ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΥΡΤΗΣ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗΣ ΤΙΤΛΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ (ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ.), Υπόθεση Αρ. 1240/2007, 15 Ιουνίου 2010

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 1240/2007)

 

15 Ιουνίου, 2010

 

[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/ΣΤΗΣ]

 

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΥΡΤΗΣ,

Αιτητής,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗΣ

ΤΙΤΛΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ (ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ.)

Καθ΄ ου η αίτηση.

_ _ _ _ _ _

Γ. Σεραφείμ, για τον Αιτητή.

Ρ. Παπαέτη, για τον Καθ΄ ου η αίτηση.

_ _ _ _ _ _

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.:O αιτητής υπέβαλε προς το ΚΥΣΑΤΣ αίτηση (11.04.06) για αναγνώριση του τίτλου σπουδών του «Δίπλωμα» από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, ως ισότιμου και αντίστοιχου πανεπιστημιακού πτυχίου στον κλάδο/ειδίκευση Τηλεπικοινωνιακού και ταυτόχρονα και ως τίτλου ισότιμου προς Μεταπτυχιακό Δίπλωμα επιπέδου Master.

 

To  ΚΥΣΑΤΣ στη 69η συνεδρία του ημερ. 26 έως 28.0.4.06 αποφάσισε να αναγνωρίσει τον τίτλο σπουδών του αιτητή ως τίτλο ισότιμο με Πτυχίο Πανεπιστημιακού Επιπέδου στον κλάδο/ειδίκευση Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Υπολογιστών. Για την αναγνώριση του ως Μεταπτυχιακού, αποφασίστηκε όπως η αίτηση αποσταλεί στην αρμόδια Επιτροπή Κρίσεως για μελέτη και υποβολή εισηγήσεων. Συνήλθαν δυο από τα τρία μέλη της Επιτροπής Κρίσεως με γνωστικό αντικείμενο «Πολυτεχνικές  Σπουδές» και υπέβαλαν αρνητική εισήγηση στο ΚΥΣΑΤΣ με τα εξής σχόλια:

 

«Η μελέτη ασχολείται με τη μεθοδολογία μετρήσεων ηλεκτρικών χαρακτηριστικών διαφόρων υλικών. Είναι κλασσική χρήση πειραματικών διεργασιών. Δεν έχει υπόβαθρο σε διεργασίες.»

Δεν αναφέρονται άλλοι λόγοι. Στη βάση της αξιολόγησης αυτής, το Συμβούλιο του ΚΥΣΑΤΣ αποφάσισε να μην εγκρίνει το αίτημα για ισοτιμία προς μεταπτυχιακό επιπέδου Master και κοινοποίησε την απόφαση του στον αιτητή με επιστολή ημερ. 4.12.06 .

 

Ο αιτητής υπέβαλε αίτηση επανεξέτασης μαζί με πρόσθετα στοιχεία (λογισμικά που χρησιμοποιήθηκαν κατά την διπλωματική του εργασία), που εξετάστηκαν από τη Επιτροπή Επανεξέτασης. Στο σχετικό έντυπο αξιολόγησης για τίτλο δεύτερου επιπέδου  αναγράφεται από την Επιτροπή ότι το συγκεκριμένο πρόγραμμα σπουδών του αιτητή δεν περιλαμβάνει μαθήματα μεταπτυχιακού επιπέδου, τα οποία να ισοδυναμούν με τα μαθήματα ενός, τουλάχιστον, ακαδημαϊκού έτους πλήρους φοίτησης. Επίσης εμπεριέχει το σχόλιο «διπλωματική όχι δημοσιεύσιμου ερευνητικού επιπέδου».

 

Το Συμβούλιο, λαμβάνοντας υπόψη τις εισηγήσεις της Επιτροπής αποφάσισε να μην εγκρίνει και πάλι το αίτημα εμμένοντας στην αρχική του απόφαση, διότι η διπλωματική εργασία που είχε εκπονήσει ο αιτητής δεν είναι μεταπτυχιακού επιπέδου αλλά προπτυχιακού. Η απόφαση κοινοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή ημερ. 14.6.07.

 

Ο αιτητής διαμαρτυρήθηκε μέσω του δικηγόρου του για άνιση μεταχείριση μεταξύ ομοίων περιπτώσεων ζητώντας εκ νέου εξέταση, χωρίς θετική ανταπόκριση. Ακολούθως καταχώρησε την παρούσα προσφυγή ζητώντας την ακύρωση της πιο πάνω απόφασης.

 

Οι καθ’ ων η αίτηση διευκρίνισαν στην ένσταση τους ότι η διαδικασία που ακολουθήθηκε στην περίπτωση του αιτητή είναι αυτή που  αφορά την εξέταση τίτλων πενταετούς διάρκειας προγράμματος σπουδών που απονέμονται από αναγνωρισμένα εκπαιδευτικά ιδρύματα ανώτατης εκπαίδευσης τα οποία είτε λειτουργούν σε χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης είτε σε χώρες με τις οποίες η Κυπριακή Δημοκρατία συνδέεται με διμερή συμφωνία αμοιβαίας αναγνώρισης τίτλων σπουδών και οι οποίοι μπορούν σύμφωνα με τους Κανονισμούς Κ.Δ.Π. 594/2003 να αναγνωριστούν ως τίτλοι ισότιμοι ή ισότιμοι και αντίστοιχοι προς πτυχία σε συγκεκριμένη ειδικότητα και ταυτόχρονα ως Μεταπτυχιακά διπλώματα επιπέδου Master. Ωστόσο αυτή η αναγνώριση δεν είναι αυτόματη αλλά η κάθε περίπτωση μελετάται χωριστά από το Συμβούλιο και με βάση ορισμένα κριτήρια/προϋποθέσεις που αποφασίστηκαν στη 48η και 54η συνεδρία. Ο αιτητής προβάλλει ως πρώτο λόγο ακύρωσης την κακή  σύνθεση του Συμβουλίου κατά την 54η συνεδρία ημερ.9.5.04, κατά την οποία λήφθηκε η απόφαση πλαίσιο (παράρτημα ΙΙ στην ένσταση).

 

Η συγκεκριμένη συνεδρία σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να συνδεθεί ούτε αποτελεί μέρος της διοικητικής διαδικασίας που οδήγησε στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης. Πρόκειται για μια ανεξάρτητη και αυτοτελή συνεδρία στην οποία λήφθηκε μια γενική απόφαση. Πέραν του ότι χρονικά είναι πολύ απομακρυσμένη από την υποβολή της αίτησης του αιτητή (2 σχεδόν χρόνια), κατά την επίδικη συνεδρία λήφθηκε η απόφαση πλαίσιο βάσει της οποίας νομιμοποιούνται πτυχιούχοι πενταετούς φοίτησης όπως η περίπτωση του αιτητή να υποβάλουν αίτηση για αναγνώριση σε μεταπτυχιακό επίπεδο. Η απόφαση-πλαίσιο δεν συμπροσβάλλεται με την προσβαλλόμενη εδώ απόφαση που αφορά στον αιτητή, αφού δεν μπορεί να θεωρηθεί προκαταρκτική συνεδρία της σύνθετης διοικητικής ενέργειας που οδήγησε στη λήψη της. Αφετέρου, ο αιτητής δεν νομιμοποιείται στην έγερση λόγου ακυρότητας της απόφασης πλαισίου που ήταν επωφελής για αυτόν, διότι από αυτή άντλησε το δικαίωμα του στην αναγνώριση του πτυχίου του ως μεταπτυχιακού. Συνεπώς με την προσφυγή του αναγνωρίζει ως υπόβαθρο του έννομου του συμφέροντος την απόφαση πλαίσιο, ενώ ταυτόχρονα την αποδοκιμάζει προκειμένου να πετύχει ακύρωση. Είναι ανεπίτρεπτη η ταυτόχρονη επιδοκιμασία και αποδοκιμασία. (Ανθούλης Κλεάνθους ν. Δημοκρατίας (2003) 3 ΑΑΔ 256, Δημοκρατία ν. Ιωάννη Θεοφίλου (2004) 3 ΑΑΔ,  63, 477).

 

Ο αιτητής στη συνέχεια επεκτείνει τον ισχυρισμό για κακή σύνθεση και στην 69η συνεδρία από την οποία απουσίαζε ο κ. Γιαννεσκής, ο οποίος βάσει των όσων επισύναψε η συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση στη γραπτή της αγόρευση κλήθηκε νομότυπα για τη συγκεκριμένη συνεδρία και απάντησε με ηλεκτρονικό μήνυμα ότι δεν θα μπορούσε να παρευρεθεί.

 

Επίσης ανυπόστατος είναι και ο ισχυρισμός για κακή σύνθεση του Συμβουλίου στη συνεδρία 73η όπου οι απόντες κ. Φλωρέντζος, Γιαννεσκής και Παρασκευόπουλος κλήθηκαν νομότυπα και ειδοποίησαν γραπτώς για την απουσία τους (βλ. Τεκμήρια 2(α)-(γ) στην αγόρευση του καθ’ ου η αίτηση).

 

Ακολούθως για την 73η συνεδρία ημερ. 6.11.06-7.11.06 που ελήφθη η πρώτη απορριπτική απόφαση σχετικά με την αναγνώριση του διπλώματος του αιτητή ως Μaster, ο αιτητής προβάλλει μια σειρά λόγων ακύρωσης. Υποστηρίζει ότι δεν υπήρξε νομότυπος διορισμός των μελών της Επιτροπής  Κρίσεως, ούτε πρακτικό δικής της συνεδρίας για το θέμα του αιτητή και ότι η εν λόγω Επιτροπή ήταν γνωσιολογικά αναρμόδια κατά παράβαση του άρθρου  7(2) του περί Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης και Παροχής Σχετικών Πληροφοριών Νόμου Ν. 68(Ι)/96.

 

Η απόφαση για παραπομπή στην αρμόδια Επιτροπή Κρίσεως εμφαίνεται στο πρακτικό ημερ. 26.4.06 (παράρτημα IV στην ένσταση, παρ.6.62), η οποία σύμφωνα με το επόμενο πρακτικό της 73ης συνεδρίας φαίνεται ότι απαρτιζόταν από τα μέλη της Επιτροπής Κρίσης με γνωστικό αντικείμενο «Πολυτεχνικές Σπουδές». Αυτή η Επιτροπή απαρτιζόταν, σύμφωνα με παλιότερη απόφαση που φαίνεται να λήφθηκε στην 59η συνεδρία από τρία μέλη, τον κ. Αλεξάνδρου καθηγητή του τμήματος Μηχανολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Παραγωγής, τον κ. Γεωργίου, Τμήμα Μαθηματικών και Στατιστικής του Πανεπιστημίου Κύπρου και τον κ. Χαρ. Χαραλάμπους, Τμήμα Ηλεκτρολόγων  Μηχανικών και Μηχανικών Υπολογιστών.

 

Θα πρέπει να τονίσω εκ προοιμίου την αδυναμία του καθ’ ου η αίτηση να προσκομίσει στο Δικαστήριο το αρχικό πρακτικό της 55ης συνεδρίας που για πρώτη φορά έγινε ο διορισμός των νέων μελών της Επιτροπής Κρίσεως που φαίνεται να επιλήφθηκε της αίτησης του αιτητή καθώς και των σχετικών διοριστήριων  και  δηλώσεων αποδοχής εκ μέρους τους. Αυτά που επισυνάφθηκαν αφορούσαν μόνο το ένα μέλος τον κ. Αλεξάνδρου και τον κ. Χαράλαμπο Δουμανίδη που λειτούργησε ως μέλος της Επιτροπής Επανεξέτασης και όχι ως μέλος της Επιτροπής Κρίσεως. Από τη στιγμή που ο αιτητής έθεσε εμφαντικά θέμα ακυρότητας λόγω παρατυπίας στον διορισμό τους και εφόσον η Επιτροπή Κρίσεως δεν φαίνεται να συνήλθε ως συλλογικό όργανο  καταρτίζοντας σχετικό πρακτικό (το παράρτημα VI της ένστασης δεν υπέχει θέση πρακτικού ούτε διαφωτίζει ως προς τα εγειρόμενα θέματα) ώστε το Δικαστήριο να διαγνώσει με ασφάλεια την σύνθεση και το διορισμό της Επιτροπής, ο καθ’ ου η αίτηση  όφειλε να προσκομίσει τα ζητηθέντα.

 

Από όσα τέθηκαν ενώπιον μου, δεν φαίνεται καταρχάς μόνο από τις υπογραφές ποια δυο από τα τρία μέλη που αποτελούσαν την αρμόδια Επιτροπή Κρίσης επιλήφθηκαν τελικά της αίτησης του αιτητή, ούτε διατυπώνεται η άποψη του καθενός σύμφωνα με τις πρόνοιες του Καν.6 των περί Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης και Παροχής Σχετικών Πληροφοριών Κανονισμών (ΚΔΠ 172/99) που προνοεί τα ακόλουθα:

 

«6.(1) Για τη μελέτη των αιτήσεων και την υποβολή σχετικών εισηγήσεων για λήψη τελικής απόφασης το Συμβούλιο καταρτίζει τριμελείς Επιτροπές Κρίσεως.

 

(2) Κάθε Επιτροπή Κρίσεως αποτελείται από καθηγητές πανεπιστημίου.

 

(3) Κάθε Επιτροπή Κρίσεως καλύπτει γνωστικά αντικείμενα σε επίπεδο πανεπιστημιακής σχολής ή ομάδας ομοειδών τμημάτων ή προγραμμάτων σπουδών.

 

(4) Το Συμβούλιο ορίζει ένα από τα μέλη κάθε Επιτροπής Κρίσεως ως συντονιστή.

 

(5) Η εισήγηση της Επιτροπής Κρίσεως θεωρείται ολοκληρωμένη, αν περιέχει τις απόψεις δύο τουλάχιστο μελών της.»

 

 

To μόνο που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου ως εισήγηση της Επιτροπής είναι το «όχι master» του Παραρτήματος VΙ  που δεν υποδηλώνει την αυτοτελή άποψη του κάθε μέλους, ως η ελάχιστη απαίτηση του Νόμου.

 

Προκύπτει και άλλη παράβαση νομοθετικής διάταξης του άρθρου 7 του Νόμου που προνοεί:

 

«7.-(1) Το Συμβούλιο καταρτίζει τριμελείς Επιτροπές Κρίσεως Τίτλων Σπουδών, με κύρια αρμοδιότητα τη μελέτη συγκεκριμένων θεμάτων και την υποβολή σχετικών εισηγήσεων στο Συμβούλιο για λήψη τελικής απόφασης.

 

(2) Κάθε Επιτροπή αποτελείται από καθηγητές πανεπιστημίου, ειδικούς στο υπό εξέταση θέμα:

 

Νοείται ότι κάθε ειδικός συμμετέχει σε μια μόνο Επιτροπή Κρίσεως Τίτλων Σπουδών.»

 

 

Βέβαια σύμφωνα με τον Καν. 6(1)(3) η ειδικότητα κάθε Επιτροπής Κρίσεως κρίνεται σε επίπεδο πανεπιστημιακής σχολής ή ομάδας ομοειδών τμημάτων ή προγραμμάτων σπουδών.

 

Ο αιτητής ήταν απόφοιτος πολυτεχνικής σχολής και συγκεκριμένα του τμήματος/ειδίκευσης Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Υπολογιστών και ζητούσε ισοτιμία του τίτλου (μεταπτυχιακού) του Ηλεκτρολόγου Μηχανικού και Μηχανικού Υπολογιστών Κλάδου Τηλεπικοινωνιακού. Προκύπτουν λοιπόν εύλογα ερωτηματικά ως προς την συνάφεια της ειδικότητα του ενός μέλους της Επιτροπής, κ. Γεωργίου ο οποίος ήταν καθηγητής του τμήματος Μαθηματικών και Στατιστικής. Παραθέτω το σκεπτικό της απόφασης στην Ελ. Σάββα ν. ΚΥΣΑΤΣ, Υποθ. αρ. 1402/05, ημερ.8/3/07, το οποίο με βρίσκει απόλυτα σύμφωνο:

 

«Η σημασία που αποδίδεται στην ειδικότητα των μελών των Επιτροπών Κρίσεως προκύπτει όχι μόνο από τη ρητή αναφορά «ειδικούς στο υπό εξέταση θέμα» στο άρθρο 7(2) αλλά και από την περαιτέρω αναφορά στην επιφύλαξη του ότι «κάθε ειδικός συμμετέχει σε μία μόνο Επιτροπή Κρίσεως», τονίζοντας έτσι την ανάγκη για πραγματική ειδικότητα.  Η Επιτροπή Κρίσεως δεν μπορούσε λοιπόν νόμιμα να λειτουργήσει αν τα τρία μέλη της δεν είχαν ειδικότητα στο Occupational Therapy

 

 

Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή επιτυγχάνει. Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται με €1200 έξοδα πλέον ΦΠΑ υπέρ του αιτητή.

 

 

 

                                                               Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.

 

 

 

 

 

ΣΦ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο