PETROLINA (HOLDINGS) PUBLIC LTD ν. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ κ.α, Υπόθεση Αρ. 413/2009, 22 Ιουνίου 2010

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 413/2009)

 

22 Ιουνίου 2010

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

PETROLINA (HOLDINGS) PUBLIC LTD,

Αιτητές,

-         ΚΑΙ   -

 

1.    ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

2.    ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ,

Καθ΄ ων η αίτηση.

-------------------------------

Γ. Ζαχαρίου (κα), για τους Αιτητές.

Μ. Θεοκλήτου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,

για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

-----------------------------

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Το Τελωνείο Λάρνακας επέβαλε στους αιτητές με διπλοσυστημένη επιστολή του ημερ. 23.2.2009 και με εκ των υστέρων βεβαίωση τελωνειακής οφειλής, την καταβολή ποσού €450.000, καθώς και χρηματική επιβάρυνση €45.000 πλέον 8% τόκο ετησίως, λόγω του ότι όπως προέκυψε από τον εκ των υστέρων έλεγχο των διασαφήσεων των αιτητών, σε συγκεκριμένη διασάφηση του μηνός Ιουνίου του 2008, δηλώθηκε λανθασμένη τελωνειακή αξία. 

 

        Την πιο πάνω διοικητική πράξη επιδιώκει να ακυρώσει η παρούσα προσφυγή με ένα και μοναδικό ουσιαστικά νομικό σημείο, αυτό της έλλειψης δέουσας έρευνας στις συνθήκες της όλης διαφοράς.  Ο ισχυρισμός των αιτητών είναι ότι όταν υπέβαλαν τη σχετική δήλωση στο αρχείο του Διευθυντή Τμήματος Τελωνείων, εκ λάθους, ενώ ανέφεραν τις ορθές ποσότητες και τις ορθές τιμές, αναγράφηκε το ποσό των €445.151, αντί του ορθού ποσού που ήταν €3.445.151.  Με βάση τον τρόπο λειτουργίας του Τελωνείου για την εμπορία πετρελαιοειδών και την εισαγωγή καυσίμων και ενεργειακών προϊόντων, οι αιτητές διατηρούν επ΄ ονόματι τους δική τους μερίδα, δηλαδή, λογαριασμό στον οποίο καταθέτουν τους φόρους κατανάλωσης, το Φ.Π.Α. και τους υπόλοιπους δασμούς για τα προϊόντα που αποσύρουν από τις φορολογικές τους αποθήκες.  Εφόσον, κατά τους αιτητές, στο τέλος εκάστου μηνός ο φορολογικές αποθήκες τους ελέγχονται και ανάλογα με τη διαπίστωση των πραγματικών ποσοτήτων που χρησιμοποιήθηκαν, αφαιρούνται τα ανάλογα χρήματα από το λογαριασμό αυτό προς όφελος του πάγιου ταμείου της Δημοκρατίας, λανθασμένα οι καθ΄ ων καθόρισαν την ως άνω οφειλή μαζί με την πρόσθετη επιβάρυνση χωρίς να λάβουν το ποσό από το λογαριασμό τους και χωρίς να προβούν προηγουμένως σε δέουσα έρευνα, ώστε να διαπιστωθεί το απλό γραφικό λάθος στην αρίθμηση των ποσοτήτων. 

 

        Οι καθ΄ ων στην ένσταση τους εξηγούν με ιδιαίτερη λεπτομέρεια τον τρόπο με τον οποίο καταχωρούνται στο λογισμικό του Τμήματος Τελωνείων όλες οι πληροφορίες που περιέχονται στις σχετικές διασαφήσεις αποταμίευσης των προϊόντων που οι αιτητές αποθηκεύουν στην εγκεκριμένη από το Τμήμα Τελωνείων φορολογική αποθήκη, η οποία διαθέτει δεκαεννέα διαφορετικές δεξαμενές καυσίμων.  Για σκοπούς διασφάλισης των δημοσίων εσόδων και την έγκαιρη είσπραξη όλων των αναγκαίων δασμών και άλλων τελών από τους αιτητές, καταβάλλονται από αυτούς διάφορα ποσά ως αναμενόμενα να προκύψουν και να βεβαιωθούν, αυξημένα όμως μέχρι και 10%.  Διατηρούνται τρεις μερίδες, μια για την εξυπηρέτηση των φόρων κατανάλωσης, μια για τους  εισαγωγικούς δασμούς και μια για το Φ.Π.Α.  Έκαστο μήνα, το Τμήμα Τελωνείων σε συνεργασία με τους αιτητές, προβαίνει σε φυσικό και λογιστικό αποθεματικό έλεγχο ώστε να γίνεται η τελική βεβαίωση των ποσών που οφείλονται και αναλόγως με τα κατατεθέντα από τους αιτητές ποσά, αφαιρούνται τα οφειλόμενα και αν παραμένει υπόλοιπο προς όφελος τους, αυτά χρησιμοποιούνται για μεταγενέστερες παραλαβές καυσίμων. 

 

        Στα πλαίσια της πιο πάνω διαδικασίας, οι αιτητές παρέλαβαν ποσότητα βενζίνης από τη φορολογική αποθήκη καταχωρώντας συγκεκριμένη ηλεκτρονική διασάφηση ως το Παράρτημα 2 στην ένσταση και στην οποία στο σημείο 46, υπό τον τίτλο «Custom Value», σημειώθηκε ως αξία της ποσότητας το ποσό των €445.151, αντί του ποσού των €3.445.151.  Το αποτέλεσμα ήταν να εισπραχθεί Φ.Π.Α. μόνο στο ποσό των €66.773.  Το λογισμικό του Τμήματος Τελωνείων, όπως φαίνεται από το ηλεκτρονικό ιστορικό ως το Παράρτημα 3 στην ένσταση, σταμάτησε αυτόματα τη διαδικασία στο ηλεκτρονικό στάδιο 15, προειδοποιώντας τους αιτητές ή τον τελωνειακό αντιπρόσωπο τους, με το πιο κάτω μήνυμα που εμφανίσθηκε στην οθόνη του τελωνειακού αντιπροσώπου των αιτητών.  (Παράρτημα 4 στην ένσταση):

 

«Η στατιστική αξία ανά κιλό καθαρού βάρους μπορεί να είναι πολύ χαμηλή.»

 

Σε αυτό το στάδιο ο τελωνειακός τους αντιπρόσωπος ή οι αιτητές, αντί να διορθώσουν το σφάλμα, προχώρησαν την ηλεκτρονική διασάφηση στο επόμενο στάδιο αγνοώντας την προειδοποίηση.  Εξ αυτής της λανθασμένης καταχώρησης εισπράχθηκε μειωμένος Φ.Π.Α. κατά €450.000.  Η πιο πάνω διαφορά εντοπίστηκε, σύμφωνα με τους καθ΄ ων, στις αρχές Φεβρουαρίου του 2009, από έμπειρο τελωνειακό λειτουργό επιφορτισμένο να επαναελέγξει τη διακίνηση πετρελαιοειδών στη φορολογική αποθήκη των αιτητών, με αποτέλεσμα να βεβαιωθεί εκ των υστέρων κάθε οφειλόμενη διαφορά με βάση το άρθρο 48 του περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου αρ. 94(Ι)/04 και να αναζητηθεί με την προσβαλλόμενη πράξη. 

 

Έχοντας εξετάσει με την αναγκαία προσοχή την όλη υπόθεση κρίνεται ότι οι αιτητές δεν έχουν έρεισμα στην προσφυγή τους και ότι οι καθ΄ ων ενήργησαν εντός των νομοθετικών τους αρμοδιοτήτων, χωρίς να διαπιστώνεται έλλειψη δέουσας έρευνας που είναι και η βασική αιτίαση των αιτητών προς ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης.  Το άρθρο 48(1) του περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου αρ. 94(Ι)/2004, προνοεί  για την εξουσία του Διευθυντή του Τμήματος Τελωνείων να βεβαιώνει εκ των υστέρων τελωνειακή οφειλή ασκώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του, όπου διαπιστώνεται ότι πρόσωπο «…. παραλείπει να υποβάλει διασάφηση που απαιτείται σύμφωνα με την τελωνειακή ή άλλη νομοθεσία ή δεν τηρεί τα αναγκαία αρχεία, βιβλία, έγγραφα ή στοιχεία …. ή όταν ο Διευθυντής κρίνει ότι η διασάφηση που υποβλήθηκε είναι ελλιπής ή ότι περιέχει σφάλματα ή όταν ελλείπουν τα ενισχυτικά προς υποστήριξη αυτής έγγραφα …..».  Ο τρόπος λειτουργίας του συστήματος «Θησέας» όπως ονομάζεται το σύστημα λειτουργίας του λογισμικού που χρησιμοποιείται από το Τελωνείο, αφορά ακριβώς τον ηλεκτρονικό τρόπο συναλλαγής με αποτέλεσμα να είναι αναγκαίο για κάθε εμπορευόμενο που συναλλάσσεται με είδη κατανάλωσης επί των οποίων εισπράττονται εισαγωγικοί δασμοί και άλλοι φόροι να γνωρίζουν απόλυτα τη λειτουργία του.  Όπως αναφέρθηκε και στην υπόθεση P.P. Body Art Gym Ltd v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 444/2008, ημερ. 1.9.2009, (Φωτίου, Δ.), το λογισμικό ελέγχει και επεξεργάζεται τα δεδομένα, όπως ακριβώς αυτά καταχωρούνται, χωρίς βέβαια να υπάρχει ο τρόπος διάγνωσης αν τα δεδομένα αυτά καταχωρήθηκαν από τον εμπορευόμενο ή τον τελωνειακό του αντιπρόσωπο ορθά ή λανθασμένα.  Ακριβώς διότι η εισαγωγή των δεδομένων μιας συναλλαγής ή μιας εισαγωγής προϊόντος αφορά αποκλειστικά και μόνο τον εμπορευόμενο ή τον τελωνειακό του αντιπρόσωπο, εκείνοι φέρουν και την απόλυτη ευθύνη για την ορθότητα των στοιχείων που καταχωρούν.  Σε περίπτωση εσφαλμένων ή ψευδών ηλεκτρονικών καταχωρήσεων δημιουργούνται ποινικές ευθύνες, πέραν των αναμενόμενων διοικητικών κυρώσεων.  Το ηλεκτρονικό σύστημα δεν είναι δυνατό να «γνωρίζει» την ορθότητα των εισαγομένων από τους εμπορευόμενους στοιχείων, εξ ου και δημιουργήθηκε ο ειδικευμένος τομέας ή κλάδος μετελέγχου  που έχει στόχο τον εκ των υστέρων έλεγχο των διαφόρων διασαφήσεων ώστε να εντοπίζονται τυχόν λάθη ή και ψευδείς καταχωρήσεις για τα εμπορεύματα που απελευθερώθηκαν από τις τελωνειακές ή φορολογικές αποθήκες με ή χωρίς φυσικό έλεγχο. 

 

Από τα γεγονότα όπως έχουν προεκτεθεί προκύπτει αβίαστα ότι η διασάφηση που συμπληρώθηκε από τους αιτητές ή τον αντιπρόσωπο τους ήταν όντως «ελλιπής», εντός της εννοίας του άρθρου 48, που έχει προαναφερθεί.  Όπως υπεδείχθη από τους καθ΄ ων στα γεγονότα και δεν υπάρχει επ΄ αυτού αντίλογος, το λογισμικό σύστημα εντοπίζοντας πιθανό πρόβλημα στη λανθασμένη και ελλιπή καταχώρηση του αποτελέσματος στην αξία του επίδικου εμπορεύματος, πρόβαλε στην ηλεκτρονική οθόνη σχετικό μήνυμα, το οποίο όμως είτε ηθελημένα, είτε εκ παραλείψεως, οι αιτητές αγνόησαν.  Δεν είναι δυνατό οι αιτητές να παραπονούνται για μη δέουσα έρευνα από πλευράς του Τελωνείου, τη στιγμή που στα πλαίσια της όλης διαδικασίας εξέλιξης της ηλεκτρονικής καταχώρησης των στοιχείων, εντοπίστηκε πιθανό λάθος το οποίο και υπεδείχθη στους αιτητές κατά την ίδια την επεξεργασία των δεδομένων.  Το Παράρτημα 3 στην ένσταση φανερώνει την ένδειξη «status 15», που υποδηλώνει τον εντοπισμό προβλήματος, ακριβώς στα πλαίσια της ηλεκτρονικής έρευνας που διαθέτει το λογισμικό σύστημα του Τελωνείου προς επαλήθευση των στοιχείων.  Μετέπειτα, ήταν αναμφίβολα ευθύνη των αιτητών να διορθώσουν το λανθασμένως καταχωρηθέν στοιχείο.  Το Παράρτημα 4 στην ένσταση, αποκαλύπτει σαφώς την ευκαιρία διόρθωσης τυχόν λανθασμένων στοιχείων, εξηγείται δε εκεί ότι αν «δεν πρόκειται για σφάλμα και επιθυμείτε να διατηρήσετε τις πληροφορίες που περιέχονται στη διασάφηση», τότε ο διασαφιστής δύναται να προχωρήσει  με την ολοκλήρωση της διασάφησης κατά τον υποδεικνυόμενο τρόπο.  Και δεν είναι ορθή ούτε η θέση των αιτητών ότι στην ουσία υπήρχε απλώς λανθασμένη μαθηματική πράξη, διότι κατά τα άλλα, ορθά καταχωρήθηκαν οι ορθές ποσότητες και οι ορθές τιμές.  Η ουσία είναι ότι οι ίδιοι οι αιτητές καταχώρησαν λανθασμένο και ελλιπές στοιχείο, το οποίο επέλεξαν να μην διορθώσουν, παρά την ευκαιρία που τους δόθηκε.  (δέστε και τη σχετική απόφαση στην Petrolina (Holdings) Public Ltd v. Υπουργού Οικονομικών, υπόθ.             αρ. 1182/2007, ημερ. 4.11.09, (Παμπαλλής, Δ.).

 

Ούτως ή άλλως, το εισπραχθέν ποσό του Φ.Π.Α. ήταν εν πάση περιπτώσει πληρωτέο από τους αιτητές είτε από τη φορολογική αποθήκη τους, είτε εκ των υστέρων μετά από βεβαίωση του Τελωνείου.  Οι οφειλές προς το κράτος είναι απαράγραπτες  (Αιμίλιος Ηλιάδης Λτδ ν. Δημοκρατία (1992) 4 Α.Α.Δ. 3876, ενώ και ευρύτερα το Φ.Π.Α. είναι αυτοβεβαιούμενος φόρος με παρεχόμενη πάντοτε τη δυνατότητα ο Έφορος Φ.Π.Α. να δύναται να βεβαιώσει οφειλή κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο.  (δέστε και P. Zazoo Unisex Boutique Ltd v. Δημοκρατίας, Α.Ε. αρ. 67/07, ημερ. 1.6.10).  Εύλογα δε οι καθ΄ων αναφέρουν ότι τα ποσά που εμβάζονται ή κατατίθενται στους λογαριασμούς της φορολογικής αποθήκης των αιτητών, ανήκουν αποκλειστικά στους αιτητές και δεν μπορεί το Τελωνείο να εισπράξει κατ΄ ισχυρισμόν οφειλή εάν δεν δοθεί προηγουμένως εντολή από τους αιτητές ή αν δεν γνωστοποιηθεί και βεβαιωθεί τελωνειακή οφειλή.  Εφόσον διαπιστώνεται λάθος εκ μέρους των αιτητών στα καταχωρηθέντα ηλεκτρονικώς στοιχεία, η εκ των υστέρων βεβαίωση του Φ.Π.Α. ήταν εύλογη και επιτρεπτή, η δε χρηματική επιβάρυνση και ο τόκος διεκδικήθηκαν ταυτόχρονα από το Τελωνείο με την εκ των υστέρων βεβαίωση.

 

Το παράπονο των αιτητών δεν είναι γι΄ αυτή καθαυτή την επιβολή του ποσού των €450.000 ως Φ.Π.Α., που ήταν εν πάση περιπτώσει πληρωτέος στη βάση των ορθών στοιχείων, αλλά για την επιβολή της πρόσθετης επιβάρυνσης.  Όπως όμως έχει κατ΄ επανάληψη λεχθεί από τη νομολογία, το μέρος της επίδικης πράξης που αφορά την επιβολή χρηματικής επιβάρυνσης και τόκου, δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη διότι η επιβάρυνση αυτή προβλέπεται απ΄ ευθείας από το Νόμο και δεν εναπόκειται στη βούληση ή τη διακριτική ευχέρεια είτε του Διευθυντή Τελωνείων, είτε του Εφόρου Φ.Π.Α.  Όπως αναφέρθηκε  από  αυτό  το   Δικαστήριο   στην   υπόθεση Chrikar Trading Co Ltd v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 413/2007, ημερ. 27.2.2009, η επιβολή νενομισμένων τόκων ή πρόσθετης επιβάρυνσης αποτελούν θέματα δημόσιας τάξης, είναι παρεπόμενα της βασικής οφειλής χωρίς να μπορούν να διαχωριστούν από αυτή, απορρέουν δε από νομοθετικές πρόνοιες με  αποτέλεσμα  η  διοίκηση να φροντίζει απλώς για την είσπραξη τους που αυτοματοποιημένα επιβάλλονται επί του βασικού  ποσού  της  οφειλής.  (δέστε επίσης  τις  υποθέσεις L.P Franceskides and Co Ltd v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 756/06, ημερ. 20.5.2008, Χρ. Σ. Χριστοφίδης Λτδ ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 772, Χάρης Αργυρού Λτδ ν. Διευθύντριας Τελωνείων,  υπόθ.  αρ.  1227/07,  ημερ.  2.12.2008  και  Petrolina  (Holdings)  Public  Ltd v.  Υπουργού   Οικονομικών, –  πιο πάνω –). 

 

Έπεται ότι από τη στιγμή που δεν διαπιστώνεται λάθος στην εκ των υστέρων βεβαιωθείσα οφειλή, δεν προκύπτει νόμιμο έρεισμα για την μη καταβολή της πρόσθετης επιβάρυνσης.  Αν οι αιτητές ήλεγχαν το εντοπισθέν λάθος από το στάδιο της ηλεκτρονικής διαπίστωσης ότι υπήρχε πιθανώς χαμηλή δηλωθείσα αξία, θα πληρωνόταν από τότε νομίμως και εγκαίρως ο αναλογούν Φ.Π.Α., ώστε να μη τίθετο θέμα για πρόσθετη επιβάρυνση.  Οι αιτητές μόνο τους εαυτούς τους πρέπει να μέμφονται για την όλη εξέλιξη.

 

Η κα Ζαχαρίου πρότεινε ότι η προσφυγή θα έπρεπε να επιτύχει στη βάση της απόφασης L. Jacovou Clearing Co. Ltd v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1615/07, ημερ. 28.9.2009, (Νικολαΐδης, Δ.), όπου ακυρώθηκε  χρηματική επιβάρυνση ύψους £167,  επειδή διαπιστώθηκε διαφορά στο οφειλόμενο ποσό φόρου κατανάλωσης μεταξύ δύο διασαφήσεων.  Τα γεγονότα της απόφασης αυτής δεν είναι σχετικά με τα επίδικα, διότι εκεί ο Τελωνειακός Λειτουργός  είχε επιτρέψει την ακύρωση εκ μέρους των αιτητών της πρώτης διασάφησης που είχαν υποβάλει ηλεκτρονικά και επί της οποίας οι ίδιοι οι αιτητές αυθημερόν είχαν διαπιστώσει τυπογραφικό λάθος, ενόψει του οποίου αποτάθηκαν αμέσως στο Τελωνείο με την παράκληση να τους επιτραπεί η ακύρωση των διασαφήσεων αφού εξήγησαν το λάθος.  Αυτό επετράπη, οι αιτητές είχαν αντικαταστήσει αυθημερόν τις λανθασμένες διασαφήσεις με ορθές, κατέβαλαν τον αναλογούντα φόρο κατανάλωσης και εκτελώνισαν τα προϊόντα, πλην όμως το Τελωνείο τους επέβαλε χρηματική επιβάρυνση λόγω διαφοράς στον οφειλόμενο φόρο κατανάλωσης μεταξύ των πρώτων και των δεύτερων διασαφήσεων.  Το Δικαστήριο, ακριβώς, προέβη στη διάκριση ότι τα γεγονότα που είχε  ενώπιον του δεν ενέπιπταν, ούτε καλύπτονταν  από το άρθρο 48 του Νόμου αρ. 94(Ι)/04, προέκυπτε δε και θέμα παραβίασης καλής πίστης προς το διοικούμενο και των αρχών της χρηστής διοίκησης εφόσον η διοίκηση, μέσω του λειτουργού της, είχε σαφώς δώσει την εντύπωση, αφού είχε επιτρέψει την απόσυρση των πρώτων λανθασμένων διασαφήσεων, ότι μόνο οι δεύτερες και ορθές διασαφήσεις θα λαμβάνονταν υπόψη.  Όπως έχει αναλυθεί πιο πάνω, τα γεγονότα της υπό κρίση προσφυγής είναι εντελώς διαφορετικά, εφόσον πρόκειται για εκ των υστέρων βεβαίωση φόρου, ο οποίος μάλιστα θα μπορούσε να μην επιβληθεί ή εισπραχθεί ποτέ, εάν οι ίδιοι οι καθ΄ ων στα πλαίσια του μετελέγχου και της δέουσας έρευνας τους δεν εντόπιζαν το λάθος.

 

Ενόψει όλων των πιο πάνω, η προσφυγή απορρίπτεται με €1.200 έξοδα εναντίον των αιτητών και υπέρ των καθ΄ ων.

 

Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται με βάση το                 Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

 

                                      Στ. Ναθαναήλ,

                                                  Δ.

 

/ΕΘ                                                                                         


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο