περί τα πράγματα απέτυχε να προβεί σε ορθή εκτίμηση των γεγονότων, με αποτέλεσμα εσφαλμένα να κρίνει ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής των σχετικών διατάξεων.  Συγκεκριμένα ο δικηγόρος των Αιτητών προβάλλει ότι, αφού η επίδικη διαφήμιση σύμφωνα με το άρθρο 33(7)(α)(i) θα έπρεπε «να μην παρακινεί ευθέως τους ανήλικους στην αγορά προϊόντος ή υπηρεσίας, εκμεταλλευόμενη την απειρία και την ευπιστία τους», η Αρχή απέτυχε να αποδείξει την άμεση παρακίνηση η οποία αποτελούσε συστατικό στοιχείο της τέλεσης του αδικήματος.  Ενόψει τούτου, εισηγείται ότι έμεινε αναντίλεκτη η σχετική μαρτυρία που δόθηκε προς υπεράσπιση των Αιτητών.  Για τους ίδιους λόγους, οι Αιτητές ισχυρίζονται ότι δεν αποδείχθηκε η έννοια της «δυσανάλογης έμφασης» όπως αυτή περιέχεται στη παράγραφο Δ.10(ε)  του Κανονισμού που προνοεί ότι: «Δεν πρέπει να δίδεται σε δώρα τα οποία προσφέρονται δυσανάλογη έμφαση σε σχέση με το είδος που διαφημίζεται».

 

Η Αρχή απορρίπτει τον λόγο ακύρωσης και προς απάντηση παραπέμπει στα σχετικά αποσπάσματα της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Ούτε αυτό το επιχείρημα του σύνθετου λόγου ακύρωσης 1 ευσταθεί.

 

Το κατά πόσον υπήρξε νομική πλάνη και πλάνη περί τα πράγματα κατά την ερμηνεία και εφαρμογή των αξιολογικών εννοιών που περιέχονται στα Άρθρα και Κανονισμούς, που ισχυρίζονται ότι παραβιάστηκαν, έχει ήδη απαντηθεί.  Όσον αφορά το ζήτημα της ερμηνείας της παράγραφο Δ.10(ε) του Κανονισμού και των περιορισμών που θέτει, είχα την ευκαιρία να εξετάσω τη συγκεκριμένη παράγραφο στην υπόθεση Πληροφορική και Πολιτιστική Εταιρεία «Ο ΛΟΓΟΣ» Ο.Ε. ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Υπόθεση Αρ. 1336/06, ημερομηνίας 18.1.08, και κατέληξα ότι παρά τους περιορισμούς που θέτει, δεν τίθεται θέμα αντισυνταγματικότητας.

 

Κατά την άποψη μου, η Αρχή ορθά και αιτιολογημένα διαπίστωσε ότι μέσα από τη σχετική διαφήμιση, δόθηκε δυσανάλογη έμφαση στα δώρα, παρά στο διαφημιζόμενο προϊόν. 

 

 

 

Παράβαση του Άρθρου 7 του Νόμου - Λόγος ακύρωσης 2

Ο συνήγορος των Αιτητών προβάλλει ότι η Αρχή ενήργησε κατά παράβαση του άρθρου 7 του Νόμου καθώς και του Κανονισμού 42(3) των Κανονισμών του 2000, αφού όπως ισχυρίζεται, στο φάκελο της υπόθεσης δεν υπάρχει οποιοδήποτε πρακτικό συνεδρίασης της Αρχής ότι λήφθηκε απόφαση για αυτεπάγγελτη δίωξη των Αιτητών για την παρούσα υπόθεση.  Περαιτέρω, στον ίδιο λόγο ακύρωσης ισχυρίζονται ότι τα κατηγορητήρια συντάχθηκαν πριν ακόμη να κριθεί ότι οι Αιτητές ήταν εκ πρώτης όψεως ένοχοι και επίσης ότι αυτά ήταν ανυπόγραφα.

 

Ο λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.

 

Κατά την άποψη μου η διαδικασία που τηρήθηκε ήταν σύμφωνη με τη σχετική νομοθεσία, αφού σύμφωνα με το άρθρο 9(7) του Νόμου η Αρχή νόμιμα μεταβίβασε τις σχετικές της αρμοδιότητες στο Διευθυντή της, ο οποίος με τη σειρά του έδωσε εντολή διερεύνησης στη Λειτουργό της Αρχής.  Κατά την άποψή μου, δεν ήταν απαραίτητη η λήψη απόφασης από την Αρχή, για αυτεπάγγελτη έναρξη της διαδικασίας.  Το ίδιο επιχείρημα τέθηκε και στην απόφαση Αντέννα Λτδ. ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Υπόθεση Αρ. 792/2006, ημερ. 11.10.2007 και απορρίφθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο για τους ίδιους λόγους.

 

Όσον αφορά το ζήτημα του κατηγορητηρίου, κατά την άποψη μου από το περιεχόμενο του Πίνακα και του τρόπου διατύπωσης του, προκύπτει ότι οι Αιτητές πληροφορήθηκαν επαρκώς για τις κατηγορίες για τις οποίες καλούνταν να απαντήσουν, προβάλλοντας τις θέσεις τους.  Οι ίδιοι οι Αιτητές φαίνεται να αποδέχθηκαν τη διαδικασία και συνέχισαν να συμμετέχουν σ’ αυτή, ενώ διαμαρτυρήθηκαν με σχετική ένσταση, όταν πια εμφανίστηκαν για την ακρόαση της υπόθεσης τους.  Όσον αφορά τη διαφορετική ημερομηνία της επιστολής και του Πίνακα, κατά την άποψη μου  εκ  παραδρομής παρέμεινε η παλαιότερη ημερομηνία η οποία ήταν αυτή που φέρει η έκθεση της ερευνώσας Λειτουργού.  Το γεγονός ότι τα κατηγορητήρια είναι ανυπόγραφα κατά την άποψη μου πρόκειται για επουσιώδες ζήτημα και δεν θα μπορούσε να επηρεάσει ούτε τη διαδικασία ούτε και την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης. 

 

  59.  Όποιος-     (α)  διαβιβάζει ταχυδρομικώς ή, χωρίς νόμιμη εξουσία ή δικαιολογία της οποίας έχει και το βάρος της απόδειξης, έχει στην κατοχή του βιβλίο, περιοδικό, φυλλάδιο, τοιχοκόλληση, προκήρυξη, εφημερίδα, επιστολή ή άλλο έγγραφο στασιαστικού περιεχομένου με την έννοια του άρθρου 480 ή     (β)  εκτυπώνει, δημοσιεύει, πωλεί ή εκθέτει για πώληση, διαβιβάζει ταχυδρομικώς ή, χωρίς νόμιμη εξουσία ή δικαιολογία της οποίας έχει και το βάρος της απόδειξης, έχει στην κατοχή του βιβλίο, περιοδικό, φυλλάδιο, τοιχοκόλληση, προκήρυξη, εφημερίδα, επιστολή ή άλλο έγγραφο ή γραπτό, που συνηγορεί στη διενέργεια ή ενθαρρύνει τη διενέργεια οποιασδήποτε από τις οριζόμενες ως αξιόποινες πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 63, ή ότι εκδόθηκε ή που φαίνεται ότι εκδόθηκε από παράνομο σύνδεσμο ή για λογαριασμό ή για το συμφέρο τέτοιου συνδέσμου, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση τριών χρόνων, κατάσχεται όμως κάθε βιβλίο, περιοδικό, φυλλάδιο, τοιχοκόλληση, προκήρυξη, εφημερίδα, επιστολή ή άλλο έγγραφο ή γραπτό σε συνάφεια με το οποίο επιτεύχθηκε η καταδίκη του.   60.  Αστυνόμος ή Βοηθός Αστυνόμος ή Υπαστυνόμος προϊστάμενος Αστυνομικής Διεύθυνσης, ή, με έγγραφη εξουσιοδότηση κάποιου από αυτούς, οποιοσδήποτε υπαξιωματικός ή αστυφύλακας δύναται, χωρίς ένταλμα και είτε μόνος του ή με τη βοήθεια άλλων να εισέλθει σε κατοικία ή οικοδομή ή σε οποιοδήποτε άλλο τόπο όπου έχει λόγο να πιστεύει ότι συγκροτείται συνέλευση παράνομου συνδέσμου ή μελών του ή προσώπων που συνηγορούν στη διενέργεια ή που ενθαρρύνουν τη διενέργεια οποιασδήποτε από τις οριζόμενες ως αξιόποινες πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 63, ή όπου έχει λόγο να πιστεύει ότι φυλάγεται οποιοδήποτε έγγραφο ή πράγμα του οποίου η κατοχή απαγορεύεται από το άρθρο 59, να συλλάβει κάθε πρόσωπο που βρίσκεται σε αυτό και να κατάσχει όλα τα ανακαλυπτόμενα απαγορευμένα έγγραφα ή πράγματα0 με αίτηση Αστυνόμου ή Βοηθού Αστυνόμου ή Υπαστυνόμου προϊστάμενου Αστυνομικής Διεύθυνσης, οποιοδήποτε Επαρχιακό Δικαστήριο ή Δικαστής του, δύναται σύμφωνα με το νόμο με προηγούμενη τυχόν προειδοποίηση την οποία ήθελε θεωρήσει σκόπιμο, να διατάξει κατάσχεση κάθε τέτοιου εγγράφου ή πράγματος.   61.-(1)  Οποιοσδήποτε από τους ακόλουθους λειτουργούς, δηλαδή-       (α)  τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 20 του περί Ταχυδρομείου Νόμου, διευθυντής ταχυδρομείου, αναφορικά με δέματα που διαβιβάζονται ταχυδρομικώς0       (β)  Τελώνης ή Βοηθός Τελώνης0       (γ)  αστυνομικός με βαθμό όχι κατώτερο του Υπαστυνόμου0       (δ)  οποιοσδήποτε άλλος λειτουργός εξουσιοδοτημένος για αυτό από το Υπουργικό Συμβούλιο, δύναται να κατακρατήσει, ανοίξει και εξετάσει οποιοδήποτε δέμα ή αντικείμενο, το οποίο υποπτεύεται ότι περιέχει δημοσίευμα ή απόσπασμα δημοσιεύματος, του οποίου η διαβίβαση με το ταχυδρομείο, ή εκτύπωση, δημοσίευση, πώληση, έκθεση για πώληση ή κατοχή είναι ποινικό αδίκημα δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 59, κατά τη διάρκεια τέτοιας εξέτασης να θέσει σε περιορισμό τον υπαίτιο οποιασδήποτε πράξης όπως αναφέρεται πιο πάνω, ή οποιοδήποτε τέτοιο δέμα ή αντικείμενο το οποίο ανεβρίσκεται στην κατοχή του.     (2)  Στις περιπτώσεις που σε τέτοιο δέμα ή στο αντικείμενο δυνατόν να ανεβρεθεί τέτοιο δημοσίευμα ή απόσπασμα δημοσιεύματος ολόκληρο το περιεχόμενο του δέματος ή του αντικειμένου δύναται να κατασχεθεί από το λειτουργό που διενήργησε την έρευνα, εκείνος που διαβιβάζει αυτό ταχυδρομικώς, εκτυπώνει, δημοσιεύει, πωλεί, εκθέτει για πώληση, εκείνος που έχει αυτό στην κατοχή του, δύναται αμέσως να συλληφθεί και να διωχτεί ποινικά για τη διάπραξη ποινικού αδικήματος δυνάμει του άρθρου 59.   62.  Σε ποινική δίωξη που ασκείται δυνάμει των άρθρων 56, 58 ή 59, κάθε βιβλίο, περιοδικό, φυλλάδιο, τοιχοκόλληση, προκήρυξη, εφημερίδα, επιστολή ή άλλο έγγραφο ή γραπτό, το οποίο φαίνεται ή εμφανίζεται ότι εκδόθηκε από σύνδεσμο ή για λογαριασμό ή για το συμφέρον συνδέσμου, για τον οποίο προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι είναι παράνομος, ή από οποιοδήποτε σύνδεσμο ή οργάνωση με την οποία τέτοιος παράνομος σύνδεσμος συνεργάζεται ή φέρεται ή εμφανίζεται ότι συνεργάζεται ή είναι συνδεδεμένος με οποιοδήποτε τρόπο, οποτεδήποτε και αν έχει εκδοθεί, θα θεωρείται, αν προσαχθεί από την κατηγορούσα αρχή, ως εκ πρώτης όψης απόδειξη του περιεχόμενου του και των αρχών ή των μεθόδων του σύμφωνα με τον ισχυρισμό παρανόμου συνδέσμου.   63.  Στο Νόμο αυτό-     "παράνομος σύνδεσμος" σημαίνει-       (α)  οποιαδήποτε ένωση προσώπων με ή χωρίς νομική προσωπικότητα, η οποία με το καταστατικό ή με την προπαγάνδα της ή διαφορετικά συνηγορεί υπέρ της διενέργειας ή διεγείρει ή ενθαρρύνει τη διενέργεια οποιασδήποτε από τις πιο κάτω παράνομες πράξεις-         (i)  την ανατροπή του καθεστώτος της Δημοκρατίας με επανάσταση ή με πράξεις δολιοφθοράς0         (ii)  την ανατροπή της νόμιμης κυβέρνησης της Δημοκρατίας, ή οποιασδήποτε άλλης πολιτισμένης χώρας ή οργανωμένης Κυβέρνησης με τη βία ή με βιαιοπραγίες0         (iii)  την καταστροφή ή βλάβη της Δημοκρατίας ή περιουσίας που χρησιμοποιείται για τις συναλλαγές ή το εμπόριο με άλλες χώρες ή στη Δημοκρατία0       (β)  οποιαδήποτε ένωση προσώπων με ή χωρίς νομική προσωπικότητα, η οποία με το καταστατικό ή με την προπαγάνδα της ή συνηγορεί με άλλο τρόπο υπέρ της διενέργειας ή ενθαρρύνει τη διενέργεια πράξης που αποσκοπεί ή που φαίνεται ότι αποσκοπεί στην εφαρμογή στασιαστικής πρόθεσης στην πράξη, με την έννοια του άρθρου 480       (γ)  οποιαδήποτε ένωση προσώπων με ή χωρίς νομική προσωπικότητα ή οποιαδήποτε οργάνωση συνεργαζόμενη ή φερόμενη ή εμφανιζόμενη ως συνεργαζόμενη ή με οποιοδήποτε τρόπο είναι συνδεδεμένη με ένωση προσώπων, με ή χωρίς νομική προσωπικότητα ή με οργάνωση η οποία με το καταστατικό ή με την προπαγάνδα της ή συνηγορεί με άλλο τρόπο υπέρ της διενέργειας ή διεγείρει ή ενθαρρύνει τη διενέργεια οποιασδήποτε από τις πράξεις που καθορίζονται στις παραγράφους (α) ή (β) του παρόντος άρθρου0       (δ)  οποιαδήποτε ένωση προσώπων με ή χωρίς νομική προσωπικότητα, ή οποιαδήποτε οργάνωση, είτε εντός είτε εκτός της Δημοκρατίας, η οποία δυνατόν να κηρυχτεί με Διάταγμα του Υπουργικού Συμβουλίου ότι αποσκοπεί ή θα χρησιμοποιηθεί στην προώθηση γενικής απεργίας ή οποιασδήποτε φύσης διατάραξη της τάξης ή επέκτασης της στάσης στη Δημοκρατία ή ότι χρησιμοποιείται για την επίτευξη οποιουδήποτε τέτοιου σκοπού, επίσης δε ότι είναι απαγορευμένη στη Δημοκρατία.     Κάθε τέτοιο Διάταγμα δημοσιεύεται στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας, παραμένει δε σε ισχύ για περίοδο που δεν δύναται να υπερβεί τους δώδεκα μήνες, από τέτοια δημοσίευση, εκτός αν η ισχύς του ανανεωθεί για τέτοια περίοδο ή περιόδους που δεν δύνανται να υπερβούν τους δώδεκα μήνες σε κάθε μια περίπτωση, ως το Υπουργικό Συμβούλιο ήθελε ορίσει με Διάταγμα το οποίο δημοσιεύεται στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας.     Και ο όρος που έχει αναφερθεί πιο πάνω, περιλαμβάνει περαιτέρω κάθε παράρτημα, κέντρο ή επιτροπή παράνομου συνδέσμου, καθώς και κάθε ίδρυμα ή σχολείο που λειτουργεί υπό τη διεύθυνση ή με την εξουσιοδότηση παράνομου συνδέσμου.   64.  Σε οποιοδήποτε χρόνο, κατά τον οποίο το Υπουργικό Συμβούλιο είναι της γνώμης ότι επικρατεί στη Δημοκρατία σοβαρή εργατική αναταραχή που επηρεάζει με δυσμένεια ή που απειλεί τις εμπορικές συναλλαγές ή το εμπόριο με άλλες χώρες ή εντός της Δημοκρατίας με προκήρυξη του, δύναται να κηρύξει τη Δημοκρατία σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης0 για τους σκοπούς του άρθρου αυτού τέτοια προκήρυξη δυνατόν να παραμείνει σε ισχύ μέχρι να ανακληθεί.   65.  Όποιος κατά τη διάρκεια της ισχύος της αναφερόμενης προκήρυξης στο άρθρο 64 συμμετέχει ή συνεχίζει ή διεγείρει, παροτρύνει, βοηθά ή ενθαρρύνει τη συμμετοχή ή τη συνέχιση ανταπεργίας ή απεργίας σε συνάφεια με την απασχόληση στη μεταφορά ή σε σχέση με τη μεταφορά αγαθών ή επιβατών στις εμπορικές συναλλαγές ή στο εμπόριο με άλλες χώρες ή εντός της Δημοκρατίας0 ή σε συνάφεια με την απασχόληση στην παροχή δημόσιας υπηρεσίας ή σε σχέση με την παροχή δημόσιας υπηρεσίας στη Δημοκρατία οποιουδήποτε Κυβερνητικού Τμήματος ή δημοτικής αρχής στη Δημοκρατία, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση ενός χρόνου.   66.  Ανεξάρτητα αν προκήρυξη είναι σε ισχύ ή όχι, όποιος με βιαιοπραξίες που στρέφονται εναντίον του προσώπου ή της περιουσίας άλλου ή με τη χρήση οποιασδήποτε μορφής προφορικών ή γραπτών απειλών ή εκφοβισμού που στρέφονται εναντίον οποιουδήποτε, ή όποιος χωρίς εύλογη αιτία ή δικαιολογία με τον αποκλεισμό (boycott) ή με την απειλή του αποκλεισμού (boycott) προσώπου ή περιουσίας-     (α)  εμποδίζει ή παρεμποδίζει τη συντήρηση ή λειτουργία οποιασδήποτε δημόσιας υπηρεσίας ή Κυβερνητικού Τμήματος ή δημοτικής αρχής στη Δημοκρατία0     (β)  εξαναγκάζει ή υποκινεί πρόσωπο που απασχολείται με ή σε σχέση με τη συντήρηση ή λειτουργία οποιασδήποτε δημόσιας υπηρεσίας ή Κυβερνητικού Τμήματος ή δημοτικής αρχής στη Δημοκρατία να εγκαταλείψει την απασχόληση του ή να αποχωρήσει από αυτή0     (γ)  αποτρέπει την προσφορά ή αποδοχή απασχόλησης με ή σε σχέση με τη συντήρηση ή λειτουργία οποιασδήποτε δημόσιας υπηρεσίας ή Κυβερνητικού Τμήματος ή δημοτικής αρχής στη Δημοκρατία0     (δ)  παρεμποδίζει ή εμποδίζει τη μεταφορά αγαθών ή επιβατών στις εμπορικές συναλλαγές ή στο εμπόριο με άλλες χώρες ή εντός της Δημοκρατίας0     (ε)  εξαναγκάζει ή υποκινεί πρόσωπο που απασχολείται με ή σε σχέση με τη μεταφορά αγαθών ή επιβατών στις εμπορικές συναλλαγές ή στο εμπόριο με άλλες χώρες ή εντός της Δημοκρατίας, να εγκαταλείψει την απασχόληση του ή να αποχωρήσει από αυτή0 ή     (στ)  αποτρέπει την προσφορά ή αποδοχή απασχόλησης με ή σε σχέση με τη μεταφορά αγαθών ή επιβατών στις εμπορικές συναλλαγές ή στο εμπόριο με άλλες χώρες ή εντός της Δημοκρατίας, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση ενός χρόνου.   67.  Ποινική δίωξη για ποινικό αδίκημα δυνάμει των άρθρων 56 μέχρι 66 (περιλαμβανομένων και των δύο) δεν ασκείται, παρά μόνο από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ή με την έγκριση του. Ποινικά αδικήματα που επηρεάζουν τις σχέσεις με Ξένα κράτη και Εξωτερική Γαλήνη   68.  Όποιος χωρίς τέτοιο λόγο ή δικαιολογία όπως θα ήταν επαρκής στην περίπτωση δυσφήμησης ιδιώτη, δημοσιεύει ο,τιδήποτε που προορίζεται να διαβαστεί ή οποιοδήποτε σήμα ή ορατή παράσταση, που τείνει να εξευτελίσει, εξυβρίσει ή να εκθέσει σε μίσος ή περιφρόνηση ξένο ηγεμόνα, άρχοντα, πρέσβη ή άλλο ξένο αξιωματούχο, που έχει πρόθεση να διασαλεύσει την ειρήνη και φιλία μεταξύ της Δημοκρατίας και της χώρας στην οποία ανήκει τέτοιος ηγεμόνας, άρχοντας, πρέσβης ή αξιωματούχος, είναι ένοχος πλημμελήματος.   69.  Όποιος προβαίνει σε πράξεις που συνιστούν πειρατεία είναι ένοχος αδικήματος και υπόκειται στην ποινή της φυλάκισης διά βίου.   Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου "πειρατεία" συνιστούν οι ακόλουθες πράξεις:     (α)  Κάθε παράνομη πράξη βίας ή κράτησης ή κάθε πράξη διαρπαγής που διαπράττεται για ιδιωτικούς σκοπούς από το πλήρωμα ή από τους επιβάτες ιδιωτικού πλοίου ή αεροσκάφους και που κατευθύνεται-       (i)  στα διεθνή ύδατα εναντίον άλλου πλοίου ή στο διεθνή εναέριο χώρο εναντίον άλλου αεροσκάφους ή εναντίον προσώπων ή περιουσιακών στοιχείων που βρίσκονται πάνω στο πλοίο ή στο αεροσκάφος αυτό0       (ii)  εναντίον πλοίου, αεροσκάφους, προσώπων ή περιουσιακών στοιχείων σε τόπο εντός ή εκτός της δικαιοδοσίας της Δημοκρατίας.     (β)  Κάθε πράξη εκούσιας συμμετοχής στη λειτουργία πλοίου ή αεροσκάφους εν γνώσει των γεγονότων που καθιστούν το πλοίο ή το αεροσκάφος αυτό πειρατικό.     (γ)  Κάθε πράξη υποκίνησης ή σκόπιμης διευκόλυνσης μιας από τις πράξεις που αναφέρονται στις παραγράφους (α) και (β) πιο πάνω. Παράνομες Συναθροίσεις, Οχλαγωγίες και άλλα Ποινικά Αδικήματα εναντίον της Κοινής Γαλήνης   70.  Παράνομη είναι η συνάθροιση πέντε ή περισσότερων προσώπων συναθροισμένων με πρόθεση να διαπράξουν κάποιο ποινικό αδίκημα, ή τα οποία συναθροίστηκαν με πρόθεση να εκτελέσουν κάποιο κοινό σκοπό, συμπεριφέρονται με τέτοιο τρόπο που διεγείρει στα πρόσωπα που βρίσκονται στην περιοχή εύλογο φόβο ότι συναθροίστηκαν με αυτό τον τρόπο με σκοπό να διασαλεύσουν την ειρήνη ή ότι με τέτοια συνάθροιση άσκοπα και χωρίς επαρκή λόγο προκαλούν άλλα πρόσωπα σε διασάλευση της ειρήνης.   Η συνάθροιση είναι παράνομη και αν ακόμη άρχισε αυτή ως νόμιμη, αν οι συμμετέχοντες σε αυτή που συναθροίστηκαν συμπεριφέρονται για κοινό σκοπό σύμφωνα με τον τρόπο που αναφέρεται πιο πάνω.   Όταν η παράνομη συνάθροιση άρχισε να επιτελεί το σκοπό είτε δημόσιας είτε ιδιωτικής φύσης, για τον οποίο συναθροίστηκε, για διασάλευση της ειρήνης και προς τρόμο του κοινού, η συνάθροιση χαρακτηρίζεται ως οχλαγωγία, αυτοί που συναθροίστηκαν θεωρούνται ότι συναθροίστηκαν οχλαγωγικά.   71.  Όποιος συμμετέχει σε παράνομη συνάθροιση, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση ενός χρόνου.   72.  Όποιος συμμετέχει σε οχλαγωγία είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση τριών χρόνων.   73.  Έπαρχος επαρχίας ή, στην απουσία αυτού, οποιοσδήποτε αστυνομικός βαθμού Υπαστυνόμου ή ανώτερου, ενώπιον του οποίου δώδεκα ή περισσότεροι είναι συναθροισμένοι οχλαγωγικά, ή όποιος συμπεραίνει ότι πρόκειται να γίνει οχλαγωγία από δώδεκα ή περισσότερων προσώπων συναθροισμένων ενώπιον του, δύναται να προβεί σε προκήρυξη ή να μεριμνήσει για την έκδοση προκήρυξης, εν ονόματι της Δημοκρατίας κατά τον τύπο τον οποίο ήθελε κρίνει σκόπιμο, η οποία διατάσσει τους οχλαγωγούς ή τους συναθροισμένους με αυτό τον τρόπο να διαλυθούν ειρηνικά.   74.  Αν μετά την πάροδο εύλογου χρονικού διαστήματος, όταν έγινε τέτοια προκήρυξη για διάλυση ή μετά τη ματαίωση με τη βία της έκδοσης τέτοιας προκήρυξης, δώδεκα ή περισσότεροι εξακολουθούν να είναι οχλαγωγικά συναθροισμένοι, εκείνος που έχει εξουσιοδότηση να προβεί σε τέτοια προκήρυξη ή οποιοσδήποτε αστυνομικός ή οποιοσδήποτε άλλος προστρέχει σε βοήθεια τους, δύναται να διαπράξει ότι είναι αναγκαίο για διάλυση των συναθροισμένων με αυτόν τον τρόπο ή για σύλληψη όλων ή μερικών από αυτούς, αν όμως ήθελε προβληθεί αντίσταση δύναται να χρησιμοποιήσει τέτοια βία ως είναι εύλογα αναγκαία για πάταξη της αντίστασης, χωρίς να έχει καμιά ποινική ή αστική ευθύνη για τυχόν πρόκληση θανάτου ή σωματικής βλάβης από τη χρήση τέτοιας βίας.   75.  Αν εκδοθεί προκήρυξη που διατάσσει αυτούς που συμμετέχουν σε οχλαγωγία ή τους συναθροισμένους με σκοπό οχλαγωγίας να διαλυθούν, οποιοσδήποτε κατά ή μετά την πάροδο εύλογου χρονικού διαστήματος από τέτοια προκήρυξη, συμμετέχει ή εξακολουθεί να συμμετέχει της οχλαγωγίας ή της συνάθροισης, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση πέντε χρόνων.   76.  Όποιος βίαια ματαιώνει ή παρεμποδίζει την έκδοση της προβλεπόμενης προκήρυξης στο άρθρο 73, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση δέκα χρόνων, όποιος όμως εν γνώσει του γεγονότος ότι η προκήρυξη ματαιώθηκε με αυτό τον τρόπο, συμμετέχει ή εξακολουθεί να συμμετέχει στην οχλαγωγία ή στη συνάθροιση, υπόκειται σε φυλάκιση πέντε χρόνων.   77.  Οι συναθροισμένοι οχλαγωγικά, οι οποίοι παράνομα κατεδαφίζουν ή καταστρέφουν ή άρχισαν να κατεδαφίζουν ή να καταστρέφουν, οποιοδήποτε κτίριο, πλοίο, σιδηρόδρομο, μηχανήματα ή οικοδομές, είναι ένοχοι κακουργήματος και ο καθένας από αυτούς υπόκειται στην ποινή της φυλάκισης διά βίου.   78.  Οι συναθροισμένοι οχλαγωγικά, οι οποίοι παράνομα προξενούν ζημιά σε οποιαδήποτε από τα αναφερόμενα πράγματα στο άρθρο 77, είναι ένοχοι κακουργήματος και ο καθένας από αυτούς υπόκειται σε φυλάκιση επτά χρόνων.   79.  Οι συναθροισμένοι οχλαγωγικά, οι οποίοι παράνομα και με τη βία ματαιώνουν, παρεμποδίζουν ή παρακωλύουν τη φόρτωση ή εκφόρτωση, τον απόπλου ή διακυβέρνηση οποιουδήποτε σκάφους ή παράνομα και με τη βία επιβιβάζονται σε αυτό με σκοπό διενέργειας οποιασδήποτε από τις πιο πάνω πράξεις, είναι ένοχοι πλημμελήματος.   80.  Όποιος δημόσια και χωρίς νόμιμη αιτία μεταφέρει επιθετικό όπλο ή όργανο με τέτοιο τρόπο που διεγείρει τρόμο σε άλλο, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση δύο χρόνων, και τα όπλα του ή όργανα κατάσχονται.   81.-(1)  Όποιος εισάγει, κατασκευάζει, πωλεί, προσφέρει ή εκθέτει για πώληση αμφίστομο μαχαίρι ή όποιος έχει πάνω του ή μεταφέρει αυτό εκτός της κατοικίας του ή της αυλής του, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση δύο χρόνων και ανεξάρτητα οποιασδήποτε αντίθετης διάταξης των άρθρων 29, 32 και 33, υπόκειται σε κατώτατο όριο σε φυλάκιση ενός χρόνου, εκτός αν το Δικαστήριο αφού λάβει υπόψη, κατά την επιμέτρηση της ποινής τα περιστατικά της υπόθεσης, περιλαμβανομένων της δοκιμασίας την οποία θα υποστεί ο καταδικασθείς και παρόμοια ελαφρυντικά περιστατικά που σχετίζονται προσωπικά με τον καταδικασθέντα, ήθελε κρίνει σκόπιμο να επιβάλει μικρότερη ποινή ή να εκδώσει οποιοδήποτε άλλο διάταγμα.     (2)  Σε εκείνες τις περιπτώσεις που επιβάλλεται μικρότερη ποινή ή εκδίδεται οποιοδήποτε άλλο διάταγμα δυνάμει του εδαφίου (1), το Δικαστήριο αναφέρει τους λόγους για επιβολή αυτής της ποινής ή της έκδοσης του διατάγματος αυτού.   82.-(1)  Όποιος έχει πάνω του ή μεταφέρει μαχαίρι που δεν καταλήγει σε μυτερή άκρη εκτός της κατοικίας του ή της αυλής της, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση ενός χρόνου.     (2)  Όποιος έχει πάνω του ή μεταφέρει μαχαίρι που καταλήγει σε μυτερή άκρη εκτός της κατοικίας του ή της αυλής της, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση ενός χρόνου και ανεξάρτητα οποιασδήποτε αντίθετης διάταξης των άρθρων 29, 32 και 33, υπόκειται σε κατώτατο όριο σε φυλάκιση έξι μηνών, εκτός αν το Δικαστήριο, λάβει υπόψη, κατά την επιμέτρηση της ποινής, τα περιστατικά της υπόθεσης, περιλαμβανομένων της δοκιμασίας την οποία θα υποστεί ο καταδικασθείς και παρόμοιων ελαφρυντικών περιστατικών που σχετίζονται προσωπικά με τον καταδικασθέντα, ήθελε κρίνει σκόπιμο να επιβάλει μικρότερη ποινή ή να εκδώσει οποιοδήποτε άλλο διάταγμα.     (3)  Σε εκείνες τις περιπτώσεις που επιβάλλεται μικρότερη ποινή ή εκδίδεται οποιοδήποτε άλλο διάταγμα δυνάμει του εδαφίου (2) το Δικαστήριο αναφέρει τους λόγους για επιβολή αυτής της ποινής ή της έκδοσης του διατάγματος αυτού.     (4)  Κανένας δεν θεωρείται ότι διέπραξε ποινικό αδίκημα δυνάμει του παρόντος άρθρου, αν αποδείξει με τέτοιο τρόπο που να ικανοποιεί το Δικαστήριο ότι είχε πάνω του ή μετέφερε εκτός της κατοικίας του ή της αυλής της το μαχαίρι, αναφορικά για το οποίο προσάχθηκε η κατηγορία, για κάποιο νόμιμο σκοπό, για τον οποίο ήταν αναγκαίο τέτοιο μαχαίρι.   83.-(1)  Όποιος έχει πάνω του ή μεταφέρει μαχαίρι που δεν καταλήγει σε μυτερή άκρη, σε γάμο ή πανηγύρι ή σε οίκο ανοχής ή αδειούχο ποτοπωλείο, είναι ένοχος πλημμελήματος.     (2)  Όποιος έχει πάνω του ή μεταφέρει μαχαίρι που καταλήγει σε μυτερή άκρη σε γάμο, ή πανηγύρι ή σε οίκο ανοχής ή αδειούχο ποτοπωλείο, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση δύο χρόνων και ανεξάρτητα οποιασδήποτε αντίθετης διάταξης των άρθρων 29, 32 και 33, υπόκειται σε κατώτατο όριο σε φυλάκιση ενός χρόνου, εκτός αν το Δικαστήριο αφού λάβει υπόψη κατά την επιμέτρηση της ποινής τα περιστατικά της υπόθεσης, περιλαμβανομένων της δοκιμασίας την οποία θα υποστεί ο καταδικασθείς και παρόμοιων ελαφρυντικών περιστατικών που σχετίζονται προσωπικά με τον καταδικασθέντα, ήθελε κρίνει σκόπιμο να επιβάλει μικρότερη ποινή ή να εκδώσει οποιοδήποτε άλλο διάταγμα.     (3)  Σε εκείνες τις περιπτώσεις που επιβάλλεται μικρότερη ποινή ή εκδίδεται οποιοδήποτε άλλο διάταγμα δυνάμει του εδαφίου (2), το Δικαστήριο αναφέρει τους λόγους για την επιβολή της ποινής αυτής ή την έκδοση του διατάγματος αυτού.     (4)  Κανένας δεν θεωρείται ότι διέπραξε ποινικό αδίκημα δυνάμει του παρόντος άρθρου, αν αποδείξει με τέτοιο τρόπο που να ικανοποιεί το Δικαστήριο ότι είχε πάνω του ή μετέφερε τέτοιο μαχαίρι κατά την άσκηση του επιτηδεύματος ή του επαγγέλματος του.   84.  Δεν απαγορεύεται, σύμφωνα με τον Κώδικα αυτό η μεταφορά κλειστού μικρού μαχαιριού που έχει λεπίδα-     (α)  μήκους μέχρι τεσσάρων ιντζών, αν αυτή δεν καταλήγει σε μυτερή άκρη0 ή     (β)  μήκους μέχρι δύο και ήμιση ιντζών, αν αυτή καταλήγει σε μυτερή άκρη, εφόσον τέτοιο μικρό μαχαίρι δεν είναι κατασκευασμένο με τέτοιο τρόπο ώστε να μετατρέπεται, με ελατήριο, ή διαφορετικά σε αμφίστομο μαχαίρι ή σε μαχαίρι το οποίο έχει σταθερή λεπίδα.   85.  Αμφίστομο μαχαίρι ή μαχαίρι αναφορικά με το οποίο κάποιος καταδικάζεται για παράβαση του Κώδικα αυτού, κατάσχεται.   86.  Στον Κώδικα αυτό-     "αμφίστομο μαχαίρι" περιλαμβάνει τα ξίφη πάσης φύσης, το όργανο είναι κοινά γνωστό ως "μπαστούνι ξίφος" ή "ράβδος ξίφος", ανεξάρτητα αν η μυτερή λεπίδα του κόβει ή όχι και οποιοδήποτε μαχαίρι ή άλλο όργανο που έχει λεπίδα που καταλήγει σε μυτερή άκρη, το οποίο σύμφωνα με την κρίση του Δικαστηρίου δεν είναι αρχικά σχεδιασμένο για να χρησιμοποιηθεί από τον κατηγορούμενο κατά την άσκηση του επαγγέλματος, τέχνης ή εργασίας ή για οικιακή χρήση0     "μαχαίρι" σημαίνει μαχαίρι ή άλλο όργανο, εκτός από το αμφίστομο μαχαίρι, που έχει λεπίδα η οποία καταλήγει σε μυτερή άκρη ή όχι.   86Α.  Όποιος εισάγει, κατασκευάζει, πωλεί, προσφέρει ή εκθέτει για πώληση ή έχει στην κατοχή του ή μεταφέρει χειροπέδες χωρίς άδεια του Αρχηγού Αστυνομίας είναι ένοχος πλημμελήματος και τιμωρείται με φυλάκιση 6 μηνών ή με χρηματική ποινή πεντακοσίων λιρών ή και με τις δύο αυτές ποινές:   Νοείται ότι η απαγόρευση εισαγωγής, κατοχής ή μεταφοράς χειροπέδων δεν εφαρμόζεται ή επηρεάζει τις δυνάμεις ασφαλείας της Δημοκρατίας, την Εθνική Φρουρά ή τις Φυλακές.   87.  Όποιος με σκοπό απόκτησης κατοχής αυτών, εισέρχεται βίαια σε οποιαδήποτε γη ή ακίνητο, είτε η βία συνίσταται στην άσκηση πραγματικής βίας πάνω σε άλλο είτε με απειλές είτε στη διάρρηξη οποιασδήποτε κατοικίας είτε στη συγκέντρωση ασυνήθιστου αριθμού ανθρώπων, είναι ένοχος πλημμελήματος το οποίο καλείται βίαιη είσοδος.   Όλα τα πιο πάνω ισχύουν και αν ακόμη αυτός έχει το δικαίωμα εισόδου σε τέτοια γη ή όχι, νοουμένου ότι ο εισερχόμενος σε γη ή ακίνητα που ανήκουν σε αυτόν, βρίσκονται όμως κάτω από τη φύλαξη του υπηρέτη ή επιστάτη, δεν διαπράττει το ποινικό αδίκημα της βίαιης εισόδου.   88.  Όποιος έχει στην πραγματική κατοχή γη χωρίς κανένα δικαίωμα, εξακολουθεί να την κατέχει παρά τη θέληση του δικαιούμενου σύμφωνα με το νόμο στην κατοχή τέτοιας γης, με τέτοιο τρόπο ο οποίος ενδέχεται να προκαλέσει διασάλευση της ειρήνης ή εύλογη ανησυχία ότι δυνατόν να διασαλευτεί η ειρήνη, είναι ένοχος πλημμελήματος το οποίο καλείται βίαιη κατακράτηση.   89.  Όποιος συμμετέχει συμπλοκής σε δημόσιο χώρο, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση ενός χρόνου.   90.  Όποιος προκαλεί άλλο σε μονομαχία ή αποπειράται να προκαλέσει άλλο σε μονομαχία ή αποπειράται να προκαλέσει άλλο σε πρόκληση άλλου σε μονομαχία, είναι ένοχος πλημμελήματος.   91.  Όποιος-     (α)  με σκοπό εκφοβισμού ή παρενόχλησης άλλου, απειλεί να διαρρήξει ή να προξενήσει βλάβη σε κατοικία0 ή     (β)  με σκοπό πρόκλησης τρόμου σε άλλο πρόσωπο που βρίσκεται σε κάποια κατοικία, εκπυρσοκροτεί γεμάτο πυροβόλο όπλο ή διαπράττει οποιαδήποτε άλλη διασάλευση της ειρήνης0 ή     (γ)  με σκοπό υποκίνησης οποιουδήποτε προσώπου για να διενεργήσει πράξη την οποία αυτό δεν έχει νομική υποχρέωση να διενεργήσει ή για να παραλείψει πράξη την οποία αυτό έχει νομικό δικαίωμα να διενεργήσει, απειλεί άλλον ότι δυνατόν να προξενήσει βλάβη στο πρόσωπο, την υπόληψη, ή την περιουσία του ή στο πρόσωπο ή την υπόληψη οποιουδήποτε για τον οποίο ενδιαφέρεται εναντίον του οποίου γίνονται οι απειλές, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση τριών χρόνων.   92.  Όποιος έχει στην κατοχή ή τη φύλαξη του πυροβόλο όπλο ή πυρομαχικό, με σκοπό να θέσει με αυτά σε κίνδυνο ζωή ή να προξενήσει σοβαρή βλάβη σε περιουσία ή με σκοπό να παρέχει με αυτά τη δυνατότητα σε άλλο να θέσει σε κίνδυνο ζωή ή να προξενήσει σοβαρή βλάβη σε περιουσία, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση πέντε χρόνων, ανεξάρτητα αν επακολούθησε ή όχι οποιαδήποτε τέτοια προσωπική ή περιουσιακή βλάβη.   Στο άρθρο αυτό ο όρος "πυροβόλο όπλο" σημαίνει πυροβόλο όπλο από το οποίο δύναται να ριχτεί μικρή σφαίρα, σφαίρα ή άλλο βλήμα ή οποιοδήποτε μέρος του, ο όρος "πυρομαχικά" σημαίνει πυρομαχικά οποιουδήποτε τέτοιου πυροβόλου όπλου και περιλαμβάνει χειροβομβίδες, βόμβες, και άλλα παρόμοια βλήματα, ανεξάρτητα αν αυτά μπορούν να χρησιμοποιηθούν με το πυροβόλο όπλο ή όχι καθώς και τα συστατικά στοιχεία και τα συστατικά μέρη τους.   93.  Τρεις ή περισσότεροι συναθροιζόμενοι, για το σκοπό εκφόρτωσης από πλοίο, μεταφοράς ή απόκρυψης αγαθών τα οποία υπόκεινται σε τελωνειακούς δασμούς και σε κατάσχεση δυνάμει της τελωνειακής νομοθεσίας που εκάστοτε είναι σε ισχύ, είναι ένοχοι πλημμελήματος, ο καθένας δε από αυτούς υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις χίλιες λίρες ή σε φυλάκιση ενός χρόνου.   94.-(1)  Όποιος σε δημόσια διάβαση ή σε δημόσιο χώρο, είτε είναι κτίριο ή όχι, είναι σε κατάσταση μέθης, συμπεριφέρεται οχλαγωγικά ή χωρίς τάξη, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση τριών μηνών.     (2)  Όποιος είναι σε κατάσταση μέθης ενόσω κατέχει γεμάτο πυροβόλο όπλο, μαχαίρι ή άλλο φονικό όργανο, δύναται να συλληφθεί χωρίς δικαστικό ένταλμα, είναι δε ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τετρακόσιες πενήντα λίρες ή σε φυλάκιση έξι μηνών ή και στις δύο αυτές ποινές.   95.  Όποιος χωρίς εύλογη αιτία προκαλεί θόρυβο ή ταραχή σε δημόσιο χώρο με τέτοιο τρόπο που ενδέχεται να οδηγήσει σε ανησυχία τους περίοικους ή να προκαλέσει διασάλευση της ειρήνης, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση τριών μηνών.   95Α.-(1)  Κάθε πρόσωπο το οποίο σε δημόσιο κέντρο αναψυχής και διασκέδασης σπάζει σκόπιμα επιτραπέζιο σκεύος οποιουδήποτε είδους από γυαλί, πορσελάνη ή άλλη εύθραυστη ύλη, είναι ένοχος πλημμελήματος και τιμωρείται με φυλάκιση έξι μηνών.     (2)  Ο ιδιοκτήτης ή το πρόσωπο υπό τη διεύθυνση του οποίου είναι το κέντρο, ο οποίος παρέχει τα μέσα διάπραξης του αδικήματος που καθορίζεται στο εδάφιο (1), είναι ένοχος πλημμελήματος και τιμωρείται με την ίδια ποινή.   96.  Όποιος εσκεμμένα και χωρίς νόμιμη εξουσία σχίζει, παραμορφώνει ή καταστρέφει κοινοποίηση, αγγελία ή έγγραφο επικολλημένο ή που πρόκειται να επικολληθεί πάνω σε οποιοδήποτε κτίριο ή δημόσιο χώρο, δυνάμει των διατάξεων νόμου ή διαδικαστικού κανονισμού ή με εντολή δημόσιου υπαλλήλου, δήμου ή άλλου δημόσιου οργανισμού, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις εβδομήντα πέντε λίρες ή σε φυλάκιση ενός μήνα.   97.-(1)  Όποιος διοργανώνει ή ευθύνεται για διοργάνωση Μουσουλμανικής γιορτής ή είναι κάτοχος του υποστατικού όπου γίνεται τέτοια Μουσουλμανική γιορτή και προσλαμβάνει είτε με αμοιβή είτε όχι ή σε γνώση του επιτρέπει σε χορεύτρια να χορεύει ή να τραγουδά κατά τη διάρκεια τέτοιας γιορτής, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις εβδομήντα πέντε λίρες ή σε φυλάκιση ενός μήνα.     (2)  Στο άρθρο αυτό-       "χορεύτρια" σημαίνει γυναίκα πόρνη ή γυναίκα που χορεύει ή που τραγουδά με αμοιβή σε Μουσουλμανική γιορτή0       "Μουσουλμανική γιορτή" σημαίνει Μουσουλμανικό γιορτασμό που διοργανώνεται με ευκαιρία γάμου ή περιτομής.   98.  Όποιος αποπειράται να αποτρέψει, να παραμποδίσει ή να διαταράξει δημόσια εκλογή με τη χρησιμοποίηση οποιουδήποτε είδους βίας, βιαιοπραγίας ή απειλές, ή για πράξη που είναι αξιόποινη δυνάμει του Κώδικα αυτού, είναι ένοχος πλημμελήματος.   99.  Όποιος, σε δημόσιο χώρο ή σε χώρο που δεν είναι δημόσιος με τέτοιο τρόπο ή κάτω από συνθήκες ώστε να ενδέχεται να ακουστεί από οποιοδήποτε πρόσωπο που βρίσκεται σε δημόσιο χώρο, εξυβρίζει άλλο με τέτοιο τρόπο που ενδέχεται να προκαλέσει σε παρευρισκόμενο πρόσωπο επίθεση, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση ενός μήνα ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις εβδομήντα πέντε λίρες ή και στις δύο αυτές ποινές. ΜΕΡΟΣ ΙΙΙ - ΑΔΙΚΗΜΑΤΑ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΝΟΜΙΜΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ Δεκασμός και Κατάχρηση Εξουσίας   100.  Όποιος-     (α)  είναι δημόσιος λειτουργός και είναι επιφορτισμένος με την εκτέλεση οποιουδήποτε καθήκοντος λόγω του λειτουργήματος του, με τέτοιο τρόπο που υποδηλώνει δεκασμό ζητά, δέχεται ή παίρνει ή συμφωνεί ή αποπειράται να δεχτεί ή να πάρει περιουσία ή ωφέλημα οποιουδήποτε είδους για τον εαυτό του ή για άλλον, για χάρη εκτέλεσης ή μελλοντικής ενέργειας ή παράλειψης κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων του λειτουργήματος του0 ή     (β)  με τέτοιο τρόπο που υποδηλώνει δεκασμό, δίνει παρέχει ή προμηθεύει, ή υπόσχεται ή προσφέρεται να δώσει ή να παρέχει ή να προμηθεύει ή να αποπειραθεί να προμηθεύσει, σε δημόσιο λειτουργό ή σε άλλο, περιουσία, ή ωφελήματα οποιουδήποτε είδους για χάρη τέτοιας ενέργειας ή παράλειψης από τέτοιο δημόσιο λειτουργό, είναι ένοχος αδικήματος και υπόκειται σε φυλάκιση μέχρι πέντε χρόνια και σε χρηματική ποινή μέχρι δέκα χιλιάδες λίρες ή και στις δύο ποινές, η δε περιουσία του, αντικείμενο του δεκασμού, υπόκειται σε δήμευση σύμφωνα με τον περί Συγκάλυψης, Έρευνας και Δήμευσης Εσόδων από Ορισμένες Εγκληματικές Πράξεις Νόμο.   101.  Δημόσιος λειτουργός που παίρνει ή που δέχεται από άλλο για την εκτέλεση των καθηκόντων που ανάγονται στην υπηρεσία του, οποιαδήποτε αμοιβή πέρα από τον κανονικό μισθό και των απολαβών του ή την υπόσχεση τέτοιας, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση τριών χρόνων και σε χρηματική ποινή.   102.  Δημόσιος λειτουργός, που παίρνει περιουσία ή ωφέλημα πάσης φύσης υπό το ρητό ή σιωπηρό όρο, ότι αυτός θα ευνοήσει εκείνο που προσφέρει ή δίνει την περιουσία ή οποιοδήποτε άλλο, για τον οποίο ενδιαφέρεται εκείνος που προσφέρει, σε εκκρεμή συναλλαγή ή σε συναλλαγή η οποία ενδέχεται να προκύψει μεταξύ εκείνου που προσφέρει ή άλλου, για τον οποίο αυτός ενδιαφέρεται και οποιουδήποτε δημόσιου λειτουργού, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση δύο χρόνων και σε χρηματική ποινή.   103.  Δημόσιος λειτουργός, ο οποίος είναι επιφορτισμένος λόγω του λειτουργήματος του, με δικαστικά ή διοικητικά καθήκοντα αναφορικά με περιουσία ειδικού χαρακτήρα ή αναφορικά με τη διεξαγωγή βιομηχανίας, εμπορίου, ή επιχείρησης ειδικού χαρακτήρα, ο οποίος, αφού απέκτησε ή κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, ιδιωτικό συμφέρον σε οποιαδήποτε τέτοια περιουσία, βιομηχανία, εμπόριο ή επιχείρηση, ασκεί τέτοια περιουσία, βιομηχανία, εμπόριο ή επιχείρηση στην οποία έχει τέτοιο συμφέρο ή αναφορικά με τη διαγωγή οποιουδήποτε προσώπου σχετικά με τα πιο πάνω, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση ενός χρόνου.   104.  Δημόσιος λειτουργός, στα υπηρεσιακά καθήκοντα του οποίου ανάγεται η υποχρέωση ή η δυνατότητα παροχής απολογισμών ή δηλώσεων σχετικά με οποιοδήποτε χρηματικό ποσό που πρέπει να καταβληθεί ή που αξιώνει ότι πρέπει να καταβληθεί σε αυτόν ή άλλον ή σχετικά με οποιοδήποτε άλλο θέμα που έχει ανάγκη πιστοποίησης για το σκοπό πληρωμής ή της παράδοσης αγαθών σε οποιοδήποτε πρόσωπο, ο οποίος εκδίδει απολογισμό ή δήλωση σχετικά με τέτοιο θέμα, η οποία είναι σε γνώση του ότι είναι ψευδής ως προς ουσιώδες στοιχείο της, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση τριών χρόνων και σε χρηματική ποινή.   105.  Δημόσιος λειτουργός, ο οποίος κατά κατάχρηση εξουσίας που ανάγεται στα καθήκοντα του, ενεργεί ή διατάσσει την ενέργεια οποιασδήποτε αυθαίρετης πράξης που παραβλάπτει τα δικαιώματα άλλου, είναι ένοχος πλημμελήματος.   Αν ο υπαίτιος απέβλεπε με τέτοια πράξη σε κέρδος, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση τριών χρόνων.   106.  Ποινική δίωξη για ποινικό αδίκημα δυνάμει οποιουδήποτε από τα άρθρα 103, 104 και 105, δεν ασκείται παρά μόνο από το Γενικό Εισαγελέα της Δημοκρατίας ή με την έγκριση του.   107.  Όποιος, έχει από το νόμο εξουσία ή υποχρέωση για έκδοση πιστοποιητικού, σχετικά με οποιοδήποτε θέμα, εξ αιτίας του οποίου είναι δυνατόν να παραβλαβούν τα δικαιώματα οποιουδήποτε προσώπου, εκδίδει πιστοποιητικό, το οποίο είναι σε γνώση του ότι είναι ψευδές ως προς ουσιώδες στοιχείο του, είναι ένοχος πλημμελήματος.   108.  Όποιος-     (α)  αντιποιείται την ιδιότητα δικαστικού λειτουργού0 ή     (β)  αντιποιείται την ιδιότητα προσώπου που έχει σύμφωνα με το νόμο εξουσία να επάγει όρκο ή να δέχεται επίσημη δήλωση ή βεβαίωση ή ένορκο δήλωση ή να ενεργεί οποιαδήποτε άλλη πράξη δημόσιας φύσης, η οποία δύναται να ενεργηθεί μόνο από τα εξουσιοδοτημένα πρόσωπα σύμφωνα με το νόμο για αυτό0 ή     (γ)  παριστάνει τον εαυτό του ότι είναι εξουσιοδοτημένος σύμφωνα με το νόμο για την υπογραφή εγγράφου που βεβαιώνει το περιεχόμενο οποιουδήποτε μητρώου ή αρχείου που τηρείται σύμφωνα με το νόμο ή που βεβαιώνει οποιοδήποτε γεγονός ή συμβάν και υπογράφει τέτοιο έγγραφο ως να είναι εξουσιοδοτημένος για αυτό, είναι σε γνώση του ότι δεν είναι πράγματι εξουσιοδοτημένος για αυτό, είναι ένοχος πλημμελήματος.   108Α.  Όποιος δημόσια και χωρίς δικαίωμα φορεί τη στολή ή άλλο διακριτικό σημείο μέλους του στρατού ή της εθνικής φρουράς ή της αστυνομίας τα οποία δε δικαιούται να φορεί ή να χρησιμοποιεί, είναι ένοχος πλημμελήματος και τιμωρείται με φυλάκιση δώδεκα μηνών ή με πρόστιμο χίλιων λιρών ή και με τις δύο ποινές.   109.  Όποιος-     (α)  πλαστοπροσωπεί δημόσιο λειτουργό, σε περίπτωση κατά την οποία, από τον τελευταίο απαιτείται να διενεργήσει οποιαδήποτε πράξη ή να παρευρεθεί σε οποιοδήποτε μέρος λόγω του λειτουργήματος του0 ή     (β)  παριστάνει τον εαυτό του ψευδώς ότι είναι δημόσιος λειτουργός και αναλαμβάνει να διενεργήσει οποιαδήποτε πράξη ή να παρευρεθεί σε οποιοδήποτε μέρος με σκοπό να διενεργήσει οποιαδήποτε πράξη λόγω του λειτουργήματος του, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση τριών χρόνων. Ποινικά αδικήματα κατά την Απονομή Δικαιοσύνης   110.-(1)  Όποιος γνωρίζει ότι προβαίνει σε ψευδή κατάθεση σε δικαστική διαδικασία ή για το σκοπό έναρξης δικαστικής διαδικασίας, που αφορά σε ο,τιδήποτε ουσιώδες για ζήτημα, το οποίο είτε εκκρεμεί είτε σκοπεύεται να εγερθεί στην πιο πάνω διαδικασία, είναι ένοχος πλημμελήματος, το οποίο καλείται ψευδορκία.     Είναι αδιάφορο κατά πόσο-       -  η κατάθεση δόθηκε με όρκο ή με οποιαδήποτε άλλη νόμιμη διαβεβαίωση, ή       -  οι τύποι και η διαδικασία που χρησιμοποιήθηκαν κατά την επαγωγή του όρκου ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο δέσμευση αυτού που καταθέτει να πει την αλήθεια, αν συναίνεσε στη χρήση τους, ή       -  η ψευδή κατάθεση δόθηκε προφορικά ή γραπτά, ή       -  το Δικαστήριο ήταν συγκροτημένο κανονικά ή συνήλθε στον αρμόζοντα τόπο, αν αυτό ενεργεί πράγματι ως Δικαστήριο στη διαδικασία κατά την οποία δόθηκε τέτοια κατάθεση, ή       -  αυτός που καταθέτει ήταν ικανός μάρτυρας ή όχι, ή κατά πόσο η κατάθεση ήταν αποδεκτή σε αυτή τη διαδικασία.     (2)  Όποιος προκαλεί άλλο να διαπράξει ψευδορκία, την οποία αυτός που έχει προκληθεί πράγματι τη διαπράττει, κατά συνέπεια τέτοιας πρόκλησης, είναι ένοχος πλημμελήματος, το οποίο καλείται πρόκληση σε ψευδορκία.   111.  Όποιος διαπράττει το ποινικό αδίκημα της ψευδορκίας ή της πρόκλησης σε ψευδορκία, υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα επτά χρόνια.   112.  Κανένας δεν δύναται να καταδικαστεί για ψευδορκία ή για πρόκληση σε ψευδορκία αποκλειστικά και μόνο με βάση τη μαρτυρία ενός προσώπου ως προς το ψευδές οποιασδήποτε κατάθεσης για την οποία υπάρχει ισχυρισμός ότι είναι ψευδής.   113.-(1)  Όποιος-       (α)  είναι μάρτυρας σε ποινική δίκη όχι συνοπτική, καταθέτει εσκεμμένα κάτι που τείνει να αποδείξει την ενοχή ή την αθωότητα του κατηγορουμένου, το οποίο είναι ασυμβίβαστο ή αντιφάσκει με ότι κατέθεσε αυτός, αφού εξετάστηκε ως μάρτυρας για το ίδιο ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου0 ή       (β)  αυτός που κατηγόρησε ή κατάγγειλε με όρκο ενώπιον Επαρχιακού Δικαστηρίου τη διάπραξη ποινικού αδικήματος, μετά από αυτά κατά την εξέταση του ως μάρτυρα κατά την έρευνα τέτοιας κατηγορίας ή καταγγελίας ενώπιον Επαρχιακού Δικαστηρίου, εσκεμμένα καταθέτει κάτι που τείνει να αποδείξει την ενοχή ή την αθωότητα του κατηγορουμένου, το οποίο είναι ασυμβίβαστο ή αντιφάσκει σε ότι αυτός κατάθεσε κατά την ένορκη κατηγορία ή καταγγελία, θεωρείται ότι κατέθεσε ψευδώς, με βάση την έννοια του άρθρου 110.     (2)  Όποιος ως μάρτυρας σε συνοπτική δίκη ή σε δίκη ενώπιον του κακουργιοδικείου ή σε προανάκριση καταθέτει κάτι που τείνει να αποδείξει την ενοχή ή την αθωότητα οποιουδήποτε προσώπου, το οποίο είναι ασυμβίβαστο ή αντιφάσκει σε κατάθεση, που έδωσε προηγουμένως σε δικαιούμενο πρόσωπο ή που έχει εξουσία δυνάμει των διατάξεων οποιουδήποτε νόμου που είναι σε ισχύ στην διενέργεια ανακρίσεων σε συνάφεια με τη διάπραξη ποινικού αδικήματος, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση τριών χρόνων ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις χίλιες πεντακόσιες λίρες ή και στις δύο αυτές ποινές:     Νοείται ότι για την απόδειξη κατηγορίας που προσάγεται δυνάμει του άρθρου αυτού δεν είναι απαραίτητο να αποδειχτεί το ψεύδος καθεμιάς από τις ασυμβίβαστες ή αντιφατικές καταθέσεις, αλλά, όταν αποδειχτεί ότι και οι δύο καταθέσεις δόθηκαν από τον κατηγορούμενο το Δικαστήριο το οποίο τον δικάζει δυνατόν να εκδώσει καταδικαστική απόφαση, αν κρίνει ότι οι καταθέσεις ή καθεμιά από αυτές δόθηκαν με σκοπό την εξαπάτηση του Δικαστηρίου ή του προσώπου το οποίο δόθηκαν και την πλημμελή απόδειξη της ενοχής με αυτό τον τρόπο ή της αθωότητας οποιουδήποτε προσώπου για το ποινικό αδίκημα σε συνάφεια με εκείνο το οποίο δόθηκαν οι καταθέσεις.     (3)  Το Κακουργιοδικείο, το οποίο ήθελε αποφασίσει την παραπομπή προσώπου σε δίκη για ψευδή μαρτυρία που δόθηκε ενώπιον του σε οποιαδήποτε διαδικασία, δύναται, αν το Δικαστήριο ήθελε κρίνει σκόπιμον, να αποφασίσει όπως το πρόσωπο αυτό παραπεμφθεί σε δίκη και δικαστεί κατά την ίδια συνεδρία του Δικαστηρίου.   114.  Όποιος, γνωρίζει ή έχει λόγο να πιστεύει ότι διαπράχτηκε ποινικό αδίκημα, παρέχει πληροφορίες για αυτό σε αστυνομικό ή άλλο πρόσωπο εξουσιοδοτημένο για τη διενέργεια ανάκρισης για τέτοιο αδίκημα, τις οποίες αυτός γνωρίζει ή πιστεύει ότι είναι ψευδείς, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις χίλιες λίρες ή σε φυλάκιση ενός χρόνου.   115.  Όποιος, γνωρίζει ότι δίνει σε οποιοδήποτε αστυνομικό ψευδή κατάθεση σε συνάφεια με κατά φαντασία ποινικό αδίκημα, είναι ένοχος δημόσιας βλάβης, και υπόκειται σε χρηματική ποινή η οποία δεν υπερβαίνει τις χίλιες λίρες ή σε φυλάκιση ενός χρόνου.   116.  Όποιος, με σκοπό παραπλάνησης Δικαστηρίου σε οποιαδήποτε διαδικασία-     (α)  πλάθει αποδεικτικό στοιχείο με μέσα διαφορετικά από ψευδορκία ή πρόκληση σε ψευδορκία0 ή     (β)  εν γνώσει του χρησιμοποιεί τέτοιο πλαστό αποδεικτικό στοιχείο, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση επτά χρόνων.   117.  Όποιος ορκίζεται με ψευδή όρκο ή προβαίνει σε ψευδή βεβαίωση ή δήλωση ενώπιον προσώπου εξουσιοδοτημένου να επαγάγει όρκο ή να δεχτεί δήλωση υπό τέτοιες περιστάσεις, ώστε αν ο ψευδής όρκος δινόταν ή η ψευδής δήλωση γινόταν σε δικαστική διαδικασία θα ισοδυναμούσε με ψευδορκία, είναι ένοχος πλημμελήματος.   118.  Όποιος, παρέχει, προσφέρει ή υπόσχεται ανταμοιβή σε μάρτυρα ή πρόσωπο το οποίο πρόκειται να κληθεί ως μάρτυρας σε δικαστική διαδικασία βάσει οποιασδήποτε συμφωνίας ή συνεννόησης ότι η μαρτυρική κατάθεση του δυνατόν ως εκ τούτου να επηρεαστεί, ή αυτός που αποπειράται με οποιοδήποτε μέσο να υποκινήσει μάρτυρα στην παροχή ψευδών αποδεικτικών στοιχείων ή σε απόκρυψη αληθινής μαρτυρίας, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση τριών χρόνων.   119.  Όποιος με δόλο ή απάτη, ή γνωρίζει ότι δίνει ή επιδεικνύει ψευδή δήλωση, παράσταση, τεκμήριο ή γραπτό, σε μάρτυρα που κλήθηκε ή και πρόκειται να κληθεί σε δικαστική διαδικασία με σκοπό να επηρεάσει τη μαρτυρική του κατάθεση, είναι ένοχος πλημμελήματος.   120.  Όποιος, εν γνώσει του ότι βιβλίο, έγγραφο ή άλλο πράγμα οποιουδήποτε είδους δυνατόν να χρησιμοποιηθεί ή δυνατόν να χρησιμεύσει ως αποδεικτικό στοιχείο σε δικαστική διαδικασία, με σκοπό να αποτρέψει τη χρήση του ως αποδεικτικό στοιχείο, εσκεμμένα καταστρέφει ή καθιστά αυτό δυσανάγνωστο ή ακατανόητο ή αδύνατο να προσδιοριστεί η ταυτότητα του, είναι ένοχος πλημμελήματος.   121.  Διαπράττει πλημμέλημα όποιος-     (α)  συνωμοτεί με άλλο να κατηγορήσουν ψευδώς άλλο για κάποιο έγκλημα ή να διαπράξουν ο,τιδήποτε για παρεμπόδιση, αποτροπή, εκτροπή ή ανατροπή της πορείας της δικαιοσύνης0 ή     (β)  με σκοπό παρεμπόδισης της κανονικής πορείας της δικαιοσύνης μεταπείθει, παρεμποδίζει ή αποτρέπει οποιοδήποτε πρόσωπο που είναι νόμιμα υπόχρεο να εμφανιστεί και να δώσει μαρτυρία ως μάρτυρας, ή αποπειράται να διαπράξει με αυτό τον τρόπο0 ή     (γ)  παρεμποδίζει ή με οποιοδήποτε τρόπο παρεμβαίνει στην εκτέλεση ή γνωρίζει ότι αποτρέπει την εκτέλεση νόμιμου εντάλματος ή δικογράφου, αστικού ή ποινικού.   122.  Όποιος προβαίνει σε οποιαδήποτε πράξη-     (α)  προορισμένη ή η οποία είναι ενδεχόμενο να αποτρέψει κάποιο πρόσωπο από το να ενεργήσει με οποιαδήποτε δικαστική ιδιότητα ή με οποιοδήποτε τρόπο ως συνήγορος, μάρτυρας ή διάδικος σε δικαστική διαδικασία0     (β)  προορισμένη ή η οποία είναι ενδεχόμενο να παρεμποδίσει ή με οποιοδήποτε τρόπο να επηρεάσει οποιαδήποτε δικαστική διαδικασία ή οποιαδήποτε αστυνομική έρευνα που διεξάγεται με σκοπό έναρξης δικαστικής διαδικασίας ή έρευνα που διεξάγεται με βάση τις διατάξεις οποιουδήποτε νόμου, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση τριών χρόνων.