ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1558/2008)
30 Ιουνίου 2010
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
1. ΘΕΟΔΩΡΑ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ,
2. ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ ΩΣ ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΣ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΣ ΤΗΣ ΣΤΕΦΗΣ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ,
Αιτήτριες,
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ/Η
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
--------------------------------
Α.Σ. Αγγελίδης, για τις Αιτήτριες.
Δ. Εργατούδη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
---------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Οι αιτήτριες ως συνιδιοκτήτριες τεμαχίου στην περιοχή Έγκωμης Λευκωσίας, υπέβαλαν στις 13.7.06 αιτήσεις στην αρμοδία Πολεοδομική Αρχή για την έκδοση αδειών για προσθήκες και μετατροπές στην οικία όπου διαμένουν, καθώς και για αλλαγή χρήσης του καταστήματος το οποίο ενοικιάζουν, ώστε να χρησιμοποιείτο εφεξής ως γραφείο. Η Πολεοδομική Αρχή απέρριψε τα αιτήματα στις 12.3.07, με αποτέλεσμα να καταχωρηθεί ιεραρχική προσφυγή, η οποία και απερρίφθη στη συνέχεια από την αρμοδία Υπουργική Επιτροπή στις 19.6.08. Κατά συνέπεια, οι αιτήτριες παραπονούνται για σειρά λόγων ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι άκυρη και παράνομη.
Ως αποκαλύπτει ο διοικητικός φάκελος και τα εν γένει στοιχεία της υπόθεσης, είχαν εκδοθεί άδειες οικοδομής το 1961 και 1967, αρχικά αναφορικά με την ανέγερση κύριας ισόγειας οικοδομής αποτελούμενης από κατοικία, κατάστημα, βοηθητική οικοδομή και περίφραξη, και μετέπειτα για προσθήκες, μετατροπές και ανέγερση κατοικίας στον πρώτο όροφο. Το εγκεκριμένο κατάστημα στο ισόγειο της οικοδομής που είναι κτισμένη στο τεμάχιο των αιτητριών, λειτουργεί ως επιχείρηση ταξί, μαζί με σταθμό οχημάτων ταξί έχει, δηλαδή, μη επιτρεπόμενη χρήση. Η προτεινόμενη ανάπτυξη με τις αιτήσεις αφορούσε τμήμα του τεμαχίου στο οποίο είχαν χωρίς άδεια γίνει προσθήκες με ευτελή υλικά, εφαπτόμενες επί των οδικών συνόρων, αντί να απέχουν τουλάχιστον τρία μέτρα, σύμφωνα με το Τοπικό Σχέδιο, ενώ μέρος των προσθηκών χρησιμοποιείτο αυθαίρετα ως συνεργείο επιδιόρθωσης των οχημάτων της επιχείρησης ταξί. Περαιτέρω, στην οροφή της οικοδομής είχε γίνει προσθήκη δωματίων από λυόμενη κατασκευή με ευτελή υλικά, η δε ανάπτυξη γενικότερα προτεινόταν σε τεμάχιο που εφάπτεται του Γυμνασίου Έγκωμης, στη συμβολή δύο δρόμων, επηρεάζοντας έτσι τις ανέσεις παρακείμενων περιοχών και χρήσεων. Όλα αυτά αναφέρονται στη γνωστοποίηση άρνησης της χορήγησης πολεοδομικής άδειας, (Παράρτημα 1 στην ένσταση).
Κατά την εξέταση της ιεραρχικής προσφυγής, το Υπουργείο Εσωτερικών εξασφάλισε τις απόψεις του Επαρχιακού Λειτουργού Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως Λευκωσίας, ως Πολεοδομικής Αρχής, του Διευθυντή Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, καθώς και της τοπικής αρχής του Δήμου Έγκωμης. Όλες οι πιο πάνω αρχές ή τμήματα υπέβαλαν εκθέσεις με εισηγήσεις απορριπτικές της ιεραρχικής προσφυγής (Παραρτήματα 3, 4, 5 και 6 στην ένσταση). Πέραν των όσων ήδη καταγράφηκαν προηγουμένως, ο Δήμος Έγκωμης στους λόγους ένστασης του επεσήμανε και το κυκλοφοριακό πρόβλημα που δημιουργείται από τη λειτουργία χώρου στάθμευσης ταξί, σε συνδυασμό με τη γειτνίαση του με το Γυμνάσιο Έγκωμης και την ασφαλή διακίνηση πεζών, κυρίως, μαθητών. Περαιτέρω, ο Δήμος Έγκωμης σημείωσε ότι ουδέποτε είχε εκδώσει οποιαδήποτε άδεια για αλλαγή χρήσης του καταστήματος σε γραφείο ταξί, ως ο περί του αντιθέτου ισχυρισμός των αιτητριών, ο δε σταθμός ταξί, δεν θεωρείται με βάση το Παράρτημα Α του Τοπικού Σχεδίου Λευκωσίας, γραφείο, ώστε να επιτρέπεται η χρήση του.
Η αρμοδία Υπουργική Επιτροπή στη συνέχεια με την προσβαλλόμενη πράξη, αφού εξέτασε όλα τα πραγματικά και νομικά δεδομένα, έκρινε ότι η απόφαση της Πολεοδομικής Αρχής ήταν ορθή και σύμφωνη με τη σχετική νομοθεσία και τις πρόνοιες του Τοπικού Σχεδίου Λευκωσίας, απορρίπτοντας την ιεραρχική προσφυγή. Παράλληλα, εξουσιοδότησε την Πολεοδομική Αρχή να αναδιατυπώσει τους λόγους άρνησης της χορήγησης της άδειας, όπως αυτοί φαίνονται στο Παράρτημα 5.
Εισηγούνται οι αιτήτριες ότι λανθασμένα κατά την εξέταση της ιεραρχικής προσφυγής δεν τέθηκαν υπόψη τους οι διάφορες απόψεις των τμημάτων των αρχών, όπως της Πολεοδομικής Αρχής και του Δήμου Έγκωμης, ώστε να υπάρχει πλήρης διερεύνηση, αλλά και ευκαιρία στις αιτήτριες να εξηγήσουν ή να ακουστούν αναλόγως. Περαιτέρω, ότι δεν αποκαλύπτεται η σύνθεση της Υπουργικής Επιτροπής, ότι δεν ήταν ορθή η ανάμειξη άλλων προσώπων για να εξετάσουν οποιοδήποτε ζήτημα, η δε Υπουργική Επιτροπή όφειλε εξ υπαρχής να αναζητήσει και να διερευνήσει πλήρως την όλη υπόθεση. Αντ΄ αυτού αφέθηκαν αναρμοδίως άλλα όργανα και χωρίς εξουσιοδότηση να επέμβουν στη δική της κρίση. Παραβιάστηκε έτσι το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης, η υποχρέωση τήρησης άρτιων πρακτικών εκ μέρους της Υπουργικής Επιτροπής, ενώ η τελευταία δεν διεξήγαγε οποιαδήποτε δική της έρευνα, αλλά αντίθετα δέχθηκε μηχανικά και παθητικά τα σημειώματα του Υπουργείου Εσωτερικών και της Πολεοδομικής Αρχής, προσυπογράφοντας απλώς τις απορριπτικές θέσεις τους.
Οι καθ΄ ων απορρίπτουν όλους τους σχετικούς ισχυρισμούς παραπέμποντας σε προηγούμενες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου που έχουν επιλύσει τα ζητήματα αυτά, ενώ κατά την εξέταση της ιεραρχικής προσφυγής, η δυνατότητα παροχής δικαιώματος ακρόασης στους προσφεύγοντες είναι δυνητική και όχι επιτακτική. Το πρακτικό του Υπουργικού Συμβουλίου ήταν, κατά τα λοιπά, πλήρες και η σύνθεση της Υπουργικής Επιτροπής νόμιμη ως τα Παραρτήματα Α και Β στην αγόρευση των καθ΄ ων. Δικαιωματικά δε λήφθηκαν υπόψη οι απόψεις των διαφόρων εμπλεκομένων τμημάτων στα πλαίσια της διεξαγωγής έρευνας με σκοπό τη διαπίστωση όλων των ουσιωδών γεγονότων.
Αρχίζοντας από το θέμα της εκχώρησης εξουσιών από το Υπουργικό Συμβούλιο στην Υπουργική Επιτροπή και την τήρηση αρτίων πρακτικών παρατηρείται ότι οι αιτιάσεις των αιτητριών ουδόλως ευσταθούν υπό το φως της διαδικασίας που ακολουθείται, αλλά και των εγγράφων που ευστόχως συμπληρωματικά καταχωρήθηκαν ως Παράρτημα Α, στη γραπτή αγόρευση των καθ΄ ων.
Με βάση τον περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Αιτήσεις και Ιεραρχικές Προσφυγές) Κανονισμό του 1990, Κ.Δ.Π. 55/90, η ιεραρχική προσφυγή εναντίον πολεοδομικής απόφασης υποβάλλεται στο Υπουργικό Συμβούλιο (Καν. 7(1)). Δυνάμει του εδαφίου (5) του Καν. 7, το Υπουργικό Συμβούλιο μπορεί να αναθέσει σε Υπουργό ή Επιτροπή από Υπουργούς την εξέταση ορισμένων θεμάτων σχετικών με την προσφυγή προτού εκδώσει την απόφαση του. Το Υπουργικό Συμβούλιο εκχώρησε κατά τη γνωστοποίηση της Κ.Δ.Π. 249/87, όπως τροποποιήθηκε με την Κ.Δ.Π. 196/93, τις εξουσίες του για τη λήψη απόφασης σε ιεραρχική προσφυγή που υποβάλλεται δυνάμει του άρθρου 31(1) του Νόμου, σε τετραμελή Επιτροπή που αργότερα έγινε τριμελής, με συγκεκριμένη πρόταση στο Υπουργικό Συμβούλιο που υιοθετήθηκε με την απόφαση του τελευταίου αρ. 59.158, ώστε η σύνθεση της Υπουργικής Επιτροπής να αποτελείται από τον Υπουργό Εσωτερικών, τον Υπουργό Παιδείας και Πολιτισμού και τον Υπουργό Συγκοινωνιών και Έργων. Η γνωστοποίηση αυτή εκδόθηκε δυνάμει του περί Εκχωρήσεως της Ενασκήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών εκ τινός Νόμου αρ. 23/62. (δέστε την απόφαση στην Ελένη Αγαθοκλή Πιερή ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 640/06, ημερ. 23.12.08).
Προς επίρρωση των ανωτέρω, το πρώτο έγγραφο του Παραρτήματος Α, είναι αποκαλυπτικό. Το Υπουργικό Συμβούλιο στις 17.12.03 είχε διαφοροποιήσει τη σύνθεση της Υπουργικής Επιτροπής για την εξέταση των ιεραρχικών προσφυγών ώστε να απαρτίζεται από τους τρεις Υπουργούς που έχουν καταγραφεί ανωτέρω. Όλο το ιστορικό της ανάθεσης και διαφοροποίησης της σύνθεσης της Υπουργικής Επιτροπής φαίνεται επαρκώς από τα υπόλοιπα έγγραφα που είναι καταχωρημένα ως Παράρτημα Α και αποτελούν τις αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 2.4.1993, 20.7.1993, 16.7.1993 και 17.12.1993. Περαιτέρω, ως παρουσιάζεται στο Παράρτημα Β της γραπτής αγόρευσης των καθ΄ ων, που είναι η έναρξη των σχετικών πρακτικών της Υπουργικής Επιτροπής στην 68η συνεδρία της ημερ. 19.6.08, όπου και λήφθηκε η σχετική απόφαση, τηρήθηκαν πλήρη πρακτικά στα οποία κατονομάζονται οι τρεις αρμόδιοι Υπουργοί που ήσαν παρόντες προς εξέταση διαφόρων ιεραρχικών προσφυγών, μεταξύ των οποίων και αυτή των αιτητριών. Στη συνεδρία στην οποία λήφθηκε και η προσβαλλόμενη πράξη, παρευρίσκοντο υπηρεσιακοί παράγοντες, ως είναι επιτρεπτό, για να βοηθήσουν την Υπουργική Επιτροπή στο έργο της παρουσιάζοντας τους σχετικούς διοικητικούς φακέλους, τα σχετικά έγγραφα, τις εκθέσεις και απόψεις του Υπουργείου Εσωτερικών, της Πολεοδομικής Αρχής και του Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως κ.ά. και αφού έδωσαν τις αναγκαίες επεξηγήσεις σε τεχνικά και άλλα θέματα, όπως ζητήθηκε, αποχώρησαν.
Εκ των πιο πάνω φαίνεται ότι υπήρξε πλήρης έρευνα από πλευράς της Υπουργικής Επιτροπής κατά την εξέταση της ιεραρχικής προσφυγής, κατά τον τρόπο που η ίδια η Υπουργική Επιτροπή θεώρησε ορθό και δίκαιο υπό τις περιστάσεις, λειτουργούσα υπό νόμιμη σύνθεση και τηρούσα άρτια πρακτικά.
Σύμφωνα με τις αρχές του διοικητικού δικαίου δεν υπάρχει αναγκαιότητα που να υπαγορεύει τη διεξαγωγή έρευνας από το ίδιο το αποφασίζον όργανο. Το ζητούμενο είναι να συλλεγούν και να διαπιστωθούν τα ουσιώδη γεγονότα ώστε η έρευνα να είναι πλήρης, είτε αυτή διεξάγεται από το ίδιο το αποφασίζον όργανο, είτε από άλλο όργανο στο οποίο μπορεί να αναθέσει τη διεξαγωγή και τη συλλογή στοιχείων. (Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών (1996) 3 Α.Α.Δ. 503, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270 και Κυριάκου ν. Δημοκρατίας (2001) 4 Α.Α.Δ. 211). Περαιτέρω, προς απάντηση της θέσης ότι αναρμοδίως ανέλαβε πρωτοβουλία και υπέβαλε απόψεις το Υπουργείο Εσωτερικών, όπως αποφασίστηκε και στην υπόθεση Προκατασκευασμένα Υλικά Σκυροδέρματος Ύψωνας Λτδ ν. Δημοκρατίας, αρ. 905/07, ημερ. 21.10.99, η υποβολή απόψεων από το Υπουργείο Εσωτερικών, το οποίο με τη σειρά του έλαβε και τις απόψεις του Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, δεν ήταν λανθασμένη διαδικασία, ούτε αποδείκνυε αναρμόδια εκ μέρους του ανάμειξη. Παρόμοιο στην ουσία επιχείρημα απορρίφθηκε στην εν λόγω υπόθεση, αλλά και στην υπόθεση Μαρίνα Πίκολου ν. Δημοκρατίας, αρ. 878/07, ημερ. 8.8.08, (Κωνσταντινίδης, Δ.), όπου σημειώθηκε ότι παρόμοια επιχειρήματα είχαν εξεταστεί και απορριφθεί στην απόφαση της Ολομέλειας Χριστοδούλου ν. Επάρχου Λευκωσίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 810, όπου σημειώθηκε το μη επιτακτικό του χαρακτήρα του Καν. 7(5), ως προς τα τυπικά της ανάθεσης διενέργειας έρευνας από άλλα βοηθητικά σώματα, στα οποία δύναται να απευθύνεται η Υπουργική Επιτροπή ή ακόμη και να αναζητούνται από το Υπουργείο Εσωτερικών αρμοδίως οι απόψεις άλλων τμημάτων. Μάλιστα, στην Π. Στρούθος ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 72, κρίθηκε, σε παρόμοια και επίσης απορριφθέντα επιχειρήματα, ότι «…. το Υπουργείο Εσωτερικών ….. καθηκόντως όφειλε να θέσει ενώπιον της Υπουργικής Επιτροπής που εξέταζε την ιεραρχική προσφυγή, όλα τα στοιχεία που αφορούσαν την υπόθεση.» Σημειώνεται, περαιτέρω, ότι δεν χρειάζεται ειδική εντολή ως προαπαιτούμενο για τη χορήγηση βοηθείας από άλλα αρμόδια και κατώτερα όργανα, ιδιαίτερα έχοντας υπόψη ότι η Υπουργική Επιτροπή δεν διαθέτει δική της γραμματεία.
Επίσης στη Μαγδαληνή Παπαλουκά κ.ά. ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 116/09, ημερ. 27.1.10, το παρόν Δικαστήριο είχε εκ νέου την ευκαιρία να εξετάσει παρόμοια επιχειρήματα, τα οποία και συναφώς, υπό το φως της νομολογίας, απέρριψε. Κρίθηκε ότι η Πολεοδομική Αρχή στην οποία υποβάλλεται η σχετική αίτηση είναι διαφορετικό όργανο από το Υπουργικό Συμβούλιο, το οποίο εξετάζει τις ιεραρχικές προσφυγές, έστω και αν αυτές ανατίθενται σε Υπουργική Επιτροπή, στην οποία συμμετάσχει και το Υπουργείο Εσωτερικών. Η υποβολή απόψεων από το Υπουργείο Εσωτερικών, δεν ήταν λανθασμένη διαδικασία, ούτε σήμαινε αναρμόδια ανάμειξη του.
Όπως είναι καλά καθιερωμένο η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία έρευνας του υπό εξέταση θέματος, ποικίλει ανάλογα με το αντικείμενο του. Η έρευνα θεωρείται επαρκής εφόσον επεκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που είναι σχετικό. (Motorways Ltd ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 447). Περαιτέρω, ως είναι παγίως αναγνωρισμένο, το αναθεωρητικό Δικαστήριο δεν ασχολείται με τη διαπίστωση πρωτογενών γεγονότων, αλλά κατά πόσο η διεξαχθείσα έρευνα ήταν επαρκής. (Καμηλάρης ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 725 και Δημοκρατία ν. C. Kassinos Cosntruction Ltd (1990) 3(E) Α.Α.Δ. 3835). Στα πλαίσια αυτά και η υπόθεση Ανθή Δημητριάδη ν. Υπουργικού Συμβουλίου (1996) 3 Α.Α.Δ. 85, αποτελεί αυθεντία για τη θέση ότι η αναζήτηση απόψεων τρίτων προς το σκοπό άσκησης εξουσίας που «….. εναποτίθεται σε νομοθετημένο όργανο, δε συνιστά απεμπόληση εξουσίας, αλλά μέτρο αναγόμενο στη δέουσα διερεύνηση των γεγονότων». Ακριβώς εδώ, το σημείωμα του Υπουργείου Εσωτερικών προς την Υπουργική Επιτροπή, ήταν μόνο ένα «σημείωμα», όπως υποδηλώνει και ο τίτλος του Παραρτήματος 6 στην ένσταση, επεξηγηματικό των θέσεων που όφειλε να έχει υπόψη της η Υπουργική Επιτροπή, η οποία βεβαίως ουδόλως δεσμεύεται από αυτό, «…. εφόσον η ιεραρχική προσφυγή έχει την έννοια της επανεξέτασης της απόφασης από ένα δεύτερο όργανο δίνοντας τη δυνατότητα να διορθώσει λάθη ή υπέρβαση εξουσίας που τυχόν έγιναν από το πρώτο εξεταστικό όργανο (δέστε Tsouloftas v. Republic (1983) 3 C.L.R. 431)» (απόσπασμα από τη Μαγδαληνή Παπαλουκά, ανωτέρω). Σχετικές είναι και οι υποθέσεις Ελένη Ιωαννίδου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 975/07, ημερ. 15.1.09 (Γαβριηλίδης, Δ.) και Ελένη Ιωαννίδου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1007/08, ημερ. 24.11.09 (Κληρίδης, Δ.).
Όσον αφορά το παράπονο ότι δεν δόθηκε δικαίωμα ακρόασης στις αιτήτριες παρατηρείται ότι ο Καν. 7(4) της Κ.Δ.Π. 55/90, δίνει το δικαίωμα στο Υπουργικό Συμβούλιο, εδώ την Υπουργική Επιτροπή, αν το κρίνει σκόπιμο, να ακούσει ή να δώσει την ευκαιρία στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο να υποστηρίξει τους λόγους επί των οποίων βασίζει την προσφυγή του. Είναι σαφές ότι η εξουσία αυτή είναι δυνητική και όχι υποχρεωτική, με αποτέλεσμα η Υπουργική Επιτροπή να ασκεί επί του θέματος διακριτική εξουσία. Το αναθεωρητικό Δικαστήριο επεμβαίνει μόνο όταν διαπιστώσει πλημμελή άσκηση της διακριτικής εξουσίας ή πλάνη περί τα πράγματα ή τέτοια άσκηση διακριτικής ευχέρειας ώστε να διαπιστώνεται υπέρβαση ή κατάχρηση. (δέστε Augusti v. Permits Authority (1972) 3 C.L.R. 36, Merck v. Republic (1972) 3 C.L.R. 548, Κυριάκου ν. Δημοκρατίας – πιο πάνω – και Χριστοδούλου ν. Επάρχου Λευκωσίας – πιο πάνω –).
Περαιτέρω, παρατηρείται ότι οι αιτήτριες μέσω των δικηγόρων τους έθεσαν πλήρως τις απόψεις τους κατά την ιεραρχική προσφυγή, οι οποίες εξετάστηκαν και οι οποίες ήσαν στην ουσία ταυτόσημες με τα όσα επανέλαβαν και ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου. Αφορούσαν κατ΄ ουσίαν τους λόγους απόρριψης από την Πολεοδομική Αρχή και επεκτάθηκαν με την κατάθεση της ιεραρχικής προσφυγής σε ο,τιδήποτε οι ίδιες θεώρησαν αναγκαίο να θέσουν προς εξέταση. Επομένως, δεν υπήρχε υποχρέωση στην Υπουργική Επιτροπή να τις ακούσει προφορικώς πριν την έκδοση της απόφασης της (δέστε Προκατασκευασμένα Υλικά Σκυροδέρματος Ύψωνας Λτδ ν. Δημοκρατίας – πιο πάνω – και Ελένη Αγαθοκλή Πιερή ν. Δημοκρατίας – πιο πάνω). Ενόψει των ανωτέρω, κρίνεται κατά μείζονα λόγο, ότι δεν υπάρχει υποχρέωση ακρόασης ή σχολιασμού εκ μέρους των αιτητριών ούτε των ενδιάμεσων απόψεων από τα άλλα τμήματα ή σώματα που καθηκόντως υποβοηθούν το έργο της Υπουργικής Επιτροπής.
Ο ισχυρισμός, τέλος, ότι η Υπουργική Επιτροπή δεν διενήργησε δική της ανεξάρτητη έρευνα, αλλά απλώς «σφράγισε» με την απόφαση της τα ευρήματα της Πολεοδομικής Αρχής επίσης στερείται ερείσματος. Απόφαση Υπουργικού Συμβουλίου, κατά τη νομολογία, θεωρείται ως επαρκώς αιτιολογημένη εφόσον υιοθετεί την πρόταση του αρμοδίου οργάνου, ιδιαίτερα όπου δεν απαιτείται εκ του Νόμου ή τους Κανονισμούς η καταγραφή ρητής αιτιολογίας (δέστε Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1988) 3 Α.Α.Δ. 91 και Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 589). Ο Καν. 7 της Κ.Δ.Π. 55/90, δεν καταγράφει οπουδήποτε ότι πρέπει να δίνεται οποιαδήποτε ιδιαίτερη αιτιολογία κατά την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, εδώ, της Υπουργικής Επιτροπής. Σημειώνεται ότι στην απόφαση της Υπουργικής Επιτροπής γίνεται αναφορά πριν την εξέταση της κάθε ιεραρχικής προσφυγής και απόφασης επ΄ αυτής χωριστά, ότι όπου η απόφαση της Υπουργικής Επιτροπής αναφέρεται στην ορθότητα της απόφασης της Πολεοδομικής Αρχής «… θεωρείται ότι η αιτιολογία της απόφασης της Αρχής και τα επιχειρήματα που διατυπώνουν οι αρχές που συμφωνούν με την ανωτέρω απόφαση, αποτελούν την αιτιολογία της Απόφασης της Υπουργικής Επιτροπής.». Το ότι έγινε δε η δέουσα έρευνα και η απόφαση ήταν της Υπουργικής Επιτροπής, προκύπτει και από το γεγονός ότι αναδιατυπώθηκαν οι λόγοι απόρριψης, έστω κατά την εισήγηση του Υπουργείου Εσωτερικών, γεγονός που δείχνει την όλη μελέτη του θέματος.
Έπεται ότι η Υπουργική Επιτροπή ήταν πλήρως ενήμερη για όλα τα θέματα, περιλαμβανομένου και του αναφερόμενου στην αγόρευση κατ΄ επανάληψη λόγου ότι η επιχείρηση ταξί λειτουργούσε για πολλά χρόνια, σε γνώση της αρμόδιας αρχής, χωρίς αυτή να λάβει τα δέοντα μέτρα για αναστολή της λειτουργίας της. Και επαρκώς απαντώνται όλα τα επιχειρήματα των αιτητριών επί της ουσίας, με αναφορά στα δεδομένα της ανυπαρξίας έκδοσης αδείας από το Δήμο Έγκωμης για αλλαγή χρήσεως του καταστήματος σε γραφείο ταξί, των προνοιών του Τοπικού Σχεδίου Λευκωσίας, των προνοιών του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου, σε σχέση με τη συνυπευθυνότητα των ιδιοκτητών της γης σε περίπτωση αυθαίρετων κατασκευών από τον κάτοχο και της όλης λειτουργικότητας και ασφάλειας που απορρέουν από τη λειτουργία σταθμού οχημάτων ταξί.
Τέλος, πλήρως αιτιολογημένη είναι η προσβαλλόμενη πράξη, όπως αβίαστα προκύπτει από το όλο λεκτικό της, στο οποίο με σαφήνεια καταγράφονται οι λόγοι απόρριψης της ιεραρχικής προσφυγής, με αναφορά στις ισχύουσες νομικές διατάξεις και τα πραγματικά δεδομένα της υπόθεσης.
Ενόψει όλων των πιο πάνω, η προσφυγή απορρίπτεται με €1.500 έξοδα εναντίον των αιτητριών και υπέρ των καθ΄ ων.
Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο