ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΟΛΥΝΕΙΚΗΣ ν. ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΥΓΕΙΑΣ, Αρ. 422/2008 και 623/2008, 30 Ιουνίου 2010

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                             (Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις

Αρ. 422/2008 και 623/2008)

 

30 Ιουνίου, 2010

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]

 

(Υπόθεση Αρ. 422/2008)

ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΟΛΥΝΕΙΚΗΣ,

Αιτητής,

ν.

ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΥΓΕΙΑΣ,

Καθ΄ων  η Αίτηση.

 

 

(Υπόθεση Αρ. 623/2008)

ΤΑΚΗΣ ΚΑΝΑΡΗΣ,

Αιτητής,

ν.

ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΥΓΕΙΑΣ,

Καθ΄ων  η Αίτηση.

 

Α. Κωνσταντίνου, για τον Αιτητή στην προσφυγή 422/2008.

Ε. Νικολαΐδου (κα), για τον Αιτητή στην προσφυγή 623/2008.

Γ. Τριανταφυλλίδης με Ν. Παρτασίδου (κα), για τους Καθ΄ων η Αίτηση.

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.Με τις παρούσες προσφυγές οι δύο Αιτητές ζητούν ακύρωση της απόφασης των Καθ’ ων η αίτηση να επαναδιορίσουν τον κ. Ανδρέα Δημητριάδη, στο εξής «το ΕΜ», στη θέση Γενικού Διευθυντή τους, από 1 Οκτωβρίου 2003 μετά από επανεξέταση συνεπεία ακυρωτικής απόφασης.

 

Επειδή οι παρούσες προσφυγές παρουσιάζουν κοινά νομικά και πραγματικά ζητήματα, το Δικαστήριο με διάταγμα του αποφάσισε τη συνεκδίκαση τους.

 

Τα γεγονότα της υπόθεσης

Ο Οργανισμός Ασφάλισης Υγείας, στο εξής «ο Οργανισμός»,  αποτελεί νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και ασκεί τις αρμοδιότητες του δυνάμει του περί Γενικού Συστήματος Υγείας Νόμου του 2001 (Ν. 89(Ι)/2001), στο εξής «ο Νόμος», και των δυνάμει τούτου εκδοθέντων Κανονισμών.

 

Στις 2.5.2003 οι Καθ' ων η αίτηση προχώρησαν στην προκήρυξη της πλήρωσης της θέσης Γενικού Διευθυντή τους.  Αναφορικά με τα προσόντα, το Σχέδιο Υπηρεσίας προέβλεπε ότι:-

 

«3. Απαιτούμενα προσόντα:

(1)(α) Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος ή ισότιμο προσόν σε οποιοδήποτε θέμα.

(β) Μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλος ή ισότιμο προσόν μετά από σπουδές διάρκειας τουλάχιστον ενός ακαδημαϊκού έτους στη Δημόσια Διοίκηση, Διοίκηση Επιχειρήσεων, Οικονομικά, Νομικά, οποιοδήποτε κλάδο της Ιατρικής, Διοίκηση Υπηρεσιών Υγείας, Διοίκηση Νοσοκομείων, Δημόσια Υγεία ή μέλος Αναγνωρισμένου Σώματος Επαγγελματιών Λογιστών.

(2) Δεκαετής τουλάχιστο πείρα σε υπεύθυνη θέση από την οποία πενταετής τουλάχιστο πείρα σε διευθυντικά εποπτικά καθήκοντα που να περιλαμβάνουν προγραμματισμό, οργάνωση, εποπτεία, καθοδήγηση, συντονισμό, εκπαίδευση προσωπικού και έλεγχο εργασιών.

(3) Πολύ καλή γνώση της σχετικής με το Γενικό Σύστημα Υγείας της Κύπρου νομοθεσίας.

(4) Ακεραιότητα χαρακτήρα, οργανωτική, διευθυντική και διοικητική ικανότητα, πρωτοβουλία και ευθυκρισία.

(5) Πολύ καλή γνώση της Ελληνικής και Αγγλικής γλώσσας.»

 

Αιτήσεις για διορισμό στην επίδικη θέση, μεταξύ άλλων, υπέβαλαν τόσο οι Αιτητές όσο και το ΕΜ.

 

Στις 18.7.2003 συνεδρίασε το Διοικητικό Συμβούλιο του Οργανισμού το οποίο αποφάσισε να διορίσει ως καταλληλότερο στην θέση, το ΕΜ.

 

Εναντίον της πιο πάνω απόφασης οι δύο Αιτητές καταχώρησαν τις προσφυγές με αριθμό 885/03 και 1070/03 αντίστοιχα, οι οποίες έγιναν αποδεκτές από το Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο στις 16.6.2005 ακύρωσε την απόφαση του Οργανισμού, για το λόγο ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν αποτέλεσμα λανθασμένης σύνθεσης και διαδικασίας, κατά παράβαση του Νόμου.

 

Εναντίον της απόφασης αυτής, το ΕΜ και οι Καθ’ ων η αίτηση, καταχώρησαν αντίστοιχα τις εφέσεις με αρ. 82/05 και 86/05, οι οποίες όμως απορρίφθηκαν από το Εφετείο στις 14.1.2008.

 

Ενόψει της επικύρωσης της ακυρωτικής απόφασης από το Εφετείο, στις 16.1.2008, το Διοικητικό Συμβούλιο του Οργανισμού συνεδρίασε υπό νέα σύνθεση και κατόπιν επανεξέτασης αποφάσισε να διορίσει και πάλι στην επίδικη θέση, το ΕΜ αναδρομικά από 1.10.2003, με συμβόλαιο το οποίο θα ανανεωνόταν κάθε πέντε χρόνια.

 

Στη συνέχεια το Υπουργικό Συμβούλιο στη συνεδρίαση του στις 6.2.2008, αποφάσισε την έγκριση του διορισμού του ΕΜ στη θέση Γενικού Διευθυντή του Οργανισμού, αναδρομικά από 1.10.2003.

 

Οι δύο Αιτητές προβάλλουν ένα κοινό λόγο ακύρωσης της επίδικης απόφασης, ήτοι την ελλιπή έρευνα η οποία οδήγησε σε πλάνη ως προς την υπέρτερη πείρα του ΕΜ έναντι των Αιτητών (1ος λόγος ακύρωσης). 

 

Περαιτέρω ο Ανδρέας Πολυνείκης, Αιτητής στην Υπόθεση Αρ. 422/08 (στο εξής «ο πρώτος Αιτητής»), προβάλλει και δύο άλλους λόγους ακύρωσης: (α) πλάνη ως προς τα πρόσθετα μη απαιτούμενα προσόντα των Αιτητών, καθότι αυτά ήταν σχετικά με την επίδικη θέση (2ος λόγος ακύρωσης για σκοπούς της παρούσας απόφασης) και (β) ότι δεν υπήρξε δέουσα έρευνα για να διαπιστωθεί ότι το ΕΜ έχει πολύ καλή γνώση της Νομοθεσίας για το Γενικό Σύστημα Υγείας της Κύπρου (3ος λόγος ακύρωσης για σκοπούς της παρούσας απόφασης).

 

Ο Τάκης Κανάρη, Αιτητής στην Υπόθεση Αρ. 623/08 (στο εξής «ο δεύτερος Αιτητής»), προβάλλει ως πρόσθετο λόγο (4ος λόγος για σκοπούς της παρούσας απόφασης) ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιτιολόγητη και αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων.

 

Έλλειψη έρευνας και πλάνη ως προς το ότι το ΕΜ υπερείχε σε  πείρα έναντι των Αιτητών – Κοινός λόγος ακύρωσης 1

Επειδή ο κοινός λόγος ακύρωσης, ο οποίος αποτελεί και τον κύριο άξονα των δύο προσφυγών, αφορά σε πλάνη περί τα πράγματα, θα ήθελα προτού εξετάσω την ουσία του λόγου ακύρωσης, περιληπτικά να αναφερθώ στο θέμα της διαπίστωσης ή πιθανολόγησης πλάνης το οποίο ήγειραν οι δικηγόροι των δύο Αιτητών.  Σύμφωνα με το άρθρο 46 των περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/1999), όπου η διοίκηση κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας της στηρίζεται σε γεγονότα και προϋποθέσεις που είναι εξ’ αντικειμένου ανύπαρκτα ή παραλείπει να λάβει υπόψη ουσιώδη γεγονότα, τότε ενεργεί υπό πλάνη περί τα πράγματα.  Όταν η πλάνη θεωρηθεί ότι ήταν ουσιώδης, η πράξη καθίσταται παράνομη.  Στην ουσία η παρανομία έγκειται στο ότι εμφιλοχωρεί πλάνη στη σειρά των συλλογισμών του διοικητικού οργάνου (βλ. Παπαϊωάννου κ.α. ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1991) 3 ΑΑΔ 713, Κωνσταντίνου ν. Συμβουλίου Αμπελουργικών Προϊόντων (1992) 3 ΑΑΔ 228 και Δημοκρατίας ν. Μαυρομμάτη κ.α. (1991) 3 ΑΑΔ 543).  Όπως ορθά επεξήγησαν τη νομολογία τόσο ο κ. Κωνσταντίνου όσο και η κα Νικολαΐδου, εκ μέρους των Αιτητών, αρκεί η πιθανολόγηση πλάνης ως προς τα πραγματικά γεγονότα. Η αρχή αποσκοπεί στο να διασφαλίσει ότι το Δικαστήριο με τη διαπίστωση πλάνης, δεν θα προσπαθήσει να υποκαταστήσει την πρωτογενή κρίση της διοίκησης, πιθανολογώντας ως προς το ποιος τελικά θα ήταν ο καλύτερος υποψήφιος, αν δεν μεσολαβούσε η διαπίστωση πλάνης.

 

Θα προχωρήσω τώρα στην ουσία του λόγου ακύρωσης.  Οι  συνήγοροι των δύο Αιτητών προβάλλουν ότι οι Καθ’ ων η αίτηση λόγω μη δέουσας έρευνας και πλάνης αγνόησαν την υπέρτερη πείρα των Αιτητών, η οποία ήταν σχετική με τα καθήκοντα της θέσης.  Περαιτέρω ο συνήγορος του πρώτου Αιτητή, αναφέρει ότι η πείρα του ΕΜ ήταν με λογιστικά και τραπεζικά θέματα και δεν συγκρίνεται ως προς την έκταση και το περιεχόμενο της, με αυτήν του Αιτητή.  Όσον αφορά το δεύτερο Αιτητή, η συνήγορος του ανέφερε ότι αγνοήθηκε η πείρα που απεκόμισε από τη διευθυντική θέση που κατείχε στην Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου από το 1990 και τη θέση του Ανώτερου Διευθυντή από το 2000, ενώ για το ΕΜ ουσιαστικά προσμέτρησε δεκατριάχρονη πείρα σε διευθυντικές θέσεις σε μεγάλο τραπεζικό οργανισμό και συγκεκριμένα στην Alpha Bank.    Περαιτέρω ο συνήγορος του δεύτερου Αιτητή, προβάλλει ότι επειδή το ΕΜ εργαζόταν προηγουμένως στον ιδιωτικό τομέα, θα έπρεπε να ερευνηθεί ποια ήταν η φύση των καθηκόντων που ασκούσε.

 

Οι Καθ’ ων η αίτηση απορρίπτουν τις πιο πάνω θέσεις, αφού όπως προβάλλουν, η πείρα που απαιτείτο από το οικείο σχέδιο υπηρεσίας δεν ήταν απαραίτητο να είναι σχετική με τα καθήκοντα της θέσης, αλλά ήταν αρκετό να αφορά σε θέματα οργανωτικά, διευθυντικά και εποπτικά, στα οποία το ΕΜ με βάση το βιογραφικό του σημείωμα υπερτερούσε έναντι οποιουδήποτε υποψηφίου. Αυτό έλαβε υπόψη ο Οργανισμός όταν αιτιολογούσε την επιλογή του, στηριζόμενος στην υπέρτερη πείρα του ΕΜ, ενώ δεν υπέπεσε σε καμία πλάνη περί τα πράγματα.  Περαιτέρω ο Οργανισμός ως αποφασίζον όργανο, έχει τη διακριτική ευχέρεια να ερμηνεύει το σχέδιο υπηρεσίας.

 

Ο λόγος ακύρωσης ευσταθεί.

 

Οι Καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν στην επιλογή του ΕΜ, στηρίζοντας την απόφαση τους στο γεγονός ότι το ΕΜ υπερείχε σε πείρα έναντι των άλλων υποψηφίων.  Συγκεκριμένα αναφέρουν ότι:-

«Στη συνέχεια το Συμβούλιο προχώρησε στη γενική αξιολόγηση και σύγκριση των προσοντούχων υποψηφίων και αφού συνεκτίμησε τα προσόντα τους σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, το εύρος και το επίπεδο των εμπειριών και τα υπόλοιπα στοιχεία όπως προκύπτουν από τις αιτήσεις τους, ο Πρόεδρος και οκτώ (8) από τα δέκα (10) Μέλη έκριναν καταλληλότερο για τη θέση Γενικού Διευθυντή τον Ανδρέα Δημητριάδη. Ο Πρόεδρος και τα Μέλη αυτά έκριναν ιδιαίτερα σημαντικό και έλαβαν σοβαρά υπόψη τη δεκατριάχρονη πείρα του Ανδρέα Δημητριάδη σε διευθυντικές θέσεις σε μεγάλο τραπεζικό οργανισμό και συγκεκριμένα στην Alpha Bank, από την οποία δύο (2) χρόνια στη θέση Γενικού Διευθυντή και τρία (3) στη θέση Διευθύνοντος Συμβούλου. Τούτο προσέδωσε στην υποψηφιότητα του ιδιαίτερη βαρύτητα, αφού κανένας άλλος υποψήφιος είχε ανάλογη μακρόχρονη πείρα του ιδίου επιπέδου και κρίθηκε ότι αποτελεί εχέγγυο για την καταλληλότητα του να εκτελέσει με επιτυχία τα καθήκοντα της υπό πλήρωσης θέσης και να συμβάλει, μεταξύ άλλων, ουσιαστικά στην οργάνωση και ομαλή λειτουργία του Οργανισμού και στην εισαγωγή του ΓεΣΥ. Τα εν λόγω Μέλη καθοδηγήθηκαν επίσης από τη νομολογία του Ανώτατου Δικαστηρίου σύμφωνα με την οποία η πείρα προσμετρά στον παράγοντα αξία και ιδιαίτερα στην παρούσα περίπτωση που αφορά στην πλήρωση θέσης Γενικού Διευθυντή και η πείρα του συγκεκριμένου υποψηφίου ήταν ως επί το πλείστον σε ψηλές διευθυντικές θέσεις. Τα_Μέλη του Συμβουλίου κ.κ. Κώστας Γεωργαλλής και Σωτήρης Φελλάς διαφώνησαν με την απόφαση της πλειοψηφίας και υποστήριξαν ο μεν πρώτος ότι καταλληλότερος· για τη θέση του Γενικού Διευθυντή είναι ο Τάκης Κανάρης, ο δε δεύτερος ότι καταλληλότερος για τη θέση αυτή είναι ο Ανδρέας Πολυνείκης.»

 

Οι Καθ’ων η αίτηση στηρίζουν την επιλογή τους στο γεγονός ότι το ΕΜ κατείχε «μακρόχρονη πείρα» σε Διευθυντικές θέσεις σε συγκεκριμένο Τραπεζικό Οργανισμό, την οποία δεν κατείχε κανένας από τους άλλους υποψηφίους.  Επίσης προσδίδουν σ’ αυτόν δεκατριάχρονη πείρα σε διευθυντική θέση ήτοι από το 1990-2003.  Όμως με βάση το βιογραφικό του σημείωμα η πείρα του, σε σχέση με το οικείο σχέδιο υπηρεσίας σε θέματα, διευθυντικά και εποπτικά, ουσιαστικά αρχίζει το 1998.  Η προηγούμενη οκτάχρονη πείρα του στην τράπεζα (1990-1998) φαίνεται να είναι σε υπεύθυνη θέση, αλλά από το βιογραφικό του σημείωμα και χωρίς περαιτέρω έρευνα των καθηκόντων του δεν προκύπτει με σαφήνεια ότι ήταν διευθυντική.  Όμως και αν θέλει υποτεθεί ότι είχε τέτοια μακρά διευθυντική πείρα, οι Καθ’ ων η Αίτηση δεν θα μπορούσαν να αγνοήσουν ούτε την εξίσου μακρόχρονη πείρα του Αιτητή, κ. Ανδρέα Πολυνείκη, στις διάφορες θέσεις που κατείχε από το 1995-1999 και ιδιαίτερα στη θέση Πρώτου Ιατρικού Λειτουργού από το 1996, η οποία ουσιαστικά αντλείται σε θέματα οργανωτικά, διευθυντικά και εποπτικά. Ενώ επίσης δεν θα μπορούσαν να αγνοήσουν την πείρα που απέκτησε από την ανάθεση σ’ αυτόν, καθηκόντων σε σχέση με την οργάνωση και λειτουργία του Γενικού Συστήματος Υγείας το οποίο είναι και το αντικείμενο της επίδικης θέσης.  Λόγω πραγματικής πλάνης δεν φαίνεται να την έλαβαν υπόψη και να την αξιολόγησαν συσχετίζοντας την με την πείρα του ΕΜ.  Ακόμη πεπλανημένα αγνοήθηκε και η μακρά πείρα του Αιτητή κ. Τάκη Κανάρη, η οποία λόγω των διευθυντικών θέσεων που κατείχε κατά τον ουσιώδη χρόνο, φαίνεται να ήταν τουλάχιστον όμοια με αυτή του ΕΜ.  Οι Καθ’ ων η αίτηση δεν προέβησαν σε δέουσα έρευνα ως προς την ακριβή πείρα των Αιτητών, αλλά και ούτε αιτιολόγησαν για ποιους λόγους θεώρησαν ότι η συγκεκριμένη πείρα του ΕΜ είναι υπέρτερη αυτής των Αιτητών, ώστε το ΕΜ να θεωρηθεί γι’ αυτόν κυρίως τον λόγο ως ο καταλληλότερος για τη θέση, με αναφορά μάλιστα στην αιτιολογία της απόφασης τους, ότι «κανένας άλλος υποψήφιος έχει ανάλογη μακρόχρονη πείρα του ίδιου επιπέδου.»

Προτού εγκαταλείψω αυτόν το λόγο ακύρωσης, θα ήθελα να αναφερθώ στην εισήγηση του κ. Τριανταφυλλίδη ότι οι Αιτητές απέτυχαν να αποδείξουν την έκδηλη υπεροχή τους έναντι του ΕΜ και ως εκ τούτου η προσφυγή τους θα πρέπει να αποτύχει.  Έχω εξετάσει την εισήγηση αλλά δεν μπορώ να συμφωνήσω.  Όπου υπάρχουν συγκεκριμένοι λόγοι ακύρωσης μιας απόφασης, π.χ. έλλειψη δέουσας έρευνας, πλάνη, μη επαρκής αιτιολογία κ.α. δεν τίθεται θέμα έκδηλης υπεροχής.  Θέμα έκδηλης υπεροχής αναμφίβολα εξετάζεται όταν εγείρεται ειδικά εκ μέρους Αιτητή ότι υπερείχε έκδηλα του προαχθέντος, αλλά η διοίκηση υπερβαίνοντας τα ακραία όρια της διακριτικής της ευχέρειας, παρέλειψε να τον διορίσει, επιλέγοντας άλλο υποψήφιο.  Όμως εδώ δεν προβλήθηκε ένας τέτοιος ισχυρισμός.  Αντίθετα εγείρονται συγκεκριμένοι λόγοι ακύρωσης, οι οποίοι κρίνεται ότι ευσταθούν και επομένως δεν εγείρεται θέμα κακής άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του επιλέγοντος οργάνου, ώστε να προκύπτει θέμα απόδειξης έκδηλης υπεροχής (βλ. ΕΔΥ ν. Παπαχριστοδούλου κ.α. (2002) 3 ΑΑΔ 329 και Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1976) 3 ΑΑΔ 74).

 

Έλλειψη έρευνας και πλάνη ως προς τα πρόσθετα και απαιτούμενα προσόντα του πρώτου Αιτητή – Λόγος ακύρωσης 2 (Προσφυγή 422/08)

Ο δικηγόρος του πρώτου Αιτητή, ισχυρίστηκε ότι ο κ. Α. Πολυνείκης, κατέχει πέραν των απαιτούμενων προσόντων και πρόσθετα μη απαιτούμενα προσόντα, σε αντίθεση με το ΕΜ το οποίο δεν διαθέτει τέτοια.  Το Συμβούλιο των Καθ’ων η αίτηση, είπε ο κ. Κωνσταντίνου, παρασιώπησε αυτά τα πρόσθετα προσόντα του πρώτου Αιτητή.  Σύμφωνα με την εισήγηση του, το ΕΜ υστερεί σε προσόντα έναντι του πρώτου Αιτητή.  Το δεύτερο σφάλμα που καταλογίζει στους Καθ’ων η αίτηση, είναι ότι παρέλειψε μετά από δέουσα έρευνα, να καθορίσει ποια από τα πρόσθετα προσόντα του Αιτητή ήταν ή όχι σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης, ώστε να μπορέσει να τα αξιολογήσει δεόντως.

 

Από την άλλη, ο δικηγόρος των Καθ’ων η αίτηση, απορρίπτοντας τους ισχυρισμούς του πρώτου Αιτητή, επανέλαβε αυτό που αναφέρεται και στην προσβαλλόμενη απόφαση, ότι λήφθηκαν υπόψη τα προσόντα του πρώτου αιτητή και ότι εν πάση περιπτώσει αυτά δεν είναι ικανά να ανατρέψουν την υπεροχή του ΕΜ σε πείρα.  Περαιτέρω, ήταν η θέση του ότι το Σχέδιο Υπηρεσίας δεν προβλέπει πρόσθετα προσόντα, αλλά ότι οποιαδήποτε πρόσθετα προσόντα θα συνυπολογίζονταν με τα υπόλοιπα στοιχειά κρίσης.

 

Ο λόγος ακύρωσης ευσταθεί.

 

Σύμφωνα με τη νομολογία, προσόντα τα οποία δεν προνοούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας, είτε ως απαραίτητα προσόντα είτε ως πλεονέκτημα, αλλά σχετίζονται με τα καθήκοντα της θέσης, θα πρέπει μετά από δέουσα έρευνα να λαμβάνονται υπόψη και να συνεκτιμούνται με τα υπόλοιπα στοιχεία κατά την αξιολόγηση των υποψηφίων (βλ. Δημοκρατία ν. Παπαμιχαήλ (1989) 3Β ΑΑΔ 823).

 

Στην προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο των Καθ’ων η αίτηση δεν προέβη σε καμία συγκεκριμένη διερεύνηση ή αξιολόγηση των προσόντων του Αιτητή κ. Α. Πολυνείκη, ώστε να εντοπίσει εκείνα που ήταν τα πιο σχετικά με τη φύση της θέσης, για να μπορέσει να τα συγκρίνει με αυτά του ΕΜ.  Τα πρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα του Αιτητή, λόγω της φύσης τους και της εκ πρώτης όψεως συνάφειας με τα καθήκοντα της θέσης, θα έπρεπε κατά την άποψή μου να τύχουν κάποιας αξιολόγησης, ώστε αν κρίνονταν ότι όντως ήταν συναφή, να προσδιδόταν σε αυτά η ανάλογη βαρύτητα, με απώτερο στόχο να κριθεί η υπεροχή του ενός υποψηφίου έναντι του άλλου σ’ αυτό τον τομέα.  Η γενικότητα της αιτιολογίας που χρησιμοποίησε το Συμβούλιο των Καθ’ ων η αίτηση, δεν μπορεί να θεωρηθεί ικανοποιητική.  Το κενό που διαπιστώνεται στην απόφαση του Συμβουλίου, δεν είναι δυνατό να αναπληρωθεί, αφού ξεφεύγει των αρμοδιοτήτων του Δικαστηρίου, το οποίο δεν μπορεί να προβεί σε πρωτογενή κρίση (βλ. Γιαγκουλλή ν. Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 481, Νικολαΐδη ν. Δημοκρατίας (2005) 3 ΑΑΔ 325).   

Μη δέουσα έρευνα για να διαπιστωθεί ότι το ΕΜ είχε πολύ καλή γνώση της Νομοθεσίας για το Γενικό Σύστημα Υγείας της Κύπρου - Λόγος ακύρωσης 3 (Προσφυγή 422/08)

Ευσταθεί και αυτός ο λόγος ακύρωσης.  Ένα από τα απαιτούμενα προσόντα ήταν και η πολύ καλή γνώση της σχετικής νομοθεσίας της Κύπρου για το Γε.Σ.Υ.  Κατά την αρχική διαδικασία κρίθηκε από το Συμβούλιο ότι τόσο οι Αιτητές όσο και το ΕΜ πληρούσαν αυτό το προσόν.  Όμως εκείνη η διαδικασία επιλογής ακυρώθηκε αφού κρίθηκε ότι έπασχε η τότε συγκρότηση του Συμβουλίου, εξαιτίας του Προέδρου, ο οποίος κρίθηκε ότι δεν ήταν ανεξάρτητος.  Κατά συνέπεια, είναι ορθή η θέση του κ. Κωνσταντίνου ότι η πράξη, λόγω της φύσης του λόγου ακύρωσης, ακυρώθηκε εξ υπαρχής.  Η διοίκηση ως όφειλε, συμμορφούμενη με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επανασυγκρότησε το Συμβούλιο, το οποίο νόμιμα πλέον όφειλε να επανεξετάσει σύμφωνα με τους περιορισμούς που θέτει η νομολογία.  Ενώ δεν μπορούσε να λάβει υπόψη την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση, δεδομένου ότι αυτή έγινε ενώπιον οργάνου που κρίθηκε παράνομα συγκροτημένο, το Συμβούλιο, υπό την νέα του συγκρότηση, όφειλε να ερευνήσει κατά πόσον οι υποψήφιοι πληρούσαν τα απαιτούμενα προσόντα, με βάση το πραγματικό και νομικό καθεστώς που ίσχυε τότε.  Ενώ εξέτασε τα υπόλοιπα απαιτούμενα προσόντα, σύμφωνα με το Σχέδιο Υπηρεσίας, παρέλειψε να εξετάσει το προσόν (3) που αφορούσε σε γνώση της νομοθεσίας της Κύπρου περί Γε.Σ.Υ.  Το Συμβούλιο, υπό την νέα συγκρότηση του, δεν θα μπορούσε να στηριχθεί στα συμπεράσματα και υποκειμενικές κρίσεις του προηγούμενου Συμβουλίου, το οποίο κρίθηκε παράνομα συγκροτημένο (βλ. ΕΔΥ ν. Κοντογιώργη (2001) 3 ΑΑΔ 1037, Δρουσιώτης ν. Δήμου Λατσιών (1992) 3 ΑΑΔ 437).  Η εισήγηση του κ. Τριανταφυλλίδη θα ήταν ορθή, αν η ακύρωση της προηγούμενης απόφασης δεν γινόταν για λόγους παράνομης συγκρότησης, αλλά για άλλους λόγους ακύρωσης.  Τότε θα ίσχυε το δεδικασμένο και η αρχή ότι δεν μπορούν να εγερθούν ζητήματα που θα μπορούσαν να είχαν τεθεί προηγουμένως ενώπιον νόμιμα συγκροτημένου οργάνου (βλ. Ναζίρης ν. ΡΙΚ (2007) 3 ΑΑΔ 38).  Όμως η παρούσα περίπτωση δεν είναι τέτοια αφού το διοικητικό όργανο κηρύχθηκε παράνομα συγκροτημένο.

 

Έλλειψη αιτιολογίας / η απόφαση του Συμβουλίου είναι αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων – Λόγος ακύρωσης 4 (προσφυγή 623/08)

Η δικηγόρος του  δεύτερου Αιτητή, προβάλλει ότι από την προσβαλλόμενη απόφαση σε σχέση με την πείρα (παρ. 3(2) του Σχεδίου Υπηρεσίας), δεν προκύπτουν οι λόγοι προτίμησης του ΕΜ έναντι του δεύτερου Αιτητή.

 

Και αυτός ο λόγος ακύρωσης ευσταθεί.

 

Ο συγκεκριμένος λόγος σχετίζεται άμεσα με τον 1ο λόγο ακύρωσης, κατά την εξέταση του οποίου έκρινα ότι πράγματι δεν υπήρξε επαρκής αιτιολογία αναφορικά με το λόγο που το Συμβούλιο θεώρησε την πείρα του ΕΜ ως υπέρτερη των Αιτητών.  Γι’ αυτό κρίνω ότι είναι αχρείαστο να προσθέσω οτιδήποτε άλλο.

 

Με βάση τα πιο πάνω, κρίνω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε παράνομα και θα πρέπει να ακυρωθεί.

 

Οι δύο προσφυγές επιτυγχάνουν με €1300 έξοδα, πλέον ΦΠΑ στην κάθε προσφυγή, υπέρ των Αιτητών.  Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται, δυνάμει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.

 

 

 

 

                                                               (Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.

 

 

 

 

 

/ΕΠς


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο