IΩΑΝΝΗΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ μέσω του ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ κ.α, Υποθ. αρ.1700/2007, 1776/2007, 31/08, 32/08, 18 Ιουνίου 2010

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                   Υποθ. αρ.1700/2007, 1776/2007, 31/08, 32/08)

 

18 Ιουνίου, 2010

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στης]

 

Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος

Προσφυγή αρ. 1700/07

 

IΩΑΝΝΗΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,

Αιτητής,

 

και

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, μέσω του

1.     ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ

2.    ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

Καθ’ ων η αίτηση.

--------------------------------

Προσφυγή αρ. 1776/07

 

ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ

 

Αιτητής,

και

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, μέσω του

1.     ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ

2.     ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

Καθ’ων η αίτηση.

 

Προσφυγή αρ. 31/08

 

ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ, Αναπλ.Υπαστ.

Αιτητής,

 

και

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, μέσω του

1.    ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ

2.    ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

 

Καθ’ ων η αίτηση.

 

------------------------------

 

Προσφυγή αρ. 32/08

 

ΑΝΔΡΕΑ ΠΑΠΑΣΙΑΝΤΗ, Λοχ.2504

Αιτητής,

 

και

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, μέσω του

1.    ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ

2.    ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

 

Καθ’ ων η αίτηση.

----------------------

Για τον αιτητή στην 1700/07:  κ.Α.Παπαχαραλάμπους

Για τον  αιτητή στην 1776/07:  κα.Α.Ευσταθίου

Για τους αιτητές στις 31/08 και 32/08:  κ.Γ.Καραπατάκης

Για τους καθ΄ων η αίτηση:  κ.Δ.Καλλίγερος – δικηγόρος της Δημοκρατίας Α.

Για το ενδιαφερόμενο μέρος στην 1700/07 και 32/08 – Μ.Αγιώτη:  κ.Μ.Ξ.Ιωάννου

   

     ---------------------

 

      Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Οι αιτητές, στις συνεκδικαζόμενες προσφυγές αμφισβητούν τη νομιμότητα της απόφασης του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, να προαγάγει στη θέση Υπαστυνόμου, τα Ενδιαφερόμενα Μέρη.

 

Η διαδικασία που ακολουθήθηκε για τις συγκεκριμένες προαγωγές δεν αμφισβητείται από τους αιτητές και αυτή σε συντομία είναι:

 

Στις 22 Φεβρουαρίου 2007 ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, στο εξής «ο Υπουργός», εκκινώντας από την αναγκαιότητα Διορισμού Επιτροπών Συμβουλίου Κρίσης με βάση τις πρόνοιες των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών (ΚΔΠ 214/04), στο εξής «οι Κανονισμοί», καθίδρυσε την Επιτροπή Αξιολόγησης (Κανονισμός 6), που ήταν πενταμελής.

Περαιτέρω ο Υπουργός με βάση τις πρόνοιες του Κανονισμού 7(6), διόρισε στις 22 Φεβρουαρίου 2007 τριμελή Επιτροπή Εξέτασης Ενστάσεων.

 

Ταυτοχρόνως στις 22 Φεβρουαρίου 2007, ο Υπουργός διόρισε ως Πρόεδρο του Συμβουλίου Κρίσης το Βοηθό Αρχηγό και δύο μέλη.

 

Η επί μέρους διαδικασία, άρχισε με τη συμπλήρωση του εντύπου αξιολόγησης από την Επιτροπή Αξιολόγησης, διαδικασία που λάμβανε χώρα μετά από διαβούλευση με τον υπεύθυνο του κλάδου που υπηρετούσε ο αξιολογούμενος.  Ανάλογο έντυπο με την απόφαση της Επιτροπής Αξιολόγησης,  συμπληρώθηκε ξεχωριστά για κάθε υποψήφιο, μεταξύ των οποίων, ήταν τόσο οι αιτητές όσο και τα ενδιαφερόμενα μέρη.  Ετοιμάστηκε κατάλογος των υποψηφίων κατά σειρά βαθμολογίας και μαζί με τα έντυπα αξιολόγησης υποβλήθηκαν στον Πρόεδρο της Επιτροπής Ενστάσεων.  Ο εν λόγω κατάλογος αναρτήθηκε σε κάθε αστυνομική διεύθυνση.

 

Στις 22 Ιουνίου 2007, ο αιτητής στην προσφυγή 1700/07 (Ι.Χαραλάμπους), υπέβαλε γραπτώς ένσταση.  Η Επιτροπή Εξέτασης Ενστάσεων με επιστολή του Προέδρου της ημερ. 1 Αυγούστου 2007, απέρριψε την ένσταση, αφού, δεν διαπίστωσε την ύπαρξη οποιουδήποτε σφάλματος στην αξιολόγηση που έγινε από την Επιτροπή Αξιολόγησης.  Ανάλογες ενστάσεις υπεβλήθηκαν και από τα ενδιαφερόμενα μέρη Μ.Ορφανίδη και Σ.Στεφανίδη, οι οποίες επίσης απορρίφθηκαν.  Μετά την εξέταση όλων των υποβληθεισών ενστάσεων, η Επιτροπή Εξέτασης Ενστάσεων, κατάρτισε κατάλογο με τη σειρά βαθμολογίας των υποψηφίων.  Ο συνολικός δε αριθμός του ήταν 104 για 26 κενές θέσεις Υπαστυνόμου.

 

Στη συνέχεια, κλήθηκαν σε προσωπική συνέντευξη, όλοι οι υποψήφιοι του πιο πάνω καταλόγου, ενώπιον του Συμβουλίου Κρίσεως.  Η εντύπωση που απεκόμισε το κάθε μέλος καταγράφηκε.  Η βαθμολόγηση με ανώτατο όριο το 7, κατανεμήθηκε ως ακολούθως.  Ικανότητα έκφρασης, αυτοπεποίθηση/αυτοέλεγχος, εμφάνιση 0,50 της μονάδας, γνώση θέματος  πρακτικής 2.50, Γνώση για ρόλο Αστυνομίας 2.50.  H βαθμολογία υπολογιζόταν με βάση τον μέσο όρο των τριών μελών.  Μετά τη συμπλήρωση των συνεντεύξεων καταρτίστηκε κατάλογος αξιολόγησης των συστηθέντων για προαγωγή.  Υποβλήθηκε στον Αρχηγό Αστυνομίας, ο οποίος αποφάσισε την προαγωγή, μεταξύ άλλων, των ενδιαφερομένων μερών, αφού εξασφάλισε την έγκριση του Υπουργού.  (Ακολουθεί κατάλογος με τη βαθμολογία των αιτητών και των ενδιαφερομένων μερών.

                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                    

ΥΠΟΨΗΦΙΟΙ

    ΕΠΙΤΡΟΠΗ           ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΚΡΙΣΗΣ

Σύνολο

 

ΑΙΤΗΤΕΣ

Ιωάννης  Χαραλάμπους

( 1700/07)

 

 56.75

 

3.5

60.25

Θεοτόκης Χριστοδούλου (1776/07)

 

55.4

4.90

60.30

 Ανδρέας Κυριάκου

( 31/08)

 

53.15

Δεν κλήθηκε

 

Ανδρέας Παπασιάντη

(32/08)

 

53.65

Δεν κλήθηκε

 

 

ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΑ ΜΕΡΗ

 

Ζαχαρίας Μιχαήλ

(1700/07, 1776/07, 32/08)

 

56

5

61

Παρασκευάς Παρασκευά

(1700/07,31/08,32/08)

 

55.9

6.63

62.53

Μάριος Αγίωτης

(1700/07,32/08)

 

57.8

6.23

64.30

Ελευθέριος Κυριάκου

( 1700/07,31/08,32/08)

 

54.9

6.40

61.30

Μαρίνος Ορφανίδης

(1700/07)

 

55

5.77

60.77

Νικόλαος Χ΄Οικονόμου

(31/08)

 

57.65

4.10

61.75

 

Χριστάκης Χ΄Θεοδούλου

(31/08)

 

58.2

3.70

61.90

 

Σπύρος Νικολάου

(31/08)

 

56.45

5.03

61.48

Αλέκος Σταύρου

(31/08)

 

58.2

4.00

62.2

Ελένη Κουτσοφτή

(31/08)

57.80

3.63+ 0.20

(επιτροπή ενστάσεων)

61.73

 

Χρύσανθος Τρισελιώτης

(31/08)

 

55.8

6.40

62.20

Χριστοφής Χριστοφή

(31/08)

 

57.1

5.20

62.30

Γεώργιος Φουκκαρής

(31/08, 32/08)

 

55.6

6.10

63.7

Γαβριήλ Γαβριήλ

(31/08,32/08)

 

57.6

4.67

62.27

Σάββας Στεφανίδης

(31/08,32/08)

56.4

5.17

61.57

 

 

΄Εχοντας ως δεδομένο την αποδοχή, από τους συνηγόρους των αιτητών της ακολουθηθείσας διαδικασίας, ουσιαστικώς προβάλλεται ως λόγος ακυρώσεως η έλλειψη αιτιολογικής βάσης σε κάθε στάδιο της διαδικασίας, που ανάγεται σε πλάνη.

 

΄Ολες  οι προσφυγές έχουν ως κοινό λόγο ακυρώσεως την έλλειψη αιτιολογίας, τόσο της απόφασης της Επιτροπής Αξιολόγησης, όσο και του Συμβουλίου Κρίσης. Περαιτέρω στις προσφυγές αρ. 31/08 και 32/08 προσβάλλεται ως αναιτιολόγητη και η απόφαση της Επιτροπής Ενστάσεως, με την οποία απορρίφθηκαν οι ενστάσεις που είχαν υποβληθεί αναφορικά με τη δοθείσα βαθμολογία από την Επιτροπή Αξιολόγησης.

 

Ο Κανονισμός 7(2) των Κανονισμών ΚΔΠ214/04 (όπως τροποποιήθηκαν με την ΚΔΠ 350/05) αναφέρει :

«Η Επιτροπή Αξιολόγησης μελετά τους προσωπικούς φακέλους και τα ατομικά δελτία καθώς και τις ετήσιες εκθέσεις αξιολόγησης, των τεσσάρων τελευταίων ετών, των υποψηφίων και αιτιολογημένα τους αξιολογεί με βάση το κριτήριο της αξίας, ως ακολούθως..»

 

Ο Κανονισμός 7(5) αναφέρει επίσης:

«Η Επιτροπή Αξιολόγησης συμπληρώνει αναφορικά με κάθε υποψήφιο για προαγωγή έντυπο αξιολόγησης με αιτιολογημένη απόφαση….

 

Νοείται ότι η βαθμολογία του αξιολογούμενου είναι ο μέσος όρος της βαθμολογίας των πέντε μελών της Επιτροπής Αξιολόγησης και ο Πρόεδρος της Επιτροπής μεριμνά ώστε η βαθμολογία κάθε μέλoυς να είναι αιτιολογημένη»

 

 

Στον Κανονισμό 7(7) προνοούνται τα ακόλουθα:

 

«Η Επιτροπή εξέτασης Ενστάσεων μετά το πέρας των εργασιών της καταρτίζει κατάλογο στον οποίο σημειώνεται η βαθμολογία των υποψηφίων μετά την εξέταση των ενστάσεων κατά σειρά βαθμολογίας και συντάσσει έκθεση αιτιολογώντας τις αποφάσεις επί των ενστάσεων. Στη συνέχεια η Επιτροπή εξέτασης Ενστάσεων υποχρεούται να απαντήσει γραπτώς με αιτιολογημένη απόφασή της σε κάθε υποψήφιοι που υπέβαλε ένσταση. »

 

Επίσης σύμφωνα με τις πρόνοιες του Κανονισμού 9(4)(β) οι αποφάσεις του Συμβουλίου Κρίσης πρέπει να είναι αιτιολογημένες. Αναφέρει ειδικά ότι:

 

«(β) Η γενική εντύπωση του Συμβουλίου Κρίσης, όσον αφορά την απόδοση των υποψηφίων στην προσωπική συνέντευξη, καταγράφεται πάντοτε στα πρακτικά του Συμβουλίου Κρίσης και αιτιολογείται.»

 

Οι πιο πάνω κανονισμοί επιβάλλουν όπως τόσο η Επιτροπή Αξιολόγησης, όσο και το Συμβούλιο Κρίσης αιτιολογούν την απόφαση τους.

 

Κρίνω συνεπώς ότι ο λόγος ακυρώσεως ευσταθεί. Η απλή αριθμητική βαθμολογία δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αιτιολογία.  Υιοθετώ το πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Δημοκρατία ν. Ευθύμιου ( 1999)3 ΑΑΔ 485:

 

Η βαθμολογία υποψηφίου, κάτω από οποιοδήποτε κεφάλαιο κρίσης, δεν υποδηλώνει τίποτε άλλο από την εντύπωση του εξετάζοντος σώματος για την αξία του σ' εκείνο τον τομέα. Οι ιδιαίτερες βαθμολογίες μπορεί θεωρητικά να δώσουν το στίγμα της τελικής αξιολόγησης, δεν παύουν όμως να αποτελούν, όπως και η γενική αξιολόγηση, βαθμολογίες οι οποίες, όπως και η τελική, δεν παρέχουν τους λόγους για τους οποίους καθορίστηκαν στο επίπεδο που καθορίστηκαν. Το άθροισμα των βαθμολογήσεων για τον καθορισμό της γενικής αξιολόγησης δεν μεταβάλλει το χαρακτήρα τους. Ό,τι ελλείπει από την τελική βαθμολογία ελλείπει και από τις επί μέρους βαθμολογίες. Απουσιάζουν και στις δύο περιπτώσεις οι λόγοι για τους οποίους το σώμα προήλθε στη συγκεκριμένη αξιολόγηση.

 

Αντικείμενο της αιτιολόγησης είναι η παροχή των λόγων για τη μόρφωση της "Α" ή της "Β" γενικής εντύπωσης. Η αιτιολόγηση έγκειται στον προσδιορισμό των γεγονότων, στοιχείων και παρατηρήσεων που δικαιολογούν τη βαθμολογία η οποία αποδίδεται. Όπως στη γραπτή έτσι και στην προφορική εξέταση το αντικείμενο της αξιολόγησης είναι οι απαντήσεις στις ερωτήσεις που υποβάλλονται και η διάρθρωση τους. Η προφορική εξέταση παρέχει ενδείξεις για την προσωπικότητα του υποψηφίου που επίσης λαμβάνεται υπόψη στην αξιολόγηση, τηρούμενης πάντα της αρχής της ισότητας που ορίζει ότι όλοι είναι ίσοι ενώπιον του νόμου και της διοίκησης και αποκλείει κάθε διάκριση αντινομική προς αυτή. (Άρθρο 28.1.2 του Συντάγματος.)»

 

 

Στη συνέχεια, κατά τη γνώμη μου, ούτε η απόφαση της Επιτροπής Ενστάσεων παρέχει οποιοδήποτε αντικειμενικό δεδομένο αιτιολόγησης ή παροχή λόγων που οδήγησαν στην  απόρριψη της ένστασης των αιτητών. Το μόνο που αναφέρει η Επιτροπή είναι ότι «δεν διαπίστωσε οποιαδήποτε προφανή αντικειμενικά σφάλματα στην αξιολόγηση», που κρίνεται έκδηλα ελλειμματικό.

 

Σε συνάρτηση με την αξιολόγηση των υποψηφίων από την Επιτροπή Αξιολόγησης, πέραν από την απλή γενική αριθμητική αποτίμηση, δεν φαίνεται καταγραμμένη στα έντυπα αξιολόγησης ή στα βοηθητικά έντυπα, οποιαδήποτε αιτιολογία για τη δοθείσα σε κάθε υποψήφιο βαθμολογία, ούτε προσδιορίζεται ο λόγος χορήγησης, των συγκεκριμένων μονάδων σ΄αυτούς.  Υπάρχει ως αποτέλεσμα έλλειψη αιτιολογίας που δεν μπορεί να κριθεί ικανοποιητική τα όσα επιγραμματικά αναφέρονται στα βοηθητικά έντυπα  (Υποθ.2327/06 Χ΄Βασιλείου ν. Δημοκρατίας, ημερ. 15 Μαϊου 2008 και Υπόθ. αρ.175/09 και 242/09 Σάββα κ.ά. ν. Δημοκρατίας ημερ. 31 Μαϊου 2010). 

 

Περαιτέρω, είμαι της γνώμης, ότι ανάλογο δεδομένο που οδηγεί σε διαπίστωση ανεπαρκούς αιτιολογίας, διαπιστώνεται και κατά την εξέταση της αξιολόγησης του Συμβουλίου Κρίσεως.  Διαπιστώνεται μια «εξωτερική» συμμόρφωση με τις πρόνοιες του Κανονισμού 9(4)(8), συμπληρώνονται τα προνοούμενα έντυπα, πλην όμως υιοθετείται ένα ενιαίο κείμενο στο οποίο απλώς επαναλαμβάνεται η αριθμητική αποτίμηση των απαντήσεων των υποψηφίων.  Και στην προκείμενη περίπτωση, τα βοηθητικά έντυπα αξιολόγησης δεν διαφωτίζουν ούτε επεξηγούν τον τρόπο αποτίμησης των απαντήσεων που δόθηκαν. 

 

Τα πιο πάνω καθίστανται πιο εμφανή ειδικότερα εξετάζοντας την περίπτωση του αιτητή στην προσφυγή 1700/07, ο οποίος, ενώ είχε  βαθμολογηθεί από την Επιτροπή Αξιολόγησης ψηλότερα, από ορισμένα ενδιαφερόμενα μέρη, ως αποτέλεσμα της αξιολόγησης του Συμβουλίου Κρίσεως, κατατάγηκε σε πολύ πιο χαμηλή θέση.

 

Με γνώμονα τα πιο πάνω και έχοντας ως κεντρικό πυρήνα την αδυναμία άσκησης δικαστικού ελέγχου του τρόπου κρίσης των αιτητών, λόγω έλλειψης αιτιολογίας οι προσφυγές επιτυγχάνουν.

 

Ποσό €600, πλέον ΦΠΑ, ως έξοδα επιδικάζονται υπέρ εκάστου αιτητή, λαμβανομένης υπόψη της συνένωσης και της υποβολής ενιαίας αγόρευσης.  Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρούται με βάση το ΄Αρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.

 

 

                                                      Κ. Παμπαλλής,

                                                                   Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο